Γεράσιμος Μηνάς. Μια ζωή ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ 2006-2007



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Modern Greek Beginners

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;


Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Modern Greek Beginners

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Κατανόηση γραπτού λόγου

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

9 απλοί τρόποι να κάνεις μία γυναίκα να μην μπορεί να σε βγάλει από το μυαλό της

Το παραμύθι της αγάπης

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Κατανόηση προφορικού λόγου

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΘΕΑΤΡΙΚΟ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΑΚΗ (ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: ΟΜΑΔΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΣΤ3, )

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

«ΠΩΣ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ;» Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΤΟ ΙΣΧΥΡΟ ΚΡΑΤΟΣ. Πάνο Σακέλη. Θεατρική μονόπρακτη σάτιρα. από τον

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

4ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ. για ένα ευχάριστο και ασφαλές περιβάλλον

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

ΗΜΟΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Transcript:

1

2

Μια ζωή 3

4

5 Γεράσιμος Μηνάς Μια ζωή ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ 2006-2007

6

7 Πρέπει να κλέψω. Υπάρχουν τόσα χρήματα, εκεί έξω. Δεν έχω δικά μου, για παγωτό. Τυρί. Χυμό. Λεφτά, να πάω διακοπές. Να κλέψω. Ναι. Να έχω Ευρώ στην τσέπη. Πού θα χτυπήσω πρώτα; Θ ανεβώ σε λεωφορείο, προς μια μακρινή περιοχή, της πόλης. Θα χτυπήσω ένα ψιλικατζίδικο, λίγο απόμερο. Λίγο στενό, στα τετραγωνικά. Να μην μπορεί να ξεφύγει ο ιδιοκτήτης. Θα τις φάει στο πρόσωπο. Θα βουτήξω ότι προλάβω. Τρέχω κατόπι, γύρω στα στενά. Μπαίνω σ ένα ταξί. Αλλάζω δρομολόγιο, επιλέγω τον Ηλεκτρικό. Τέρμα Πειραιά. Διακόπτω ξαφνικά, την τροχιά ενός ποδηλάτη. Κάτω, τον ρίχνω. Βουτώ το δίτροχο. Το βάζω στα πόδια. Μυρίζω όλος αδρεναλίνη. Παρουσιάζομαι στο λιμάνι. Εισιτήριο για Αίγινα, με το πρώτο παπόρι. Στο σαλόνι, ψωνίζω ένα τοστ. Μετρώ τα χρήματα, στην τουαλέτα. Πέντ έξι, εικοσάρικα. Τρία τέσσερα, των 5 Ευρώ. Πολλά ψιλά. Μια μικρή δεσμίδα με χαρτονομίσματα ίσως οι εισπράξεις της προηγούμενης ημέρας. Απολαμβάνω την θάλασσα. Αποφεύγω τα βλέμματα των υπολοίπων. Έτσι κι αλλιώς, φορώ γυαλιά ηλίου. Βγάζω δύο απ τα περιοδικά που βούτηξα μες από την τσάντα που κουβαλώ στην πλάτη. Το ένα έχει μια γυμνή στο εξώφυλλο την ήθελα αυτή την φυλλάδα. Η κοπέλα, κρύβει το φύλο της, με τη μια της, παλάμη. (Περήφανη μαμά, το ίδιο, πόρνη, κι εσύ, είσαι). Προσέχω να μην φαίνεται το εξώφυλλο. Χορταίνουν οι ορμόνες, με τις φωτογραφίες της πόρνης κόρης.

8 Η ανησυχία μου μεγαλώνει. Φοβάμαι μη με τσακώσουν. Μπα! Οι μπάτσοι είναι κότες. Καθισμένοι στα γραφεία τους. Τρώνε. Πίνουν ουίσκι. Κάπως έχει κατευναστεί η ανάγκη, επιτακτικά, να μου ανήκουν χρήματα. Έστω και ξένα. Ευρώ, όχι από κόπο, δικό μου. Δεν υπάρχει πλέον, επιστροφή. Πατώ στο νησί. Με το ποδήλατο, στρίβω αριστερά. Σταματώ σε μια ερημική περιοχή. Απομακρύνομαι από την παραλιακή άσφαλτο. Αλλάζω ρούχα. Πετώ σε μια λακκούβα, το ποδήλατο. Επιστρέφω, πλάι στη θάλασσα. Βαθιές ανάσες. Πλέον, κανείς δεν θα με υποπτευθεί. Η περιγραφή δεν ταιριάζει. Γελώ. Ποια περιγραφή; Οι μπάτσοι είναι κότες. Χαμηλόμισθοι. Φοβισμένα ανθρωπάκια. Κοίτα, να μην έχω δίπλωμα από μηχανάκι, ν αρπάζω τσάντες στο δρόμο. Εύκολα. Γρήγορα. Πιστωτικές. Χρήματα. Αγορές! Ώ, περήφανοι καταπιεστικοί, γονείς! Φάτε στα μούτρα, την πληρωμή, των δικών σας αμαρτιών. Είμαι ελεύθερος. Μπορώ να κάνω τα πάντα. Ο Θεός δεν επεμβαίνει. Γελώ. Γι αυτό και Άφησε, να μαχαιρωθεί θανάσιμα, αναίτια, από τρεις επιτιθεμένους, σε πόλη της Αγγλίας, εκείνος ο πολίτης,

9 αυτής της υπερδύναμης.. Είμαι ελεύθερος, να λειτουργώ σύμφωνα με τα συναισθήματα της στιγμής. Για αρχάριος, καλή η μπάζα. Ξαναθυμάμαι τη σκηνή: Εισέρχομαι στο στενόμακρο ψιλικατζίδικο. Λέω, καλημέρα, φιλικά, όπως πάντα. Έχω γυρισμένη την πλάτη στον πωλητή. Λυγίζω τα γόνατα. Κοιτώ τα μακαρόνια στο κάτω, κάτω, ράφι. Ψιλαφίζω μερικά είδη. Τα φέρνω στο ταμείο. Τον κόβω. Υπολογίζω την δύναμη του. Χτυπά τα είδη, στο ταμείο. Την ώρα που κρατά ανοιχτό, το ταμείο, του ρίχνω μια δυνατή και ξαφνική μπουνιά, στο λαιμό. Ξαφνιάζεται και παραπατά. Πηδώ στο εσωτερικό που βρίσκεται εκείνος. Γροθιά στα πλευρά. Λιποθυμά. Κανείς στο μαγαζί. Ρίχνω μια ματιά έξω. Γρήγορα και αποτελεσματικά. Καλά τα πήγα. Αρπάζω όλα τα χρήματα που βρίσκονται στο οπτικό μου πεδίο. Μια ματιά, κάτω από το ράφι. Δεν προλαβαίνω. Ψάχνω για πορτοφόλι, στο σώμα του πωλητή. Το βρίσκω. Το ανοίγω. Αρπάζω κι εκείνα τα λιγοστά χρήματα. Γρήγορα γρήγορα, επίσης, κάτι περιοδικά. Ορισμένα φαγώσιμα. Φεύγω, δήθεν ήρεμος. Γρήγορα! Βιάσου. Δίνε του. Τωρινή στιγμή: Κανείς δεν με πήρε χαμπάρι. Εκπλήττομαι. Να χα μια γυναίκα, τώρα. Να με αγαπήσει, γι αυτό που με έφτιαξε η Κοινωνία. (Χωρίς βέβαια να το γνωρίζει εκείνη). Παίρνω το δρόμο, πεζός, προς το λιμάνι. Όμορφη Αίγινα. Πότε πότε, κοιτώ πίσω, για κείνο το σπάνιο ταξί. Μα είναι ακριβά εδώ πέρα. Ίσως μείνω μια άλλη φορά, όταν θα έχω μαζέψει, γενικά, γερή μπάζα.

Προσπερνώ μια ιδιωτική παραλία, που κάθε σαββατοκύριακο, αυξάνουν δραματικά, οι τιμές, στις προσφερόμενες υπηρεσίες. Επειδή γνωρίζουν οι ιδιοκτήτες! της θάλασσας αυτής, πως κάθε παρόμοιο διήμερο, είναι ελεύθεροι οι περισσότεροι, προς εξόρμηση για το πολυπόθητο μπάνιο. Βρίσκομαι στο πολυπληθές, παραλιακό συγκρότημα, κτιρίων. Είναι μεσημέρι. Γεύομαι τα τηγανιτά εδέσματα. Ο Θεός με βοήθησε να μη με πιάσουν -Τι ευλογία κι ετούτη. Αφού, καμιά φορά από τις σπάνιες, που έπαιζα ΛΟΤΤΟ ή ΤΖΟΚΕΡ, δεν κληρώθηκα πρώτος, να ζήσω κι εγώ, όπως οι κοινωνικοί αναμάρτητοι. Απολαμβάνω τη θέα, από κάτι γυμνόστηθες που βουτάνε, ή απολαμβάνουν μια χαλαρή ηλιοθεραπεία. Κάτι δεκάχρονα αγόρια, στέκονται και τις παρατηρούν, από πολύ κοντά. (Που βρίσκεται η αστυνομία;). Κάποιος το σκέφτεται, ψάχνοντας για καλή θέση, κάτω από το υπόστεγο, με τα τραπεζάκια, με θέα τη φύση, σε όλο το κρεάτινο μεγαλείο! Παραγγέλνει εκείνος, ο συνάδελφος πελάτης, με την πρώτη ευκαιρία. Δεν του δίνω σημασία. Συλλογίζομαι, πόσο καιρό θα συνεχίσω την παρούσα καριέρα. Πότε θα έχω μαζέψει αρκετά χρήματα. Ήξερα, γνώριζα, πως κάποτε θα ξεκινούσα κι ο ίδιος, στην παρανομία. Επειδή οι γυναίκες, αγαπούν, μόνο όσους είναι επιεικώς, ματσωμένοι. Ναι. Έπρεπε κι ο ίδιος να κερδίσω, λίγα χρήματα. Αφού δεν έβρισκα δουλειά όπως την ήθελα. Αυτόματα, θυμάμαι τις χτεσινές ειδήσεις στο χαζοκούτι. Εκείνα τα νιάνιαρα στα σχολεία, που κάνανε σέξ, και άλλοι, τα βιντεοσκοπούσανε με κινητά. (Ανταλλαγή βίντεο. Εκβιασμοί. Διαπόμπευση). Σκέψη: Πόσο χαμηλά, θα οδηγηθεί ακόμη, ο κόσμος. Τι ωραίο όμως, να κάνεις ότι θέλεις, και κανένας να μην ελέγχει. Ελευθερία πλήρης. Βία. Σαν βιντεοπαιχνίδι. 10

