ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΤΗΣ Μυθιστόρημα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Copyright Κωστής Γκιμοσούλης Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2012 Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιον δήποτε τρόπο αναπα ραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειο θεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5493-5
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Α Ένα βήμα πιο πέρα... 9 Τι ώρα είναι;... 11 Ο Κινέζος και η Γιώτα... 16 Νερό κι αλάτι... 26 Το τενεκεδάκι... 37 Στο φαράγγι... 38 Τα κοράκια... 42 Παθιασμένη ξεναγός... 52 Μην τον χάνεις ποτέ από τα μάτια σου... 56 Το αγόρι της Μαντόνας... 62 Ένα δερμάτινο καπελάκι... 67 Μια φωνή στο τηλέφωνο... 71 Πεταλούδες... 78 Το κλουβί με τους καθρέφτες... 88 Πολιορκημένη απ τις μπουλντόζες... 96 Να μου μιλάς καλύτερα... 103 Το ξόρκι... 109 Δυο σκιές... 112 Τζιτζίκι ή μυρμήγκι;... 118 5
ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ Αν τη βγάλουμε καθαρή απόψε... 127 Ακριβής στο ραντεβού... 138 Τι είναι πάλι αυτό;... 144 Με το φως της μέρας... 151 Τα οινοπνευματί μάτια... 156 Κινήσου ακίνητος... 159 Το ξύλινο πόδι... 166 Το μαύρο μαλλί... 174 Ο Άνεμος κι η Αντιλόπη... 179 Το αηδόνι... 187 Ο χορός... 193 6
Ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε
[ 1 ] Ένα βήμα πιο πέρα ΗΑΙΣθΗΣΗ ΤΟΥ ΥψΟΥΣ. Ο τρόμος του κενού. Ένα βαθύ άδειασμα εντός, στα σπλάχνα και χαμηλά στη σπονδυλική. Από παιδί τον ένιωθα, με ξυράφιζε, ειδικά όταν έβλεπα κάποιον άλλο να στέκεται στο χείλος του γκρεμού. Τα χείλη του χάους σε καλούν. Από μέσα σου πρώτα-πρώτα να τα δοκιμάσεις. Έτσι και τα φιλήσεις, μαγεύεσαι. Άμα τα γνωρίσεις, θα έχεις πάντοτε την τάση να τα ξαναπιείς. Και πάντοτε υ- πάρχει ένα βήμα πιο πέρα. Άγνωστο, επικίνδυνο μοιάζει. Μόνο μοιάζει, δεν είναι; Εξαρτάται από το βήμα σου. Άλλες φορές αργό, άλλες σταθερό, γρήγορο όπως του ζαρκαδιού ή της αντιλόπης όταν χρειάζεται. Το επόμενο ακολουθεί το πρώτο, άλλο το άλλο, μια αλυσίδα γερά πιασμένη και σφιχτή πάνω στο κορμί σου σε φυλακίζει στη συνεχή κίνηση για να σε ελευθερώσει. 9
ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ Ακινησία. Ακίνητος στον βράχο, στην άκρη πριν από το τίποτα, στον αέρα τον άδειο από στήριξη. Τυχερά που είναι τα πουλιά. Τυχεροί δυο φορές οι άνθρωποι-πουλιά. Είναι τυχαίο που οι άγγελοι είναι ψυχέςπουλιά; Που παρά την ανθρώπινη μορφή τους έχουν φτερά; Η ευτυχία μου είναι θέμα ύψους, είπε ο Καρυωτάκης. Η διάθεση, μάλλον η αυτοεκτίμηση, είναι θέμα ύ- ψους. Στους Δελφούς όταν περπατάς, συνέχεια βλέπεις πάνω και κάτω. Μια του ύψους μια του βάθους. Σαν καρδιογράφημα δείχνει τον ζωντανό. Τα βήματα όσο ακολουθούν την απόλυτη ευθεία, μία ευθεία ανείπωτη κι αχαρακτήριστη με λέξεις, γιατί δεν υπακούει στο μυαλό, τόσο οι γωνίες γίνονται οξύτερες, η συνήθεια-βαρύτητα σταματάει να ε- πιμένει κι εσύ πετάς ελεύθερος και απροστάτευτος πολύ ψηλά, πολύ χαμηλά (το ίδιο είναι) μέσα στο ζωο - ποιό κενό. 10
