Οι μαθητές: Μπολοβίνος Ανδρέας Πραντίκος Γρηγόρης Λούπης Νίκος Κυπαρίσης Γιώργος
ΚΕΡΚΥΡΑ-ΚΕΡΚΥΡΑ (1995) Κέρκυρα Κέρκυρα με το Ποντικονήσι Με τα καντούνια τα στενά που τα χω σεργιανίσει Κέρκυρα Κέρκυρα ποια προίκα σου έχεις πάρει; Χρυσάφι απ τον ήλιο σου κι ασήμι απ το φεγγάρι Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος Μουσική: Γιώργος Κατσαρός
Α.Εισαγωγή Η Κέρκυρα ως πόλη προβάλλεται, ολόσωμη και ωραία, στις σελίδες του βιβλίου αυτού. Εικόνες κινηματογραφικής ταινίας, με δράση και εξέλιξη... Φυσικό τοπίο, πόλη και ύπαιθρος, κτίσματα και ιδρύματα, εκκλησίες, φρούρια, παλάτια, ιδιότυπη ρυμοτομία και αρχιτεκτονική άγιοι και άνθρωποι, αριστοκράτες, αστοί και χωρικοί, άνδρες και γυναίκες λογοτεχνία, μουσική, το πρώτο πανεπιστήμιο ποιητές, κριτικοί, πρωθυπουργοί, συνθέτες και μουσικοί, ένα ετερόκλητο σύνολο έμψυχων και άψυχων, ζώντων και τεθνεώτων, με παράδοξη παρά ταύτα ομοιογένεια, αυτή είναι η πολυώνυμη Κέρκυρα, η αρχαία Σχερία και Δρεπάνη και Κόρκυρα και Φαιακία, η βυζαντινή Κορυφώ, οι Κορφοί του απλού Κερκυραίου.
Β.Κείμενα
ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΜΑΣ Στο ποίημα του «Τα κάστρα μας», ο Γεράσιμος Μαρκοράς αναφέρεται στα απολιόρκητα κάστρα της Κέρκυρας. Συνεπώς, βλέπουμε μια άλλη όψη της Κέρκυρας, πιο μεγαλοπρεπή! Με τα πελώρια κάστρα της τα οποία αρκετά χρόνια προσπαθούσαν οι Τούρκοι να καταλάβουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα, οποιοδήποτε μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν. Μέσα από το ποίημα διαφαίνεται το αθάνατο πνεύμα των Κερκυραίων ανταρτών οι οποίοι νίκησαν τους Τούρκους πολλές φορές και τους απώθησαν από τα Κερκυραϊκά κάστρα.
Η ΠΑΛΑΙΑ ΣΠΙΑΝΑΔΑ Στο κείμενο του Νικόλαου Κονεμένου «Η παλαιά Σπιανάδα», ο συγγραφέας επισκέπτεται την Σπιανάδα της Κέρκυρας μετά από αρκετό καιρό και αντικρίζει μια καινούργια περιοχή, χωρίς αυτά που θυμόταν. Τότε που είχε πάει δεν υπήρχαν δρόμοι, παρά μόνο κάτι «παλιόδρομοι». Δεν υπήρχε η Καινούρια Στράτα, ενώ ο δρόμος του Κανονιού ήταν κεντρικός δρόμος, σε αντίθεση με τώρα που είναι απλά ένα μονοπάτι για κάπου αλλού. Επίσης, δεν υπήρχαν αμάξια που τώρα κατακλύζουν την περιοχή και οι μεγάλες οικοδομές με το παλάτι κατεδαφίστηκαν. «Η παλαιά Σπιανάδα» με τα λίγα και ταπεινά σπίτια, με τα μονοπάτια, τον δρόμο του Κανονιού και το παλάτι δεν υπάρχει πλέον. Όλα αυτά είχαν τώρα αντικατασταθεί από πολλά σπίτια, δρόμους και αμάξια. Ακόμα και η Κολομπέρα, που βρίσκονταν στην είσοδο του παλατιού είχε κατεδαφιστεί.
