ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ: ΔΙΚΑΙΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΒΙΟΗΘΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Στερεοτυπικές αντιλήψεις των φοιτητών της Ιατρικής σχολής σε σύγκριση με άλλες σχολές.» Σπατούλα Βασιλική Επιβλέπων καθηγητής: Παναγοπούλου Εύχαρις Μέλη Τριμελούς επιτροπής: Γαρύφαλλος Αλέξανδρος Μπένος Αλέξιος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΛΙΟΣ 2014
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους καθηγητές που στελέχωσαν αυτό το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα και ιδιαιτέρως την κ. Εύχαρις Παναγοπούλου που μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω ένα γνωστικό πεδίο διαφορετικό από τις βασικές σπουδές μου αλλά ταυτόχρονα απαραίτητο για την σωστή άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Την ευχαριστώ για τον δρόμο που μου έδειξε και την καθοδήγηση της. Είναι σημαντικό κάθε νέος πτυχιούχος να έχει τις βασικές γνώσεις για τόσο σοβαρά ιατρικά και κοινωνικά θέματα, που ταλανίζουν την εποχή μας. «Η πεμπτουσία της γνώσης είναι όταν την έχεις να την εφαρμόζεις, κι όταν δεν την έχεις να ομολογείς την άγνοιά σου.» Κομφούκιος 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Θεωρητικό Μέρος 1. Εισαγωγή 2. Έννοιες Ορισμοί 2.1 Ταυτότητα 2.2 Ρατσισμός 2.3 Διάκριση 2.4 Κοινωνικό στιγματισμός 2.5 Προκατάληψη 2.6 Στερεότυπα 2.6.1 Δημιουργία Σχηματισμός 2.6.2 Θεωρητικές προσεγγίσεις για την αιτιολογία των στερεοτύπων 2.6.3 Διατήρηση 2.6.4 Λειτουργία 2.6.5 Προσεγγίσεις για την αλλαγή των στερεοτύπων 3. Τα στερεότυπα στις υπηρεσίες υγείας 3.1 Στερεότυπα σε σχέση με την φυλή 3.2 Στερεότυπα σε σχέση με το φύλο 3.3 Στερεότυπα σε σχέση με την ηλικία 4. Διαπολιτισμικότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση 5. Η αντιμετώπιση των στερεοτύπων στις υπηρεσίες υγείας μέσα από την εκπαίδευση Β. Πειραματικό Μέρος 1. Σκοπός της μελέτης 2. Ερευνητικές υποθέσεις 3. Υλικά και μέθοδος 4. Αποτελέσματα 5. Συζήτηση Περιορισμοί Βιβλιογραφία Παράρτημα 3
Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 1.Εισαγωγή Στην σύγχρονη εποχή η ρυθμοί της καθημερινότητας είναι πολύ γρήγοροι και απαιτητικοί ενώ συγχρόνως οι δημόσιοι φορείς δεν διασφαλίζουν τα μέσα για την σωστή λειτουργία και τον έλεγχο του κράτους. Η οικονομική κατάσταση της χώρας και η ανασφάλεια για την επιβίωση κάνουν την καθημερινότητα και την άσκηση των περισσότερων επαγγελμάτων ιδιαίτερα δύσκολη και ψυχοφθόρα. Από την άλλη πλευρά υπάρχει μεγάλη τεχνολογική εξέλιξη στους περισσότερους κλάδους και ο χαρακτήρας της κοινωνίας γίνεται περισσότερο πολύπολιτισμικός, οι κοινωνικοί θεσμοί και τα δεδομένα αλλάζουν και οι περισσότεροι καλούμαστε να προσαρμοστούμε σε όλες αυτές τις αλλαγές της κοινωνίας. Η άσκηση των περισσότερων επαγγελμάτων επηρεάζεται από όλες αυτές τις αλλαγές και κυρίως επαγγέλματα που αφορούν τον τομέα της Υγείας αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα των ανθρωποκεντρικών σχέσεων της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά η άσκηση της ιατρικής πράξης αποτελεί λειτούργημα και σύμφωνα με τον Κώδικα της Ιατρικής Δεοντολογίας κατά την άσκηση της ιατρικής, ο ιατρός οφείλει να τηρεί τον όρκο του Ιπποκράτη και την ισχύουσα νομοθεσία με βάση της αρχές της Βιοηθικής. Οι αρχές αυτές είναι α) η αρχή της ισότητας, β) η αρχή της εχεμύθειας, γ) η αρχή του προσδοκώμενου οφέλους/πιθανής βλάβης, δ) η αρχή της αυτονομίας του ιατρού και ε) η αρχή της αυτονομίας των ασθενών. Με την έρευνα αυτή προσπαθούμε να μελετήσουμε τους παράγοντες που σχετίζονται με την ανθρώπινη φύση των λειτουργών της Υγείας καθώς και τις απόψεις τους και την στάση τους σε σχέση με την άσκηση του επαγγέλματός τους στην σύγχρονη κοινωνία. Συγκρίνοντας τους φοιτητές της Ιατρικής σχολής με τους φοιτητές των κοινωνικών σχολών προσπαθούμε να εντοπίσουμε κατά πόσο οι αντιλήψεις τους σε σχέση με διάφορες κοινωνικές ομάδες επηρεάζονται από την γενικότερη εκπαιδευτική τους δραστηριότητα καθώς και με την καθημερινότητα τους. 4
2. Έννοιες Ορισμοί 2.1 Ταυτότητα Η ταυτότητα δημιουργείται μέσω της αλληλεπίδρασης με άλλα άτομα. Στη συμβολική αλληλεπίδραση, το άτομο επηρεάζεται από την κοινωνική ζωή και διαμορφώνει σταδιακά τη συμπεριφορά του και την ταυτότητά του. Το άτομο συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση και εξέλιξη της ταυτότητάς του, ερμηνεύοντας συμβολικά τις ενέργειες των άλλων ατόμων (1). Πρόκειται ουσιαστικά για μία δυναμική διαδικασία, κατά την οποία το άτομο συμμετέχει ενεργά στη δημιουργία της ταυτότητάς του. Ο θεμελιωτής της θεωρίας της συμβολικής αλληλεπίδρασης, George Mead ασχολήθηκε με το πρόβλημα της ταυτότητας παραθέτοντας ένα κοινωνικο - ψυχολογικό σύστημα, στο οποίο τονίζει τη σημασία της ανθρώπινης συμπεριφοράς στις διάφορες κοινωνικές καταστάσεις. Η ταυτότητα του ατόμου δεν αποτελεί κληρονομήσιμη ιδιότητα αλλά εξελίσσεται και διαμορφώνεται ανάλογα με τις σχέσεις που δημιουργεί ένα άτομο με άλλα άτομα στο πλαίσιο της επικοινωνίας. Η ταυτότητα διακρίνεται σε συνειδητή και μη συνειδητή. Η πρώτη επιτυγχάνεται με τις γνωστικές επιδόσεις του ατόμου, ενώ η δεύτερη αφορά συμπεριφορές που υιοθετήθηκαν από το άτομο ασυνείδητα. Επομένως, η ταυτότητα χωρίζεται, κατά τον George Mead, στο «me» και στο «I» (2).Το κάθε άτομο διαμορφώνει το δικό του «me», δηλαδή την ταυτότητά του, η οποία είναι συνειδητή. Το «I» αναφέρεται στις αντιδράσεις του ατόμου στις δραστηριότητες των άλλων. Το «me» και το «I» αποτελούν την ταυτότητα του ατόμου, η οποία εκφράζεται με διάφορα σύμβολα αλλά κυρίως με τη χρήση της γλώσσας. Ο E.Goffman (3) επιχειρεί να οριοθετήσει την ταυτότητα ερευνώντας τα άτομα εκείνα στα οποία απευθύνεται η κοινωνική προκατάληψη. Υποστηρίζει ότι το κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνει και καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Διακρίνει την ταυτότητα σε προβολική και πραγματική κοινωνική ταυτότητα. Η προβολική ταυτότητα σχετίζεται με τις προσδοκίες που προβάλλει ένα άτομο, ενώ η πραγματική κοινωνική ταυτότητα αφορά τις ουσιαστικές, πραγματικές και φανερές ιδιότητες του ατόμου. Επιπλέον, εισάγει την έννοια της προσωπικής ταυτότητας, αναφερόμενος στη μοναδικότητα του ατόμου, αλλά και την έννοια της κοινωνικής ταυτότητας, η οποία αφορά κοινωνικά σύμβολα. Τόσο η προσωπική όσο και η κοινωνική ταυτότητα είναι απόρροια του εκάστοτε κοινωνικού περιβάλλοντος. 5