Όλοι λένε πως νοιάζονται, μα κανείς δεν το εννοεί. Στ αλήθεια. Μα είναι ωραίο να ξέρεις: Πως ορισμένοι, εκεί πίσω στην πόλη- στην φυλακή, είναι παντρεμένοι. Ενόσω παρανομούσαν. Που ξέρεις. Ίσως τώρα που έγινα παράνομος, ο Θεός να με παντρέψει. Ώ, πόσο Σοφός είναι! Πως Παίζει, με τις ζωές μας! Κάποτε, είχα αποφύγει το τσιγάρο, ίσως και το ποτό. Ευτυχώς δε μου ήταν αναγκαία, είδη ναρκωτικών. Αν δεν θεωρείς ναρκωτικό, ν απολαμβάνεις τη μυρουδιά της κόλλας. Ο εθισμός στην κλεπτομανία. Μα να, είμαι ελεύθερος κι ωραίος. Τι γλυκό αν και λίγο ανήσυχο που είναι ετούτο το σημείο, με το γευστικό φαγοπότι. Με την ελευθερία μου. Σημαντική όπως είναι. Να όμως που επανακάμπτει το συναίσθημα καταδίωξης, πρακτικά όμως, πλέον. Μετά το διάστημα χρόνου, που ο Θεός, το παραμέρίσε σε εμένα. Αν είναι δυνατόν να ζει κανείς, σε αυτή την κατάσταση: ολοένα, κάποιος με κυνηγά. ΟΧΙ νοητά, όμως. Πρακτικά. ΠΛΕΟΝ. 11

12 2 Στο παγκάκι, στο καράβι. Επιστρέφω στο κλεινόν άστυ. Σα να στενοχωριέμαι. Θυμάμαι αυτόματα, τον τελευταίο καιρό, όπου δεν έβρισκα, μήτε δουλειά, μήτε άνθρωπο γυναίκα που να ανοίγεται, με σκοπό να μη περάσει άλλο ένα καλοκαίρι. Δίχως παρέα. Δίχως με αγάπη, έρωτα. Ενθυμούμαι εκείνο που μου ανάφεραν: Δεν θα αλλάξεις εσύ, τον κόσμο. Επειδή παραπονιόμουν, πως έγιναν έτσι, άκαρδοι, οι άνθρωποι. Που τσιγκουνεύονται και την ομιλία, πόσο δε, την ευγένεια. Μα είδα πως μ έφτιαξε, εμένα τον ίδιο, η Κοινωνία. Πώς να αγαπήσεις ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ενόσω στο σπίτι μου απαγόρευαν ΝΑ ΕΝΤΑΧΘΩ, στην Κοινωνία; Δεν θα πας, μόνος, στη Σύμη. Δεν θα πας στην Πράγα, μόνος σου. Επιτρέπω να ταξιδέψεις, μόνο, μαζί με άλλους, να γίνεις κοινωνικός!! Αλήθεια, με τέτοια διαπαιδαγώγηση, και με ένα άρρωστο, δικό τους, παράπονο: Γιατί δεν έχεις, παρέες. Πως ν αγαπήσεις την Κοινωνία; Παύοντας να ζηλεύεις, με μίσος, τα αυτονόητα για την ηλικία του, στον καθένα; Ενόσω στο λύκειο, οι συμμαθητές μου, ήδη αγοράζανε εισιτήρια, για μεγάλες συναυλίες. Αλήθεια, η συγκεκριμένη ζήλια, που δεν πληρώνεται με άκοπα νομίσματα - συναισθήματα, προκαλεί κρούσματα διαφορετικά. Όπως το να κλέβεις από την τσέπη του πατέρα σου, κι εκείνος, μια να αδιαφορεί, μια να εκφράζει, θυμό. Περνούσε ο καιρός. Αραιά κρούσματα, όταν δεν δούλευα. Αλήθεια, τι κενό σύστημα, κυριαρχεί σε αυτή την άγραφη Κοινωνία; Ενόσω δεν επιτρέπει στον πατέρα να καταγγείλει το ίδιο του το παιδί, ανήλικο ή ενήλικο, επειδή έβαλε χέρι στα

13 λιγοστά χρήματα. Μες την οικογένεια. Μήπως αποκτήσει φόβο, το παιδί. Επειδή στην πραγματική, εκεί έξω, Κοινωνία, υφίσταται πρακτικά, οι φυλακές. Με δεσμοφύλακες και ανώμαλους, συγκρατούμενους. Τι έκδηλη ντροπή, να γνωρίζουν οι συγγενείς, πως κλέβει, ένα δικό σας παιδί. Μια στενοχώρια με καταβάλλει. Πως ξέπεσα έτσι. Πως παρέδωσα τα όπλα. Σε μια αντικοινωνική Κοινωνία! Πληθωρική και με διάφορες ανέσεις, ή με μια διάθεση ισότητας σε ορισμένες ευκαιρίες. Αν δεν ψειρίζεις τις δουλειές. Τις μετακινήσεις. Το πόσο είσαι ικανός, να διακρίνεις τις ευκαιρίες. Ιδίως εκείνες της επικοινωνίας με το άλλο φύλο, συγκεκριμένα. Να κρατάς το καλό έστω και ως φίλη. Άραγε, είναι δυνατόν, ένας άντρας, που βρίζει τους γονείς του, να εκτιμήσει μια αξιόλογη γυναίκα, στο βίο του. Παραμένοντας μαζί της. Άραγε, ΠΩΣ; Αυτή η κοπέλα, δεν διακρίνει τον μη σεβασμό του δικού της ανθρώπου, προς τους γονείς του; Επομένως τον ακολουθεί, στα της καθημερινότητας. Ή εκείνη συνάντησε τον απότομο του χαρακτήρα, μα αισθάνεται τυχερή! που τουλάχιστον είναι άντρας βαρβάτος, κι όχι δειλός και άτολμος, με τις γυναίκες. (Το ταξί με επιστρέφει στο σπίτι). Ξανά θα κλειδωθώ. Απομόνωση, λόγω πρωινής κλοπής, ενός ψιλικατζίδικου. Παρατηρώ προς το παρόν, από το καθρεφτάκι του συνοδηγού, αν μας παρακολουθεί κανένας. Της ασφάλειας. (Αυτά τα στραβάδια, απ ότι έχω ακούσει, με πολιτικά αυτοκίνητα, που παρακολουθούν, πιστεύουν, κάποιον, δίχως να γίνονται αντιληπτοί.. Τα στραβάδια οι

14 μπάτσοι, μου θυμίζουν τους κακούς χαρακτήρες σε μια άθλια σειρά, στον τηλεοπτικό σταθμό, ΑΝΤ1). Η μη γνωστή- κατάντια των ερασιτεχνών αστυνομικών, παράλληλα της κατηφορικής πρακτικής, αφήνοντας πίσω, την τιμιότητα- ένας συνάνθρωπος σας. Που λες: δεν σε συγχωρώ, για ότι έγινες. Λες και πάντα θα κλέβω. Μα είναι πλέον, η επιστροφή στη νηφαλιότητα, στο ζύγι του δούναι και λαβείν, τόσο θολωμένο και ακαθόριστο, όπως οι διαθέσιμες επιλογές, στο Δημοκρατικό πολίτευμα. Όπου προτιμούσες να διάγεις τίμιο βίο όσο είναι γεμάτο το στομάχι- διαφορετικά χτυπάς μια βιτρίνα, καταστρέφοντας τον κόπο του άλλου. Επειδή όλα ακριβαίνουν διαρκώς. Είναι παχιά η κοιλιά του εργοδότη. Η προσωπική του ανάγκη να πλησιάσει τους ισχυροτέρους πλουσίους, του χώρου. Όπου αδιαφορείς αν το δίποδο που εργάζεται, για σένα, έχει λόγο ύπαρξης. (Εκτός από το συνειδητό δικαίωμα, του απλού υπαλλήλου, να συνεργαστεί σε ένα εμπάργκο. Εναντίον προϊόντων. Υπηρεσιών. Μιας διαβίωσης, σίγουρα έξω από τα θέλω του παχουλού εργοδότη), στον οποίο, θα μοιάσω κι ο ίδιος. Κάποτε. Με αρκετά χρήματα, από μικρότερες ή πιο οργανωμένες ληστείες. Το σύστημα μου λείπει. Και καλά, όπως πιστεύω, πως θα είμαι συνεχώς, τυχερός. Να μη με πιάσουν..τα στραβάδια. Που ο καθένας, που δεν έχει, η αστυνομία, φωτογραφία του, στο αρχείο, είναι δυνατόν, ο δράστης, να επιχειρήσει οτιδήποτε κακό, επιθυμεί. Και φυσικά να μην τον πιάσουν, όπως δήλωσε ένας εκπρόσωπος του σώματος, στο χαζοκούτι. Όλα είναι ανοιχτά. Παντού γίνεται, να εισέλθεις. Παρομοίως οι ξένοι πράκτορες, που παρισφρύουν ως κύριοι, σε υπουργεία, κλέβοντας επίσημα έγγραφα, για την Εθνική ασφάλεια. Κατόπιν, εξαφανίζονται.

15 Τόσο προδότες είναι αυτοί, που διοικούν.. την Ελλάδα. Η Ελλάδα, για την οποία είναι περήφανοι οι ομογενείς μας, επειδή φαίνεται, την αντιμετωπίζουν, μόνο ως τόπο διακοπών. Όποιος παρανομεί, το κακό τον ακολουθεί, -δεν τον αφήνει. Δεν έχει τέλος, η πορεία στην παραβατική διάθεση. Μια ζωή, πόσο εύκολα είναι δυνατόν, να πάει χαμένη. Ενόσω σχεδιάζεις νοερά, την επόμενη σου, κλοπή, ακολουθώντας το απτό παρελθόν, ενόσω έκλεβες τον ίδιο σου τον πατέρα. Ή υπολόγιζες, πως αν το επέλεγες, θα άρπαζες τσάντες γυναικών, κάνοντας ποδήλατο. Προσπερνούσες ένα περίπτερο. Συλλογιζόσουν: Πόσο εύκολα, τούτοι οι άνθρωποι, πέφτουν θύμα κλοπών. Μια ζωή, χαμένη πλέον, οριστικά. Επειδή η Κοινωνία, δεν συγχωρεί ούτε το πταίσμα, ούτε τον πρότερο, τίμιο, βίο. Ούτε καν τη μετάνοια. Ή να εκτίσεις μια ποινή παραδειγματική. Να θυμώνεις, κλέβοντας υλικά, επειδή κανείς, δεν πληρώνει σε αισθήματα. Συναισθήματα καταστάσεις, όπου ο μεγαλύτερος, κάνει ρεζίλι τον μικρότερο, μα δεν το πράττει, ενόσω ο άλλος είναι συνομήλικος. Μ εκείνο το προσωπείο, πως επειδή είμαστε συνομήλικοι, μεσήλικες εννοείται, έχουμε τις ίδιες εμπειρίες. Λες και συμπίπτουν οι περιστάσεις, οι νέες εκφάνσεις. Η ατμόσφαιρα. Εκείνο που παραδέχεσαι, ότι αφήνεις. Παραμερίζεις. Λες και ο καθένας βιώνει κάτι, όταν το χρειάζεται. Τυχαίνει.. σε αρκετούς! Κανείς δεν με πλήρωσε, αισθηματικά. Οπότε, παίρνω πίσω, από την Κοινωνία, σε υλικά αγαθά κλέβοντας τα- ως

16 εξόφληση στον κόπο, που μοιραζόμουν. Την εσωτερική μου κοινωνία. Τις πνευματικές διεργασίες. Συλλογισμοί. Σκέψεις. Πρέπει και μη. Αν, ίσως, θα. Πίστευε, ανέμενε. Υποχώρηση, απογοήτευση. Να θες να ξεφύγεις από την αύρα, πιεστικού πίδακα, των θέλω, τοπικού εξουσιαστή, που ως γονιός, δεν κάθισε να σε μάθει. Αυτός δεν σ έφτιαξε, κλέφτη; Ο βίος, σημαίνει, να λαβαίνεις κάτι, ως ανταπόδοση των λίγων δεκαετιών που αναλογούν σε εσένα. Να περνάνε οι νύχτες σκοτεινιάζει ξανά. Δίχως αγάπη. Υποστήριξη. Νέα παιδιά, σέρνουν τα βήματα τους, στις άκρες των πεζοδρομίων. - Η νύχτα δεν κατέχει, τόσες σκιές, Πέρα από τους τροφοδότες, ουσιών. Ως νέοι παρηγορητές του σημερινού κλίματος, Όπου καταδιώκεται η ανομοιομορφία. Η γόνιμη, εννοείται. Για να χει ουσία, η παρουσία. Το σύνολο της υπόστασης μας. Σώμα πνεύμα ψυχή. Ποιος θα τα εναρμονίσει; Σα ν ακούω το ξύλο που χτυπά ο μοναχός, Μ ένα μικρό σφυράκι.

