Κινητοποιήσεις και αδράνειες του εργατικό συνδικαλισμούτου Ανέστη Ταρπάγκου «Κατάρρευση του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος ως εκφραστού της συλλογικής θελήσεως και φορέως των διεκδικήσεων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων»... «Κίνδυνος παρακάμψεως της συνδικαλιστικής ηγεσίας από αγανακτισμένες μάζες: Πού θα βρεθούν τότε οι υπεύθυνοι εκπρόσωποι των εργαζομένων για να συνομιλήσουν με τους υπόλοιπους κοινωνικούς εταίρους, ώστε να αποφευχθεί η ενεξέλεγκτη επιδείνωση των κοινωνικών συγκρούσεων;»... «Οι αδημόνως συνωθούμενοι στις επετηρίδες εξασφαλίσεως βουλευτικής έδρας ή ακόμη και υπουργικού θώκου επίσημοι συνδικαλιστές των διαφόρων κομμάτων, ουδόλως τυρβάζουν περί τα προβλήματα εκείνων τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπούν»... «Αυτοί οι επίσημοι συνδικαλιστές ουδεμία κοινωνική υπηρεσία προσφέρουν, είναι αδύνατον πλέον να λειτουργήσουν ως ιμάντες έγκαιρης εξομαλύνσεως των διαταξικών αντιθέσεων, πριν αυτές εκδηλωθούν με κοινωνικά επιζήμιο τρόπο». [Δεν πρόκειται για αναφορές κοινωνικής ανάλυσης σχηματισμών εργατικής ριζοσπαστικής έμπνευσης, αλλά για αποσπάσματα από την ανάλυση των ίδιων των ιδεολογικών κέντρων της ελληνικής αστικής τάξης] 1. Πανεργατικές απεργίες σε έρημο τοπίο Το δίμηνο που διαμεσολάβησε μεταξύ 1996 και 1997 (τέλος Νοέμβρη 1996 - τέλος Γενάρη 1997) σημαδεύτηκε από την πραγματοποίηση των τριών πανελλαδικών απεργιών της ΓΣΕΕ και μερικά της ΑΔΕΔΥ (28 Νοέμβρη, 17 Δεκέμβρη και 23 Γενάρη). Η στόχευσή τους περιέλαβε μείζονα ζητήματα της κοινωνικής συγκυρίας, από το Ενιαίο Μισθολόγιο μέχρι τις δημοσιονομικές περικοπές του Προϋπολογισμού 1997 και τις ρυθμίσεις του φορολογικού νομοσχεδίου. Οι κινητοποιήσεις αυτές, παρ' όλη την οξύτητα των οικονομικών θεμάτων που βρίσκονται στην αφετηρία τους και παρ' όλο το γεγονός ότι προωθήθηκαν από το σύνολο των συνδικαλιστικών παρατάξεων που συναπαρτίζουν τις δύο τριτοβάθμιες εργατικές οργανώσεις, εντούτοις δεν εξασφάλισαν παρά εντελώς αναιμική συμμετοχή της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα μάλιστα στο νευραλγικό τομέα των βιομηχανικών εργαζομένων. Ακόμη και σε χώρους κοινωνικής παραγωγής όπου ο συνδικαλιστικός ιστός διατηρείται συνεκτικός (εξαιτίας του «προνοιακού εργασιακού καθεστώτος») όπως στις ΔΕΚΟ και στις παραγωγικές δημόσιες υπηρεσίες, με έντονη κινηματική παράδοση, η εργατική δραστηριοποίηση κινήθηκε σε χαρακτηριστικά χαμηλά επίπεδα. Ιδιαίτερα μάλιστα στους τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής (βιομηχανικές επιχειρήσεις, τεχνικές κατασκευές, βιοτεχνίες, εμπορικά καταστήματα, συγκοινωνίες κλπ.), η απεργιακή συμμετοχή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν συμπεριέλαβε παρά μόνον ορισμένα μέλη των ΔΣ των όποιων πρωτοβάθμιων σωματείων έχουν κατορθώσει να αποφύγουν την προϊούσα συνδικαλιστική αποψίλωση. Αποτέλεσμα ήταν το να μην υποστεί καμιά σοβαρή διαταραχή και διακοπή λειτουργίας η συνολική εθνική παραγωγική δραστηριότητα. Συνέπεια αυτής της εξαιρετικά περιορισμένης απεργιακής συμμετοχής των εργαζομένων είναι προφανώς το γεγονός ότι η κυβερνητική εξουσία του ΠΑΣΟΚ δεν μετάλλαξε σε καμία περίπτωση