ΤΑ ΔΥΟ ΑΝΤΙΤΙΘΕΜΕΝΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΜΙΑ «ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ» ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ Το καθήκον του συνεδρίου μας είναι να διαμορφώσει μια σαφή, συγκεκριμένη και μάχιμη πολιτική κατεύθυνση στρατηγικής πνοής, μπροστά στη νέα ιστορική φάση που διαμορφώνεται και η οποία είναι πολύ πιθανό να ανοίξει μια ευρύτερη, συγκλονιστική ιστορική περίοδο. Για να γίνει αυτό οφείλουμε να συζητήσουμε μάχιμα πολιτικά τα ζητήματα που μπαίνουν και τη μέθοδο με την οποία τα εξετάζουμε, στο φόντο της γενικότερης εποχής και της στρατηγικής αναζήτησης. Να ξεπεράσουμε έναν εύκολο τρόπο τοποθέτησης και επίλυσης των διαφορετικών απόψεων με εύκολες απορρίψεις, στοιχήσεις και με συνθέσεις στους μέσους όρους, κυρίως στο τι αρνείται η κάθε άποψη και όχι στο τι ουσιαστικά και συγκεκριμένα προτείνει. Φυσικά οι διαφορετικές προσεγγίσεις δεν θα σταματήσουν μετά το συνέδριο, ο θεωρητικός και πολιτικός διάλογος θα πρέπει συνεχιστεί. Παρόλα αυτά απαιτείται, και πάντα θα απαιτείται στις διαδικασίες μας, μια όσο το δυνατόν ενωτική απόφαση, μια νέα σύνθεση που θα μπορεί να βγάλει ενωμένους το επόμενο διάστημα. Σύνθεση με κριτήριο να μπορούμε να δράσουμε το επόμενο διάστημα με κοινά κριτήρια και στόχους. Με το παρόν κείμενο επιδιώκουμε να εκφράσουμε μια κριτική που να φωτίζει στην προοπτική της επόμενης μέρας, των αντιφάσεων και των αδυναμιών των βασικών απόψεων που κατατίθενται στο συνέδριο, για μια νέα ανώτερη σύνθεση και υπέρβασή τους. Οι θέσεις της πλειοψηφίας του ΚΣ, παρά τα σημαντικά θετικά στοιχεία και την παραδοχή υποκειμενικών λαθών, δεν συγκεκριμενοποιούν τις αδυναμίες και τα λάθη μας, αδυνατούν να αναφέρουν πού χρειάζεται να κάνουμε αλλαγές στην γραμμή μας και να καταθέσουν ένα συνολικό σχέδιο για την νέα φάση στην οποία βρισκόμαστε. Ένα συνολικό σχέδιο που θα λαμβάνει υπ όψην του, από τη μία, τις δυσκολίες και, από την άλλη, τις δυνατότητες, που θα συσπειρώνει δυνάμεις στο σήμερα σε όλα τα επίπεδα (κοινωνικό, πολιτικό, στρατηγικό-θεωρητικό) για ένα νέο γύρο αγώνων, προετοιμάζοντας το υποκείμενο σε όλα τα επίπεδα για τις ανώτερες μάχες που έρχονται. Σε γενικές γραμμές, οι Θέσεις αποτελούν μια επανάληψη του ίδιου σχεδίου και γραμμής από το 2013 με διορθώσεις σε σημεία και χωρίς την αφομοίωση της εμπειρίας των προηγούμενων χρόνων και τη μελέτη των τάσεων της νέας ιστορικής φάσης. Η αδυναμία έκφρασης ενός συγκεκριμένου και σαφούς σχεδίου από μεριάς της πλειοψηφίας του ΚΣ, φαίνεται (μεταξύ άλλων) να οδηγεί σε μια κριτική στήριξη των θέσεων από αντιφατικές ή και αντίθετες προς αυτό αντιλήψεις εντός της οργάνωσης. Πάνω και σε αυτόν τον αφηρημένο, άτολμο και «πολυσυλλεκτικό» χαρακτήρα των Θέσεων στηρίζεται η επιλογή μη κατάθεσης συνολικής πολιτικής πρότασης από αυτές τις αντιλήψεις, οι οποίες αρκούνται σε προσωπικά μακροσκελή κείμενα ή επιμέρους πολλαπλές και κατακερματισμένες τροποποιήσεις αντί να συμβάλλουν θετικά καταθέτοντας συνολικό συλλογικό κείμενο. Μια τέτοια επιλογή δεν προετοιμάζει έναν διάλογο μπροστά στην οργάνωση, που πρέπει να διεξαχθεί βαθιά προκειμένου να κατακτήσουμε ανώτερες θέσεις που θα ενώσουν την οργάνωση. Αντίθετα, αποτελεί μια πρώτη «σύμπλευση» κυρίως στο τι αρνούνται αυτές οι δύο βασικές οπτικές, ενώ στην πράξη έχουν πολλές φορές αντιπαρατεθεί (φοιτητικές εκλογές, συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ κ.α.) Κύκλους στο παρελθόν; Στο κείμενο διαλόγου «Η αποστράτευση ως ερώτημα και ως απάντηση» εμφανίζεται ξανά και γίνεται φανερή μια προσέγγιση για τη στρατηγική και την τακτική μέσα στην οργάνωση μας, που επικοινωνεί άμεσα με την πολιτική λογική των συντρόφων της μειοψηφίας του 3 ου συνεδρίου της νκα. Μια οπτική που αντιμετωπίζει την τακτική της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης» σαν επαναφορά «από την πίσω πόρτα» της θεωρίας των σταδίων. Που απομονώνει την επαναστατική προοπτική του αντικαπιταλιστικού οικονομικού και πολιτικού αγώνα, και τη θέτει σαν τη βασική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή του αγώνα αυτού στο σήμερα, χωρίς συγκεκριμένο υπολογισμό του συσχετισμού δύναμης, χωρίς αναγνώριση των πιο ώριμων προβλημάτων κρίκων όπου κρίνεται αναγκαία η μέγιστη δυνατή συσπείρωση και συγκέντρωση δυνάμεων και χωρίς να αναγνωρίζει τα επίπεδα που καλείται να διανύσει η συνείδηση της πλειοψηφίας της νεολαίας και της εργατικής τάξης προκειμένου να προσεγγίσει την επαναστατική συνείδηση και την ίδια την επανάσταση. Η επανάσταση, το περιεχόμενο και οι μέθοδοί της, από