Η θεωρία της ταυτότητας του E.Goffman συνδέει την προσωπική και κοινωνική ταυτότητα με τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και παρουσιάζει την τραυματική ταυτότητα ως αποτέλεσμα κοινωνικών προκαταλήψεων. Σύμφωνα με τον E.Goffman, η κοινωνία δημιουργεί κατηγορίες και προβαίνει σε ομαδοποιήσεις και κατηγοριοποιήσεις, κατατάσσοντας τα άτομα στις κατηγορίες αυτές και καθορίζοντας τα φυσιολογικά και απαξιωτικά χαρακτηριστικά. Τα «φυσιολογικά» άτομα, δηλαδή αυτά που ανταποκρίνονται στις εκάστοτε κοινωνικές προσδοκίες, διαχωρίζονται από τα στιγματισμένα, στα οποία δημιουργείται μία απόσταση μεταξύ της προβολικής και της πραγματικής ταυτότητας. Ο L.Krappmann επιχειρεί να ορίσει την ταυτότητα, ερευνώντας τους τρόπους και τα μέσα με τα οποία το άτομο μπορεί να δημιουργήσει μία κοινωνικά αποδεκτή κοινωνική ταυτότητα. Για τον L.Krappmann είναι σημαντικό το άτομο να υιοθετεί μία έξυπνη κοινωνική επίδοση στα πλαίσια της επικοινωνίας. Η γλώσσα αποτελεί το πλέον βασικό μέσο επίτευξης της επικοινωνίας και της προβολής της ταυτότητας. Βασικές ατομικές ικανότητες για τη διατήρηση της ταυτότητας αποτελούν η απόσταση των ρόλων, η ικανότητα του ανθρώπου να συναισθάνεται τις στάσεις των άλλων, η αμοιβαία ανοχή και η παρουσία της ταυτότητας που το άτομο αποκτά κατά την κοινωνικοποίησή του (4). Η ταυτότητα δηλαδή περιλαμβάνει την έμμετρη αυτοπαρουσίαση στους άλλους, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις προσδοκίες τους. Αντίθετα με τους υποστηρικτές της συμβολικής αλληλεπίδρασης, ο E.Erikson καταπιάνεται με τη διαμόρφωση της ταυτότητας στη διαχρονική της διάσταση. Η δημιουργία της ταυτότητας είναι μια διεργασία που διαρκεί για όλη τη ζωή, περνά από πολλά στάδια και διακρίνεται στην «ταυτότητα του εγώ» και στην «ομαδική ταυτότητα» (5). Κατά τη διάρκεια των εξελικτικών φάσεων της ζωής του ατόμου, το ίδιο αναζητά και ανακαλύπτει τις ικανότητες του. Ο E.Erikson υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ανάπτυξη περνά από οκτώ ψυχοκοινωνικά στάδια - εμπιστοσύνη, αυτονομία, πρωτοβουλία, φιλοπονία, ταυτότητα, οικειότητα, παραγωγικότητα και πληρότητα, και σε κάθε στάδιο επιτελείται ένα συγκεκριμένο έργο, το οποίο είναι υποχρεωτικό προκειμένου να μεταβεί το άτομο στο επόμενο στάδιο ανάπτυξης. 6
2.2 Ρατσισμός Ο ρατσισμός αποτελεί μία έκφραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει αρκετούς επιστημονικούς κλάδους, όπως την ανθρωπολογία, τη βιολογία, τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την κοινωνιολογία.h προκατάληψη και ο ρατσισμός σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό, καθώς η προκατάληψη αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο του ρατσισμού. Ετυμολογικά, οι όροι «ράτσα» και «ρατσισμός» προέρχονται από την ισπανική λέξη «raza» και την πορτογαλική λέξη «raca» (γύρω στον 13ο αι.), οι οποίες έχουν ως ρίζα τους την αραβικής προέλευσης λέξη «ras» που σημαίνει «κεφάλι». Ο όρος, επομένως, αποδίδεται στους Άραβες, καθώς ο νομαδικός τρόπος ζωής που είχαν υιοθετήσει, επέβαλε στον καθένα από αυτούς να γνωρίζει την καταγωγή του και να την έχει μέσα στο «κεφάλι» του, έτσι ώστε με τον τρόπο αυτό να ξεχωρίζει από τις άλλες φυλές. Επομένως, από τις απαρχές εμφάνισης του όρου αυτού, υποδηλωνόταν μία άρνηση και υποβάθμιση της ετερότητας των άλλων (6). Είναι εμφανές δηλαδή ότι από πολύ παλιά υπήρχε επίγνωση της ανομοιομορφίας του ανθρώπινου γένους, με αποτέλεσμα τη διαίρεση των ανθρώπων σε φυλές. Τη διαίρεση αυτή, όμως, ακολούθησε η μισαλλοδοξία και η εχθρότητα απέναντι στο ξένο, στο διαφορετικό, με δυσμενείς συνέπειες τόσο για τη συνεργασία όσο και για την ενότητα ανάμεσα στους διαφόρους λαούς. Ο κάθε λαός εξύψωνε και εγκωμίαζε την υπεροχή της δικής του φυλής, πλάθοντας έτσι στη φαντασία του μία προνομιούχα υπόσταση, μία ανύπαρκτη υπεροχή και ανωτερότητα. Η διατύπωση ενός ορισμού για το ρατσισμό κοινώς αποδεκτού από όλους τους ανθρώπους δεν εντοπίζεται στη σχετική βιβλιογραφία. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στις διαφορετικές μορφές του ρατσισμού κατά την ιστορική του πορεία και εξέλιξη. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τον D.Milner το 1981 στη συγκέντρωση όλων εκείνων των στοιχείων για τη προσέγγιση του όρου αυτού στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Σύμφωνα με τον D.Milner, τα βασικά στοιχεία που ορίζουν και οριοθετούν τη φυλετική προκατάληψη αναφέρουν ότι αυτή: α) είναι μία άκαμπτη στάση που δύσκολα διαφοροποιείται και μεταβάλλεται, β) βασίζεται σε μία λανθασμένη και άκαμπτη γενίκευση, γ) αποτελεί προκατειλημμένη κρίση, δ) είναι μια στάση που προδιαθέτει το άτομο να δράσει ευνοϊκά ή δυσμενώς απέναντι σε μία ομάδα, και ε) είναι λανθασμένη γιατί ο προκατειλημμένος άνθρωπος παρεκκλίνει από ιδανικούς κανόνες (7). 7
Στενή είναι και η σχέση του ρατσισμού με τον εθνικισμό. Ο E.Balibar αναφέρει ότι στη σημερινή εποχή ο ρατσισμός δε σχετίζεται με την ύπαρξη βιολογικών «φυλών». Αντίθετα, ο ρατσισμός αποτελεί ένα ιστορικό και πολιτιστικό προϊόν των ίδιων των ανθρώπων. Συνδέει το ρατσισμό με τον εθνικισμό, καθώς κατά την προσπάθεια ορισμού του δεύτερου συναντώνται δυσκολίες χωρίς τα ρατσιστικά κινήματα και τις συναφείς με το ρατσισμό θεωρίες (6). Η συσχέτιση αυτή του ρατσισμού με τον εθνικισμό δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι διάφορες ρατσιστικές ιδεολογίες διαμόρφωσαν σταδιακά την εθνική ταυτότητα των σύγχρονων κρατών. Με τον τρόπο αυτό κατασκευάστηκε μία ενιαία αντίληψη για τους πολίτες ενός κράτους, η οποία τους διαφοροποιεί από τους ξένους, τους ετέρους. Οι πολίτες ενός κράτους παρουσιάζονται με κοινές αντιλήψεις, κοινές παραδόσεις και κοινές πολιτιστικές, ιστορικές και θρησκευτικές καταβολές, με αποτέλεσμα να τρέφουν μίσος και εχθρότητα για τους άλλους λαούς, οι οποίοι υποθετικά χαρακτηρίζονται από διαφορετικά γνωρίσματα και διαφορετική νοοτροπία. Το αίσθημα ανωτερότητας και υπεροχής συντηρείται και προφυλάσσεται στα όρια του κράτους, με συνέπεια την έξαρση ρατσιστικών φαινομένων και την υιοθέτηση εθνικιστικών συμπεριφορών. Σύμφωνα με τον Θ.Λιποβατς, ενισχύεται η παραπάνω θέση της συσχέτισης του ρατσισμού με τον εθνικισμό, καθώς ο ίδιος θεωρεί ότι η παραγωγή μιας ρατσιστικής ιδεολογίας αποτελεί έργο των διανοούμενων και των οργανώσεων που συστηματοποιούν τα λανθάνοντα άγχη των ανθρώπων (7). Οι κυρίαρχες τάξεις κατασκευάζουν θεωρίες, οι οποίες είναι άμεσα κατανοητές από τις μάζες και έχουν προσαρμοστεί σε ένα χαμηλό επίπεδο ευφυΐας, προκειμένου να ανταποκρίνονται στους στόχους χειραγώγησής τους. Με την πρακτική αυτή, δημιουργούνται ρατσιστικές ιδεολογίες, σχηματίζεται και εδραιώνεται το θεωρητικό υπόβαθρο του ρατσισμού. Σήμερα το νομικό πλαίσιο των κρατών, διάφορα δημοκρατικά κινήματα και μη κυβερνητικοί οργανισμοί σε όλο τον κόσμο καταδικάζουν τις ρατσιστικές συμπεριφορές και πολιτικές και επικρίνουν τη δυσμενή μεταχείριση ενός ατόμου λόγω εθνικότητας, φυλής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Όμως, εμφανής είναι η παρουσία του «νεορατσισμού» στις σημερινές κοινωνίες. Πρόκειται, σύμφωνα με τον E. Balibar, για μία νέα μορφή ρατσισμού, η οποία στρέφεται κυρίως ενάντια στους μετανάστες και τους ξένους εργαζομένους (6). Οι 8