ουσιαστικά τη στάση της. Απεναντίας διατήρησε στο ακέραιο τις δρακόντειες δημοσιονομικές διατάξεις του Προϋπολογισμού των κοινωνικών περικοπών, άφησε άθικτες τις δυσμενέστατες για τη μισθωτή εργασία φορολογικές ρυθμίσεις, κράτησε ανέπαφο τον κύριο κορμό των προβλέψεων του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Οι ορισμένες ελάχιστες ειδικές εξαιρέσεις όπως σχετικά με τη φορολόγηση των τελωνειακών και των εφοριακών επιβεβαιώνουν κυρίως τον κανόνα και αφορούσαν τη διατήρηση επιμέρους φορολογικών εργασιακών απαλλαγών. Επιμέρους δυναμικές σε αναζήτηση χειραφέτησης Κι ενόσω μ' αυτά τα χαρακτηριστικά διαμορφώνονται οι όροι κίνησης (αδρανοποίησης) της εργατικής τάξης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της οικονομίας, σ' αυτό το ίδιο δίμηνο καταγράφονται οι κινητοποιήσεις του ναυτεργατικού κόσμου, των αγροτών παραγωγών του θεσσαλικού κάμπου και των καθηγητών. Αυτές απεναντίας διασφαλίζουν μια ευρεία σχετικά συμμετοχή, τουλάχιστον πλειοψηφική στους μερικούς τομείς Σελίδα 1 / 6
αναφοράς τους, μια ορισμένη διάρκεια και κλιμάκωση, ένα δυναμισμό στην απεργιακή δράση καθώς και ορισμένα στοιχειώδη αποτελέσματα, άμεσα ή έμμεσα. Η αναντιστοιχία της ευρύτερης αδρανοποίησης στο επίπεδο των πανελλαδικών δράσεων της ΓΣΕΕ (αλλά και της ΑΔΕΔΥ) και της έντονης κινητικότητας στους επιμέρους χώρους των μισοπρολετάριων και μεσαίων αγροτών (πέραν της ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ, ΣΥΔΑΣΕ), των καθηγητών (στα πλαίσια της ΟΛΜΕ) και των ναυτικών (της ΠΝΟ), είναι περισσότερο από εμφανής. Μήπως αυτή η διαφοροποίηση οφείλεται κυρίαρχα στην υπέρβαση των γραφειοκρατικών μηχανισμών και στην ανάδειξη της αυτενέργειας των κινητοποιημένων εργαζομένων; Αν αυτό ισχύει σ' ένα βαθμό για τον αγροτικό κόσμο (γιατί η συντονιστική αγροτική επιτροπή αναπαρήγε τον παραδοσιακό συνδικαλιστικό συγκεντρωτισμό), εντούτοις δεν ισχύει καθόλου για την εκπαιδευτική και ναυτεργατική κινητοποίηση που εκτυλίχθηκαν μέσα από τα λειτουργούντα συνδικαλιστικά πλαίσια των πρωτοβάθμιων ενώσεων και των δευτεροβάθμιων οργανώσεων τους. Βέβαια αυτό το γεγονός συνέβαλε στη σχετική χειραγώγηση των αντίστοιχων πολυήμερων απεργιών που διακόπηκαν σε κρίσιμα χρονικά σημεία με αποφάσεις των ήδη γραφειοκρατικοποιημένων οργάνων (Διοίκηση της ΠΝΟ, Συντονιστική Επιτροπή Αγροτών). Η λαϊκή κινητοποίηση δεν αναίρεσε τη γραφειοκρατική κηδεμόνευση, ενώ απεναντίας η τελευταία (με τη συνέργεια πολιτικών μηχανισμών του ΚΚΕ και της ΝΔ καθώς και των κυβερνητικών πιέσεων του ΠΑΣΟΚ) επέτυχε τον τερματισμό των κινητοποιήσεων χωρίς την επίτευξη ουσιαστικών αποτελεσμάτων. Κατά συνέπεια δεν είναι τόσο η (σε κάθε περίπτωση αναγκαία) αμεσοδημοκρατική λειτουργία αυτών των λαϊκών παρεμβάσεων που τροφοδότησε την κινηματική δυναμική, γιατί τέτοια μόνο μερικά υπήρξε, χειραγωγούμενη από τους παραδοσιακούς ή νέας μορφής γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Σε κάθε περίπτωση οι απεργιακές αυτές δράσεις καταδεικνύουν τη δυνατότητα ευρύτερης εργατικής κινητοποίησης, παρ' όλο το γεγονός ότι αναφέρονται σε τομείς ευχερέστερης λαϊκής συμμετοχής απ' ό,τι στην εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής (μονιμότητα εκπαιδευτικών, μεσαίος κοινωνικοταξικός χαρακτήρας των αγροτών σε σχέση με την άμεση απειλή απόλυσης, κλεισίματος επιχειρήσεων, πίεσης του εφεδρικού στρατού των ανέργων που επενεργούν στους μισθωτούς εργαζόμενους της ιδιωτικής και δημόσιας οικονομίας). Ωστόσο σ' αυτή την κατεύθυνση ο ρόλος της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ αλλά και των χαμηλότερων επιπέδων οργάνωσης του καθεστωτικού συνδικαλισμού αναδεικνύεται με την τελευταία δίμηνη εμπειρία αρνητικός. Σ' αυτή την αναπαραγόμενη και συντηρούμενη από τη γραφειοκρατική συνδικαλιστική πρακτική εργατική αδρανοποίηση στην ιδιωτική οικονομία, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν «άλλοθι» η απεργιακή κινητοποίηση των εκπαιδευτικών της δημόσιας παιδείας (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1997), ή το αγροτικό κίνημα του θεσσαλικού κάμπου, κι αυτό για πολλαπλούς λόγους. Όσο κι αν αυτές οι κινητοποιήσεις ξεδιπλώθηκαν στο έδαφος αναγκαίων διεκδικήσεων των δημόσιων υπάλληλων της εκπαίδευσης και των μικρομεσαίων αγροτών παραγωγών της Θεσσαλίας, όσο κι αν ανέδειξαν μορφές επιβεβλημένης δυναμικής αντιπαράθεσης προς τον κυβερνητικό φιλελευθερισμό, εντούτοις οι διαφοροποιήσεις τους από τις εν-δυνάμει κοινωνικές δράσεις της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής είναι εμφανείς. Κατά πρώτο, επρόκειτο για απεργιακές δράσεις που εκδηλώθηκαν χωρίς την «άμεση απειλή απόλυσης», στη βάση δηλαδή της μονιμότητας απασχόλησης των εκπαιδευτικών και στο πεδίο της ελευθερο - επαγγελματικής απασχόλησης των μεσαίων αγροτών (ιδιοκτησία αγροτικών κλήρων και μηχανικών μέσων καλλιέργειας), που η εργατική τάξη της βιομηχανίας, των κατασκευών κλπ. στερείται ολοκληρωτικά. Οι μισθωτοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, παρ' όλο που αντιμετωπίζουν πολλαπλάσιας έντασης φαινόμενα κοινωνικής αλλοτρίωσης (χαμηλότερες αποδοχές, απροσμέτρητη εργασιακή εντατικοποίηση, οξύτατος εργοδοτικός δεσποτισμός, μαζική ανεργία), εντούτοις εμφανίζουν ανεπάρκεια κινητοποίησης κυρίως εξ αιτίας του άμεσου κινδύνου απόλυσης στη συνέχεια οποιασδήποτε απεργιακής δράσης, που με τη διόγκωση του επιπέδου της ανεργίας προσλαμβάνει παραλυτικά χαρακτηριστικά. Κι ακόμη την ενδεχόμενη προοπτική κλεισίματος επιχειρήσεων, στην περίπτωση που οι εργατικές θέσεις εμφανίζονταν ισχυροποιημένες στο εσωτερικό τους, πράγμα που δεν μπορεί να συμβεί με τους δημόσιους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Αυτό το γεγονός δεν μειώνει τη σημασία της εκπαιδευτικής ή αγροτικής κινητοποίησης, ούτε προφανώς Σελίδα 2 / 6
αιτιολογεί την εργατική αδρανοποίηση με μόνη την επίκληση της χρεοκοπίας του καθεστωτικού συνδικαλισμού: Υποδηλώνει όμως την αναγκαιότητα χρησιμοποίησης εντελώς διαφορετικών κριτηρίων κοινωνικής ανάλυσης όσο και συμβολής στη ριζοσπαστική ανασύνθεση του κινήματος του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Κατά δεύτερο, ενώ οι όποιες κινητοποιήσεις των μισθωτών εργαζομένων στην καπιταλιστική παραγωγή προσλαμβάνουν στη σημερινή συγκυρία άμεσα σχεδόν αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, αντίθετα στο πεδίο των εκπαιδευτικών και