17 Σαν νότες, με διαδοχή, χτυπημάτων. Νότες κάλεσμα, Προς την Ανώτερη παρηγοριά. Ώστε, Έσω έτοιμος, Να απομακρύνεσαι, από θέλω Που δεν ταιριάζουν, σε εσένα.

18 3 Είναι βράδυ. Αργά. Έξω μυρίζει καμένο. Καυτό μπετόν. Καυσαέριο αναμεμειγμένο. Διαρκής μετακίνηση. Θα επιστρέψω σε μια, παλιά μου συνήθεια μετά από 12 χρόνια- ψάχνοντας στον τοπικό οδηγό, διασκέδασης, για ένα, καλό μπάρ. Τώρα που μάζεψα χρήματα, έστω και κλεμμένα! Τώρα που είναι κλειστή η τηλεόραση, με τον άπλετο τζόγο. Της προτροπής, ποιο άλογο, πρέπει κατά το δοκούν- να επιλέξουμε. (Να χα μια βόμβα, να τινάξω στον αέρα, τις εγκαταστάσεις του ιπποδρόμου). Κανείς δεν με ξέρει. Κανείς δεν με είδε. Η αστυνομία δεν έχει φωτογραφία μου στο αρχείο της. Στραβάδια. Κότες. Χαμογελώ. (Με παίρνει η κατηφόρα). Κανείς δεν με ξέρει. Κανείς δεν γνωρίζει πως υπάρχουν φτωχογειτονιές, ή παραγκουπόλεις. Λεωφορείο δεν περνά από εκεί. Κανείς δεν θέλει να ενημερώνεται, πόσο εύκολα σηκώνεται, εκεί, η σκόνη. Αν αναγνωρίζονται οι προσφορές της δωρεάν.. παιδείας. Που ακόμη, και πίσω, στο ανθρωπομάζωμα των ντουβαριών, με τις πινακίδες νέον, δεν θέλεις να ασχολείσαι, με τέτοιου είδους λαϊκισμούς. Οι δύσκολες επιλογές. Να συζητάς. Να φυτρώνει η αλήθεια. Να ψάχνεις, πως γίνεσαι μέλος του συνόλου. Όπως όλα ετούτα τα πρόσωπα, μες στο περίεργο μπάρ, όπου το μάτι πέφτει στα μπουκάλια, στα ράφια πίσω από τον χώρο ετοιμασίας, των ποτών- στον θολερό τοίχο. Οι ποικιλίες των δίχως χρήσιμες θερμίδες, ποτών, που όμως επιθυμώ να ξαναδοκιμάσω. Τώρα που έχω χρήματα έστω και κλεμμένα.

Κι είναι η προοπτική της επαφής, πιο άμεση, μα με δίχως, στερεό, ή μακρόπνοο σκοπό. Ακόμη, ωραίος. Με το βλέμμα ανήσυχο. Μήπως και σπάσει ο το ποδάρι του, και κάποιος με αναγνωρίσει. Ποιο πρόσωπο θα με κάνει να χαμογελάσω; Επιχειρώ μια εσωτερική προσευχή. Να ηρεμήσω. (Για τέτοια αχαριστία μιλάμε). Χωμένος μες την άγνοια, όσων βιώνουν οι άλλοι, οι υπόλοιποι στα του βίου τους. Κάπου θέλω κι ο ίδιος, να συμμετέχω μες τη θολούρα της νόησης. Να μην διαφέρω. Στο χέρι το ποτό, πολλοί άλλοι, το τσιγάρο. Είναι κάτι γυναίκες ελκυστικές, που εισέρχονται στα κουτάκια του νου, πως, τις φλερτάρεις. Ποιο ψέμα θα βρω κι ο ίδιος, για να μείνουν, κοντά. Μια ξαφνική ταχυπαλμία. Παίζουν τα φώτα φοβάμαι το μπλάκάουτ (το σκοτάδι μήπως;). Είναι τόσες πολλές. Τόσο λεπτές. Τόσο συνοδευμένες. Αυτόματα, ένας συλλογισμός γυροφέρνει: Η σύμπτωση της τελευταίας τηλεοπτικής εκπομπής, για την ημέρα των ναρκωτικών, όπου σε μια πανέμορφη, κατοικία-κοινωνία, των συγκεκριμένων ατόμων, που αποτοξινώνονταν, αλληλεπιδρούσαν τα συναισθήματα τους. Αγγίγματαασκήσεις, κατανόησης της παρουσίας ενός άλλου ανθρώπινου πλάσματος, δίπλα. Ομιλίες. Συζητήσεις. Άνοιγμα μοίρασμα, συναισθημάτων. Απελευθέρωση αύρας. Διαίσθησης. Αλήθειες. Μοίρασμα. Ισόποσα. Ανακάλυψη ταλέντων. Επικοινωνία. Μοίρασμα πνευματικό. Αποτοξίνωση από την κοινωνία των μπάρ και των κλάμπ. Του κλειστού κυκλώματος, της νύχτας. Όπου στις τουαλέτες, πωλούνται ναρκωτικά. Ξανά, τα πρόσωπα των παιδιών, σ εκείνη την κατοικία Κοινωνία, ως μάσκες πλέον, στη παρούσα νεανική μάζωξη, 19

20 που θυμίζει: Καταφύγιο. Ενόσω όλα έξω, βομβαρδίζονται. Όντως, βομβαρδίζονται! Η προσφορά των αγαθών, χωρίς ψυχική ανταπόδοση. Χωρίς επικοινωνία. Κοντινό κοίταγμα των ματιών. Μοίρασμα με συζητήσεις, περί των εμπειριών. Να δένει η παρέα, αυτούσια και διαχρονική, σαν άγνωστο μέταλλο σπάνιο δαχτυλίδι, σε γάμο με την αληθινή πορεία του ανθρώπινου είδους, που θυμίζει: αγαπημένες οικογενειακές, ή αγάπης, ταινίες. Όπου μέσω μιας γόνιμης τριβής, με διαδραστική συμπεριφορά, όλα, ως συμπτώσεις, βαίνουν προς το καλύτερο. (Σε κάτι πιο ουσιαστικό;). Μα πώς να ακούσεις ή ν ακουστείς Ν ακουστεί ο κτύπος της καρδιάς, έστω κι ανήσυχος. Ενόσω αναζητεί, ίσως, μια ανθρώπινη πηγή, να βγεις από την κινούμενη άμμο. Της παραβατικής διάθεσης. Πού να βρεθεί το ήρεμο βλέμμα, γυναίκας, μες σ ετούτο το ναό, του νερού που ζαλίζει, -την εικόνα της πραγματικότητας. Ως ώρα, που ολοένα διαφεύγει. Ξεχνώντας τα άπλυτα πιάτα, τα βρώμικα ρούχα. Το ασφουγγάριστο σπίτι. Όλα εκείνα, πίσω. Κάπου μακριά ίσως; Όπου κανείς δεν χαμογελά και κανείς δεν αποκρίνεται: καλημέρα. Να κρατάς ένα πρόσωπο που να μπορείς να χαϊδεύεις. Χαμογελώντας γνήσια. Με τι άραγε, χαμογελάς; Ξανά ένας κτύπος, στο κουδούνι της μνήμης: Είναι μια άλλη σκηνή, σε κάποιο άλλο στέκι. Βράδυ. Πιθανόν Άνοιξη. Δεν θυμάμαι, μπουφάν. Είμαστε τέσσερα, αν όχι, πέντε, άτομα. Φίλοι. Που φλερτάρουν ο καθένας, το αντίθετο του φύλο αν είναι εφικτή η ανταπόκριση. Η Αγγελική, κάθεται πολύ κοντά μου. Σχεδόν φλερτάρουμε, σαν ζευγάρι που μπορούσαν να είναι μαζί. Που σέβεσαι ότι έχεις άνθρωπο, απέναντι σου.

21 Η Αγγελική είναι, πια, παντρεμένη, όπως έμαθα, τελευταία, πριν ορισμένα χρόνια. Την συνάντησα στο γάμο ενός συναδέλφου, από μια προηγούμενη δουλειά. Για δες κάτι συμπτώσεις. Με κοίταξε σα να είχε ξεχάσει πως είναι, οι ευγενικοί άντρες. Που δεν διαφημίζουν ότι ναι όμορφοι. Σαν τους ηθοποιούς που ναι διάσημοι, και πολύ απολαμβάνουν την αναγνωρισιμότητα τους. Είναι ξημερώματα. Η ανησυχία. Ο πολύς θόρυβος. Απειλούν τη στασιμότητα μου, σ ένα συγκεκριμένο σημείο, λίγων τετραγωνικών. Βαδίζω σιγανά. Τα αυτοκίνητα, σπάνια. Επιλέγω κάτι περίεργα στενά, επιστρέφοντας. Απολαμβάνω όσο μπορώ, τη νύχτα. Τις εφήμερες στιγμές, με ησυχία. Τ αστέρια. Τούτο το καλοκαιρινό ξημέρωμα. Σε κάποια, παλιά οδό, που αφήνουν πίσω, τα βήματα μου, συνέλεξαν ήδη, από το μεσημέρι, οι φτωχοί, τούτης της Κοινωνίας, ακόμη και από τα σκουπίδια, τα περισσεύματα της λαϊκής. Περπατώ. Ακόμα. Σα να θέλει να με πνίξει, το σκοτάδι. Πως θα κοιμηθώ. Που θα βρω, ξανά, Εκείνη την παλιά δύναμη, Ενός τίμιου αν και στερημένου,

