Οι παραβολές Συχνά ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές και στον κόσμο που τον ακολουθούσε με παραβολές. Χρησιμοποιούσε δηλαδή απλές ιστορίες με εικόνες από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων εκείνης της εποχής, για να περάσει μηνύματα πολύ σοβαρά και σωτήρια. Στη συνέχεια του βιβλίου θα δούμε μερικές από αυτές τις παραβολές. Η παραβολή του σπορέως Κεφ. Η στ.4 15 Κάποτε βγήκε στο χωράφι του ένας γεωργός (σπορέας) για να σπείρει σιτάρι. Καθώς πετούσε τον σπόρο, ένα μικρό μέρος έπεσε κοντά στο δρόμο και καταπατήθηκε απ τους διαβάτες ή τον έφαγαν τα πουλιά. Κι άλλοι σπόροι έπεσαν πάνω σε έδαφος πετρώδες, που δεν είχε οργωθεί καλά, κι αφού φύτρωσαν λίγο, ύστερα ξεράθηκαν, γιατί οι ρίζες τους δεν βρήκαν λίγη υγρή και μαλακή γη. Κι ένα άλλο μέρος από τον σπόρο έπεσε σε γη καλή και μαλακή, όπου όμως είχε πέσει και σπόρος από άγρια χόρτα. Και φύτρωσε ο σπόρος και ψήλωσε, αλλά ψήλωσαν και τα αγριόχορτα κι έπνιξαν τα βλαστάρια του σιταριού. Ο πιο πολύς σπόρος όμως έπεσε σε αφράτη και καλοοργωμένη γη και φύτρωσε και ψήλωσε και καρποφόρησε κι έδωσε καρπό εκατό φορές περισσότερο από τον αρχικό σπόρο. 26
«Οποιος έχει αυτιά ας ακούσει αυτά που λέω» («Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω»). Μ αυτά τα λόγια τέλειωσε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ας δούμε τώρα ποιο σωτήριο μήνυμα κρύβει αυτή η απλή ιστορία. Ο ίδιος ο Χριστός την εξήγησε στους μαθητές του: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού, το Ευαγγέλιο. Η γη που είναι κοντά στο δρόμο είναι οι άνθρωποι που ακούν τον λόγο του Θεού, αλλά δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον. Τον προσπερνούν και τον ξεχνούν. Με το πετρώδες έδαφος μοιάζουν οι άνθρωποι που δέχονται με ενθουσιασμό τον λόγο του Θεού, αλλά δεν καταβάλλουν καμιά προσπάθεια να τον τηρήσουν. Οταν έρχεται ο πειρασμός, αμέσως ξεχνούν ό,τι έχουν ακούσει και πέφτουν στην αμαρτία. Επειτα είναι εκείνοι που μοιάζουν με τη γη που έχει πολλά αγκάθια. Αυτοί ακούν τα θεϊκά λόγια και προσπαθούν να συμμορφώσουν μ αυτά τη ζωή τους. Ομως οι καθημερινές φροντίδες και οι υλικές επιθυμίες τούς πνίγουν και σιγάσιγά ξεχνιέται ο λόγος του Θεού. Τέλος, η γη η καλή είναι οι άνθρωποι που άκουσαν με αγνή και καθαρή καρδιά το Ευαγγέλιο και το δέχτηκαν και το ακολούθησαν και ωφελήθηκαν. Αυτοί το εφαρμόζουν και το μεταδίδουν και σε άλλους κι έτσι από έναν σπόρο θα γίνουν εκατό, δηλαδή από έναν άνθρωπο θα ωφεληθούν εκατό. 27