αγροτικών δράσεων δεν συμβαίνει αυτό παρά μόνον δυνητικά και δευτερευόντως. Η διεκδίκηση αποτροπής της εκκαθάρισης ή ιδιωτικοποίησης μιας επιχείρησης, η απαίτηση μισθολογικών αυξήσεων, η επιζήτηση αντιμετώπισης της ανεργίας, κι ακόμη περισσότερο η επιζήτηση ενεργού ελεγκτικού ρόλου της εργατικής τάξης, θέτουν ευθέως σε αμφισβήτηση τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής. Απεναντίας, οι κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών και των Θεσσαλών αγροτών, παρ' όλο τον αντικειμενικό τους δυναμισμό και διάρκεια, εντούτοις αφορούσαν επιμέρους κρατικές διευθετήσεις εισοδηματικού χαρακτήρα, που δεν θίγουν τις αντίστοιχες καπιταλιστικές οικονομικές δομές. Η σε κάθε περίπτωση αναγκαία αύξηση των εισοδηματικών αποδοχών των εκπαιδευτικών δεν τροποποιεί ουδέ κατ' ελάχιστον την καπιταλιστική λειτουργία των εκπαιδευτικών μηχανισμών (κατανεμητική, ιδεολογική, επιλεκτική). Η πλειονότητα του εκπαιδευτικού κόσμου, πέρα από ριζοσπαστικές μορφωτικές μειονότητες, δεν θέτει ούτε στο ελάχιστο ως διεκδίκησή της την τροποποίηση του αστικού χαρακτήρα των εκπαιδευτικών μηχανισμών, όπως την επιλεκτική τους λειτουργία, τον εξεταστικό ανταγωνισμό, την αξιοκρατική κοινωνική διαλογή, τους «κλειστούς αριθμούς» εισαγωγής κλπ. Αντίστοιχα ισχύουν και για τις κινητοποιήσεις των μεσαίων αγροτών στο θεσσαλικό κάμπο, που ανέδειξαν την επιτακτική αναγκαιότητα κοινωνικής αντιμετώπισης του ζητήματος της μείωσης του αγροτικού πληθυσμού, του κόστους παραγωγής, της εξάρτησης από την τραπεζική δανειοδότηση κλπ., 2. Σε καμία περίπτωση δεν έθεσαν στο στόχαστρο την ίδια την καπιταλιστική εκμετάλλευση της αγροτικής παραγωγής από το σημερινό βιομηχανικό, εμπορικό και τραπεζικό κεφάλαιο. Πώς είναι δυνατό ν' αντιμετωπιστεί αντικαπιταλιστικά το ζήτημα της βαμβακοπαραγωγής στο απελευθερωμένο διεθνές εμπόριο των αγροτικών προϊόντων, αν δεν τεθεί στο επίκεντρο η ίδια η καπιταλιστική λειτουργία της κλωστοϋφαντουργίας, που με την αναδιάρθρωσή της αποσπά την υπερεργασία της αγροτικής παραγωγής; Η μονοδιάστατη επιζήτηση των «κρατικών επιδοτήσεων» προς την αγροτική παραγωγή (μεταβίβαση των πραγματικών βαρών του αγροτικού ανταγωνισμού στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού), δίχως να τίθεται σε αμφισβήτηση η καπιταλιστική δόμηση των βιομηχανιών και εμπορικών εταιριών εκμετάλλευσης των αγροτικών προϊόντων (κλωστοϋφαντουργίες, βιομηχανίες τροφίμων κ.ά.), κι αυτό εξ αιτίας του «εθνικο-πατριωτικού αναπτυξιακού παραγωγικού» προσανατολισμού του ΚΚΕ, ουσιαστικά οδηγεί στην παράκαμψη του θεμελιακού ζητήματος, και γι' αυτό στην αναπαραγωγή των άλυτων αντιφάσεων και αδιεξόδων. Ο στρουθοκαμηλισμός των συνδικαλιστικών ηγεσιών Κι ενώ το φαινόμενο της παντελούς απουσίας αξιόπιστης συμμετοχής στις κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αντιπροσωπεύει μια αλήθεια που περιφέρεται γυμνή στους δρόμους, η ίδια η συνδικαλιστική γραφειοκρατία συνειδητά εθελοτυφλεί. Γιατί προφανώς η έστω και στοιχειακή του αναγνώριση θα έθετε ευθέως σε άμεση κρίση την ίδια της την υπόσταση και τη μηδενική σχεδόν κοινωνική της αντιπροσωπευτικότητα. Εξίσου αυτή η απεργιακή χρεοκοπία στις τρεις πανελλαδικές