Μια "Οικονομία που υποβαθμίζεται"; (Σημειώσεις για τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη) του Δημήτρη Κατσορίδα 1. Μισός αιώνας ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού α) Η πρώτη φάση ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού (1950-59) Στην μεταπολεμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, η δεκαετία 1952-53 αναφέρεται ως " η φάση των μεγάλων επιτευγμάτων " της τότε οικονομικής πολιτικής, κυρίως λόγω των ψηλών ρυθμών ανάπτυξης της περιόδου αυτής. Από τα πρώτα μέτρα που λαμβάνονται με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και τη σταθεροποίηση του αστικού καθεστώτος, ήταν η υποτίμηση της δραχμής κατά 50% το 1953. Με την υποτίμηση ανεβαίνουν αμέσως όλα τα εισαγόμενα είδη, πέφτει το βιοτικό επίπεδο των μαζών, με αποτέλεσμα να πληρώσουν τα σπασμένα της ανασυγρότησης οι εργαζόμενοι. Παράλληλα πέφτουν οι προστατευτικοί δασμοί, ώστε να διευκολυνθούν οι εγχώριες βιομηχανίες στο να κάνουν επενδύσεις (φθηνότερα μέσα παραγωγής) και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, τουλάχιστον στην εσωτερική αγορά. Ψηφίζεται ο νόμος "περί προσέλευσης ξένων κεφαλαίων", δίνονται φοροαπαλλαγές, ανανεώνεται το τραπεζικό σύστημα και έτσι επιταχύνεται η διαδικασία καπιταλιστικής συγκέντρωσης. Γίνεται η αρχή της τεράστιας τουριστικής υποδομής, καθώς επίσης μεγάλες κατασκευές του οδικού δικτύου. Στο πεδίο της ναυτιλίας, που είναι ένας από τους ποιό εκσυγχρονισμένους και καπιταλιστικά συγκεντρωμένους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η Ελλάδα έρχεται (μέχρι σήμερα) ανάμεσα στις πρώτες χώρες στον κόσμο. Αποκρυσταλλώνεται έτσι μια στρατηγική καπιταλιστικής ανάπτυξης που επιδιώκει να συνδεθεί με τους μηχανισμούς της διεθνούς αγοράς (βλ. και Μηλιός 1988). β) Η χρυσή εποχή του ελληνικού καπιταλισμού (1960-73)Ηδη ο ελληνικός καπιταλισμός από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 βρίσκεται στο δρόμο μιας ταχείας ανάπτυξης της επενδυτικής δραστηριότητας (ΠΙΝΑΚΑΣ 1), η οποία ξεπερνά τον μέσο Κοινοτικό όρο. Η σύνδεσή του με την ΕΟΚ (1961) είχε άμεσες επιδράσεις στο επιχειρηματικό κλίμα, όπου η έστω και βραδεία μείωση του προστατευτισμού, δεν μπορούσε παρά να κινητοποιήσει προσπάθειες για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, γεγονός το οποίο γίνεται φανερό από την αύξηση των εξαγωγών, που από 208 εκατ. δολάρια το 1960 φθάνει στα 612 εκατ. δολάρια το 1970 και στα 1230 εκατ. δολάρια το 1973. Σελίδα 1 / 13
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η βιομηχανική παραγωγή εξελισσόταν με ετήσιο ρυθμό αυξήσεως που οδήγησε σε υπερδιπλασιασμό της το 1969 και με ταχύτατη ανάπτυξη των βιομηχανικών εξαγωγών με αποτέλεσμα να μεταβληθεί ριζικά η διάρθρωση του εξαγωγικού εμπορίου της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ενώ το 1960 οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αντιστοιχούσαν σε μόλις 3,7 % της συνολικής αξίας των εξαγωγών, το 1969 το ποσοστό συμμετοχής των ανέβηκε σε 34,5 %. Βέβαια, ο όγκος των εισαγωγών αυξάνεται, τότε, με ρυθμό μεγαλύτερο (μέχρι το 1965) ή ίσο (1966-69) απ' ότι ο αντίστοιχος ρυθμός των εξαγωγών. Το γεγονός αυτό, κατά ένα μεγάλο μέρος, οφείλεται και στη διαφορά στους ρυθμούς αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας ανάμεσα στην Ελλάδα και στις ανταγωνίστριες χώρες του ΟΟΣΑ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του '60 ο ελληνικός καπιταλισμός αναπτύσσεται γρηγορότερα από τις χώρες του ΟΟΣΑ και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται και η εγχώρια ζήτηση γρηγορότερα από τη διεθνή, γεγονός που ευνοεί τις εισαγωγές έναντι των εξαγωγών. Το αποτέλεσμα αυτής της ανισόμετρης ανάπτυξης, ήταν η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος. Σελίδα 2 / 13