μετανάστες γίνονται θύματα ρατσισμού και ξενοφοβίας από τους γηγενείς αλλά κυρίως από τις ομάδες του πληθυσμού που χαρακτηρίζονται από ανεργία και οικονομική ανασφάλεια. 2.3 Διάκριση Ο όρος διάκριση, αν και γίνεται συχνή αναφορά σε αυτόν, στερείται ενός ορισμού κοινώς αποδεκτού. Ούτε η Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ούτε άλλες διεθνείς συμφωνίες διατυπώνουν έναν ορισμό του όρου αυτού (8). Ο όρος αυτός αφορά τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων σε σύγκριση με ένα άλλο άτομο ή μία ομάδα ατόμων, λόγω της φυλετικής και εθνικής καταγωγής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την κοινωνική και οικονομική θέση. Εντοπίζονται δύο κατηγορίες διακρίσεων: οι άμεσες και οι έμμεσες διακρίσεις (9). Όταν ένα άτομο υφίσταται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση συγκριτικά με ένα άλλο λόγω των διαφορετικών του πεποιθήσεων σε προσωπικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο, τότε γίνεται αναφορά στις άμεσες διακρίσεις. Ένα άτομο ή μια ομάδα αντιμετωπίζει το άτομο, που υφίσταται τη διάκριση, ως «ξένο», χρησιμοποιώντας εναντίον του ρατσιστικές πρακτικές και υιοθετώντας αρνητικές συμπεριφορές. Αντίθετα, οι έμμεσες διακρίσεις αφορούν τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες εμφανώς ουδέτερες συμπεριφορές ή πρακτικές ενδεχομένως να προκαλέσουν δυσμενή μεταχείριση ατόμων λόγω της φυλετικής και εθνικής καταγωγής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, των σωματικών χαρακτηριστικών ή αδυναμιών τους. Το άτομο που συμπεριφέρεται μεροληπτικά και κάνει διακρίσεις απέναντι σε άτομα ή ομάδες ατόμων ασκεί άκαμπτη και παγιωμένη κριτική απέναντί τους. Εξ αρχής διαμορφώνει και εκδηλώνει μία αρνητική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να μη δύναται να αντιμετωπίσει το κάθε άτομο ή την κάθε ομάδα με βάση τα πραγματικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα, προβαίνει αρχικά σε ομαδοποιήσεις των ατόμων αυτών και οδηγείται, στη συνέχεια, στην άκριτη και συχνά λανθασμένη κατηγοριοποίησή τους. 9
2.4 Κοινωνικός στιγματισμός Ο όρος στίγμα ετυμολογικά προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη στίζω (10), η οποία σημαίνει χαράζω, σκαλίζω και αναφέρεται σε ένα σημάδι του δέρματος. Στην αρχαία Ελλάδα συνήθιζαν να χαράσσουν σημάδια στο σώμα κάποιου ηθελημένα, προκειμένου να δηλωθεί ότι ο φέρων βρίσκεται σε μειωτική κοινωνική θέση, δηλαδή ότι ήταν σκλάβος ή εγκληματίας ή προδότης. Ο στιγματισμένος αποτελούσε ένα άτομο με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά, το οποίο όφειλε να αποφεύγει τους υπόλοιπους πολίτες αλλά και τους δημόσιους χώρους. Συνεπώς, τα στίγματα ήταν σωματικά γνωρίσματα και οι φέροντες αυτά αντιμετωπίζονταν αρνητικά και με προκατάληψη από την υπόλοιπη κοινωνία, καθιστώντας σαφή την υποδεέστερη θέση τους σε αυτή. Αποτελούσαν σημάδια διαπόμπευσης ενός ατόμου τα οποία υποδήλωναν εμφανώς στους άλλους πολίτες τη «μιαρή» και ανήθικη συμπεριφορά. Στη σύγχρονη εποχή, το κοινωνικό στίγμα αφορά την κοινωνική αποδοκιμασία τόσο για τα προσωπικά χαρακτηριστικά όσο και για τις ατομικές πεποιθήσεις ενός ατόμου, τα οποία αντιτίθενται σε συγκεκριμένες πολιτισμικές νόρμες. Επομένως, το στίγμα συνδέεται περισσότερο με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ατόμου και όχι με τα εμφανή εξωτερικά σημάδια, όπως κατά την αρχαιότητα. Αφορά δηλαδή ανεπιθύμητες ιδιότητες ενός ατόμου που παρεκκλίνει από το «φυσιολογικό» κοινωνικό πρότυπο, και τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές που υιοθετεί ενεργοποιούν προκαταλήψεις και στερεότυπα εις βάρος του. Ο θεμελιωτής της θεωρίας του κοινωνικού στίγματος, E. Goffman, ορίζει το στίγμα ως ένα αρνητικό χαρακτηριστικό, μία ανεπιθύμητη διαφορετικότητα από τις προσδοκίες που τρέφει κάποιος από ένα άτομο (11). Το στιγματισμένο άτομο αποκλίνει δηλαδή από τις προσδοκίες της κοινωνίας, φυσικές και σταθερές. Και συνεχίζει, οριοθετώντας το στίγμα ανάμεσα στη προβολική κοινωνική ταυτότητα και πραγματική κοινωνική ταυτότητα. Η προβολική κοινωνική ταυτότητα αφορά τις εν δυνάμει προσδοκίες για ένα άτομο. Αντίθετα, η πραγματική κοινωνική ταυτότητα αναφέρεται στα χαρακτηριστικά που πραγματικά έχει ένα άτομο (2). Επομένως, όταν το άτομο δεν καθίσταται ικανό να ανταποκριθεί στο ρόλο ή στους ρόλους που του έχουν παραχωρηθεί από την κοινωνία και χαρακτηρίζεται από ιδιότητες που είναι αντίθετες σε κάποιο 10
κοινωνικό πρότυπο, και δεν ανταποκρίνεται στις ισχύουσες κοινωνικές προσδοκίες, τότε θεωρείται «παρεκκλίνον» και στιγματισμένο. Οι Jones και συν. του συσχετίζουν το στίγμα με ένα σημάδι, μία απόκλιση δηλαδή από ένα πρότυπο ή έναν κανόνα (12). Πρόκειται δηλαδή για ένα χαρακτηριστικό που προέρχεται είτε από τη φύση του ατόμου είτε από τη συμπεριφορά του, το οποίο αντιβαίνει τους ρυθμιστικούς κανόνες και τα πρότυπα της εκάστοτε κοινωνικής δομής. Η εμφάνιση του στίματος σε μία κοινωνία πραγματοποιείται όταν εντοπίζονται τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά-στάδια. Στο πρώτο στάδιο εντοπίζονται και προσδιορίζονται οι κοινωνικές διαφορές και αποκλίσεις. Κατά το δεύτερο συνδέονται οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων με αρνητικές και ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Δημιουργείται δηλαδή μία ετικέτα, ή διαφορετικά, ένα στερεότυπο. Στο επόμενο στάδιο γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε «εμάς» και τους «άλλους». Με άλλα λόγια αποστασιοποιείται το «εμείς», η ομάδα, από τους «άλλους», την έξω-ομάδα. Σο τελευταίο στάδιο τα στιγματισμένα άτομα βιώνουν την κοινωνική υποβάθμιση και ποικίλες διακρίσεις, οι οποίες οδηγούν με τη σειρά τους σε αρνητικές συμπεριφορές (13). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο όρος στίγμα εμφανίζεται σε εκείνα τα κοινωνικά περιβάλλοντα, όπου συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και εκδηλώνονται ταυτόχρονα η προκατάληψη, τα στερεότυπα, η διάκριση και η απώλεια του κοινωνικού status. Συμπερασματικά, το κοινωνικό στίγμα αναφέρεται σε ένα αρνητικό χαρακτηριστικό το οποίο αποκλίνει από έναν κοινωνικό κανόνα και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα πλαίσια της επικοινωνίας και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. 2.5 Προκατάληψη Σύμφωνα με κοινωνιολόγους και κοινωνικούς ψυχολόγους, η προκατάληψη παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων ομάδων. Στη σχετική βιβλιογραφία εντοπίζονται ποικίλοι και διαφορετικοί ορισμοί για την έννοια της προκατάληψης. Στην ιστορία της ψυχολογίας, πολλοί ερευνητές έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση και ερμηνεία των προκαταλήψεων. Οι περισσότεροι κοινωνικοί ψυχολόγοι, στηριζόμενοι στο 11
