«Οι Τρόποι Παραπομπής του Κατηγορουμένου στο Ακροατήριο»

Σχετικά έγγραφα
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

«Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α. Της φοιτήτριας ΕΛΙΣΑΒΕΤ Ν. ΚΕΡΑΜΥΔΑ (A.E.M )

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης Πρωτοδίκης Η νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης (μετά τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

Νομοθεσία Δίκαιο

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική δικαιοδοσία

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ (27520-) Α' Πρόεδρος Εφετών. Β' Πρόεδρος Εφετών.

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Ποινικός Κώδικας Άρθρο 1

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Θεσσαλονίκη 14 και 15 Μαρτίου

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 ΜΕΡΟΣ Β : ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ... 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α : ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ... 7

Εγκύκλιος Παραγγελία

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ. Αρ. 243 ΠΚ: Παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας

ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ. 6-8 Σεπτεμβρίου 2019 ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Προϋποθέσεις αντικατάστασης Δικηγόρου διορισθέντα στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας.

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΕΝΩΠΙOΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Νικολάου ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ του Γεωργίου, κάτοικου Διονύσου Αττικής οδός Ξάνθου αριθμ.

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΣΕ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ ΜΗΝΥΣΗΣ.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Μεταφέρεται από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία η εκδίκαση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας.

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Κώδικας Ποινικής ικονοµίας (1)

Αθήνα 8/11/2013. Προς Τους Συλλόγους Εκπαιδευτικών Π.Ε. Θέμα: Χορήγηση προσωπικών στοιχείων μαθητών

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠ. ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΣ Σύμβουλος ΔΣΑ, π. Πρόεδρος ΕΑΝΔΑ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/590/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2014

ΑΔΑ: ΒΛΒΠΧ-ΔΛΓ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΣυμβΕφΘεσ 250/2018. Απόρρητο επικοινωνίας. Ενδοοικογενειακή απειλή. Προς το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης. Αριθμ. 250/ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΦΩΝΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Αθήνα, 4 Iουνίου 2010 Αρ. Πρωτ. : /14910/2010 Χειριστές: Μαρία Βουτσίνου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΕ ΡΙΚΟ ΙΑΤΑΓΜΑ υπ αριθ. 258 της 26 Ιουλ./8 Αυγ (ΦΕΚ Α 121) Κώδικας Ποινικής ικονοµίας ( 1 )

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το Άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ»

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. στο σχέδιο νόμου «Τροποποίηση του ν. 3126/2003 για την ποινική ευθύνη των Υπουργών» Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Α ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Ακαδημαϊκό Έτος Εισαγωγής 2005 2006) Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Της φοιτήτριας ΒΑΪΑΝΗΣ Χ. ΠΟΛΥΖΩΪΔΟΥ με θέμα «Οι Τρόποι Παραπομπής του Κατηγορουμένου στο Ακροατήριο» ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 2008 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Εισαγωγή 7 Πρώτο Μέρος: Μεθοδολογική αντιμετώπιση της παραπομπής στον ΚΠΔ.8 1.1. Ποινική Δίωξη και τέλος της προδικασίας στα πταίσματα..9 1.2. Ποινική Δίωξη και τέλος της προδικασίας στα πλημμελήματα.....12 1.2.1. Πλημ/τα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.12 1.2.2. Πλημ/τα Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.....15 1.3. Ποινική Δίωξη και τέλος της προδικασίας στα κακουργήματα.25 Δεύτερο Μέρος: Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο 29 2.1. Άμεση Παραπομπή του κατηγορουμένου (αυτόφωρη διαδικασία)....31 i) Γενικά και Πεδίο Εφαρμογής..31 ii) Κριτική Θεώρηση...34 2.2. Απευθείας Παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (άρθρα 244, 245 1 και 308 3 ΚΠΔ) 35 2.2.1. Ευθύτατη Παραπομπή του κατηγορουμένου...39 i) Χαρακτηριστικά..39 ii) Πεδίο Εφαρμογής...40 iii) Κριτική Θεώρηση..41 2.2.2. Απευθείας Παραπομπή στο Ακροατήριο.44 i) Χαρακτηριστικά...44 ii) Πεδίο Εφαρμογής 44 iii) Προσφυγή του 322 1 και 3.46 iv) Κριτική Θεώρηση..51 2.2.3. Απευθείας Παραπομπή για κακούργημα..56 2.3. Παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο μέσω κλήσεωςβουλεύματος: (308 ΚΠΔ και Ειδικοί Δικονομικοί Νόμοι)..57 2

2.3.1. Παραπομπή του κατηγορουμένου μέσω κλήσεως βουλεύματος για πλημμέλημα.58 i) Γενικά- Πεδίο Εφαρμογής...58 ii) Κριτική Θεώρηση...59 2.3.2. Παραπομπή του κατηγορουμένου μέσω κλήσεως βουλεύματος για κακούργημα (και εξαιρέσεις)..60 2.3.2.α. Εισαγωγή 60 2.3.2.β. Αρχικό Καθεστώς...60 i) 308 1 ΚΠΔ... 60 ii) Πρώην 308 4 ΚΠΔ(Συμβιβαστικό Μοντέλο).60 2.3.2.γ. Σημερινό Καθεστώς 63 Ι. Ο κλασικός τρόπος παραπομπής..65 ΙΙ.1 η Απόκλιση: Το μοντέλο του ν. 1608/1950.67 Α. Ιδιαιτερότητα του μοντέλου του ν. 1608/1950.67 Β. Ανάλυση του μοντέλου του ν.1608/1950.68 Γ. Προβληματικές που δημιουργεί...70 1 ο Ζήτημα...70 2 ο Ζήτημα...75 3 ο Ζήτημα...77 4 ο Ζήτημα...81 5 ο Ζήτημα...82 6 ο Ζήτημα...88 ΙΙΙ. 2 η Απόκλιση: Το μοντέλο του ν. 663/1977 90 Α. Ιδιαιτερότητα του μοντέλου του ν. 663/1977..90 Β. Διατάξεις οι οποίες οδήγησαν ή εντάχτηκαν στο μοντέλο του ν. 663/1977...93 Γ. Ανάλυση του μοντέλου του ν. 663/1977..98 Δ. Προβληματικές που δημιουργεί.101 3

1 ο Ζήτημα.....101 2 ο Ζήτημα.....105 3 ο Ζήτημα.106 4 ο Ζήτημα.107 5 ο Ζήτημα.110 IV. 3 η Απόκλιση: Ανέκκλητο Βούλευμα ΣυμβΕφ....112 2.3.2.δ.Κριτική Θεώρηση..118 Αντί Επιλόγου..124 Γενική Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία....127 Ενδεικτική Νομολογία...131 4

ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΠ Άρειος Πάγος Αρμ. Αρμενόπουλος ΑρχΝ Αρχείο Νομολογίας άρ Άρθρο αριθ. αριθμός βλ βλέπε Δ.Σ.Α.Π.Δ. Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων Εγκ εγκύκλιος εδ. εδάφιο ΕλΔ Ελληνική Δικαιοσύνη επ. επόμενα Ε.Σ.Δ.Α. Ευρωπαϊκή Σύμβαση δια την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών Εφ Εφετείο Κεφ Κεφάλαιο ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ν. νόμος ΝοΒ Νομικό βήμα Ν.Δ. Νομοθετικό Διάταγμα ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου ό.π. Όπως παραπάνω παρ. Παράγραφος Π.Κ. Ποινικός Κώδικας Πλημ Πλημμελειοδικείο ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΛόγ Ποινικός Λόγος ΠοινΧρον Ποινικά Χρονικά ΠραξΛογΠΔ Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου πρβλ παράβαλε Σ Σύνταγμα σελ σελίδα ΣυμβΑΠ Συμβούλιο Αρείου Πάγου ΣυμβΕ. Συμβούλιο Εφετών τ Ττόμος Υπερ Υπεράσπιση ΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης 5

