ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. «Εφαρμογή του π.δ. 219/1991 στον ναυτικό πράκτορα»

Σχετικά έγγραφα
ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση μισθωμάτων που καταβάλλονται για τη χρήση δικαιωμάτων (franchising).

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. Αθήνα, 2 Μαρτίου 2006 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΟΟΤΗΜΕΝΟΥ ΠΩΛΗΤΟΥ. Στην Αθήνα σήµερα την... του µηνός...του έτους... ηµέρα... µεταξύ των :

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Αριθμός 20 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989

Α.Π ΓΧ/ΠΚ/ΜΣ 30 Αυγούστου 2013

Οι διατάξεις της εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής τους στη

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Ο διαχειριστής της γερμανικής ΕΠΕ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η εισήγηση του Δρος. Δημ. Β. Κουτσούκη ( με θέμα

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Αρ. ΓΕΜΗ (εφεξής η «Εταιρεία»)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αριθμός 21 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟ Υ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989)

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

14797/12 IKS/nm DG B4

Ο Δήμαρχος, ως εκπρόσωπος του Δήμου, βάσει του άρθρου 58 παρ.1 α Ν.3852/2010, και έχοντας υπόψη:

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

Ε.Ε. Παρ. III(I) Αρ. 3168, Κ.Δ.Π. 210/97. Αριθμός 210 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 207 του 1989)

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΩΝ»

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

E.E. Παρ. ΙΙΙ(Ι) 229 Κ.Δ.Π. 20/97 Αρ. 3117, Αριθμός 20 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989)

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΑΘΙΟΣ ΠΥΡΙΜΑΧΑ ΑΕ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ & ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΡ. ΜΑΕ. 6445/06/Β.

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Ι ΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ. Στον Ασπρόπυργο Αττικής, σήµερα , οι παρακάτω συµβαλλόµενοι

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ποσό υπολογιζόμενο και ανάλογο του κύκλου εργασιών του Η Σύμβαση

ΜΑΘΗΜΑ:Εισαγωγή στο Δίκαιο

Συντάκτης: Κοντάκος Ηλίας, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Ιδ. Δικαίου Παν/μίου Αθηνών

σχέσης εξαρτημένης εργασίας, προσλαμβάνεται προσλαμβάνεται οι συνθήκες πραγματικής απασχόλησης bareboat charter skippered charter

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 211,

ATHOS ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ. Πολιτική Αποφυγής Σύγκρουσης Συμφερόντων

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΖΩΝΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΑΕ»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αθήνα, 19 Μαρτίου 1988 ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. ΣΧΕ ΙΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) αριθ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

(εφεξής η «Εταιρεία»)

Taxlive - Επιμόρφωση Λογιστών Λογιστικά Προγράμματα & Υπηρεσίες Λογιστικής Ενημέρωσης

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΘΕΜΑ «Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΚΕΡΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ & ΣΙΑ ΕΕ»

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η. (συνταγείσα σύμφωνα με το άρθρο 121 παρ. 4 του ν. 4548/2018)

Δασική περιοχή κοντά στη Evenhausen

Περίληψη των διατάξεων που αφορούν στα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές 1

Σ Υ Μ Β Α Σ Η ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΔΥΟ (2) ΘΕΣΕΩΝ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕ ΒΕΝΖΙΝΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ Στην Αθήνα σήμερα την 22 του μήνα Νοεμβρίου του

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Γενικές παρατηρήσεις 1 2. Μέθοδος της έρευνας Διάρθρωση της ύλης.. 4

ΔΑΪΟΣ ΠΛΑΣΤΙΚΑ Α.Β.Ε.Ε. Βιομηχανία Πλαστικών-Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις

ΤΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΟΥΝΤΑ ΣΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων. Τμήμα 1. Διαφάνεια και ρυθμίσεις. Άρθρο 12

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΠΟΛ 1179/2016. Φορολογικά θέματα ΚΤΕΛ ΑΕ των περιπτώσεων α και β της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν.2963/2001. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 2016

EL 1 EL ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΩ ΙΚΑΣ ΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ & ΔΙΚΤΥΩΝ. Αθήνα,

Τραπεζα Φορολογικής Ενημέρωσης από την Epsilon Net

Η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2008 Αριθ. πρωτ.: 1627

-Ο νόμος αυτός αποτελείται από οκτώ μέρη και 330 άρθρα, από τα οποία χρήζουν προσοχής τα ακόλουθα:

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΔΜΗΕ ΑΕ»

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΡΥΘΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΥ ΑΦΜ

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

ΚΤΗΜΑ ΚΩΣΤΑ ΛΑΖΑΡΙΔΗ Α.Ε. ΑΡ.Γ.Ε.ΜΗ (πρώην ΑΡ. Μ.Α.Ε /06/Β/92/15)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 20ής ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1998 ΑΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6. Τιμολόγηση Συναλλαγών

1771 Κ.Δ.Π. 365/2000

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, στοιχείων της Εταιρείας με την επωνυμία ΑΦΟΙ Μ. ΠΑΚΑΤΑΡΙΔΗ Ο.Ε., το

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ «Εφαρμογή του π.δ. 219/1991 στον ναυτικό πράκτορα» Διπλωματική Εργασία για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Ναυτιλία, Μεταφορές και Διεθνές Εμπόριο ΝΑ.Μ.Ε.» ΣΤΕΛΛΑ ΜΟΝΙΟΥ Σεπτέμβριος 2007 ΧΙΟΣ ΣΤΕΛΛΑ ΜΟΝΙΟΥ

Εφαρμογή του π.δ. 219/1991 στον ναυτικό πράκτορα Σεπτέμβριος 2007 Διπλωματική Εργασία για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Ναυτιλία, Μεταφορές και Διεθνές Εμπόριο ΝΑ.Μ.Ε.» Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Συγγραφέας: Στέλλα Αντ. Μονιού Επιβλέπων: Βασίλειος Τουντόπουλος Διευθυντής Σπουδών: Νικόλαος Λίτινας ΧΙΟΣ 2

Περιεχόμενα Περίληψη...5 Λέξεις κλειδιά 6 Εισαγωγή...7 Κεφάλαιο 1 Ο ναυτικός πράκτορας..8 1.1. Έννοια ναυτικού πράκτορα 8 1.2. Δικαιώματα, υποχρεώσεις και ευθύνη του ναυτικού πράκτορα...11 1.2.1 Δικαιώματα.12 1.2.2 Υποχρεώσεις...12 1.2.3 Ευθύνη 13 Κεφάλαιο 2 Η λειτουργία της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας...15 2.1. Η τυπολογία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας (υπό ευρεία έννοια).....15 2.2.Η τυπολογία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας (υπό στενή έννοια)...16 2.3. Η τυπολογία της σύμβασης εμπορικής διανομής και η διάκριση της από τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.....19 2.4. Η τυπολογία της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας......21 2.5. Η προσέγγιση της λειτουργίας της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας προς αυτήν της εμπορικής αντιπροσωπείας..23 Κεφάλαιο 3 Το έγγραφο στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας...27 3.1. Η προβληματική σχετικά με το έγγραφο..29 Κεφάλαιο 4 Λήξη της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας..34 4.1. Εξωδικαιοπρακτικοί λόγοι λήξης της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας.....34 4.1.1 Θάνατος φυσικού προσώπου..34 4.1.2 Πάροδος χρόνου διάρκειας.34 3

4.2. Δικαιοπρακτικοί λόγοι λήξης της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας...35 4.2.1. Καταγγελία της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας 35 4.2.1.1. Καταγγελία αορίστου χρόνου. 35 4.2.1.2 Καταγγελία ορισμένου χρόνου....38 Κεφάλαιο 5 Απαγόρευση ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας.41 Κεφάλαιο 6 Συνέπειες από τη λύση της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας.... 44 6.1. Δικαίωμα για αποζημίωση κατά το προεδρικό διάταγμα 219/1991 44 6.1.1. Η νομική φύση της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας του ναυτικού πράκτορα.44 6.1.2. Προϋποθέσεις γένεσης και αναγνώρισης του δικαιώματος της αποζημίωσης πελατείας.46 6.1.3. Στοιχεία ορισμένου της σχετικής αγωγής.47 6.2. Το ύψος της αποζημίωσης πελατείας...50 6.3. Αξίωση για ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας..53 Κεφάλαιο 7 Απώλεια του δικαιώματος της αξίωσης για αποζημίωση ή αποκατάσταση της ζημίας.... 55 7.1. Παραγραφή του δικαιώματος της αξίωσης του ναυτικού πράκτορα για αποζημίωση ή ανόρθωση ζημίας του...57 Κεφάλαιο 8 Συμπεράσματα προτάσεις...58 Βιβλιογραφία- αρθρογραφία...59 4

