Ανταποδοτική και βασική σύνταξη σε αναζήτηση ακριβοδικίας* Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Επ. Καθηγήτρια στο Παν/μιο Αθηνών, Δικηγόρος Το νομοσχέδιο εισάγει τη διάκριση της βασικής από την ανταποδοτική σύνταξη ως βασική παράμετρο της «λύσης στο ασφαλιστικό πρόβλημα». Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι αν θίγονται οι αρχές του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης με βάση τις οποίες αξιολογείται το δίκαιον ή μη του συνταξιοδοτικού συστήματος 1 και αν πράγματι πρόκειται για τη βέλτιστη λύση. 1) Τι ισχύει σήμερα Σύμφωνα με τον Ν. 2084/1992, όπως ισχύει, το συνταξιοδοτικό καθεστώς και ειδικότερα το ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης διαφέρουν ανάλογα με το αν ο ασφαλισμένος έχει ασφαλισθεί μέχρι την 1.1.1993 (παλαιός ασφαλισμένος) ή μετά (νέος ασφαλισμένος) και αν πρόκειται για δημόσιο υπάλληλο ή ασφαλισμένο σε ΟΚΑ 2. Αρχικά ο Ν. 2084/1992 προέβλεπε 60% ποσοστό αναπλήρωσης για τους νέους ασφαλισμένους (δηλαδή 1,714 Χ ΕΑ Χ ΣΑ) και 80% για τους παλαιούς. Ήδη, μετά τον Ν.3029/2002 και σταδιακά από το 2008 το ποσοστό αναπλήρωσης και για τους νέους και για τους παλαιούς ασφαλισμένους εξισώνεται, ώστε το 2017 να φθάσει για όλους τους ασφαλισμένους στο ποσοστό του 70%. 2) Τι προβλέπει το νομοσχέδιο Το νομοσχέδιο στα άρθρα 1 έως και 4, 11, 27 παρ. 7 και 37 παρ. 2 εισάγει τη διάκριση της «βασικής» σύνταξης από «την αναλογική», και καθορίζει τα 1 Πρόκειται για τις αρχές της αλληλεγγύης, της ανταποδοτικότητας, της ισότητας, της αναλογικότητας της βιωσιμότητας και της διαφάνειας. 2 α) Νέοι ασφαλισμένοι: Κατά το άρθρο 3 παρ. 2α του Ν. 3029/2002 η σύνταξη του μισθωτού που αμείβεται με ΗΕ υπολογίζεται με βάση τον μαθηματικό τύπο 2% % Χ (ΗΕ : 300) Χ ΣΑ, ενώ αν αμείβεται με ΕΑ με τον μαθηματικό τύπο 2% Χ ΕΑ Χ ΣΑ. Αντίστοιχα, το ποσό της σύνταξης του αυτοαπασχολουμένου αντιστοιχεί στο 2% επί των ασφαλιστικών κατηγοριών του ΟΑΕΕ για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας. Toύτο σημαίνει ότι το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων των μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων σε σχέση με τις ΣΑ ανέρχεται στο 70%. Για τους δημόσιους υπαλλήλους κάθε έτος υπηρεσίας αντιστοιχεί σε 1/35 της πλήρους σύνταξης ή σε 22,857 χιλιοστά (με 35 έτη 35/35 ή 800/1000). Το ποσό της σύνταξης ισούται με τον βασικό μισθό + το χρονοεπίδομα Χ έτη Χ 22,857/1000). Δηλαδή το ποσοστό αναπλήρωσης για τους νέους δημόσιους υπαλλήλους είναι 80% επί των ΣΑ. β) Παλαιοί ασφαλισμένοι που συνταξιοδοτούνται μετά το 2008 με 35 ΕΑ: Kατά το άρθρο 2 παρ. 11 αρ. ε. του Ν. 3029/2002 το ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται σε 79%, μειούμενο κατά 1% για κάθε ένα από τα επόμενα έτη συνταξιοδότησης και μέχρι το 70% για όσους αποχωρούν από το έτος 2017 και μετά. Το 2010, το ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται σε 77% επί των ΣΑ. 1
χαρακτηριστικά εκάστης και τις προϋποθέσεις για τη χορήγησή τους. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για όσους ασφαλίζονται από την 1.1.2018. Οι διατάξεις για την ανταποδοτική σύνταξη ισχύουν και για όσους έχουν ασφαλισθεί ή θα ασφαλισθούν μέχρι την 31.12.2012, όσον αφορά στον χρόνο ασφάλισης από την 1.1.2013 και μετά. Συνοπτικά ισχύουν τα εξής: α) Η αν αλογική σύνταξ η ορίζετ αι στο άρθρο 1 παρ. 2. ως το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης από την 1.1.2013 και εφεξής κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2018 και μετά, το οποίο καταβάλλεται από τους ΟΚΑ ή το Δημόσιο. Ο ορισμός αυτός ανταποκρίνεται στην έννοια της «ανταποδοτικής σύνταξης», η οποία σημαίνει ότι η σύνταξη υπολογίζεται με βάση το σύνολο των εισφορών δια του προσδόκιμου επιβιώσεως, και γι αυτό στη συνέχεια χρησιμοποιείται επί το ορθότερον ο όρος «ανταποδοτική». Ωστόσο, στη συνέχεια στο άρθρο 3 η «ανταποδοτική» σύνταξη προσδιορίζεται όχι με αναφορά στις εισφορές που έχουν καταβληθεί 3, αλλά με αναφορά στις συντάξιμες αποδοχές, όπως το νομοσχέδιο τις κατατάσει σε 12 ασφαλιστικές κατηγορίες για τους