22 Βίου; Ρωτώ τα τέσσερα τείχια, Τώρα που κοιμούνται, Οι απέναντι φασαριόζοι, Με το στρυφνό, πάντα, Πρόσωπο, Εκείνου του ταξιτζή, Που αποφεύγεις, ακόμη, και να συναντήσεις. Προσπαθώ να βρω, κάτι καλό, για να μου ανήκει ένας ήσυχος ύπνος όσο βαίνει δυνατό. Θυμάμαι, πως αγαπούσα τα ντοκιμαντέρ με ταξίδια, μα ποτέ, δεν πήγα πουθενά. Μήπως και διδαχτώ, γιατί κι εκεί, οι στενοχωρημένοι άνθρωποι, το σκέφτονται αρκετά, και δεν κλέβουν. Ακούς τα βήματα τους στην πόλη. Μπλέκονται με το σύνολο. Κάποιος σε σπρώχνει, πάει το πορτοφόλι. Μαμάδες, με ένα απλό, λουλουδάτο, ολόσωμο φόρεμα, που φορούν και μες, το σπίτι. Απλές αν και αφημένες, στρίβουν σε κάποιο στενό, παρομοίως. Προσπερνάς. Προσπερνιέσαι. Ως άντρας, από συνομήλικες, ή ελάχιστα, ενήλικες, μικρότερες σου. Το συναίσθημα σου, τις φωτίζει τόσο γλυκές, όπως ένα χάδι στα δικά τους μαλλιά. Ώχ, ένα τσίμπημα από κουνούπι, με ξυπνά. Σαν επίπονη μεταφορά, θηλυκού, στα χέρια. Έχεις υπομονή, να κρατάς το καλό, στη ζωή σου; Αυτό το ανθρώπινο, εξωτερικά, με διαφορετικό όμως, ψυχισμό, στον καθένα. Ο καθένας, τρώει εξίσου, μακαρόνια. Λούζεται. Βγαίνει μια βόλτα. Πάει σινεμά.

23 Να σου είναι μπορετό να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο, μ εκείνη, και να ναι ο χρόνος μια στιγμή από εκατομμύρια, όσο ζούμε. Να ξεχνάμε πως θα γεράσουμε. Να ξυπνάς, με έκδηλη πλέον, την ανησυχία, μήπως σε πιάσουν. Για κείνη την ληστεία. Το έντονο συναίσθημα της καταδίωξης, που δεν είναι, πλέον,..ψυχολογικό πρόβλημα. Πως έπεσα τόσο χαμηλά. Επειδή ετούτη η φορά, δεν είναι όπως οι άλλες, που μπορείς να συγχωρήσεις τον εαυτό σου. Εδώ μιλάμε για ληστεία. Με θύμα έναν ψιλικατζή, έστω και σε μια, εκτός δικής μου, περιοχής, επίθεσης, σε φουκαριάρη επαγγελματία. Πρέπει κάποιος, να το υπολογίζει, προτού ακολουθήσει τον κακό δρόμο (προτού μιλήσει). Είμαι όπως εκείνα τα παιδιά στην Βέροια, που μάθαιναν πολεμικές τέχνες, στο σώμα, ενός δολοφονημένου, τελικά, επίσης, νεαρού αγοριού. Μόνο που στην περίπτωση μου, μιλάμε για κλοπή. Όχι ζωής. Μα χρημάτων. Όλη μέρα, τα πατζούρια, σπίτι μου, είναι κλειστά. Το βράδυ, ακούω πατημασιές έξω απ το παράθυρο. Τρομάζω. Τελικά, είναι μόνο μια γάτα, με τα παιδιά της, που την ακολουθούν. Σαν ένα μικρό έλεος, αγάπης, προς μετάνοια μου, εκ των Άνω. Μα είναι επίπονο να δεις το πρόβλημα, και να πεις: Άραγε, τι, τώρα. Στο τοπικό σούπερ μάρκετ

Με το χαμηλωμένο βλέμμα, ορισμένων αδικημένων, εργαζομένων. Στη δουλειά μα και στη ζωή, νομίζεις πως το καθετί βρίσκεται στη θέση του. Παρομοίως οι ελπίδες της καρδιάς που χτυπά, κάτω από το τυποποιημένο ντύσιμο χτυπώντας κάρτα. Παρόντες. Με καύσωνα ή επίπονο κρύο. Τα ράφια γεμάτα. Η αγοραστική κίνηση ακούγεται- έπεσε. Ακόμη και στα ακριβά προάστια. Μια ορισμένη στιγμή, θα ψάχνουμε κι οι ίδιοι, τα υπολείμματα, στην δική.. μας, λαϊκή. Εν τω μεταξύ, μια κυρία, σπρώχνει το μισογεμάτο της καρότσι. Αισθάνεται τυχερή. Η τσάντα της, αφημένη στη μια πλευρά του χερουλιού. Ούτε που δίνει σημασία. Αποφεύγει, δε, την σύσταση ενός υπαλλήλου, να προσέχει. Απομακρύνεται ο εργαζόμενος. Η κυρία σπρώχνει το καροτσάκι, πλησιάζοντας τα καλλυντικά. Μόλις, στην γωνία. Να, όπου να ναι, θα στρίψει, χαρούμενη. Μια φιγούρα την παρακολουθεί, πίσω της. Μια άλλη γυναίκα. Σταματά η κυρία. Κάτι θυμήθηκε. Ξεχνιέται. Πάει στα ράφια, που προσπέρασε, αφήνοντας εκτεθειμένη την τσάντα στο καρότσι, όπου τη βουτά, η νέα γυναίκα. Τοποθετώντας την κλεμμένη τσάντα, μες την μεγάλη, πάνινη, που μεταφέρει. Με βλέμμα καλοκαιρινό. Το δέρμα της ηλιοκαμένο, που ξανά ο ήλιος, καλωσορίζει. Φεύγει η νέα γυναίκα, ευχαριστημένη, που πέτυχε και σήμερα, να κοροϊδέψει την τύχη της, εξαπατώντας μια αδικημένη ψυχή, που άραγε, έχει ξεσηκώσει το σούπερ μάρκετ, μπήγοντας τις φωνές; 24

25 Διαβαίνοντας ένα δεύτερο στενό, πίσω της, η νέα γυναίκα, από κάπου, ένα ραδιόφωνο, με δυνατή μουσική, πρωινιάτικα, σπάει την μονοτονία, του αχάριστου βίου, ορισμένων. Πλησιάζει ένα βιντεοκλάμπ. Της γεννιέται η επιθυμία να δει μια ταινία. Ή να κλέψει μια ταινία; Θα τα καταφέρει; Ξανά. Ούτε που συλλογίζεται την σημερινή κατάσταση: Άνθρωποι χαμένοι, τελείως, σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Κλαμένα τα μάτια, των συγγενών. Εποχές και περίοδοι χρόνου, ντυμένοι στα μαύρα. Υποχρεωτική θλίψη, φορές. Χαμένα καλοκαίρια. Διακοπές. Η νέα γυναίκα, ούτε που γνωρίζει, ετούτες τις εικόνες. Ο πωλητής, εδώ, στο βιντεοκλάμπ, είναι πολύ προσεκτικός. Μάλλον δεν θα τα καταφέρει, εκείνη: Παριστάνει πως υπολογίζει να νοικιάσει ταινία, μα το βλέμμα, κάτω απ τα πολύ σκούρα, μαύρα γυαλιά, γυροφέρνει σαν ρεύμα αέρα, παρομοίως όπως ένα κλιματιστικό, αντικαθιστά το ζεστό, αρχικά, οξυγόνο.. απ το εσωτερικό του σπιτιού, με του εξωτερικού περιβάλλοντος, όπου όλα είναι πιθανά. Τόσες πολλές οι ταινίες, στις γυαλιστερές τους θήκες, που πωλούνται εδώ, σε εξωφρενικές τιμές. Να πάρει! Στιγμή δεν την αφήνει σε ησυχία. Όλο το μάτι του πωλητή, πέφτει πάνω της. (Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και τον νοικοκύρη). (Ακόμα και τα νέα παιδιά. Τους νέους ενήλικες. Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό, στην Ελλάδα. Άνθρωποι που κάνουν χρήση ναρκωτικών. Ή έχουν παραβατική διάθεση, κλίνοντας προς την παρανομία. Αλήθεια, τι ευλογία, εκ των Άνω, ν ανήκει, κανείς, στην σπάνια μερίδα των νέων, που δεν κατάστρεψαν τον εαυτό τους).

26 Η νέα κλεπτομανής, απομακρύνεται άπραγη. Επιβιβάζεται στο λεωφορείο, που τη φέρνει στο κέντρο της μεγαλούπολης. Είναι μια επικίνδυνη ημέρα. Ο μειωμένος αριθμός των διαδηλωτών, φοιτητών, λόγω της βίας των ΜΑΤ σύμφωνα με πολιτική απόφασηκατευθύνονται ως αγωνιστική μάζα- προς τον τελικό τους προορισμό. Ξαφνικά.. ξεκινά ο πετροπόλεμος. Μεταξύ διαδηλωτών.. και των οργάνων, πάταξης των εγκληματιών.. που διαμαρτύρονται για τον νόμο πλαίσιο, δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Οι λοιπές διατάξεις, δεν είναι, καν, σε διαπραγμάτευση. Ξαφνικά.. παρουσιάζονται τα παιδιά-κουμπιά, οι γνωστοί κουκουλοφόροι, που δεν έχουν κάνει ακόμη, σέξ, γι αυτό είναι τόσο βίαιοι. Δες τους. Ταμπουρώνονται στο κτίριο της νομικής σχολής. Πετούν, στη συνέχεια, από τα παράθυρα, ότι βρουν, κατά αστυνομικών. Πολιτών. Δημοσιογράφων. Μολότοφ εκσφενδονίζονται. Κάποιος από τους κουκουλοφόρους, κρατάει όπλο. ΠΡΟΣΟΧΗ!! (Όπλο στυλό. Νομίζει ο άκληρος, ότι εδώ είναι σκοπευτήριο). Η νέα γυναίκα ακούει τις συμπλοκές, και αλλάζει τετράγωνο. Κάποιος άλλος, όμως, δεν είναι τόσο τυχερός. Ένας νέος άντρας. Πεζός, ο δρόμος του τον φέρνει πίσω από τα ΜΑΤ. Αισθάνεται και είναι, τίμιος. Μετανοιωμένος. Κάποιος ξαφνικά, τον σπρώχνει με βία, επάνω σ έναν αστυνομικό. Απρόοπτα επίσης, συμβαίνει από το πλάι, από

27 μια κάθετη οδό, επίθεση μιας ομάδας κουκουλοφόρων. Ο αστυνομικός, των ΜΑΤ, που έπεσε πάνω του, ο νέος άντρας, τον πιάνει απ τον γιακά, και συνοδεία ενός συναδέλφου, τον χώνουν στην κοντινή κλούβα. Τρώω, τέσσερις πέντε, απανωτές. Όπου προλαβαίνουν να σημαδεύσουν, οι φύλακες της τάξης.. - Είσαι νταής; - Ποιος; Εγώ; - Εσύ! - Εγώ; -ξαναρωτώ. - Μη μου κάνεις τον τρελό (μου ρίχνουν, μια, με το κλόμπ, στο πλευρό). Κουλουριάζομαι. - Λοιπόν; Γελάνε, όλοι μαζί. Βρίζουν ως συνήθως. - Να μάθεις να τα βάζεις μαζί μας. - Δεν μιλάς, ε; ξαναγελάνε. - Τι ήθελες εδώ; Πετιέται ένας άλλος. Σηκώνω το σώμα μου, όπως μπορώ, μετά το χτύπημα στο πλευρό. - Έψαχνα για δουλειά, ψελλίζω. - Σε ποιον τα πουλάς αυτά; (Δώστου και μια καλαμιά). Τα μάτια των αστυνομικών είναι κόκκινα σα λυσσασμένο σκυλί. Σαν μαινόμενος ταύρος. - Έλα, έλα, πέταξε τον έξω, μιλά, ένας πιο λογικός - Φτιάξου λίγο, ρε κακομοίρη. Ειρωνεία στο ύφος. Σηκώνομαι και στραβοπατώ. - Όξω ρε, είπαμε! Πάει να μου ρίξει με το κλόμπ. Ένας συνάδελφος, του διακόπτει την κίνηση.

