Τίτλος: 6. Gent. Αθήνα, Συγγραφέας: Ervin Hatibi Μετάφραση: Επιμέλεια: Χρήστος Βατούσιος Διόρθωση: Γιώργος Δαμιανός Σελιδοποίηση, εξώφυλλο: Gent

Σχετικά έγγραφα
ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Copyright Φεβρουάριος 2016

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

T: Έλενα Περικλέους

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Και κοχύλια από του Ποσειδώνα την τρίαινα μαγεμένα κλέψαμε. Μες το ροδοκόκκινο του ηλιοβασιλέματος το φως χανόμασταν

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

«Η νίκη... πλησιάζει»

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

τα βιβλία των επιτυχιών

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Απόστολος Θηβαίος - Παιδικές Ζωγραφιές

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Ο Χάρι Πι δε μένει πια εδώ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Πρόσωπα: Αφηγητής- 5 παιδιά: \ Άγιος Βασίλης

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.


Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Συγγραφέας: Πάνος Πλατρίτης Διαιτολόγος-Διατροφολόγος ΜΑΘΑΙΝΩ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Εργασία του Θοδωρή Μάρκου Α 3 Γυμνασίου. στο λογοτεχνικό ανάγνωσμα. «ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ» της Μαρίας Παπαγιάννη

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Μια φορά κι έναν καιρό

Προτεινόμενα κείμενα για προσκλητήρια

Συγγραφέας: Πάνος Πλατρίτης Διαιτολόγος-Διατροφολόγος ΜΑΘΑΙΝΩ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΑ ΜΙΣΤΡΑΛ 3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΙΔΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΤΖΕΪΚ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ» ΤΟΥ ΓΙΟ ΣΟΜΕΪ (ΕΚΔ. ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ)

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Transcript:

Τίτλος: Συγγραφέας: Ervin Hatibi Μετάφραση: Gent Επιμέλεια: Χρήστος Βατούσιος Διόρθωση: Γιώργος Δαμιανός Σελιδοποίηση, εξώφυλλο: Gent Επίλεκτες ψηφιακές εκδόσεις: 24 grammata.com Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 115 Αριθμός σελίδων: 58 Μορφή αρχείου: pdf Αθήνα, 2015 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια του δημιουργού, του μεταφραστή ή του εκδότη

Ο Ερβίν Xατίμπι (Ervin Hatibi) γεννήθηκε στα Τίρανα το 1974. Στα δεκατέσσερά του εξέπληξε με τη πρώτη ποιητική συλλογή «Κάθε μέρα βλέπω τον ουρανό» ενώ το 1995, στην ηλικία των εικοσιένα, το δεύτερό του βιβλίο με τίτλο, έμελλε να αλλάξει τη ροή όλης της νεότερης Αλβανικής ποίησης. Τα παρακάτω ποιήματα είναι μέρος από αυτή τη συλλογή και γράφτηκαν σε μια περίοδο επώδυνων αλλαγών. Η Αλβανία μόλις έβγαινε από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και έμπαινε σε μία ολοκληρωτική απαξίωση, στη βία και την εγκατάλειψη. Η παρούσα έκδοση ακολουθεί την αισθητική της σελιδοποίησης του (με αλυσιδωτή τοποθέτηση των ποιημάτων) και συνοδεύεται απ' τη προσομοίωση του αρχικού εξωφύλλου. Στο δεύτερο μέρος ακολουθούν τα αντίστοιχα ποιήματα, στα αλβανικά. Πρόλογος: Gent

Σελίδα Τίτλος Titulli Faqja..Προβλήματα φωτισμού Probleme ndrçimi.....32 7.Σαν τσάι Si çaj..33 8...Whole Lotta Whole Lotta... 34 9..Η Πόλη Παράδεισος Qyteti parajsë.35 10...Τα υποβρύχια Τίρανα Tirana nënujore..3 11..Νύχτες Φλεβάρη Netë shkurtι.....37 12...Πάνω απ' την επανάσταση Përmbi revolucion..38 13 Βάσανο Vuajtje.39 14.Ο εθελοντής Vullnetari 40 15 Η πλήξη Mërzia 41 17.Το Σάββατο της αδερφής E shtuna e motrës...43 18.Επαναλαμβανόμενη ανυπομονησία Padurim i përsëritur 44 19...Το ορφανοτροφείο Jetimorja.45 20...Θα βρεθεί ένας χυμός ή ένα μηχάνημα Do të shpiket një lëng ose një makinë 4 21.Ιδίως τον Αύγουστο Sidomos në gusht 47 23...Με τίτλο Me titull..49 2..Μέσα στην αυλή Brënda në oborr..52 28.Οι τροφές Ushqimet.53 29 Τα Τίρανα Tirana..55 29..Η αβίωτη παιδική ηλικία Fëminia e pajetuar..55