μισθωτούς και σε 14 για τους αυτοαπασχολούμενους. Για κάθε ασφαλιστική κατηγορία το νομοσχέδιο προβλέπει ποσοστό αναπλήρωσης για τα πρώτα 15 έτη και στη συνέχεια ετήσια προσαύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36 ο έτος της ασφάλισης. Για το 37 ο έτος ασφάλισης και άνω η προσαύξηση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, προκειμένου να έχουν κίνητρο οι ασφαλισμένοι να παραμείνουν στην ασφάλιση. Την ανταποδοτική σύνταξη δικαιούνται και όσοι δεν έχουν συμπληρώσει 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ, αλλά έχουν χρόνο ασφάλισης μεγαλύτερο του έτους. Επομένως υπάρχει διάσταση μεταξύ του ορισμού της ανταποδοτικής σύνταξης κατά το άρθρο 1 του νομοσχεδίου και του τρόπου υπολογισμού της κατά το άρθρο 3. Ο υπολογισμός δεν έχει άμεσα σχέση με τις εισφορές που έχουν καταβληθεί. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι το ανά κατηγορία ποσοστό αναπλήρωσης είναι μικρότερο για τους έχοντες χαμηλές συντάξιμες αποδοχές και μεγαλύτερο για τους έχοντες υψηλότερες συντάξιμες αποδοχές. Τούτο είναι εκ πρώτης όψεως παράδοξο, διότι το ποσοστό αναπλήρωσης στην ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται με βάση τις εισφορές. Επομένως ο κανόνας είναι να υπολογίζεται ενιαία και κάθε περίπτωση, αν πρέπει κάποιοι να ευνοηθούν, αυτοί είναι οι ασφαλισμένοι που έχουν χαμηλότερς εισφορές. Ενδεικτικά, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι: Για την 1 η ασφαλιστική κατηγορία μισθωτών το ποσοστό αναπλήρωσης στα πρώτα 15 έτη (συντάξιμες αποδοχές μέχρι 1000 Ευρώ) είναι 0,7% και προσαυξάνεται κατά 0,02 για κάθε τριετία 3 Δεν μπορεί να γίνει και διαφορετικά, γιατί είναι γνωστό ότι οι ΟΚΑ δεν γνωρίζουν τι έχει καταβάλει κάθε ασφαλισμένος στη διάρκεια όλου του ασφαλιστικού του βίου. Στην καλύτερη περίπτωση ορισμένοι ΟΚΑ γνωρίζουν τι έχει καταβάλλει κάθε ασφαλισμένος τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μετά τη θέσπιση της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης. 2
καταλήγοντας συνολικά στο ποσοστό του 26,04% για τα 35 έτη ασφάλισης. Για την 6 η ασφαλιστική κατηγορία μισθωτών (συντάξιμες αποδοχές μέχρι 1800 Ευρώ) το ποσοστό αναπλήρωσης είναι 0,77% για τα πρώτα 15 έτη και προσαυξάνεται κατά 0,21 για κάθε τριετία καταλήγοντας συνολικά στο ποσοστό του 43,12% για τα 35 έτη ασφάλισης. Για τη 12 η ασφαλιστική κατηγορία μισθωτών (συντάξιμες αποδοχές από 4.200 Ευρώ και άνω) Ευρώ το ποσοστό αναπλήρωσης είναι 1,27% για τα πρώτα 15 έτη και προσαυξάνεται κατά 0,17% για κάθε τριετία καταλήγοντας συνολικά στο ποσοστό του 57,59% για τα 35 έτη ασφάλισης. Για να κ ατανοήσουμε τ ο φ α ιν ομεν ικ ά παράδοξο θ α πρέπε ι να εξετ άσουμε τη βασικ ή σύνταξη και τον τρόπο συνυπολογ ισμού της με την ανταποδοτ ική. β) Η βασική σύντα ξη Ορίζεται στο άρθρο 1 πααρ. 1 του νομοσχεδίου ως η σύνταξη που δεν αναλογεί σε εισφορές, σε αντιδιαστολή με την ανταποδοτική σύνταξη. Καταβάλλεται 1) στους ασφαλισμένους με 4.500 και άνω ΗΕ ή 15 ΕΑ 4 και 2) στους ασφαλισμένους με ένα ΕΑ μέχρι 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ και στους ανασφάλιστους 5. Χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό με εξαίρεση τους ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ και του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, όπου χρηματοδοτείται από τα ταμεία αυτά 6, και καταβάλλεται από τους οικείους ΟΚΑ ή το Δημόσιο. Οι προϋποθέσεις απονομής της διαφέρουν ανά κατηγορία δικαιούχων. Το ύψος της βασικής σύνταξης ανέρχεται σε 360 Ευρώ, ποσό στο οποίο σήμερα αντιστοιχεί η 4 Οι ασφαλισμένοι των ΟΚΑ καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι του δημοσίου, νπδδ, ΟΤΑ α και β βαθμίδας που θεμελιώνουν δικαίωμα σε ανταποδοτική σύνταξη από 1.1.2018 με περισσότερες από 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ και εφόσον έχουν συμπληρώσει το 65 ο έτος της ηλικίας τους δικαιούνται βασικής σύνταξης που βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, καταβάλλεται από τους οικείους ΟΚΑ ή το Δημόσιο. Τη βασική σύνταξη δικαιούνται και οι συνταξιούχοι λόγω θανάτου καθ όν χρόνο και κατά τα ποσοστά που δικαιούνται την κύρια σύνταξη. 