κινητοποιήσεις, με την έλλειψη λαϊκής συμμετοχής και αποτελέσματος, αποκρύπτεται επιμελώς και από τα περισσότερα ΜΜΕ και εργοδοτικά κέντρα. Αυτό γίνεται επειδή η πλασματική εικόνα μιας ΓΣΕΕ με στοιχειώδη ύπαρξη και παρουσία είναι απόλυτα αναγκαία στην αστική κυβερνητική και επιχειρηματική πολιτική από πολλές απόψεις: Συνομολόγηση ΕΓΣΣΕ «εργασιακής ειρήνης», εργατική προπαγάνδιση του «κοινωνικού εταιρισμού», πυροσβεστικός ρόλος σε επιμέρους ανεξέλεγκτες εργατικές κινητοποιήσεις κ.ά. Σελίδα 3 / 6
Ωστόσο, και στο επίπεδο των παραδοσιακών αριστερών συνδικαλιστικών δυνάμεων (ΚΚΕ και ΣΥΝ), επικρατεί ο ίδιος στρουθοκαμηλισμός σε σχέση με την ολοκληρωτική απουσία μαζικότητας και αποτελεσματικότητας στις πανεργατικές απεργίες του καθεστωτικού συνδικαλισμού. Γιατί ακριβώς επιλογή τους στο εργατικό κίνημα είναι η «αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων» στο επίσημο συνδικαλιστικό πλαίσιο κι όχι η αυτοδύναμη ριζοσπαστική ανάπτυξη και επαναθεμελίωση του σύγχρονου κινήματος της εργατικής τάξης. Όταν μπροστά σ' ένα απεργιακό ακροατήριο μιας χιλιάδας εργαζομένων (από την οποία ένα μεγάλο μέρος είναι συνταξιούχοι) στο ΕΚΘ χαιρετίζεις «τη μεγάλη και αγωνιστική συμμετοχή της εργατικής τάξης της Θεσσαλονίκης»τότε: Ή αγνοείς τα κοινωνικά ταξικά δεδομένα (300 χιλιάδες εργατοϋπάλληλοι και άνεργοι κι έτσι συμμετοχή στις απεργιακές συγκεντρώσεις των ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ της τάξης του 0,3% και συνολική απεργιακή συμμετοχή στα επίπεδα του 1% - 2%). - Ή πλανάσαι πλάνη οικτρά, οπότε κάκιστα βρίσκεσαι σε μια τέτοια θέση εργατικής εκπροσώπησης. - Ή (όπως και συμβαίνει στην πραγματικότητα) λειτουργείς στο πεδίο της συνειδητής εξαπάτησης προκειμένου να αποκρύψεις τη γυμνή αλήθεια, γιατί αυτή θα έβαζε σε άμεση αμφισβήτηση τη δική σου κοινωνική λειτουργία και θα έφερνε στην επιφάνεια τη δική σου καθολική πολιτικο-συνδικαλιστική ευθύνη και ανεπάρκεια (κοινωνικός συναινετισμός, κομματική κηδεμονία, ιδεολογία αναπτυξιακού εκσυγχρονισμού κλπ.). Τέτοιες σχηματοποιήσεις διατυπώνονται όμως και στο χώρο της Άκρας Αριστεράς, οι οποίες ακολουθούν κατά πόδας αυτή την εκφυλιστική διαδρομή του καθεστωτικού συνδικαλισμού, προσδοκούν κι αυτές «αλλαγή των συσχετισμών» σε μια απεργιακή γραφειοκρατική παραφθορά δίχως όρια, αναπαράγοντας έτσι τα ίδια αδιέξοδα της παραδοσιακής Αριστεράς, με ηχηρότερη απλώς και πλέον επαναστατικοφανή φρασεολογία. Μια τέτοια στάση στρουθοκαμηλισμού συνεργεί στην αναπαραγωγή του εργατικού τέλματος, στο οποίο κινείται η τριτοβάθμια συνδικαλιστική γραφειοκρατία και σε κάθε περίπτωση καθόλου δεν συμβάλλει στην αντιστροφή της τάσης αποψίλωσης του εργατικού συνδικαλισμού. Μάλιστα το ΚΚΕ σ' ολόκληρο το τελευταίο δίμηνο και κυρίως με αφορμή τις αγροτικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλία καθώς και τις κινήσεις διαμαρτυρίας των επαγγελματιών - εμπόρων - βιοτεχνών, φτάνει να διαπιστώνει την απαρχή συγκρότησης του «αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου» και επιβεβαίωσης της πολιτικής του. Εκείνο που βλέπει κανείς να προβάλει στην πραγματικότητα είναι η κίνηση μερίδων των παραδοσιακών μικροαστικών