κλασικό έργο του G. Allport, The Nature of Prejudice, ανέπτυξαν μία συστηματική ανάλυση αναφορικά με την προκατάληψη και τα φαινόμενα που συνδέονται με αυτή. Η προκατάληψη συνδέεται τόσο με θεωρητικές επιστήμες όπως την κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη, όσο και με θετικές επιστήμες, όπως την ψυχολογία και τις νευροεπιστήμες (14). Ο G. Allport χαρακτηρίζει την προκατάληψη ως μία «αντιπάθεια που βασίζεται σε μια λανθασμένη και ανελαστική γενίκευση» (15). Την αντιπάθεια αυτή είτε απλά τη νιώθει κάποιος είτε και την εκφράζει για ένα άτομο μιας άλλης κοινωνικής ομάδας. Ο G. Allpοrt υπογραμμίζει τον αρνητικό χαρακτήρα της προκατάληψης, διατυπώνοντας μία «κλίμακα αρνητικής δράσης», η οποία περιλαμβάνει πέντε στάδια. Στο αρχικό εντοπίζεται η προφορική-λεκτική επίθεση ενάντια στον «άλλο», ακολουθεί η αποφυγή ή ο χωρικός περιορισμός του «άλλου» και διακρίσεις εις βάρος του όπως για παράδειγμα η στέρηση των βασικών δικαιωμάτων. Έπεται η άμεση σωματική επίθεση και το τελευταίο στάδιο αφορά την εξολόθρευση, τη γενοκτονία (16). Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, διάφοροι ψυχολόγοι υπέθεσαν ότι η προκατάληψη, όπως και οι υπόλοιπες συμπεριφορές που εκδηλώνονται στον άνθρωπο, οργανώνει υποκειμενικά το ανθρώπινο περιβάλλον. Η προκατάληψη βοηθά σε ψυχολογικές διεργασίες, όπως στην αύξηση της αυτοεκτίμησης, και παρέχει υλικά πλεονεκτήματα. Όμως, ενώ οι ψυχολόγοι εστίασαν στη συμπεριφορά της προκατάληψης ως μία ψυχολογική εσωτερική διαδικασία, οι κοινωνιολόγοι έδωσαν έμφαση στις ομαδικές λειτουργίες της. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες τόνισαν την κοινωνική δυναμική των σχέσεων ανάμεσα στις ομάδες και ειδικότερα σε διαφορές φυλετικές. Αυτές αποδέχονται τη δυναμική των ομαδικών σχέσεων-οικονομικών και ταξικώνκαι αποκλείουν τις ατομικές επιρροές. Την δεκαετία του 1960, ο Blumer υποστηρίζει ότι η φυλετική προκατάληψη είναι μία «αμυντική αντίδραση», μία «μηχανή προστασίας» (17). Αναφέρει επίσης ότι λειτουργεί μυωπικά, προκειμένου να διατηρήσει την ακεραιότητα και θέση της κυρίαρχης ομάδας (14).Σύμφωνα με τους H.Tajfel και C.Fraser, η προκατάληψη χαρακτηρίζεται από ποικίλα και διαφορετικά στοιχεία. Ο κάθε άνθρωπος αποδίδει με ευκολία αρνητικά γνωρίσματα σε άτομα άλλων ομάδων 12
και δεν μεταβάλλει εύκολα την αντίληψη και γνώμη του αυτή. Η δυσκολία αυτή στη μεταβολή αντιλήψεων και στάσεων οφείλεται στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Επιπλέον, η επαφή και η εχθρότητα που συνήθως ακολουθεί, επιτείνουν την αρνητική συμπεριφορά. Τέλος, η προκατάληψη ξεκινά από μικρές ηλικίες και δύσκολα μεταβάλλεται (18). Τα παραπάνω χαρακτηριστικά της προκατάληψης υποδηλώνουν την απροθυμία ενός μέλους μιας ομάδας να σταματήσει να επηρεάζεται αρνητικά για μία άλλη ομάδα στηριζόμενο πάντα στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Ο J.Dovidio επιχειρώντας να προσδιορίσει την προκατάληψη, αναφέρει ότι «η προκατάληψη είναι μία συμπεριφορά (θετική ή αρνητική) ενός ατόμου απέναντι σε άλλες ομάδες και τα μέλη τους, η οποία δημιουργεί ή διατηρεί ιεραρχικές σχέσεις κύρους ανάμεσα στις ομάδες» (14). Ο D.Milner, στην προσπάθειά του να ορίσει την προκατάληψη, συγκέντρωσε διάφορα στοιχεία από κοινωνιολόγους και ψυχολόγους. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η προκατάληψη είναι «η στάση που προδιαθέτει ένα άτομο να σκεφτεί ή να δράσει με τρόπους ή έναντι μιας ομάδας ή έναντι των μεμονωμένων μελών» και «μία συναισθηματική, άκαμπτη στάση την οποία δεν αλλάζουν εύκολα οι αντίθετες πληροφορίες» (19). Πρόκειται δηλαδή για την ψυχολογική στάση ενός ατόμου, το οποίο τρέφει και καλλιεργεί αρνητικά συναισθήματα για άτομα-μέλη μιας άλλης ομάδας. Κατά τον Giddens, «η προκατάληψη αναφέρεται σε γνώμες ή στάσεις που έχουν τα μέλη μιας ομάδας για τα μέλη μιας άλλης. Οι απόψεις που έχουν εκ των προτέρων σχηματίσει οι προκατειλημμένοι άνθρωποι βασίζονται συνήθως σε φήμες μάλλον παρά σε αποδείξεις και δεν μεταβάλλονται εύκολα, ακόμα και αν έρθουν αντιμέτωπες με νέες πληροφορίες» (20). Η έννοια δηλαδή της προκατάληψης δε συνίσταται σε μία ρασιοναλιστική θεώρηση για το άτομο που ανήκει σε μία διαφορετικά κοινωνική, οικονομική, θρησκευτική, πολιτική ή πολιτισμική ομάδα. Αντίθετα, πρόκειται για μία αντίληψη η οποία στηρίζεται σε εικασίες και φήμες και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Με βάση τον ορισμό του Giddens, η έννοια της προκατάληψης περιλαμβάνει είτε γνώμες είτε στάσεις προκατειλημμένων μελών μιας ομάδας απέναντι σε μία άλλη ομάδα. Οι γνώμες ή 13
απόψεις των μελών μιας ομάδας είναι δυνατόν να μην μετατραπούν σε πράξη. Όταν όμως υλοποιηθούν, τότε πρόκειται για δυσμενή διακριτική μεταχείριση. Στην περίπτωση αυτή, η στάση για μία άλλη ομάδα γίνεται πραγματική συμπεριφορά. δηλαδή, μία ομάδα εφαρμόζει δυσμενείς πρακτικές, υιοθετεί εχθρικές συμπεριφορές και επιθετικές στάσεις απέναντι σε μία άλλη ομάδα (21). Με τις δραστηριότητες αυτές αποκλείονται τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας και μειώνονται οι ευκαιρίες και οι δυνατότητές τους εν συγκρίσει με τα μέλη άλλων κοινωνικών ομάδων. Διάφορες θεωρίες επιχείρησαν να διασαφηνίσουν την υιοθέτηση προκαταλήψεων από ένα άτομο ή από τα μέλη μιας ομάδας. Μία από αυτές αναφέρεται στον πρωταρχικό και καθοριστικό ρόλο της προσωπικότητας του ατόμου. Με βάση τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, οι προκαταλήψεις δημιουργούνται λόγω της αλληλεπίδρασης των ατόμων με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους, ενώ μία άλλη θεωρητική προσέγγιση αφορά στις κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις που δέχεται ένα άτομο (22). Και στις τρεις παραπάνω θεωρίες εντοπίζεται η επιρροή του ατόμου είτε από ατομικά στοιχεία του χαρακτήρα του είτε από περιβαλλοντικές συνθήκες με αποτέλεσμα τη δημιουργία συναισθημάτων αρνητικών και ανταγωνιστικών για μέλη μιας άλλης κοινωνικής ομάδας. Συμπερασματικά, ο ρόλος της προσωπικότητας, της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος είναι καθοριστικός για την υιοθέτηση και διαμόρφωση των προκαταληπτικών συμπεριφορών. Σύμφωνα με τον Duckitt, πολλές θεωρίες επιχείρησαν να εξηγήσουν και να ερμηνεύσουν την προκατάληψη (23). Ο Milner χαρακτηρίζει τις προκαταλήψεις ως αδικαιολόγητες στάσεις ή άδικες ιδιοσυγκρασίες έναντι άλλων ομάδων. Επιπλέον, ο ίδιος συνδέει την προκατάληψη με τα στερεότυπα και θεωρεί ότι τα χαρακτηριστικά της προκατάληψης αφορούν γνωρίσματα που αποδίδει αυθαίρετα μία κυρίαρχη ομάδα σε μία πολιτισμικά διαφοροποιημένη ομάδα. Σύμφωνα με τους Simpson και Yinger, πρόκειται για μία συναισθηματική, αδιάλλακτη στάση, μια προδιάθεση να ανταποκρίνεται κάποιος έχοντας ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, με συγκεκριμένο τρόπο απέναντι σε ένα άτομο ή σε μία ομάδα ατόμων. Κατά τον Allport, η 14