6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι πόρτες ενός ποινικού δικαστηρίου ανοίγουν. Τα πρόσωπα της ποινικής δίκης λαμβάνουν τη θέση τους. Στο εδώλιο εμφανίζεται ο κατηγορούμενος, οι εκφράσεις του οποίου εναλλάσσονται καθώς το πινάκιο τρέχει. Συνήθης σκηνή που εξελίσσεται καθημερινά στις αίθουσες εκατοντάδων δικαστηρίων σε όλη τη χώρα. Τι προηγήθηκε, όμως, μέχρι εκείνη την στιγμή; Με την παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση σε αυτό ακριβώς το ερώτημα παρουσιάζοντας τους διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί κάθε κατηγορούμενος -ανάλογα με το έγκλημα που τέλεσε- να παραπεμφθεί στο αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσής του δικαστήριο. Μια θεματική, που κάθε άλλο παρά «γραφειοκρατική» μπορεί να χαρακτηριστεί, καθ όσον τα ζητήματα που προσεγγίζει όχι μόνο έχουν έντονα δικαιοπολιτικό χαρακτήρα αλλά επιπλέον συνυφαίνονται με ουσιώδη ζητήματα της ποινικής δίκης. Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο συνιστά αναμφισβήτητα μία θεματική ιδιαίτερα ευρεία και συνυφασμένη με πολλά επί μέρους ζητήματα (για παράδειγμα με τη διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων, την παραβίαση των δικαιωμάτων των διαδίκων και κυρίως του κατηγορουμένου, τη δημιουργία ακυροτήτων, τα μέσα άμυνας του κατηγορουμένου κ.ο.κ.). Στις γραμμές της εν λόγω εργασίας θα επιχειρηθεί η συνοπτική παρουσίαση των διαφορετικών τρόπων παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με μία αντιστραμμένη λογική: ξεκινώντας δηλαδή από το «υλικό μέσο» με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος (κλήση ή κλητήριο θέσπισμα) και καταλήγοντας στη διαδικασία που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο τρόπο παραπομπής καθώς και στο δικαιολογητικό της λόγο. Σε μεταγενέστερο στάδιο, θα επιχειρηθεί κριτική θεώρηση ορισμένων νομοθετικών επιλογών ενώ δε θα παραλείψουμε να αναφερθούμε και σε προβληματικές που οι νομοθετικές αυτές επιλογές έφεραν στο φως. Αρχικά, όμως, κρίνεται αναγκαία μία γενική - μεθοδολογική απεικόνιση των δυνατοτήτων που παρέχονται τόσο στην εισαγγελική-διωκτική 7

όσο και στις δικαστικές αρχές μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης, με βάση το είδος του πιθανολογούμενου εγκλήματος. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΤΟΝ ΚΠΔ Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, που θα αποτελέσει το κομβικό σημείο της εργασίας αυτής, ακολουθεί πάντα (μερικές φορές συμπίπτει κιόλας με) την κίνηση της ποινικής δίωξης -η οποία αποτελεί την πρωταρχική ενέργεια με την οποία καθιδρύεται η ποινική δίκη και διανοίγεται η ποινική διαδικασία 1. Η κίνηση της ποινικής δίωξης γίνεται κατά κύριο λόγο από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών 2 βάσει των τριών αναφερόμενων περιοριστικά 3 στο άρθρο 43 1 ΚΠΔ τρόπων και πιο συγκεκριμένα: α) με απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, β) με παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης και γ) με παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης. 1 Βλ. Παπαδαμάκη Α., «Προκαταρκτική Εξέταση Προανάκριση: Μορφές και όρια της ερευνητικής δραστηριότητας», σε ΠοινΔικ2008, σελ. 337 2 Κύριο όργανο κίνησης της ποινικής δίωξης σύμφωνα με την αρχή της αυτοτελούς δίωξης των εγκλημάτων ή της αυτοτελούς κατηγορίας είναι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών (βλ. κ άρθρο 27 1 εδ. α ΚΠΔ). Ωστόσο εντοπίζονται οι εξής εξαιρέσεις: α) σύμφωνα με τα άρ. 27 2 ΚΠΔ η ποινική δίωξη στα πταίσματα κινείται από το δημόσιο κατήγορο ή από τον πταισματοδίκη, β) σύμφωνα με το άρ. 27 1 εδ. β ΚΠΔ η ποινική δίωξη εις βάρος ανηλίκων ανηλίκων στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιά, Θεσσαλονίκης και Πατρών κινείται από ειδικά οριζόμενο εκ μέρους του Εισαγγελέα Εφετών Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, γ) σύμφωνα με το άρθρο 29 2 η ποινική δίωξη δύναται να ασκηθεί και από τον Εισαγγελέα Εφετών σε περίπτωση παραγγελίας από την Ολομέλεια του δικαστηρίου Εφετών, δ) σύμφωνα με το άρθρο 8 5 εδ. γ, δ του ν. 1738/1987 επί ευθύνης προσώπου εκ των οριζόμενων στο άρθρο 6 του ν. 1738/1987 η ποινική δίωξη ασκείται από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ύστερα από παραγγελία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ε) σύμφωνα με τα άρ. 49 2 και 86 1 και 2 Σ εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας ή αυτών που διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης και των υφυπουργών η ποινική δίωξη ασκείται από τη Βουλή (βλ. Παπανδρέου Π. «Η ποινική δίωξη» σε ΠοινΔικ 2006, σελ. 439) 3 Υποστηρίζεται βέβαια (Καρράς Α., Ποινικό δικονομικό Δίκαιο, 1993, σελ 301 επ.) ότι το άρθρο 43 1 ΚΠΔ δεν καθορίζει εξαντλητικά τους τρόπους κίνησης της ποινικής δίωξης και ότι υπάρχει και τέταρτος τρόπος κίνησης της ποινικής δίωξης, με υποβολή απαλλακτικής πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο, όταν ο εισαγγελέας ύστερα από προανακριτική εξέταση ή από αστυνομική προανάκριση, φρονεί το μεν ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, το δε ότι οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν μπορούν να ενισχυθούν με διενέργεια προανακρίσεως. Η εκδοχή αυτή αποκρούεται (Ανδρουλάκης Ν. «Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης», 1994, σελ. 234 σημ.11) δεδομένου του ότι η κίνηση της ποινικής διώξεως με υποβολή απαλλακτικής προτάσεως είναι ξένη προς τη λογική του ποινικού δικονομικού μας δικαίου (βλ.μαργαρίτη Λ. «Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία Ι»,Νομική Βιβλιοθήκη 1997, σελ.54). 8

