H ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ (1849;-1918)

Σχετικά έγγραφα
Βασίλη Μιχαηλίδη Η Χιώτισσα

Βασίλης Μιχαηλίδης Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ, κατά το 1821

Φυλακισµένα Μνήµατα. Προσφορά αγάπης στον τόπο που µας γέννησε Έτος 13 ο Φύλλο 24 ο Απρίλιος 2011

CIVITAS GENTIUM. Volume 4, Number 1 September 2016

Κριτικη της Maria Kleanthous Kouzapa για το βιβλίο : " ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ " του Γιώργου Παπαδόπουλου-Κυπραίου

Μες το εβδομήντα τέσσερα, τζιαιρόν δευτερογιούνη 1, μιάλον 2 κακόν εγίνηκεν μέσα στην Κύπρον ούλλην 3.

Το τραού ιν τ' Άη Γιωρκού και τού δρα κού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

^ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΙΧΑΗΑΙΛΟΥ * ΤΑ ^Ί^^/Ο^' ^('^/ΤΤ/Γ-://^ ^^ι2ί ΕΝ ΛΕ/ΛΕΣ9 (ΚΥΠΡΟΥ) ΤΥΠΟΙ! "ΑΕΥΚΟΧΙΑΣ^ ΕΦΡΑΙΜ Κ. ΠΕΤΡΙΔΟΥ ΚΑΙ»ΑΣ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Συνέντευξη με τη Φανή Αναστασίου Ευδοκίας Κοτσώνια και Νάσιας Χαραλάμπους. Η Φανή Αναστασίου γεννήθηκε στη Λεμεσό σε μια επταμελή οικογένεια.

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΥΣΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΧΑΜΑΛΙΔΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ ΤΑΞΗ: Α 6

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Κατανόηση προφορικού λόγου

Αφιέρωμα στους Λαϊκούς Ποιητές

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Η χαρά της αγάπης

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Γιώργης Παυλόπουλος. Τι είναι ποίηση...

...Μια αληθινή ιστορία...

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Modern Greek Beginners

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

1) Μες τους κάμπους τ αγγελούδια ύμνους ουράνιους σκορπούν κι από τα γλυκά τραγούδια όλα τριγύρω αχολογούν. Gloria in excelsis Deo!

ΜΕΡΟΣ 8ο: ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΑ (4.0008)

ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ποιητικό Κουίζ. 1. Ποιος Έλληνας ποιητής τιμήθηκε πρώτος με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας; 2. Ποιο είναι το μέτρο των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών;

Μαρτυρία Αργυρού Χαραλάμπους

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Αξιοποιώντας τους γλωσσικούς πόρους

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου.

Το συγκλονιστικό άρθρο. του Γλέζου στη Welt. Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Λένα Μαντά: «Την πιο σκληρή κριτική στην μητέρα μου, την άσκησα όταν έγινα εγώ μάνα»

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Εθνικό δασικό πάρκο Πέτρας του Ρωμιού

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

2 ο Δημοτικό Σχολείο Λιτοχώρου

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

O πιο. άγγελος. μικρός. Xίλντε Κέλερ-Τιμ. εικόνες: Στέφανι Ράιχ

T: Έλενα Περικλέους

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

Πέννυ Εμμανουήλ Κυβερνήτης Θ117Α

Όταν η ζωή στο νηπιαγωγείο γίνεται παιχνίδι! Το Site για γονείς και νηπιαγωγούς

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

êjiévn dfxvpiamsoi DOWN TOWN Κυρ, 07 Ιούλιος 2013, p.58 Αποδελτίωση:07/07/2013

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη


Η ΚΟΙΝΗ ΓΙΟΡΤΗ. Σκηνή 1 η

ΜΟΥΡΜΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ στο όνειρο

Ομιλία στην Σχολική Εορτή των Τριών Ιεραρχών Γυμνάσιο Ξυλοφάγου

Όταν είσαι χορεύτρια, ηθοποιός, τραγουδίστρια, καλλιτέχνης γενικότερα, είσαι ένα σύμπαν που φωτοβολεί.

Μαρούλα Κλιάφα Μελίνα Κ Γεράσιμος Κ.: Μάριος Κ.

Kangourou Greek Competition 2014

Ο Τριαδικός Θεός: οι γιορτές της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος. Διδ. Εν. 14

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΓΛΎΚ Α ΣΤΌΙΌΎ " ΘΈΝΤΑ ΜΙΜΗ Λ ΆΚ Η

Τοµπάζης /Τουµπάζης - Γιακουµάκης

Νεοελληνική Λογοτεχνία. Β Λυκείου

1 00:00:08,504 --> 00:00:11,501 <i>το σχολείο της Τσιάπας παρουσιάζει:</i> 2 00:00:14,259 --> 00:00:17,546 <b>"ποιοί είναι οι Ζαπατίστας;"</b>

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΙΩΞΗ MAΘ Η Μ Α : Ν Ε Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Κ Α Ι Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Transcript:

9-31 H ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ (1849;-1918) Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Abstract: The Cypriot pohet Vassilis Michailidis has ushed thhe local dialhect and projhecthed in his work Grhehek national idheals, with a sphecial hemphasis on thhe history of thhe island of Cyprus. His work util - ishes thhe tradition of Grhehek history and thhe various modhes of litheraturhe hexprhession, both mhediheval and modhern. Περίληψη: Ο Κύπριος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης χρησιμοποίησε την τοπική διάλεκτο και προέβαλε στο έργο τα ελληνικά εθνικά ιδεώδη με ιδιαίτερη αναφορά στην ιστορία της νήσου Κύπρου. Το έργο του αξιοποιεί την παράδοση της ελληνικής ιστορίας και τους ποικίλους εκφραστικούς τρόπους της λογοτεχνίας, μεσαιωνικής και νεότερης. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Ο Βασίλης Μιχαηλίδης θεωρείται από πολλούς ο εθνικός ποιητής της Κύπρου. Έγραψε κυρίως στην τοπική διάλεκτο και υπήρξε διάπυρος κήρυκας των εθνικών ιδεωδών των συμπατριωτών του και του οράματός τους για ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Οι περίφημοι στίχοι Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου και Σφάξε μας ούλλους τζι' ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν (από το ποίημα «Η 9η Ιουλίου 1821») αντιλαλούν στην ψυχή του κάθε Κύπριου στον αδιάκοπο αγώνα του για ελευθερία. Έζησε έναν περιπετειώδη βίο με επιστέγασμα τα δύσκολα τελευταία χρόνια, που πέρασε στο πτωχοκομείο της Λεμεσού. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο, την 1 η Ιανουαρίου. Δυστυχώς, δεν είναι εξακριβωμένη η γενέθλια χρονιά του. Ο λογοτέχνης Γλαύκος Αλιθέρσης [1] ανέφερε ότι κάποτε ο ίδιος ο ποιητής του είχε πει πως δεν εγνώριζε το έτος της 1. Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μιχαήλ Χατζηδημητρίου. 2016 Faculty of Turkish Studies and Modern Asian Studies National and Kapodistrian University of Athens

