ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ 1 ΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΝΑΚΡΙΤΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ Του Παναγιώτη ΜΟΥΣΣΑ του Σωτηρίου και της Ανθής, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου, επί της οδού Μουσών αρ. 48, και προσωρινώς κρατούμενου στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Φέρομαι ενώπιόν Σας ως κατηγορούμενος στα πλαίσια της κυρίας ανακρίσεως που διενεργείται επί της υπ αριθμ. Α.Β.Μ. ΔΦ 2016/189 ποινικής δικογραφίας. Αρνούμαι τις βαρύτατες αποδιδόμενες εις εμέ κατηγορίες ως απολύτως αβάσιμες, παντελώς ανυπόστατες και στηριζόμενες μόνον στην «μεθοδευμένη» μήνυση της μοναδικής μάρτυρας κ. Κάντζου και στην ερμηνεία την οποία μόνον εκείνη προσδίδει, παρά σε πραγματικά περιστατικά, πράξεις, παραλείψεις ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο αντικειμενικό ή υποκειμενικό σε σχέση με τις αποδιδόμενες εις εμέ κατηγορίες.. Ι. Ως προς την επιβολή περιοριστικών όρων -Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως
Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως μέχρι σήμερα ισχύει: «Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή για πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερομένων στο άρθρο 296 σκοπών». Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτό σήμερα ισχύει (μετά και από την πρόσφατη τροποποίηση του εδ. β της παραγράφου αυτής με το άρθρο 24 του Ν. 3811/2009 και το άρ. 31 παρ. 1 του Ν. 4055/2012): «Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι οι τελευταίοι δεν επαρκούν εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ` εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα, ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή
προσωρινής κράτησης. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αιτιολογημένα κρίνεται ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, αν προκύπτει σκοπός φυγής του κατηγορουμένου, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης είναι διάρκειας έως έξι μηνών». Με τις ως άνω τροποποιήσεις, που επήλθαν στην διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το άρθρο 24 του Ν. 3811/2009 και με το άρθρο 31 παρ.1 του Ν.4055/2012, αναδιατυπώνονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις επιβολής ή διατήρησης της προσωρινής κράτησης και, ειδικότερα: α) όσον αφορά τον κίνδυνο φυγής, η κατάφαση της ύπαρξής του ως causa arresti πρέπει να συνδέεται και να προκύπτει διαζευκτικά από την μη ύπαρξη γνωστής διαμονής του κατηγορουμένου στη χώρα, από το ότι αυτός έχει προβεί σε προπαρασκευαστικές της φυγής του ενέργειες, από το ότι έχει υπάρξει στο παρελθόν φυγόδικος ή φυγόποινος και από το ότι έχει κριθεί ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, β) όσον αφορά τον κίνδυνο τέλεσης νέων αδικημάτων, που παλιά συνδεόταν με τον αξιολογικό και αόριστο όρο του «ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη» και είχε οδηγήσει στην διατύπωση του κριτηρίου των «ειδικώς μνημονευόμενων πραγματικών περιστατικών της προηγούμενης ζωής» του δράστη, το κριτήριο αυτό αντικαθίσταται πλέον από την ασφαλή προϋπόθεση της ύπαρξης προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών για ομοειδείς πράξεις. Ειδικότερα, και όσον αφορά το κριτήριο αυτό, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου:
«για την ορθή εφαρμογή του κριτηρίου δεν αρκεί μόνη η διαπίστωση των προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών, αλλά, επιπλέον, απαιτείται να διαλαμβάνεται σε ειδική αιτιολογία η αξιοποίηση των αιτιακών όρων, που απορρέουν από το ως άνω ποινικό παρελθόν, και δικαιολογούν την εγγύζουσα με βεβαιότητα κρίση για τη συνέχιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του στο μέλλον», γ) όσον αφορά τον κίνδυνο τέλεσης νέων αξιοποίνων πράξεων, μετά από την πρόσφατη τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το άρθρο 31 παρ. 1 Ν. 4055/2012, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν: i) η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη, ή ii) το έγκλημα τελέστηκε κατ` εξακολούθηση, ή iii) στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, ή iv) υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, και υπό την κοινή προϋπόθεση, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ότι, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Με την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιορίσθηκαν δραστικά οι αόριστες έννοιες της προηγούμενης διάταξης, εξειδικεύτηκαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να διαταχθεί προσωρινή κράτηση και επεκτάθηκε η υποχρέωση για αξιολόγηση των σχετικών δικαιοδοτικών κρίσεων, έτσι ώστε να περιορισθεί το φαινόμενο της καταχρηστικής εφαρμογής του μέτρου με την, αντί αιτιολογίας, αυτούσια παράθεση στα σχετικά έγγραφα των προβλέψεων του νόμου, πρακτική η οποία είχε υποστεί την έντονη κριτική της θεωρίας.