5 Η βασική σύνταξη, ύψους 360 Ευρώ, χορηγείται στους ανασφάλιστους και τους ασφαλισμένους που θεμελιώνουν δικαίωμα σε ανταποδοτική σύνταξη με λιγότερες από 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ. Τη βασική σύνταξη την καταβάλλει ο οικείος ασφαλιστικός οργανισμός ή το Δημόσιο ή στην περίπτωση των ανασφάλιστων ο ΟΓΑ, εφόσον: α) έχουν συμπληρώσει το 65 ο έτος της ηλικίας τους, β) έχουν ατομικό και οικογενειακό εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή κατώτερο του 14πλασίου και του 28 πλασίου αντίστοιχα του ποσού της πλήρους βασικής σύνταξης που ισχύει για ασφαλισμένο που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα (δηλαδή αντίστοιχα εισόδημα ύψους 5.040 Ευρώ και 10.080 Ευρώ), γ) έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 15 έτη νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα μετά τη συμπλήρωση του 15 ου έτους της ηλικίας τους και μέχρι τη συμπλήρωση του 65 ου έτους αυτής. Για κάθε έτος διαμονής λιγότερο από τα 35 η σύνταξη μειώνεται κατά 1/35. Η βασική σύνταξη των παραπάνω προσώπων δεν μεταβιβάζεται λόγω θανάτου. 6 Τούτο προφανώς, επειδή ο νομοθέτης θεωρεί ότι χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό με κοινωνικούς πόρους. 3
προνοιακού χαρακτήρα σύνταξη του ανασφάλιστου υπερήλικα την οποία χορηγεί ο ΟΓΑ και αναπροσαρμόζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 του νομοσχεδίου 7. Συνοπτικά, ανάλογ α με την κατηγ ορία των δικ α ιούχων ισχύουν τα εξής : Οι ανασφάλ ιστ οι δικαιούνται την πλήρη βασική σύνταξη με εισοδηματικά κριτήρια και εφόσον έχουν συμπληρώσει το 65 ο έτος της ηλικίας τους και έχουν 35 έτη νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα. Για κάθε έτος μικρότερης διαμονής η σύνταξη μειώνεται κατά 1/35. Οι ασφ αλ ισμένοι που δεν έχουν 4.500 ΗΑ ή 1 5 ΕΑ δικαιούνται α) την ανταποδοτική σύνταξη και β) τη βασική σύνταξη με τις ίδιες προϋποθέσεις με τους ανασφάλιστους. Οι ασφαλ ισ μένοι που έχουν 4.5 00 ΗΑ ή 15 ΕΑ δικαιούνται α) την ανταποδοτική σύνταξη και β) τη βασική σύνταξη χωρίς εισοδηματικά κριτήρια κατά τον χρόνο που θεμελιώνουν δικαίωμα στην ανταποδοτική σύνταξη. Παρατηρείται ένα ακόμη παράδοξο: Η βασική σύνταξη χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια στους ανασφάλιστους και στους ασφαλισμένους με χρόνο ασφάλισης μέχρι 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ, ενώ χορηγείται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια στους ασφαλισμένους με μεγαλύτερο χρόνο ασφάλισης που αντικειμενικά έχουν μεγαλύτερα εισοδήματα και ως εκ τούτου μικρότερη ανάγκη προστασίας. Τα δύο παράδοξα που έχουμε μέχρις στιγμής επισημάνει μπορεί να γίνουν κατανοητά αν προσθέσουμε το ποσοστό αναπλήρωσης της βασικής σύνταξης στο ποσοστό αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης. Ενδεικτικά επανεξετάζοντας τις προαναφερθείσες ασφαλιστικές κατηγορίες μισθωτών προκύπτουν τα εξής: Για την 1 η ασφαλστική κατηγορία (συντάξιμες αποδοχές μέχρι 1000 Ευρώ) το ποσοστό αναπλήρωσης με βάση την ανταποδοτική σύνταξη όπως προαναφέρθηκε είναι 26,04% για τα 35 έτη ασφάλισης και της βασικής είναι 36% (360 Ευρώ σε συντάξιμες αποδοχές 1.000 Ευρώ). Το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης είναι 26,04 ανταποδοτική σύνταξη + 36% βασική σύνταξη = 62% Για την 6 η ασφαλιστική κατηγορία (συντάξιμες αποδοχές μέχρι 1800 Ευρώ) το ποσοστό αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης είναι 43,12% για τα 35 έτη ασφάλισης και της βασικής είναι 20% (360 Ευρώ σε συντάξιμες αποδοχές 1.800 Ευρώ). Το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης είναι 43,12% ανταποδοτική σύνταξη + 20% βασική σύνταξη = 63,12% 7 Το άρθρο 11 του νομοσχεδίου προβλέπει ότι οι συντάξεις αναπροσαρμόζονται κατ έτος με κοινή απόφαης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασιας και Κοινωνικής Ασφάλισης ανάλογα με την ποσοστιαία μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, του ΑΕΠ και σε συνάρτηση με τις οικονομικές δυνατότητες των ΟΚΑ. 4