Ι.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΦΩΤΙΣΜΟΥ Τράβα μια ρουφηξιά απ' το τσιγάρο σου, να γίνει φως Δείξε μου ότι η ζωή είναι γύρω Μετά γέμισε τη ζωή με καπνό Τράβα άλλη μια Φτιάξε φως με πνοή, λίγο Με αυτό το μαλακό σου στέρνο Παιχνιδίσματα οφθαλμών φωτισμού Εμείς καθισμένοι κάτω Οι σκιές Γεννιούνται και ξεμακραίνουν ξερνώντας και πέφτοντας Εσύ μισόγυμνη σαν μια ρίζα Σαν ένα άτακτο παιδί, αλλά τυχερό Όλα τα κουμπιά σού τα κέρδισα στο παιχνίδι Αγγίζω τη σάρκα σου, τα δάχτυλά μας συναντιώνται Στο λαιμό του μπουκαλιού Εδώ έχει σκοτάδι, φουσκώνει η σάρκα σαν πανί Τράβα μια ρουφηξιά ή ας περιμένουμε Ένα αυτοκίνητο να περάσει Με σφαίρες φωτός σκοτώνεις τον εαυτό σου Όλα τα κουμπιά σού τα κέρδισα Και τα ρούχα άχνα δε βγάζουν Το πρόσωπό σου δεν ζει Το λαιμό μου από μέσα φωτίζει Η μικρή ασπρόμαυρη κοιλιά σου 27 Φεβρουαρίου 1993.

ΣΑΝ ΤΣΑΙ Εδώ και καιρό, τα στρογγυλά φεγγάρια σου ήσυχα είναι Ήμερα ξυπόλητα άλογα Φεγγάρια γης Σαν μετάνοιες Μέσα στο στέρνο μού κρέμονται Τα στήθη σου Με έχουν ηρεμήσει εκείνα τα τυφλά αγόρια Καθισμένα με κοιτούν Από κατώφλια κλεισμένων θυρών Καθώς τους χαρίζω μικρά κέρματα συγκίνησης Τι φρίκη αυτά τα φαφούτικα στήθη σου Εντελώς μ έχουν τεντώσει, χορδή κιθάρας Με γκρεμίζουν σε χώρες ντροπής Αιχμάλωτός σου έγινα, σε λευτέρωσα Να πλέεις στη λίμνη που μόνο στη μάνα επέτρεψα Να πνιγεί Λίμνη κυκλωμένη Από μια αιχμηρή, ακίνδυνη, Κυπαρισσένια αρρενωπότητα Φεβρουάριος 1992. 7

WHOLE LOTTA Από το ένα τετράδιο στο άλλο χάνω Ένα ποίημα για σένα Lotta Εσύ περπατάς μακριά Και δε διστάζεις να γυρίσεις το κεφάλι να επιβλέπεις Τους ώμους μου - γνωριζόμαστε Εμείς δε μιλάμε Χωρίς λόγια και χέρια εσύ μου το 'δειξες Πρώτη Μεταξύ μας, οι φίλοι, ψάξαμε αλλά δεν βρήκαμε Ασήμι ζεσταμένο με σάλιο Ήταν εκεί χάμω Δαχτυλίδι μητέρων που θελήσαμε να το 'χουμε Και δεν το βλέπαμε, ένας-ένας, γουλί κουρεμένοι Μακριά από το σπίτι Στα προάστια ένας άγνωστος άνδρας μας βίαζε Άναυδοι, κολλημένοι, μακριά απ' το σπίτι Lotta, έτσι λοιπόν εκείνα χρόνια, τα παιδικά Μου 'ρχεσαι στα όνειρα, μου φεύγεις Μέσα σε δεκάδες γυαλιά, διαλέκτους, εσύ Lotta Με ένα διάπλατο θρίαμβο στα μάγουλα Με ένα φουστάνι μου 'ρχεσαι, που απορούσα, εσύ έκλαιγες Όταν με βία σού το φόραγε η μαμά Τα γόνατά μας ακουμπούσαν Στα όνειρα βρίσκεται η γειτονιά μας, οι ταινίες Με σπαθιά ξύλινα, στοχαστικά Που έσπαγαν... και το ποδήλατο Lotta, το ποδήλατο Όταν μας μάθαινες ποδήλατο, που όμως Την αδυναμία μάς έμαθες μ αυτό (να ειπωθεί και τούτο, η ηλικία σου, μεγαλύτερη από μας) Το σπίτι να 'χεις εναντίον και το δρόμο Τα λόγια να φοβάσαι Δίχως να μπορείς χωρίς τα λόγια και την περιφρόνηση Και το βράδυ μετά, με το ποδήλατο χάμω 8