προκατάληψη αναφέρεται στη νοσηρή σκέψη ενός ατόμου για μία άλλη ομάδα χωρίς επαρκή δικαιολογία, χωρίς εμφανείς λόγους (16). Ο Klineberg ορίζει ότι η προκατάληψη προδικάζει αστήρικτα ένα άτομο ή μια ομάδα, τείνοντας προς μία πράξη κατά μια σύμφωνη κατεύθυνση. Η προκατάληψη ορίζεται επίσης από τους Ackerman και Jahoda ως δείγμα εχθρότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις το οποίο κατευθύνεται εναντίον ενός ατόμου ή μιας ομάδας, ικανοποιώντας μια συγκεκριμένη αδικαιολόγητη λειτουργία. Ο τελευταίος ορισμός που παρατίθεται από τον Duckitt, αναφέρεται στον ορισμό του Rose, σύμφωνα με τον οποίο η προκατάληψη αφορά μία σειρά από συμπεριφορές που προκαλούν, στηρίζουν ή δικαιολογούν τις διακρίσεις (5). Από τις παραπάνω θέσεις είναι κατανοητό ότι η προκατάληψη αφορά μία αδικαιολόγητη και αυθαίρετη συναισθηματική στάση ενός ατόμου απέναντι σε ένα άτομο ή μία ομάδα ατόμων, η οποία προκαλεί εχθρότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις και εναντιώνεται σε κάθε μορφή ετερότητας που εμφανίζεται σε ένα περιβάλλον. Ο Harding και συν. σε μία προσπάθεια ορισμού της προκατάληψης, αναφέρονται σε μία διαδικασία που οφείλεται είτε σε μια αποτυχία της λογικής με το να είναι υπεργενικευμένη, άκαμπτη και στηριγμένη σε ανεπαρκείς αποδείξεις, είτε σε μία αποτυχία της δικαιοσύνης γιατί δεν μεταχειρίζεται ισότιμα όλα τα μέλη της κοινωνίας είτε σε μία αποτυχία της καλοκαρδίας στον άνθρωπο επειδή αρνείται τη βασική ανθρωπιά των άλλων (24). Ο προκατειλημμένος άνθρωπος, επομένως, δε στηρίζεται σε έλλογες αποφάσεις και κρίσεις, δεν παραθέτει στοχαστικές αξιολογήσεις και αποδείξεις. Καταργείται η βασική αρχή της ισοτιμίας, θεμελιώδες συστατικό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθότι αντιμετωπίζονται μεροληπτικά άτομα διαφορετικών ομάδων. Τέλος, η ανθρώπινη φύση υποβαθμίζεται αφού χάνεται ο ανθρωπισμός και ο σεβασμός στην ετερότητα. Κατά τους Baron και Byrne, η προκατάληψη είναι μία στάση προς τα μέλη μιας ομάδας, τις περισσότερες φορές αρνητική, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ανήκουν σε αυτή την συγκεκριμένη ομάδα (25). Πρόκειται δηλαδή για μία εχθρότητα σε μία διαφορετική ομάδα χωρίς να προηγηθεί διάδραση και επικοινωνία. Άκριτα και αυθαίρετα, επομένως, τα 15
άτομα μίας κυρίαρχης ομάδας βάλλονται ενάντια στα μέλη μίας άλλης ομάδας. Στο έργο «Stereotypes and Stereotyping», η προκατάληψη ορίζεται ως μία «αντιπάθεια που βασίζεται σε μία λανθασμένη και παγιωμένη γενικότητα» (26). Την αντιπάθεια αυτή είτε τη νιώθει ένα άτομο είτε την εκφράζει. Πρόκειται για μία άμεση, αρνητική και αδικαιολόγητη συμπεριφορά ενός ατόμου μίας κυρίαρχης ομάδας απέναντι σε ένα άτομο που ανήκει σε μια διαφορετική ομάδα. Εξ ορισμού, είναι εμφανές ότι αφορά μία αντιπάθεια, μία αρνητική συναισθηματική στάση απέναντι σε μέλη μίας διαφορετικής ομάδας. Ένα άτομο είναι δυνατόν να νιώθει και να αντιλαμβάνεται την αντιπάθεια προκατάληψη και να μην προβαίνει σε εφαρμογή της συναισθηματικής του αντίληψης. Εντούτοις, συχνά η αντίληψη αυτή εκφράζεται στα άτομα μίας διαφορετικής ομάδας, το αρνητικό μήνυμα γίνεται σχεδόν πάντα αντιληπτό από τον αποδέκτη. Η απορριπτική συμπεριφορά και η αυθαίρετη ιδιοσυγκρασία της κυρίαρχης ομάδας γίνεται εύκολα κατανοητή από έναν παρατηρητή, όχι όμως και από τα ίδια τα μέλη της ομάδας αυτής. Στην κοινωνική ψυχολογία, οι προκαταλήψεις είναι δυνατόν να εντοπίζονται σε ατομικό-προσωπικό επίπεδο και σε ομαδικό επίπεδο. Σύγχρονοι ορισμοί γεφυρώνουν την ατομική και ομαδική διάκριση της ψυχολογίας και κοινωνιολογίας αντίστοιχα, τονίζοντας τη δυναμική φύση της προκατάληψης. Οι άνθρωποι οδηγούνται στην απλούστευση των χαρακτηριστικών μιας άλλης ομάδας στην προσπάθειά τους να την κατατάξουν και να την κατηγοριοποιήσουν. Στοχεύουν έτσι στην άμεση αναγνώρισή τους και την ομοιόμορφη κατηγοριοποίηση των κοινών γνωρισμάτων των ατόμων σε ομάδες. Τα γνωρίσματα αυτά είναι προκαθορισμένα και προσδιορισμένα από την κοινωνία και τους θεσμούς της. Όταν τα άτομα μιας ομάδας μοιράζονται την ίδια κοινωνική υπαγωγή, επιλέγουν την κατηγοριοποίηση των άλλων ομάδων στηριζόμενα σε πολιτιστικές παραδόσεις, σε ομαδικά συμφέροντα και σε κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Τα παραπάνω στοιχεία που τους διαφοροποιούν από τις άλλες ομάδες θεωρούνται κοινά και για κάθε μέλος της άλλης ομάδας χωριστά (26). Με βάση την ψυχολογική προσέγγιση του όρου «προκατάληψη» από τον ψυχολόγο D.Milner, τρία στοιχεία αναλύουν το φαινόμενο της προκατάληψης. Πρόκειται για το συναισθηματικό, το γνωστικό και το βουλητικό (20). Το συναισθηματικό στοιχείο αφορά ανθρώπινα συναισθήματα όπως απέχθεια, αντιπάθεια, μίσος, 16
αποστροφή και εχθρότητα, το γνωστικό περιλαμβάνει αντιλήψεις, γνώμες και στερεότυπα για μία ομάδα-στόχο, ενώ τέλος, το βουλητικό αναφέρεται στην μεροληψία και την αρνητική προδιάθεση. Οι προκατειλημμένοι άνθρωποι μπορούν να έχουν είτε ευνοϊκές προκαταλήψεις για τις ομάδες εκείνες με τις οποίες συνδέονται στενά είτε αρνητικές για άλλες ομάδες (27). Μεροληπτούν απέναντι στα μέλη μίας ομάδας είτε θετικά είτε αρνητικά. Στην περίπτωση που κάποιο άτομο μίας κυρίαρχης ομάδας είναι αρνητικά κατειλημμένο απέναντι σε μία μειονοτική ομάδα, είναι σχεδόν ανέφικτο να διαφοροποιήσει τη γνώμη του για την ομάδα αυτή. Από την άλλη, η θετική αντιμετώπιση ενός μέλους μίας μειονοτικής ομάδας είναι πιθανό να επιδρά θετικά στη διάδραση και επικοινωνία διαφορετικών ομάδων του κοινωνικού συνόλου. Η προκατάληψη εμφανίζεται και στις περιπτώσεις που η αντίδραση ενός ατόμου για ένα άτομο μίας άλλης ομάδας έχει θετική χροιά. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν κοινά στοιχεία στη γλώσσα, τη θρησκεία, το φύλο, την κοινωνικο-οικονομική τάξη, την εθνικότητα δημιουργούν θετική προκατάληψη για τον άλλο άνθρωπο. Όταν όμως τα μέλη μιας ομάδας αντιπαθούν και συμπεριφέρονται υποτιμητικά σε ένα μέλος μίας άλλης ομάδας διαφορετικής εθνικότητας, θρησκεύματος, κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας, τότε πρόκειται για αρνητική προκατάληψη (28). Τις περισσότερες φορές η λέξη προκατάληψη υποδηλώνει μία αρνητική έννοια και σπάνια διαφαίνεται και ο θετικός χαρακτήρας της. Η αρνητική προκατάληψη είναι σε γενικές γραμμές «μια αδικαιολόγητη αρνητική συμπεριφορά, μια ανεπιθύμητη και άδικη γνώμη ή στάση απέναντι σε ένα άτομο ή μία ομάδα». 2.6 Στερεότυπα Η έννοια του στερεοτύπου έχει οριστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους από έναν σημαντικό αριθμό μελετητών. Ο όρος στερεότυπα υποδηλώνει ένα σύνολο αρνητικών κυρίως γνωρισμάτων που αποδίδονται με τρόπο γενικό και αμερόληπτο στα μέλη μιας κατηγορίας 17