τάξεων των αστικών κέντρων και της αγροτικής υπαίθρου, στρωμάτων εν-δυνάμει και υπό όρους κοινωνικά συμμαχικών προς την εργατική τάξη. Ο κόσμος της μισθωτής παραγωγικής εργασίας απουσιάζει απ' αυτό το φόντο, απ' αυτή την υποθετική μετωπική διαταξική σύμπραξη, έτσι που το «αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο» του ΚΚΕ αποδεικνύεται στις πραγματικές του διαστάσεις αυτό που εξυπαρχής είναι: Διαταξική κοινωνική συμμαχία μικρομεσαίων παραδοσιακών μερίδων, με πραγματική διεκδικητική κίνηση, εν απουσία όμως και χωρίς καμία οργανική σύνδεση και αντιστοίχηση με την εργατική τάξη. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που τα ιδεολογικά κέντρα του ελληνικού αστισμού, έχοντας επίγνωση της πραγματικότητας του εργατικού συνδικαλισμού και επιδιώκοντας τη μακροπρόθεσμη διασφάλιση της σταθεροποιημένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, φέρνουν στην επιφάνεια χωρίς περιστροφές την κατάρρευση του επίσημου συνδικαλισμού, την παταγώδη αποτυχία των πανελλαδικών απεργιών της ΓΣΕΕ, τη μαζική αποστασιοποίηση των εργαζομένων από τον καθεστωτικό συνδικαλισμό. Καυτηριάζουν την παντελή απουσία κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που συνωθείται στους προθαλάμους απόκτησης βουλευτικών ή κυβερνητικών αξιωμάτων, αναδεικνύουν τον εκρηκτικό, για την αστική ταξική κυριαρχία, κίνδυνο προβολής στο προσκήνιο ανεξέλεγκτων κινημάτων. 3 Σελίδα 4 / 6
Καταλήγουν σε μια κραυγή αγωνίας για την απουσία «μαζικού και φερέγγυου» συνδικαλιστικού ιστού, «μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης» που να παίζει ρόλο «αμορτισέρ» των οικονομικών και κοινωνικών κραδασμών και να επιτυγχάνει την ενεργό ενσωμάτωση της εργατικής τάξης έναντι δευτερογενών μεταρρυθμιστικών συμβιβασμών. Ο ίδιος όμως ο σκληρός ιδεολογικός πυρήνας του σημερινού ελληνικού αστισμού, που ωθεί προς την ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας του διαμεσολαβητικού σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλιστικού ιμάντα, αναγνωρίζει αναγκαστικά το «τέλος εποχής» του: Η αποδιάρθρωση του «κράτους πρόνοιας» από το σημερινό κυβερνητικό φιλελευθερισμό, αφαιρεί την κοινωνική βάση της κυβερνητικής πολιτικής και του συναινετικού συνδικαλισμού. Η ίδια κατ' αρχήν η κυβερνητική συνδικαλιστική πλειοψηφία, μακράν του να αντιπροσωπεύει και τη μετριοπαθέστερη ακόμη εκδοχή του «σοσιαλδημοκρατικού προστατευτισμού», επιδιώκει να μετατραπεί σε ένα είδος αυτόκλητου «συμβούλου βιομηχανικής ανάπτυξης και επιχειρηματικού εκσυγχρονισμού» του ελληνικού κεφαλαίου, όπως γίνεται σ' ολόκληρη την τελευταία περίοδο με τις ιδεολογικές επεξεργασίες του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, σαν να επρόκειτο για οργανισμό επιχειρηματικών ερευνών του ίδιου του βιομηχανικού κεφαλαίου του ΣΕΒ. 4 Πρόκειται για την έσχατη απόληξη της λογικής του «αναπτυξιακού εκσυγχρονισμού» της εθνικής οικονομίας, που θεωρεί την «επιθετική αναδιάρθρωση» του ελληνικού καπιταλισμού ως προϋπόθεση ικανοποίησης στοιχειωδών αναγκών του εργατικού κινήματος (εξάρτηση των μισθολογικών αυξήσεων, της αντιμετώπισης της ανεργίας κλπ. από τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και τον επεκτατισμό των δυναμικών θυλάκων της ελληνικής καπιταλιστικής βιομηχανίας). 