στρατηγικός σκοπός και στόχος τίθεται σαν βασικό καθήκον προϋπόθεση και αφετηρία για τη διεξαγωγή της πάλης της πλειοψηφίας των νέων στο σήμερα. Η οπτική αυτή έχει συγκεκριμένες και σαφείς αρνητικές συνέπειες στη συσπείρωση δυνάμεων, στην προώθηση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και στο άνοιγμα του επαναστατικού δρόμου. Η αναίρεση της σχετικής αυτοτέλειας της επαναστατικής τακτικής και η ουσιαστική ταύτισή της με την επανάσταση οδηγεί στο να προκρίνουν ένα μέτωπο επαναστατών, αλλά σε ακόμη πιο λαθεμένη βάση από τις συνηθισμένες σεχταριστικές όψεις του τροτσκισμού (στις οποίες ασκούν κριτική οι θέσεις του ΚΣ, σ. 83). Θεωρούν ότι «το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο πρέπει να συσπειρώνει πρώτα και κύρια όσους είναι ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος» (σελ. 17, «Η αποστράτευση ως ερώτημα»), οπτική και φρασεολογία που φανερά επηρεάζεται από τον αναρχισμό. Με βάση αυτό, υπονομεύεται ο μεταβατικός αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας του προγράμματος συσπείρωσης των δυνάμεων της ανατροπής, οι βασικοί στόχοι στους οποίους οφείλει να στοχεύει η τακτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής για όλη την ιστορική περίοδο. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και το πολιτικό μέτωπο που συσπειρώνεται γύρω του, από κοινωνικά αναγκαίο πρόγραμμα και μέτωπο μαζικής πάλης της ίδιας της νεολαίας, μετατρέπεται σε ιδεολογικά αναγκαίο πρόγραμμα και μέτωπο όσων είναι ενάντια στο Κράτος και το Κεφάλαιο. Το μέτωπο αυτό είναι φυσικό στο τώρα κυρίως να απευθύνεται σε δυνάμεις της αναρχίας και της αυτονομίας, να αφήνει απ έξω ακόμη και δυνάμεις που αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ύπαρξης εργατικού κράτους και πολύ περισσότερο τις πολύμορφες δυνάμεις της ανατροπής που αυθόρμητα ή ημισυνειδητά μέσα από την πάλη τους διαπιστώνουν την ανάγκη να συγκρουστούν με κρίκους της αναδιάρθρωσης του αντιπάλου, να οργανωθούν και να συσπειρωθούν σε πολιτικό πρόγραμμα για αυτό. Έτσι, αφαιρούνται όλες οι πλευρές του αντικαπιταλιστικού προγράμματος που αναφέρονται σε κρατικοποιήσεις εθνικοποιήσεις (αφού καλείται να συσπειρώσει όσους είναι ενάντια στο Κράτος), ενώ μένει μόνος του ο εργατικός έλεγχος χωρίς να προσδιορίζεται σε ποιες σχέσεις ιδιοκτησίας αυτός καλείται να εφαρμοστεί. Ενώ, επίσης, απουσιάζουν όλα τα αντικαπιταλιστικά αιτήματα πάλης για την ανατροπή των βασικών νόμων της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των εργαζομένων, αυτά της πάλης για το χρόνο εργασίας, την ανατροπή της σχέσης μισθών-κερδών, τις σχέσεις εργασίας αλλά και την πάλη για σύγχρονες δημοκρατικές κατακτήσεις και εργατικές λαϊκές ελευθερίες (σελ. 17, «Η αποστράτευση ως»). Το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα υποβιβάζεται σε ένα γενικόλογο «αντικαπιταλιστικό πλαίσιο». Ενώ ακόμα και οποιαδήποτε συζήτηση εμβάθυνσης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, όπως αυτή που γίνεται στα πλαίσια της ΔιΕΕξόδου, απορρίπτεται σαν συζήτηση διαχείρισης του καπιταλισμού με αριστερό πρόσημο. Πρόκειται για μια εκδοχή «μετώπου» η οποία δοκιμάστηκε από τμήμα της οργάνωσής μας (που στην πλειοψηφία του αποχώρησε το 2009-10), σε συνεργασία με το ΕΕΚ, την Α.