Να πλαδαρεύει το στήθος σου από μια φλόγα χωρίς όνομα Εγώ στο τιμόνι, εσύ στα πετάλια Πλάτη-κοιλιά μαζί, σαν ένα ενιαίο ψάρι Πάνω σε δυο τροχούς με ακτίνες ψαρίσιας ραχοκοκαλιάς Κρυφά κάναμε κύκλους στα δρομάκια Άκρη της ασφάλτου, για σένα μιλάει η γειτονιά Lotta. Tο θυμάσαι; Να μη χαθεί ποτέ εκείνη η τουαλέτα του Δημοτικού Το ξάφνιασμα των μωσαϊκών του νερού στο δάπεδο Που ψιθυρίζουν στο ταβάνι Ωραία οσμή παιδικών κοπράνων, παλιών Κι όλο αυτό, φραγμένο με δυνατά καρδιοχτύπια Γιατί εκεί ήμασταν εμείς Σε κοπάδι, βλέπαμε πως μεγάλωνες τ' απογεύματα Πως αλάργευες από σένα, από μας Κι απ' τη ποδιά Αλλά εγώ πάντα το 'ξερα ότι εσύ ήσουν αλλιώς Οι δυο μας το ξέραμε πως ήσουν αλλιώς Απέφευγα τους φίλους εγώ Όλοι μού κορόιδευαν με αγαθούς μορφασμούς Τα κοντά παντελόνια που κάτω στα γόνατα τρεμούλιαζαν Αυτά Αυτά τα νέα φύλλα σε σελιλόιντ παλιών έργων Μίλα μου. Θέλω ν' είμαστε πάλι εκεί, γι' άλλη μια φορά Εκεί που ξεκίνησες Lotta, εσύ άσχημο αγόρι 1993-1994. Η ΠΟΛΗ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ Την Πόλη Παράδεισος τη σχεδιάσαμε παιδιά Κάθε μέρα της φτιάχναμε και κάτι Εκεί απλώσαμε τα όνειρα κι εκεί έμεινε Όπως την φανταστήκαμε 9

Η Πόλη Παράδεισος μεγάλωνε με το στήθος μας Μέσα μας τη νιώθαμε ν' ανασαίνει Μα όσο μεγάλωνε Τόσο κρινόμασταν ανάξιοι γι' αυτήν Οι μέρες μεγαλώνουν τις ρυτίδες, οι ρυτίδες τις αμαρτίες Κι αυτές την απόσταση από τον παράδεισό μας Που θα μπορούσαμε να μπούμε, μα δε θα μπούμε ποτέ Μας μέθυσε η κόλαση -ζωή- με τα ψεύτικα ποτά της Τα μόνα αληθινά πράγματα στον κόσμο Ζεστάναμε το κορμί μ αυτά. Κρύα η ψυχή Κάποτε η Πόλη θα μας ανοίξει τις πύλες Θα μας ταράξουν οι κήποι της, τα κορίτσια νεράιδες Μπροστά τους θα ριγούμε συγκλονισμένοι Τότε Η Πόλη Παράδεισος θα μας χτυπά με αλήθειες Κι εμείς θα υποφέρουμε τις ομορφιές Πνιγμονή. Χειροπόδαρα δεμένοι πλησιάζοντας σ' εκείνη Θα βλέπουμε το φως και τη ζωή να σβήνει... 11-12 Απριλίου 1991. ΤΑ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ ΤΙΡΑΝΑ Κατεβαίνει σαν παλίρροια η νύχτα στις γειτονιές μας Με μαύρο νερό πλημμυρίζει τα σπίτια Και τα κουρασμένα μάτια Τα τελευταία λιμάνια του φωτός Τότε ακριβώς σαν ξύλινο κέρμα Πετάγεται από τους βυθούς το φεγγάρι Και βγαίνει να πλέει στην επιφάνεια 10