Περαιτέρω, η παράγραφος 3 του άρθρου 24 του Ν. 3811/2009 αντικατέστησε το άρθρο 296 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προσδιορίζοντας εκ νέου τον σκοπό επιβολής περιοριστικών όρων, ο οποίος πλέον συνίσταται στο: «να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης». Δεν κρίνεται άσκοπο να σημειωθεί εδώ ότι, κατά ρητή απαίτηση της παραγράφου 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου για την επιβολή προσωρινής κρατήσεως θα πρέπει ρητά, ειδικά και εμπεριστατωμένα να αιτιολογείται για ποιούς λόγους στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιβολή περιοριστικών όρων δεν ήταν πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 296 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στη συνέχεια να αιτιολογείται η διαπίστωση συνδρομής των προϋποθέσεων προσωρινής κράτησης. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι τόσο με το προηγούμενο, όσο και με το υπάρχον νομικό καθεστώς, η προσωρινή κράτηση πρέπει να διατάσσεται εξαιρετικά, αποτελώντας το ύστατο δικονομικό μέτρο, αφού πρώτα εξαντληθεί η εκτίμηση όλων των περιοριστικών όρων που προβλέπονται. Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η διατύπωση των διατάξεων του παραπάνω άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπου οι δυνατότητες που έχει ο Ανακριτής μετά την απολογία του κατηγορουμένου απαριθμούνται κατά σειρά προτεραιότητας, υπό την έννοια ότι ο Ανακριτής έχει τρεις δυνατότητες ενέργειας μετά την απολογία του κατηγορουμένου και οι δυνατότητες αυτές απαριθμούνται κατά σειρά προτεραιότητας, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο Ανακριτής οφείλει να εξετάσει πρώτη τη δυνατότητα να αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο χωρίς όρους, δεύτερη την αναγκαιότητα να εκδώσει διάταξη που επιβάλλει
περιοριστικούς όρους και τελευταία να εκδώσει ένταλμα προσωρινής κράτησης (πρβλ. την υπ αριθμ. 4/2010 ΕγκΕισΑρείουΠάγου). Πρέπει, ακόμα, να σημειωθεί ότι κάθε ανακριτική πράξη επιβάλλεται να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναγκαιότητας, ενώ, παράλληλα, πρέπει να εφαρμόζονται, όπως άλλωστε και για τη λήψη κάθε επαχθούς μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, οι αρχές της απαγόρευσης του υπέρμετρου, της αναγκαίας αναλογίας και του προσήκοντος βαθμού υπονοιών. Των αρχών αυτών, άλλωστε, γίνεται επίκληση και στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3811/2009. - Σχετικά με την απόλυτη ανυπαρξία εις βάρος μου σοβαρών ενδείξεων ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι. Όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 282 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για την επιβολή εις βάρος του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της προδικασίας είτε του δικονομικού μέτρου των περιοριστικών όρων, είτε εκείνου της προσωρινής κρατήσεως, θα πρέπει να υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου. Από τη διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης που αναφέρεται σε σοβαρές και όχι απλώς σε επαρκείς ενδείξεις ενοχής (όπως συμβαίνει λ.