προσώπων (29). Πρόκειται δηλαδή για ένα σύνολο χαρακτηριστικών που διασαφηνίζουν και ερμηνεύουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου που ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα. Με απλοποιήσεις και γενικεύσεις διαστρεβλώνεται η κοινωνική πραγματικότητα. δηλαδή τα άτομα έχουν την τάση να παραποιούν τα χαρακτηριστικά των διαφορετικών ομάδων και να τονίζουν ιδιαίτερα τα αρνητικά χαρακτηριστικά των ομάδων αυτών. Τα στερεότυπα είναι προκατασκευασμένα σχήματα αντίληψης ή σκέψης τα οποία δημιουργούν απλοποιήσεις, γενικεύσεις και διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας (30). Αφορούν επομένως, ένα σύνολο πεποιθήσεων για τα προσωπικά χαρακτηριστικά μελών μιας κοινωνικής ομάδας, βάσει των οποίων κατηγοριοποιούνται τα άτομα αυτά. Τα γνωρίσματα ενός ατόμου που ανήκει σε κάποια ομάδα γενικεύονται και διευρύνονται σε όλη την ομάδα. Τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου λανθασμένα και άκριτα χαρακτηρίζουν συνολικά την ομάδα. Το σύνολο των πεποιθήσεων για τα χαρακτηριστικά στοιχεία μελών που ανήκουν σε κάποιες κοινωνικές ομάδες επηρεάζουν τόσο τον τρόπο που οι άνθρωποι κατηγοριοποιούν, παρουσιάζουν και επανακτούν πληροφορίες για τους άλλους όσο και τη διαδικασία που κρίνουν και αντιδρούν σε αυτές τις πληροφορίες. Οι γνωστικές αυτές διαδικασίες δημιουργούνται άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό ανάλογα με την προσωπική αντίληψη του ατόμου για τα άτομα άλλων κοινωνικών ομάδων (31). Τα στερεότυπα αναφέρονται σε χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία θεωρούνται κοινά για τα μέλη μιας ομάδας. Πολλά από τα χαρακτηριστικά που προσάπτονται στα μέλη μίας ομάδας ενδέχεται να ανταποκρίνονται ελάχιστα ή και καθόλου στην πραγματικότητα. Υφίστανται, όμως, λόγω των προκαθορισμένων και υποκειμενικών υποθέσεων (28). Οι προσωπικές και υποκειμενικές αυτές υποθέσεις που κάνει το άτομο για τα μέλη μιας άλλης ομάδας αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα οποία δεν προτίθεται να διαφοροποιήσει. Σύμφωνα με τον W.Lippmann, ο οποίος πρώτος το 1922 εισήγαγε τη λέξη «στερεότυπα» στο λεξιλόγιο των κοινωνικών επιστημών, τα στερεότυπα αποτελούν εικόνες που υπάρχουν στο μυαλό του ανθρώπου για άτομα-μέλη μιας άλλης ομάδας (32). Οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να αναλύσουν σύνθετες πληροφορίες που προέρχονται από το περιβάλλον τους κάνουν χρήση των στερεοτύπων. Τα στερεότυπα χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο για να 18
δικαιολογήσουν τις στάσεις και τις συμπεριφορές του απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Οι «εικόνες» που έχουν δημιουργηθεί στο μυαλό του ανθρώπου μεταβάλλονται μόνο εφόσον καταβάλλει ο ίδιος προσπάθεια. Όταν όμως ο άνθρωπος δεν προτίθεται να γνωρίσει ένα άτομο μιας άλλης ομάδας, εμμένει στις στερεοτυπικές αντιλήψεις του. Συνεπώς, διατηρεί και συντηρεί τις υπάρχουσες «εικόνες του μυαλού», όπως αποκαλεί τα στερεότυπα ο Lippmann. Παρόμοιες αντιλήψεις για την έννοια των στερεοτύπων εντοπίζονται και στη θεωρία του Allport. Κεντρική θέση στη θεωρία του αποτελεί η απλοποίηση της επεξεργασίας των πληροφοριών στη γνωστική διαδικασία της κατηγοριοποίησης (16).Η κατηγοριοποίηση πραγματοποιείται γιατί το μέγεθος των πληροφοριών που καλείται ένα άτομο να διαχειριστεί κάθε φορά είναι τεράστιο. Όμως, η ίδια διαδικασία καθοδηγεί και τις καθημερινές εμπειρίες του ατόμου και συμβάλλει στην αφομοίωση των πληροφοριών και δεδομένων. Συνεπώς, η κατηγοριοποίηση διευκολύνει την αντίληψη και συμπεριφορά του ατόμου. Στην περίπτωση βέβαια των στερεοτύπων, η απλοποίηση των πληροφοριών συντελεί σε «δικαιολογημένη» συμπεριφορά απέναντι σε άτομα άλλων ομάδων. 2.6.1 Δημιουργία - σχηματισμός Η διαδικασία της δημιουργίας και απόδοσης στερεοτύπων είναι μία θεμελιώδης και πιθανότατα παγκόσμια διαδικασία αντίληψης των μελών συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων με τρόπο επιφανειακό, που τείνει να αποδίδει συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς και να δημιουργεί αντίστοιχες αναμονές συμπεριφοράς χωρίς να έχει ελεγχθεί στο σύνολό της και προτού αποτελέσει αντικείμενο ολοκληρωμένης γνωσιακής επεξεργασίας να έχει διαμορφωθεί και αποκρυσταλλωθεί ως θέση (33). Τα στερεότυπα δημιουργούνται και, κυρίως, αναπαράγονται με όλους τους συνηθισμένους κοινωνικο-πολιτισμικούς τρόπους μέσω της κοινωνικοποίησης που συντελείται στην οικογένεια και το σχολείο, μέσα από την επανειλημμένη έκθεση του ατόμου σε αυτά δια των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, αλλά και την καθημερινή επικοινωνία και αλληλεπίδραση στα πλαίσια του μικρο-κοινωνικού συστήματος στο οποίο τα κάθε άτομο κινείται στις διάφορες περιόδους της ζωής του. Τα στερεότυπα, συνήθως, δεν προκαλούνται, από κάποια συμπεριφορά μέλους ή μελών της ομάδας στην οποία αναφέρονται. Είναι, μάλλον, η πρόθεση των άλλων, των 19
μελών άλλων κοινωνικών ομάδων να δημιουργεί συγκεκριμένες εικόνες για να μπορέσει με αυτό τον τρόπο να ορίσει και να χειραγωγήσει την κοινωνική πραγματικότητα προς ίδιον όφελος (34). 2.6.2 Θεωρητικές προσεγγίσεις για την αιτιολογία των στερεοτύπων Η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης: Η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης (realistic group conflict theory-rct) αναπτύχθηκε από τους D.Campbell και M.Sherif τη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ δύο ομάδων (35). Αντίθετα με τη θεωρία τη ρεαλιστικής σύγκρουσης, διάφορες ψυχολογικές θεωρίες θεωρούν τις συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων ως μετατόπιση και προβολική έκφραση των προβλημάτων, τα οποία στην ουσία είναι προβλήματα ενδο-ομαδικά ή ακόμα και ενδοατομικά (36). Ο D.Campbell αναφέρει ότι η σύγκρουση μεταξύ των ομάδων δικαιολογείται σύμφωνα με τη θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης. Είναι λογική ενέργεια με την έννοια ότι οι ομάδες αυτές έχουν θέσει ασυμβίβαστους μεταξύ τους στόχους και ανταγωνίζονται για ανεπαρκείς και περιορισμένους πόρους. Συνεπώς, η βασική αρχή στην οποία στηρίζεται η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης υποστηρίζει ότι η διομαδική σύγκρουση οφείλεται στην ανάγκη καταμερισμού περιορισμένων πόρων μεταξύ ομάδων. Όταν οι στόχοι που θέτει κάθε ομάδα είναι αμοιβαία αποκλειόμενοι, δηλαδή η επίτευξη του στόχου της μιας ομάδας συνεπάγεται τη μη επίτευξη του στόχου της άλλης ομάδας, τότε ευνοείται η προκατάληψη για τα μέλη της άλλης ομάδας και η σύγκρουση. O Μ.Sherif επιχείρησε την πρακτική εναρμόνιση της θεωρίας της ρεαλιστικής σύγκρουσης. Ο εμπειρικός έλεγχος της θεωρίας συντελέστηκε με διάφορα ψυχολογικά πειράματα, τα πιο γνωστά από τα οποία αφορούσαν τα πειράματα των θερινών κατασκηνώσεων (The Robbers Cave experiment). Στα πειράματα αυτά έλαβαν μέρος 20-25 αγόρια ηλικίας 10-12 ετών. Η ομάδα αυτή των 20-25 αγοριών ήταν ομοιογενής ως προς κάποια βασικά κοινωνικά, φυσικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Όταν έφτασαν στην κατασκήνωση, χωρίστηκαν σε δύο 20