10 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος γεννήσεώς του. Ήταν, όμως, πρωτοχρονιά και είχε έναν παππού ονόματι Βασίλη, εξ ου και το δικό του όνομα. Σε γενικές γραμμές, υπολογίζεται ότι πρέπει να ήρθε στον κόσμο κατά τα έτη 1849-1853. Πατέρας του ήταν ο ΧατζηΜιχαήλ (ή Χατζηκουμπάρος), ένας φτωχός «ευτράπελος τραγουδιστής», που του άρεσαν πολύ τα αστεία.. Μητέρα του ήταν η Αννέτα του Κονόμου από το Δάλι, η οποία απεβίωσε όταν ο Βασίλης ήταν πολύ μικρός (το 1856). Ο ΧατζηΜιχαήλ έστειλε τον μετέπειτα ποιητή και τον αδελφό του Χαράλαμπο στον θείο τους «ποιητάρη και ζωγράφο» Χρύσανθο Παπακονόμο, στο Δάλι. Αυτός ήταν ιερέας και δίδαξε τα παιδιά τα πρώτα τους γράμματα, καθώς και τις βασικές αρχές της ποίησης και της ζωγραφικής. Ο Βασίλης λάτρεψε τον θείο του, τον οποίο με δυσκολία αποχωρίστηκε για να πάει στο δημοτικό σχολείο στη Λευκωσία, το 1863. Κατά την προσεχή πενταετία, εγκαταστάθηκε στην παλαιά Αρχιεπισκοπή, δίπλα σε ένα άλλον θείο του (από την πλευρά του πατέρα του), που ήταν επίσης ιερέας. Επρόκειτο για τον μετέπειτα επίσκοπο Κιτίου Κυπριανό (κατά κόσμον Ιωάννη) Οικονομίδη Μόλις τελείωσε το δημοτικό, ενεγράφη στην Ελληνική Σχολή, όπου σχολάρχης ήταν ο προαναφερθείς θείος του Οικονομίδης. Παράλληλα διδασκόταν βυζαντινή αγιογραφία από τον Χατζή Χριστόδουλο, έναν από τους πλέον γνωστούς αγιογράφους της περιόδου εκείνης. Στο Σχολαρχείο Λευκωσίας συνδέθηκε φιλικά με τον 17χρονο Γεώργιο Βιζυηνό (ο οποίος ήταν προστατευόμενος του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Β ), καθώς και με τον Στυλιανό Χουρμούζιο. Μετά την εκλογή του θείου στο αξίωμα του Μητροπολίτη Κιτίου, ο νεαρός Βασίλης τον ακολούθησε στη Λάρνακα (το 1869). Εκεί, εργάστηκε ως «οικονόμος-κελάρης» της Ιεράς Μητροπόλεως. Ταυτόχρονα, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Το 1872 ήταν μία χρονιά ορόσημο στη ζωή του Μιχαηλίδη, καθώς τότε γνωρίστηκε με τον ποιητή Γουσταύο Λαφφόν, ο οποίος αργότερα μετέφρασε στα γαλλικά τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» του Διονυσίου Σολωμού. Ταυτόχρονα, αρχίζει να συναναστρέφεται με άτομα των κοσμικών κύκλων της Λάρνακας, που εκείνη την εποχή ήταν το διπλωματικό κέντρο της Κύπρου. Εκεί, είχαν την έδρα τους τα προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων. Είχε περιοριστεί ο ενθουσιασμός του για τη ζωγραφική και άρχισε να στρέφεται προς την ποίηση. Γνώρισε τους ποιητές Θεόδουλο Κωνσταντινίδη και Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη, οι οποίοι ενεθάρρυναν την ενασχόλησή του με την ποίηση. Την αυτή περίοδο, συνάντησε την Ευγενία Μπαρτσίλη, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα. Ο έρωτας, όμως, αυτός έμεινε ανολοκλήρωτος και πλατωνικός, αφήνοντας ένα τραύμα στον ψυχισμό του Μιχαηλίδη. Αυτό διαφαίνεται από τα ποιήματα «Ανεράδα», «Το σιγάρον», «Ο αποχωρισμός» και «Το αεράκιν». Την επόμενη χρονιά, δημοσιεύτηκαν τα πρώτα του ποιήματα («Η Τοκογλυφία» [2] και «Αηδόνια 2. Οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος αυτού (1-8) έχουν ως εξής: Ο λαός στο όρος, σαν πεινάσει, γυρεύκει τίποτες να φάει, κι ο κυνηός, για να τον πκιάσει, στήννει την τσάκραν κει που πάει. Βάλλει του πάνω έναν κομμάτιν

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 11 και Κουκουβάγιες»), ενώ απεφάσισε να βγάλει τη βράκα και τις μπότες για να φορέσει ευρωπαϊκό παντελόνι. Επίσης, έλαβε την απόφαση να μεταβεί στην Ιταλία για σπουδές ζωγραφικής. Η απόφασή του αυτή προκάλεσε την αντίδραση του θείου του Μητροπολίτη Κυπριανού, ο οποίος κάλυψε μόνον τα έξοδα για τα ταξίδι, ύστερα από θερμή παράκληση του ιδίου του Μιχαηλίδη. Το 1875, ανεχώρησε για την Ιταλία. Αρχικώς, εγκαταστάθηκε στη Νεάπολη και μετά στη Ρώμη. Δυστυχώς, δεν διέθετε ούτε τα κατάλληλα εφόδια αλλά ούτε και τους απαραίτητους τίτλους για να καταφέρει να εισαχθεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νεαπόλεως. Τα χρήματα που διέθετε ήταν λιγοστά και τελείωσαν γρήγορα, με αποτέλεσμα η παραμονή του στην ιταλική χερσόνησο να καταστεί προβληματική. Κατά την εποχή εκείνη, ξέσπασε ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος [3]. Η έναρξη των εχθροπραξιών προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού μεταξύ των περισσοτέρων Ελλήνων, την οποία υπεδαύλιζαν και διάφοροι πατριωτικοί σύλλογοι με επικεφαλής διαπρεπείς προσωπικότητες όπως ο Παύλος Καλλιγάς και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Πολλοί θεώρησαν ότι παρουσιαζόταν μία λαμπρή ευκαιρία για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων, ιδίως αυτών της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Αρκετοί εθελοντές έσπευσαν να καταταγούν εθελοντικά στα ένοπλα σώματα, που συγκροτούνταν με ταχείς ρυθμούς. Αν και η ελληνική κυβέρνηση τηρούσε πολιτική ουδετερότητας, πολλοί άνδρες των προαναφερθέντων σωμάτων εισήλθαν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Το κλίμα αυτό συγκίνησε τον Μιχαηλίδη ο οποίος επέλεξε να μην επιστρέψει στην Κύπρο αλλά να σταματήσει στην Ελλάδα και να καταταγεί εθελοντικά στα υπό σύσταση σώματα. Πολέμησε στη μάχη της Μακρινίτσης και αφιέρωσε ένα ποίημα (γραμμένο στην καθαρεύουσα ή πανελλήνια κοινή) στους συμμαχητές του. Το θέρος του 1878, η Κύπρος πέρασε υπό τον έλεγχο των Άγγλων. Το γεγονός αυτό ώθησε πολλούς Κυπρίους (μεταξύ ων οποίων ήταν και ο Μιχαηλίδης) να επανέλθουν στη γενέθλια γη. Επέστρεψε στο νησί σε κακή κατάσταση, δίχως χρήματα και με κλονισμένη υγεία. Αρχικώς, έμεινε στη Λάρνακα, κοντά στον θείο του Μητροπολίτη Κυπριανό. Σύντομα, όμως, κατέστη φανερό το χάσμα που χώριζε τους δύο άντρες και ο Μιχαηλίδης έφυγε για τη Λεμεσό. Η συγκεκριμένη πόλη διένυε περίοδο παρακμής, καθώς οι Τούρκοι ουδεμία μέριμνα είχαν λάβει για τους κατοίκους της. Αντιθέτως, οι Άγγλοι εξετίμησαν εξ αρχής τη γεωστρατηγική θέση της και προείδαν τις δυνατότητες, που ανοίγονταν για την οικονομική αλλά και τη στρατιωτική αξιοποίησή της. Κατά τα προσεχή έτη, έλαβε χώρα μία εντυπωσιακή πρόοδος με αποτέλεσμα η Λεμεσός να εμφανίζεται ως η πλέον ανεπτυγμένη και φιλοπρόοδη πόλη της νήσου, στις αρχές του 20 ου αιώνα. ψουμίν ξερόν να του γελάσει του κακορίζικου στ αμμάτιν, νά ρτει να φα, για να τον πκιάσει. 3. Την 24η Απριλίου 1877, η Ρωσσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

