ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ Κωνσταντίνα Αστερίου Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, όλος ο κόσμος τρέχει στα μαγαζιά να αγοράσει χριστουγεννιάτικα δώρα και στολίδια για το δένδρο. Η πόλη είναι πανέμορφα στολισμένη. Φώτα, χρώματα, τραγούδια παντού. Όμως δεν τρέχει μόνο ο απλός κόσμος. Τρέχουν και τα ξωτικά και ο Αι Βασίλης. Σε ένα όμορφο τόπο γεμάτο γαλάζια νερά απ όπου περνάνε όλα τα ποτάμια του κόσμου, στη ξακουστή χώρα των Ποταμών, μένει ο Αι Βασίλης. Το σπίτι του και το εργαστήρι του είναι χτισμένα ανάμεσα σε ψηλά και πυκνά δένδρα. Το σπίτι του, φτιαγμένο με όμορφες διαλεχτές πέτρες και λαμπερά χρώματα, δίνει στα ξωτικά διάθεση για δουλειά. Ο Αι Βασίλης είναι ένας γκριζομάλλης κύριος, λεπτός σαν οδοντογλυφίδα και κοντός σαν νάνος. Η γυναίκα του, η Μωβούλα, είναι μία ψιλή σγουρομάλλα γυναίκα που φοράει πάντα μωβ στολή. Η Μωβούλα αποκαλεί τον άνδρα της χαϊδευτικά Λούλη. Και τώρα ας τους αφήσουμε να ετοιμαστούν και ας παρακολουθήσουμε τη συζήτηση δύο φίλων, του Γκρέγκορι και της Λούση, μαθητών της στ δημοτικού. Τα δυο παιχνιδόπαιδα, όπως τους φωνάζουν οι φίλοι τους επειδή τους αρέσουν πολύ τα παιχνίδια, έχουν ένα μικρό πρόβλημα. H Λούση ρωτάει τον Γκρέγκορι: -Τί θα παίξουμε; [1]
-Δεν ξέρω. Ίσως ένα επιτραπέζιο... Αλλά τι σκέφτεσαι ; Γιατί είσαι στεναχωρημένη; Κάτι μου διαφεύγει; - Αν είχα κι εγώ παιχνίδια θα πηγαίναμε σπίτι μου. Όμως - Α! κατάλαβα Αυτό είναι. Ο Αι Βασίλης Μη στεναχωριέσαι, Λούση! Θα έχεις παιχνίδια. - Μα, τρελάθηκες! Τι λες; Ποιος θα μου φέρει εμένα παιχνίδια; Υπάρχει κάποιος που μοιράζει δώρα ; Δεν έχει μυαλό; -Όχι, βρε χαζούλα. Ο Αι Βασίλης θέλει να δώσει χαρά στα παιδιά και γι αυτό κατασκευάζει δώρα και στη συνέχεια τα μοιράζει. -Κατάλαβα. Είσαι σίγουρος ότι θα φέρει και σε μένα ; -Τι να σου πω. Πάμε να ρωτήσουμε το σοφό γέροντα. Και έτσι έγινε. Τα παιδιά έτρεξαν να ρωτήσουν τον παππού βιβλιοφάγο. Έτσι τον έλεγαν γιατί ήταν ένας ψηλός, γκριζομάλλης άντρας με πολλές γνώσεις. Ο Γκρέγκορι ρώτησε: -Παππού, ο Αι Βασίλης θα μας φέρει δώρα; Μπορούμε να τον βρούμε; Να του μιλήσουμε; Να τον βοηθήσουμε; Ο γέροντας χαμογέλασε και είπε: -Σιγά, βρε παιδί μου. Με βομβάρδισες με τις ερωτήσεις σου. Αλλά θα σου απαντήσω. Θα πρέπει να τον προλάβετε πριν φύγει από το σπίτι του, δηλαδή πριν τις 12 τα μεσάνυχτα. Να τον βρείτε και να του πείτε τι θέλετε και αυτός θα σας πει τι πρέπει να κάνετε. Έχετε τρεις ώρες στη διάθεσή σας. - Σ ευχαριστώ, γεροντάκο μου, είπε η Λούση. [2]
Έτσι τα παιδιά ξεκίνησαν. Έτρεχαν, έτρεχαν Κάποια στιγμή είδαν το ρολόι που έδειχνε έντεκα και μισή. Ευτυχώς είχαν ήδη φτάσει στο σπίτι του Αι Βασίλη. Του ζήτησαν να τους πάρει μαζί του, αλλά εκείνος με ένα περίεργο ύφος τους είπε όχι. Απογοητευμένοι οι δύο φίλοι κρύφτηκαν γρήγορα στο έλκηθρο και περίμεναν. Περίμεναν, περίμεναν Κάποια στιγμή έφτασε ο Αι Βασίλης, μπήκε στο έλκηθρο έτοιμος να ξεκινήσει για το νυχτερινό του ταξίδι. Και εκεί που κοιτούσε προσεκτικά τον χάρτη του, ακούει δυο φωνούλες να λένε τραγουδιστά: -Γεια σου Αι Βασίλη. Μη μας μαλώσεις! Μπήκαμε στο έλκηθρο για να σε βοηθήσουμε. Σου γράψαμε κι ένα τραγουδάκι. Άκου: Αι Βασίλη μου καλέ, όμορφε και στρουμπουλέ σε περιμένω με χαρά και χαμόγελα πολλά! Ο κύριος Λούλης χαμογέλασε χωρίς να πει λέξη και το έλκηθρο γλίστρησε απαλά πάνω στο μαλακό χιόνι με προορισμό τη Χώρα των Λουλουδιών. Η Χώρα των Λουλουδιών ήταν ένα καταπράσινο νησί γεμάτο παρτέρια με πανέμορφα λουλούδια όλων των χρωμάτων. Πράσινα, πορτοκαλί, κίτρινα, μπλε.. Στη μέση υπήρχε ένα ψηλό δέντρο με ροζ λουλούδια. Εκεί ζούσαν οι νεραϊδούλες. Ο Αι Βασίλης έπρεπε να δώσει και σ αυτές δώρα. Δεν ήθελε να τις αφήσει παραπονεμένες. Έτσι σταμάτησαν κάτω από το δέντρο, κατέβηκαν από το έλκηθρο και με το σάκο των δώρων στην πλάτη, ο Λούλης και τα παιδιά άρχισαν να σκαρφαλώνουν στο δέντρο. [3]