[ 2 ] Τι ώρα είναι; ΗΓΙΩΤΑ ΚΟΙΤΑζΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ να σχηματίζει μικρά ρυά κια μέσα από τις γρίλιες. Έξω ήταν μεσημέρι φωτεινό, μέσα όμως μισοσκόταδο. Σηκώθηκε από την καρέκλα, έσυρε με κόπο τα βήματά της, άπλωσε τα χέρια κι άνοιξε το παράθυρο. Τυφλώθηκε από το φως. Έκλεισε τα μάτια, μέσα της το χρυσό σκοτάδι που δημιουργεί το αττικό φως. Είδε μια κοπέλα να κατεβαίνει τον δρόμο με τις νεραντζιές. Τα μαλλιά της ήταν χρυσά καστανά, η μύτη της περήφανη ψηλά, το στήθος της στητό. Περπατούσε χαζεύοντας τα παλιά σπίτια που είχαν σωθεί σ αυτή τη γειτονιά, πολιορκημένα από τις πολυκατοικίες. Ήταν ωραίος δρόμος. Από την κορυφή της καμπούρας του μπροστά σου είχες στο βάθος τη θάλασσα να λαμπυρίζει από το φως, πίσω σου αν γυρνούσες έβλεπες τον Λυκαβηττό. 11
ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ Η Γιώτα με μισόκλειστα ακόμα τα μάτια την παρακολουθούσε, η κοπέλα πλησιάζοντας και βλέποντας τη γριούλα στο παράθυρο του ξεφτισμένου παλιού σπιτιού, μια χαμογελαστή γριά κυκλωμένη από graffiti στους εξωτερικούς τοίχους, σαν έκρηξη νεανικής δημιουργίας ή ποίηση οργής για τη σύγχρονη βαρβαρότητα (τους ή μας ή και τα δύο; δεν ξέρω), έ- κανε το βήμα της αργό. Η κοπέλα αυτή είμαι εγώ. Θα μπορούσε νέα να είμαι εγώ, είπε μέσα της η Γιώτα. Τι ώρα είναι; τη ρώτησε. Η κοπέλα στάθηκε κάτω απ το παράθυρο, κοίταξε το ρολόι της, μια κίνηση όλο χάρη σαν να φιλούσε τον καρπό της. Τρεις και μισή. Κιόλας; είπε η Γιώτα. Γιατί το είπα αυτό; σκέφτηκε. Ο χρόνος είναι για μένα αόρατος, μόνο σκοτάδι, φως... Και δεν μου λες, καλή κοπέλα, πώς σε λένε; Λίτσα. Λίτσα; Βαγγελίτσα δηλαδή; Η κοπέλα γέλασε, τίναξε τα μαλλιά της. Ναι. Και είσαι παντρεμένη; Όχι, ξαναγέλασε. 12
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΤΗΣ Να παντρευτείς, δεν είναι καλό να μένει ο άνθρωπος μόνος. Γιατί το είπα πάλι αυτό; Πώς μου κολλάνε έτσι οι φράσεις σαν τις καραμέλες; Μήπως, Λίτσα, έχεις τσίχλα; Η Λίτσα μασούσε ήδη μία. Έβγαλε από την τσέπη του τζιν της μία άλλη και της την πέταξε. Γεια σας τώρα. Γεια. Την παρακολούθησε για λίγο ν απομακρύνεται. Τους γοφούς, τη στητή ράχη, τον καταρράχτη των μαλλιών. Μέσα στο φως την είδε ξυπόλυτη, γυμνή, ν απομακρύνεται, οι φτέρνες λίγο κόκκινες