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία αναφέρεται στο ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής του π.δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων» σε συμβάσεις που ομοιάζουν με την εμπορική αντιπροσωπεία, όπως εν προκειμένω στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας, και εξετάζει συγκεκριμένα ζητήματα της λήξης της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας και της αποζημίωσης πελατείας του ναυτικού πράκτορα. Για την εκπόνηση της παρούσας διπλωματικής εργασίας χρησιμοποιήθηκε ελληνική βιβλιογραφία, μελέτες και παρατηρήσεις θεωρητικών του δικαίου, άρθρα δημοσιευμένα σε νομικά περιοδικά καθώς και αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων. Η εργασία θα ξεκινήσει με την εισαγωγή στο θεσμό του ναυτικού πράκτορα και στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας, στη συνέχεια θα γίνει αναφορά στο θεσμό του εμπορικού αντιπροσώπου και του εμπορικού διανομέα, αναφορά στην προϋπόθεση αναλογικής εφαρμογής μεταξύ τους, όπως αυτή ορίζεται πλέον ρητά στον προσφάτως ψηφισμένο νόμο 3557/2007, στη λύση της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας και τέλος στην αποζημίωση που δικαιούται ο ναυτικός πράκτορας για ανόρθωση τόσο της περαιτέρω ζημίας του όσο και την αποζημίωση πελατείας που δίδεται από τον ίδιο το νόμο. Πιο συγκεκριμένα στο πρώτο κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε το θεσμό του ναυτικού πράκτορα. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα αναλύσουμε τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας καθώς και τη δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής των προστατευτικών διατάξεων που θεσπίζει το π.δ. 219/1991 στον ναυτικό πράκτορα, όπως αυτό ορίζεται πλέον ρητά στον ν. 3557/2007. Στο τρίτο κεφάλαιο θα αναφερθούμε στο κατά πόσο είναι αναγκαία η τήρηση του εγγράφου τύπου για την εφαρμογή του π.δ.219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων». Στο τέταρτο κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε τους εξωδικαιοπρακτικούς και δικαιοπρακτικούς λόγους λήξης της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας με ιδιαίτερη έμφαση στο δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης από τα μέρη. Στο πέμπτο κεφάλαιο θα γίνει μια αναφορά στην υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνιστικής δραστηριότητας που υπέχουν τα συμβαλλόμενα μέρη. Στο έκτο κεφάλαιο θα γίνει αναλυτική παρουσίαση των δικαιωμάτων της αποζημίωσης πελατείας και της ανόρθωσης κάθε περαιτέρω ζημίας, που αξιώνει ο ναυτικός πράκτορας μετά τη λύση της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας. 5

Στο έβδομο κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε τους λόγους που οδηγούν στην απώλεια του δικαιώματος αξίωσης για αποζημίωση ή αποκατάσταση της ζημίας. Τέλος στο όγδοο κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε τα συμπεράσματα σχετικά με την αναλογική εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του εμπορικού αντιπροσώπου στον ναυτικό πράκτορα. ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ - ναυτικός πράκτορας - π.δ.219/1991 - εμπορικός αντιπρόσωπος - αποζημίωση πελατείας 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το π.δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων» εφαρμόζεται αναλογικά στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας. Η αναλογική εφαρμογή του αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη στην πράξη τόσο στο ζήτημα των υποχρεώσεων, της απαγόρευσης ανταγωνισμού, της καταγγελίας, της υποχρέωσης ενημέρωσης και πληροφόρησης που υπέχουν και οι δύο συμβαλλόμενοι όσο και στο ζήτημα της καταβολής προμήθειας και αποζημίωσης στον ναυτικό πράκτορα. Σκοπός της είναι να υποβοηθήσει όσο αυτό είναι δυνατό, μέσα από την παρουσίαση του π.δ/τος 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», την κατανόηση των προϋποθέσεων εκείνων που απαιτούνται για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων που θεσμοθετεί για τον εμπορικό αντιπρόσωπο στον ναυτικό πράκτορα καθώς και να συμβάλλει στην προστασία του κατά τεκμήριο ασθενέστερου συμβαλλόμενου μέρους από αιφνιδιαστικές καταγγελίες, πράγμα που επιτυγχάνεται με τη θέσπιση ικανοποιητικών προθεσμιών, μετά τις οποίες ενεργεί η καταγγελία. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στο θεσμό της αποζημίωσης πελατείας, ένα θέμα, το οποίο απασχολεί την νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων τα τελευταία χρόνια. 7

Κεφάλαιο1. Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ 1.1. Έννοια ναυτικού πράκτορα Κομβικό ρόλο στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές διαδραματίζουν οι διαμεσολαβητικές υπηρεσίες ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, οι οποίες εντάσσονται σε ένα δίκτυο διανομής και αναλαμβάνουν την προσφορά παροχής υπηρεσιών του εντολέα τους. Η ναυτιλιακή εταιρία έχει την έδρα της σε έναν ορισμένο τόπο ενός κράτους. Είναι δυνατό όμως να επιθυμεί την επέκταση των εργασιών της και την εξεύρεση νέας πελατείας όχι μόνο στον τόπο αυτό αλλά και σε όλη την ελληνική επικράτεια. Τον σκοπό αυτό μπορεί να πραγματοποιήσει είτε με την ίδρυση υποκαταστημάτων στους κυριότερους λιμένες, που προσεγγίζει το πλοίο, είτε με τη σύναψη συνεργασιών στους διάφορους λιμένες με αντιπροσώπους της, οι οποίοι καλούνται ναυτικοί πράκτορες. Η διατήρηση όμως μόνιμων υποκαταστημάτων απαιτεί πάγια έξοδα, όπως π.χ. μισθώματα γραφείων, αμοιβές προσωπικού κ.ά., τα οποία αποκλείουν τον εν λόγω τρόπο εμπορικής οργάνωσης, εάν η σημασία της τοπικής αγοράς και ο πραγματοποιούμενος κύκλος εργασιών της δεν επιτρέπει την κάλυψή τους. Η επιλογή της συνεργασίας με ναυτικούς πράκτορες απαλλάσσει την ναυτιλιακή επιχείρηση από όλα τα έξοδα, με τα οποία θα επιβαρυνόταν, αν ίδρυε υποκαταστήματα στο εσωτερικό της χώρας, λόγω του ότι ο ναυτικός πράκτορας αναλαμβάνει μόνος του τον κίνδυνο των δαπανών οργάνωσης της επιχειρήσεως του και αναπτύσσει κατά τρόπο ανεξάρτητο δραστηριότητα. Ο ναυτικός πράκτορας, σύμφωνα με τη θεωρία και νομολογία, είναι το φυσικό πρόσωπο, το οποίο διαμεσολαβεί για την προώθηση των συμφερόντων της ναυτιλιακής επιχείρησης, κυρίως με τη σύναψη συμβάσεων στο όνομα και για λογαριασμό αυτής καθώς και με την παροχή εν γένει υπηρεσιών στο κοινό, τους χρήστες δηλαδή των ναυτικών υπηρεσιών. Είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και αποτελεί βοηθητικό πρόσωπο της ναυτιλιακής επιχείρησης. Κατόπιν συμβάσεως με τον πλοιοκτήτη, τον εφοπλιστή ή τον φορτωτή αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει όλες τις υποθέσεις για λογαριασμό των τελευταίων, που είναι σχετικές με τη θαλάσσια αποστολή σε ορισμένο ή ορισμένα λιμάνια και συνδέονται με το πλοίο ή το φορτίο (πράκτορας πλοίου ή φορτίου). Ο ναυτικός πράκτορας ασκεί κατ επάγγελμα εργασίες πρακτορείας, που αφορούν το θαλάσσιο εμπόριο. Συνεπώς ασκεί εμπορική δραστηριότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του ν.δ. περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων, και είναι έμπορος κατ άρθρο 1ΕΚ. Ο ναυτικός πράκτορας είναι επιχειρηματίας, δεν είναι δηλαδή υπάλληλος της ναυτιλιακής επιχείρησης, ο οποίος αμείβεται με μισθό. Η αμοιβή του πράκτορα είναι συνήθως ποσοστό του ύψους των πωλήσεων ή προμηθειών, τις οποίες 8