Με προσδιοριστικό στοιχείο ακριβώς αυτούς τους τρόπους κίνησης της ποινικής δίωξης, ο νομοθέτης αναφέρεται έμμεσα και στους τρόπους παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Έτσι, αποφεύγει την κατάταξή τους ανάλογα με το είδος του εγκλήματος το οποίο αφορούν ή ανάλογα με το υλικό μέσο με το οποίο πραγματοποιείται η παραπομπή (κλητήριο θέσπισμα ή κλήση). Υπαινίσσεται, όμως, την ύπαρξή των τρόπων αυτών μέσω τριών άρθρων (244, 245 και 308 ΚΠΔ) τα οποία μοιάζουν να αφορούν άλλες θεματικές (για παράδειγμα το πέρας της προανάκρισης ή της κύριας ανάκρισης) μα στην πραγματικότητα ενέχουν όλη την ουσία της παραπομπής. 1.1. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ Στο μέρος αυτό θα προσπαθήσουμε να κατηγοριοποιήσουμε τις δυνατότητες του αρμοδίου Εισαγγελέα μετά την γνωστοποίηση του εγκλήματος (notitia criminis 4 ) σε συνάρτηση με το είδος του εγκλήματος το οποίο κάθε φορά τίθεται υπόψη του. Έτσι, στην περίπτωση που το έγκλημα το οποίο γνωστοποιείται στον αρμόδιο Δημόσιο Κατήγορο -ή όπου αυτός δεν υπάρχει στον αρμόδιο Πταισματοδίκη σύμφωνα με τα άρ. 49 1 5 και 27 2 ΚΠΔ- είναι πταίσμα: Α) Εάν ο Δημόσιος Κατήγορος κρίνει εξαρχής ότι η καταγγελία δεν στηρίζεται στο νόμο 6 ή είναι προφανώς αβάσιμη στη ουσία της 7 ή ανεπίδεκτη δικαστικής 4 Ως τέτοια εννοείται η περιέλευση του εγκλήματος σε γνώση του Εισαγγελέα η οποία ενδεχομένως να προήλθε από ιδιωτική καταγγελία (40, 42, 50 ΚΠΔ) ή από ανακοίνωση δημοσίου οργάνου (37, 38 και 41 ΚΠΔ) ή από αστυνομική προανάκριση (243 2 ΚΠΔ) ή τέλος από γνώση του ίδιου του Εισαγγελέα (36 ΚΠΔ) 5 Σύμφωνα με το άρ. 49 1 ΚΠΔ «Οι ορισμοί των άρθρων 42, 43, 44, 46, 47 και 48 εφαρμόζονται και στα πταίσματα. Ως προς αυτά, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ανήκουν στο Δημόσιο Κατήγορο και, όπου, αυτός δεν υπάρχει στον Πταισματοδίκη σύμφωνα με το άρθρο 27 2 τα δικαιώματα του Εισαγγελέα Εφετών ανήκουν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και τα δικαιώματα του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (άρ. 44) στον πταισματοδίκη.». 6 Νόμω αστήρικτη είναι η μήνυση ή η έγκληση όταν λείπει κάποιο στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, ορισμένος εξωτερικός όρος του αξιοποίνου ή όταν συντρέχει λόγος άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού ή εξάλειψης του αξιοποίνου ή όταν συντρέχει λόγος που καθιστά απαράδεκτη την ποινική δίωξη (έλλειψη έγκλησης, άδειας ή αίτησης της αρχής, δεδικασμένο, εκκρεμοδικία κλπ). Κατ εξαίρεση μόνο όταν συντρέχει λόγος δικαστικής άφεσης της ποινής και όταν υπάρχει μεν λόγος άρσεως του καταλογισμού αλλά πληρούνται οι προϋποθέσεις 9

εκτίμησης 8 τότε α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (κατ αντιστοιχία του άρ. 49 1 ΚΠΔ) σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ.α ΚΠΔ. Σε περίπτωση που ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη θα παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης στο Δημόσιο Κατήγορο και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. Εάν η προσφυγή του οιονεί ενδίκου μέσου του άρ. 48 ΚΠΔ γίνει δεκτή, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών παραγγέλλει στο Δημόσιο Κατήγορο την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Β) Εάν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης: -- Δεν προκύψουν απλές ενδείξεις ενοχής 9 κατά του μηνυομένου / εγκαλουμένου τότε ο Δημόσιος Κατήγορος ενεργεί όπως προηγουμένως δηλ: α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ.α ΚΠΔ και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. επιβολής μέτρων ασφαλείας στον ανίκανο προς καταλογισμό δράστη, η μήνυση ή η έγκληση χαρακτηρίζονται ως νόμω βάσιμες και ασκείται ποινική δίωξη προκειμένου να εκδοθεί δικαστική απόφαση 7 Προφανώς αβάσιμη στην ουσία της είναι η μήνυση ή η έγκληση (μετά το ν. 3160/2003 ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για αμφότερες τις περιπτώσεις όπως προκύπτει από τη σύγκριση των άρθρων 43 2 εδ.α και 47 ΚΠΔ) όταν τα γεγονότα τα οποία αναφέρονται σε αυτήν είναι προφανώς αβάσιμα 8 Ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης είναι η μήνυση ή η έγκληση όταν τα γεγονότα τα οποία αναφέρονται σε αυτήν δεν περιγράφονται με λογικό ειρμό και με σαφή ακολουθία με αποτέλεσμα το περιεχόμενό της να εμφανίζεται ακατάληπτο, αντιφατικό και ακατανόητο καθιστώντας έτσι ουσιαστικά και νομικά ανέφικτη την περαιτέρω διερεύνησή της 9 Με το ν. 3160/2003 επήλθαν τροποποιήσεις στο πεδίο των ενδείξεων που αποτελούν αναγκαία και επαρκή συνθήκη είτε για την κίνηση της ποινικής δίωξης είτε για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπως αναφέρεται παρακάτω. Πάντως, στην περίπτωση όπου υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ύπαρξη επαρκών (ή απλών όπου αρκούν) ενδείξεων ενοχής κατά του υπόπτου ή του κατηγορουμένου ανάλογα, εφαρμογή έχει το δίχως άλλο η αρχή «In dubio pro reo». Αναλυτικά σχετικά με την αρχή αυτή βλ. σε Ζησιάδη Β., «Η εφαρμογή της αρχής In dubio pro reo στα στάδια της ποινικής διαδικασίας», 1989 10

-- Εφόσον συντρέχουν απλές 10 ενδείξεις ενοχής (κατά το παλιό μοντέλο διαβάθμισης των ενδείξεων το οποίο δεν έχει μεταβληθεί 11 ) κατά του μηνυομένου/εγκαλουμένου, παραπέμπεται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου (244 ΚΠΔ). Την απόφαση για την απευθείας παραπομπή του στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου παίρνει ο Δημόσιος Κατήγορος (49 ΚΠΔ). -- Εφόσον διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση (δυνητικά για τα πταίσματα) ή αστυνομική προανάκριση ή ΕΔΕ και μετά από αυτήν προκύψουν επαρκείς 12 ενδείξεις ενοχής κατά του μηνυομένου/εγκαλουμένου τότε ο Δημόσιος Κατήγορος διατάσσει την απευθείας κλήση του τελευταίου στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου. Αν αντίθετα δεν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής (δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση ακόμη και αν προκύψουν απλές ενδείξεις ενοχής) τότε α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά ο Δημόσιος Κατήγορος θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ.α ΚΠΔ και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. -- Εάν και μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις στον ΚΠΔ με το ν. 3346/2005, η διενέργεια προανάκρισης 13 για πταίσμα αφενός σπάνια πλέον συναντάται στην 10 Συνεχίζει να αρκεί η συνδρομή απλών ενδείξεων ενοχής για την άσκηση της ποινικής δίωξης μόνο εφόσον πρόκειται για πταίσμα ή πλημμέλημα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και εφόσον δεν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση (βλ. Σεβαστίδη Χ. «Τροποποιήσεις τιου ν. 3160/2003 στον ΚΠΔ», 2004, σελ. 52 επ. 11 βλ. Δασκαλόπουλο Σ., «Η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά το ν. 3160/2003» σε ΠοινΧρονΝΓ, σελ. 1027 επ. 12 Το άρ. 43 2 εδ. β ΚΠΔ συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η απαίτηση επαρκών ενδείξεων για την άσκηση ποινικής δίωξης υφίσταται όχι μόνο στις περιπτώσει όπου η άσκηση της προκαταρκτικής εξέτασης είναι υποχρεωτική αλλά κάθε φορά που αν και υποχρεωτική όπως στα πταίσματα και στα πλημμελήμετα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου- εντούτοις διενεργείται. 13 Πριν την τροποποίηση που επέφερε ο νόμος 3346/2005 με την προσθήκη της 2 ης παραγράφου του άρθρου 244 ΚΠΔ (σύμφωνα με την οποία «Η διενέργεια προανάκρισης εφόσον συντρέχουν οι προηγούμενες προϋποθέσεις επιτρέπεται μόνο για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και για εξαιρετικούς λόγους που πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα») δεν αποκλειόταν -αν και στην πράξη αποτελούσε και τότε ακόμη σπάνιο φαινόμενο- η διενέργεια προανάκρισης για πταίσμα, οπότε ακολουθούταν η ίδια διαδικασία που λαμβάνει χώρα και όταν παραγγέλλεται προανάκριση για τα πλημμελήματα (βλ και 245 ΚΠΔ). Και αυτό γιατί, η διάταξη του άρ. 244 ΚΠΔ δεν απέκλειε τη δυνατότητα αυτή καθώς χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «Η προανάκριση 11