ομάδες, αγνοώντας η μία ομάδα την ύπαρξη της άλλης. Οι ομάδες αυτές δεν έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους και κάθε ομάδα είχε τις δικές της δραστηριότητες. Στην επόμενη φάση του πειράματος, οι ερευνητές διοργάνωσαν αθλητικούς αγώνες μεταξύ των δύο ομάδων και η νικήτρια ομάδα θα έπαιρνε κάποιο έπαθλο. Σε αυτές τις συνθήκες ρεαλιστικής σύγκρουσης, η συμπεριφορά των παικτών της κάθε ομάδας απέναντι στα μέλη της άλλης ομάδας ήταν εχθρική και επιθετική. Τα μέλη κάθε ομάδας προκαλούσαν και μείωναν τα μέλη της άλλης ομάδας κάθε φορά που βρίσκονταν σε επαφή. Η σύγκρουση γενικεύτηκε δηλαδή και σε άλλες δραστηριότητες πέρα από τους αθλητικούς αγώνες (37). Στην τελευταία φάση του πειράματος, οι δύο ομάδες κλήθηκαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να επιτευχθεί ένας κοινός στόχος. Οι δύο ομάδες όφειλαν να συνεργαστούν για να κατορθώσουν, για παράδειγμα, τη μετακίνηση ενός αυτοκινήτου. Στην περίπτωση αυτή, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός των δύο αυτών ομάδων, με αποτέλεσμα τη μείωση της προκατάληψης και των συγκρούσεων. Τα πειράματα των θερινών κατασκηνώσεων του D.Sherif θεωρούνται κλασικά πειράματα στο χώρο των διομαδικών σχέσεων. Δύο ομάδες συνυπάρχουν ειρηνικά όταν δεν υφίστανται ζητήματα ανταγωνισμού. Στην περίπτωση, όμως, που τίθενται αμοιβαία αποκλειόμενοι στόχοι, συνεπώς υπάρχει ανταγωνισμός και διαμάχη μεταξύ των δύο ομάδων, τότε δημιουργούνται αρνητικές διομαδικές σχέσεις, που συχνά προκαλούν επιθετικότητα και εχθρότητα. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ομάδων έχει ως αποτέλεσμα αρνητικές στάσεις και συμπεριφορές μεταξύ των ομάδων. Αντίθετα, όταν οι δύο ομάδες συνενώνονται για έναν κοινό στόχο, παρατηρείται ενίσχυση της ενδο-ομάδας με την επακόλουθη μείωση των συγκρούσεων και των προκαταλήψεων. Δηλαδή, όταν οι στόχοι είναι αμοιβαία εξαρτώμενοι και για να επιτευχθούν απαιτείται η συνεργασία των ομάδων, τότε οι σχέσεις είναι αρμονικές. H ψυχοδυναμική προσέγγιση Σύμφωνα με την ψυχοδυναμική προσέγγιση η δημιουργία στερεοτύπων οφείλεται στην ενεργοποίηση μηχανισμών άμυνας του ατόμου. Το άτομο ενεργοποιεί αυτούς τους μηχανισμούς 21
προκειμένου να επιλύσει μία ενδο-ατομική σύγκρουση. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιεί το άτομο είναι η μετατόπιση και η προβολή (38). Η στερεοτυπική σκέψη χρησιμοποιείται στη δημιουργία των προκαταλήψεων από την κυρίαρχη ομάδα. Η σκέψη αυτή «στηρίζεται σε πάγιες και ανελαστικές κατηγορίες και συχνά συνδέεται με τον ψυχολογικό μηχανισμό της μετατόπισης». Στη μετατόπιση τα συναισθήματα της εχθρότητας ή του θυμού ενός ατόμου κατευθύνονται ενάντια σε αντικείμενα και άτομα τα οποία δεν φέρουν ευθύνες, δεν είναι οι πραγματικοί πρόξενοί τους. Εκδηλώνεται με τον τρόπο αυτό ο ανταγωνισμός του ατόμου ή της ομάδας ενάντια σε «αποδιοπομπαίους τράγους», σε ανθρώπους δηλαδή που κατηγορούνται ενώ δεν ευθύνονται. Η ψυχολογική προσέγγιση της μετατόπισης ερμηνεύει και δικαιολογεί εν μέρει την ύπαρξη της στερεοτυπικής σκέψης του ατόμου. Η εξωτερίκευση της εχθρότητας και του μίσους απέναντι σε «αποδιοπομπαίους τράγους» ή, αλλιώς, σε εξιλαστήρια θύματα ενισχύει την ύπαρξη και διατήρηση της στερεοτυπικής σκέψης. Εξάλλου, η θεωρία του αποδιοπομπαίου τράγου υποστηρίζει ότι τα στερεότυπα και η προκατάληψη που εκφράζονται απέναντι σε μία κοινωνική ομάδα είναι αποτέλεσμα της «μετατόπισης της εχθρότητας», όπως χαρακτηρίζεται από τους Dollard και συν. Συνεπώς, το άτομο επειδή δεν είναι σε θέση να απευθυνθεί στην κύρια πηγή, συνήθως δηλαδή σε ένα ισχυρό άτομο ή ομάδα, μεταθέτει την ευθύνη έναντι μιας ανίσχυρης συνήθως μειονοτικής ομάδας. Όπως αναφέρουν οι Stoeber και Insko, η μετατόπιση κατευθύνεται σχεδόν πάντα σε μειονοτικές ομάδες που διακρίνονται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και αποδίδονται σε αυτές αρνητικές συμπεριφορές (39). Ο ψυχολογικός μηχανισμός της προβολής αφορά την «ασύνειδη απόδοση στους άλλους των δικών μας επιθυμιών ή χαρακτηριστικών». Πρόκειται επομένως για μία ψυχική διαδικασία κατά την οποία το άτομο μεταθέτει στους άλλους στοιχεία, ιδιότητες και συμπεριφορές δικές του, προκειμένου να αποποιηθεί δικές του ευθύνες και ενοχές. 22
Η κοινωνικο-πολιτισμική προσέγγιση Σύμφωνα με την κοινωνικο-πολιτισμική προσέγγιση τα στερεότυπα διαμορφώνονται και διατηρούνται μέσω της θεωρίας των κοινωνικών ρόλων, της κοινωνικής μάθησης και της κοινωνικής ενίσχυσης. Οι Eagly και συν. με τη θεωρία των κοινωνικών ρόλων προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τις στερεοτυπικές συμπεριφορές. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τα στερεότυπα αντικατοπτρίζουν την κοινωνική πραγματικότητα. Οι άνθρωποι αποκτούν κοινωνικούς ρόλους στηριζόμενοι αποκλειστικά στο φύλο τους. Οι Eagly και συν. έδειξαν πειραματικά ότι τα στερεότυπα προκύπτουν από τους διαφορετικούς ρόλους που αναλαμβάνουν οι άντρες και οι γυναίκες μέσα σε ένα κοινωνικό σύστημα. Η θεωρία αυτή υποθέτει ότι στη δημιουργία στερεοτύπων υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας, εφόσον καθρεπτίζουν υπαρκτές διαφορές. Αυτοί οι στερεοτυπικοί «φυλετικοί» ρόλοι προκλήθηκαν από κοινωνικές νόρμες, οι οποίες αφορούν προσδοκίες για κατάλληλες συμπεριφορές μέσα στην κοινωνία (40). Δηλαδή τα στερεότυπα αποκτώνται από τις συμπεριφορές που υπαγορεύονται από τους κοινωνικούς ρόλους. Η οικονομική και κοινωνική δομή της εκάστοτε κοινωνίας διαμορφώνει την προσωπικότητα του ατόμου και, κατ επέκταση, τις στερεοτυπικές αντιλήψεις και στάσεις. Η γνωστική προσέγγιση Η γνωστική προσέγγιση δίνει έμφαση στη γνωστική διαδικασία της κατηγοριοποίησης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, τα στερεότυπα είναι γνωστικές δομές που περιλαμβάνουν τις γνώσεις και τις πεποιθήσεις που έχουν τα άτομα για μία ομάδα. Σύμφωνα με τον Tajfel, η κατηγοριοποίηση των διαφόρων ερεθισμάτων από το άτομο οδηγεί σε στερεοτυπικές αντιλήψεις και στάσεις. Το άτομο δηλαδή έχει την τάση να μεγιστοποιεί τις διαφορές ανάμεσα στις κατηγορίες, ενώ παράλληλα τις περιορίζει, όταν ανήκει και το ίδιο σε κάποια κατηγορία από αυτές (41). Επομένως, το άτομο κατατάσσει τον εαυτό του σε συγκεκριμένες ομάδες-κατηγορίες και παράλληλα δημιουργεί άλλες ομάδες, ξένες προς αυτό. Τα στερεότυπα προκύπτουν επειδή το άτομο απλοποιεί τα πολύπλοκα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον του. Πιο συγκεκριμένα, τα στερεότυπα προκύπτουν από το 23