Κ. και άλλες δυνάμεις της αναρχίας, παράλληλα και αντιπαραθετικά με τη συγκρότηση και το δυνάμωμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το ξέσπασμα της κρίσης, μέτρησε μόλις λίγους μήνες ζωής και σε καμία περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι μπορεί να περπατήσει. Οι απόψεις αυτές ακριβώς λόγω αυτής της οπτικής δεν συμφώνησαν με την συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2009 και για αυτό σήμερα στην ουσία προωθούν την κατάργησή της, χωρίς να βλέπουν δρόμους μετασχηματισμού και υπέρβασής της. Μπορούμε να κατανοήσουμε ότι κάποιοι σύντροφοι νεότερων ηλικιών βλέπουν αυτή την παλιά και αποτυχημένη πρόταση σαν καινοτόμα πλευρά που πρέπει να δοκιμαστεί. Στην οργάνωσή μας, όμως, οφείλουν να συγκεντρώνονται οι εμπειρίες και οι δοκιμασίες όλων των «γενεών» και να φωτίζουν τη συλλογική μας υπόθεση. Αν δε γίνει αυτό θα είμαστε καταδικασμένοι σε ιστορικούς κύκλους διαρκούς επανάληψης των ίδιων λαθών. Βάση αυτής της οπτικής το ρεύμα αυτό στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια ενάντια σε οποιαδήποτε διαδικασία συνομιλίας και συνεργασίας με ρεύματα που έσπαγαν από το ρεφορμισμό και προσέγγιζαν πλευρές της αντικαπιταλιστικής πολιτικής πάλης τα προηγούμενα χρόνια. Στάθηκε έμπρακτα ενάντια σε οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης μιας γραμμής τακτικών συμμαχιών (οι οποίες από τις θέσεις του ΚΣ αποτιμούνται κατά βάση θετικά) είτε μιλάμε για τη συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ, την κοινή συμφωνία πάλης απέναντι στο ασφαλιστικό με τη ΛΑΕ και τις υπόλοιπες οργανώσεις της αριστεράς, την εκλογική συνεργασία με τις δυνάμεις της ΑΡΕΝ και του ΑΡΔΙΝ, την προσπάθεια του Blockit. Αντίθετα, στην περίπτωση της συνεργασίας με το ΕΕΚ τα επιχειρήματα περί «συνεργασιών κορυφής από τα πάνω» «που αλλάζουν το χαρακτήρα του προγράμματος» δεν ίσχυαν για τους
συντρόφους και τότε δεν επέλεξαν να «σηκώσουν» τις αντίστοιχες αντιδράσεις, ακριβώς γιατί μπορούσε να υπηρετήσει αυτή την εκδοχή του μετώπου που από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα αυτό το ρεύμα επιδιώκει. Με ποιες θέσεις, με ποια γραμμή την επόμενη μέρα που δε θα μπερδεύει 1) Τακτική πρόταση του συνεδρίου μας η αντικαπιταλιστική επανάσταση; Οι θέσεις του ΚΣ δεν αρνούνται την πάλη για τα άμεσα ζητήματα της νεολαίας και την αναγκαιότητα για τη νικηφόρα έκβαση του αγώνα για τα οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα της νέας γενιάς. Η οπτική αυτή γίνεται εμφανής σε διάφορα σημεία των θέσεων του ΚΣ όπως στη σελίδα 48 «το λεγόμενο κοινωνικό ζήτημα στη νεολαία (μόρφωση, παιδεία, εργασία, ασφάλιση, υγεία) οξύνεται εκρηκτικά και πρέπει διαρκώς και τολμηρά να ψηλαφούμε αγωνιστικούς δρόμους πάλης και επιβολής νικών σε αυτά τα ζητήματα». Η κατεύθυνση αυτή όμως σκοντάφτει, μπερδεύει και καταλήγει στο αντίθετό της, όταν επιδιώκεται να προσδιοριστεί το περιεχόμενο των αγώνων και οι μέθοδοι οργάνωσής του. Οι θέσεις του ΚΣ θεωρούν ότι η πάλη της νεολαίας στο σήμερα για να νικήσει πρέπει να γίνει «με διαρκή άμεσα επαναστατικό αγώνα», δηλαδή, όπως αναφέρουν «με σύνδεση της επαναστατικής τακτικής στο σήμερα με το ίδιο το άλμα της επανάστασης, που αποτελεί την οροφή της τακτικής και αφετηρία της στρατηγικής» (σελ. 48, υπογράμμιση δική μας). Κάτι τέτοιο σήμερα σημαίνει να διεξάγουμε τον αγώνα για τα ζωτικά ζητήματα της πλειοψηφίας της νεολαίας υπό τη μορφή και το περιεχόμενο του αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας. Πρόκειται για «σύνδεση τακτικής-στρατηγικής επί χάρτου» που μπερδεύει και συσκοτίζει το χαρακτήρα της σημερινής τακτικής σε συνθήκες αντεπανάστασης, με το χαρακτήρα της τακτικής σε συνθήκες επαναστατικών καταστάσεων και μάλιστα, επαναστατικών κρίσεων, δηλαδή δυαδικής εξουσίας και ένοπλου λαού. Αυτή η αντίληψη ηχεί ως επαναστατική, αλλά δεν είναι. Με αυτή την λογική, οι αγώνες δεν γίνονται για να βελτιώσει την ζωή του ο νεολαίος, αλλά μετατρέπονται σε εργολαβία όσων έχουν συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της επανάστασης. Είμαστε υπέρ του επαναστατικού αγώνα, όχι όμως με αυτή την αντίληψη. Επαναστατικός αγώνας σήμερα σημαίνει μαζικός μετωπικός αγώνας για κατακτήσεις που θα βελτιώνουν το συσχετισμό υπέρ της εργασίας σε οικονωνικό-πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο, για καθυστερήσεις, ρήγματα στην αστική πολιτική, για την επιβολή των αιτημάτων του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης. Αυτός ο αγώνας ανοίγει το δρόμο για την επανάσταση. Αποφεύγοντας την πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή η νεολαία και η εργατική τάξη δεν θα πλησιάσουν ούτε κατά ένα μέτρο την επανάσταση. Αντίθετα, αυτή