-Ξεχάσαμε το σάκο με τα γλυκά κάτω, φώναξε η Λούση βλέποντας τον κύριο Μιάου, ένα στρουμπουλό μωβ γάτο με ροζ μικρά αυτάκια και κόκκινο παπιγιόν, να κάνει γύρους γύρω από το σάκο με τα γλυκά. Ο κύριος Μιάου ήταν γνωστός για τη μεγάλη αγάπη του στα γλυκά και για τις ζαβολιές που έκανε. Μόλις πριν λίγο, είχε πάει στο σπίτι της νεραϊδούλας της Γλυκούλας, είχε χτυπήσει την πόρτα της και είχε πει: -Είμαι ο Μιάου, ο γλυκούλης ο πολύχρωμος μικρούλης γλυκατζής. Άμα θες ένα φιλάκι, δώσε μου ένα χρωματιστό σοκολατάκι. Η νεραϊδούλα όμως του απάντησε αρνητικά για να τον τιμωρήσει, επειδή πριν λίγες μέρες ο Μιάου ο γλυκατζής είχε μπει κρυφά στο σπίτι της και είχε φάει όλα τα γλυκά. Ο γατούλης λοιπόν απογοητευμένος, κρατώντας μία πορτοκαλί κολοκύθα με χαραγμένα μάτια και στόμα, κατευθυνόταν προς το σπίτι του όταν έπεσε πάνω στο έλκηθρο του Αι Βασίλη. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν είδε μέσα στο έλκηθρο να τον περιμένει ένας σάκος γεμάτος γλυκά. Αδιαφορώντας για το ποιανού ήταν τα γλυκά, άρχισε να τρώει με μανία. Εν τω μεταξύ, ο Αι Βασίλης θέλοντας να ανταμείψει τα παιδιά για την βοήθειά τους, κατέβηκε από το δέντρο, πήρε το σάκο και έβαλε μέσα το χέρι του για να πάρει γλυκά. Ξαφνικά διαπίστωσε ότι κάτι παράξενο συνέβαινε με τον σάκο. Κάτι μαλακό κουνιόταν μέσα. Τον ανοίγει και τι να δει; Ένας γάτος γεμάτος σοκολάτες. Ο Λούλης έβαλε τις φωνές και ο γάτος τρομαγμένος το έβαλε στα πόδια. Οι νεράιδες τρομοκρατημένες [4]
βγήκαν από τα σπίτια τους κατηγορώντας τον γάτο. Και τα παιδιά, για να ηρεμήσουν τον Αι Βασίλη άρχισαν το τραγούδι: - Αι Βασίλη μου καλέ, όμορφε και στρουμπουλέ σε περιμένω με χαρά και χαμόγελα πολλά! Ξαφνικά, εμφανίστηκε ο Μιάου με τα αφτιά κατεβασμένα. Ζήτησε συγνώμη από τον Λούλη και είπε: - Αι Βασίλη, σου ζητώ συγνώμη. Άλλη φορά δεν θα πάρω πράγματα άλλων χωρίς την άδειά τους. Πάρε με βοηθό σου, αν θέλεις, να μοιράζω εγώ τα γλυκά στα παιδιά. Ο Αι Βασίλης επειδή δεν εμπιστευόταν τον γάτο, είπε: Ευχαριστώ πολύ, Μιάου! Αλλά έχω τους βοηθούς μου για φέτος. Ίσως του χρόνου. Θέλω να σου δώσω όμως κι σ εσένα το δωράκι σου και ελπίζω να το χαρείς. Και ο Αι Βασίλης έδωσε στο Μιάου δύο μεγάλες σακούλες με σοκολάτες, έναν όμορφο πύργο από σοκολατάκια φουντουκιού, αμυγδάλου, γάλακτος και αφού αποχαιρέτησε τις νεράιδες, ξεκίνησε για τον επόμενο σταθμό του ταξιδιού του, τη Χώρα της Ξεκούρασης! Μια χώρα με πολλά κρεβάτια μαλακά, σκληρά, ψηλά, χαμηλά, φαρδιά, στενά Τέτοια που ικανοποιούν και τον πιο απαιτητικό. Όμως, χώρα της Ξεκούρασης χωρίς πλούσιο φαγητό γίνεται; Δεν γίνεται. Για τον λόγο αυτό γύρω από τα κρεβάτια υπήρχε ένας μεγάλος μπουφές, γεμάτος με του κόσμου τις λιχουδιές. Έτσι ο Αι Βασίλης και τα παιδιά, αφού έφαγαν και ήπιαν ό,τι [5]
λαχταρούσε η ψυχή τους, κοιμήθηκαν του καλού καιρού έχοντας τελειώσει ένα μεγάλο έργο: το μοίρασμα των δώρων. [6]