συσχετισμό μεταξύ μίας κατηγοριοποίησης (φύλο, φυλή, εθνικότητα) και μιας συνεχούς διάστασης (χαρακτηριστικό, συμπεριφορά) από το άτομο (42). Προκειμένου το άτομο να κατανοήσει καλύτερα το ευρύτερο περιβάλλον του, κατατάσσει τα ερεθίσματα που λαμβάνει σε διάφορες κατηγορίες. Με την κατηγοριοποίηση, τη διαδικασία οργάνωσης των ερεθισμάτων, το άτομο είναι σε θέση να δεχτεί μεγαλύτερο αριθμό πληροφοριών επειδή μπορεί να τις αφομοιώσει πιο εύκολα. Επίσης, η κατηγοριοποίηση βοηθά το άτομο να αναγνωρίζει αμέσως την κατηγορία στην οποία ανήκει ένα ερέθισμα και προσδιορίζει τη συμπεριφορά που θα τηρήσει απέναντι σε αυτό. Κριτική των προσεγγίσεων για τη δημιουργία στερεοτύπων Η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης αναφέρει ότι η δημιουργία των στερεοτύπων οφείλεται στη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ δύο ομάδων, όταν οι ομάδες αυτές έχουν θέσει ασυμβίβαστους μεταξύ τους στόχους και ανταγωνίζονται για ανεπαρκείς και περιορισμένους πόρους. Η παραπάνω θεωρία αδυνατεί να συμπεριλάβει ατομικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, οι οποίοι ενδεχομένως να παίζουν ρόλο στη δημιουργία στερεοτύπων. Με βάση τη θεωρία αυτή, τα άτομα λειτουργούν ανεξάρτητα από τα κοινωνικά και πολιτισμικά ερεθίσματα που έχουν δεχτεί κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ούτε παίζει ρόλο ο τρόπος επεξεργασίας των πληροφοριών από το κάθε άτομο χωριστά. Παρατηρείται δηλαδή ότι το άτομο ενεργεί μεμονωμένα ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση για τη δημιουργία στερεοτύπων στηρίζεται στην ατομική δράση του ατόμου, δηλαδή το άτομο προκειμένου να λύσει τα προσωπικά του προβλήματα καταφεύγει στην ενεργοποίηση ψυχολογικών μηχανισμών άμυνας, όπως αυτοί της μετατόπισης και της προβολής. Η προσέγγιση αυτή όμως δε δίνει βάρος σε παράγοντες όπως το περιβάλλον και την οικογένεια, οι οποίοι σαφώς επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και δράσης του κάθε ατόμου. Δηλαδή, η προσέγγιση αυτή δικαιολογεί μόνο εν μέρει τη δημιουργία στερεοτύπων, καθώς το άτομο επηρεάζεται και από κοινωνικούς και από πολιτισμικούς παράγοντες. Η κοινωνική-πολιτισμική προσέγγιση ερμηνεύει τη δημιουργία στερεοτύπων χρησιμοποιώντας τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, και συγκεκριμένα τους κοινωνικούς 24
ρόλους που αποκτούν τα άτομα λόγω του φύλου τους. Η προσέγγιση αυτή δε λαμβάνει υπόψιν της ότι κάθε άτομο αντιλαμβάνεται διαφορετικά την πραγματικότητα, δρα και αντιδρά σε κάθε ερέθισμα με μοναδικότητα λόγω της ανεπανάληπτης προσωπικότητάς του. Η επιλογή της δράσης και του τρόπου αντίδρασης του κάθε ατόμου δεν μπορεί να είναι αποκλειστική συνέπεια του φύλου και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Επιπλέον, στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου καθοριστικό ρόλο παίζει και ο τρόπος επεξεργασίας και κωδικοποίησης των πληροφοριών και ερεθισμάτων από το άτομο. Τέλος, με βάση την προσέγγιση αυτή, τα θετικά στερεότυπα θα πρέπει να είναι όσα και τα αρνητικά. Δυστυχώς, οι εκτιμήσεις για τα μέλη της έξω-ομάδας είναι συχνά αρνητικές. Η γνωστική προσέγγιση στηρίζεται στην κατηγοριοποίηση των ερεθισμάτων από το άτομο, και πιο συγκεκριμένα στην απλοποίηση των πληροφοριών που δέχεται. Δηλαδή, τα στερεότυπα δημιουργούνται επειδή το άτομο από τη φύση του κατηγοριοποιεί τις πληροφορίες που δέχεται και οδηγείται στη δημιουργία «αποδιοπομπαίων τράγων». Η προσέγγιση αυτή δε λαμβάνει υπόψη κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, οι οποίοι ενδεχομένως να επηρεάζουν τη σκέψη του ατόμου. Επίσης, δεν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνει το άτομο τις πληροφορίες για ένα άλλο άτομο ή μία άλλη ομάδα, εάν δηλαδή είναι και ο συνομιλητής ή το περιβάλλον εν γένει αρνητικά φορτισμένο κατά τη στιγμή της επεξεργασίας μιας πληροφορίας. Τέλος, είναι δύσκολο να υπολογιστεί η επιλογή των «αποδιοπομπαίων τράγων» 2.6. 3 Διατήρηση Η έννοια της παλαιότητας των πληροφοριών σχετικά με ένα άτομο ή μια κοινωνική κατάσταση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση ενός στερεοτύπου. Οι άνθρωποι τείνουν να χρησιμοποιούν την άποψη που έχουν σχηματίσει καταρχήν για ένα πρόσωπο η μια κατάσταση, ακόμα κι αν η αρχική τους εμπειρία και, συνακόλουθα, σχηματισθείσα άποψη δεν έχει καμία σχέση με τα τρέχοντα δεδομένα (Sherman et al., 1990). Η έρευνα, έχει δείξει ότι ειδικά σε περιπτώσεις που ιδιότητες όπως το γένος, η φυλή, η εθνικότητα είναι παρούσες, οι αρχικά αποθηκευμένες πληροφορίες ανακαλούνται μάλλον αυτόματα στην συνείδηση και 25
διαμορφώνουν την άποψη και τη θέση του ατόμου χωρίς απαραίτητα να διαμεσολαβεί η συνείδηση της γνωσιακής διαδικασίας της επεξεργασίας των νέων πληροφοριών. Μάλιστα, όπως υποστηρίζουν οι Macrae et al., (1994) ειδικά στις περιπτώσεις που η πληροφορία σχετίζεται ή παραπέμπει άμεσα στο θέμα της κοινωνικής κατηγοριοποίησης έχει παρατηρηθεί ότι οι αρχικά αποθηκευμένες πληροφορίες είναι αυτές που καθορίζουν την στάση του ατόμου χωρίς να επιτρέπουν την συνολική επεξεργασία των νέων πληροφοριών, που μάλλον αποθηκεύονται άμεσα, έχοντας ωστόσο υποστεί μία εννοιολογική τροποποίηση, ώστε να συμβαδίζουν με τις ήδη υπάρχουσες πληροφορίες που σχηματίζουν και τις σχετικές απόψεις. Η βασική διαδικασία διατήρησης του στερεοτύπου είναι η αφομοίωση. Πιο απλά, πολλές φορές τα άτομα γίνονται αντιληπτά ως πιο ανάλογα ή όμοια με το στερεότυπο που τα αφορά από ότι είναι στην πραγματικότητα. Οι Neuberg & Newsom (1993) διαπίστωσαν ότι ιδιαίτερα τα μέλη των κοινωνικά μεγάλων και ισχυρών ομάδων έχουν την τάση να επιζητούν την συνέπεια και την οργάνωση στο κοινωνικό τους περιβάλλον με αποτέλεσμα να τείνουν να χρησιμοποιούν στερεοτυπικά δομημένους χαρακτηρισμούς που διευκολύνουν την διαδικασία της απόδοσης. Ο διομαδικός ανταγωνισμός και η έλλειψη ουσιαστικής επαφής μεταξύ των μελών διαφορετικών ομάδων αυξάνει την εντύπωση της έξω- ομαδικής ομοιογένειας και ευνοεί την τάση να προσομοιώνονται με το στερεότυπο της ομάδας τους άτομα που η στάση και η συμπεριφορά τους δεν δικαιολογούν κάτι τέτοιο (Islam & Hewstone, 1993). 2.6.4 Λειτουργία Ο H. Tajfel (1969) υπήρξε από τους πρώτους ερευνητές της κοινωνικής ψυχολογίας που υπέδειξαν την ανάγκη μελέτης των γνωστικών διαδικασιών τις οποίες εξυπηρετούν τα στερεότυπα. Υπήρξε, όμως, και από τους πρώτους που υπέδειξαν ότι τα στερεότυπα δεν εξυπηρετούν μόνο τις γνωστικές λειτουργίες του ατόμου και ανέδειξε την κομβικότητα της κοινωνικής διάστασης της λειτουργίας των στερεοτύπων. Τα στερεότυπα είναι παρόντα σε περιπτώσεις διένεξης μεταξύ κοινωνικών ομάδων, διαφορών στη χρήση και την τοποθέτηση απέναντι στην εξουσία, προκειμένου να διευκολύνουν το άτομο να πάρει μία απόφαση σχετικά με την στάση που πρέπει σε κάθε περίπτωση να τηρήσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότιείναι πάντα και οι καλύτεροι σύμβουλοι (Eagly, 1995). 26