η οπτική απομακρύνει την προσέγγιση της επανάστασης από την ίδια τη νεολαία, από την ίδια την εργατική τάξη και το λαό και ταυτόχρονα ματαιώνει την επιβολή της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Τελικά, άθελα της, συμβάλει στη συνέχιση και το πέρασμα των διαδοχικών κυμάτων της επίθεσης του κεφαλαίου και στη διαιώνιση του συστήματος. Αυτή η πρόταση τακτικής εάν δεν διευκρινιστεί, θα παραπέμπει την επιβολή ρηγμάτων, νεανικών και εργατικών κατακτήσεων σε μια μελλοντική κατάσταση του νεολαιίστικου και εργατικού κινήματος, που θα καθηλώνει την πράξη της πρωτοπορίας στο επίπεδο μιας γενικόλογης ζύμωσης των επαναστατικών στόχων είτε ενός ανέξοδου αντάρτικου που σύντομα θα εξαντλήσει τις δυνάμεις του. Ακόμη, οι θέσεις του ΚΣ (σελ. 48) γράφουν: «Αυτή η πρόταση δεν μεταφράζεται σε μια μεσσιανική προφητεία περί επανάστασης, αλλά επιδιώκει μέσω του αντικαπιταλιστικού της περιεχομένου, της ταξικής της ουσίας, των δρόμων και των μέσων επίτευξης αλλά και των σκοπών της να συνδέει ουσιαστικά την επαναστατική τακτική στο σήμερα με το ίδιο το άλμα της επανάστασης, που αποτελεί άλλωστε την οροφή της τακτικής και αφετηρία της στρατηγικής, τον κρίκο σύνδεσης τους». Η επανάσταση αποτελεί και οροφή της τακτικής, άρα μέσα στην τακτική, και αφετηρία της στρατηγικής άρα έξω από την τακτική, και κρίκος σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική, δηλαδή ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Αυτές οι αντιφατικές θέσεις για το χαρακτήρα της τακτικής είναι που δημιουργούν τη δυνατότητα στις οπτικές που κρίναμε παραπάνω να βρίσκονται επιφανειακά εντός της πλειοψηφίας και να τις στηρίζουν, έστω και κριτικά χωρίς όμως να συμφωνούν ούτε και με αυτές. Για να ξεκαθαρίσουμε με τις παραπάνω αμφισημίες χρειάζεται πρώτα απ όλα αντιπαράθεση, με την αντίληψη που καλλιεργεί η αστική τάξη και επηρεάζει ρεύματα στο εργατικό κίνημα, στην αριστερά ακόμα και την οργάνωση μας, πως δεν μπορεί να γίνουν αγώνες και να κατακτηθεί αύξηση στο μεροκάματο εφόσον έχουμε το χρέος, εφόσον είμαστε στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Αυτή η επιχειρηματολογία καλλιεργεί την αντεστραμμένη μοιρολατρική λογική της ΚΝΕ και με άλλο τρόπο- των αναρχικών: δεν μπορεί να κατακτηθεί αύξηση στο μεροκάματο πριν διαγραφεί το χρέος, πριν βγούμε από την ΕΕ, πριν την επανάσταση! Το πρόγραμμα της τακτικής πρέπει να συγκρούεται και να ανατρέπει την μνημονιακή πολιτική, τις κυβερνήσεις τους, τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ., τη στρατηγική του κεφαλαίου. Δεν μπορεί όμως παντού και πάντα να προωθείται με τον ίδιο τρόπο ή να γίνεται μια άμεση και βιαστική μεταφορά του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και πολύ περισσότερο του στόχου και των μεθόδων της επανάστασης στην καθημερινή έκβαση του οικονομικού και πολιτικού αγώνα της νεολαίας. Σε κάθε φάση απαιτείται η επιβεβαίωση και η επανιεράρχησή του. Η οπτική αυτή των συντρόφων φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται τελικά αυτή την αναγκαιότητα και πώς αυτό μεταφράζεται στην καθημερινή πολιτική μαζική πράξη και δράση. Αδυνατούν να αντιληφθούν τα βήματα που κάνει η συνείδηση των μαζών μέσα από την καθημερινή πάλη. Έχουν αδυναμία να ιεραρχήσουν τα αιτήματα εκείνα που θα δώσουν μια πρώτη αναγκαία μαζική συσπείρωση, οργάνωση και ώθηση στον αγώνα της νεολαίας. Χρειάζεται να ανακαλύψουμε εκ νέου την δύσκολη σχέση διαλεκτικής αυτοτέλειας των επαναστατικών δυνάμεων αλλά και ενότητας με τις μαχόμενες εργατολαϊκές ρεφορμιστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στη νεολαία. Πρέπει να αντιληφθούμε βαθύτερα το ανώτερο πολιτικό περιεχόμενο που απαιτείται για να συγκροτείς πτέρυγες στο ίδιο το κίνημα και το περιεχόμενο που θα συσπειρωθούν δυνάμεις στο πρωτόλειο αγώνα. Συνολικά, η υποτίμηση του αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της νεολαίας και η αδυναμία να αντιληφθούμε το πως μπορούν να μετασχηματιστούν σε πολιτικό αγώνα οδηγεί σε επιμέρους μάχες και αντάρτικα και όχι σε κεντρικό παννεολαιίστικο αγώνα. 