28 Στραβοπατώντας, βγαίνω έξω απ την κλούβα. Σουλουπώνομαι όπως μπορώ. Απομακρύνομαι. Επιστρέφω σπίτι. Έχω ακόμη, μερικά από τα χρήματα που έκλεψα απ το ψιλικατζίδικο. Κάνω νόημα σ ένα ταξί. Είμαι σοκαρισμένος. (Θα μου το πληρώσουν, αυτό!). Έπρεπε να βγει ο στρατός και να τους μαζέψει τους κουκουλοφόρους. Να τους κλείσει σ εκείνο το στρατόπεδο συγκέντρωσης που θα μάντρωναν, όσους θα έπρατταν έκτροπα, κατά την περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων. -Τι λες; Θα περάσει ο νόμος πλαίσιο; ρωτά, ο ταξιτζής. - Δεν.. δεν ξέρω. - Μάλλον, προσθέτω. - Όχι και μάλλον, χαμογελά ο ταξιτζής. - Σίγουρα πράγματα, ακούγεται πάλι. Η σκέψη μου δεν βρίσκεται εδώ. Σ ετούτο το κάθισμα, που αναπαύεται, ο πισινός μου. Ο νους μου εποπτεύει ένα νέο σχέδιο, εκδίκησης, εναντίον του Κράτους, που επιτρέπει στα ΜΑΤ, να χτυπούν, ανυποψίαστους πολίτες. Πρέπει να αγοράσω, ένα καλό, κοφτερό, μαχαίρι, μιλά η εσωτερική φωνή. Ο πρώτος που θα με αγγίξει, έστω και λίγο, βίαια, θα πεθάνει!! (Όποιος διαλέγει το κακό, το κακό, γεννά, ΜΠΕΛΑΔΕΣ). Ένα, καλό, κοφτερό, μαχαίρι.

29 Να κόβει λαιμούς. Να σφάζει ψυχές, σαν αρνιά, όπως το Πάσχα. Ναι. Θα το αγοράσω. Η νέα γυναίκα, στο παραλιακό της σπίτι, μετρά τα χρήματα από την κλεμμένη τσάντα, το πρωί, στο τάδε σούπερ μάρκετ. Γύρω στα τριακόσια Ευρώ. Καλή μπάζα. Χαμογελά. Ετοιμάζει ένα παγωμένο φραπέ. Μετακινεί μια καρέκλα στο μπαλκόνι. Απολαμβάνει τη θέα προς τη θάλασσα. Μετρά τις πιστωτικές κάρτες, από την γενικότερη μπάζα. Αισθάνεται περήφανη για τα αγαθά. Όλη η παρούσα χλιδή, στη νοικιασμένη κατοικία. (Επειδή αν ήταν περιουσιακό στοιχείο, θα αναγκαζόταν να το δηλώσει, οπότε, γρήγορα θα εντοπιζόταν). Το βλέμμα της περιεργάζεται το καινούριο της αυτοκίνητο, εκεί, λίγο πιο πέρα, από τούτη την πλευρά, του πεζοδρομίου. Το απόγευμα την επισκέπτεται ο φίλος της, κάνουν έρωτα, ως ωδή στην σάρκα και στο αίμα που βράζει. Βγαίνουν αργά, το βράδυ, και μετά από έναν μικρό περίπατο, καταλήγουν στο παραλιακό κλάμπ, όπου το μίνι είναι πολύ κοντό, στο γυναικείο σώμα, που κολλητά, μπλέκεται, με τους γυμνασμένους μύες του συνοδού. Τα μάτια, χτίζουν παλάτια. Το καλοκαίρι επιτάσσει, δημιουργία σχέσεων. Όχι σαν μερικούς άλλους, που δεν πάνε για μπάνιο στην θάλασσα, μένοντας πίσω, στην πόλη, αγοράζοντας καρπούζι, να καταλάβουν, θερινούς μήνες!! Η νέα γυναίκα απολαμβάνει τα νιάτα της. Είναι από τους τυχερούς που έχουν επίγνωση, πως δεν θα ζήσουν, αιώνια.

Ότι κι αν συμβαίνει στην πόλη, κι ας πέφτουν, χημικά, με το βυτιοφόρο, η νέα γυναίκα χαίρεται το καλοκαίρι. Είναι νέα. Το δέρμα της λείο. Θελκτικό. Καμπυλωμένο στα κατάλληλα σημεία. Φοράει, στενά, προκλητικά, ρούχα. Η νύχτα γεμάτη υποσχέσεις. Οι ορμόνες είναι ωραίο πράγμα. 30

31 4 Ξημέρωσε. Θα πάω για μπάνιο σήμερα. Αλλάζω δρομολόγιο. Επιβιβάζομαι στο πορτοκαλί, λεωφορείο, που με φέρνει στην γνωστή μου, παραλία, στην Νέα Μάκρη, στρίβοντας στον κατηφορικό δρόμο, που οδηγεί στην παραλία. Σέρνω θαρρώ τα βήματα μου, σε μια ταβέρνα όπου κρύβω στην τουαλέτα, σε δύσκολο σημείο, ταυτότητα και χρήματα. Άνετος όπως είμαι πλέον, δέχομαι τη θέρμη του καλοκαιρινού ήλιου. Πατώ στην άμμο. Απλώνω κάπου, την πετσέτα. Αισθάνομαι πιο ήρεμος. Βουτώ μια δυο φορές. Στην τελευταία μου έξοδο από τη θάλασσα, το βλέμμα μου συγκεντρώνεται σε μια καμπυλωμένη παρουσία, σε καθεστώς ηλιοθεραπείας. Σα ν ανοίξανε τα μάτια μου. Ξαφνικά οραματίζομαι τους ανθρώπους, γύρω μου, όπως είναι: Ένα σύνολο μυών, κυττάρων, κάτω από ένα σουλούπι δέρματος, όπου μόνο το κεφάλι, κουνούν. Σα να υπάρχει στο κεφάλι, μόνο, νοημοσύνη. Μ ακόμη κι αυτή, η νόηση, είναι πρωινή εφημερίδα, που μένει απούλητη. Πως φαίνονται οι γυναίκες που ναι πονηρές. Μα κάτι με αποσπά σ εκείνη. Φταίνε τα νέα πρότυπα. Η απελευθέρωση, κατά πάντα το κακό ελκύει το μολυσματικό. Οι παράνομοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Ο σωματότυπος της, δεν είναι ο αντίστοιχος μεσογειακός, με τα άχρηστα, παραπανίσια, κιλά. Είναι ένας άλλος τόπος, εδώ. Ο χρόνος σταμάτησε. Μια ανάγκη για παρουσίες ελκυστικά,

32 λεπτές, με τα απαραίτητα κάλλη. Ωδή στη ζωή και τη νεότητα. Τα προβλήματα δεν αγγίζουν, όσους δεν βρίσκονται, μες το σύστημα. Εκτός από τους άστεγους, που σαν αδέσποτα σκυλιά, κοιμούνται όπου να ναι. Η βρωμιά του δρόμου, δεν τους ενοχλεί Θα πλησιάσω τη γυναίκα. Τη νέα γυναίκα. Ομοιάζει με τα θηλυκά, που η παρουσία τους εξαρτάται, από τον όγκο στο στήθος. Ουσία, μηδέν. Μυαλό κάπου ξεχασμένο. Είναι προκλητική, αλλά μ αρέσει. Αλλάζω κι ο ίδιος. Ο ξυλοδαρμός μου, απρόκλητα, χωρίς λόγο, από τα ΜΑΤ, προκάλεσε μέσα μου, όχι έναν απλό σπινθήρα, αντιπαράθεσης με την κοινωνία. Μα μια μόνιμη πλέον, εκδικητική τάση, προς την Κοινωνία! Κάποιος θα πληρώσει για κείνο που μου συνέβη. Κάποιος με εξουσία. (Θυμήθηκα ένα βιβλίο που χα ξεκινήσει να διαβάζω, για έναν φυλακισμένο που απολύθηκε τελικά, μα ορισμένοι, εκπαιδευμένοι γύρω του, με την μορφή κηρύγματος, αγωνιούσαν να τον φέρουν, σε έναν σταθερό, τίμιο, δρόμο. Αν είναι δυνατόν, να γράφει κανείς ένα βιβλίο, σε μορφή κηρύγματος, χωρίς να παρουσιάζει σταδιακά, την πτώση ενός ανθρώπου, αντίθετα από την αξιοπρέπεια του). (οι κοινωνικοί, ζουν στρεβλά, τη ζωή. Παρομοίως τη καταγράφουν στο χαρτί). Πως την πλησιάζουν, τώρα, ετούτη;

33 Πρέπει να σκεφτώ κάτι πρωτότυπο, όχι του τύπου: κάπου σε ξέρω. Ωραίος καιρός σήμερα χαμογελώ με τη σκέψη μου. Κάτι πρωτότυπο, είπαμε. Ξεκινώ με το παιχνίδι των ματιών. Μετακινώ δήθεν, πιο ψηλά, την πετσέτα, μήπως και καλά, ο αέρας που σηκώθηκε, μεταφέρει σταλαγματιές απ το υγρό στοιχείο, μη αφήνοντας με να στεγνώσω. Πλησιάζω την πετσέτα, ελάχιστα προς το μέρος της. Ξαπλώνω μπρούμυτα. Εκείνη, ήδη, σε παρόμοια θέση. Άφησε λυτό, το σκοινί, στο πάνω μέρος του μαγιό της. Είναι προκλητική, αλλά μ αρέσει. Το δείχνει η στάση του σώματος της. Το ένα πόδι τεντωμένο. Το δεξί, λυγισμένο, προς τα μέσα. Τώρα στρέφει το πρόσωπο της προς το μέρος μου. Λίγα μέτρα, μόλις, μας χωρίζουν. Την κοιτώ. Φλερτάρω μαζί της. Σαν ν ανταποκρίνεται. Μπορεί και όχι. Αλλάζει μηχανικά, μάγουλο. Προσεύχομαι να γυρίσει ξανά, προς εμένα. Γυρίζω ανάσκελα. Με ανασηκωμένη την πλάτη. Στηρίζομαι στους αγκώνες. Παρατηρώ τους λουόμενους. Γυαλιά ηλίου, φορεμένα. Ένας πωλητής με λουκουμάδες, μας προσπερνά. Η νέα γυναίκα, δένει, με λεπτεπίλεπτες κινήσεις, τις δυό άκρες απ το σκοινί, από το πάνω μέρος του μαγιό, και γυρίζει ανάσκελα. Κάποια στιγμή, τα βλέμματα μας συναντώνται. Λες να της αρέσω; Η γνωστή πρόκα προς επιβεβαίωση, του άντρα. Να, ανάβει τσιγάρο. Ίσως βρίσκεται ώρα, εδώ. Τινάζει τα μαλλιά. Ελέγχει αν στέγνωσαν. Χωρίζουν τα βλέμματα μας. Γρήγορα, παρατηρεί ξανά, ο ένας τον άλλο.