Η παραβολή των ζιζανίων Ματθαίου Κεφ. ΙΓ στ.24 30 Η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει με άνθρωπο που πήρε εκλεκτό σπόρο και τον έσπειρε στο χωράφι του. Αλλά ενώ αυτός κοιμόταν, ήρθε ο εχθρός του κι έσπειρε στο χωράφι του σπόρο από ζιζάνια, δηλαδή αγριόχορτα. Οταν ήρθε ο καιρός, ο καλός σπόρος βλάστησε. Βλάστησαν όμως και τα ζιζάνια. Τότε οι δούλοι του ανθρώπου αυτού ήρθαν και τον ρώτησαν: «Κύριε, θέλεις να ξεριζώσουμε τα ζιζάνια;» κι εκείνος απάντησε: «Οχι, γιατί υπάρχει φόβος, καθώς θα ξεριζώνετε τα ζιζάνια, να ξεριζώσετε και στάχυα, αφού είναι κοντά-κοντά φυτρωμένα. Αφήστε τα να μεγαλώσουν μαζί κι όταν έρθει η ώρα του θερισμού θα στείλω θεριστές να τα ξεχωρίσουν. Πρώτα θα μαζέψουν τα ζιζάνια, θα τα κάνουν δεμάτια και θα τα ρίξουν στη φωτιά να καούν, ενώ το σιτάρι θα το μαζέψουν και θα το συγκεντρώσουν στις αποθήκες μας». Οι μαθητές ζήτησαν από τον Κύριο να τους εξηγήσει την παραβολή των ζιζανίων κι εκείνος τους είπε: «Εκείνος που ρίχνει τον καλό σπόρο στο χωράφι είναι ο Υιός του Θεού. Ο αγρός, το χωράφι, είναι ο κόσμος, οι άνθρωποι. Ο εχθρός που σπέρνει τα ζιζάνια είναι ο διάβολος. Από τα δυο είδη των σπόρων θα φυτρώσουν άνθρωποι του Θεού καλοί κι ευλογημένοι κι άνθρωποι που ακολουθούν τον διάβολο. Η ώρα του θερισμού είναι η ώρα της κρίσεως και οι θεριστές είναι άγγελοι που θα στείλει ο Θεός. Πρώτα θα μαζέψουν αυτούς που έζησαν στην αμαρτία κι έγιναν αφορμή να αμαρτήσουν κι άλλοι. Ολοι αυτοί θα ριχτούν στο καμίνι της φωτιάς. Ενώ οι δίκαιοι θα συγκεντρωθούν στη Βασιλεία του Θεού και θα λάμπουν όπως ο Ηλιος στη βασιλεία του Πατέρα τους». 28
Η παραβολή του καλού Σαµαρείτη Κεφ. Ι στ.25 37 Μια μέρα πλησίασε τον Ιησού ένας νομικός, που ήθελε να τον πειράξει και του είπε: «Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Ο Ιησούς του απάντησε: «Τι γράφει στο Νόμο; Εσύ μελετάς το Νόμο. Ξέρεις λοιπόν τι γράφει». Και είπε ο νομικός: «Να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά κι όλη σου την ψυχή κι όλη σου τη δύναμη κι όλο σου το νου και να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Τότε του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πολύ σωστά απάντησες. Αυτά να κάνεις και θ αποκτήσεις την αιώνια ζωή». Ο νομικός, θέλοντας να δικαιολογηθεί γιατί έκαμε αυτή την ερώτηση στο Χριστό, ξαναρώτησε: «Και ποιος είναι για μένα ο πλησίον;». Πήρε λοιπόν αφορμή από αυτή την ερώτηση ο Χριστός και είπε την εξής παραβολή: Ενας άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ. Στο δρόμο έπεσε στα χέρια ληστών. Αυτοί αφού του πήραν όσα πράγματα είχε, του έκλεψαν και τα ρούχα, τον πλήγωσαν κι έτσι μισοπεθαμένο τον άφησαν στην ερημιά. Κατά σύμπτωση από εκείνον το δρόμο περνούσε ένας ιερέας. Αυτός είδε τον πληγωμένο, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να τον βοηθήσει. Σε λίγο έφτασε στον τόπο εκείνο κι ένας λευίτης, δηλαδή νεωκόρος στο Ναό. Είδε κι αυτός τον πληγωμένο, αλλά κι αυτός έφυγε χωρίς να βοηθήσει. Ενας περαστικός Σαμαρείτης όμως, πλησίασε και μόλις είδε τον χτυπημένο τον λυπήθηκε. Αμέσως κατέβηκε από το ζώο του, περιποιήθηκε τις πληγές με κρασί και λάδι και τις περιέδεσε. Επειτα τον φόρτωσε στο ζώο του και τον μετέφερε σ ένα πανδοχείο. Εδωσε μάλιστα στον ξενοδόχο αρκετά χρήματα και του είπε: «Περιποιήσου τον πληγωμένο μέχρι να γίνει καλά. Αν σου χρειαστούν περισσότερα χρήματα, στο γυρισμό θα σου τα δώσω». Μετά ο Ιησούς ρώτησε τον νομικό: «Λοιπόν, ποιος από τους τρεις φέρθηκε ως πλησίον σ αυτόν τον άτυχο που έπεσε στα χέρια των ληστών;». Κι εκείνος απάντησε: «Αυτός που έδειξε ευσπλαχνία». «Πήγαινε λοιπόν και κάμε κι εσύ το ίδιο», είπε ο Ιησούς (Πορεύου καί σύ καί ποίει ὁμοίως). 32