2) Με μέτωπο επαναστατών ή με αντικαπιταλιστικό μαζικό πολιτικό μέτωπο των δυνάμεων της ανατροπής; Στην πρόταση για το πολιτικό μέτωπο/πόλο διατυπώνεται η γενικά σωστή άποψη από τις θέσεις του ΚΣ ότι «το αντικαπιταλιστικό μέτωπο/πόλος σήμερα μπορεί να συγκροτείται από δυνάμεις της επαναστατικής/ κομμουνιστικής αριστεράς και τις πολύμορφες δυνάμεις της ανατροπής, δηλαδή ρεύματα και αγωνιστές που κατακτούν μια αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική και αντι-εε τοποθέτηση, υιοθετούν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και απορρίπτουν κάθε διαχείριση του καπιταλισμού» (σελ. 83). Λίγες γραμμές πιο πάνω από αυτή την κατεύθυνση, όμως, η πλειοψηφία του ΚΣ θέτει έναν διαφορετικό και αντικρουόμενο με τον πρώτο, ορισμό του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου/πόλου: «Στον αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο/πόλο συσπειρώνονται πολιτικές δυνάμεις, ρεύματα και αγωνιστές που παλεύουν για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και της αντιδραστικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού, με στόχο την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού, στην κατεύθυνση της σύγχρονης σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής» (υπογράμμιση δική μας, σελ. 83) Άρα από ένα μέτωπο που συσπειρώνει «τις πολύμορφες δυνάμεις της ανατροπής», έχουμε ένα μέτωπο που συσπειρώνει τις δυνάμεις και τους αγωνιστές που θέτουν σα στόχο την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού, στην κατεύθυνση της σύγχρονης σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής! Ταυτόχρονα και οι συνεργασίες τακτικού χαρακτήρα και πάλι προσανατολίζονται προς τις αντικαπιταλιστικές, αντι- ΕΕ και αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις (σελ. 82, 84, 85). Το πρόγραμμα αυτών των συνεργασιών παραμένει το
αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Κάπως έτσι, λοιπόν, το αντικαπιταλιστικό μέτωπο μετατρέπεται σε «μέτωπο επαναστατών» και οι συνεργασίες τακτικού χαρακτήρα σε «συνεργασίες αντικαπιταλιστών». Και κάπως έτσι, μέσα από αυτές τις αμφισημίες, το «μέτωπο όσων είναι ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο» φαίνεται να «βολεύεται» με τις θέσεις που προτείνει η πλειοψηφία του ΚΣ. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της οικοδόμησης του Α.Ε.M. στη νεολαία οι Θέσεις θεωρούν ότι «σημαντικό τμήμα είναι και οι πολιτικές συνεργασίες με άλλες ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις και συλλογικότητες στη νεολαία. Σήμερα υπάρχουν ορισμένες δυνάμεις και συλλογικότητες στη νεολαία που μπορούν να συνεισφέρουν σε ένα αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό ρεύμα στην νεολαία. Με τις δυνάμεις αυτές (πολιτικοσυνδικαλιστικές και πολιτικές) η νκα πάλεψε να διαμορφώσει σχέσεις συνεργασίας (π.χ. φοιτητικές εκλογές, blockit). Σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε αποφασιστικά αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα για κοινή δράση στο κίνημα και συνεργασίες σε επιμέρους μέτωπα ή και συνολικά.» (σελ.81) Φυσικά προξενεί σε πολλούς συντρόφους το ερώτημα: πώς γίνεται απόψεις οι οποίες εναντιώθηκαν δημόσια και στην πράξη δοκίμασαν τη δική τους οπτική, δηλαδή την απόρριψη, της οποιασδήποτε γραμμής συνεργασιών με άλλες αριστερές νεολαίες, τώρα να στηρίζουν τις Θέσεις του ΚΣ; Η κατεύθυνση ακόμα και για αυτή τη γραμμή των συνεργασιών κινδυνεύει να αποτελέσει κενό γράμμα, δεν κατανοείται ορθά και δύσκολα θα προωθηθεί ενιαία ακόμη και από το δυναμικό της οργάνωσης που στηρίζει τις θέσεις του ΚΣ. Η κατεύθυνση της πλειοψηφίας του ΚΣ επιχειρεί και σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα, που θα βρούμε μπροστά μας εξαιρετικά σύντομα ξανά (νέα μέτρα με επίκεντρο τα εργασιακά και τη νεολαία, φοιτητικές εκλογές κλπ) να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο βάρκες: Από τη μία, στο κομμάτι της αποτίμησης των Θέσεων να καταγγείλει σαν «πολιτικαντισμό» την αναγκαιότητα συνομιλίας, επαφής και από κοινού παρέμβασης όλο το προηγούμενο διάστημα μέσα από τακτικές συνεργασίες με τα μαχόμενα ρεφορμιστικά ρεύματα που προσεγγίζουν από δικούς τους δρόμους την πάλη για την ανατροπή της επίθεσης. Από την άλλη, να προκρίνει εκ νέου το ίδιο πλαίσιο