Εχουμε, λοιπόν, στην περίοδο 1960-69, μια υστέρηση του όγκου των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών, αφενός λόγω της πραγματικής ανατίμησης της δραχμής και αφετέρου λόγω της ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα (που μεταφράζεται και σε ταχύτερη αύξηση της ζήτησης).(1) Σελίδα 3 / 13
Αυτή η χρυσή εποχή του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία ουσιαστικά οριοθετείται μέχρι το 1973, σήμανε παράλληλα και τη σημαντική του αναβάθμιση στην παγκόσμια αγορά. Μάλιστα, κατά τη φάση 1960-73 οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού βρίσκονται επικεφαλής των αντίστοιχων ρυθμών των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση της Ιαπωνίας και της Ισπανίας) και ιδιαίτερα των χωρών της ΕΟΚ (ΠΙΝΑΚΑΣ 3), ενώ αντίθετα οι ρυθμοί του πληθωρισμού κυμαίνονται κάτω από τα μέσα επίπεδα των χωρών της Δύσης (ΠΙΝΑΚΑΣ 4). Στην μεταποίηση, ειδικότερα, οι επενδύσεις αυξάνονταν με ρυθμούς που αντιστοιχούν σε μέσο ετήσιο όρο (της περιόδου της δεκαετίας του '60) 11,5 %. Η περίοδος της ταχύρρυθμης ανάπτυξης διακόπτεται από την ύφεση του 1974. Συνεπώς, η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού στη δεκαετία του 1960 είναι ταχύρρυθμη και χαρακτηρίζεται από αύξουσα διείσδυση των εισαγωγών, διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, αλλά και αύξηση των άδηλων πόρων, σημαντικό τμήμα των οποίων συνιστά εξαγωγές υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία). Η ταχύτερη αύξηση των εισαγωγών ως προς τις εξαγωγές δεν πρέπει να αποδοθεί σε κάποια εσωτερικά προβλήματα της καπιταλιστικής συσσώρευσης στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στους - σε διεθνή σύγκριση - ταχύτερους ρυθμούς μεγέθυνσής της. Θα κλείσουμε αυτό το πρώτο μέρος της ανάλυσης για την μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, επισημαίνοντας τα εξής: Ο χαρακτηρισμός της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας σαν "υποανάπτυκτης", "καθυστερημένης", "χώρας του τρίτου κόσμου", "περιφερειακής" ή οτιδήποτε άλλο που χρησιμοποιούνε οι διάφοροι διανοούμενοι, αριστεροί ή δεξιοί, δεν είναι μόνο λάθος, αλλά επικίνδυνη και ύποπτη. Επικίνδυνη και ύποπτη γιατί με βάση τη δήθεν κριτική για μη "αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη", τη χαμηλή "ανταγωνιστικότητα" κ..ο.κ. διατυπώνεται το αίτημα για έναν "ιδανικό" καπιταλισμό, μέσα στο οποίο λανθάνει ο πόθος τους να τους επιτρέψουν να παίξουν το ρόλο του συνδιαχειριστή της κρίσης του συστήματος. Η Ελλάδα είναι ήδη από την εποχή αυτή βιομηχανική καπιταλιστική χώρα με έντονες τάσεις ενσωμάτωσης στον κύκλο των ιπεριαλιστικών χωρών της Δύσης, ως, με ηγεμονική θέση στις διεθνείς μεταφορές και με ένα γρήγορα αναβαθμιζόμενο παραγωγικό σύστημα. Κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας χάρη στο εφοπλιστικό - χρηματιστικό κεφάλαιό της και η αστική της τάξη παίρνει ενεργά μέρος στην εκμετάλλευση των λιγότερο αναπτυγμένων και υποανάπτυκτων χωρών. Σελίδα 4 / 13