πρακτορεύει. Ο πράκτορας παρέχει κατά τεκμήριο τις υπηρεσίες του για λογαριασμό της ναυτιλιακής επιχείρησης σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Οργανώνει μόνος του την επιχείρησή του με πρόσωπα της δικής του επιλογής, χωρίς όμως να αποκλείεται παντελώς η ανάμειξη του πλοιοκτήτη. Είναι επίσης υπεύθυνος για την τήρηση των διατάξεων του φορολογικού, κοινωνικοασφαλιστικού και εμπορικού δικαίου. Στο μέτρο που ο έλεγχος δεν θίγει την επιχειρηματική και επαγγελματική ελευθερία του ναυτικού πράκτορα, αναγνωρίζεται στη ναυτιλιακή επιχείρηση το δικαίωμα να ελέγχει τα νομικά και τα φορολογικά στοιχεία της επιχείρησης του πράκτορα, όπως την τήρηση των ασφαλιστικών και των λοιπών εργοδοτικών υποχρεώσεων, αφού η τυχόν παράβαση των ως άνω υποχρεώσεων έχει κατ αρχήν συνέπειες αναφορικά με τη νομιμότητα λειτουργίας της επιχείρησης του ναυτικού πράκτορα και κατ επέκταση με τη φήμη της ναυτιλιακής επιχείρησης 1. Ενδεικτικά ο ναυτικός πράκτορας αναλαμβάνει τη διαχείριση του πλοίου ή του φορτίου, τη διενέργεια των απαραίτητων διοικητικών (λιμενικών, τελωνειακών και υγειονομικών) διατυπώσεων, που είναι απαραίτητες για τον είσπλου και τον έκπλου του πλοίου από τον λιμένα, για την παράδοση του φορτίου προς φόρτωση, για την παραλαβή του από τους παραλήπτες, τη σύναψη κάθε φύσης συμβάσεων σχετικών με τα ίδια θέματα (δάνεια, ναυλώσεις, έκδοση εισιτηρίων, ναυτολογήσεις) και γενικά κάθε υπόθεση που είναι δυνατό να ανακύψει για το πλοίο ή το φορτίο σε ορισμένο λιμάνι. Είναι προφανές επομένως ότι ο ναυτικός πράκτορας αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση ενός ευρύτατου φάσματος υποθέσεων για λογαριασμό άλλων προσώπων, και συγκεκριμένα του πλοιοκτήτη, του εφοπλιστή ή και του φορτωτή. Το έργο του ναυτικού πράκτορα μπορεί να εκτείνεται σε όλες τις ως άνω δραστηριότητες ή σε ορισμένες απ αυτές, κατ ακολουθία της διακρίσεώς του σε γενικό και ειδικό πράκτορα. Ο γενικός πράκτορας αναφέρεται σε όλες τις εργασίες του πρακτορευομένου σε όλη την ελληνική επικράτεια, ενώ ο ειδικός πράκτορας αναφέρεται σε ορισμένο τομέα εργασιών. Επιπλέον υπάρχει και ο τοπικός πράκτορας, συνήθως ειδικός 2. Η δραστηριότητα του ναυτικού πράκτορα συγχέεται πολλές φορές με εκείνη του ναυλομεσίτη ή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Οι πράκτορες είναι εμπορικοί αντιπρόσωποι, αφού εκπροσωπούν την ναυτιλιακή επιχείρηση στις εμπορικές συναλλαγές. Ο ναυλομεσίτης είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος. Σημείο διαφοροποίησής του από τον ναυτικό πράκτορα είναι ότι μεσολαβεί μόνο, φέρνει δηλαδή σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη και δεν συμμετέχει στην κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ τους, ενώ ο ναυτικός πράκτορας καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του 3. Μερικές φορές όμως ο ναυλομεσίτης, που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της σύμβασης, ήτοι ενεργεί πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για 1 Βλ. ΕφΑθ 9032/2006 ΔΕΕ 2007, σελ. 613, Βερβεσό Ν, ΕΕμπΔ 2006 σελ. 544, ΕφΠειρ 1059/1995 ΔΕΕ 1996, σελ.41. 2 Βλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος 1, σελ.295επ, ΜΠρΠειρ 4864/2002 ΧρΙΔ 2003, σελ. 152. 3 ΕφΠειρ 456/2000 Ναυτική Δικαιοσύνη 4 (2001), σελ. 425, ΜΠρΠειρ 2499/2003 ΔΕΕ 2003, σελ. 975. 9

λογαριασμό του εντολέα του πλοιοκτήτη, όπως π.χ. όταν εισπράττει ολόκληρο το ναύλο με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν. Στην περίπτωση αυτή φυσικά ενεργεί κατ ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο. Στην περίπτωση αυτή ο ναυλομεσίτης ευθύνεται όπως ο ναυτικός πράκτορας, ήτοι υποχρεούται απέναντι στον εντολέα του (συνήθως πλοιοκτήτη) να εκτελεί τα καθήκοντά του με κάθε επιμέλεια, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα 4. Ο ναυτικός πράκτορας πρέπει να διακρίνεται και από την έννοια του παραγγελιοδόχου. Τόσο η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας όσο και η σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς παρεμβάλλονται στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς. Και ο ναυτικός πράκτορας, όπως και ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, συμμετέχουν στην κατάρτιση της σύμβασης με τον θαλάσσιο μεταφορέα, η οποία ενδιαφέρει τον πελάτη τους, με άμεση συνέπεια να συγχέονται συχνά μεταξύ τους. Εντούτοις, μεταξύ της ναυτιλιακής εταιρίας και του πράκτορα δεν μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο δεύτερος θα δρα ως έμμεσος αντιπρόσωπος του πρώτου. Πραγματικά ο ναυτικός πράκτορας ενεργεί στο όνομα του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή είτε το δηλώνει ρητά είτε αυτό συνάγεται από τις περιστάσεις και για λογαριασμό αυτών και συνεπώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις γεννώνται στο πρόσωπό τους, ενώ ο παραγγελιοδόχος συναλλάσσεται στο δικό του όνομα και δεν δημιουργεί ευθέως δικαιώματα και υποχρεώσεις για τον παραγγελέα. Παράλληλα ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από το μεταφορέα κατά το ότι ο τελευταίος διενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, αναλαμβάνει προσωπική ευθύνη ως εγγυητής των πράξεων του μεταφορέα ή του μεσολαβούντος άλλου παραγγελιοδόχου μεταφοράς, κατά τα άρθρα 96-98 ΕμπΝ, για τη μεταφορά των πραγμάτων από τον αποστολέα στον παραλήπτη, επομένως δε και για απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων 5. Αντιθέτως ο ναυτικός πράκτορας, συμβαλλόμενος στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπός του και δεν βαρύνεται με προσωπική ευθύνη για τις καταρτιζόμενες δικαιοπραξίες, με εξαίρεση την περίπτωση όπου ενεργεί χωρίς να έχει αντιπροσωπευτική εξουσία ή καθ υπέρβαση των ορίων της (άρθρα 229επ.ΑΚ) 6. Ο θεσμός του ναυτικού πράκτορα δεν έχει στο ελληνικό δίκαιο συστηματική νομοθετική ρύθμιση. Η ελληνική νομοθεσία διαθέτει μόνο διατάξεις, που διέπουν την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα. Ειδικότερα διατάξεις (δημοσίου δικαίου) για τον ναυτικό πράκτορα περιέχονται στο π.δ. 229/1995 7, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το π.δ. 427/1995. Τα δύο αυτά προεδρικά διατάγματα περιορίσθηκαν να ρυθμίσουν την άσκηση του επαγγέλματος μόνο του ναυτικού 4 βλ. Αλίκη Κιάντου - Παμπούκη, ό.π., σελ. 301, ΕφΛαρ 460/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006, σελ. 562, ΕφΠειρ 237/2000 ΕπισκΕμπΔ 2000, σελ. 785, 793 επ. (με παρατηρήσεις Κιάντου Παμπούκη) και σχόλια Ι. Κοροτζή, κάτω από την ΕφΠειρ 456/2000 σε Ναυτική Δικαιοσύνη 4 (2001), σελ. 428-429. 5 ΠΠρΑθ 4441/2006 ΔΕΕ 2007, σελ. 706, ΑΠ 303/1992 ΕΕμπΔ 1991, σελ. 613, ΕφΘεσ 602/1996 ΕπισκΕμπΔ 1997, σελ. 146, με παρατηρήσεις Πίψου. 6 Βλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικός πράκτορας και παραγγελιοδόχος θαλάσσιας μεταφοράς (εισαγωγή στις αποφάσεις ΕΠειρ 1303/2000 και 28/2001), «οι εν λόγω εφετειακές αποφάσεις προσδιορίζουν με σαφήνεια το αντικείμενο της δραστηριότητας αφενός του ναυτικού πράκτορα και αφετέρου του παραγγελιοδόχου μεταφοράς», δημοσιευμ. στην ΕπισκΕμπΔ Ζ 2001, σε. 942επ., ΠΠρΠειρ 910/2002 Αρμ.2003, σελ. 1289, ΕΘ 2069/1999 ΕπισκΕμπΔ 2000, σελ.695 (με παρατηρήσεις Β.Σομπόλου), ΕφΠειρ 596/1999 ΕπισκΕμπΔ 2000, σελ.691. 7 Βλ. Κιάντου-Παμπούκη, σύντομη παρουσίαση του περιεχομένου του π.δ. 229/1995 «Ναυτικοί Πράκτορες», δημοσιευμ. στην ΕπισκΕμπΔ 1995, σελ. 423επ. 10