πράξη λόγω και της ρητής επιταγής του νόμου όπως προκύπτει απ τη 2 η παρ. του άρ. 244 14 και αφετέρου είναι και ιστορικοβουλητικά άστοχη τόσο λόγω της σαφούς επιταγής του προηγούμενου νόμου η οποία δεν είναι άλλη από την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων όσο και εξαιτίας της ουσιαστικής εξομοίωσης της προανάκρισης με την προκαταρκτική εξέταση, ωστόσο θεωρητικά και μόνο 15 - δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, όπως έχει δυστυχώς σήμερα το κείμενο του νόμου 16, την επιλογή της διενέργειας προανάκρισης και για πταίσμα. Σχετικά με τις δυνατότητες που προκύπτουν μετά το πέρας της προανάκρισης παραπέμπουμε παρακάτω όπου αναλύεται το πέρας της προανάκρισης (στα πλαίσια των πλημμελημάτων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου). Γ) Στα αυτόφωρα πταίσματα, η παραπομπή του κατηγορουμένου στο Πταισματοδικείο, μπορεί να γίνει και με άμεση εισαγωγή του σε δίκη 17. 1.2. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ 1.2.1. ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΥΠΑΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ δεν είναι αναγκαία για τα πταίσματα», υποδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την δυνατότητα προανάκρισης. Πλέον, όμως, και μετά την εμφανή βούληση του νομοθέτη για την ελαχιστοποίηση της δυνατότητας του Εισαγγελέα να παραγγείλει προανάκριση (κάτι που καθίσταται σαφές από την εξαιρετικά περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων όπου επιτρέπεται η προανάκριση στην 2 η παρ. του άρ. 244 ΚΠΔ), οποιαδήποτε προσπάθεια για επέκταση της δυνατότητας παραγγελίας προανάκρισης και για τα πταίσματα θα πρέπει να θεωρηθεί contra legem (αν και το ορθότερο θα ήταν να επέλθει ανάλογη τροποποίηση και στην γραμματική διατύπωση της πρώτης παρ. του άρ. 244 η οποία αυτήν την στιγμή δε φαίνεται να συμβαδίζει με την πρόσφατη διάταξη της 2 ης παρ. του ίδιου άρθρου). 14 Σύμφωνα με αυτήν η διενέργεια προανάκρισης πλέον επιτρέπεται μόνο για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και για εξαιρετικούς λόγους, οι ποίοι οριοθετούνται ερμηνευτικά παρακάτω. 15 Είναι ωστόσο προφανής η άστοχη γραμματική διατύπωση του άρ. 244 ΚΠΔ, του οποίου η τροποποίηση - και μετά μάλιστα την προσθήκη της 2 ης παρ. του με το ν. 3346/2005- αποτελεί μονόδρομο. 16 Βλ. άρ. 244 ΚΠΔ και τα όσα αναφέρουμε στην υποσ. 12 της ό.π. 17 Για περισσότερα σχετικά με το αυτόφωρο πταίσμα βλ. Καλφέλη Γ. σε Καλφέλη-Μαργαρίτη «Ποινική Δικονομία-Ειδικές Διαδικασίες), 1998, σελ. 98 επ 12

Στην περίπτωση που το έγκλημα το οποίο τίθεται υπόψη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών είναι πλημμέλημα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου: Α) Εάν ο Εισαγγελέας κρίνει εξαρχής ότι η καταγγελία δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης τότε (οι επιλογές του Εισαγγελέα είναι όμοιες με αυτές που αναφέρθηκαν στο αντίστοιχο σκέλος για τα πταίσματα πρωτύτερα και ειδικότερα): α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ.α ΚΠΔ. Σε περίπτωση που ο Εισαγγελέας Εφετών κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη θα παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. Β) Εάν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης: -- Δεν προκύψουν απλές ενδείξεις ενοχής κατά του μηνυομένου/εγκαλουμένου τότε ο Εισαγγελέας ενεργεί όπως προηγουμένως δηλ: α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ.α ΚΠΔ και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. -- Εφόσον συντρέχουν απλές 18 ενδείξεις ενοχής κατά του μηνυομένου/εγκαλουμένου, παραπέμπεται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (244 ΚΠΔ). 18 Συνεχίζει να αρκεί η συνδρομή απλών ενδείξεων ενοχής εάν δεν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση (βλ. Σεβαστίδη Χ. «Τροποποιήσεις τιου ν. 3160/2003 στον ΚΠΔ», 2004, σελ. 52 επ. 13

-- Εφόσον διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση (δυνητικά για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου) ή αστυνομική προανάκριση ή ΕΔΕ και μετά από αυτήν προκύψουν επαρκείς 19 ενδείξεις ενοχής κατά του μηνυομένου/εγκαλουμένου τότε ο Εισαγγελέας διατάσσει την απευθείας παραπομπή του εγκαλούμενου/μηνυομένου στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (άρ. 244 ΚΠΔ). Αν αντίθετα δεν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής (δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση ακόμη και αν προκύψουν απλές ενδείξεις ενοχής) τότε ισχύει ό,τι και για τα πταίσματα δηλ. α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά ο Εισαγγελέας θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ.α ΚΠΔ και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. -- Εξάλλου, ο Εισαγγελέας έχει ακόμη τη δυνατότητα να διατάξει προανάκριση σύμφωνα με το άρ. 244 εδ. δ ΚΠΔ, μία επιλογή ωστόσο που πλέον δε διεκδικεί ευρύ έδαφος εφαρμογής στην πράξη -και δη για πλημμελήματα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου- όπως θα δούμε και στην επόμενη ενότητα 20 στην οποία περιγράφεται αναλυτικά η περάτωση της προανάκρισης για πλημμελήματα Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (στα οποία ισχύει ότι και για τα αντίστοιχα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου). Διαφοροποίηση στην περάτωση της προανάκρισης ανάμεσα στα εγκλήματα Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου εντοπίζεται μόνο στην περίπτωση που δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής κατά του κατηγορούμενου, όπως θα δούμε παρακάτω. 19 Πλέον, μετά τις τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 παρέχεται η ευχέρεια στον Εισαγγελέα να εκτιμήσει εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής οπότε και μόνο είναι υποχρεωμένος να κινήσει την ποινική δίωξη. 20 Σχετικά με το τι συμβαίνει μετά το πέρας της προανάκρισης βλ. παρακάτω στην σχετική ενότητα για την περάτωση της προανάκρισης η οποία αφορά πλημμέλημα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. 14

Γ) Στα αυτόφωρα πλημμελήματα, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μπορεί να παραπέμψει άμεσα τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο ακροατήριο, ακολουθώντας κατά διακριτική ευχέρεια, τις διατάξεις 417-426 ΚΠΔ 21. 1.2.2. ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΥΠΑΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ Στην περίπτωση που το έγκλημα το οποίο τίθεται υπόψη του αρμοδίου Εισαγγελέα είναι πλημμέλημα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου: Α) Εάν ο Εισαγγελέας κρίνει εξαρχής ότι η καταγγελία δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης τότε α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ.α ΚΠΔ. Σε περίπτωση που ο Εισαγγελέας Εφετών κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη θα διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι η δυνατότητα απόρριψης δίχως διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης επιφυλάσσεται και εδώ όπως και για τα κακουργήματα όπου είναι υποχρεωτική- για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για οποιονδήποτε από τους τρεις παραπάνω αναφερόμενους λόγους. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, τόσο η διάταξη του άρ. 43 2 εδ. γ (για μήνυση ή αναφορά) όσο και του άρ. 48 εδ. δ ΚΠΔ (για έγκληση) προβλέπουν τη δυνατότητα του Εισαγγελέα Εφετών εφόσον δε συμφωνεί με την γνώμη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών αλλά κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη, να παραγγείλει για τα προαναφερόμενα εγκλήματα διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, η 21 Για περισσότερα σχετικά με το αυτόφωρο πλημμέλημα βλ. Καλφέλη Γ. σε Καλφέλη-Μαργαρίτη «Ποινική Δικονομία-Ειδικές Διαδικασίες), 1998, σελ. 109 επ 15