12 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος Λίγο μετά την εγκατάστασή του στη Λεμεσό, ο Μιχαηλίδης άρχισε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Αλήθεια [4]. Για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν σε θέση να συντηρήσει ο ίδιος τον εαυτό του, γεγονός που τον απελευθέρωσε και του επέτρεψε να συμμετάσχει ενεργά στα δρώμενα της πόλεως. Επιπλέον, έχει αρχίσει να ωριμάζει και να αποκτά μόνιμους και σταθερούς φίλους, μεταξύ των οποίων, εξέχουσα θέση κατείχαν ο συντάκτης και εκδότης της Αλήθειας Αριστοτέλης Παλαιολόγος, ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Καρύδης, ο μετέπειτα δήμαρχος Μιχαήλ Μιχαηλίδης και ο δημοσιογράφος και ιδιοκτήτης της Σάλπιγγος Στυλιανός Χουρμούζιος. Ο ποιητής αποτελούσε πλέον μέλος της πνευματικής ελίτ της πόλεως, οι κάτοικοι της οποίας δονούνταν από τον παλμό της ελευθερίας. Το αίτημα για την «ένωση» γινόταν κάθε μέρα και πιο ισχυρό. Η νεολαία ήταν στην πρωτοπορία του, ειρηνικού για την ώρα, κινήματος για εθνική αυτοδιάθεση, υπό την άτυπη καθοδήγησε του Μεγάλου Σχολάρχη της Λεμεσού Ανδρέα Θεμιστοκλέους. Σε αυτό το περιβάλλον, ο Μιχαηλίδης εντάχθηκε οργανικά και αφομοιώθηκε λειτουργικά. Η εύθυμη ιδιοσυγκρασία του βρήκε τις κατάλληλες συνθήκες για να εκδηλωθεί, καθώς η Λεμεσός μετατρεπόταν με γοργούς ρυθμούς σε μία φιλόξενη και ανοικτή πόλη, κέντρο του κεφιού και του καρναβαλιού. Εκτός, όμως, από πόλη της διασκέδασης η Λεμεσός είχε γίνει και η πολιτιστική πρωτεύουσα της νήσου. Το 1879, διορίστηκε επιστάτης [5] στο νοσοκομείο της πόλεως από τον δήμαρχο Καρύδη. Η πρόσληψή του προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς θεωρήθηκε απόδειξη ευνοιοκρατίας του δημάρχου προς τον φίλο του. Το 1880, άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματα του Θεμιστοκλέους και υιοθέτησε με μεγαλύτερη ζέση το ιδανικό της «ένωσης». Την εποχή εκείνη, ξεκίνησε να γράφει με όλο και μεγαλύτερο πάθος και είχε τη χαρά να δει για πρώτη φορά τα έργα του δημοσιευμένα (στην εφημερίδα Αλήθεια). Τότε, ο έρωτας του ξανακτύπησε την πόρτα στο πρόσωπο της αδελφής του στενού του φίλου ποιητή Μιχαήλ Μιχαηλίδη, Ευτέρπης. Δυστυχώς, και ο έρωτας αυτός έμεινε ανολοκλήρωτος, γεγονός που χάραξε βαθειά την ψυχή του ευαίσθητου ποιητή, ωθόντας τον να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Το 1881, έγραψε το ποίημα «Η Κύπρος τους λέγοντας ότι δεν είναι ελληνική». Κατωτέρω, παρατίθενται χαρακτηριστικά λίγοι στίχοι από το ποίημα αυτό. Για τουν την θέσην που κρατώ, για τουν την υστερκάν μου, για κείν τα πρώτα κάλλη μου, την πρώτην ομορφκιάν μου, πολλοί με πεθυμήσασιν, πολλοί με ρεσιστήκαν, 4. Κατά τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, εκδόθηκαν τρεις εφημερίδες: η Αλήθεια του Αριστοτέλη Παλαιολόγου, η Σάλπιγξ του Στυλιανού Χουρμούζιου και η Cyprus Hherald. 5. Οι πηγές δεν συμφωνούν ως προς την πραγματική φύση της εργασίας του. Αλλού αναφέρεται ως διευθυντής του νοσοκομείου, αλλού ως επιστάτης, κάποιος τρίτος κάνει λόγο για «νοσοκόμο», ενώ τέλος ορισμένοι θεωρούν ότι ήταν επόπτης των σφαγείων. Δυστυχώς, τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου δεν είναι αξιόπιστα, καθώς είναι πολύ πιθανόν να γραφόταν για τυπικούς και μόνον λόγους ο τίτλος μίας θέσεως για την οποία είχαν εξασφαλισθεί τα κονδύλια της μισθοδοσίας.

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 13 και που την Δύσην πάνω μου πολλοί ποταυριστήκαν. Αρπάσσαν με κ επαίζαν με πό ναν εις άλλον χέριν. Τούτ η καρδκιά τα δκιάβασεν, ένας Θεός τα ξέρει. Που μέσα στους νεκατωμούς που γένονταν στην Δύσην, που μέσα σ κείν τες τάραξες που δεν είχασιν στήσην, όπκοιοι εποτυλίουνταν ανέμοι κ εφυσούσαν, έρκουνταν ούλοι πάνω μου εμέν και ποκομπούσαν. Ήμουν δα μέσα κ έπιννα την πίκραν κάθε βρύσης, η πέτρα που φακκούσασιν τα κύμματα της Δύσης. Το πέζεμαν των δκιαβατών, το στάμαν τους πολέμους ήμουν δεντρόν που στέκεται στο ρέμαν τους ανέμους. Κι όσοι κι αν ήρταν πάνω μου ανέμοι κι αν εδώσαν, ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά και δεν με ξηριζώσαν. Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου εκαταφατσελλώσαν με κ εκάψαν τους πολούς μου εσείσαν με κ εκλίναν με κ εκόψαν τα κλωνιά μου, μ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα κ η καρδκιά μου. (στίχοι 131-150) Το 1882, εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή υπό τον τίτλο «Η Ασθενής Λύρα», η οποία περιλάμβανε ποιήματα στην καθαρεύουσα, τη δημοτική και την κυπριακή διάλεκτο (μεταξύ αυτών και τα προαναφερθέντα «Το σίγαρον» και «Το αεράκιν»). Δύο χρόνια αργότερα, ξεκίνησε η συνεργασία του με την εφημερίδα Σάλπιγγα. Το έτος εκείνο, ο Δήμος Λεμεσού του προσέφερε μία νέα θέση εργασίας, καθώς κι ένα δωμάτιο για να διαμένει. Ορίστηκε και επισήμως επιστάτης του νοσοκομείου και επόπτης. Ο μισθός του ανήρχετο πλέον σε 4 λίρες, ποσόν λίαν ικανοποιητικό για τα δεδομένα της εποχής, πολλώ δε μάλλον αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Μιχαηλίδης δεν διέθετε πτυχίο και δεν ήταν γνώστης της αγγλικής. Η επαγγελματική αποκατάσταση προσέδωσε στον Μιχαηλίδη αυτοπεποίθηση, γεγονός που διαφαίνεται και στο ποιητικό του έργο. Το πλέον αξιόλογο ποίημά του της περιόδου εκείνης είναι, κατά πολλούς, αυτό που αφιέρωσε στο ελληνικό πλοίο «Ναύαρχος Μιαούλης», το οποίο είχε καταπλεύσει στη Λεμεσό. Ο Μιχαηλίδης απήγγειλε δημοσίως το ποίημά του αυτό, το οποίο τιτλοφορείτο «Τω ελληνικώ ευδρόμω Ναύαρχος Μιαούλης» και έγινε ευμενώς αποδεκτό από τους παρευρισκομένους. Οι τελευταίοι φώναζαν «ζήτω» και «εύγε», επαινώντας τον ποιητή. Η αξία του Μιχαηλίδη αναγνωριζόταν πλέον από τις και από τις ευρύτερες μάζες. Το 1885, απεβίωσε ο Δήμαρχος Λεμεσού Καρύδης και η εργασία του Μιχαηλίδη κατέστη επισφαλής. Ευτυχώς για τον ποιητή, τον διαδέχτηκε ο Ιωάννης Καραγεωργιάδης, ο οποίος εκτιμούσε το έργο του Μιχαηλίδη. Τον επόμενο χρόνο, απεφασίσθη η ίδρυση δημοτικού φαρμακείου. Κατά παράδοξο (και πολλούς σκανδαλώδη) τρόπο,