σαν συναχωμένες. Τη στενεύουν τα παπούτσια, σκέφτηκε. Γυμνή εγώ, η Λίτσα; Μπήκε μέσα και ξανάκλεισε το παράθυρο, πήγε και ξανακάθισε στην καρέκλα. Όλα είναι ήσυχα, τόσο ήσυχα, τόσο βουερά. Τρέχουν, τρέχουν μέσα στο κεφάλι μου, κάποιες στιγμές σβήνουν, μένουν ακίνητα, είναι αιώνας κάτω από τη θεόρατη πατούσα ενός ελέφαντα, εκ των υστέρων το καταλαβαίνω ότι ο νους μου στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος, σαν υπάκουος ελέφαντας με σηκωμένο το πόδι. Υπάκουος; 13
ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ Ξαφνικά, για έναν ακατανόητο λόγο κατεβάζει το πόδι αυτός ο γκρίζος ελέφαντας που λέγεται μυαλό, το πόδι ζυγίζει ένα τόνο και σε κάνει αλοιφή. Αλοιφή για τους κάλους, αλοιφή γι αυτό το χώμα που πατάς, που σου επιτρέπει να περπατάς πάνω του και δεν το ένιωσες ποτέ. Το βλέπει η Γιώτα αυτό το πόδι ν αρχίζει να κατεβαίνει πάλι από πάνω της, ενστικτωδώς το αντιλαμβάνεται. Η διαδικασία αυτή, το παιχνίδι με το μυαλό, θέλει ανάλαφρες κινήσεις, σπάνια βίαιες. Το μαθαίνει αυτό, τώρα το μαθαίνει που έχει αρχίσει να πεθαίνει, όχι κι άλλες φορές το άγγιξε τότε με το μεγάλο πουλί; Ναι τότε, αλλά κι άλλες φορές, σαν οργασμός ήταν, ή μικροί θάνατοι, τότε που ήταν νέα, ακόμα νέα αισθάνεται, πόσων χρονών, πόσων; Αδιάφορο, σηκώνεται απ την καρέκλα, τα γνωστά ζαλισμένα βήματα, τα πόδια, από τα πόδια ξεκινάει, σαν λίγωμα μοιάζει, δεν υπάρχει πόνος, κάποτε υπήρξε, υπήρξε. Φτάνει στο παράθυρο, ξανανοίγει τις γρίλιες. Πάλι έφοδος από το φως, ένα άλλο τώρα φως. Απέναντί της ένα κίτρινο. Τι ωραίο χρώμα, μπαίνει μέσα και σου γαργαλάει όλο το μάτι, ως το νεύρο. Κι ας λένε του μίσους, ένα κίτρινο τριαντάφυλλο, το ω- ραιότερο ένα κίτρινο τριαντάφυλλο του μίσους. Υ- 14
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΤΗΣ πάρχει; Το μίσος εννοώ; Ένα κίτρινο ταξί κι αυτός ο νεαρός απέναντι, μελαχρινός με ίσια όρθια μαλλιά καρφιά, το πλένει. Ένα ταξί κι αυτός ο νεαρός του ι- σογείου της απέναντι πολυκατοικίας, απέναντί της ακριβώς, κάθε φορά που ανοίγει το παράθυρό της, βλέπει το παράθυρο αυτό. Τις γρίλιες σχεδόν πάντα κατεβασμένες. Σχεδόν. Όταν είναι ανεβασμένες βλέπει αυτό κεφάλι με τα μαύρα καρφάκια να κινείται, να κοιτάζει έξω. Τον βλέπει τόσο συχνά τώρα τελευταία. Τον αισθάνεται απέναντί της τόσο που καμιά φορά δεν τον βλέπει καν. Έχει ένα κίτρινο ταξί και τον λένε Θωμά. Πως σε λένε, καλό παιδί; τον ρώτησε μια φορά. Θωμά. Θωμά. Και, Θωμά, είσαι παντρεμένος; Ο Θωμάς δεν μάσησε. Την κοίταξε πονηρά... Εσύ; Τι εγώ; Είσαι παντρεμένη; Όχι. Τότε; Και της έκανε έτσι το δώρο της Γιώτας, να μην της πιπιλίσει την καραμέλα άλλη μια φορά. 15