επανάληψη της οποίας δε θα είχε νόημα και θα ήταν περιττή εάν η προκαταρκτική εξέταση (ως υποχρεωτική) είχε προηγηθεί της απορριπτικής διάταξης ή της θέσης της υπόθεσης στο αρχείο από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών 22. Β) Εάν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και συγκεκριμένα μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης 23, (η οποία μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος 3346/2005 διενεργείται πλέον υποχρεωτικά 24 για τα εγκλήματα τουλάχιστον 25 - αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου όπως και για τα κακουργήματα όπως θα δούμε παρακάτω 26 εκτός και αν έχει προηγηθεί αστυνομική προανάκριση -243 2 ΚΠΔ- ή ένορκη διοικητική εξέταση 27-43 1 ΚΠΔ 28 ) προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής 29 κατά του κατηγορουμένου τότε ο Εισαγγελέας μπορεί: 22 Σεβαστίδη Χ., «Τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον ΚΠΔ», 2004, σελ. 50 23 Με τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005 επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης. Καθοριστική στην επιτάχυνση αυτή θεωρήθηκε η αναβάθμιση του θεσμού της προκαταρκτικής εξέτασης. Βλ. για το θέμα εκτενώς σε Δαλακούρα Θ., «Προκαταρκτική Εξέταση: Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των ν. 3160/2003 και 3346/2005» σε ΠοινΔικ 2007, σελ. 1326 24 Η νομοθετική αυτή επιλογή του ν. 3160/2003 σχετικά με την υποχρεωτική διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα σοβαρά αδικήματα (και συγκεκριμένα στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου στοχεύει αφενός στην προστασία της προσωπικότητας του πολίτη από αβάσιμες εγκλήσεις, μηνύσεις ή αναφορές και αφετέρου στην ελάφρυνση του έργου των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών με περαιτέρω αποτέλεσμα την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Εισηγητική Έκθεση του ν. 3160/2003 σχετικά με το άρ. 7 καθώς και Παπαδαμάκη Α., «Πόσο αναγκαία είναι η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (Σκέψεις με αφορμή το πρόσφατο Σχ. Νόμου για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας), σε ΠοινΔικ2003, σελ. 668 (670), του ίδιου «Προκαταρκτική Εξέταση Προανάκριση Μορφές και όρια της ερευνητικής δραστηριότητας» σε ΠοινΔικ2008, σελ. 338, καθώς και Καρρά Α., «Παρατηρήσεις στις προτεινόμενες τροποποιήσεις στον ΚΠΔ» σε ΠοινΛογ 2002, σελ. 891 25 Βλ. σχετικά με τον προβληματισμό αυτόν σε Σεβαστίδη Χ., «Τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον ΚΠΔ», 2004, σελ. 40 καθώς και Αρβανίτη Γ., «Ο νόμος 3160/2003 και η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας» σε ΠοινΔικ2003, σελ. 888 26 Αν, ωστόσο, στις δύο αυτές περιπτώσεις κινηθεί η ποινική δίωξη χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω μη νόμιμης κίνησης της ποινικής δίωξης κατ άρθρο 171 1 περ. β ΚΠΔ. 27 Η ΕΔΕ θα πρέπει να έχει ληφθεί κατά τους νόμιμους τύπους που προβλέπονται κάθε φορά. 28 Είναι ορθό τόσο ιστορικοβουλητικά όσο και λογικοσυστηματικά να δεχτούμε ότι το άρ. 244 ΚΠΔ αναφερόμενο σε προκαταρκτική εξέταση καλύπτει και την αστυνομική προανάκριση όπως και την ένορκη διοικητική εξέταση (Αρκεί βέβαια η ΕΔΕ θα πρέπει να έχει ληφθεί κατά τους νόμιμους τύπους που προβλέπονται κάθε φορά). Ειδάλλως, θα οδηγούμασταν στο παράδοξο της άσκησης ποινικής δίωξης με παραγγελία για προανάκριση ενώ οι απαιτούμενες επαρκείς ενδείξεις θα είχαν ήδη «συλλεχθεί» κατά τη διενέργεια της αστυνομικής προανάκρισης ή της ΕΔΕ. Βλ. έτσι και Παπαδαμάκη Α., «Ποινική Δικονομία», 2004, σελ. 268 29 Μέχρι πρόσφατα ν. 3160/2003- για να μην κινήσει την ποινική δίωξη ο Εισαγγελέας έπρεπε να έχει απόλυτη βεβαιότητα ως προς το αβάσιμο της κατηγορίας: «εν αμφιβολία υπέρ της διώξεως». Υπό το ισχύον, όμως, καθεστώς, για τα σοβαρά πλέον εγκλήματα η δίωξη θα κινηθεί μόνο εφόσον προκύπτει από την προκαταρκτική εξέταση η βασιμότητα της καταγγελίας. Έχουμε δηλ. ένα είδος αντιστροφής του βάρους της εισαγγελικής ενέργειας. Βλ. Παπαδαμάκη Α., «Πόσο αναγκαία είναι η επιτάχυνση της 16

α) να διατάξει την απευθείας παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (άρ. 244 ΚΠΔ) ή β) εάν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για πλημμεληματική συμπεριφορά, στην οποία κατά την κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, να παραγγείλλει κύρια ανάκριση (246 2 και 43 1 εδ. α ΚΠΔ) 30. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή έχουμε κύρια ανάκριση αφορώσα πλημμέλημα η οποία συνιστά τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης σε αντίθεση με την παραγγελία κύριας ανάκρισης μετά τη διενέργεια προανάκρισης που θα δούμε παρακάτω. Κατόπιν, οι δυνατότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών είναι οι εξής: a) Να επιστρέψει τη δικογραφία στον ανακριτή για περαιτέρω ανάκριση, εάν διαπιστώσει ότι η ανάκριση δεν ήταν επαρκής και έχει ανάγκη από συμπλήρωση. b) Να εισάγει την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, προκειμένου το τελευταίο να κηρύξει τη λήξη της ανάκρισης με παραπεμπτικό ή απαλλακτικό βούλευμα ανάλογα (308 1 ΚΠΔ). c) Να στείλει την υπόθεση στο ακροατήριο, επιδίδοντας στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα (άρθρο 308 3 ΚΠΔ 31 ), εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις 32 για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και εφόσον συμφωνήσει σε αυτό και ο Ανακριτής-σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζεται και το άρθρο 322 ΚΠΔ, έτσι ώστε σε περίπτωση που ο Εισαγγελέας Εφετών δεχθεί την προσφυγή, να δικαιούται είτε να διατάξει την υποβολή της προσφυγής στο συμβούλιο, είτε τη συμπλήρωση της ανάκρισης που περατώνεται με βούλευμα του συμβουλίου. Εάν ο Ανακριτής δε συμφωνεί ποινικής διαδικασίας (Σκέψεις με αφορμή το πρόσφατο Σχ. Νόμου για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας), σε ΠοινΔικ2003, σελ. 668 (674), 30 Πλέον μόνο όταν συντρέχει περίπτωση επιβολής περιοριστικών όρων σε αντίθεση με το παλαιότερο καθεστώς. Εξάλλου η διάταξη του άρ. 282 1 και 3 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 2 11 του ν. 2408/1996 και προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στην παρ. 3 αυτού με το άρ. 11 του ν. 3346/2005 επιτρέπει την επιβολή περιοριστικών όρων μόνο εάν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με τουλάχιστον τρεις μήνες φυλάκιση ήτοι αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. 31 Τη συγκεκριμένη αρίθμηση φέρει η παρούσα διάταξη μετά την τροποποίηση του άρ. 7 2 του ν. 3189/2003 32 Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της αξίωσης ύπαρξης «διπλών επαρκών ενδείξεων» τόσο στο στάδιο άσκησης της ποινικής δίωξης όσο και στο στάδιο παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο 17