14 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος ο Μιχαηλίδης τοποθετήθηκε στη θέση του φαρμακοποιού, αν και στερείτο παντελώς των σχετικών γνώσεων. Σημειωτέον ότι από το 1884 οι δημοτικές Αρχές είχαν συμβουλέψει τον Μιχαηλίδη να «εκμάθει την φαρμακοποιΐαν», όμως ο ποιητής δεν είχε τον χρόνο να ασχοληθεί με το δύσκολο αυτό επάγγελμα. Η όλη μεθόδευση έκανε πολλούς να μιλήσουν για εκ προθέσεως δημιουργία θέσεως προκειμένου να απασχοληθεί σε αυτήν ο Μιχαηλίδης. Πάντως, ο ισχυρισμός αυτός δεν φαίνεται να ευσταθεί, καθώς αυτός κατείχε ήδη δύο πολύ καλά αμειβόμενες θέσεις. Κατά την περίοδο εκείνη, σίγουρα δεν είχε ανάγκη την 1 επιπλέον λίρα που κέρδιζε από τη θέση του φαρμακοποιού, πολλώ δε μάλλον εφ όσον αυτό συνεπαγόταν την ανάληψη περαιτέρω ευθυνών. Τον Ιανουάριο του 1888, άρχισε την έκδοση του δεκαπενθήμερου σατυρικού φύλλου Διάβολος. Δυστυχώς, αν και έτυχε ευρείας προβολής από φίλους του και άλλους εκδότες, η εφημερίδα δεν μακροημέρευσε. Ύστερα από λίγους μόλις μήνες, ο Μιχαηλίδης υπεχρεώθη να αναστείλει τη λειτουργία της. Τον επόμενο χρόνο, επικαλέστηκε κλονισμό της υγείας του και παίρνει δίμηνη άδεια μετ αποδοχών, ενώ ο Δήμος εδέχθη να του προκαταβάλει τους μισθούς τεσσάρων μηνών. Έως σήμερα, ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά για την περίοδο εκείνη της ζωής του, αν και οι επικριτές θεωρούν την ασθένειά του προσχηματική. Πάντως, είναι σίγουρο ότι ο Μιχαηλίδης μετέβη στην Αθήνα και επέστρεψε στα καθήκοντά του με δίμηνη καθυστέρηση. Κατά τα προσεχή έτη, διένυσε μία περίοδο δημιουργικής ευφορίας. Πιο συγκεκριμένα, τότε έγραψε την «Ανεράδα», το πιο λυρικό από τα έργα του, το οποίο συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον αξιόλογων έργων της νεοελληνικής λυρικής αφήγησης [6]. Το ποιήμα αυτό απηχεί και τον άτυχο έρωτά του για την Ευτέρπη Μιχαηλίδη. Επίσης, τότε συνέγραψε «Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ, κατά το 1821» [7] και το μεγαλύτερο επικό δείγμα της κυπριακής ποίησης, την «9η Ιουλίου 1821». Το 1899, μετέβη εκ νέου στην Αθήνα. Μετά την επιστροφή του από το ταξίδι αυτό, η συμπεριφορά του άρχισε να αλλάζει. Έγινε ερειστικός (κυρίως με τους συναδέλφους του στο νοσοκομείο), νευρικός και απότομος, ενώ ξεκίνησε να πίνει, φθάνοντας στον προθάλαμο του αλκοολισμού. Το 1900, ζήτησε από τους προϊσταμένους του να αλλάξει εργασία λόγω των συνεχών προστριβών του με τους συναδέλφους του αλλά το αίτημά του δεν έγινε αποδεκτό. Τον επόμενο χρόνο, ο Δήμος προχώρησε στη μείωση του μισθού του κατά 1 λίρα λόγω παράβασης των κανονισμών. Την Πρωτοχρονιά του 1902, η εφημερίδα Σάλπιγξ δημοσίευσε ένα απόσπασμα από την «9η Ιουλίου 1821». Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές και η αναγνώρισή του καθολική. Δυστυχώς, όμως, η επιδείνωση της υγείας του ήταν ραγδαία. Υπέφερε από έντονους πόνους στα κάτω άκρα, ενώ το ήπαρ του υπολειτουργούσε. Το 1904 και το 1906, έλαβε δύο φορές άδεια για λόγους υγείας. Οι γιατροί τους οποίους επεσκέφθη στην Ελλάδα του έδωσαν κάποια φάρμακα για να καταπραΰνουν τους πόνους του, τα οποία ελάχιστα τον βοήθησαν. Βρήκε καταφύγιο στο ποτό, το οποίο, όμως, μακροπρόθεσμα επιβάρυνε έτι περαιτέρω την ήδη κλονισμένη υγεία του. 6. Παρατίθεται αυτούσιο κατωτέρω. 7. Παρατίθεται αυτούσιο κατωτέρω.