Για τη 12 η ασφαλιστική κατηγορία (συντάξιμες αποδοχές από 4.200 Ευρώ και άνω) Ευρώ το ποσοστό αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης είναι 57,59% για τα 35 έτη ασφάλισης. και της βασικής είναι 8,5% (360 Ευρώ σε συντάξιμες αποδοχές 4.200 Ευρώ). Το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης είναι 57,59% ανταποδοτική σύνταξη + 8,5% βασική σύνταξη = 66% Με λίγα λόγια, η ανταποδοτική σύνταξη δεν είναι από μόνη της ανταποδοτική ούτε στηρίζεται στις εισφορές που έχουν καταβληθεί. Ο συνυ πολογ ισμός της βασ ικής με την αν ταποδοτ ική σύνταξη επιτ ρέπε ι μια «κατ ά προσέγ γ ιση ανταποδοτικ ότητα». Πάντως, το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης (βασική + ανταποδοτική) κυμαίνεται από 62% μέχρι 66% και είναι ελάχιστα μικρότερο από το 70% επί των συντάξιμων αποδοχών που ισχύει σήμερα για τους νέους ασφαλισμένους και που θα ισχύσει μετά το 2017 και για τους παλαιούς ασφαλισμένους (σήμερα οι παλαιοί είναι στο 77%). Μάλιστα, το ποσοστό αυτό αναπλήρωσης είναι ελαφρώς υψηλότερο από την αρχική ρύθμιση του Ν. 2084/19932 για τους νέους ασφαλισμένους που ήταν 60%. Μία πρώτη σκέψη για το πώς έχουν καθορισθεί τα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης και του γιατί είναι ιδιαίτερα χαμηλά είναι ότι αντιστοιχίζεται στις πολύ περιορισμένες οικονομικές και αναλογιστικές δυνατότητες των ΟΚΑ χωρίς την κρατική χρηματοδότηση. Ωστόσο, δεν υπάρχει μέχρις στιγμής επίσημη τεκμηρίωση ούτε σύνδεση με αναλογιστικές και οικονομικές μελέτες όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού τους. Πρακτικά, η βασική σύνταξη για τους ασφαλισμένους με περισσότερες απο 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ αντικαθιστά την τακτική κρατική χρηματοδότηση των ΟΚΑ. Η συνολική κρατική επιβάρυνση για τη βασική σύνταξη στους ασφαλισμένους αντικρύζει την ευθύνη του κράτους για την κακή οργάνωση και λειτουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που οδήγησαν τους ΟΚΑ να μην μπορούν σήμερα να καταβάλουν στους ασφαλισμένους συντάξεις αντίστοιχες των εισφορών τους δια του προσδόκιμου επιβιώσεως. Η ευθύνη αυτή δεν καταλαμβάνει τους ασφαλισμένους με λιγότερες από 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ, διότι αυτοί μέχρι σήμερα δεν δικαιούνταν να λάβουν σύνταξη και οι εισφορές τους χρηματοδοτούσαν, κατ επίκλησιν της αρχής της αλληλεγγύης (τρίτο παράδοξο), τους ΟΚΑ. Επομένως, η νομική φύση της βασικής σύνταξης που χορηγείται στους ασφαλισμένους με χρόνο ασφάλισης μεγαλύτερο των 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ αποτελεί σύνθετη κοινωνικοασφαλιστική παροχή με προέχοντα τα ασφαλιστικά χαρακτηριστικά, διότι αποσκοπεί στην κάλυψη της φτώχειας των ασφαλισμένων με βάση όμως την ασφαλιστική τεχνική (χωρίς εισοδηματικά κριτήρια και ταυτόχρονα με τη χορήγηση της ανταποδοτικής σύνταξης). Η προσφυγή στην εθνική αλληλεγγύη γεννά κάποια ερωτηματικά, ωστόσο, επειδή υποκαθιστά την ισχύουσα μέχρι το 2018 τακτική κρατική χρηματοδότηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προνοιακή τεχνική). 5
Στην περίπτωση όμως των ανασφάλιστων και των ασφαλισμένων με λιγότερες απο 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ πρόκειται για προνοιακή παροχή που αποσκοπεί στην κάλυψη της φτώχειας των ανασφάλιστων μέσω της χορηγήσεως ελαχίστου εισοδήματος, με βάση την προνοιακή τεχνική (εθνική κοινωνική αλληλεγγύη και εισοδηματικός έλεγχος και 65 ο έτος της ηλικίας). Συμπερασματικά, τα παράδοξα που προαναφέρθηκαν είναι φαινομενικά. Εντάσσονται στη λογική του συστήματος που αν και πολύπλοκη και μη διαφανή υπηρετεί δύο βασικούς κοινωνικούς στόχους από τη μια την αλληλεγγύη σε όσους αντιμετωπίζουν ταυτοχρόνως τη φτώχεια και το γήρας και από την άλλη την ανταποδοτικότητα (έστω κατά προσέγγιση) σε όσους έχουν ασφαλισθεί. 