34 Πρέπει να πάρω πρωτοβουλία. Αλλά πως; Ξεκινώ να σιγοσφυρίζω έναν αγαπημένο μου σκοπό, από ένα Ελληνικό τραγούδι, μιας τηλεοπτικής σειράς, σε επανάληψη. Κατά τα λόγια, αντίθετα όμως, η παρουσία εκείνης της γυναίκας, δεν ήταν, ούτε καθαρή από άποψη σεμνότητας (όχι σεμνοτυφίας). Ούτε ήταν εκείνη, η νέα, συγκεκριμένα, γυναίκα, που άργησε, πολύ, να έρθει, όπως ερμήνευε, ο τάδε τραγουδιστής. Άγαρμπα, μου διαφεύγουν φωνητικές κορόνες. Παρατηρώ να χαμογελά. Σηκώνεται. Με πλησιάζει. Εμπρός μου, πλέον. Την περιεργάζομαι με το βλέμμα χωρίς να κουνώ το κεφάλι. - Γιατί κάνεις τόσο κόπο; Δεν έχεις θάρρος, να έρθεις, κατευθείαν; Μου απευθύνεται. (Τώρα τι της απαντάνε). - Ώ, απλά διασκέδαζα, χαμογελώ αδέξια. (Είναι τόσο προκλητική, αλλά μ αρέσει). (Ήταν δυνατόν να είναι, τόσο απλό; Οι παράνομοι, αναγνωρίζονται, μεταξύ τους;). - Τι έγινε; Μετάνιωσες; ρωτά. Το βλέμμα της είναι μια μετρημένη πρόκληση. - Όντως, δεν περίμενα πως θα ήταν τόσο εύκολο. - Ένας ωραίος άντρας, όπως εσύ παράλληλα, τακτοποιεί σε ευθεία, μια τιράντα από το πάνω μέρος του μαγιό. Όπως άλλες φορές, όταν τα μάτια μου συναντούσαν από κοντά, ζωντανά, και όχι από την τηλεόραση, ημίγυμνη σάρκα, κάποια σάλια άρχισαν να σχηματίζονται στις άκρες των χειλιών. Τα συγκρατώ πρόχειρα.

35 Όχι. Δεν συνέβη έτσι, η πρώτη μας επικοινωνία. Θα ήταν πολύ ευλογημένο. Είναι όπως όταν πέφτεις κατά λάθος, πάνω σε μια γυναίκα, στο πεζοδρόμιο, με σιγανό βήμα, προκειμένου να σταθείς, κάπου, επειδή έχεις ραντεβού. Σταματάς να πηγαινοέρχεσαι. Τρακάρεις επάνω σε μια τυχαία παρουσία. Δεν ξέρει τι να περιμένει. Λες να της την πέφτεις; σκέφτεται εκείνη. Αν είναι και Θεσσαλονικιά, ακόμη χειρότερα. Δεν πρόκειται να καρποφορήσει. Αλήθεια, πως προσεγγίζει κανείς, μια τόσο προκλητική γυναίκα; αναρωτιέμαι. Κάτι γεννά, μέσα μου. Σηκώνομαι. Φορώ το μακό μπλουζάκι. Μαζεύω ένα κουβάρι, την πετσέτα, αφότου την έχω τινάξει, μελετημένα, τοποθετώντας την κατόπιν, σε μια σακούλα. Περπατώ χαλαρά. Βήμα το βήμα, με γυμνές πατούσες τα σανδάλια στο ελεύθερο χέρι. Λίγο μακρύτερα στην παραλία, ένας σκύλος βουτά στο νερό. Στέκομαι. Περιμένω να δω τι θα κάνει. Δυο βήματα με χωρίζουν από τα πόδια, της νέας, προκλητικής, γυναίκας. Αυτή η πατούσα, που σε άλλες περιπτώσεις, θα έφτιαχνε ένα παραλληλόγραμμο στην άμμο, Γύρω από μια νέα ευαίσθητη- εννοείται, Γυναίκα. Το αυλάκι, σε προέκταση, μιας γωνίας, θα έφτανε ως εκεί που η θάλασσα έγλειφε μόλις, την στεγνή άμμο. Η αύρα της γυναίκας, ρουφά το αλατισμένο νερό.

36 Η τάφρος θα γεμίσει. Το βάθρο, δεν θα ναι για κάποια θυσία. Η θυσία, ήδη, συντελέστηκε. Σα να ναι η τραχιά υφή του προσώπου ενός άντρα, Τα σημεία των χαρακτηριστικών του, Μια ακόμη, ίδια, υπόσταση. Πάντα όμως, πιο φωτεινό, Το πρόσωπο μιας γυναίκας. Τα χαρακτηριστικά, φωτίζονται, Σαν λευκό μάρμαρο, λείο, Καινούριο και θεϊκό. Αιώνια νέο. Να αφήνεσαι Και να καλύπτει η θεά ευαισθησία, Την περιποίηση του λευκού μαρμάρου. Παραλία. Δυό βήματα από τα πόδια της νέας γυναίκας, η οποία δεν διαθέτει ευαισθησία. Δεν χτυπά η φωνή σαν ηχώ, στους τοίχους. Σαν πιατέλα με λεφτά, που μοιράζεται, σε κάθε προδοσία. Λες και προσπαθείς να λιώσεις, κομμάτι παγετώνα, με μια ζεστή σου ανάσα.

37 Γι αυτό κι ο ίδιος, σφραγίζω τα μάτια, στο σημείο που βρίσκομαι. Κλείνω τον διακόπτη με την ανθρωπότητα. Να επικοινωνήσω με το παρόν είδος, ανθρώπου, που χω αρχίσει, να ομοιάζω. Η νέα γυναίκα με κοιτά, τόση ώρα που στέκομαι, πλάι στο σημείο των ακροδακτύλων της -στα πόδια. Τα μάτια μου επιμένουν σφαλιστά. Ο ήλιος βασιλικά, ψηλά. Τα κτίρια αντανακλούν το φως. Ορισμένα το αποδέχονται, αν βρίσκονται δέντρα στο πλάι. Λίγοι καταλαβαίνουν, τι είναι ο κόσμος. Λίγοι εννόησαν πώς να πολεμούν την αδικία. Λιγότεροι κατάφεραν ν αντισταθούν, στην παρανομία. - Θα σταθείς πολύ ώρα, εκεί; - Έ; συγνώμη. Απομακρύνομαι. Επιστρέφω στην ταβέρνα, συγκεκριμένα στην τουαλέτα της επιχείρησης, που έκρυψα, ταυτότητα και χρήματα. Ψάχνω. Ψάχνω. Μήπως πέσανε κάτω; Να πάρει! Και μισώ τα μικρόβια! Όχι. Πουθενά. Γίνου πιο προσεκτικά. Έκπληξη: Με, με, Με κλέψανε!! Άλλο να αποσπάς ο ίδιος, και άλλο να σου αρπάζουν, κάτι δικό σου. Το σοκ μεγάλο. Με πιάνει τρόμος. Τώρα τι θα κάνω; Πάει η ταυτότητα. Τα εισιτήρια για το λεωφορείο. 50 Ευρώ που πήρα μαζί μου, για να φάω, μεσημεριανό, πλάι στην παραλία. Πάνε! Πάνε όλα. Τίποτα δεν μου αφήσανε τα ζωντόβολα. (Ότι κάνεις, θα επιστρέψει πίσω σ εσένα). Με πλακώνει η απώλεια των προσωπικών μου εγγράφων. Φωτοτυπία ταυτότητας, και μάλιστα θεωρημένη, παλαιότερα, από την αστυνομία που ήθελα να ταξιδέψω, μια χρονιά, στην Πράγα, έχω στο σπίτι, πίσω, στην πόλη. Είναι

38 όμως, μια σημαντική απώλεια. Τώρα τι γίνεται; Μήπως να πάρω ταξί, να γυρίσω, και το πληρώνω μόλις φτάσω στο σπίτι; Που να βρεις, εδώ, ταξί! Βοήθεια δεν καλώ. Να μπλέξω με αστυνομίες. Η στενοχώρια βγάζει βλαστάρια, μέσα μου. Με θλίψη και κατεβασμένο κεφάλι, παρουσιάζομαι ξανά, στον δρόμο. Επιχειρώ λίγα ασυγχρόνιστα βήματα, σοκαρισμένος. Σταματώ και κάθομαι, στο πεζοδρόμιο, ενός κτήματος, που ακόμη δεν έχει χτιστεί. Είναι τόσο κενό από δέντρα. Μόνο κάτι ξερόχορτα φυτρώσανε. Ο ήλιος καίει τα πάντα, ένα γύρω, παρόλο που φυσάει ανά στιγμές, δυνατά. Σκυμμένο το κεφάλι. Τα δάχτυλα απ τις παλάμες μου, ενώνονται στο πίσω μέρος, του κεφαλιού. Λίγο ακόμη και θα με πιάσει, κατάθλιψη. Ξάφνου, οι ρόδες από ένα αμάξι, σταματούν απότομα, εμπρός μου, στριγκλίζοντας. Τρομάζω. Το ίδιο απόγευμα: Οι γονείς μου, κάθονται στο μπαλκόνι, της οικίας τους, που βλέπει, σχεδόν απέναντι, σε ευθεία, σε ρέμα. Επιβιώνουν βέβαια, περισσότερα λουλούδια, παρά δέντρα καθ οδηγία του δημάρχου- μα είναι ενδιαφέρουσα, η πλαινή διαδρομή. - Δεν είναι ωραία, σήμερα; Ρωτά η μαμά, τον πατέρα μου. - Ωραία. Ναι. - Όμορφο αεράκι. Δε σου φτιάχνει τη διάθεση; - Καλά είναι. - Μμμ. Πρώτη φορά, το φχαριστιέμαι τόσο πολύ μιλά με τη σειρά της, πάλι, η μαμά.