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 15 Η σωματική εξαθλίωση τον κατέστησε ανίκανο προς εργασία και ο Δήμος τον απέλυσε, τον Οκτώβριο του 1910. Προεκλήθη σάλος, καθώς η φήμη του ήταν τεράστια. Άλλωστε, τον προηγούμενο μόλις χρόνο απήγγειλε δημοσίως την «9η Ιουλίου 1821», στα αποκαλυπτήρια του μνημείου του εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Kυπριανού. Η απαγγελία προκάλεσε «βαθείαν την συγκίνησιν του ακροατηρίου και τυχόν των ενθουσιωδεστάτων κρίσεων του Παγκυπρίου Τύπου, αποκαλέσαντος τον ποιητήν Μιστράλ [8] της Kύπρου». Ο Δήμος του παρεχώρησε μία μικρή κάμαρα στο κτήριο του δημαρχείου και του ανέθεσε μία άλλη εργασία, σχετική με την καθαριότητα της πόλεως. Κατ ουσίαν, επρόκειτο για την απολύμανση των οικιών και των αποχωρητηρίων! Το 1911, έγραψε το ποίημα «Η Kύπρος προς στη μάναν της». Την ίδια χρονιά, τυπώθηκε εσπευσμένως (και με αρκετά λάθη) η σημαντικότερη ποιητική συλλογή του, τα «Ποιήματα». Καθοριστικό ρόλο στην έκδοσή τους έπαιξαν οι φίλοι του Χριστόδουλος Χουρμούζιος και Χρήστος Ορφανίδης, οι οποίοι ήθελαν να τον ενισχύσουν οικονομικά. Το 1915, εισήχθη στο πτωχοκομείο της πόλεως, το οποίο είχε ιδρυθεί έναν χρόνο νωρίτερα. Το γεγονός αυτό έχει διχάσει τους βιογράφους του, καθώς πολλοί επέκριναν τις δημοτικές Αρχές για αδιαφορία και εξευτελιστική αντιμετώπιση του Μιχαηλίδη. Άλλωστε, είχαν ήδη πάψει να τον μισθοδοτούν από καιρό. Τουλάχιστον, επέτρεψαν στον ποιητή να διαλέξει ο ίδιος το δωμάτιό του. Σε αυτό, δεχόταν την επίσκεψη των φίλων του. Εκεί, αντίκρισε για τελευταία φορά και τον δεύτερο μεγάλο έρωτά του, την Ευτέρπη Μιχαηλίδη, η οποία ήταν πλέον «κυρία δημάρχου» αφού είχε παντρευτεί τον Σπυρίδωνα Αραούζο, δήμαρχο της πόλεως από το 1914. Ο ίδιος ντρεπόταν για το κατάντημά του κι απέφευγε τους ξένους. Αποκαλούσε δε το πτωχοκομείο «ο τάφος μου», ενώ δεν δεχόταν τα χρηματικά βοηθήματα, που έδιναν στους τροφίμους οι πλούσιες κυρίες. Στο πτωχοκομείο έγραψε το τελευταίο έργο του, το «Όραμαν του Ρωμιού». Σε αυτό, η Κωνσταντινούπολη απελευθερώνεται και καθίσταται εκ νέου το κέντρο του ελληνισμού. Λίγο μετά, το Σάββατο 25 Νοεμβρίου / 8 Δεκεμβρίου 1917, απεβίωσε σε ηλικία 68 ετών. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης παρέμεινε ελάχιστα γνωστός στους Ελλαδίτες λόγω της χρήσης της Κυπριακής διαλέκτου στα σημαντικότερα ποιήματά του. Αυτά ξεχωρίζουν για το ιδιαίτερο ύφος τους, το οποίο προϋποθέτει έναν δημιουργικό διάλογο με τους αρχαίους τραγικούς, τη βυζαντινή υμνογραφία, το ακριτικό και μεσαιωνικό δημοτικό τραγούδι, τα αναγεννησιακά ποιήματα της Kύπρου, τον Ρήγα Βελεστινλή, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Μάλιστα, ο Γ. Ν. Χατζιδάκις χαρακτήρισε την «9η Ιουλίου 1821» ως τον Κυπριακό Ερωτόκριτο (το 1911). Αν και δεν είχε λάβει επιμελημένη μόρφωση, χειριζόταν αρκετά καλά την καθαρεύουσα, την οποία χρησιμοποίησε σε πολλά από τα έργα του. Εγραψε και σε μεικτή γλώσσα αλλά το ταλέντο του ξεδιπλώθηκε όταν χρησιμοποίησε την τοπική διάλεκτο. Στα ποιήματά του διεκήρυττε την ελληνικότητα της Κύπρου και προσπαθούσε να καλλιεργήσει την εθνική συνείδηση των συμπατριωτών του. Σταθερός υμνητής της 8. Ο Γάλλος συγγραφέας Φρεντερίκ Μιστράλ.

16 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος ελευθερίας και επικριτής του αγγλικού ζυγού (αλλά και της κοινωνικής ανισότητας) προκάλεσε συχνά την οργή των κατακτητών. Τα δύσκολα τελευταία χρόνια του βίου του ήγειραν απορίες και ερωτηματικά σχετικά με τη στάση ορισμένων εκ των συμπατριωτών του. Μετά θάνατον, έλαβε μεγάλες τιμές και αναγνωρίστηκε ως ο κορυφαίος ποιητής της νήσου. Κατωτέρω, παρατίθενται δύο από τα σημαντικότερα ποιήματά του «Η Ανεράδα» και «Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ, κατά το 1821». Η Ανεράδα Στην χώραν π αναγιώθηκα τζιαί κόμα αναγιώννουμουν τζι άρτζιεψα νάκκον να λαχτώ τότες εξηφοήθηκα τα ζώθκια τζ εν εχώννουμουν τζ εξέβηκα να δκιανεφτώ. Σε μιάν ποταμοδκιάβασην μιάν λυερήν εσσιάστηκα νείεν καεί η σταλαμή! Ούλα τα αρνίν εις τον τσοκκόν ο άχαρος επιάστηκα αντάν πιαστεί μες στην νομήν. Αντάν με είδεν έφεξεν τζι ο νους μου εφεντζιάστηκεν τζ εφάνην κόσμος φωτερός. Αντάν μου χαμογέλασεν παράδεισος επλάστηκεν ομπρός μου τζ έμεινα ξερός. Ευτύς το πας μου έχασα τον κόσμον ελησμόνησα τζ έμεινα χάσκοντα βριχτός. Είπεν μου: "έλα κλούθα μου" Τζιαί που καρκιάς επόνησα τζ' εκλούθησά της ο χαντός. Λαόνια, κάμπους τζιαί βουνά αντάμα εδκιαβήκαμεν γεμάτ αθθούς τζ αγκαθερρά

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 17 η στράτα δεν ετέλειωννεν τζιαί δεν εποσταθήκαμεν ήτουν για λλόου μας χαρά. Ετρεμεν μεν τζιαί χάσει με τζ έτρεμα μεν τζιαί χάσω την τζιαί μεν της πω τζιαί μεν μου πει εδίψουν την εκαύκουμουν τζ έτρεμα μεν τζιαί πκιάσω την τζιαί γίνουμεν τζ οι δκυό στραπή. Υστερα σγοιάν παράδεισον εναν βουνόν εφτάσαμεν ισια με τα ψη τα ουρανού. Τζει πάνω τζει εκλάψαμεν αντάμα τζ εγελάσαμεν μέσα στους μούσκους του βουνού. Λαλεί μ αν είσαι πέρκαλλος τώρα πιόν μείνε δίχως μου αν σου αρέσκ έτσι ζωή τζιαί ξαπολά ναν χάχχανον ίσια νωσα το στήθος μου πως αλλονάκκον να ραεί. Είπεν τζ εγίνην άφαντη εφτύς π ομπρός μο χάθηκεν σγοιάν άνεμος περαστικός. Εράην η καρτούλλα μου ευτύς ο νους μο στάθηκεν τζ είμαι που τότες ξηστηκός. Οι πλήξες που με τρώασιν ακόμα ν αφανέρωτες τζ εις τα πουλιά που τζηλαδούν εσιει που τότες όπου δω τες ανεράδες τρέμω τες τζιαί πογυρίζω μεν με δουν.

18 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ, κατά το 1821 Αντάν εκόψαν τους Δεσποτάες Μες σ κ είν τα βάσανα τα πολλά, πούρταν καμπόσοι Αρναουτάες στην Λεμεσόν με το Χατζιαλάν κ είχαν τον μαύρον Χάρον μιτά τους κ ο κόσμος έτρεμεν τάρματά τους, πούτουν οι τόποι νεκατσιασμένοι κάθε καντούνιν και μαχαλλάς κ ήτουν στα σπίδκια τους τρυπωμένοι που τα σουρούπκια του φού οι λάς, 10 πάνω στην βράσην κ είν του θανάτου εις της Αγιάνναπας την μερκάν τα λιοβουττήματα νού Σαββάτου πώξω μιας πόρτας είχεν μιάν ρκάν δκιακονητίναν κ επαρακάλεν με την βραγνήν της φωνήν κ ελάλεν: -Κάμε, κυρά μου, το ψυχικόν σου κ εμέν τανήμπορου του μιστού, να σου χαρύν ο Θεός το φώς σου κι άς έν για τώνομαν του Γριστού. 20 Ευτύς αννοίει και ποσκεπάζει πώναν πορτίν του παναθυρκού πουπανωθκιόν της κι αναστενάζει σγιάν την αγγέλισαν μια Τουρκού. Θωρεί την ρκάν και πάλε θωρεί την και με το νέψιμόν της καλιεί την. Η ρκα εβώβωσεν στην θωρκάν της κ έν είπεν λόον ποκεί και κεί, γιατ είδεν άρπα την ομορφκιάν της κ εστάθην κ έμεινεν ξηστηκή.