χ. στις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 2 και 245 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) καθίσταται φανερό ότι, για την επιβολή των προβλεπόμενων από το άρθρο αυτό μέτρων δικονομικού καταναγκασμού απαιτείται η ύπαρξη αποδεικτικού υλικού (ενδείξεων) τέτοιου που να επιτρέπει ήδη από το πρώιμο αυτό στάδιο της προδικασίας την σε υψηλό βαθμό πιθανολόγηση, με βεβαιότητα προσεγγίζουσα, όχι όμως κατ ανάγκην εγγίζουσα εκείνη της πλήρους δικανικής πεποιθήσεως ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος της αξιοποίνου πράξεως για την οποία κατηγορείται. Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση, η προσεκτική μελέτη του συνόλου του αποδεικτικού υλικού που περιέχεται στη σχηματισθείσα σε βάρος μου ποινική δικογραφία καθιστά φανερό ότι για αδικήματα, για τα οποία κατηγορούμαι, δεν
υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ενοχής μου, και μάλιστα τέτοιες που να δικαιολογούν την επιβολή σε εμένα του επαχθούς δικονομικού μέτρου της προσωρινής κρατήσεως αλλά τούτα είναι παντελώς ανυπόστατα καθόσον στηρίζονται μόνο σε ερμηνεία παρά σε πραγματικά περιστατικά, πράξεις, παραλείψεις ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο αντικειμενικό ή υποκειμενικό σε σχέση με τις αποδιδόμενες εις εμέ κατηγορίες. -Σχετικά με τη μη συνδρομή των ειδικότερων προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως. Εν προκειμένω, δεν συντρέχει στο πρόσωπό μου καμία από ειδικότερες κατ άρθρον 282 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προϋποθέσεις για την επιβολή σε εμέ προσωρινής κρατήσεως, όπως αυτές ανωτέρω κατεγράφησαν, και συγκεκριμένα ούτε κίνδυνος φυγής μου, αλλά ούτε και κίνδυνος να τελέσω εγώ νέες αξιόποινες πράξεις. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο φυγής, αυτός στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι προφανές ότι δεν υφίσταται, καθότι έχω γνωστή στις αρχές διαμονή στη χώρα, ήτοι στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, επί της οδού Μουσών αριθμ.48. Θα πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι από κανένα στοιχείο της σε βάρος μου σχηματισθείσης δικογραφίας δεν προκύπτει ότι είχα προβεί σε προπαρασκευαστικές της φυγής μου ενέργειες, ενώ ουδέποτε υπήρξα στο παρελθόν φυγόδικος ή φυγόποινος, με συνέπεια να μην δύναται να κριθεί ότι είμαι ύποπτος φυγής. Επίσης δεν έχω κριθεί ποτέ ένοχος για το αδίκημα της απόδρασης κρατουμένου. Όσον αφορά, τώρα, τον κίνδυνο τελέσεως από εμένα νέων αξιοποίνων πράξεων, δεν παρέλκει να σημειωθεί το γεγονός ότι όχι μόνον ουδέποτε έχω καταδικαστεί αμετάκλητα για οποιοδήποτε αδίκημα αλλά ουδέποτε έχω κατηγορηθεί για την οποιαδήποτε παράνομη πράξη.