39 Ο πατέρας μου σιωπηλός, τώρα. - Δεν μας πήρε, ακόμη, ο Απόστολος. - Μεγάλος άντρας είναι. Δεν έχει ανάγκη, αποκρίνεται ο πατέρας. - Και καλό παιδί. Τίμιο πάνω απ όλα. Τι λες; ακούγεται η μητέρα μου. Θα βρει δουλειά; - Μπορεί να τα καταφέρει. Αρκεί να το θελήσει. - Ανησυχώ λίγο. - Δεν υπάρχει κανένας λόγος, Ηλέκτρα. - Θα πάμε το βράδυ στο θέατρο; - Θα πάμε, καλή μου. Στο πρόσωπο της μητέρας, σχηματίζεται ένα χαμόγελο. Την ίδια στιγμή, η Αλίσια, η γάτα τους, μεταφέρει την παρουσία της στο μπαλκόνι. Πλησιάζει τα κάγκελα, κοιτά για ελάχιστα, γύρω. Μια φορά, κάτω, σα κάτι να ψάχνει. Κατόπιν, πλησιάζει τα πόδια της μαμάς, και κουλουριάζεται, ευχαριστημένη. Προς το παρόν, όμως, πρωί ακόμη. Πολύ νωρίς, θα έλεγα. Ούτε 10, η ώρα. Αφού ήθελα, το πρώτο μου μπάνιο, να το κάνω, πολύ νωρίς, να μη με κάψει ο ήλιος, κι έχουμε άλλα. Αυτά τα άλλα, με διαφορετική, κακή μορφή, θα έλεγα. Μόνος μου τα προκάλεσα. Όπως λένε, οι με επίγνωση: στο χέρι σου είναι να προσπαθήσεις, στη ζωή, για κείνα που επιθυμείς να ολοκληρώσεις. Επαναφορά στην πραγματικότητα. Η στριγκλιά από τα φρένα του αυτοκινήτου που σταμάτησε εμπρός μου, στην άκρη του δρόμου, που στεκόμουν, καθισμένος, μόλις λίγα εκατοστά πάνω απ το έδαφος και με το κεφάλι κατεβασμένο, μ έκανε να τρομάξω. Τόσο κοντινά

ήταν σ εμένα, τα λάστιχα του εμπρός μέρους του αυτοκινήτου. Ποιος ήταν; Μήπως οι μπάτσοι; Σηκώνω σιγά σιγά, το κεφάλι. Η πόρτα του οδηγού, ανοίγει και μια φιγούρα με πλησιάζει από το μέρος του καπό. Είναι η νέα γυναίκα. - Είσαι καλά; ρωτά. - Καλά είμαι και ξεφυσώ μ ένα ύφος πλήρους απογοήτευσης. - Σου συνέβη κάτι; Γιατί αυτό το ενδιαφέρον της; μιλά η σκέψη μου. - Με κλέψανε. - Ποιοι; - Δεν ξέρω. Είχα αφήσει ταυτότητα και λεφτά, κρυμμένα, στην τουαλέτα μιας ταβέρνας. Ξεφυσώ. - Μετά το μπάνιο, επιστρέφοντας. Δεν υπήρχαν εκεί. - Μάλιστα μιλά εκείνη. - Και τώρα τι θα κάνεις; Προσθέτει. - Δεν μπορώ ούτε να γυρίσω στην πόλη. Δεν έχω καθόλου χρήματα, πάνω μου. - Σπίτι σου, μήπως; - Δεν, δεν, δεν ξέρω.. ψελλίζω. Είμαι και νηστικός. - Κακόμοιρε εκείνη τη στιγμή, της ξεφεύγει ένα πλάγιο χαμόγελο, στα χείλη. - Δεν δουλεύεις; Ρωτά. - Όχι. Όχι. - Κρίμα, -παρόμοιο χαμόγελο. - Και τώρα τι θα κάνεις; Την ακούω να απορεί. - Δεν ξέρω. Κι αυτόματα, κατεβάζω ξανά, το κεφάλι. - Καλά. άστο αυτό. Έλα σπίτι, εδώ πιο κάτω, κάτι να τσιμπήσεις, και βλέπουμε. Σηκώνω το κεφάλι και την κοιτώ σαν να περιμένω λίγο έλεος. - Μπορώ; μιλώ με παράπονο. 40

41 - Γιατί; Θα με φας; Φαίνεσαι άκακος. - Έ; ναι. Είμαι. - Δεν μου βγάζεις κακά συναισθήματα. - Ευχαριστώ. - Έλα. Σήκω τώρα απλή έκφραση προσώπου. Σηκώνομαι αργά αργά. Κάθομαι στη θέση του συνοδηγού, αφότου έχω ξεσκονιστεί πρόχειρα. Η νέα γυναίκα μου ρίχνει μια ματιά, και γυρίζει το κλειδί, στη μίζα. Εξακολουθώ σοκαρισμένος. Δεν το περίμενα ότι θα συνέβαινε σε εμένα. Κάπως έτσι θα αισθάνονται, όσοι βιάζονται. Όσοι τους αφαίρεσαν κάτι, από τα προσωπικά τους τιμαλφή. Μόνο που στην δική μου περίπτωση, τα χρήματα δεν ήταν δικά μου, αλλά κλεμμένα. Όχι βέβαια, πως θα το ανέφερα, στη νέα γυναίκα. Μετά από λίγα λεπτά, αφότου στρίψαμε εσωτερικά, μακριά από τη θάλασσα, για λίγες δεκάδες μέτρα, η νέα γυναίκα, σταθμεύει στην εσωτερική αυλή, μιας μονοκατοικίας. Χτισμένη μισή πέτρινη, μισή από τσιμέντο. Πιθανόν, η νέα πλευρά, αποτελεί προέκταση, του παλιού σπιτιού. Φυτεμένα λουλούδια, γύρω γύρω, θαρρώ, από τοίχο σε τοίχο. Η πρώτη εντύπωση. Ότι παρατηρώ. Μες τη στενοχώρια μου, που λίγο μόνο, καταλάγιασε. Αφήνω τη νέα γυναίκα να περάσει μπροστά. Μέσα στο σπίτι, μου κάνει νόημα να καθίσω, όσο εκείνη, χάνεται σε άλλο δωμάτιο. Εξίσου το εσωτερικό, είναι ωραίο. Δροσερό. Θα περίμενε, κανείς, να δει έπιπλα από μπαμπού, συνοδευμένα με ορισμένα μικροέπιπλα. Μόλις τα απαραίτητα. Μα εδώ μέσα, όλα είναι στο σαλόνι, όπως σε διαμέρισμα, στο κέντρο, πίσω, της μεγαλούπολης. Τακτοποιημένα, σα σε μόνιμη διάταξη. Πεινώ λίγο. Διψώ, επίσης. Ο ήλιος μου προκάλεσε έναν ελαφρύ πονοκέφαλο.

42 Βγαίνω στο μπαλκόνι. Μια καλαίσθητη καρέκλα από μπαμπού, με πολλά μαξιλάρια, αναπαύει τον πισινό μου. Παρακολουθώ τον ουρανό. Τα σύννεφα κινούνται, με μια σταθερή ταχύτητα, δημιουργώντας σχήματα. Άραγε, συλλογίζομαι, το έπραξα, ποτέ, αυτό; Να σκαρφίζομαι σχήματα, στα σύννεφα: Να, ένα ζώο. Κοφτοί σχηματισμοί, σαν σκαλιά. Μάλλον μου θυμίζει, ηρωίνη, σε δόσεις, έτοιμες για σνιφάρισμα. Η φαντασία, δεν μου επιτρέπει να βαπτίσω άλλο σύννεφο. - Θα πιεις κάτι; Ακούγεται από το εσωτερικό. - Καφέ; Ουίσκι; - Έναν χυμό. Ευχαριστώ, απαντώ. Αν και θα προτιμούσα ένα κρύο τσάι, με γεύση ροδάκινο. Χαμογελώ αυτόματα, θυμούμενος μια έξοδο μου σε πλατεία της πόλης μας, με μια ξαδέλφη μου, που είχαμε πολύ λίγα, όντως, να συζητήσουμε. Προσωπικά πίεζα τον εαυτό μου να βρει θέμα, να περάσει η ώρα. Μα τι να συζητήσεις και πώς να σε δει ο άλλος, με ακανόνιστους δεσμούς, στη ζωή του. Από πολύ νωρίς. Πώς να συναγωνιστείς που ο άλλος εκμεταλλεύεται ότι είναι ζωντανός. Η αίσθηση ότι σου αγγίζει το δέρμα, χέρι και σώμα, από ανάγκη, εκπρόσωπος αντίθετου φύλου. Σα να κάνει πολύ ησυχία, εδώ. Δεν αντέχεται. Μια εσωτερική, ψυχική, ταραχή. Η νέα γυναίκα, άλλαξε ρούχα. Φορά μια κοντή, δίχρωμη, φούστα, που χωρίζει τα χρώματα, μια λευκή, σχεδόν οριζόντια, καμπύλη γραμμή. Κοντά στη μέση, είναι πράσινη η φούστα. Πλησιάζοντας το γόνατο, αλλάζει σε ροζ. Το στέρνο της καλύπτεται με ένα κίτρινο μακό. Μου προσφέρει τον χυμό. Χαμογελά. Ακουμπά το σώμα της στα κάγκελα.