με την πρόταση ή εάν προέκυψαν ενδείξεις ενοχής για κακούργημα, ο Εισαγγελέας εισάγει με παραπεμπτική πρόταση την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο αποφασίζει σχετικά. Με μικτή πρόταση, απαλλακτική για τον έναν και παραπεμπτική για τον άλλο, εισάγει την υπόθεση στο Συμβούλιο ο Εισαγγελέας όταν προκύπτουν επαρκείς για πλημμέλημα ενδείξεις ενοχής για τον έναν κατηγορούμενο, όχι όμως για τον άλλο 33. d) Οι υπόλοιπες δυνατότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (πχ. όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή όταν υπάρχουν λόγοι άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού ή εάν μετά το τέλος της κύριας ανάκρισης δεν προκύψει η ταυτότητα του δράστη), ταυτίζονται με τις αναφερόμενες στον τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης ως προς τα κακουργήματα όπως θα αναλύσουμε παρακάτω. γ) Να παραγγείλει τη διενέργεια προανάκρισης (άρ. 243 ΚΠΔ) μόνο όμως πλέον 34 (μετά την τροποποίηση πουν επέφερε το άρ. 10 του ν. 3346/2005 στο άρ. 244 ΚΠΔ 35 ) σε εξαιρετικές περιπτώσεις 36. Αυτό δικαιολογείται λόγω του γεγονότος ότι η νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης εξομοιούται πλήρως με την προανάκριση. Για την ακρίβεια, με τις τροποποιήσεις που υπέστη η προκαταρτική εξέταση αναγορεύθηκε ως σχεδόν ισότιμη με την προανάκριση. Οπότε παρέλκει η οποιαδήποτε αναγκαιότητα διενέργειας της τελευταίας και 33 βλ. Μαργαρίτη Λ. «Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία Ι»,Νομική Βιβλιοθήκη 1997, σελ.203 34 Κατά το προγενέστερο δίκαιο περίπτωση υποχρεωτικής διενέργειας προανάκρισης ανέκυπτε μόνο στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, στα οποία δεν εφαρμοζόταν η αυτόφωρη διαδικασία και για τα οποία δε διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση. 35 Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3346/2005 σκοπός του προηγούμενου νόμου είναι η αποφυγή της διεξαγωγής «διπλής ανακριτικής έρευνας», ιδίως όταν έχει προηγηθεί η ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Έτσι, η απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ως τρόπος άσκησης της ποινικής δίωξης αποτελεί πλέον τον κανόνα για τη άσκηση της ποινικής δίωξης σε όλα τα πταίσματα και τα πλημμελήματα. Βλ. αναλυτικά σε Σεβαστίδη Χ., «Οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον ΚΠΔ», 2005, σελ. 42, Τσιρίδη Π., «Ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (ν. 3346/2005), 2005, σελ. 97 36 Ως εξαιρετικές περιπτώσεις νοούνται οι ακόλουθες: α) όταν μετά την προκαταρκτική εξέταση διαπιστώνονται μεν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης του εγκλήματος δεν προκύπτει όμως η ταυτότητα του δράστη (βλ. ΕγκΕισΠρωτΑθ 57227/2003 σε ΠοινΧρον ΝΓ, σελ. 1015 επ., β) όταν κρίνεται αναγκαίο λόγω της σοβαρότητας του εγκλήματος να ληφθεί η απολογία του δράστη (βλ. ΕγκΕισΠρωτΜυτ619/2003 σε ΠονΧρονΝΓ, σελ. 1024, γ) όταν ο Εισαγγελέας Εφετών διαφωνεί με την άποψη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών περί αρχειοθέτησης ή απόρριψης της μήνυσης ή της έγκλησης αντίστοιχα και παραγγέλλει στον τελευταίο την κίνηση ποινικής δίωξης, τότε κατά κανόνα ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών θα κινήσει την ποινική δίωξη παραγγέλλοντας προανάκριση (βλ. Παπαδαμάκη Α., «Ποινική Δικονομία», 2004, σελ. 275-276 18

μόνο κατ εξαίρεση μπορεί να δικαιολογηθεί 37. (Επιπλέον, στο πεδίο των ενδείξεων παρατηρούμε ότι τόσο για την άσκηση της ποινικής δίωξης όσο και για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο απαιτούνται πλέον επαρκείς ενδείξεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Επομένως, κατά κανόνα, εφόσον από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε προκύπτουν ήδη επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, ουδείς λόγος υφίσταται για τη μη παραπομπή του αμέσως στο ακροατήριο δια της απευθείας κλήσεως παραπομπής του άρ. 244 ΚΠΔ 38 ). Μετά το πέρας της ενδεχόμενης προανάκρισης 39, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβεί τους τέσσερις μήνες με δυνατότητα παράτασης άλλων τεσσάρων μηνών, εάν: a) Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών διαπιστώσει ελλείψεις του αποδεικτικού υλικού που καθιστούν επισφαλή τη συνέχιση της διαδικασίας, διατάσσει με νέα παραγγελία του συμπληρωματική προανάκριση. b) το αποδεικτικό υλικό δεν παρουσιάζει κενά και εφόσον ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει καλέσει τον κατηγορούμενο τουλάχιστον 48 ώρες πριν προκειμένου να απολογηθεί 40 (τυπική περάτωση της προανάκρισης) έχει τις παρακάτω δυνατότητες: i) εάν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για τον κατηγορούμενο, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών εισάγει απευθείας την υπόθεση στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (245 1α ΚΠΔ). Σε αυτήν την περίπτωση παρέχεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα άμυνας βάσει της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ. ii) δεν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής -δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση ακόμη και αν προκύψουν απλές ενδείξεις ενοχής- (245 2 ΚΠΔ), ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών υποβάλλει απαλλακτική πρόταση 41 στο 37 βλ. Παπανδρέου Π. «Η ποινική δίωξη» σε ΠοινΔικ 2006, σελ. 442 38 βλ. Παπανδρέου Π. «Η προκαταρκτική εξέταση» σε ΠοινΔικ 2006, σελ. 191 39 Αναλυτικά για την περάτωση της προανάκρισης βλ. σε Παπανδρέου Π., «Η περάτωση της προανάκρισης μέρος Α» σε ΠοινΔικ2006, σελ. 1012 40 Ειδάλλως σύμφωνα μ τα άρ. 245 1εδ. α και 171 1δ επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. 41 Κατ ανάλογη δε εφαρμογή των διατάξεων των άρ. 309 και 310 ΚΠΔ, οι οποίες ισχύουν για την κύρια ανάκριση (βλ. Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, 2004, σελ. 278 επ.) η πρόταση του Εισαγγελέα μπορεί να έχει τις ακόλουθες μορφές: α) εάν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή όχι 19

Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Εάν το τελευταίο συμφωνεί με την εισαγγελική πρόταση, εκδίδει απαλλακτικό για τον κατηγορούμενο βούλευμα. Εάν, αντίθετα, διαφωνεί με την εισαγγελική πρόταση, μπορεί είτε να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα είτε να διατάξει συμπληρωματική προανάκριση-οπότε κατά την εκ νέου εισαγωγή της υπόθεσης στο συμβούλιο, ο Εισαγγελέας μπορεί να υποβάλει αμιγώς παραπεμπτική πρόταση. Η διαφοροποίηση η οποία επήλθε μετά την τροποποίηση του άρ. 12 του ν. 3160/2003- στο παρόν σημείο σε σχέση με τα πλημμελήματα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου έγκειται στο ότι σε ανάλογη περίπτωση για τα τελευταία εγκλήματα ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών αρχειοθετεί την υπόθεση με αιτιολογημένη διάταξή του, την οποία υποβάλει μαζί με την σχετική δικογραφία για έγκριση στον Εισαγγελέα Εφετών (άρ. 245 1γ, 4 και 5 ΚΠΔ). Η διαδικασία αρχειοθέτησης της υπόθεσης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών είναι η ίδια με εκείνη που εφαρμόζεται όταν αρχειοθετείται μήνυση ή αναφορά ή απορρίπτεται έγκληση πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης όπως περιγράφηκε παραπάνω αναφορικά με τα άρθρα 43 και 47 ΚΠΔ. Εάν ο τελευταίος διαφωνεί με την αρχειοθέτηση παραγγέλλει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εφόσον η ποινική δίωξη ασκήθηκε κατόπιν έγκλησης του παθόντος, η προηγούμενη διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών επιδίδεται και στον παθόντα ο οποίος δικαιούται να προσφύγει κατ αυτής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της στον Εισαγγελέα Εφετών. Εάν η προσφυγή γίνει δεκτή και πάλι ο Εισαγγελέας Εφετών διατάσσει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Θα πρέπει σε αποχρώσες για την παραπομπή ή το γεγονός δε συνιστά αξιόποινη πράξη ή υπάχρουν λόγοι άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού «να μην απαγγελθεί καθόλου κατηγορία», β)εάν υπάρχει λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου (πλην της έμπρακτης μετάνοιας) ή εάν ο κατηγορούμενος πέθανε μετά την ποινική δίωξη «να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη», γ) σε περίπτωση δεδικασμένου ή εκκρεμοδικίας ή έλλειψης έγκλησης/ αίτησης/ ή άδειας για δίωξη «να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη», δ) εάν η διαδικασία κατά του κατηγορουμένου οφείλεται σε πλάνη ως προς την ταυτότητά του «να θεωρηθεί η ποινική δίωξη ως μη γενόμενη κατ άρθρο 79 ΚΠΔ». Είναι προφανές ότι εδώ ο νομοθέτης εκφράσθηκε στενότερα απ ότι επιθυμούσε, βλ και Χατζάκου Ι. «Η περάτωση της τακτικής προανακρίσεως κατά τον ΚΠΔ», 1986, σελ. 115 20

αυτό το σημείο να αναφερθεί ότι η νομοθετική αυτή επιλογή κρίθηκε ανίσχυρη ως αντισυνταγματική από μέρος της θεωρίας. Και αυτό διότι φαίνεται ότι παραχωρείται στο συγκεκριμένο σημείο υπέρμετρη εξουσία στο πρόσωπο του Εισαγγελέα ενώ παράλληλα νοθεύεται η θεμελιώδης σχέση του ποινικού δικονομικού δικαίου «άλλος κατηγορεί άλλος κρίνει» 42. Προβλέπεται, τέλος, και η δυνατότητα ανάσυρσης της υπόθεσης από το αρχείο εάν υπάρχουν στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέτασή της σύμφωνα με το αρ. 245 5 ΚΠΔ 43. Εξάλλου, εφόσον διώκονται περισσότεροι κατηγορούμενοι για το ίδιο έγκλημα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και εφόσον για ορισμένους υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής ενώ για άλλους όχι θα πρέπει ερμηνευτικά να δεχτούμε κατ αναλογία την εφαρμογή της διάταξης του άρ. 245 2 εδ. β, όπως αναλύεται αμέσως παρακάτω, λόγω της έλλειψης αντίστοιχης διάταξης ειδικά για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. iii) αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι 44 και δεν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει τη δυνατότητα να χωρίσει την υπόθεση και εάν τα πλημμελήματα είναι αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου να υποβάλει απαλλακτική πρόταση ως προς αυτούς στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρ. 245 2 εδ. β ΚΠΔ ενώ εάν είναι πλημμελήματα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου να προβεί σε αρχειοθέτηση της υπόθεσης ως προς τους τελευταίους σύμφωνα με το άρθρο 245 4 ΚΠΔ 45. Αξίζει να αναφερθεί ότι η υπόθεση παλαιότερα δηλ. πριν την τροποποίηση που επέφερε το άρ. 12 του ν. 3160/2003 στο άρ. 245 2 εδ.β ΚΠΔ- εισαγόταν με μικτή 42 Αναλυτικά για το θέμα βλ σε Σεβαστίδη Χ., «Τροποποιήσεις του ν. 3160/2003στον ΚΠΔ», 2004, σελ. 105 43 Επομένως, η διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία αρχειοθετείται η υπόθεση κατ άρθρο 245 4 ΚΠΔ παράγει ένα «οιονεί δεδικασμένο» (Έτσι Σεβαστίδης ό.π. σελ. 111) με την έννοια ότι δεν είναι ελεύθερα ανακλητή παρά μόνο με τη συνδρομή νέων περιστατικών ή στοιχείων. 44 Η διάταξη του 245 2β αναφέρεται σε περισσότερους κατηγορούμενους οι οποίοι διώκονται για την ίδια πράξη. Σε περίπτωση που διώκονται για διαφορετική πράξη, η ποινική και δικονομική μεταχείριση του κάθε κατηγορουμένου είναι ανεξάρτητη από των άλλων. 45 Έτσι ΕφκΕισΠρωτΑθ57227/2003 σε ΠονΧρονΝΓ, σελ. 1015 επ. ΕγκΕισΠρωτΠειρ 16-9-2003 σε ΠοινΧρον ΝΓ σελ. 1018 επ., Ανδρέου «Ερμηνεία κατ άρθρο ΚΠΔ», 2004, σελ. 719. Αντίθετα Σεβαστίδης Χ., «Τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον ΚΠΔ, 2004, σελ. 110 21

πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για όλους τους κατηγορουμένους στο δικαστικό συμβούλιο 46 (245 2β ΚΠΔ) ενέργεια που καθυστερούσε αδικαιολόγητα την εκδίκαση της ουσίας ειδικά σε περιπτώσεις που συνέτρεχαν αντικειμενικοί λόγοι που καθιστούσαν δεδομένη την απαλλαγή ορισμένων κατηγορουμένων -όπως για παράδειγμα εάν κάποιος από τους κατηγορουμένους είχε πεθάνει ή εάν υπήρχε εκκρεμοδικία ή δεδικασμένο για κάποιον από αυτούς. Στην περίπτωση της συρροής εγκλημάτων, όταν για ορισμένες πράξεις του κατηγορουμένου υπάρχουν και γι άλλες όχι ενδείξεις ενοχής για όλα τα αδικήματα, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών: --σύμφωνα με την παλαιότερη νομολογία, παραπέμπει τον κατηγορούμενοους στο ακροατήριο σε κάθε περίπτωση προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ενότητα της κρίσης και η ταχεία περάτωση της υπόθεσης, -- σύμφωνα με άλλη άποψη, χωρίζει τις υποθέσεις και εισάγει μόνο εκείνες για τους οποίους δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής ή στην περίπτωση της συρροής μόνο εκείνες τις πράξεις των οποίων η τέλεση δεν προκύπτει στο Συμβούλιο και -- σύμφωνα με τρίτη άποψη, η οποία φαίνεται να είναι περισσότερο σύμφωνη με το γράμμα του νόμου, απευθύνεται μέσω της ίδιας μικτής πρότασης, τόσο για αυτές τις πράξεις για τις οποίες υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής όσο και για τα υπόλοιπα εγκλήματα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Αυτή είναι και η άποψη που θα πρέπει να επικροτήσουμε 47, αφού εξυπηρετεί την επιδιωκόμενη ταχύτητα αλλά και την επιβαλλόμενη αποφυγή της διασπάσεως της ενότητας. Άλλωστε, η πρώτη άποψη, αν και φαίνεται να εξυπηρετεί και αυτή τις προαναφερθείσες αρχές, προσκρούει καταφανώς στην βασική προϋπόθεση της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, δηλαδή στην ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενώ η δεύτερη δημιουργεί αρκετά 46 Αναλυτικότερα για το θέμα αυτό και τις υποστηριζόμενες απόψεις πάνω στις προβληματικές που γεννά σε Μαργαρίτη Λ., Παρατηρήσεις επί του ΣυμβΠλημΛαρ 139/1991σε Υπεράσπιση 1992, σελ. 646 47 Έτσι και Κωνσταντινίδης Π., «Περάτωσις της Προανακρίσεως», σε ΠοινΧρον 1957, σελ. 153 επ. 22