Συνεπώς, οι φωνές που ακούγονται, από αριστερά και δεξιά, περί δήθεν μη εκπλήρωσης από μεριάς της αστικής τάξης του ιστορικού της ρόλου, "υποανάπτυκτης", "καθυστερημένης" κ.ο.κ., που γι' αυτό χρειάζεται να ακολουθήσει την τάση της "αυτοδύναμης ανάπτυξης" κτλ, μόνο ένα αποτέλεσμα μπορούν να έχουν: Να συγκαλύπτουν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης στην Ελλάδα, μέσα από καταστροφικές προβλέψεις, αλλά και να ισχυρίζονται ότι η ανάπτυξη διατηρεί πάντα την προτεραιότητα ως προς την κοινωνική αλλαγή. γ) Οι δεκαετίες 1970 και 1980 Το 1974 σημειώθηκε -με την πρώτη κρίση του πετρελαίου- για πρώτη φορά, μεταστροφή της μακροχρόνιας ανοδικής τάσεως της ελληνικής οικονομίας. Μια ανάλογη επιδείνωση όλων των δεικτών καπιταλιστικής συσσώρευσης παρατηρείται, κατά την ίδια χρονιά και στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Η μορφή αυτής της κρίσης εκδηλώνεται με τα χαρακτηριστικά της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου (Μηλιός/Ιωακείμογλου 1990).. Βέβαια, από το 1975 η ελληνική οικονομία εξελίσσεται πάλι με ανοδικές τάσεις που συνεχίζονται ως το τέλος της δεκαετίας του 1970 με ρυθμούς, ουσιαστικά, κατώτερους από αυτούς της περιόδου 1960-73, αλλά και ουσιαστικά υψηλότερους από τους αντίστοιχους των χωρών του ΟΟΣα και ιδιαίτερα της ΕΟΚ. Υπο αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι και η περίοδος αυτή εντάσσεται στο μεταπολεμικό αναπτυξιακό άλμα του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού στη δεκαετία του '70 χαρακτηρίζεται και από την ταχύρυθμη αύξηση της εξωστρέφειας, εξαιτίας της κρίσης κερδοφορίας μεταξύ 1970-73, που εξωθεί τις επιχειρήσεις στην αναζήτηση πρόσθετων κερδών στη διεθνή αγορά. Αντίστροφες εξελίξεις υπάρχουν κατά την περίοδο 1980-85. Την περίοδο αυτή - σοσιαλδημοκρατικής (κεϋνσιανής) διαχείρισης από το ΠΑΣΟΚ - υπάρχει μια τετραετία αύξησης των πραγματικών μισθών (1982-85). Ομως παρά την υψηλή εσωτερική ζήτηση, η οποία προήλθε από την αύξηση των μισθών, η ελληνική οικονομία περιήλθε σε στασιμότητα, παράλληλα με την παγκόσμια ύφεση της περιόδου 1980-82. Η επιδείνωση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, κατά την περίοδο 1980-85, οφείλεται σε δύο παράγοντες: α) στην μείωση του παραγόμενου προϊόντος ανά μονάδα επενδεδυμένου κεφαλαίου (της "παραγωγικότητας" του κεφαλαίου), Σελίδα 5 / 13
β) στην ταχύτερη αύξηση του πραγματικού μισθού σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1960, οι άδηλοι πόροι μειώνονται, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, οι οποίοι καλύπτουν ένα μειωμένο ποσοστό του εμπορικού ελλείμματος. Αυτό οδηγεί σε μια κρίση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ομως, από τον Οκτώμβριο του 1985 και με αφορμή αυτή τη συγκυριακή κρίση των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε την σοσιαλδημοκρατική πολιτική της και υιοθέτησε μια πολιτική λιτότητας, με βασικό άξονα τη συμπίεση των μισθών. Η πολιτική αυτή "σηματοδοτεί, εντούτοις, μια νέα φάση συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα" (Ιωακείμογλου 1993), η οποία χαρακτηρίζεται από τη μείωση του μεριδίου εργασίας, την αύξηση του μεριδίου των κερδών και τη βαθμιαία μεταβολή στο συσχετισμό δυνάμεων μέσα στην παραγωγή υπέρ του κεφαλαίου. Οι παραπάνω αλλαγές κατέληξαν στη μικρή αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, που