3) Η βασική και η ανταποδοτική σύνταξη δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο Οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη σύνταξη των ασφαλισμένων (ανταποδοτική και βασική) που έχουν χρόνο ασφάλισης μεγαλύτερο των 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ γεννούν ερωτηματικά, ως προς το αν συνάδουν με το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο που κατοχυρώνουν τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης και την αξία του ανθρώπου καθώς και την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων, γιατί για τους ασφαλισμένους αυτούς προκύπτει αλλαγή ως προς τον τρόπο συνταξιοδότησης. Αναλυτικά: Tο ποσοστό αναπλήρωσης με βάση μόνο την ανταποδοτική σύνταξη ανταποκρίνεται από ότι φαίνεται στις δυνατότητες των ΟΚΑ, αλλά είναι πολύ μικρότερο του 70% που ισχύει σήμερα για τους νέους ασφαλισμένους και του 77% μέχρι 80% που ισχύει σήμερα για τους παλαιούς ασφαλισμένους. Φαίνεται πάντως ότι είναι ανώτερο του 48% των συντάξιμων αποδοχών για τους ασφαλισμένους που θα ασφαλισθούν μετά το 2013 και που θα συμπληρώσουν όλον τον χρόνο ασφάλισης με βάση το καθεστώς του νομοσχεδίου. Αθροιστικά, αν στο ποσοστό αυτό προστεθεί η βασική σύνταξη, τότε το ποσοστό αναπλήρωσης βελτιώνεται αισθητά και φθάνει περίπου στο 60-65%. Πρακτ ικά το σ υνολικό ποσ οσ τό αναπλ ή ρωσης αντιστο ιχε ί σε ε κε ίν ο που προέ βλεπε ο Ν. 2084/19 92 πρ ιν τροποποιηθε ί με τον Ν. 3029/ 2002. Το συνολικό αυτό ποσοστό αναπλήρωσης είναι χαμηλότερο από ότι μέχρι σήμερα προβλεπόταν, αλλά η μείωσή του αντικειμενικά εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον ενόψει α) των επιτακτικών δημοσιονομικών αναγκών του κράτους που δυσκολεύεται να χρηματοδοτήσει το ασφαλιστικό σύστημα με ποσά μεγαλύτερα από αυτά με τα οποία σήμερα το χρηματοδοτεί, β) της στενότητας των ΟΚΑ που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορούν εξ ιδίων να καταβάλουν τις συντάξεις στους ασφαλισμένους τους και γ) τις αναλογιστικά δυσοίωνες προοπτικές του συστήματος. Εξάλλου δεν έρχεται καταρχήν σε αντίθεση με τις αρχές της αναλογικότητας ούτε προσβάλλει τα ελάχιστα όρια των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών που προβλέπει η ΔΣΕ 102 του ΔΟΕ και σε κάθε περίπτωση είναι πολύ ανώτερο των ελαχίστων ορίων για την αξιοπρεπή διαβίωση. 6
Τίθενται επιμέρους ζητήματα, σε σχέση με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, όπως για παράδειγμα με τις συντάξεις των μηχανικών γιατί το νομοσχέδιο έχει παραβλέψει την ειδική προσαύξηση που λαμβάνουν με αποτέλεσμα οι συντάξεις τους χωρίς την ειδική προσαύξηση- να αντιστοιχούν περίπου στο 1/3 ου ποσού που σήμερα οι μηχανικοί λαμβάνουν. Ωστόσο, ελπίζω ότι πρόκειται για αβλεψία της ΓΓΚΑ και ότι θα υπάρξει σχετική διόρθωση 8. Όσον αφορά στην προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων, το ΕΔΔΑ δέχεται ότι κατά το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ στα διανεμητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι το ελληνικό, απαγορεύεται η ουσιώδης μείωση της σύνταξης 9 και προβαίνει σε έλεγχο αναλογικότητας του μέτρου με το οποίο μειώνεται η παροχή σε σχέση με τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται 10 και με την προστασία του πυρήνα του δικαιώματος 11. Αντίστοιχα και η νομολογία του ΣτΕ δέχεται ότι η χορήγηση σύνταξης ορισμένου ύψους σε νομοθετικό καθεστώς επικουρικής ασφάλισης δεν αντίκειται στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ 12. Μέχρις στιγμής η προστασία της σύνταξης με βάση την ΕΣΔΑ έχει γίνει δεκτή για τα θεμελιωμένα (γεγενημένα) δικαιώματα. Και το πότε ένα δικαίωμα είναι θεμελιωμένο κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά τη νομολογία του ΣτΕ θεμελιωμένο είναι το δικαίωμα όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για τη λήψη της 8 Πιστεύω μάλιστα ότι οι αβλεψίες αυτές προέκυψαν, επειδή το νομοσχέδιο έχει συνταχθεί με βάση τα επιτακτικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΟΚΑ μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων. Το νομοσχέδιο δεν ασχολείται με τις ιδιαιτερότητες των ελευθέρων επαγγελματιών και έχει στο σημείο αυτό ελλείψεις. Άλλωστε και στον κοινωνικό διάλογο οι εκπρόσωποι των νομικών, ιατρών και μηχανικών δεν είχαν καν προσκληθεί. 