διαδικαστικά προβλήματα, ειδικά εάν για την πράξη η οποία εισήχθη στο ακροατήριο ασκήθηκε η προσφυγή του 322 ΚΠΔ. Περαιτέρω, ανάλογα με τη βούληση του δικαστικού συμβουλίου σχετικά με την παραπομπή ή όχι του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, το βούλευμα θα είναι παραπεμπτικό ή απαλλακτικό αντίστοιχα.. iv) ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών παραγγέλλει στον ανακριτή τη διενέργεια κύριας ανάκρισης εφόσον προκύπτει η τέλεση κακουργήματος (245 1δ ΚΠΔ) ή επί πλημμελημάτων πλέον μόνο 48 - όταν χρειάζεται να επιβληθεί κάποιος περιοριστικός όρος στον κατηγορούμενο (282 1 και 246 3 ΚΠΔ) 49. Βέβαια, ενώ υπάρχει σαφής νομοθετική πρόβλεψη για δυνατότητα περάτωσης της προανάκρισης με παραγγελία διενέργειας κύριας ανάκρισης εάν προκύπτει έγκλημα κακουργηματικού χαρακτήρα (άρ. 245 1 εδ. δ ΚΠΔ), αντίστοιχη δυνατότητα περάτωσης της προανάκρισης προκειμένου περί πλημμελημάτων στα οποία συντρέχει περίπτωση επιβολής περιοριστικών όρων κατά το άρ. 282 ΚΠΔ δεν υπάρχει. Ωστόσο, η διασταλτική ερμηνεία του άρ. 245 1 εδ. δ ΚΠΔ κατά τέτοιον τρόπο ώστε να περιλαμβάνονται σ αυτό και οι περιπτώσεις των παραπάνω πλημμελημάτων- κρίνεται επιβεβλημένη και απόλυτα δικαιολογήσιμη εάν αναλογιστούμε ότι μία τέτοια παράλειψη είναι απότοκος της αρχικής βούλησης του νομοθέτη για περιορισμό της κύριας ανάκρισης μόνο στα κακουργήματα, η οποία όμως στη συνέχεια άλλαξε όπως προκύπτει και από το άρ. 246 3 περ. β ΚΠΔ. Άρα είναι επιβεβλημένη μία τέτοια κριτική θεώρηση 50, παροχής δηλ. δυνατότητας περάτωσης της προανάκρισης με παραγγελία κύριας ανάκρισης και για τα πλημμελήματα για τα οποία συντρέχει λόγος επιβολής περιοριστικών όρων (και πλέον μετά το ν. 3346/2005 προφανώς και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι «εξαιρετικές περιπτώσεις» που προβλέπονται στο άρ. 282 3 εδ. γ ΚΠΔ για την επιβολή προσωρινής 48 Παλαιότερα πριν το ν. 3160/2003- διατασσόταν κύρια ανάκριση και όταν κρινόταν απαραίτητη η συμπλήρωση της προανάκρισης από κύρια ανάκριση. 49 βλ. Παπαδαμάκη Α., «Ποινική δικονομία», Εκδόσεις Σάκκουλα 2002, σελ. 267 50 Σεβαστίδης Χ., «Τροποποιήσεις του ν.3160/2003 στον ΚΠΔ», 2004, σελ. 111, βλ. κ σε Παπανδρέου Π., «Η περάτωση της προανάκρισης μέρος Α» σε ΠοινΔικ2006, σελ. 1012, contra Παπαδαμάκης Α., «Ποινική Δικονομία», 2004, σελ. 296 23

κράτησης). Σχετικά με την περάτωση της κύριας ανάκρισης ισχύουν συνοπτικά τα όσα αναφέρθηκαν και παραπάνω. Σημείωση: Ειδικά για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας 51 αρμοδιότητας Τριμελούς Εφετείου τα πράγματα διαφοροποιούνται ως προς την δωσιδικία στην εκδίκαση πλημμεληματικών συμπεριφορών που αναφέρονται στο άρθρο 111 7 ΚΠΔ. Ειδικότερα: στην περίπτωση που δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου (ή πρέπει να μην απαγγελθεί κατηγορία ή να παύσει ποριστικά η ποινική δίωξη κλπ), η διαδικασία που ακολουθείται είναι όμοια με την προαναφερόμενη: ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών υποβάλλει απαλλακτική πρόταση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών (χωρίς ανάμειξη του Εισαγγελέα Εφετών). Στην περίπτωση, όμως, που ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, διαβιβάζει με έγγραφό του την σχετική δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος στη συνέχεια ενεργεί ως εξής: - αν συμφωνεί με την κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, παραπέμπει τον κατηγορούμενο με κλητήριο θέσπισμα στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων. Στην περίπτωση αυτή παρέχεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα άσκησης της προσφυγής του άρ. 322 3 ΚΠΔ. - αν διαφωνεί με την άποψη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών περί παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, παραγγέλλει στον τελευταίο την εισαγωγή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (245 2γ ΚΠΔ 52 ), δηλαδή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών 53. δ) Εφόσον δεν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις από την έρευνα της υπόθεσης τότε ο Εισαγγελέας: α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών 51 Δηλ. αρχιερείς, νομάρχες, δικηγόροι, δικαστές πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης, εισαγγελείς, πρόεδροι, ειρηνοδίκες, ειδικοί πταισματοδίκες, μέλη του ΣτΕ και του ΕΣ, ο Γενικός επίτροπος και οι αντεπίτροποι της επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, οι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ από το βαθμό του υπαστυνόμου Β και άνω, οι συμβολαιογράφοι, ο γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης και οι βοηθοί του και οι δήμαρχοι. 52 Για τα προβλήματα που ανέκυψαν εξαιτίας της συγκεκριμένης διάταξης και απασχόλησαν επιστήμη και νομολογία βλ. αναλυτικά σε Παπανδρέου Π., «Η περάτωση της προανάκρισης για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας» σε ΠοινΔικ 2006, σελ. 1287 επ. 53 Και όχι στο Συμβούλιο Εφετών, αφού όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του ν.1941/1991, ο Εισαγγελέας Εφετών «παραγγέλλει» απλώς και δεν «εισάγει» την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο. Βλ. σχετικά Ζαχαριάδη Α., Παρατηρήσεις στο ΣυμβΠημΓιαν 30/1993, Υπεράσπιση 1993, σελ. 1346 24

σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ.α ΚΠΔ και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. Γ) Στα αυτόφωρα πλημμελήματα, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μπορεί να παραπέμψει άμεσα τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο ακροατήριο, ακολουθώντας κατά διακριτική ευχέρεια, τις διατάξεις 417-426 ΚΠΔ. 1.3. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ Στην περίπτωση που το έγκλημα το οποίο τίθεται υπόψη του αρμοδίου Εισαγγελέα είναι κακούργημα: Α) Εάν ο Εισαγγελέας κρίνει εξαρχής ότι η καταγγελία δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης τότε α) εάν πρόκειται για μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με το άρ. 43 2 εδ. α ΚΠΔ. Σε περίπτωση που ο Εισαγγελέας Εφετών κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη θα διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και β) εάν πρόκειται για έγκληση εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα σύμφωνα με το άρ. 47 ΚΠΔ κατά της οποίας διάταξης ο εγκαλών έχει δικαίωμα προσφυγής εντός 15 ημερών από την επίδοσή της σε αυτόν σύμφωνα με το άρ. 48 ΚΠΔ. Β) Σε διαφορετική περίπτωση υπεισέρχεται στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης. Και για τα κακουργήματα, όπως για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ο Εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση πριν από την κίνηση της ποινικής δίωξης (εκτός και αν έχει προηγηθεί η διενέργεια αστυνομικής προανάκρισης ή ένορκης διοικητικής εξέτασης). 25