αντανακλά μια άνοδο της κερδοφορίας των νέων επενδύσεων. Σε ότι αφορά το εξωτερικό εμπόριο, η περίοδος 1987-94 χαρακτηρίζεται από την ανατίμηση της δραχμής, η οποία καθιστά τα ελληνκά προϊόντα ακριβότερα. Ο στόχος είναι η έκθεση του ελληνικού κεφαλαίου στην πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού, που αναγκάζει ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής βιομηχανίας να μπεί σε διαδικασία αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισμού, δηλαδή συμπίεσης του κόστους, ώστε να γίνουν ανταγωνιστικά τα προϊόντα της. Η διεθνοποίηση, έτσι, του ελληνικού καπιταλισμού δεν αποτελεί διαδικασία υποβάθμισης ή αποβιομηχάνισης της ελληνικής οικονομίας. Αποτελεί στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου προκειμένου να αναβαθμίσει τη θέση του μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. (Μηλιός/Ιωακείμογλου 1990) Η μόνιμη λιτότητα που εφαρμόζεται από το 1986 κι εξής, αναγκάζει το σύστημα να προσαρμοστεί προς τα κάτω, με την ύφεση και την εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η εισαγωγική διείσδυση που προέρχεται από την ανατίμηση της δραχμής. Για τους εργαζόμενους σημαίνει ανεργία και μετατροπή του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου. Σελίδα 6 / 13
2. Οι επενδύσεις, η κρίση και η Αριστερά α) Η μεταποίηση τις δεκαετίες 1970 και '80 Η ελληνική βιομηχανία υπέστη και αυτή έντονη την επίδραση της απότομης μεταβολής των διεθνών οικονομικών συνθηκών μετά την πρώτη κρίση του πετρελαίου (1974). Η κύρια επίπτωση ήταν στην εξέλιξη των επενδύσεων που άρχισαν να παρουσιάζουν πτωτική τάση την περίοδο 1975-78, για να παρατηρηθεί απότομη άνοδος την επόμενη διετία (1979-80), με αποκατάσταση σε επίπεδα, ουσιαστικά, ανώτερα από του 1973, την οποία διαδέχεται η φάση συνεχούς κάμψεως μεταξύ 1981 και 1985 (ΠΙΝΑΚΑΣ 5 και 6). Σελίδα 7 / 13
Από στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τους Εθνικούς Λογαριασμούς της Ελλάδος, η διάρθρωση του συνόλου των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά την περίοδο 1970 έως και το 1991, δείχνουν ότι η συμμετοχή του αγροτικού τομέα εμφανίζεται μειωμένη κύρια από το 1985, ενώ αντίστροφη είναι η εξέλιξη της συμμετοχής των επενδύσεων στη μεταποίηση όπου η τάση τους από το 1986 κι εξής είναι συνεχώς αυξητική. Ιδιαίτερα αυτό εμφανίζεται από την εξέλιξη των επενδύσεων σε εξοπλισμό των οποίων η αύξηση της συμμετοχής στο σύνολο φαίνεται να προέρχεται κυρίως από την εξέλιξη των επενδύσεων σε μηχανήματα. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να παρατηρήσουμε ότι η μείωση που εμφανίζεται στις συνολικές επενδύσεις αποκρύπτει μιαν εξέλιξη μεγάλης σημασίας: την ανάκαμψη των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό από το 1987 και μετά. Διότι αν λάβουμε υπόψη, μόνο τις συνολικές επενδύσεις της χώρας, οι οποίες αποτελούν ένα μίγμα ετερόκλητων στοιχείων (κατοικίες, μεταφορικά μέσα, έργα του κατασκευαστικού τομέα κτλ), τότε μπορεί να οδηγηθούμε σε λάθος συμπεράσματα για την πορεία των επενδύσεων, γιατί παραβλέπουμε τον δείκτη που μας δείχνει την πορεία του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού Σελίδα 8 / 13