και την ίδια πολιτική λογική στο επίπεδο της γραμμής των συνεργασιών με τα ανατρεπτικά νεολαιίστικα ρεύματα και οργανώσεις με την οποία κινηθήκαμε όλα τα τελευταία χρόνια. Καλλιεργώντας το κλίμα «αρκετά ασχοληθήκαμε με την μετωπική πολιτική, ενώ αυτό που μας έλειπε ήταν το κίνημα», στην αρχή του κειμένου, έχει υπονομεύσει την ίδια του την πρόταση συνεργασιών στη συνείδηση των μελών. Οι θέσεις της πλειοψηφίας του ΚΣ για τη συγκέντρωση των ανατρεπτικών ρευμάτων στη νεολαία καλούνται να σταθμίσουν: Είτε θα υποταχθουν σε κινηματίστικες αντιλήψεις («έχουμε την Attack, την ΕΑΑΚ, την πτέρυγα, ας ενταχθούν εκεί» ή ακόμα περισσότερο «θα συναντηθούμε στην κοινή δράση») οι οποίες αρνούνται ή υποβαθμίζουν την πολιτική παρέμβαση, την πολιτική γενικά και τη μετωπική πολιτική ειδικά. Είτε θα προσεγγίσουν μια θαρρετή μετωπική πολιτική που θα επιδιώκει άμεσα τη συγκρότηση του πολιτικού μετώπου της νεολαίας μέσα από μια κοινή συσπείρωση διαλόγου και πολιτικής παρέμβασης των δυνάμεων της ανατροπής. Ταυτόχρονα, θα διαμορφώνει μια διαρκή κατεύθυνση συμμαχιών τακτικού χαρακτήρα με τις δυνάμεις της ΚΝΕ και άλλες δυνάμεις που μπορούν να στραφούν από κοινού στην οργάνωση της πάλης των νέων γύρω από άμεσα διακυβεύματα της ταξικής πάλης (σύμφωνα απασχόλησης των νέων, νομοσχέδια πρωτοβάθμιαςδευτεροβάθμιας κλπ). 3) Εργατικό κίνημα Με οικονομικό αντάρτικο ή με ταξική ενότητα και οργάνωση στους χώρους δουλειάς; Οι Θέσεις της πλειοψηφίας του ΚΣ ιεραρχούν σαν ζήτημα κλειδί για την παρέμβαση της οργάνωσης μας στην εργατική νεολαία και μια εργατική στροφή σε όλα τα επίπεδα. Και εδώ οι Θέσεις καλούνται να συγκροτήσουν πλειοψηφία που θα εγγυηθεί την εφαρμογή τους μαζί με άλλες «θέσεις». Η οπτική του κειμένου «Η αποστράτευση σαν» ιεραρχεί σαν βασικό όχημα παρέμβασης στο εργατικό κίνημα και την εργατική νεολαία τη συγκρότηση ενός «αντι-εργοδοτικού μετώπου». Μέσα από την άποψη ότι η «οικοδόμηση
νέων σωματείων είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη» προτείνεται ένας τέτοιος συντονισμός προκειμένου «να συντονίζονται και αγωνιστικά σωματεία και πολιτικές ή πολιτικοσυνδικαλιστικές συλλογικότητες και ανένταχτοι αγωνιστές». Δηλαδή και «μόνιμος συντονισμός συνελεύσεων» με «εργατικά σωματεία, εργατικές λέσχες, λαϊκές συνελεύσεις γειτονιάς», και «τοπικά σχήματα» μαζί με πολιτικοσυνδικαλιστικές συλλογικότητες και «πολιτικές συλλογικότητες και ανένταχτους-ες αγωνιστές και αγωνίστριες». Δηλαδή ένας συντονισμός όπου θα μιλάνε και θα συσπειρώνονται μαζί το συνδικάτο επισιτισμού, η εργατική Λέσχη Ν.Σμύρνης, το δημοτικό σχήμα «Φυσάει Κόντρα», η Attack, η Λάντζα, οι Παρεμβάσεις, η Λαϊκή Συνέλευση Ν. Φιλαδέλφειας, η Αυτόνομη Συνέλευση Ζωγράφου, η ΑΡΑΝ, η Ροσινάντε, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η νκα και ατομικότητες. Πρόκειται φυσικά περί σύγχυσης που προκύπτει από την επιμονή των συντρόφων να επιδιώκουν να κατεβάσουν στο κατώτερο επίπεδο συνειδητότητας το πολιτικό μέτωπο και να το υποτάξουν σε μηχανιστική σύμφυση με το κοινωνικό αυθόρμητο ή ημιαυθόρμητο. Μέσα από αυτή την οπτική υπονομεύεται η ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του κινήματος της εργατικής τάξης και ο ανεξάρτητος ταξικός συντονισμός των σωματείων και των οργάνων της, καθώς καλείται να συντονιστεί ισότιμα με κόμματα, οργανώσεις, παρατάξεις και σχήματα. Αλλά και η αυτοτελής σφαίρα της μετωπικής πολιτικής συσπείρωσης και πρακτικής. Τελικά παραιτείται από την δυσκολία αλλαγής των συνειδήσεων των ίδιων των εργαζομένων και της νεολαίας και αρκείται στην συγκρότηση ενός μειοψηφικού αλλά μαχητικού υποκειμένου. Η ουσία της οπτικής αυτής αποτελεί το γεγονός ότι προσανατολίζει την κατεύθυνση της οικοδόμησης της ταξικής ενότητας και την πάλη για τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα της εργατικής τάξης μόνο στην πάλη ενάντια στην εργοδοσία. Γνωρίζουμε όμως ότι η αντι-εργοδοτική πάλη, όχι με όρους ιδεολογίας, αλλά με όρους πράξης, λόγω της πρόσδεσης της εργατικής δύναμης στο κεφάλαιο του εργοδότη, είναι η πρώτη έκφραση, η πρωτόλεια ημιαυθόρμητη μορφή και περιεχόμενο του εργατικού αγώνα. Βάση αυτού, και με γνώμονα την ενότητα της τάξης μέσα στο