- Αργότερα θα βγω για φαγητό, μιλά εκείνη. - Εσύ τι θα κάνεις; -με κοιτά πρόσχαρη. - Δεν έχω χρήματα, αποκρίνομαι. - Καλά. έλα μαζί μου, και βλέπουμε. (Πάλι το: βλέπουμε). - Μα.. ψελλίζω. - Έλα. Άστα αυτά. Όλα θα πάνε καλά. Εκείνη μιλάει; αναρωτιέμαι. - Πως σε λένε; - Απόστολος. Εσένα; - Αλεξάνδρα. - Πως σου φαίνεται; Χρωματίζει το βλέμμα της, με θηλυκότητα. - Ωραίο είναι (το φόρεμα της θα εννοούσε ή το σπίτι;). - Ειλικρινά; - Ωραία, μιλά πάλι. Στρέφει ξανά, προς τη θέα που κοιτά προς τη θάλασσα. Έτσι όπως φυσάει, γρήγορα θα καθαρίσει ο ουρανός από τα σύννεφα. - Τρελός καιρός; Έ; ακούγεται κείνη. - Ναι. Πότε ημέρες με ζέστη. Μετά, ηρεμία, πέφτει η θερμοκρασία. Χαλάει ο καιρός. Αν και μ αρέσει, που δροσίζει. - Σε όλους αρέσει, τονίζει μόλις, τη φράση. Ρίχνει το βλέμμα της, ξαφνικά, πάνω μου. Το ύφος της χαμογελά. Στρέφει ξανά, εμπρός. Μια αμηχανία, καλύπτει την υπόσταση μου. Θυμάμαι εκείνη την ημέρα, στο σπίτι μιας φίλης, που ήμασταν οι δυό μας, μόνοι, και παρόλους τους φόβους του πατέρα μου για τον αγάμητο, υιό του, είχα καταφέρει, σταδιακά, αργά μα σταθερά, να αισθάνομαι άνετα. Όπως έβλεπα, άνετα, τον εαυτό μου, τελευταία, σε σχέση με το άλλο φύλο. Που αν ήθελα αν είχα δικά μου χρήματα, δηλαδή, άρα ήμουν αξιοπρεπής- θα καλούσα κάποια που μ 43

44 άρεσε, και λειτουργούσε η χημεία, για μια έξοδο. Να τα πούμε. Άραγε, τι να σκέφτεται η Αλεξάνδρα; Η νέα γυναίκα, μέσα της, υπολογίζει, πως να μου φερθεί. Να μην ανοιχτεί και πολύ, οργανώνει τον λογισμό της. Αν και δεν της φαινόμουν για αστυνομικός. Μα που ξέρεις; ρωτά τον εαυτό της. Οι μπάτσοι, μη έχοντας με τι να φάνε το χρόνο τους, αποδεικνύονται τόσο άγαρμποι. Τόσο ηλίθιοι. Ψειρίζουν το καθετί, χωρίς λόγο. Η νέα γυναίκα πρέπει να προσέχει. Έχει λερωμένη τη φωλιά της. Πολλές οι κλοπές της. Συνήθως τσάντες από ανυποψίαστες, συμπολίτισσες. Πότε πότε, κανένα καλλυντικό. Πορτοφόλι ή τσάντα με ψώνια, ενός αδικημένου. Η νέα γυναίκα, αυτή η νέα, προκλητική, από άποψης παρουσιαστικού, γυναίκα, πρέπει να ξέρει πως είναι όμορφη, συλλογίζομαι. Αν είναι δυνατόν, όμορφο, να είναι, κάτι, μόνο όταν το προβάλλεις. Μερικές φορές, με παρασέρνουν, μπερδεμένες σκέψεις. - Και γιατί δεν βρίσκεις δουλειά; με ρωτά. - Δεν φαίνεται να σου λείπει, κάτι. Και συγνώμη για το θάρρος. Δεν με κοιτά. Απορροφημένη απ το φόντο. Ο ορίζοντας. - Μάλλον προσπαθώ να ξεφύγω απ τον παλιό τύπο εργασίας, με τον οποίο, είμαι εξοικειωμένος. - Και τώρα πια, δεν πλησιάζεις; - Δεν ξέρω. Θα ήθελα να αλλάξω. Κάτι πιο καλό. Πιο σίγουρο. Κουταμάρες λέω. Συγνώμη κιόλας. Άραγε, χαμογελά; - Για γραφείο, ζητάνε πολλά, συνεχίζω να μιλώ. - Όσο θυμάμαι τι μου έκανε ο τελευταίος εργοδότης. - Τι; Ρωτά εκείνη, δήθεν από ενδιαφέρον.

45 - Δεν με βοήθησε επαγγελματικά. Βλέπεις, έχουνε σύστημα μερικοί να σε προκαλέσουν να απογοητευτείς. Όσο πάει ο νους μου ξανά. - Τι σου συμβαίνει; - Θυμώνω. Τονίζω τη λέξη. - Όλοι τα περάσαμε. - Κι εσύ; ρωτώ. - Γιατί, εγώ τι είμαι; Διαφορετική; Αντιρωτά, στρέφοντας τώρα, το πρόσωπο της, πάνω μου, με μια δόση πονηριάς στο βλέμμα. - Κάνεις διακοπές; Αλλάζω συζήτηση. - Περίπου, απαντά. - Η περίπτωση μου είναι πιο άνετη, προσθέτει. Μάλλον θα είναι στέλεχος σε εταιρεία, ντύνω αυτή τη φόρμα χαρακτηριστικού, σε άτομο, όταν το τελευταίο, αποπνέει άνεση σε κινήσεις. - Σε έπρηζε, ε; ρωτά. - Ποιος; - Ο εργοδότης σου. - Πολύ! - Φορές, τον θυμάμαι και ανάβουν τα λαμπάκια μου. Η νέα γυναίκα, τοποθετεί σε κουτάκια, στον νου της, ότι της αποκρίνομαι, προσπαθώντας να αναλύσει το ποιον μου. - Αν είσαι ακόμη, αργότερα, εδώ, ίσως το ψάχναμε περισσότερο. - Τι εννοείς; απορώ. - Δεν έχει σημασία. Ξέχασε το. Σα να το παρακινδύνευε. - Με συγχωρείς. Εισέρχεται στο εσωτερικό. Την κοιτώ, όσο αφήνει το σαλόνι, και χάνεται σε άλλο δωμάτιο. Τι περίεργη γυναίκα. Τι να της πω. Για ποιο λόγο, άραγε. Ποιος νοιάζεται, πραγματικά, για το τι σου συμβαίνει. Λες και ο άλλος, θα γίνει, ποτέ, εσύ. Μήπως σε αντιμετωπίσει ως

46 ίσο. Μήπως οξύνει την αυτογνωσία του. Λες και ετούτο επιβιώνει σε ικανό αριθμό ανθρώπων, ώστε να πεις: η Κοινωνία έχει ελπίδες. Η ώρα περνά. Η Αλεξάνδρα με άφησε μόνο, πολλά λεπτά, φαντάζομαι. Σηκώνομαι. Θέλω να πάω στην τουαλέτα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, κάνει την εμφάνιση της. - Ψάχνεις κάτι; μιλά κάπως απότομα. - Θέλω να πάω στο μέρος. - Ά, εκεί, στο βάθος δεξιά. - Ευχαριστώ. Την ώρα που βγαίνω, η νέα γυναίκα ήδη τηλεφωνά, κάπου. Μόλις με αντιλαμβάνεται, μιλά ψιθυριστά. Δεν περνά ούτε λεπτό. Κατεβάζει το ακουστικό. - Πάμε; Πάμε, κουνώ καταφατικά, το κεφάλι. Έχω ανάγκη να δω, ξανά, θάλασσα. Να καταλάβω πως είναι καλοκαίρι. Επειδή, αρκετοί, μοναχικοί χαρακτήρες, στην πόλη, που δεν πάνε στην θάλασσα, ο καθένας για προσωπικούς, λόγους, βιώνουν έντονα, το καλοκαίρι, μέχρι τις τελευταίες ημέρες, του Ιούνη. Κατόπιν, χάνουν το ενδιαφέρον. Ακόμη ακόμη, τελείωσε για κείνους, η θερινή περίοδος. Συμβαίνει. Απλά, κανείς δεν το μαθαίνει. Δεν θέλει να του χαρίζεται.. μια γνώση, όπως ετούτη. Σε χαρακτηρίζουν προβληματικό. Να μην είσαι δυνατός. Ένα αεροπλάνο περνά από πάνω μας. Βαδίζουμε σιγανά. Η νέα γυναίκα, φόρεσε άλλο σύνολο: ριχτό φόρεμα, μ ένα, όχι ανεκτό, ντεκολτέ. Ανοιχτόχρωμο μαύρο, προς γκρι. Θα

47 σας γελάσω. Οι γόβες δείχνουν άνετες. Δεν μου πάει να μην την παρατηρώ. Είναι το απόλυτο θηλυκό. Απελευθερωμένη, θα έλεγα. Ή μάλλον, κοινωνική. Στο αίμα της να διαλέγει. Η Νέα Μάκρη, δεν αποδεικνύεται κάτι ιδιαίτερο, μα έχει τον τύπο της. Τα ταβερνάκια στη σειρά. Τα ελάχιστα, μικρά, πλοιάρια. Το πολύ πράσινο. Όσο στέκεται όρθιο, μετά τις τελευταίες πυρκαγιές. Μια εμφανής χαλαρότητα. Η νέα γυναίκα, τρώει τα φασολάκια της, με ντοματοσαλάτα. Εμπρός μου, βρίσκεται ένα πιάτο ρύζι, με κόκκινη σάλτσα. Βουτώ στη σάλτσα το λευκό, νόστιμο, ψωμί. Χαίρομαι, όσο μπορώ, το τώρα. - Και τι δουλειά θα ήθελες; (Τώρα τι τον ρωτώ, αυτόν; Γιατί ασχολούμαι;). - Κάτι ήρεμο και άνετο. Αφού δεν μας επιτρέπεται να κερδίζουμε, στον τζόγο. - Γιατί; Ασχολείσαι; - Με τον τζόγο; ρωτώ άγαρμπα. - Ναι ρουφά γουλιές, κρασί. - Μπα, δε θα το λεγα. Έτσι κι αλλιώς, δεν κερδίζω ποτέ. - Ούτε η προσπάθεια δεν αξίζει; - Ακριβώς. - Μάλιστα, μου αποκρίνεται. - Θα ήθελα μια δουλειά που να μαι χρήσιμος, σύμφωνα με τις κλίσεις μου. - Και ποιες είναι αυτές; - Δεν ξέρω ακόμα. Εσένα;

48 - Άσε με μένα. Η ίδια είμαι άλλο κεφάλαιο. - Νόμιζα ότι θα κάναμε διάλογο. - Αυτό κάνουμε μιλά, κάπως, έντονα. - Έλα έλα, άστ αυτά. Φάε το φαγητό σου, προτρέπει. - Να τελειώνουμε, ψιθυρίζω. Εκείνη, δήθεν, δε δίνει σημασία. Η σάρκα της τόσο λεία. Θελκτική. Τόσο έξω από την αντρική φαντασία, που δεν τη συνάντησε ποτέ, κοντινά, μα τη χάρηκε μόνο, στο χαζοκούτι. - Άστ αυτά, και βλέπουμε, της λέω. - Έτσι μπράβο! Χαμογέλα λίγο. Δεν υπάρχει τίποτα σημαντικό, για το οποίο, πρέπει να στενοχωριέσαι. - Τίποτα; - Τίποτα απολύτως. - Και πως τα βγάζουν πέρα, ορισμένοι; - Ά, αυτό, είναι μύθος, δεν στο πανε; Εγώ πάντως, δεν βλέπω στις ειδήσεις, ν ανακοινώνουν καθημερινά, θανάτους συνταξιούχων. Τι κάθε μέρα;! Ποτέ, χαμογελά διάπλατα. Μασά τώρα. - Άρα όλοι, κουτσά στραβά, τα φέρνουν βόλτα. - Όλοι δηλαδή, έχουμε τις ίδιες αντοχές, προσθέτω. - Ά, δεν ξέρω. Μένα δεν μ ενδιαφέρει. - Μάλιστα. - Σε κόλλησα, Απόστολε. - Αδιαφορία; Με κοιτά, απαντώντας μου, με μια σαγηνευτική, του φύλου της, ματιά. - Είσαι έξυπνο αγόρι, μα η εξυπνάδα, δεν ωφέλησε, ποτέ, το άτομο. - Μόνο τους επιχειρηματίες. - Έχεις δίκιο. Αλήθεια. - Οπότε, Αλεξάνδρα;