της καπιταλιστικής οικονομίας. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το 1986 αποτελεί σημείο τομής και έχουμε έκτοτε ανάκαμψη της επενδυτικής προσπάθειας, που απολήγει κατά το 1991, στα υψηλότερα επίπεδα της δεκαετίας του '80, η οποία και ανακόπτεται λόγω της ύφεσης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική και γενικότερα η διεθνής καπιταλιστική οικονομία. Οπως αποδεικνύεται από τα μέχρι στιγμής στοιχεία, η πρωτοπορία σ' αυτή την κίνηση εκσυγχρονισμού είναι βέβαια η μεταποίηση, εκείνο δηλαδή το τμήμα της παραγωγής που δέχεται την ισχυρή πίεση από το διεθνή ανταγωνισμό. Ετσι, ως αποτέλεσμα της ανόδου της επενδυτικής δραστηριότητας από το 1987 και μετά, οι δαπάνες για επενδύσεις σε εξοπλισμό, στην Ελλάδα, αυξήθηκαν ταχύτερα απ' ότι ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΠΙΝΑΚΑΣ 7). Αντίθετα, στην προ του 1986 περίοδο, οι εν λόγω επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας ήταν υποδεέστερες των αντίστοιχων ευρωπαϊκών κρατών. Πίσω, δηλαδή, από την "καταστροφική" εικόνα της πτώσης των επενδύσεων, κρύβεται μια ελαφρώς ανοδική τάση σε ότι αφορά το πιο κρίσιμο σημείο του παραγωγικού συστήματος: Την ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Αλλά ακόμα πιο σημαντική είναι η διαφοροποίηση της μεταποίησης από την υπόλοιπη οικονομία, σε ότι αφορά την επενδυτική προσπάθεια. Μάλιστα, το ποσοστό της μεταποίησης υπερβαίνει, πλέον, το αντίστοιχο των άλλων τομέων. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στον παράγοντα "ανταγωνισμός". Δηλαδή, ένα τμήμα της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας είναι διεθνοποιημένο, διεκδικώντας ένα ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο στις διεθνείς αγορές, ενώ ένα άλλο τμήμα αντιμετωπίζει πρόβλημα. β) Οι "δύο ταχύτητες" στη βιομηχανία και την αγορά εργασίας Αυτό, όμως, που επίσης καταγράφεται από τις μελέτες που αναλύουν τον τύπο των επενδύσεων, είναι και ο δυισμός της βιομηχανίας, η ύπαρξη, δηλαδή, βιομηχανίας "δύο ταχυτήτων", με ένα τμήμα να εκσυγχρονίζεται Σελίδα 9 / 13
και το άλλο να παραμένει στάσιμο ή να καθυστερεί. Η πορεία αυτή είναι αποτύπωση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, εντείνονται οι εκκαθαριστικές λειτουργίες της καπιταλιστικής κρίσης και η καταστροφή των τμημάτων του κεφαλαίου που δεν είναι αποδοτικά, ώστε να εξασφαλισθεί και πάλι η ψηλή αποδοτικότητα και κερδοφορία του συνολικού κεφαλαίου. Κατ' αντιστοιχία με τα παραπάνω, λοιπόν, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι και η αγορά εργασίας τείνει να διαιρεθεί σε δύο μεγάλα τμήματα: α) Ενα τμήμα ειδικευμένης εργασίας, στο οποίο συμμετέχουν κυρίως άνδρες, ελληνικής υπηκοότητας, που εργάζονται στη μεγάλη βιομηχανία, των οποίων οι μισθοί είναι πάνω από το μέσο εθνικό όρο και των οποίων η εργασία διέπεται από σαφώς καθορισμένο θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και μεγαλύτερη σταθερότητα στην απασχόληση και β) Ενα τμήμα ανειδίκευτης εργασίας, στο οποίο συμμετέχουν σε σημαντικό ποσοστό νέοι, γυναίκες, μετανάστες κτλ, το οποίο αφορά κυρίως τη μικρή βιομηχανία, τις υπηρεσίες, την οικοδομή και τις αγροτικές εργασίες. Οι μισθοί σ' αυτό το τμήμα της αγοράς εργασίας είναι κάτω από το μέσο όρο, το θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων χαλαρό έως ανύπαρκτο και η ανασφάλεια μεγαλύτερη. Το τμήμα αυτό της αγοράς θα τείνει να αναπτυχθεί στο βαθμό που αυξάνεται η ανεργία, η οποία πλήττει ιδιαίτερα τους νέους και τις γυναίκες. Πρόκειται, δηλαδή, για μια πολιτική εκκαθάρισης όχι μόνο των πιο αδύναμων κεφαλαίων, αλλά