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 19 30 Αναστενάζ η Τουρκού παππέσσω κ είπεν περίλυπη σιανά: -Βουράτε, σκλάβες, φέρτε την έσσω τούν την Ρωμαίσσαν πού δκιακονά. Κ ευτύς οι σκλάβες με την χαράν τους βουρούν, κ εφέραν την στην κυράν τους. Ότι κ εστράφησαν κ εσταθήκαν κ εκαρτερούσασιν να τους πή, μ έναν της νέψιμον εχαθήκαν άψαν κ εσβήσασιν σγιάν στραπή. 40 Πριχού ν αρκέψη να πή το πείν της η πληξημιά η Τουρκού στην ρκάν, το κλάμαν έπνιξεν την φωνήν της και πκιόν δεν είχεν παρηορκάν. Αννοίει η ρκά και παρηορά την κι ούλα την μάναν της αρωτά την: -Είντα χεις, κόρη μου, πικραμμένη κ έχεις τα μμάδκια σου ποταμούς; πέ μου και μεν πής πως είμαι ξένη δεν έχει πλάσμαν δίχως καμούς. 50 Μέσ στούν τον κόσμον, κόρη μου, ζούμεν κ έχομεν ούλλοι μας το γραφτόν που την βουλήν του Θεού να βκούμεν δεν είναι, κόρη μου, βουλετόν. Έχουμεν ούλλοι δικούς θαμμένους ο Χάρος πκοιούς δεν έχει καμένους; Ή πλήξη πώπαθεν η καρδκιά σου σφάζει και Τούρκον και Γρισκιανόν θέλω να μείνω κόμα μιτά σου κ ας πα να χάσω το Σπερινόν.

20 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος 60 Περίτου άψασιν τα λαμπρά της, περίτου η πλήξη την συμπουρκά, περίτου έκρουσεν η καρκιά της απού τα λόγια πούπεν η ρκά. Και σαν αρνάδα ωεροκαμένη ππεφτει στο στήθος της ρκάς κλαμένη κι αρκεύκει φίλημαν του σταυρού της κ η σκοτωμένη της η φωνή κρυφή εξέβηκεν του λαιμού της: -Άχ! είμαι, θκειούλλα μου, Γριστιανή. 70 -Πάψε τα δάρκα σου, πκιον κανέι σε πάνω στες βούκκες σου να κυλούν και πέ μου, κόρη μου, πόθθεν είσαι και τώνομάν σου πώς το λαλούν. -Από την Χίον την μακελλεμένην και τώνομάν μου λαλούν μ Ελένη. -Και πκοιοί, κορούλλα μου, σ ετουρκέψαν; και πκοιοί σου κάμαν τούν το κακόν; γονιούς δεν είχες, κ εν σε γυρέψαν; μαγκου δεν είχες μακροδικόν; 80 -Και που εν κείνος ο νούς, α θκειούλλα, και κείν η όρεξη κ η ζωή, και που εν κείν η γερή καρτούλλα πων να τα πή και να μέν ραή θωρώ νεκρούς κόμα ομπροστά μου κ εν ο βασμός κόμα μέσ στα φκιά μου ήτουν της σόρτας μου, θκειά, κ εμέναν να δώ την Χίον μου μακελλειόν, να ππέσω δίχως γονιούς στα ξένα και να με τρώη το νεκαλειόν. 90

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 21 Η Τρίτη εν μέρα καταραμένη κ ήτουν η μέρα τούν του κακού κ είμαστον έσσω μας τρυπωμένοι απού τον φόον του μαχαιρκού και με τον φόον εις την καρκιάν τους οι λας εβκήκαν εις την δουλειάν τους. Που τον καιρόν της Λαμπρής που κάμαν κειν ταλλησμόνητον μακελλειόν που τότες έν μας λείπει το κλάμαν πάντα με πίκρες και νεκαλειόν. 100 Κείν την ημέραν και κείν την ώραν που γίνην πάλε τούν το κακόν αρφός μου ήτουν έξω στην Χώραν κι ο κύρης μούτουν εις το χωρκόν κ οι Τούρκοι έξω αρματωμένοι εκαρτερούσαν τριβικιασμένοι Εγιώ κ η μάνα μου οι πικραμμένες είχαμεν πάντα παραγγελιάν κ ήμαστον έσσω ρωμανισμένες προσκολισμένες εις την δουλειάν. 110 Εγιώνη επότιζα τα καβάκια κ ήτουν το χώμαν πολλά σκλερόν κ είχαν και σύρπην πολλήν ταυλάκια κι ούλλον κ εστ αλωνεν το νερόν κ ήμουν βκιαστή και δισπιρκασμένη κ ήμουν δρωμένη και ποσταμένη η μάνα μώθεν να ξηντιλήση του πιθαρκού τον καταστατόν κ επεριπκοιέτουν ν ανανακινήση νάκκον προζύμιν για ζυμωτόν. 120

22 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος Θεέ μου, μεν δώκης έτσι σόρταν! κάλλιον το πλάσμαν να μέν πλαστή: Ακούω μιάν πουμπουρκάν στην πόρταω και ππέφτ η πόρτα χαμαί σωστή και μ έναν βρύχος κ έναν χωχώιν εδωκεν έσσω το Τουρκολόιν. Εγιώ τιτσίρα, μεσοντυμένη, που την πολλήν μου την αντροπήν έμεινα μεσ στα δέντρα χωσμένη κ είχα τα μμάδκια μου σαν στραπήν. 130 Επεριπκοιούνταν να μπούν να σφάξουν να μπούν ν αρπάξουσιν, και πριχού που την αυλήν κόμα να δκιαλλάξουν έμπην της πόρτας κατά λαχού αρματωμένος ευτύς ο αρφός μου κι ούλλα που νάμπηκεν ο Θεός μου. Λαλεί τους-τούρκοι, σταθήτε πίσω αν ηδκιαλλάξετε αςκελλιάν εν να βουττήσω να σας μελίσω και κείν επαίξαν μιάν πιστολιάν. 140 Ότι κι ακούστην η πιστολιά τους ευτύς σκουλλίζει τον ο θυμός κ επλατυδκιάστηκεν ομπροστά τους κ εγίνην κόκκινος και χλωμός και θαμπωμένος απού το γαίμαν άρκεψεν πόλεμον κ επολέμαν τάρματα πκιόν εστραφτοκοπούσαν, επουμπουρίζαν οι πιστολιές και τα κορμιά εκουτρουμπελλούσαν κατακομμένα που τες ππαλιές. 150