5 Ωστόσο, ένας τέτοιος συναινετικός κοινωνικός προσανατολισμός δεν εξαντλείται στο πεδίο των συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΠΑΣΚΕ, αλλά με διαφοροποιημένες εκφάνσεις εμφανίζεται ηγεμονικός και στις κατ' επίφαση δυναμικότερες τοποθετήσεις της παραδοσιακής συνδικαλιστικής Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΝ). Είναι οι ίδιες αυτές οι δυνάμεις που διεκδικούν να αναδείξουν σε κυρίαρχη απαίτηση του συνδικαλιστικού κινήματος τη διαμόρφωση «ενός σχεδίου ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας», δηλαδή του ελληνικού επιχειρηματικού κεφαλαίου 6. Αλλά εξίσου και οι τοποθετήσεις των αντιπολιτευτικών δυνάμεων της ΕΣΑΚ, που αναγνωρίζουν ότι τα εργατικά εισοδήματα και δικαιώματα έχουν πληγεί καίρια από τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική, ώστε να βρίσκονται στο επίπεδο των πραγματικών αμοιβών του 1981, καταλήγουν να προτείνουν σαν ουσιαστικό περιεχόμενο των απεργιακών κινητοποιήσεων τη διεκδίκηση «χάραξης αντιμονοπωλιακών κλαδικών πολιτικών για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας», καθώς και τη συγκρότηση «διαταξικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου» μεταξύ του ταξικού κινήματος της μισθωτής εργασίας και των μικροαστικών τάξεων και μικρομεσαίων στρωμάτων (εμπόρων, βιοτεχνών, μεσαίων αγροτών, επαγγελματιών, μικρομεσαίων επιχειρήσεων κλπ.). 7 Με τέτοιες οικονομικές θέσεις, που αντανακλώνται ευθέως στις συνδικαλιστικές πρακτικές, επόμενο είναι να απονευρώνονται και να εξουδετερώνονται οι όποιες λαϊκές διαθεσιμότητες αναδεικνύονται στο προσκήνιο της συγκυρίας. Η εμμονή και αναπαραγωγή αυτών των «διαταξικών», «εκσυγχρονιστικών», «αναπτυξιακών» ιδεολογημάτων σ' ολόκληρο το φάσμα των συνδικαλιστικών παρατάξεων, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να εμπεδώνει και να εμβαθύνει το τέλμα της εργατικής «ακινησίας και αποστασιοποίησης», παράλληλα με την ίδια την παταγώδη αποτυχία του επίσημου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Μ' αυτή την έννοια, δεν πρόκειται για ένα εργατικό κίνημα του οποίου οι «κορυφές» ασκούν συμβιβαστική και συναινετική πρακτική, καθηλώνοντας τις «κινηματικές διαθέσεις» μιας ενεργού λαϊκής εργαζόμενης «βάσης», αλλά απεναντίας για μια ολόπλευρη συνδικαλιστική χρεοκοπία, για ένα συνδικαλισμό που στερείται παντελώς εργαζόμενης παραγωγικής βάσης, τουλάχιστον στην ιδιωτική καπιταλιστική κοινωνική παραγωγή, η οποία και βρίσκεται σε πλήρη αποστασιοποίηση από τη ΓΣΕΕ και τα περισσότερα Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες. Σελίδα 5 / 6
Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεν θα ήταν δύσκολο στον εν-κινήσει εργαζόμενο κόσμο να διαμορφώσει αυτοτελείς δημοκρατικούς εργατικούς θεσμούς άμεσης εκπροσώπησης και ελέγχου, προκειμένου να παρακάμψει την «γραφειοκρατική αποστέωση». Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα γεγονός μείζονος κοινωνικής σημασίας, που ναι μεν δεν σηματοδοτεί αυτόματα τον προσανατολισμό της εργατικής τάξης προς ριζοσπαστικότερες κατευθύνσεις κίνησης, ωστόσο όμως αποτυπώνει σαφέστατα την καθολική της αποστασιοποίηση από τον καθεστωτικό συνδικαλισμό. Πρόκειται για ένα κενό ηγεμονίας, το οποίο είναι δυνατό να καλυφθεί ευθέως είτε από την αστική εργοδοτική επιρροή είτε από την εργατική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, εφ' όσον γίνει φανερή η χρεοκοπία του «οικονομισμού - βελτιωτισμού». Αυτοτελής ριζοσπαστική εργατική ανασύνθεση Η αναντιστοιχία πολιτικής δημοκρατικής νομιμοποίησης και κοινωνικής ταξικής αντιπροσωπευτικότητας γίνεται περισσότερο από εμφανής ένα μόλις εξάμηνο μετά τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996. Κι αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τους αστικούς σχηματισμούς του φιλελευθερισμού (ΠΑΣΟΚ) και νεοσυντηρητισμού (ΝΔ), αλλά εξίσου κι εκείνους του παραδοσιακού αριστερού κινήματος, των οποίων η εκλογική εκπροσώπηση δεν βρίσκεται σε αντιστοίχηση με την εργατικο-ταξική αντιπροσώπευση στο κοινωνικό επίπεδο. Η χρεοκοπία των κινητοποιήσεων της τριτοβάθμιας εργατικής γραφειοκρατίας στον απεργιακό κύκλο του διμήνου Δεκέμβριος 1996 - Ιανουάριος 1997 (εν αντιθέσει με τις μερικές κινητοποιήσεις των καθηγητών, αγροτών και ναυτικών), μπροστά σ' έναν Προϋπολογισμό δρακόντειων κοινωνικών περικοπών, απέναντι σ' ένα αντεργατικό φορολογικό σύστημα, σε αντιπαράθεση με μια εισοδηματική πολιτική μισθολογικής καθήλωσης και αποστέρησης των εργαζομένων στην καπιταλιστική οικονομία και στους παραγωγικούς τομείς της δημόσιας διοίκησης, είναι πλέον καθολική και αναγνωρίσιμη δια γυμνού οφθαλμού. Η οποιαδήποτε τακτική «αλλαγής των συσχετισμών στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα» αναπαράγει μονοδιάστατα και συνειδητά την αποψίλωση, την αναποτελεσματικότητα και το αδιέξοδο. Η υλική ανάδειξη της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής στα σημερινά πεδία της ταξικής πάλης είναι πλέον όρος στοιχειώδους υπόστασης για το μισθωτό εργαζόμενο κόσμο, κατά τρόπο συλλογικό, ταξικό, μετωπικό και ριζοσπαστικό. Ριζοσπαστικοποίηση στις μορφές οργάνωσης, στους τρόπους κίνησης, στο διεκδικητικό περιεχόμενο, στη σύνδεση «κοινωνικού και πολιτικού»: Το επαναστατικά «πολιτικό» στην υπηρεσία ανάδειξης του «κοινωνικά» χειραφετητικού είναι η κατεπείγουσα προτεραιότητα της αντικαπιταλιστικής εργατικής παρέμβασης για τη στοιχειοθέτηση της ταξικής συλλογικής υποκειμενικότητας του κόσμου της μισθωτής εργασίας. 1. Κύριο άρθρο «Απεργίες», Καθημερινή, 29 Νοεμβρίου 1996. 2. Σχετικά Α. Ταρπάγκος «Εκσυγχρονισμός, σύγκλιση, ανεργία», Εποχή, 12 Ιανουαρίου 1997. 3. Κύριο άρθρο «Κατάρρευση», Καθημερινή, 24 Ιανουαρίου 1997. 4. Ενδεικτικά λ.χ. Π. Λ. Ρυλμόν κλπ. «Το μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας: Δίκτυα, βιομηχανική πολιτική, απασχόληση», Τετράδια του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, τεύχος 6-7 / 1996. 5. Π.χ. Χ. Πρωτόπαπας «Η συμβολή του εργατικού κινήματος στην ανάπτυξη της οικονομίας», Εργασία, τεύχος 6. 6. Όπως για παράδειγμα Α. Καλύβης «Οι στόχοι της ΓΣΕΕ δεν χωρούν στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση», Αυγή, 17 Νοέμβρη 1996. 7. Γ. Μαυρίκης «Έρχεται βαρύς χειμώνας για την κυβέρνηση», Ριζοσπάστης 17 Νοέμβρη 1996. Σελίδα 6 / 6