και των πιο αδύναμων ανθρώπων που βρίσκονται ανάμεσα στούς μισθωτούς, τους νέους, τις μειονότητες, τους ηλικιωμένους και τις γυναίκες. Αυτή, εξάλλου, είναι μια κατεύθυνση που υπαγορεύει και η μαζική ανεργία. Σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων, δημιουργείται ένα ευνοϊκό πεδίο παρέμβασης, κύρια, στο πρώτο τμήμα της αγοράς εργασίας, δηλαδή σ' αυτό που θα τείνει να αντιστοιχεί όλο και πιο πολύ στον πόλο του εκσυγχρονιζόμενου τμήματος της ελληνικής βιομηχανίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός σ' αυτό το τμήμα του ελληνικού καπιταλισμού δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συμμετοχή των εργαζομένων και με τον όρο ότι θα γίνει αντιληπτή, από τις οργανώσεις των εργαζόμενων τάξεων, η σημασία των νέων επίδικων αντικειμένων που είναι οι αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, τις ειδικότητες, το περιεχόμενο της εργασίας, την εκπαίδευση/κατάρτιση, την ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής... Αντίθετα, στο δεύτερο τμήμα της αγοράς εργασίας, δηλαδή σ' αυτό που το θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων είναι χαλαρό έως ανύπαρκτο, η υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων γίνεται δυσκολότερη. Το επίδικο αντικείμενο σ' αυτό το τμήμα της αγοράς εργασίας είναι η επιβολή των εργασιακών δικαιωμάτων και η ουσιαστική αύξηση των πραγματικών μισθών. Σελίδα 10 / 13
Εδώ πρέπει να πούμε πως η καπιταλιστική αναδιάρθρωση συνυπάρχει με την κρίση και δεν αποτελούν δύο ανεξάρτητα φαινόμενα. Μ'αυτή την έννοια δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε την κρίση της ελληνικής οικονομίας, που οι αλλαγές της τελευταίας δεκαετίας την έχουν βάλει στην τροχιά του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, την ίδια ώρα που πολλοί περιμένουν ακόμα να γίνει. Γιατί, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία, το ελληνικό κεφάλαιο μπορεί και προσαρμόζεται με μεγάλη ευκολία στις νέες συνθήκες, με αποτέλεσμα να περνάει την κρίση σχετικά "ανώδυνα". Μάλιστα, όπως τόνισε ο πρόεδρος της Ε.Ε. του ΣΕΒ (Ι.Στράτος) στο Ελληνοβρετανικό Επιμελητήριο κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στις 16/11/92, "... η ελληνική βιομηχανία φαίνεται ότι ξεπερνά την κρίση της και ανασυντάσσεται. Οι ενδείξεις είναι ήδη σαφείς και πιστεύω ότι θα γίνουν ακόμη σαφέστερες στο άμεσο μέλλον: Οι επενδύσεις έχουν ανακάμψει και αυξάνονται. Στο εσωτερικό των επιχειρήσεων πραγματοποιούνται σημαντικές αναδιαρθρώσεις παρά την αντίξοη μακροοικονομική πραγματικότητα ". γ) Αλλά η Αριστερά επιμένει στις "παραδόσεις" Ωστόσο, η Αριστερά (επίσημα και μη) εξακολουθεί να επιμένει στην παραδοσιακή τριτοδιεθνιστική αντίληψη για τον "εξαρτημένο", "υποανάπτυκτο" και "καθυστερημένο" χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, με αποτέλεσμα να παρασύρεται από τη λογική της "κατάρρευσης", υποτίθεται, της ελληνικής οικονομίας. Ομως, η επίσημη προπαγάνδα που εμφανίζει την ελληνική βιομηχανία "απροετοίμαστη", "απούσα από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις" κτλ, κρύβει πολιτική σκοπιμότητα. Γιατί οι βιομήχανοι, πιέζοντας για ένταση των προγραμμάτων σταθεροποίησης, απειλούν παράλληλα ότι οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη θα έχει σαν συνέπεια να αντιστρέψει τις τάσεις ανάκαμψης που παρουσιάζει η βιομηχανία και θα κάνει αδύνατη