πράκτορα πλοίων άφησαν έξω από τις ρυθμίσεις τους τους πράκτορες φορτίων με ιδιαίτερη έμφαση στην απαιτούμενη διοικητική άδεια και την έκδοση εισιτηρίων 8. Το π.δ. 229/1995 αποτελείται από 16 άρθρα που πραγματεύονται τα εξής: Ποια πλοία υπόκεινται σε πρακτόρευση, ποιες είναι οι υποχρεώσεις του πράκτορα επιβατηγών και οχηματαγωγών πλοίων, ποιοι μπορεί να είναι ναυτικοί πράκτορες, υπό ποιες προϋποθέσεις χορηγείται και πότε ανακαλείται η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα πλοίων και τέλος σε ποια δημοσιότητα υποβάλλεται η άδεια (το μητρώο ναυτικών πρακτόρων). Το ως άνω π.δ. δεν υπεισέρχεται στη ρύθμιση της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας και ιδίως των σχέσεων του ναυτικού πράκτορα προς τη ναυτιλιακή επιχείρηση ή τον δικαιούχο του φορτίου καθώς και προς τους τρίτους. Τέλος ο ναυτικός πράκτορας ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος και μάλιστα είναι εμπορικός αντιπρόσωπος, με συνέπεια να εφαρμόζεται επ αυτού και το π.δ. 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους καθώς και οι διατάξεις του ΑΚ για την αντιπροσωπεία. Οι διατάξεις περί αντιπροσωπείας του ΑΚ εφαρμόζονται με την προϋπόθεση ότι δεν είναι αντίθετες με εκείνες του π.δ. 219/1991, με τη φύση του ναυτικού πράκτορα και με αυτήν του εμπορικού αντιπροσώπου. Από τη δράση του επομένως δημιουργούνται απευθείας δικαιώματα και υποχρεώσεις για τη ναυτιλιακή επιχείρηση. Αν και δεν υφίσταται εκ νόμου περιορισμός, ο ναυτικός πράκτορας δεν θα μπορεί εξαιτίας της υποχρέωσης πίστης και των συμβατικών δεσμεύσεων (ρήτρα αποκλειστικότητας) να παρέχει τις υπηρεσίες του σε περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις 9. 1.2. Δικαιώματα, υποχρεώσεις και ευθύνη του ναυτικού πράκτορα Κατά τη σύναψη της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας καθορίζονται τα δικαιώματα και οι παράλληλες υποχρεώσεις των μερών, δικαιώματα κι υποχρεώσεις ειδικά, που αφορούν τη συνεργασία τους στα πλαίσια της σχέσης, την οποία δημιουργεί η εν λόγω σύμβαση. 8 ΔΠρΡοδ 210/2005 (ΝΟΜΟΣ). 9 Κιάντου Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Πρώτος, 2003, σελ 297, Βερβεσός Ν., οι ταχυδρομικοί πράκτορες η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ 2006, σελ. 543. 11

1.2.1 Δικαιώματα Ο ναυτικός πράκτορας έχει αξίωση αμοιβής για τις προσφερθείσες από αυτόν υπηρεσίες στη ναυτιλιακή επιχείρηση. Η αμοιβή αυτή οφείλεται, ακόμη κι αν δεν συμφωνήθηκε στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας. Ο καθορισμός της αμοιβής και ο χρόνος καταβολής αυτής αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλόμενων μερών. Ο ναυτικός πράκτορας δικαιούται να αξιώσει από τον κύριο των υποθέσεων (δηλ. τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή) την προμήθειά του, ήτοι την αμοιβή του, η οποία καθορίζεται από τη σύμβαση (648ΑΚ), τον νόμο, τις συλλογικές συμβάσεις ή την επιτόπια εμπορική συνήθεια (649ΑΚ), δηλαδή στην τελευταία περίπτωση μπορεί να αξιώσει τη συνήθως παρεχόμενη για τέτοιου είδους εργασίες. Η προμήθεια αυτή εμφανίζεται ως το σαφές αντίκρισμα των συναφθέντων συμφωνιών προώθησης των υπηρεσιών του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία. Πέρα από την καταβολή προμήθειας, μπορεί η ναυτιλιακή επιχείρηση να αναλάβει εξαιτίας της υποχρέωσης αποκλειστικότητας του ναυτικού πράκτορα την υποχρέωση καταβολής ελάχιστης αμοιβής, ανεξάρτητης από το αποτέλεσμα των προσπαθειών του πράκτορα. Επίσης, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, ο ναυτικός πράκτορας δικαιούται ό,τι δαπάνησε κατά την κανονική εκτέλεση της εντολής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 722ΑΚ 10. 1.2.2 Υποχρεώσεις Ο ναυτικός πράκτορας υποχρεούται να ενεργεί απέναντι στον εντολέα του σύμφωνα με τον νόμο και με βάση την αρχή της καλής πίστης καθ όλη τη διάρκεια της σχέσης τους. Κεντρική υποχρέωση του ναυτικού πράκτορα είναι να ασκεί συστηματικά και ενεργητικά τη δραστηριότητα για την οποία έχει δεσμευθεί, να εκτελεί τα καθήκοντά του με κάθε επιμέλεια και να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του εντολέα του (στο μέτρο πάντως που οι υποδείξεις αυτές δεν θίγουν την ανεξαρτησία του αντιπροσώπου 11 ). Η ανεύρεση του πελάτη δεν επιτυγχάνεται με παθητική αναμονή αλλά με ενεργητική αναζήτηση. Ο ναυτικός πράκτορας όμως, πέραν της καταβολής διαρκών προσπαθειών για τη διεύρυνση του κύκλου των πελατών της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης, είναι υποχρεωμένος να ενεργεί και προς την κατεύθυνση της διατήρησης και επαύξησης των συναλλαγών με την υπάρχουσα πελατεία. Οφείλει να ανακοινώνει στον εντολέα του κάθε αναγκαία πληροφορία που διαθέτει και να λογοδοτεί προς αυτόν (άρθρα 718 και 303 ΑΚ) 12. Ορισμένες ειδικές υποχρεώσεις για τους πράκτορες επιβατηγών και οχηματαγωγών πλοίων, που αφορούν 10 Βερβεσός, Οι ταχυδρομικοί πράκτορες- η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ 2006, σελ. 559, ΠΠρΠειρ 1963/1996, ΕΝΑΥΤΔ/1997 (93). 11 ΕφΘεσ 2655/2004 Αρμ. 2004, σελ. 1683, ΑΠ 1093/2001 ΔΕΕ 2002, σελ. 1041. 12 ΕφΠειρ 1059/1999 ΕπισκΕμπΔ 1996, σελ.123. 12

κατά το μεγαλύτερο μέρος τους την έκδοση εισιτηρίων επιβατών και αποδείξεων για τη μεταφορά οχημάτων, προβλέπει το π.δ. 229/1995. Παραπέρα ο ναυτικός πράκτορας έχει υποχρέωση πίστεως απέναντι από τον αντιπροσωπευόμενο, απορρέουσα από τη σχέση εμπιστοσύνης που συνδέει τα μέρη 13. Οφείλει να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντπροσωπευομένου και να απέχει από κάθε δραστηριότητα που μπορεί να τα βλάψει. Κατά τις περιστάσεις θα προκύπτουν υποχρεώσεις εχεμύθειας, διορισμού υποαντιπροσώπων, μη διεξαγωγής ίδιας ανταγωνιστικής εμπορίας, μη παροχής υπηρεσιών σε ανταγωνιστικές εταιρίες ή και αποκλειστικής παροχής υπηρεσιών προς τον αντιπροσωπευόμενο 14. Ο ναυτικός πράκτορας θα πρέπει να διατηρεί την επιχείρησή του σύμφωνα με τις υποδείξεις και τις προδιαγραφές της ναυτιλιακής επιχείρησης. Ειδικότερα θα πρέπει στην επιχείρησή του να είναι εγκατεστημένα μηχανήματα, τα οποία θα επιτρέπουν στον ναυτικό πράκτορα την ταχύτερη και καλύτερη εξυπηρέτηση των χρηστών των υπηρεσιών που παρέχει, ενώ παράλληλα θα διευκολύνουν την ένταξή του και λειτουργία του ως μέλους του δικτύου οργάνωσης της ναυτιλιακής επιχείρησης. 1.2.3 Ευθύνη Ο ναυτικός πράκτορας δεν φέρει προσωπική ευθύνη για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί για τον εντολέα του. Συμβαλλόμενος στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπός του και δεν αποκτά ο ίδιος δικαιώματα και υποχρεώσεις ούτε προσωπική ευθύνη για τις συμβάσεις που καταρτίζει με την ιδιότητά του αυτή φέρει όμως προσωπική ευθύνη, όταν ενεργεί χωρίς να έχει αντιπροσωπευτική εξουσία ή καθ υπέρβαση των ορίων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 229επ. ΑΚ. Ο ναυτικός πράκτορας δεν ευθύνεται για την εκτέλεση των συμβάσεων και την ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του τρίτου-πελάτη, εκτός αν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη ή αν ο ναυτικός πράκτορας ανέλαβε συμβατικά τέτοια εγγυητική ευθύνη (ρήτρα εγγυητική del credere). Η διάπραξη αδικοπραξίας κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ συνεπάγεται την προσωπική του ευθύνη. Ο ναυτικός πράκτορας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στον ναυτικό, οι οποίες προκύπτουν από τη σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής (άρθρο 1 παρ.1 εδ. α του ν. 762/1978), όταν ο πρώτος συνάπτει σύμβαση ναυτικής πρακτορείας στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία στη χώρα αυτή. Ο ναυτικός πράκτορας δεν μπορεί να ενάγει ή να ενάγεται για λόγους που αφορούν τη σύμβαση μεταξύ χρήστη ναυτικών υπηρεσιών και ναυτιλιακής επιχείρησης, αφού φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσης και άρα υποκείμενο των 13 Περάκης Ε, Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1999, σελ.404. 14 Περάκης Ε., ο.π., σελ.404-405. 13