Η παραβολή του άσπλαχνου δούλου Ματθαίου Κεφ. ΙΗ στ.23 35 Κάποια άλλη μέρα τον ρώτησε ο Πέτρος: «Κύριε, πόσες φορές μπορεί να με βλάψει ο αδερφός μου κι εγώ να τον συγχωρήσω; Μήπως επτά φορές;». «Οχι εφτά, αλλά εβδομήντα φορές εφτά να συγχωρήσεις», του είπε ο Κύριος και πήρε αφορμή για να πει την εξής παραβολή: Η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει με βασιλιά που θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους χρεώστες του. Του έφεραν λοιπόν ένα χρεώστη που του όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα τεράστιο ποσόν. Επειδή δεν είχε να τα πληρώσει, διέταξε ο βασιλιάς να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα τα υπάρχοντά τους, για να πληρωθεί το χρέος. Ο δούλος έπεσε στα γόνατα και παρακάλεσε: «Κύριε, σπλαχνίσου με και όσα χρωστώ θα σου τα ξεπληρώσω». Λυπήθηκε ο βασιλιάς τον δούλο, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε το τεράστιο χρέος του. Ο δούλος εκείνος καθώς έφευγε από το βασιλιά συνάντησε έναν άλλο δούλο ο οποίος του χρωστούσε εκατό δηνάρια, ένα πολύ μικρό ποσό σε σχέση με το δικό του χρέος. Μόλις τον είδε, τον άρπαξε από τον λαιμό και τον έπνιγε λέγοντας: «Δώσε μου τώρα αυτά που μου χρωστάς». Κι εκείνος τον παρακαλούσε να κάνει λίγη υπομονή, ωσότου μπορέσει να ξεπληρώσει το χρέος του. Αυτός όμως δεν ήθελε ν ακούσει καμιά παράκληση. Εριξε στη φυλακή τον σύνδουλό του μέχρι να του πληρώσει τα χρωστούμενα. Αλλοι δούλοι, που είδαν όσα συνέβησαν, πήγαν στον βασιλιά και του είπαν τα γεγονότα. Κι εκείνος κάλεσε τον σκληρό δούλο και του είπε: «Δούλε κακέ και πονηρέ. Εγώ σου χάρισα ένα τεράστιο χρέος επειδή με παρακάλεσες. Δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις τον σύνδουλό σου;». Και τον παρέδωσε θυμωμένος στους βασανιστές για να τον τιμωρούν, ώσπου να δώσει όσα χρωστούσε. «Ετσι θα πράξει κι ο Πατέρας μας ο Ουράνιος σε καθένα που δεν συγχωρεί μέσα από την καρδιά του τον αδελφό του για κάτι που τον στεναχώρησε». Μ αυτά τα λόγια τελείωσε ο Κύριος αυτή την πολύ διδακτική παραβολή. 33
πεύθηκε δεν μπορούσαν να πουν, γιατί δεν γνώριζαν το περιστατικό. Ας ρωτούσαν τον γιο τους που ήταν ενήλικος. Αυτός ήξερε τι ακριβώς συνέβη. Οι γονείς του μίλησαν έτσι, γιατί δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους Φαρισαίους. Φοβόντουσαν μήπως τους διώξουν από τη συναγωγή. Για δεύτερη φορά κάλεσαν τον πρώην τυφλό οι Φαρισαίοι και τον έβαλαν να τους διηγηθεί πάλι τη θεραπεία του. Με θάρρος τους ξαναείπε ότι αυτός που τον θεράπευσε πρέπει να ήταν άνθρωπος του Θεού, αλλιώς δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιο θαύμα. Απόρησε μάλιστα πώς οι Φαρισαίοι δεν πίστευαν ότι ήταν άνθρωπος του Θεού. «Πού ακούστηκε ν ανοίξει κάποιος τα μάτια ενός εκ γενετής τυφλού; Αν δεν ήταν απ τον Θεό αυτός ο άνθρωπος, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα», τους είπε. Θύμωσαν τότε οι Φαρισαίοι, του είπαν πώς δεν μπορεί να τους κάνει το δάσκαλο αυτός που γεννήθηκε μέσα στην αμαρτία και τον πέταξαν στο δρόμο. Εμαθε ο Κύριος όσα συνέβησαν στον τυφλό που είχε θεραπεύσει και τον αναζήτησε. Οταν τον βρήκε τον ρώτησε: «Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». «Ποιος είναι, Κύριε, για να πιστεύσω;», ρώτησε ο τυφλός. «Και τον έχεις δει και είναι αυτός που τώρα σου μιλάει», αποκρίθηκε ο Κύριος. «Πιστεύω, Κύριε», είπε τότε εκείνος και τον προσκύνησε. Ο Κύριος γύρισε προς τους μαθητές και τον κόσμο και είπε: «Εγώ ήρθα στον κόσμο για να κριθούν οι άνθρωποι και να φανερωθεί η αλήθεια. Αυτοί που δεν βλέπουν θα δουν και κάποιοι που νομίζουν ότι βλέπουν θα τυφλωθούν». Ακουσαν αυτά τα λόγια κάποιοι Φαρισαίοι και αναρωτήθηκαν: «Μήπως και μεις είμαστε τυφλοί;» Κι ο Ιησούς τους είπε: «Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία. Τώρα όμως λέτε ότι βλέπετε, γι αυτό έχετε ολόκληρη την αμαρτία». 35
Η παραβολή του άσωτου γιου Κεφ. ΙΕ στ.11 32 Μια πολύ ωραία και διδακτική παραβολή που είπε ο Ιησούς στους μαθητές του είναι και η ακόλουθη: Ενας άνθρωπος είχε δυο γιους. Είπε λοιπόν ο μικρότερος: «Πατέρα, δώσε μου από την περιουσία το μερίδιο που μου ανήκει». Ο πατέρας μοίρασε τα υπάρχοντά του στα δύο κι έδωσε το ένα μερίδιο στον μικρό του γιο. Εκείνος πήρε την περιουσία κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί ζούσε ζωή σπάταλη και αμαρτωλή και σκόρπιζε ασυλλόγιστα τα χρήματά του. Οταν ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε στη χώρα εκείνη μεγάλη πείνα και στέρηση. Ο μικρός γιος δεν είχε ούτε να φάει. Πήγε τότε κι έγινε χοιροβοσκός σ έναν άνθρωπο της περιοχής. Ηταν τόση η φτώχεια κι η πείνα του που προσπαθούσε να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα, δηλαδή την τροφή των γουρουνιών. Μέσα σ αυτή την απελπιστική κατάσταση κατάλαβε την ανοησία του, συνήρθε και είπε: «Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου όχι μόνο χορταίνουν, αλλά και τους περισσεύει το ψωμί κι εγώ πεθαίνω από την πείνα; Θα επιστρέψω στον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Δεν είμαι άξιος να ονο- 36
μάζομαι παιδί σου. Πάρε με κοντά σου σαν ένα δούλο σου». Ετσι σκέφτηκε κι αμέσως σηκώθηκε κι επέστρεψε στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμα μακριά από το σπίτι τους, ο πατέρας τον είδε και τον λυπήθηκε. Ετρεξε να τον προϋπαντήσει, τον αγκάλιασε και τον φίλησε με αγάπη. Το παιδί είπε στον Πατέρα: «Πατέρα μου, αμάρτησα στο Θεό και σε σένα. Δεν είμαι πια άξιος να λέγομαι παιδί σου». Ομως ο πατέρας τον διέκοψε και είπε στους δούλους του: «Φορέστε του την πιο λαμπρή στολή