τη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με αυτές της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.). Εχουν επιβάλει, έτσι, με αυτούς τους τρόπους, μια ιδεολογική τρομοκρατία σε βάρος των εργαζομένων. Ουσιαστικά, η βάση αυτής της πολιτικής είναι η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων με την καθιέρωση των ελαστικών μορφών απασχόλησης (φασόν, μερική απασχόληση, τέταρτη βάρδια κτλ). Εν τω μεταξύ ο ελληνικός καπιταλισμός βγάζει τα κέρδη του αιώνα μέσα από την αρπαγή του αιώνα, που γίνεται από τις τσέπες των εργαζόμενων και των συνταξιούχων. Αυτό ακριβώς πρέπει να αντιληφθούν οι εργαζόμενοι: Οτι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα ελληνικό καπιταλισμό όχι "φτωχομεσαίο", "καθυστερημένο", ο οποίος δεν έχει, αλλά αντίθετα μια καλά οργανωμένη καπιταλιστική οικονομία, που έχει και δεν δίνει στους μισθωτούς. Γιατί, η λογική της "καταστροφολογίας" που έχει εμπλακεί η Αριστερά (επίσημη και μη), την περιορίζει να Σελίδα 11 / 13
βλέπει μόνο αυτό που κατασρέφεται και να περιφρονεί ή να μην ασχολείται με τις νέες αντιθέσεις που γεννά η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και με το ρόλο του ελληνικού καπιταλισμού μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ομως σήμερα ακόμα και οι άμεσοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου αναγνωρίζουν ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει μόνο αρνητικά σημεία, έχει και θετικά. Δηλαδή, δεν έχει μόνο μια βιομηχανία που βραδυπορεί, δεν αναδιαρθρώνεται, δεν προσαρμόζεται και χάνει συνεχώς έδαφος, αλλά και μια βιομηχανία που εκσυγχρονίζεται και προσαρμόζεται στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιομηχανίας, "προσαρμόζεται με έντονους ρυθμούς και όσον αφορά τη χρηματοοικονομική του κατάσταση και όσον αφορά την παραγωγική του δομή στις διεθνείς ανταγωνιστικές εξελίξεις". (Ρυλμόν 1994) Σύμφωνα, με τα πορίσματα του Πανελλήνιου Βιομηχανικού Συνεδρίου (1-2 Μαρτίου 1994), πολλές βιομηχανικές μονάδες, περίπου 6 στις 10, έχουν σε ικανοποιητικό βαθμό προχωρήσει στις αλλαγές που απαιτεί η νέα οικονομική πραγματικότητα. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η ICAP, μπορούμε και πάλι να συμπεράνουμε ότι παρατηρείται στη βιομηχανία μια έντονη κινητικότητα στον τομέα των επενδύσεων. Συγκεκριμένα, "οι επενδύσεις στη βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 24,5% (σε τρέχουσες τιμές) το 1993 σε σχέση με το 1992, με αύξηση κατά 31,4% για τις κερδοφόρες επιχειρήσεις και μείωση 16,2% για τις ζημιογόνες. Η αυξητική τάση συγκεντρώνεται φυσικά στις μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Πράγματι για το σύνολο των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο δείγμα, οι επενδύσεις αυξήθηκαν το 1993 κατά 12,8% για τις επιχειρήσεις με άνω των 500 εργαζομένων, αλλά κατά 70% για τις επιχειρήσεις με 100 έως 499 άτομα. Σ' ότι αφορά τις κερδοφόρες επιχειρήσεις, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 15,6% και 93,3%. Για το σύνολο του δείγματος η αύξηση των επενδύσεων στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι κοντά στο μηδέν". (Ρυλμόν 1994). Τα γεγονότα αυτά αποδεικνύουν ότι δεν μπορούμε να μιλάμε, γενικά και αόριστα για "επενδυτική άπνοια", "αποβιομηχάνιση" και "καταστροφή" της ελληνικής βιομηχανίας. Αυτό, βέβαια, μπορεί να ισχύει για τις επιχειρήσεις που δεν αναδιαρθρώνονται