διαφορών, που δημιουργούνται από αυτή, είναι η ναυτιλιακή επιχείρηση. Ο ναυτικός πράκτορας μπορεί να ενάγει και να ενάγεται μόνο για υποθέσεις που αυτός χειρίζεται, εφόσον έχει προς τούτο ειδικό πληρεξούσιο και πάντοτε στο όνομα της ναυτιλιακής επιχείρησης, αφού αυτή είναι ο φορέας τόσο της ουσιαστικής όσο και δικονομικής έννομης σχέσης 15. 15 Βλ. Βερβεσό, ο.π., σελ.560. 14

Κεφάλαιο 2. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ 2.1. Η τυπολογία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας (υπό ευρεία έννοια) Η επέκταση της εμπορικής δράσης και η ανάγκη διοχέτευσης των εμπορευμάτων και υπηρεσιών μέχρι τον καταναλωτή, ιδίως σε περιοχές μακριά από την εγκατάσταση του εμπόρου, έχουν αναδείξει τη μορφή του εμπορικού αντιπροσώπου. Εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος, που αναλαμβάνει με αυτοτελή επιχείρηση την έναντι ανταλλάγματος (προμήθειας) μέριμνα των υποθέσεών ενός εμπόρου (που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο) σε διαρκή βάση, συνήθως αποκλειστικά για ορισμένη εδαφική περιοχή. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι ανεξάρτητος επιχειρηματίας, ασκεί δική του επιχείρηση και κατ ακολουθία φέρει δικό του κίνδυνο, επιδιώκει το κέρδος και αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ζημίας. Ο κίνδυνός του σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με τη μεσολαβητική του δραστηριότητα, ήτοι με την κατάρτιση ή όχι των συμβάσεων που επιμελείται 1. Η έννοια του εμπορικού αντιπροσώπου αντιτίθεται στην έννοια του εργαζόμενου μισθωτού, που παρέχει εξαρτημένη εργασία, καθώς δεν είναι ενταγμένος στην επιχείρηση του επιχειρηματία ως υπάλληλος, προσφέροντας έναντι μισθού εξαρτημένη εργασία 2. Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνει την αγορά ή πώληση εμπορευμάτων καθώς και την παροχή υπηρεσιών. Όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος (υπό ευρεία έννοια) παρέχει υπηρεσίες στον αντιπροσωπευόμενο έμπορο κατά τρόπο συνεχή ή επαναλαμβανόμενο έναντι προμήθειας δύναται να ενεργεί ως μεσίτης, ως πράκτορας και ως παραγγελιοδόχος 3. Ειδικότερα: α) να μεσολαβεί ή να διαπραγματεύεται την κατάρτιση συμβάσεων στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου (ως μεσίτης 4 ), β) να συνάπτει ο ίδιος τις συμβάσεις στο όνομα 1 βλ. Ρόκας Ι., Εμπορικό δίκαιο, γενικό μέρος, 3 η έκδοση, Αθήνα 1999, σελ. 128. 2 Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 84 Abs. 1 S. 2 και Abs. 2 του Γερμανικού Εμπορικού Κώδικα λέγεται ότι "ανεξάρτητος (επιχειρηματίας) είναι, όποιος κατ' ουσία μπορεί ελεύθερα να διαμορφώνει τη δραστηριότητά του και να ορίζει το χρόνο της εργασίας του". Και στη δεύτερη διάταξη προστίθεται ότι "εκείνος, που, χωρίς να είναι ανεξάρτητος με την έννοια (της προηγούμενης διάταξης), έχει επιφορτισθεί διαρκώς με το να διαπραγματεύεται συναλλαγές για ένα επιχειρηματία ή να καταρτίζει (συναλλαγές) στ' όνομα εκείνου, λογίζεται ως υπάλληλος". 3 Βλ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις στις ΕφΑθ 9032/2006 και ΠολΠρωτΘεσ 6041/2007 «Ζητήματα από το δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας υπό την ευρεία και τη στενή έννοια», δημοσιευμ. στον Αρμενόπουλο 2007 (8), σελ. 1180 και 1198 και τις εκεί παραπομπές, Παμπούκης Παπαδρόσου/Αρχανιωτάκη, Εμπορικό Δίκαιο, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 158. 4 ΕφΑθ 6352/2003 (ΝΟΜΟΣ), όπου υπογραμμίζεται ότι η εμπορική αντιπροσωπεία είναι δραστηριότητα εμπορική, κατ αναλογική εφαρμογή, αφενός των διατάξεων που προσδίδουν εμπορικό χαρακτήρα στις

και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου (ως πράκτορας 5 ) και γ) να συνάπτει τις συμβάσεις στο δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευομένου (ως παραγγελιοδόχος 6 ). Μια σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας υπό την ευρεία έννοια μπορεί δηλαδή να λειτουργεί ως μεσιτεία, ως πρακτορεία και ως παραγγελία, μόνο όταν υπάρχει ως κοινό σημείο τους η επιμέλεια των υποθέσεων ενός εμπόρου έναντι αμοιβής κατά τρόπο διαρκή. Αν απουσιάζει το στοιχείο της διάρκειας και η επιμέλεια δεν αφορά σε υποθέσεις εμπόρου, τότε θα πρόκειται για τη συνηθισμένη μεσιτεία, πρακτορεία και παραγγελία 7. 2.2 Η τυπολογία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας (υπό στενή έννοια) Στο πλαίσιο της ρύθμισης των διαμεσολαβητικών του εμπορίου υπηρεσιών υφίσταται νομοθετική ρύθμιση στο ελληνικό δίκαιο για τους εμπορικούς αντιπροσώπους με το π.δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», το οποίο εκδόθηκε σε εναρμόνιση προς την υπ αριθμ. 86/653/ΕΟΚ οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσο αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες)». Το ως άνω π.δ. ισχύει μετά την τροποποίησή του στην ελληνική νομοθεσία με τα π.δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995, ενώ οι διατάξεις του εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του, ενώ για αυτές (συμβάσεις), που είχαν καταρτισθεί πριν από την ισχύ του, εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές από 1.1.1994, υπό την έννοια προφανώς ότι οι συμβάσεις αυτές δεν έχουν λυθεί και θα εξακολουθούν να υφίστανται και μετά την ημερομηνία αυτή. Πριν από την ισχύ του άνω π.δ/τος, επί συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ελλείψει ειδικής ρυθμίσεως στον ΕμπΝ, εφαρμόζονταν αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 90 ΕμπΝ περί παραγγελίας, συμπληρούμενες κατ άρθρο 91 ΕμπΝ και 3 ΕισΝΑΚ από τις περί εντολής διατάξεις 8. Την επιλογή τους αυτή τα δικαστήρια τη στήριζαν στην πάγια διαπίστωσή τους ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη μέρη της με τη σύμβαση παραγγελίας 9. Στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του π.δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων» δίνεται ο ορισμός του «εμπορικού αντιπροσώπου» υπό στενή έννοια ως εξής: Εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο ανατίθεται υπό την δραστηριότητες της παραγγελίας, πρακτορείας και μεσιτείας και αφετέρου του άρθρου 4 παρ. 7 περ.21 του ν. 307/1976. 5 ΠΠρΑθ 3710/2001 ΕΕμπΔ 2003, σελ.593, ΠΠρΠειρ 815/1994 ΕΕμπΔ 1995, σελ. 100. 6 ΕφΑθ 1638/2004 ΔΕΕ 2004, σελ. 1177, ΕφΑθ 874/2002 ΕλλΔνη 2003, σελ. 248, ΑΠ 1612/2002 ΕλλΔνη 2003, σελ. 714. 7 Βλ. Μεχλιβάνη, ο.π, Αρμενόπουλος 2007 (8), σελ. 1198επ. 8 ΑΠ 812/1991 ΕλλΔνη 32.1940, ΕφΑθ 6393/2002 ΕλλΔνη 45.192. 9 Ρούσσης Δ., Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου διανομέα, Αθήνα 2006, σελ. 3. 16

ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής «αντιπροσωπευόμενος», την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτός, στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δηλαδή διαμεσολαβεί σταθερά υπέρ του πωλητή στους αγοραστές των προϊόντων του και έχει αξίωση για την καταβολή προμήθειας 10. Επιμελείται τις υποθέσεις άλλου εμπόρου (του αντιπροσωπευόμενου) με τη μορφή της διαπραγμάτευσης ή (και) της σύναψης συμβάσεων αγοράς ή πώλησης εμπορευμάτων στο όνομα και για λογαριασμό του συνήθως σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή και μάλιστα σε μόνιμη βάση 11. Μολονότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι ενταγμένος στο σύστημα διανομής της επιχείρησης και αποτελεί βοηθητικό της πρόσωπο, δεν είναι υπάλληλός της, αλλά ασκεί ανεξάρτητη επιχειρηματική δραστηριότητα. Πράγματι, κατά δε την παρ.3 του ιδίου άρθρου, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οργανώνει ελεύθερα την εμπορική του δραστηριότητα, χωρίς την παρέμβαση του αντιπροσωπευομένου, διατηρεί δική του επαγγελματική στέγη, είναι υποχρεωμένος να εγγραφεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος στα αμιγή Εμπορικά Επιμελητήρια ή στο Εμπορικό Τμήμα των λοιπών Επιμελητηρίων, την Οικονομική Εφορία του τόπου, όπου ασκεί το επάγγελμά του, και το Ταμείο Ασφαλίσεως Εμπόρων και μπορεί να διατηρεί αντιπροσώπους στην έδρα της εγκατάστασής του ή σε άλλες πόλεις μέσα στο γεωγραφικό τομέα, στον οποίο ασκεί τη δραστηριότητά του. Το π.δ. 219/1991 έχει αναγάγει τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου σε επάγγελμα. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος σε στενή έννοια ενεργεί υπό τις ακόλουθες δύο μορφές: α) ως μεσίτης, στο μέτρο που διαπραγματεύεται συμβάσεις για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου-εμπόρου και β) ως πράκτορας, στο μέτρο που συνάπτει συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Διαφοροποιείται ωστόσο από τον μεσίτη και τον πράκτορα στο ότι αναλαμβάνει υποχρεώσεις από τη σύμβαση σε διαρκή βάση και όχι ευκαιριακά, συνδέεται συμβατικά μόνο με έμπορο και δεν παρέχει τις υπηρεσίες του στο ευρύ κοινό και διαπραγματεύεται ή/και συνάπτει συμβάσεις που αφορούν μόνο στην αγορά ή την πώληση εμπορευμάτων και όχι στην παροχή υπηρεσιών, όπως ο μεσίτης και ο πράκτορας 12. Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, κατά το π.δ. 219/1991, είναι σωρευτικά: α) ο αμφοτεροβαρής και επαχθής χαρακτήρας, β) η σταθερότητα της σχέσης, γ) η διάρκεια της παροχής του εμπορικού αντιπροσώπου, δ) η αυτοτέλεια και ανεξαρτησία (νομική απλώς ή προσωπική και όχι οικονομική) της παροχής αυτού (της δραστηριότητάς του) και ε) η δράση του στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου 13. Για να είναι κανείς εμπορικός αντιπρόσωπος απαιτείται να εργάζεται με δική του επιχείρηση και όχι στην επιχείρηση του αντιπροσωπευομένου επιχειρηματία. 10 ΑΠ 896/2005 ΔΕΕ 2005, σελ. 1319, ΕφΘεσ 585/1998 Αρμ.1998, σελ. 1359, Μαρίνος Μ-Θ., σε σχόλιο κάτω από την ΑΠ 812/1991 ΕλλΔνη 1991, σελ. 1495. 11 ΑΠ 212/2006 Αρμ. 2007 (5), σελ. 719, με παρατηρήσεις Αχιλ. Μπεχλιβάνη, σελ. 723. 12 Μπεχλιβάνης, ο.π., Αρμενόπουλος 2007 (8), σελ. 1198επ. 13 ΑΠ 53/2007 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΑθ 1729/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005, σελ. 1059, ΑΠ 1612/2002 ΕλλΔνη 44, 714, ΕφΘεσ 3278/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001, σελ. 688. 17

Συνεπώς απαιτείται να εργάζεται με νομική αυτονομία απέναντι σ εκείνον που αντιπροσωπεύει (επιχείρημα κι από το άρθρο 1 παρ.3 περ.α και β του π.δ. 219/1991). Πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι και οικονομικά ανεξάρτητος απέναντι στον αντιπροσωπευόμενο, αφού θέτει κατά κανόνα τη δική του μικρή εμπορική επιχείρηση στην υπηρεσία της ισχυρότερης επιχείρησης του αντιπροσωπευομένου και έτσι βρίσκεται σε οικονομική εξάρτηση από τον τελευταίο 14. Όπως αναφέρεται στη νομική φιλολογία, ο εμπορικός αντιπρόσωπος θα είναι απλός ή αποκλειστικός. Ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος έχει από τη σύμβαση το δικαίωμα να συναλλάσσεται μόνο ο ίδιος (όχι δηλ. η επιχείρηση) στον γεωγραφικό του τομέα. Μπορεί επίσης να είναι γενικός ή υποαντιπρόσωπος. Ο τελευταίος ορίζεται κατά το άρθρο 1 παρ. 3 εδ. β του π.δ. 219/1991 από τον γενικό αντιπρόσωπο «στην έδρα της εγκατάστασής του ή σε άλλες πόλεις μέσα στο γεωγραφικό τομέα, στον οποίο ασκεί τη δραστηριότητά του. Στην εμπορική ζωή διακρίνονται τρεις κατηγορίες εμπορικών αντιπροσώπων: 1) οι παραγωγοί (πλασιέ), 2) οι περιοδεύοντες ή ταξιδεύοντες εμπορικοί αντιπρόσωποι και 3) οι υπό ευρεία ή στενή έννοια του όρου αντιπρόσωποι. Σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ αντιπροσωπευομένου επιχειρηματία και των λοιπών αντιπροσώπων, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τις συναπτόμενες συμβάσεις γεννώνται στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Ανακύπτει το ερώτημα όμως πώς θα διαμορφωθούν οι μεταξύ τους σχέσεις στις περιπτώσεις που τους παραγωγούς, τους ταξιδεύοντες αντιπροσώπους ή τους υποαντιπροσώπους τους διορίζει ο κύριος αντιπρόσωπος. Εδώ πρέπει να εφαρμοσθούν δύο φορές οι αρχές της άμεσης αντιπροσωπείας. Οι παραγωγοί, οι περιοδεύοντες αντιπρόσωποι και οι υποαντιπρόσωποι συνάπτουν συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό του κυρίου αντιπροσώπου. Αυτός όμως όλες τις συμβάσεις, που καταρτίζονται στο όνομα και για λογαριασμό του, τις συνάπτει στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ο οποίος τελικά είναι το ένα μέρος στη σύμβαση που καταρτίστηκε κατά τον τρόπο αυτό. Στο σημείο αυτό πρέπει να εκφρασθεί ο ενδοιασμός, μήπως δεν προστατεύεται επαρκώς ο αντιπροσωπευόμενος, ο οποίος μπορεί να βρεθεί δεσμευμένος κατά τρόπο τον οποίο δεν ήθελε πλην όμως παρόμοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, γιατί, για να δεσμευθεί τελικά ο αντιπροσωπευόμενος, πρέπει ο κύριος αντιπρόσωπος να ενήργησε μέσα στα όρια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας. Με τη σειρά τους πρέπει να ενήργησαν στα όρια της αντιπροσωπευτικής τους εξουσίας και ο παραγωγός, ο αντιπρόσωπος που ταξιδεύει και ο υποαντιπρόσωπος. Η πορεία των σκέψεων αυτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, για να δεσμεύεται ο αντιπροσωπευόμενος, πρέπει οι αντιπρόσωποι να ενήργησαν μέσα στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας, την οποία αυτός παραχώρησε στον κύριο αντιπρόσωπο. Σε περίπτωση κατά την οποία ο κύριος αντιπρόσωπος, ο παραγωγός, ο αντιπρόσωπος που ταξιδεύει και ο υποαντιπρόσωπος ενήργησαν πέρα από την αντιπροσωπευτική εξουσία, την οποία τους παραχώρησε ο αντιπροσωπευόμενος, θα 14 Βλ. παρατηρήσεις Σομπόλου Β., δημοσιευμ. στην ΕπισκΕμπΔ 2000, σελ. 1035 18