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 23 Έτυχεν ένας να με πεισκάση κ έρκετουν ούλλα τον ποταμόν, ούλλα τον σίφφουναν να με πκιάση κ εφώναξα του με τον θυμόν: -Φύε, παράπλασμαν, μέν με πκιάσης, φύε κοντά μου μέν κοστερκάσης. Έβλεπου πάνω μου μεν δικλήσης γιατι στραώννει σε ο σταυρός. Έβλεπου πάνω μου μέν τανύσης, γιατι μεινείσκεις ευτύς λορός. 160 Σύρνω την τσάππαν μου πηλωμένην να τον ηρτώσω μεσ στα μυαλά μα κείνος έρριψεν με φυρμένην με μιαν γροθκιάν του μεσ στα πηλά. Δεν είχα μάναν, δεν είχα κ`ύρην μήτε κανέναν να με ποφύρη και πκιόν δεν ένωθα, θκειούλλα, τάξην έμεινα τέλεια σαν την νεκρήν ήτουν καλλιόν μου νείεν με σφάξη παρά να ζώ τσι ζωήν πικρήν. 170 Ύστερα, πώφερα τα μυαλά μου, άκουσα τούρκικην συντυχιάν είδα Τουρκούδες πολλές κοντά μου κ εφόρουν τούρκικην φορεςιάν τούρκικον σπίτιν, τούρκικα ούλλα, που νείεν μεν είεν πλαστώ, θκειούλλα. Γυρέυκω; έλειπεν ο σταυρός μου, πούχα κρεμμάμενον στον λαιμόν. Αχ! είπα αρνήθην με ο Χριστός μου και πκιόν εγύρευκα σκοτωμόν. 180

24 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος Γύριση μέρα πρίν να χαράξη, πριχού να κράξουν οι πετεινοί, και κόμα πλάσμαν πρίν να δκιαλλάξη μεσ σ κείν την Χώραν την σκοτεινήν, με τουν τον μπέην, πού να λορώση, παίρνουν με κάμποσες και καμπόσοι σ έναν καράβιν σαρπαρισμένον κ ηύρεν τον άνεμον περισσόν κ ευτύς ελάμνισεν το κλεισμένον κ ήρταμεν ισα στην Λεμεσόν. 190 Πάσκισε, θκειούλλα μου, να γλυτώσω και σαν να χτίζης μιάν εκκλησιάν. -Μπορώ το γαίμαν μου να χονώσω, μα δεν σε φήννω μεσ στην Τοθρκιάν μπορώ τον κόσμον να τον χαλάσω, για ναύρω τρόπον να σε ποσπάσω. -Νά, δκυό γρουσά ν άψης δκυό λαμπάες στην Παναγίαν κ εις τον Χριστόν κάμε παράκλησην με παπάες να βοηθήσουν να ποσπαστώ. 200 Βκαίνν η γερόντισσα, πκιάννει στράταν και μπαίνν ο Μπέης με μιάν Τουρκούν κυπαρισσόκορμην, μαυρομμάταν, μεσόγλωμην και στεγνοβουκκούν. Θωρεί την καλήν του δαρκωμένην στα γόνατά της πουκουππισμένην. Λαλεί της: Είντα χεις, Κιουλσαπά μου, κ είσαι κλαμένη πάλε τωρά; Που τον καιρόν που σ έχω μιτά μου, δεν είδες στάξην κι εσού χαράν. 210 Έχω σε μεσ στα γρουσά χωσμένην,

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 25 είσαι χωσμένη μεσ στα καλά είντα χεις κ είσαι πάντα κλαμένη και η μουτσούνα σου δεν γελά; Αν έχεις τίποτε που σε λείπει, πέ μου γιατί να σε τρώη η λύπη; Αν πής που σκλάβες; έχεις βριμίδιν αν πής που σκλάβους; έχεις κοπήν αν πής που ρούχα, που στολίδιν; έχω σου στοίβες, δεν θέλω πείν. 220 Εσέν πο ούλλες σας, Κιουλσαπά μου, ήρτεν η σόρτα σου βολικά κ έππεσες άρπα στα μερτικά μου για να δκιαβαίννης βασιλικά. Είντα κακόν εν τούτον μιτά σου κ έν ημπορεί να χαρή η καρδκιά σου; αν τύχη κ είπεν καμμιά Ρωμαίσσα πως έχεις Τούρκον να σ αγαπά και η καρδκιά σου κρούζη που μέσα, πέ μου το, μεν κρυφτής, Κιουλσαπά. 230 Κάμνω να κλάψουν ευτύς μανάες, τον κόσμον κάμνω τον γερημιάν στήννω σου πύρκους με κεφαλάες, στήννω σου κάστρα με τα κορμιά κάμνω σου θάλασσαν με το γαίμαν ευτύς σαι βρίσκω πκοιός εν το θέμαν. Κιαν θέλης, σφάξε τον μανιχή σου, αν θέλης, κάψε τον ζωντανόν, αν θέλης, μέλισ τον απατή σου, ναύρης σιούρκασην και παμόν. 240 -Μούλλωσε, μεν μου πής παραπάνω

26 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος δεν θέλω φόνους και μακελλειά ακούω κ έν μπορώ νανασάνω βρίξε πκιόν π ε μου για τα παλιά. Εμέναν άλλος εν ο καμός μου: ζούν οι γονιοί μου και ζή κι ο αρφός μου; -Ο ένας, έν-ι-ξέρς, ο γονιός σου να πώ το ψέμαν είντα φελά; όμως η μάνα σου κι ο αρφός σου ζούσιν κι οι δκυό τους κ έν και καλά. 250 Τούτ η χανούμισσα η νιώτατη ήτουν κλαμένη μεσ στα στενά, που τον αγάν της ήτουν φευκάτη και για να μεν μείνη να πεινά, άησ την έσσω να ζή μιτά μας, νάν με τες άλλες σκλάβες κοντά μας. Τότες ο Μπέης δειπνά και φεύκει και πάει έσσω του Χατζαλά και η χαρά του κεί περισσεύκει, γιατ ήτουν φίλοι κ οι δκυό πολλά. 260 -Τότες ρωτά η κυρά την ξένην μισοκλαμένη και σιανά πως την λαλούσιν και πόθθεν ένι και πως ευρέθην μεσ στα στεν α. -Μεν μ αρωτάς, κυρά μου, κ η καμένη είμαι πολλές πίκρες ποτισμένη. Είμαι νωστάρμαστη με τρείς άλλες μ έναν κ οι τέσσερεις ασκερλήν κ ελοοφέραμεν τες προάλλες και το κακόν εγίνην πολλύν. 270 Εχει που τότες καστιορούν με και μέραν νύχταν ξητιμασιές

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 27 ό,τι καν τύχη κακολοούν με η φάκκα πάνω της Αϊσές. Αννοιξα κ εβκήκα γιάλι γιάλι κ έπκιασα στράταν κι όπου με βκάλη. Είμαι, χανούμγκατη, που την Χώραν και που γενιάν και σόρταν καλήν που νείεν κάψ ο Θεός την ώραν που εγεννιούμουν εις το σελλίν. 280 Ήρτεν η Πέφτη και, πρίν σιγράση, τριβικιασμέν η Τουρκού σκυφτή θωρεί π αππέσω που το καφάσιν κ η ρκά χαρούμενη και βκιαστή έρκετουν έσσω της σκομαχώντα. Πέμπει τες κλάβες ευτύς βουρώντα και πάν κι εφέραν της την κοντά της. Κ είδαν πως ένεψεν την κυράν κ ευτύς εφύασιν π ομπροστά της κ αρκέφκ η ρκά γεμάτη χαράν: 290 -Ήρτεν, Ελένη μου, ο αρφός σου κ εκούκκισά του τα μια χαρά κ εσυνορκιάσαμεν τον φευκόν σου κ εν το καράβιν και καρτερά. Άρκοψες νάσαι συνορκιασμένη, νάσαι σασμένη, περιποιμένη, κ εν να σου φέρω κ εν να φορήσης, ρούχα τους ναύτες μιάν φορησιάν, να βκης μιτά μου να μου κλουθήσης εις τον γιαλόν σε μιάν εκκλησιάν. 300 Η Αϊσέ, π ακούει χωσμένη που την αρκήν ως την υστερκάν,