Ως προς τούτο, θα πρέπει να αξιολογηθεί ότι τυγχάνω πατέρας ενός (1) ενήλικου τέκνου, ήτοι μίας κόρης, ηλικίας σήμερα δεκαεννέα (19) ετών, της οποίας ασκώ την επιμέλεια και της οποίας έχω αναλάβει τη διατροφή και την κάλυψη των εξόδων της, καθότι τυγχάνει φοιτήτρια που σπουδάζει σε επαρχιακή πόλη της χώρας. Θα πρέπει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι ο ίδιος δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά στο χώρο της ειδησεογραφίας επί πολλά συναπτά έτη, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην με το ως εκ τούτου εισόδημά μου για την οικογένειά μου. Επιπρόσθετα, δεν παρέλκει να σημειωθεί το γεγονός ότι δεν υφίστανται εγγεγραμμένες στο ποινικό μου μητρώο ποινές. Εν προκειμένω, ουδεμία εκ των προϋποθέσεων υπάρχει από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 282 και 296 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου να επιβληθεί οποιοσδήποτε περιοριστικός όρος στο πρόσωπό μου. ΕΠΕΙΔΗ για το σχηματισμό κρίσης για την επιβολή κράτησης ή περιοριστικού όρου πρέπει να ληφθούν υπ όψη οι επιταγές της αρχής της αναλογικότητας, της απαγόρευσης του υπέρμετρου, αλλά και της αρχής του προσήκοντος βαθμού υπονοιών, με την οποία πρέπει να είναι σύμφωνη κάθε ανακριτική πράξη, και της οποίας γίνεται επίκληση στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3811/2009. ΕΠΕΙΔΗ μόνη η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης, κατ άρθρο 282 παρ. 3 εδ. γ Κ.Π.Δ.. ΕΠΕΙΔΗ έχω μόνιμη και γνωστή στις Αρχές κατοικία, ευρισκόμενη στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, επί της οδού Μουσών αριθμ. 48, δεν έχω προβεί σε προπαρασκευαστικές της φυγής μου ενέργειες, και δεν τυγχάνω ύποπτος φυγής, φυγόποινος ή φυγόδικος.
ΕΠΕΙΔΗ δεν έχω ουδέποτε αμετακλήτως καταδικασθεί σε κακουργηματικές πράξεις. ΕΠΕΙΔΗ από κανένα στοιχείο της σε βάρος μου σχηματισθείσας δικογραφίας δεν προκύπτει ότι υφίστανται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι. ΕΠΕΙΔΗ, επομένως, δεν υπάρχει ο κίνδυνος να τελέσω οιαδήποτε αξιόποινη πράξη, σε περίπτωση που αφεθώ ελεύθερος. ΕΠΕΙΔΗ, σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει από οιοδήποτε στοιχείο ότι ο σκοπός επιβολής της προσωρινής κράτησης, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 296 Κ.Π.Δ., δεν μπορεί να διασφαλιστεί με έναν εκ των οριζόμενων στον νόμο περιοριστικών όρων. ΕΠΕΙΔΗ εκ των ανωτέρω ουδόλως στοιχειοθετούνται τα εις βάρος μου αποδιδόμενα αδικήματα. ΕΠΕΙΔΗ παραμένω πάντα στη διάθεση της ελληνικής δικαιοσύνης για να παρέχω τις απαραίτητες διευκρινήσεις, όποτε μου ζητηθεί, και θα υποστηρίξω με παρρησία την αθωότητά μου. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ και με τη ρητή επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματός μου ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να μην επιβληθεί σε εμέ προσωρινή κράτηση ή περιοριστικός όρος. Να απαλλαγώ με βούλευμα από κάθε είδους σε βάρος μου κατηγορία.
Να λάβω, προηγουμένως, γνώση της προτάσεως του Κυρίου Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών προς το Δικαστικό Συμβούλιο. Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 2016 Ο απολογούμενος κατηγορούμενος Παναγιώτης Σ. ΜΟΥΣΣΑΣ ΘΕΣΕΙΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ Απόλυτη άρνηση της κατηγορίας. Δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο παρά μόνο ερμηνείες των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει η νομοτυπική υπόσταση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης 187Π.Κ. και η εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 1608/1950 περί καταχραστών του ελληνικού δημοσίου. Ιδιαίτερα αυστηρή και νομικά εσφαλμένη η ποινική δίωξη που μου ασκήθηκε. Το γεγονός ότι δεν επετράπη στους συνηγόρους μου να παρασταθούν και να με εκπροσωπήσουν δημιουργεί σοβαρό θέμα ακυρότητας της ανακριτικής διαδικασίας και παραβιάζει ευθέως το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα της εκπροσώπησης.