και δαχτυλίδι στο χέρι και πέδιλα στα πόδια. Και σφάξτε το πιο καλοθρεμμένο μοσχάρι, για να χαρούμε και να γιορτάσουμε. Γιατί αυτό το παιδί μου ήταν νεκρό και ξανάζησε, ήταν χαμένο και βρέθηκε». Πράγματι, οι δούλοι έκαναν όπως τους πρόσταξε ο αφέντης τους κι άρχισαν στο σπίτι οι γιορτές και οι χαρές. Ο μεγαλύτερος γιος ήταν στα χωράφια τους, που τα δούλευε με πολύ κόπο και υπακοή στον πατέρα του. Καθώς πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε τα τραγούδια και τους χορούς και παραξενεύτηκε. Κάλεσε έναν υπηρέτη και τον ρώτησε τι σήμαιναν όλα αυτά. Κι αυτός του εξήγησε. Κι ο αδερφός θύμωσε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. Βγήκε έξω ο πατέρας του και άρχισε να τον παρακαλεί. Εκείνος όμως του είπε: «Εγώ τόσα χρόνια δουλεύω για σένα και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου. Κι όμως δεν μου έδωσες ούτε ένα κατσικάκι να το φάω με τους φίλους μου και να διασκεδάσω. Και τώρα, που γύρισε αυτός εδώ ο γιος σου που κατασπατάλησε την περιουσία σου, έσφαξες το διαλεχτό μοσχάρι;». Κι ο πατέρας με πόνο απάντησε: «Παιδί μου, εσύ ήσουν πάντοτε κοντά μου. Ο,τι είχα εγώ ήταν και δικό σου. Επρεπε όμως να χαρούμε και να γιορτάσουμε, γιατί ο αδερφός σου ήταν νεκρός και έζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». 37
Οι παραβολές του χαµένου πρόβατου και της χαµένης δραχµής Κεφ. ΙΕ στ.1 10 Κι άλλη φορά ο Κύριος είπε στους Φαρισαίους και τους Γραμματείς που διαμαρτύρονταν, γιατί ο Ιησούς πλησίαζε και τους τελώνες και τους αμαρτωλούς, την εξής παραβολή: Αν κάποιος από σας είχε εκατό πρόβατα κι ένα από αυτά χανόταν, δεν θα άφηνε τα ενενήντα εννιά για να αναζητήσει παντού το ένα, το χαμένο; Κι όταν το έβρισκε δεν θα το έπαιρνε με χαρά και λαχτάρα στον ώμο του, για να το φέρει στο σπίτι; Και δεν θα φώναζε τους φίλους και γείτονες να χαρούν μαζί του, γιατί βρήκε το χαμένο πρόβατο; Σας βεβαιώνω πως τέτοια χαρά γίνεται στον ουρανό, όταν ένας αμαρτωλός μετανοεί κι όχι για τους ενενήντα εννιά δίκαιους που βρίσκονται ήδη κοντά στο Θεό και δεν έχουν ανάγκη μετανοίας. Η, ποια γυναίκα που έχει δέκα δραχμές και χάσει τη μία, δεν ανάβει το λυχνάρι και δεν σκουπίζει με επιμέλεια όλο το σπίτι, ώσπου να τη βρει; Κι όταν τη βρει δεν καλεί και τις γειτόνισσες και τις φίλες της, για να χαρούν μαζί της; Σας βεβαιώνω πως το ίδιο χαίρονται και οι άγγελοι στον ουρανό για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί. 38
Η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου Κεφ. ΙΣτ στ.19 31 Ο Κύριος μιλούσε με αυστηρότητα για την κακή χρήση του πλούτου. Ελεγε ότι κανένας δεν μπορεί να δουλεύει σε δυο αφεντικά, γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλον ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι δούλος και στον Θεό και στο χρήμα. Για να δείξει μάλιστα ότι τα χρήματα μπορεί να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην καταστροφή και τον αιώνιο θάνατο