χώρο δουλειάς χτίζεται το σωματείο, το ταξικό μέτωπο της εργατών απέναντι στον μεμονωμένο ή τους πολλούς εργοδότες. Οι συντονισμοί μέσα στο εργατικό κίνημα έχουν το ρόλο να συγκεντρώσουν αυτές τις αντιστάσεις, να τις ανεβάσουν επίπεδο και να γενικεύσουν την πάλη της εργατικής τάξης για μέτρα πανκοινωνικής - πανεθνικής ισχύος, προκειμένου να διεξαχθεί ο πολιτικός αγώνας, η πάλη για την επιβολή των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, η ανατροπή της επίθεσης κεφαλαίουκυβερνήσεων-εε-δντ. Ο προσανατολισμός των συντονισμών στην κατεύθυνση της «αντιεργοδοτικής πάλης» υποτάσσει στο κατώτερο επίπεδο της οργάνωσης και πάλης των εργαζομένων. Ακόμη, υποκαθιστά τον αφετηριακό ρόλο των ίδιων των εργατικών σωματείων με διάφορα ευκαιριακά αθροίσματα άλλων «φορέων-κομμάτωνπαρατάξεων-ατόμων» που καλούνται να κάνουν αγώνα «απ έξω» ενάντια στην εργοδοσία με όρους οικονομικού αντάρτικου. Με αυτό τον τρόπο τελικά υπονομεύεται και η ουσία του οικονομικού αγώνα σαν του «σχολείου» της πάλης για τους νέους εργάτες και εργαζόμενους, αλλά και ο πολιτικός ρόλος της εργατικής τάξης, η ικανότητά της να υψωθεί σε τάξη ηγεμονική απέναντι στο αστικό μπλοκ εξουσίας. Η άποψη αυτή είναι αναπαραγωγή των πατροπαράδοτων οικονομίστικων λογικών της αναρχοαυτονομίας και του αναρχοσυνδικαλισμού, που βλέπουν σαν ιδεολογία της εργατικής τάξης την άρνηση του αφεντικού, αρνούνται την πάλη για οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα («απλές λίστες οικονομικών αιτημάτων» για μικρές αυξήσεις των μισθών κ.α»), στερώντας από την εργατική τάξη τη δυνατότητα να διεκδικήσει τελικά τον πλούτο που παράγει, την πολιτική εξουσία και συνολικά την εξουσία στα μέσα παραγωγής. Μια διαδικασία η οποία στο σήμερα ξεκινάει με την επιβολή μέτρων που στερούν από το κεφάλαιο πλούτο και εξουσία. Τελικά, αυτές οι αντιλήψεις καταλήγουν να περιορίζουν τη δράση των εργαζομένων και της νεολαίας σε κινηματικά αντάρτικα και όχι σε μαχητικές εργατικές διεκδικήσεις με συγκεκριμένα αιτήματα απέναντι στο κράτος. Η πρόταση αυτή προκύπτει σαν πλευρά της ουσιαστικής άρνησης των ανώτερων χειραφετητικών δυνατοτήτων της σημερινής εργατικής τάξης και νεολαίας, της δυνατότητας του σημερινού και ειδικά του νέου εργάτη να ασκήσει έλεγχο από το εργοστάσιο μέχρι το σύνολο του κράτους καταλαμβάνοντας με επανάσταση την εξουσία, και άρα να υψώσει τα συμφέροντά της σε συμφέροντα του συνόλου της κοινωνίας.
Πλευρές αυτής της οπτικής επηρέασαν έμμεσα και άμεσα τα προηγούμενα χρόνια και τη δράση της οργάνωσής μας και είναι σημαντικό να κινηθούμε στον αντίποδα αυτών. Τα βασικά μας καθήκοντα για μια δουλειά στρατηγικής οικοδόμησης και μακράς πνοής στο εργατικό κίνημα και στην εργατική νεολαία δεν μπορεί να εγκλωβιστούν στον εντοπισμό κρουσμάτων εργοδοτικής αυθαιρεσίας και στη δράση μέσω της Attack, της Λάντζας ή της πτέρυγας γενικά προκειμένου να απαντήσουμε. Τέτοια κατεύθυνση και παρεμβάσεις ακολουθούν πολλές εκφράσεις του α/α χώρου (Αναρχική Ομοσπονδία, Κόκκινη Γραμμή, Ροσινάντε, αυτόνομες ομάδες κ.α.) και δεν θα κριθούμε από το αν εμείς θα το κάνουμε συχνότερα, λιγότερο «ανθρωποδιωκτικά» ή με καλύτερο περιεχόμενο. Υπερβαίνοντας αυτά τα σημάδια της πρώτης, μέχρι τώρα, ανώριμης προσπάθειάς μας να δράσουμε στο σημερινό τοπίο όπου εργάζεται η εργατική νεολαία, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε όλη τη θετική εμπειρία των μέχρι τώρα εγχειρημάτων. Να διαλεχθούμε με την θετική προσπάθεια να δράσουμε σε μαζικά συνδικάτα (Επισιτισμός, ΣΕΤΗΠ κλπ) και να προκρίνουμε μια δουλειά στρατηγικής οικοδόμησης στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία. Που θα λαμβάνει υπ όψην τις νέες εργασιακές σχέσεις που εν πολλοίς δοκιμάζονται στις πλάτες της σημερινής εργατικής νεολαίας, αλλά με ραγδαίους ρυθμούς γίνονται υπόθεση της πάλης συνολικά της εργατικής τάξης. Θα ιεραρχήσει, όμως, συγκεκριμένους κλάδους και χώρους αιχμής για τον σημερινό καπιταλισμό, με κριτήριο σε ποιους συγκεντρώνεται η εργατική νεολαία και όχι γενικά τη συνάντηση με τη διαχεόμενη νέα γενιά, για τη συγκρότηση ταξικών σωματείων και σωματειακών επιτροπών και όχι γενικά του διαχεόμενου εργατικού δυναμικού. Με