και δεν προσαρμόζονται στις ανταγωνιστικές συνθήκες. Ομως, όπως είναι δυνατό να διαπιστωθεί από τα διαθέσιμα στοιχεία, η "αποβιομηχάνιση" δεν αποτελεί την κυρίαρχη τάση και εξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας. Η κρατούσα αντίληψη περί εκταταμένης επενδυτικής στασιμότητας στο μεταποιητικό τομέα, προκύπτει από την επιμονή ορισμένων αναλυτών να στέκονται στη μία όψη των πραγμάτων ή να αναζητούν μέσους όρους. Ετσι, υγιείς και λιγότερο υγιείς επιχειρήσεις, δυναμικές ή καταδικασμένες να κλείσουν, μπαίνοντας στο ίδιο τσουβάλι, μπορεί να δίνουν τέτοια παραπλανητική και ελάχιστα διαφωτιστική εικόνα, παρουσιάζοντας μια "καταστροφική" πορεία της ελληνικής οικονομίας, χωρίς ουσιαστικά αυτή να είναι αντιπροσωπευτική των αλλαγών που σημειώνονται. Σελίδα 12 / 13
Βέβαια, η διαπίστωση πως η ελληνική καπιταλιστική οικονομία χαρακτηρίζεται από αξιόλογο δυναμισμό και σημαντική προσαρμοστικότητα, αποτελεί μια δήλωση "ενάντια στο ρεύμα". Παρόμοια, όμως, άποψη εκφράζει και η πρόσφατη έκθεση της Κοινωνικής και Οικονομικής Επιτροπής (Ο.Κ.Ε.) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς επίσης και ο ΟΗΕ, ο οποίος στην κατάταξη του "Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης" δείχνει ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την ικανοποιητική 24η θέση μεταξύ των 173 πλουσιότερων χωρών. Μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη και την αναθεώρηση των Εθνικών Λογαριασμών, που έδειξε ότι το ΑΕΠ είναι μεγαλύτερο κατά 20%, τότε η θέση των Ελλήνων στην εν λόγω κατάταξη βρίσκεται μέσα στο 20% των πλουσιότερων πολιτών του πλανήτη, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστεί και το πάνω από το μέσο όρο ποσοστό παραοικονομίας που διαθέτουμε. "Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να πούμε ότι με το να υποστηρίζει κάποιος και να αποδεικνύει ότι η αστική τάξη είναι ισχυρή δεν δικηγορεί υπερ της αστικής τάξης... Γιατί, αν πραγματικά η αστική τάξη είναι ισχυρή αυτό θα είναι ένα ιστορικό δεδομένο πάνω στο οποίο θα στηρίζουμε την τακτική μας και τον τρόπο της δράσης μας και δεν έχει ως συνέπεια ότι πρέπει να γίνουμε αναγκαστικά ρεφορμιστές και σοσιαλδημοκράτες. Εάν πραγματικά η αστική τάξη είναι ισχυρή, εμείς δεν θα την εξασθενήσουμε ασφαλώς με τα λόγια μας και με τα άρθρα μας, ούτε μπορούμε να θέτουμε ζητήματα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες της ιστορικής περιόδου την οποία διερχόμαστε" (Γάιος, στο Π. Νούτσος "Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα", τ. Β', μέρος Β' -1907-1925, σελ. 260). Βιβλιογραφία Η. Ιωακείμογλου: Κόστος εργασίας, ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα (1970-1990), εκδ. ΙΝ.Ε/ΓΣΕε Αθήνα 1993. Η. Ιωακείμογλου: Η αναδιάρθρωση της ελληνικής βιομηχανίας και η θέση της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Καταμερισμό Εργασίας, Ενημερωτικό Δελτίο ΙΝ.Ε/ΓΣΕΕ, Ιούνιος - Ιούλιος 1994, τεύχος 40-41. Γ. Μηλιός: Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Εξάντας 1988. Γ. Μηλιός και Η. Ιωακείμογλου: Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών, Εξάντας 1990. "Δελτίο" Οικονομικό και Στατιστικό της Εθνικής Τράπεζας της επιχειρήσεων, Απρίλιος 1994, τεύχος 1. Ελλάδος: Η νέα γενιά προβληματικών Π. Λινάρδος - Ρυλμόν: Γίνονται επενδύσεις στις μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 21/4/1994. Σελίδα 13 / 13