είπε την εξής παραβολή: Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος. Φορούσε ρούχα πολυτελή και κάθε μέρα στο τραπέζι του υπήρχαν πλουσιοπάροχα όλα τα αγαθά. Εξω από την αυλή του σερνόταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, που το όνομά του ήταν Λάζαρος. Το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές. Ερχονταν τα σκυλιά και τις έγλειφαν. Ο Λάζαρος προσπαθούσε να χορτάσει την πείνα του με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Κάποτε πέθανε ο φτωχός και οι άγγελοι τον οδήγησαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε και ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον Αδη όπου βρισκόταν και βασανιζόταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τον Λάζαρο κοντά στον πατριάρχη Αβραάμ. Τότε απελπισμένα φώναξε ο πλούσιος: «Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δαχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ αυτή τη φωτιά». Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: «Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες όλα τα αγαθά όταν ζούσες κι ο Λάζαρος έζησε όλη τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ κι εσύ βασανίζεσαι εκεί που βρίσκεσαι. Και επιπλέον, ανάμεσά μας υπάρχει τεράστιο χάσμα, ώστε να μην μπορεί κανένας από εμάς να έρθει σ εσάς, ούτε και το αντίστροφο». Πάλι παρακάλεσε ο πλούσιος: «Τότε, σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε το Λάζαρο στο πατρικό μου σπίτι, όπου ζουν ακόμη οι πέντε αδερφοί μου, για να τους προειδοποιήσει να ζήσουν όπως θέλει ο Θεός για να μην έρθουν κι αυτοί σ αυτόν τον τόπο των βασάνων». Κι ο Αβραάμ του λέει: «Εχουν τα λόγια του Μωυσή και όλων των Προφητών. Ας υπακούσουν σ αυτά». «Οχι, πατέρα μου, δεν είναι αυτά αρκετά. Αν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί και τους μιλήσει, ίσως μετανοήσουν», παρακάλεσε ο πλούσιος. «Αν δεν υπακούν στα λόγια του Μωυσή και των Προφητών, δεν πρόκειται να πεισθούν και να μετανοήσουν ακόμα κι αν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί και τους μιλήσει», είπε ο Αβραάμ. 39
Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου Κεφ. ΙΗ στ.9 14 Κι άλλη μια σπουδαία παραβολή μας είπε ο Κύριος για να μας διδάξει πόσο θέλει ο Θεός την ταπείνωση και τη μετάνοια των ανθρώπων και πόσο αναπαύεται σε ανθρώπους ταπεινούς: Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στον Ναό, για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά στο μέσον του Ναού κι άρχισε να προσεύχεται ως εξής: «Θεέ μου, σ ευχαριστώ που δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, και δίνω στον ναό το ένα δέκατο από τα εισοδήματά μου». Αντίθετα ο Τελώνης στεκόταν πίσω, παράμερα, και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Σας βεβαιώνω ότι έφυγε για το σπίτι του συμφιλιωμένος με τον Θεό ο τελώνης. Αυτού την προσευχή άκουσε ο Θεός. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί. 40