9 Ενδεικτικά βλ. την απόφαση ΕΔΔΑ της 12 ης Οκτωβρίου 2004, Kjartan Ásmundsson κατά Ισλανδίας, ΕΔΚΑ, 2005, σ. 97, με παρατηρήσεις Π. Πετρόγλου. 10 Ο έλεγχος της αναλογικότητας από τον δικαστή μπορεί να είναι: α) Aφηρημένος, δηλαδή να θεωρείται ότι η αρχή αυτή απευθύνεται στον νομοθέτη και ο δικαστής, στην περίπτωση που ο νομοθέτης δεν τήρησε την αρχή αυτή, οφείλει να μην εφαρμόζει τον νόμο ως αντισυνταγματικό. β) Συγκεκριμένος, δηλαδή να θεωρείται ότι η αρχή αυτή απευθύνεται στον δικαστή που οφείλει να εξετάσει την τήρησή της στη συγκεκριμένη υπόθεση, σταθμίζοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα και ερμηνεύοντας τον νόμο σύμφωνα με την αρχή αυτή, περιστέλλοντας ή συμπληρώνοτάς τις εν λόγω ρυθμίσεις. Το ΕΔΔΑ και από τα ημεδαπά δικαστήρια το ΕΣ προβαίνουν σε συγκεκριμένο έλεγχο της συνταγματικότητας, ενώ το ΣτΕ και ο ΑΠ (μετά μεταστροφή της αρχικής του νομολογίας) σε αφηρημένο. Ενδεικτικά, βλ. ΣτΕ 1909/2001, ΑΠ 27/2008, 76/2008, 732/2008 και ΕΣ (Ολ.) 44/2009, 2287/05, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα της Νόμος ό.π. 11 Απόφαση ΕΔΔΑ, Κhartan Asdmudson v. Iceland, ό.π.. Η διακοπή της καταβαλλόμενης συντάξεως αναπηρίας μετά από 20 έτη συνεχούς καταβολής της, λόγω νομοθετικής μεταβολής επί το δυσμενέστερον του τρόπου υπολογισμού της ανικανότητας προς εργασία συνεπεία ατυχήματος ή αναπηρίας, παραβιάζει το άρθρο 1 του ανωτέρω πρωτοκόλλου. Η ολοσχερής διακοπή της συντάξεως στο 15% του συνόλου των συνταξιούχων αναπηρίας, στους οποίους συγκαταλέγετο και ο προσφεύγων, συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση κατά το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, την στιγμή κατά την οποία συνεχίσθηκε η καταβολή συντάξεων στους λοιπούς συνταξιούχους αναπηρίας. Αντιθέτως δεν θα ήταν αντίθετος προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ο εύλογος περιορισμός του ποσού της συντάξεως αναπηρίας του προσφεύγοντος, αντί της πλήρους διακοπής της. 12 ΣτΕ 3003/2005, ΕΔΚΑ, 2006, 280, 289, 3760/2003, 2776/2000, 3743/1999 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα της Νόμος, ό.π. 7
παροχής 13. Συνεπώς, η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων επιτρέπεται καταρχήν για τα μη θεμελιωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα, ενώ για τα θεμελιωμένα επιτρέπεται κατ εξαίρεσιν για λόγους δημοσίου συμφέροντος και υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Πάντως το νομοσχέδιο δεν αγγίζει τα θεμελιωμένα δικαιώματα και λόγω της σταδιακής εφαρμογής που προβλέπει αγγίζει λίγο τα ώριμα δικαιώματα. 14 13 Κατά τη νομολογία του ΣτΕ για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν αρκεί μόνον η συνδρομή των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση, αλλά απαιτείται περαιτέρω και η υποβολή σχετικής αιτήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου, η οποία, άλλωστε, αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο για διαφορετική μεταχείριση (ενδεικτικά βλ. Σ.τ.Ε. 718/2006 ΕΔΚΑ 2006, 439). Εξάλλου, «κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου και για την ταυτότητα του λόγου και του συνταξιοδοτικού δικαίου, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη διάταξη, με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο θεμελίωσης του δικαιώματος και υποβολής της σχετικής αιτήσεως (βλ. ενδεικτικά Σ.τ.Ε. 1704/2005 ΕΔΚΑ 2006, 139, 707/2006, ΕΔΚΑ, 2007, 248,). Κατά την 527/2009, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα της Νόμος, ό.π., «Ο χρόνος υποβολής του συνταξιοδοτικού αιτήματος αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο για τη διαφορετική μεταχείριση των ασφαλισμένων σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής. Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα δεν προστατεύεται ως δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού και δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης στην ΕΣΔΑ». Δηλαδή, η νομολογία του ΣτΕ περιλαμβάνει στις προϋποθέσεις συτναξιοδότησης και την άσκηση του δικαιώματος (διαδικαστική προϋπόθεση) και τον χρόνο ασφάλισης και τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση και άλλες τυχόν προβλεπόμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις. Κατά τη νομολογία του ΕΣ «στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομη σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Πρακτικά 10 ης Γεν. Συν. Ολ. ΕΣ της 24.2.1999, Ολ. ΕΣ 2274/1997, Ολ. ΕΣ 44/2009, ΕΔΚΑ 2009, 356, 581/2007, ΕΔΚΑ, 2008, 822 κ.