κριτήριο δηλαδή τον κλάδο, το χώρο και τη δυναμική του και όχι γενικά μόνον ή κυρίως τις σχέσεις εργασίας. Για να γίνει σαφές, η παρέμβαση της οργάνωσής μας μετά το συνέδριο θα κριθεί κατά βάση από το αν θα χτίσουμε σωματειακές επιτροπές του συνδικάτου επισιτισμού με πρωτοβουλία της Λάντζας και των δικών μας δυνάμεων στα Everest και τα Mikel και τις μεγάλες αλυσίδες του επισιτισμού και όχι από το αν θα κάνουμε μια ακόμα κινητοποίηση σε κάποιο μικρομάγαζο για κάποιο απολυμένο σύντροφο ή φίλο, όσο αναγκαίο και αν είναι αυτό αρχικά. Θα κριθεί από το αν θα χτίσουμε δεσμούς και μόνιμες μορφές οργάνωσης με τους εργαζόμενους της Teleperformance που συγκεντρώνει περίπου 3-4.000 εργαζομένους κυρίως νέους, από το αν θα κάνουμε παρέμβαση στα μεγάλα συγκροτήματα της Φαρμακοβιομηχανίας ή στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα και όχι από το αν θα κυνηγήσουμε ένα δύο κρούσματα εργοδοτικής αυθαιρεσίας σε κάποιο φαρμακείο ή κάποιο μικρομάγαζο για την επόμενη χρονιά. Η δεύτερη πλευρά των παραδειγμάτων φυσικά δεν πρέπει να υποτιμηθεί (μάλιστα πριν κάποια χρόνια δεν ήταν δεδομένη για τη νκα και θα μετρηθούμε και το επόμενο διάστημα σε αυτές τις «μικρές» μα τόσο σημαντικές μάχες), δεν αποτελεί όμως ουσιαστικό ποιοτικό κριτήριο μιας δουλειάς στρατηγικής πνοής και οικοδόμησης μέσα στην εργατική νεολαία. Αντίστοιχα, θα κριθούμε και στους μαζικούς χώρους της Τεχνοεπαγγελματικής Εκπαίδευσης όπου συσπειρώνεται νεολαία που προορίζεται να εργαστεί σε κλάδους αιχμής, με κυρίαρχο το καθεστώς της μαθητείας. Όσες «αντιεργοδοτικές» πρωτοβουλίες και όσους ακτιβισμούς «απ έξω» και να κάνουμε δεν φτάνουν για να καλύψουν τον αγώνα και την πάλη των χιλιάδων μαθητευόμενων και σπουδαστών απέναντι στα γραφεία ευρέσεως εργασίας, τα επιχειρηματικά συμφέροντα και τις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις που επενδύουν σε μια σημαντικά μαζικότερη τεχνοεπαγγελματική εκπαίδευση με ακόμα λιγότερα δικαιώματα για αυτούς και τους απόφοιτους τους. Μόνο με χτίσιμο μαζικών δομών πάνω σε σύγχρονα προγράμματα πάλης και δέσιμο αυτής της δουλειάς με τη δράση των ήδη υπαρχόντων σωματείων, όπως και με τη δημιουργία νέων όπου χρειάζεται μπορεί η σημερινή εργατική νεολαία να οργανωθεί και να παλέψει τον εργασιακό μεσαίωνα στους χώρους δουλειάς. Ακόμη και για το στρατηγικό αλλά κομβικά πολιτικό για τις θέσεις του ΚΣ ζήτημα της πορείας προς το «Κόμμα» και τον «κομμουνιστικό μετασχηματισμό» που προτείνεται, από την πλευρά του κειμένου «Η αποστράτευση σαν» χαρακτηρίζεται σαν «βιαστική φετιχοποίηση του αναγκαίου Κόμματος» ενώ δίνεται ένας ορισμός για τον κομμουνισμό μέσω "ερευνητικού προγράμματος" που δεν έχει σχέση με το κεκτημένο μας αλλά και με τον μαρξικό μέχρι τώρα ορισμό του κομμουνισμού. Προξενεί προβληματισμό πώς μπορεί να προχωρήσει ο «κομμουνιστικός μετασχηματισμός» που προκρίνουν οι θέσεις (και τι τελικά θα είναι αυτός) και η πορεία προς το σύγχρονο Κόμμα
της κομμουνιστικής απελευθέρωσης σε συμφωνία πλειοψηφία με τις απόψεις του κειμένου «Η αποστράτευση ως». Χρειάζεται να φτάσουμε βαθιά για μια νέα ανώτερη ενότητα Η πρόσφατη αντιπαράθεση που κατέληξε σε «μη ενότητα» αυτών των αντιλήψεων και της οργάνωσης συνολικά και βαθύτερη σύγχυση του προσανατολισμού μας, στην πρόσφατη συνδιάσκεψη σπουδάζουσας Αθήνας για μια σειρά ζητημάτων (επιχειρηματικοποίηση Πανεπιστημίου, κατανεμητικός ρόλος, φοιτητής-εργάτης κλπ) αλλά και για τη μετωπική πρακτική τόσο εντός της ΕΑΑΚ όσο και της ίδιας της πτέρυγας, φέρνει όλους τους συντρόφους προ των ευθυνών μας. Μπορούμε να πορευθούμε με τα εύκολα αντι- και τις επιφανειακές ενότητες που αυτά συγκροτούν. Μπορούμε, από την άλλη, να επιχειρήσουμε τη δική μας καινοτόμα και συλλογική άρνηση όλων των αρνήσεων, μέσα από κριτική ματιά στις αδυναμίες όλων μας για μια ανώτερη σύνθεση και υπέρβαση. Για τις συλλογικές Θέσεις του συνεδρίου μας, με επίγνωση της ιστορικότητας της συζήτησης που διεξάγουμε και των γεγονότων μπροστά στα οποία καλούμαστε να εξοπλιστούμε, να παρέμβουμε και να δράσουμε ενωμένοι. Γκορ. Αργύρης, ΟΣΑ, ΟΒ ΦΜΣ 3 Καλ.Παναγιώτης, ΟΝΕ Αθήνας, ΟΒ Πειραιά Καυκ. Γιώργος, ΟΝΕ Αθήνας, ΟΒ Πληροφορικής - Τηλεπικοινωνιών