Ακόμα και η Κολομπέρα, που βρίσκονταν στην είσοδο του παλατιού είχε κατεδαφιστεί. Κατόπιν, ο συγγραφέας ενθυμούμενος το καλοκαίρι, τότε που η παλαιά Σπιανάδα ήταν άδεια, αφού δεν είχε πολλές σκιές και ήταν ηλιόλουστη καθώς η αφόρητη ζέστη απλωνόταν παντού. Έπειτα, καθώς περπατάει αφηρημένος στα σοκάκια, προς μεγάλη του έκπληξη βρίσκει κάποια κτήρια που υπήρχαν ακόμη ένα παλιό σπίτι και μια εκκλησία με λίγα δέντρα δίπλα της, που ακόμα στέκονταν όπως τότε! Στο κείμενο αυτό λοιπόν, ο αναγνώστης μέσα από την τόσο παραστατική περιγραφή του συγγραφέα μπορεί να αντλήσει άπλετες πληροφορίες για μια παλιά περιοχή της Κέρκυρας, την Σπιανάδα καθώς και πόσο αυτή άλλαξε με το πέρασμα των χρόνων!
Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ Στο διήγημα «Η τιμή και το χρήμα», ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης παρουσιάζει μια ρεαλιστική εικόνα της ζωής σε ένα Κερκυραϊκό προάστιο. Στοιχεία που συνθέτουν αυτή τη ζοφερή εικόνα την εποχή της πρωθυπουργίας του Γ.Θεοτόκη είναι η άνθηση του λαθρεμπορίου της ζάχαρης στις Κερκυραϊκές ακτές, το ρουσφετολόι που επικρατεί στην εξαθλιωμένη πολιτική ζωή, η μικροκομματική συναλλαγή που οδηγούσε σε εξαχρείωση του εκλογέα και αγοραπωλησία της ψήφου του, όπως και η δύσκολη ζωή των κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας κρίνοντας από τον εξοντωτικό ρυθμό εργασίας της σιόρας Επιστήμης, προκειμένου να μεγαλώσει τα παιδιά της. Από την άλλη πλευρά, σε άλλα διηγήματα του Θεοτόκη «Κορφιάτικες Ιστορίες», περιγράφεται η ζωή του χωριού στην εκπνοή του δεκάτου ενάτου αιώνα, γραμμένα με κρυστάλλινο ρεαλισμό. Στο «Πίστομα» και στον «Κάιν» παρατηρείται η πρωτόγονη αγριάδα των άστατων χαρακτήρων. Στην «Αγάπη Παράνομη», στην «Παντρειά της Σταλαχτής» και στο «Ακόμα» κυριαρχεί το πάθος του έρωτα μέσα στο περίγραμμα των ηθών του χωριού. Στη «Ζωή του χωριού» και στις «Δύο αγάπες», βλέπουμε την καθημερινότητα του χωριού.
ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ Στο κείμενο «Εντός των τειχών» του Μιχαήλ Βλασσόπουλου προβάλλεται η εικόνα της οχυρωμένης Κέρκυρας την περίοδο 1809-1812. Συγκεκριμένα, το 1571 οι Κερκυραίοι ζήτησαν από τη Βενετσιάνικη σύγκλητο την οχύρωση και τον τειχισμό της πόλης, προβάλλοντας τα δεινά που υπέφεραν στην πολιορκία του Μπαρμπαρόσσα. Οι οχυρώσεις της πόλης είναι δομημένες σύμφωνα με το παλιό σύστημα, το οποίο σε σύγκριση με το νέο σύστημα δεν έχει τη δυνατότητα επιδιόρθωσης των παλιών ατελειών. Την εποχή εκείνη παράλληλα, η Κέρκυρα εξαιτίας της θέσης της ήταν ένα από τα πιο σπουδαία οχυρωμένα στρατόπεδα της Ευρώπης. Επίσης, γίνεται αναφορά και στο παλιό κάστρο ονομαζόμενο Ακρόπολη, το οποίο είναι από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της μεγαλοπρέπειας της πόλης εκείνη την εποχή. Ακόμα, βλέπουμε και την εκκλησία των Carmini και το πεζό άγαλμα Schelemburg με μεγάλη βάση και επαινετική επιγραφή το οποίο υπεράσπισε το στρατόπεδο εναντίον των Τούρκων που βρισκόταν σε πολιορκία το 1716. Παράλληλα, επισημαίνεται και η σημασία του Κυβερνήτη, ενός από τα παγερά και όμορφα κτήρια. Στα χρόνια των Βενετσιάνων υπήρχαν εκεί πολλά ιδιωτικά οικήματα και πολλές εκκλησίες λατινικές και ορθόδοξες. Συμπεραίνουμε λοιπόν, την μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά της πόλεως εκείνα τα χρόνια.
Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΕΠΑΥΛΗ Τον Δεκέμβριο του 1840, 8 χρόνια μετά την προσφορά του Nugent,το ιεροσπουδαστήριο μεταφέρεται στον Άγιο Παντελεήμονα. Ένα από τα βιβλία του Alexandre Buchon περιγράφει με θαυμασμό το κτίσμα και το «Σπίτι του Άγιου Παντελεήμονος», αλλά επικρίνει την ενέργεια του Douglasνα εγκαταστήσει εκεί το ιεροσπουδαστήριο. Η λειτουργία του ιεροσπουδαστηρίου στον Άγιο Παντελεήμονα υπήρξε λιγόχρονη. Το 1842 μεταφέρεται πάλι στην πόλη. Από τότε, το «Σπίτι του Άγιου Παντελεήμονος» αναφέρεται μόνο στους λογαριασμούς του μηχανικού σύμβουλου. Γίνεται μια γενική αναδιοργάνωση του κτηρίου αλλά οι Αρμοστές σπάνια το κατοικούν. Τέλος, ένας Έλληνας βασιλιάς, που βρήκε εκεί ξεκούραση του χάρισε το όνομα «Mon Repos». Όμως για εμάς τους Έλληνες η ιστορία του σπιτιού δεν κλείνει με την ένωση. Στα χρόνια της κατοχής, χαρακτηριστική είναι η εφιαλτική εικόνα από ένα ξένο οικόσημο στην είσοδο του πάρκου. Έτσι, το «Σπίτι του Αγίου Παντελεήμονος» ακολουθεί τη μοίρα εκείνου του τόπου και των ανθρώπων που πολύ πόνεσαν τα χρόνια εκείνα.
Η ΦΑΙΑΚΙΑ Από τα στοιχεία που μας δίνει ο Όμηρος για την τότε Κέρκυρα, την Φαιακία, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε πως οι παλιοί κάτοικοι του νησιού απολάμβαναν όλα τα καλά που τους παρείχε την ευφορία του εδάφους, το ωραίο κλήμα, τη φρόνιμη κυβέρνηση, την ειρήνη, τη φιλεργία και το εμπόριο. Εξαιτίας αυτής της εύνοιας, Φαίακες απέκτησαν τη φήμη πως ήταν δοσμένοι στην πολυτέλεια και συχνές είναι οι φράσεις «τράπεζα του Αλκινόου» και «να ζη κανένας σαν Φαίακας», καθώς και οι στίχοι του Οράτιου, που ενώ θαυμάζει τον Όμηρο, μελετώντας τα ποιήματά του, γιατί μας είχε δώσει, λέει, τον Οδυσσέα για παράδειγμα της αρετής και της σοφίας, ξεφεύγει έπειτα από τα όρια που χει θέσει ο ποιητής και αλλάζει την έννοια των στίχων του, γράφοντας:
Είμαστε λαουτζίκος, γεννημένοι να περνάμε ό,τι βγάλει η γή, μνηστήρες της Πηνελόπης, νεολαία του Αλκίνοου, που περνάει τον καιρό, πιο πολύ απ ό,τι πρέπει, στους καλλωπισμούς της αρέσει να κοιμάται ως το μεσημέρι και ν απαλαίνει τις έννοιες με τον αργό ήχο της κιθάρας. Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι παλιότερα, οι κάτοικοι του νησιού, κυρίως οι αρχαίοι, ευημερούσαν χάρη στην πλησμονή του νησιού από αγαθά, γεγονός που πιθανόν δεν τους επέτρεπε να δραστηριοποιηθούν.