λπ.. Εξάλλου, ο περιορισμός του συνταξιοδοτικού δικαιώματος προϋποθέτει λόγους πραγματικής δημόσιας ωφέλειας, οι οποίοι να δικαιολογούν τον περιορισμό, γιατί διαφορετικά δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 1 εδ. α του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητηγ αποστέρηση του προστατευόμενου απ αυτό περιουσιακού αγαθού (βλ. ΕΣ Π Τμήμα 550/2000)... Απαιτείται λοιπόν όχι απλώς η ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας (που μάλιστα πάντα υπάρχει, ως δημοσιονομικό ώφελος, επί απόσβεσης, περιορισμού περιουσιακών δικαιωμάτων που υφίστανται έναντι του Δημοσιόυ) αλλά και η συνδρομή περαιτέρω τασσόμενων σχετικών από τον νόμο ή τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρων, όπως είναι η κατά ορισμένη διαδικασία διαπίστωση της δημόσιας ωφέλειας ή τη θέσπιση άλλων υπέρ των δικαιούχων παροχών ή πλεονεκτημάτων που αντισταθμίζουν την περιουσιακή απώλεια (ΑΠ 71/2003, ΕΔΚΑ, ΜΕ, 681). Επομένως για την επιβολή ειδικής μηνιαίας εισφοράς στις συντάξεις που καταβάλλονται από το Δημόσιο απαιτείται η ύπαρξη πραγματικής δημόσιας ωφέλειας, η οποία πρέπει να έχει διαπιστωθεί με ορισμένη διαδικασία, ή η θέσπιση υπέρ των δικαιούχων άλλων παροχών ή πλεονεκτημάτων που αντισταθμιζουν την περιουσιακή τους απώλεια. Πάντως, ορθότερη θεωρούμε την άποψη του Επ. Σπηλιωτόπουλου («Η συνταγματική προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων, Σχόλια στις ΣΕ 542/1999 και 3739/1999», ΔτΑ, 2001, σ. 135), ότι δηλαδή γεγενημένο είναι το δικαίωμα όταν η ειδική νομική κατάσταση του δικαιούχου του παρέχει την προσδοκία ότι όταν στο μέλλον συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις θα θεμελιωθεί μια συγκεκριμένη αξίωση. Αν γίνει δεκτός αυτός ο ορισμός του θεμελιωμένου δικαιώματος, τότε στα μεν κεφαλαιοποιητικά συστήματα από την καταβολή των εισφορών μιας χρονικής περιόδου δημιουργείται η αναλογούσα αξίωση για παροχή που αντιστοιχεί κατ ελάχιστον στο κεφάλαιο των εισφορών. Στα δε διανεμητικά συστήματα, η αξίωση αντιστοιχεί στην παροχή την οποία δικαιούται ο ασφαλισμένος με βάση τον χρόνο ασφάλισης και την αναλογία του σε σχέση με την παροχή που θα δικαιούτο, αν είχε θεμελιώσει δικαίωμα στην παροχήα. Στεργίου, «Η προστασία των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων ως περιουσιακών», ό.π., σ. 838 και και απόφαση ΕΔΔΑ Feldbrugge και Deumeland της 29 ης Μαϊου 1986. 14 Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έθιγε τα θεμελιωμένα δικαιώματα όπως προεκτέθηκε υπάρχουν 8
Έχω πάντως κάποιες επιφυλάξεις αν το κριτήριο του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση είναι το πλέον πρόσφορο αντικειμενικό κριτήριο για τη διαφοροποίηση του καθεστώτος των ασφαλισμένων. Σε κάθε περίπτωση δεν έχω πεισθεί γιατί δεν προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας η «ψαλίδα» μεταξύ του 77% (που ισχύει σήμερα, αν και σταδιακά θα φτάσει στο 70%) για τους παλαιούς ασφαλισμένους, του 70% που ισχύει και τους νέους ασφαλισμένους και του 60% για τους ασφαλισμένους μετά το 2013. Ούτε αντιλαμβάνομαι γιατί όσοι έχουν υπέρμετρα επωφεληθεί του συστήματος, αλλά έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί ή είναι παλαιοί ασφαλισμένοι θα πρέπει να μην υφίστανται ή να υφίστανται δυσανάλογα μικρότερες συνέπειες σε σχέση με το κοινό και για τους συνταξιούχους και για τους ασφαλισμένους (παλαιούς, νέους και νεότατους και μελλοντικούς) πρόβλημα. 