28 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος χονώννετ έσσω σαν πελλαμένη και βάλλει μιαν φωνήν εις την ρκάν: -Εις τον Χριστόν μας κ εις τα παιδκιά σου, να φέρης δκυό φορησιές μιτά σου λαλούν με Άνναν κ είμ αρπαμένη από την Χίον, και ταπισών είμαι η άχαρη πουλημένη και γορασμένη στην Λεμεσόν. 310 Κόρη μου, σφάζουν μας σαν αρνάες βρίξε, για όνομαν του Θεού. Δεν είδες, κόρη μου, οι Δεσποτάες είνταν πωπάθασιν κιαμπροού; Βλέπεστε, κόρη μου, με τον νούν σας, να μεν πολλύνετε τους καμούς σας. Εγιώ ν να φύω κ εσείς σαστήτε να μεν σας νώση η μιά σας μερκά, αν πεθυμάτε να ποσπαστήτε. Είπεν τους. Κ έφυεν πκιόν η ρκά. 320 Άρκεψαν πκιόν να περιποιθούσιν και τους αγιούς να τάσσουν κερκά και τους αγιούς να παρακαλούσιν, για νάρτ η ώρα πων νάρτ η ρκά. Ήρτεν ο μπέης κ ενέην έσσω Κ είδεν την κι άψεν ευτύς π αππέσσω. Λαλεί-χαίρ ολλα, Κιουλσαπά μου! θωρώ τα χείλη σου γελαστά, είσαι χαρούμενη κ η καρδκιά μου που την χαράν φτεροπετά. 330 Πάλ εν να γράψω για τους γνιούς σου, πάλ εν να μάθω και να σου πώ, να σε ποσπάσω που τους καμούς σου

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 29 να μ αγαπάς και να σ αγαπώ. Ψής κι ο παρ αδεισος εν ομπρός μου κιο κόσμος ούλλος ψής κ εν δικός μου. Έδκιουν το γαίμαν μου να ξεννοιάσης να σου γυρίσ η πλήξη χαρά, για να σε δώ να χαμογελάσης. για να σε δω σαν είσαι τωρά. 340 Είδα σε κι άννοιξεν η καρκιά μου ποττέ μου δεν είδα έτσι χαράν θέλω να χαίρεσαι, Κιουλσαπά μου, να σ εύρω κι άρκοψες σαν τωρά. -Ένας Θεός ηξέρει που πάνω μπορεί να χαίρουμαι παραπάνω μπορεί να χαίρουμ εγιώ περιτού μπορεί να πλήσσης εσού πολλά στον κόσμον γένεται η βουλή του κείνου ταθώρητου στα ψηλά. 350 Ο,τ εν γραφτόν σου κ εσέν κ εμέναν απού τον Πλάστην μας εν δεχτόν για νάν ο άθρωπος πάντα έναν εν εν, Αλή (μ)πεη, βολετόν. -Τούτα τα λόγια σου τα μελένα που την καρκιάν σου εν εβκαρμένα κ εν ούλλον δίκιον και μετρημένος ο κάθε λόος σου που λαλείς. Κι ευτύς χαρούμενος κιαππωμένος δειπνά κ εξέβηκεν ο Αλής. 360 Γύριση μέρα λαλεί: σαστήτε ούλλες οι σκλάβες τα δειλινά να πάτε νάκκον να δκιανευτήτε

30 Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος εις τα περβόλια κ εις τα οτενά. Παρασκευκήν ημέραν εν κρίμαν νάσαστον έσσω σαν μεσ στο μνήμαν. Εσού, Αϊς`ιέ, να μεν πας μιτά τους με τουν τα ρούχα σου δεν φελάς και δεν ταιρκάζουν με τα δικά τους, να μεν αντρέπουνται που τους λάς. 370 Ήρτεν το δείλις κ οι σκλάβες πάσιν να δκιανευτούσιν και να χαρούν και κείνες πόσσω που το καφάσιν θωρούν την στράταν και καρτερούν κείχαν χαράν κ εστενεχωρκούνταν κ απού τα χαίρουνταν εθαρκούνταν πως ήτουν Πάσκαν τους κείν η μέρα, πως ήτουν ζάχαρης οι καμοί κι απού τα δέ κιαπού τα καρτέρα πως ήτουν γρόνος η σταλαμή. 380 Βουττά ο ήλιος κ η ρκά εφάνην κ αντάν την είδασιν πκιόν την ρκάν, σγιάν να ποσπαστήκαν με φερμάνιν απού την μαύρην κρεμμασταρκάν. Έρκεται κ εμπήκεν ποσταμένη, δκιά τους τα ρούχα τρεμουσιασμένη και- Γληοράτε, βκιαστήτε νάκκον, να βκούμεν έξω με το καλόν και καρτερούν μας άλλοι στον λάκκον κι άλλοι στην βάρκαν εις τον γιαλόν. 390 Ότι κ εντυθήκαν κ εξεβήκαν τέσσερ ασκέλλια κ έναν καιρόν εις την Μητρόπολην ευρεθήκαν κ ελακκοσύρναν ναύτες νερόν.

H ζωή και το έργο του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη (1849;-1918) 31 Ήτουν ο αρφός της με τα κοπέλλια του καραβκιού και με τα βαρέλλια τάχα πως ήρτασιν για να πκιάσουν νάκκον νερόν που την εκκλησιάν μήαρε ήρταν για να ποσπάσουν τες δκυό κοπέλλες που την Τουρκιάν. 400 Λαλούν της: Θκειούλλα ΧατζηΜαρία, εν ν αγρυπνούμεν στες εκκλησιές για σεν που γίνηκεςς η αιτία κ εποσπαστήκαμεν δκυό φτωχές. Κι ευτύς αρπάξαν με τα κοπέλλια πως ετανούσαν εις τα βαρέλλια και μεσ στην βάρκαν εκατεβήκαν και μεσ στην βάρκαν με δκυό κουπκιές εις το καράβιν τους ευρεθήκαν και ποσπασμένες και χαροπκοιές. 410 Που το καράβιν πκιόν εδικλούσαν Κ είχαν ταμμάτιν τους στην στερκάν και τον Θεόν επαρακαλούσαν να ξαναδούσιν νάκκον την ρκάν. Πώξω η ρκά που κρυφοπελλέταν που την πολλήν την χαράν επέταν. Τότες ευτύς τα παννιά ορσάραν κ επκιάσαν πέλαος τον γιαλόν, τον Κάβο-γάττην εκαβαντζάραν και πκιόν επήαν εις το καλόν. Ενδεικτική βιβλιογραφία και αρθρογραφία Αλιθέρσης Γλ., Βασίλης Μιχαηλίδης. Αλεξάνδρεια: χ.ε., 1957. Λευκής Γ., Βασίλης Μιχαηλίδης, ο ποιητής της Κύπρου. Κύπρος: χ.ε., 1937. Μακρίδης Ανδρ, «Βας. Μιχαηλίδης και Λεμεσός» στο ΧΡΟΝΙΚΟ, τ. 71, 5 Ιουλίου 2009. Ξιούτας Νικ., Βας. Μιχαηλίδης-Ποιήματα. Λευκωσία: χ.ε., 1972. Η 9 η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου) υπό Βας. Μιχαηλίδη. Λευκωσία : Ελληνικός Πνευματικός Όμιλος Κύπρου, 1982.