εφαρμοσθεί το άρθρο 229 εδ. α ΑΚ. Αν λοιπόν ο παραγωγός, ο αντιπρόσωπος που ταξιδεύει και ο υποαντιπρόσωπος υπερέβησαν την αντιπροσωπευτική τους εξουσία, θα χρειασθεί έγκριση όχι από τον κύριο αντιπρόσωπο αλλά απ ευθείας από τον αντιπροσωπευόμενο, γιατί τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούν σε τελευταία ανάλυση τον τελευταίο και γιατί αυτόν αφορούν τελικά τα αποτελέσματα των συμβάσεων που συνάφθηκαν. Σε περίπτωση εξάλλου κατά την οποία ο κύριος αντιπρόσωπος ενήργησε πέρα από την αντιπροσωπευτική εξουσία σε σχέση με τη σύναψη συμβάσεων, θα εφαρμοσθεί πάλι το άρθρο 229 εδ. α ΑΚ και η ισχύς των συμβάσεων αυτών θα εξαρτηθεί και πάλι από την έγκριση ή μη του αντιπροσωπευομένου 15. 2.3. Η τυπολογία της σύμβασης εμπορικής διανομής και η διάκριση της από τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 361ΑΚ «αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων», τα μέρη είναι ελεύθερα να διαμορφώνουν τις έννομες σχέσεις τους και δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τα πρότυπα που θέτει ο νόμος. Δημιούργημα και μόρφωμα της σύγχρονης οικονομίας, που είναι και απόρροια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361ΑΚ), αποτελεί και η σύμβαση διανομής. Πρόκειται για διαρκή, αμφοτεροβαρή, άτυπη, ενοχική σύμβαση, στην οποία ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικώς για μια ορισμένη περιοχή στον άλλο (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία στη συνέχεια ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρηματικό κίνδυνο 16. Ο εμπορικός διανομέας ενεργεί σε αυτόνομη οικονομική βαθμίδα, μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή και διαθέτει μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τον εμπορικό αντιπρόσωπο. Αγοράζει (και μεταπωλεί) στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό τα προϊόντα του παραγωγού. Δεν αποβλέπει δε σε αμοιβή (προμήθεια) αλλά στο κέρδος από την αγορά και τη μεταπώληση. Είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας, που όμως ενσωματώνεται στο δίκτυο διανομής του παραγωγού. Ο παραγωγός μπορεί να είναι πολυεθνική επιχείρηση, οπότε ο χώρος διανομής μπορεί να είναι ολόκληρη η Ελλάδα, ή και επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα, οπότε ο χώρος της διανομής μπορεί να περιορισθεί σε μια περιοχή της ελληνικής επικράτειας 17. Η ενσωμάτωση στο δίκτυο διανομής του παραγωγού δεν έχει την έννοια ότι ο εμπορικός διανομέας παύει να φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο, αφού πωλεί στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό τα προϊόντα της συμφωνίας. Ειδικότερα διαθέτει δική του οργάνωση και 15 βλ. Κιάντος Β., Σχετικά με τις σχέσεις παραγωγού, περιοδεύοντος αντιπροσώπου, υποαντιπροσώπου, κυρίως αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου (μελέτη). 16 Βλ. ΕΑ 3099/1999 ΕλλΔνη 41. 146 17 Μ-Θ.Μαρίνος, σε σχόλιο κάτω από την ΑΠ 812/1991 ΕλλΔνη 1991, σελ. 1491. 19

φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο, πλην όμως ενεργεί με βάση τις οδηγίες του παραγωγού ως προς τη διάθεση των προϊόντων και την εξυπηρέτηση της πελατείας 18. Η σύμβαση εμπορικής διανομής δεν ρυθμίζεται από τον νόμο, ελλείπουν διατάξεις στον ΕμπΝ και εν προκειμένω υφίσταται ακούσιο (γνήσιο) νομοθετικό κενό, στην οποία εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του π.δ. 219/1991, ιδίως των άρθρων 8 και 9 αυτού, που αφορούν στην προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης καθώς και στην αξίωση για αποζημίωση πελατείας. Πρέπει όμως να τονιστεί ιδιαίτερα ότι χωρεί αναλογική εφαρμογή μόνο εκείνων των διατάξεων περί εμπορικής αντιπροσωπείας που αρμόζουν στη σύμβαση διανομής 19. Η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 9 του π.δ. 219/1991 περί αποζημίωσης πελατείας στη σύμβαση διανομής ρυθμίζεται πλέον ρητώς στο άρθρο 14 παρ. 4 περ. β του ν. 3557/2007 σε περίπτωση που ο αποκλειστικός διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή, εφόσον προώθησε τις υποθέσεις του προμηθευτή του, ιδίως με την προσέλκυση νέων πελατών, και μόνο όταν ο προμηθευτής διατηρεί και μετά τη λύση της σύμβασης ουσιαστικά οφέλη από την προώθηση αυτή, ενώ κρίσιμα περιστατικά αποτελούν η υποχρέωση μη ανταγωνισμού μετά τη λήξη της σύμβασης, η υποχρέωση μεταβίβασης πελατείας, η υποχρέωση του διανομέα να διαφημίζει τα συμβατικά προϊόντα και η υποχρέωση διαρκούς πληροφόρησης του προμηθευτή από τον διανομέα. Τόσο η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας όσο και η σύμβαση διανομής εντάσσονται στην κατηγορία των συμβατικών τύπων της εμπορικής συνεργασίας, οι οποίοι διευκολύνουν τον έμπορο στην επέκταση της οικονομικής δραστηριότητάς του και στη διάθεση των προϊόντων και των υπηρεσιών του σε τόπους, όπου για διάφορους λόγους δεν δημιουργεί επαγγελματική εγκατάσταση. Ο συμβατικός τύπος της εμπορικής συνεργασίας που επιλέγεται προσδιορίζεται από τη φύση, το περιεχόμενο, την έκταση και το χρονικό διάστημα των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνει ο έμπορος σε περιοχές μακριά από την επαγγελματική του εγκατάσταση. Η διαφορά της σύμβασης διανομής και της σύμβασης αντιπροσωπείας είναι ότι ο διανομέας αναλαμβάνει και εκτελεί υποχρεώσεις στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό με τον πελάτη, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρησιακό κίνδυνο, ενώ ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν ενεργεί στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, αλλά μόνον εκπροσωπεί (άμεσα ως πληρεξούσιος ή έμμεσα ως παραγγελιοδόχος) τον αντιπροσωπευόμενο στη σύναψη και εκτέλεση συμβάσεων με πελάτες. Η διαφορά αυτή θεωρείται ορθά τεχνική και όχι οικονομική. Σημασία έχει η εμπορική ουσία, η οποία μπορεί να είναι ίδια σε σύμβαση διανομής και σε σύμβαση αντιπροσωπείας, αφενός όταν ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης («δικτύου διανομής») του αντιπροσωπευομένου και αφετέρου όταν η δραστηριότητα του διανομέα δημιουργεί πελατεία του αντιπροσωπευομένου και όχι του διανομέα 20. Η 18 ΕφΑθ 986/2005 ΔΕΕ 2005, σελ. 701, ΜΠρΑθ 4188/2004 ΔΕΕ 2005, σελ. 318. 19 ΑΠ 139/2006 ΔΕΕ 6/2006, σελ. 649, ΕφΑθ 7303/2002 ΕπισκΕμπΔ 2003, σελ.446. 20 Λ.Γεωργακόπουλος, Αξίωση αποζημίωσης πελατείας διανομέα και καταχρηστική καταγγελία σύμβασης διανομής (άρθρο 2 α Ν.703/77) (γνωμ.), ΔΕΕ 2/1998, σελ.112, Γεωργακόπουλος, Η σύγχρονη πρακτική του Εμπορικού Δικαίου, 1992, σελ. 366 επ., Τέλλης, Αξίωση αποζημίωσης πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου, 1997, σελ.11, ΕφΑθ 986/2005 ΔΕΕ 2005 σελ.701, ΕφΛαρ 76/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004, σελ. 458, ΕφΑθ 7371/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004, σελ.438, ΕφΠειρ 1246/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001 σελ.1030, ΠΠρΘεσ 23243/2006 ΔΕΕ 2006, σελ. 934, ΕφΛαρ 76/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004, σελ. 458. 20

τεχνική των πωλήσεων όσο και η τεχνική, με την οποία υπολογίζεται η αμοιβή ενός εμπορικού διανομέα, διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη του εμπορικού αντιπροσώπου: ο πρώτος αγοράζει και μεταπουλά τα εμπορεύματα στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό, ενώ ο αντιπρόσωπος στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου η αμοιβή του διανομέα συνίσταται στο κέρδος μεταπώλησης των προϊόντων (χάρη στις εκπτώσεις που του παραχωρεί ο προμηθευτής του κατά την αγορά των συμβατικών προϊόντων), ενώ ο αντιπρόσωπος αμείβεται με προμήθεια, που συνήθως ανέρχεται σε ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων 21. 2.4. Η τυπολογία της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας Στην ελληνική νομοθεσία δεν βρίσκουμε διατάξεις σχετικά με τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας παρά μόνο στο άρθρο 2 εδ.3 περ.β του ν.δ. για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων, το οποίο ορίζει ως πράξη εμπορική «πάσαν επιχείρησιν..πρακτορείας». Η επιχείρηση πρακτορείας είναι η δραστηριότητα με την οποία ένα πρόσωπο, που ενεργεί επιχειρηματικά (πράκτορας), αναλαμβάνει να επιμελείται συγκεκριμένες υποθέσεις άλλων προσώπων και να παρέχει έναντι ανταλλάγματος προς το κοινό πάσης φύσεως υπηρεσιών 22. Στο ελληνικό δίκαιο υπάρχουν μόνο ειδικές διατάξεις για ορισμένες μορφές πράκτορα, όπως για τον ασφαλιστικό και για τον ναυτικό πράκτορα, που μας απασχολεί στην παρούσα εργασία. Το εν λόγω νομοθετικό κενό θεωρία και νομολογία προσπάθησαν να το καλύψουν με αναλογική εφαρμογή διατάξεων του εμπορικού και αστικού δικαίου, οι οποίες διέπουν συγγενείς προς τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας σχέσεις. Από τον προσδιορισμό της δραστηριότητας του ναυτικού πράκτορα και τον συνδυασμό των άρθρων 361, 648 και 713ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας έχει μικτό χαρακτήρα. Η άποψη, που επικρατεί στα δικαστήρια της ουσίας, είναι ότι η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας μπορεί να υπαχθεί αφενός στη γενική κατηγορία των συμβάσεων, που έχουν ως αντικείμενο την παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, καθώς ο ναυτικός πράκτορας είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας που ασκεί ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τον αντισυμβαλλόμενό του (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), και αφετέρου έχει υποστηριχθεί ότι η πρακτορεία είναι μίσθωση έργου, όταν ο πράκτορας συμβάλλεται με το κοινό ως καταναλωτής. Και τούτο, γιατί η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας εμπεριέχει στοιχεία από όλες τις συμβάσεις. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή, ώστε να 21 ΠΠρΚαλαμ 199/2004 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΠειρ 1246/2000 ΔΕΕ 2001, σελ.893, ΕπισκΕμπΔ 2001, σελ. 1030, ΕφΑθ 3099/1999 ΕπισκΕμπΔ 2000, σελ.240. 22 ΕφΘεσ 3821/1990 Αρμ. 1991 σελ.365, ΕφΠειρ 709/1997 ΔΕΕ 1997, σελ. 64, Παμπούκη, Παπαδρόσου Αρχανιωτάκη, Εμπορικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 154επ. 21

απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά κάθε μία από τις επιμέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλειά της 23. Στη νομολογία κυριαρχεί η άποψη ότι πρόκειται για σύμβαση που περιέχει στοιχεία μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648επ.ΑΚ) με προέχοντα τα στοιχεία της εντολής. Στο πλαίσιο αυτής της άποψης, όπως έχει εκφρασθεί στην περίπτωση του ναυτικού πράκτορα, η σχέση που συνδέει τον πράκτορα με τον εντολέα του πλοιοκτήτη είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου (άρθρο 713ΑΚ), όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του τελευταίου (απόδοση λογαριασμού κ.λ.π.), και του εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών, όσον αφορά την αμοιβή του 24. Σύμφωνα με μία άποψη η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας αποτελεί σύμβαση έργου 25. Το εμπορικό δίκαιο γνωρίζει μόνο ειδικές μορφές της μίσθωσης έργου, στις οποίες συγκαταλέγονται οι συμβάσεις διαμεσολαβητικών υπηρεσιών, όπου ανήκει και η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας. Ο ναυτικός πράκτορας πραγματικά, ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, προσφέρει τις υπηρεσίες του κατά κανόνα σε μόνιμη βάση, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ή ευκαιριακώς, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση έργου, και οπωσδήποτε επιμελείται υποθέσεις άλλου, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση εντολής. Εάν η αμοιβή του καταβάλλεται μόνο για την προμήθεια, τότε πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εάν αντιθέτως αμείβεται για το αποτέλεσμα, τότε πρόκειται για σύμβαση έργου. Εάν η σχέση που συνδέει τον ναυτικό πράκτορα με τον εντολέα είναι εκείνη της εντολής, εφαρμόζονται μόνο εκείνες οι διατάξεις για την εντολή, που συμβιβάζονται με τον έμμισθο χαρακτήρα της ναυτικής πρακτορείας 26. Σύμφωνα με άλλη άποψη 27, η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής είναι δυνατή μέσω της αξιολόγησης της σύμβασης πρακτορείας ως εμπορικής αντιπροσωπείας. Η άποψη για τον μικτό χαρακτήρα της σύμβασης διατυπώνεται σε δικαστικές αποφάσεις και από τη θεωρία του ναυτικού δικαίου, ενώ υπάρχει και η αντίθετη άποψη, που δεν δέχεται τον μικτό χαρακτήρα της εν λόγω σύμβασης. Ειδικότερα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: μικτή αποκαλείται μια σύμβαση, όταν εμφανίζει μια άγνωστη στον νόμο σύνθεση στοιχείων, που ανήκουν σε διάφορους τύπους συμβάσεων (επώνυμων ή ανώνυμων). Δεν είναι επομένως μικτή μία σύμβαση, η οποία με βάση τα γενικά χαρακτηριστικά της μπορεί να ενταχθεί σε ορισμένο συμβατικό τύπο, και μάλιστα επώνυμο, που ρυθμίζεται δηλαδή στον νόμο. Το γεγονός ότι η παροχή του ναυτικού πράκτορα αφορά τη διεξαγωγή ξένης υπόθεσης δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ύπαρξη μικτής σύμβασης, αφού, σύμφωνα με τα όσα παραθέσαμε, δεν υπάρχει εδώ μια άγνωστη στο νόμο σύνθεση στοιχείων, αλλά αντίθετα όλα τα στοιχεία μιας επώνυμης σύμβασης, της σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ενδεχομένως 23 ΕφΠειρ 1059/1995, ΔΕΕ/1996 (41), ΠΠρΠειρ 1963/1996, ΕΝΑΥΤΔ/1997 (93), Κιάντου-Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, εκδ.σάκκουλα, 2003, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ.291επ. 24 ΕφΠειρ 1059/1995, ΔΕΕ/1996 (41), ΠΠρΠειρ 1963/1996, ΕΝΑΥΤΔ/1997 (93), Κιάντου-Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, εκδ.σάκκουλα, 2003, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ.291επ. 25 βλ. Γεωργακόπουλο, ο.π., σελ. 414. 26 ΜΠρΠειρ 2499/2003 ΔΕΕ 2003, σελ. 975. 27 Λιακόπουλος, ΕΕμπΔ 1990, σελ.566. 22

όμως τίθεται το ζήτημα της συμπληρωματικής εφαρμογής, στη σύμβαση αυτή, ορισμένων διατάξεων από το κεφάλαιο της εντολής 28. Από τη ναυτική πρακτορεία θα πρέπει να διακρίνεται η σύμβαση παραγγελίας. Η σύμβαση παραγγελίας ρυθμίζεται, αν και πλημμελώς, στα άρθρα 90-94. Αντικείμενο της σύμβασης είναι η επ αμοιβή στο όνομα του παραγγελιοδόχου αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα κατάρτιση δικαιοπραξιών. Συμβαλλόμενος στη σύμβαση με τον τρίτο είναι ο παραγγελιοδόχος, ο οποίος όμως έχει αναλάβει έναντι του παραγγελέα να του μεταβιβάσει τα οικονομικά αποτελέσματα της σύμβασης (περίπτωση έμμεσης αντιπροσωπείας). Η σχέση μεταξύ παραγγελέα και παραγγελιοδόχου υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία των συμβάσεων διεξαγωγής ξένων υποθέσεων με αμοιβή, στην οποία ανήκει και η σύμβαση ναυτικής πρακορείας. Διαφέρει όμως ο παραγγελιοδόχος από τον ναυτικό πράκτορα στο ότι ο τελευταίος δεν ενεργεί στο δικό του όνομα, αλλά δρα στο όνομα και για λογαριασμό της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης 29. Διαφέρει επίσης η ναυτική πρακτορεία από τη μεσιτεία, καθώς αντικείμενο της τελευταίας είναι πάντοτε η μεσολάβηση ή η υπόδειξη ευκαιρίας προς κατάρτιση σύμβασης. Η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας διακρίνεται ανάλογα με το στιγμιαίο ή διαρκή χαρακτήρα της σε στιγμιαία πρακτορεία, όταν η υποχρέωση του πράκτορα συνίσταται στη στιγμιαία ή στην εφάπαξ πρακτόρευση του επιχειρηματία σε συγκεκριμένη συναλλαγή, ή υπόθεσή του με τρίτους και σε διαρκή πρακτορεία, όταν η υποχρέωση του πράκτορα είναι η παροχή προς το κοινό υπηρεσιών κατά τρόπο συνεχή ή επαναλαμβανόμενο. Στην τελευταία περίπτωση ταυτίζεται η ναυτική πρακτορεία με την εμπορική αντιπροσωπεία 30. Η προς τα έξω δράση του πράκτορα ως πληρεξουσίου είναι ενδεχόμενη. Η θεμελίωση της δράσης του ναυτικού πράκτορα ως πληρεξουσίου του εντολέα του πρέπει να αναζητηθεί στην 211ΑΚ. 2.4. Η προσέγγιση της λειτουργίας της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας προς αυτήν της εμπορικής αντιπροσωπείας Προκειμένου να εξετάσουμε τη λειτουργία της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε τη δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής στην εν λόγω σύμβαση του π.δ/τος 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων». Οι 28 Βλ. ΕφΠειρ 1059/1995 ΕπισκΕμπΔ 1996, σελ.123 (με παρατηρήσεις Φουντεδάκης Κ.) 29 Περάκης Ε, Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, Αθήνα 1999, σελ. 401, Ρόκας Ν, Στοιχεία εμπορικού δικαίου (Ι), 2 η έκδοση, Αθήνα Κομοτηνή 1998, σελ. 55-56, ΕφΠειρ 28/2001 ΔΕΕ 2001 σελ.401, ΕφΘεσ 3278/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001, σελ. 688 (με παρατηρήσεις Αυγουστίδη), ΕφΔωδ 160/1998 ΕπισκΕμπΔ 1999, σελ. 750. 30 Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, έκδοση β, σελ. 423, ο οποίος ταυτίζει τη διαρκή πρακτορεία με την εμπορική αντιπροσωπεία, ΜΠρΠειρ 4864/2002 ΧρΙΔ 2003, σελ. 152. 23