3) Οι κοινωνικές και οικονομικές τομές του νομοσχεδίου: Πρώτον, κ αθ ιερών ε ι τ ην ανταποδοτ ική σύν ταξη γ ια τ ους ασφαλ ισμένους που έχουν περισσότ ερο από 1 ΕΑ κα ι λ ιγότερες από α πό 4.500 ΗΕ ή 1 5 ΕΑ. Μέχρι σήμερα οι ασφαλισμένοι αυτοί εξομοιώνονταν με τους ανασφάλιστους. Οι εισφορές τους στο όνομα της αλληλεγγύης χρηματοδοτούσαν τελικώς τις παροχές όσων είχαν χρόνο ασφάλισης μεγαλύτερο των 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ. Η ρύθμιση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική σε μια εποχή που οι εργαζόμενοι δυσκολεύονται να συμπληρώσουν τον χρόνο ασφάλισης και συχνά μεσολαβούν στάδια εργασίας και ενδιάμεσα στάδια ανεργίας ή υποαπασχόλησης. Δεύ τερον, καθ ιερώνε ι τη βασ ική σύνταξ η ως ε λάχιστη σύνταξη για όλους τους έλλ ηνες πολ ίτες κα ι τους νόμιμα διαμένον τες στ η χώρα αλλοδα πούς, ασφ αλ ισμένους κ α ι ανασφάλ ιστους, υ πό τ ις προϋποθέ σεις που αναλύθηκαν παρα πάν ω. Ουσιαστικά, η σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα επεκτείνεται και στους ασφαλισμένους με λιγότερες από 4.500 ΗΕ ή 15 ΕΑ που έχουν μικρά εισοδήματα. Τρίτον, καθ ιερώνε ι την αρχή τη ς ανταποδοτ ικότητ ας ως βασική σ υνιστ ώσ α τη ς σύν ταξης, έ στω κ α ι με μια πρ οσέγγ ιση τ ης ανταποδοτ ικότητ ας, ελλ είψε ι σ τ οιχ ε ίων. Τέ ταρτον συγκρατε ί τ ο ποσό της κρα τ ικής χρηματοδότ ησης ως ποσ οστό επί τ ου ΑΕΠ σταθε ρό κα ι ξε καθαρίζε ι την έκτ αση τ ης συλλ ογικ ής (κ ρατ ικής ) κα ι τ ης ατ ομικής ευθύνης. Το νομοσχέδιο κατευθύνεται προς τους κοινωνικούς στόχους που έχει θέσει, που προαναφέρθηκαν, δηλαδή από τη μια την αλληλεγγύη σε όσους λόγοι δημοσίου συμφέροντος για τη θέσπιση περιορισμών. Από πλευράς αναλογικότητας επίσης δεν νομίζω ότι υπάρχει πρόβλημα, γιατί η μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης από 70% επί των ΣΑ που ίσχυε για τους παλαιούς και τους νέους ασφαλισμένους σε 60% αντικειμενικά δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο. 9
αντιμετωπίζουν μαζί τη φτώχεια και το γήρας και από την άλλη την ανταποδοτικότητα σε όσους έχουν ασφαλισθεί. Τα σημεία του νομοσχεδίου που επιδέχονται βελτιώσεων, ώστε οι στόχοι που έχει θέσει να επιτευχθούν είναι τα εξής: 1. Τα ποσοστά αναπλήρωσης με βάση τα οποία υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη δεν είναι διαφανή ούτε πειστικά. Καμία μέχρις στιγμής επίσημη τεκμηρίωση δεν υφίσταται ούτε καν με βάση τις υπάρχουσες αναλογιστικές μελέτες, τουλάχιστον όσον αφορά στον ΟΑΕΕ, το Δημόσιο, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και τον ΟΓΑ. Χρειάζεται μεγαλύτερη διαφάνεια και τεκμηρίωση με επιστημονικά στοιχεία. 2. Ομοίως, δεν τεκμηριώνεται η οικονομική ωφέλεια που θα προκύψει από την εφαρμογή της διάκρισης της βασικής από την ανταποδοτική σύνταξη. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται η ωφέλεια από τον περιορισμό της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης μετά το 2018 και εφεξής στη βασική σύνταξη. 3. Η ανταποδοτική και η βασική σύνταξη αντιμετωπίζονται αποσπασματικά και όχι σε συνέργεια με την επικουρική και την επαγγελματική σύνταξη. Η τύχη της επικουρικής σύνταξης δεν έχει ξεκαθαρίσει. Θα προστεθεί στην ανταποδοτική σύνταξη ή θα μετατραπεί σε επαγγελματική ασφάλιση; Το θέμα αυτό είναι μείζονος σημασίας και επηρεάζει καταλυτικά τη συζήτηση για το ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης. 4. Σταδιακά η σύνταξη πρέπει να γίνει πράγματι ανταποδοτική, να υπολογίζεται δηλαδή με βάση τις εισφορές που έχουν καταβληθεί στο σύνολο του εργασιακού βίου δια το προσδόκιμο επιβιώσεως. Μια προοπτική είναι η σύνταξη (με βάση τις εισφορές) που υπερβαίνει ένα καθορισμένο όριο (σύνταξη αναφοράς) να είναι μόνο ανταποδοτική. Εφόσον είναι μικρότερη από το καθορισμένο όριο, τότε το Κράτος χρηματοδοτεί ένα ποσό (προνοιακή παροχή-βασική σύνταξη με βάση εισοδηματικά κριτήρια), το ύψος του οποίου διαφοροποιείται, έτσι ώστε κάποιος που έχει εργασθεί περισσότερο να παίρνει μεγαλύτερη συνολικά σύνταξη από κάποιον που έχει εργασθεί λιγότερο ή καθόλου. 5. Αν οι ΟΚΑ δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν ώστε να χορηγούν τις πραγματικά ανταποδοτικές συντάξεις, τότε μπορεί να προβλέπεται μείωση των ανταποδοτικών συντάξεων, π.χ κατά 5%. Η μείωση με βάση την αρχή της ασφαλιστικής αλληλεγγύης μπορεί να είναι μηδενική ή μικρή για τις χαμηλές συντάξεις. 10