(Τελείωσε η έξοδος των φαντάρων Μέσα τους κλείδωσαν Ενώ τους άμοιρους νεκρούς τώρα Λένε πως τους βγάζουν απ τους τάφους) Κι εμείς ταριχευμένοι στα σπίτια Καπνίζουμε την πλήξη Τις ψυχές μας μαύρισε η νικοτίνη Η ώρα φθάνει Άνδρες και δεινόσαυροι επιτίθενται Το ασπριδερό κρεβάτι όπου μια γυναικά περιμένει Με στόμα και χέρια Εμένα κι απόψε μια διπλή νύχτα Μου ετοίμασε ο Θεός Με δάχτυλα που ναυαγούν σε νερά χαρτιών Ανήμπορος να βρω τις ακτές μου Σεπτέμβριος 1991. Πυροβολισμοί ΝΥΧΤΕΣ ΦΛΕΒΑΡΗ Τρυπώνει η νύχτα και στάζει Γέμισε η πόλη με νερό γατών Κρότοι, κρότοι Σκοντάφτει ο ύπνος επάνω στις μάνες Στους δρόμους κυλά το γάλα του στήθους Το υπνωτικό Ο φόβος του πολίτη Ξέπνοη προσευχή σε σιωπηρή Λειτουργία 11

Πυροβολισμοί, κρότοι, Βάδην στα βλέφαρα τα άρβυλα, τα βαριά Με στρατιωτών μέσα Πόδια Βρεφικά 2 Φεβρουαρίου 1991. ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Μου τελείωσαν τα τσιγάρα στη στάση του λεωφορείου Περιμένοντας την επόμενη επανάσταση Εδώ έχω μείνει, καρφί στραβό, καμένο Σε στάχτες πυρπολημένης εκκλησιάς Οι άνθρωποι Στα σπίτια έχουν στριμωχτεί Τα κεφάλια μέσα Σαν σφαίρες σε περίστροφο Όλες οι επαναστάσεις προτελευταίες είναι Ενώ η ζωή μου με τέλος, η τελευταία Φθηνά μου τ' αγόρασες τα δάκρυα, μου τ' αγοράσατε Όλο μου το σώμα πονούσε απ' την αγάπη Για το λαό, τα οδοφράγματα Μα θέλω να πεθάνω, να ξεχάσω Όλα αυτά να τα ξεράσω Θέλω να πεθάνω Έτσι, χωρίς λόγο Ή... ποτέ μου μη πεθάνω αν χρειαστεί Να το κάνω με σκοπό Θα πάρω έναν ζητιάνο, γύφτο, μιγά μικρό Ζεστά θα τον μεγαλώνω Και βρώμικα Στο αχούρι μου όλους σάς καλώ να με φτύνετε στη μούρη Μη με προκαλέσει όμως κανείς με τις πληγές του 12

Μα ζήτω Ζήτω λοιπόν η καινούργια σημαία Και κάθε λογής αγάπη, παλιά ή νέα Αν έρθει πάλι η μέρα, στους δρόμους ξανά θα βγω Θα τρέχω Με πέτρες θα χτυπώ Αυτούς που είναι πλήθος Κι αυτούς που μόνοι στέκουν 1991. ΒΑΣΑΝΟ Βάσανο σκέτο να πείσεις τον εαυτό σου Πως πρέπει ήρεμα να ζεις Να καταλάβεις πως όλο κι όλο ένας είσαι Μέσα στο κράνος του κρανίου μου Νιώθω το κεφάλι του λαού (όπως όλοι!) Ετοιμάζομαι για πόλεμο Μα η σκιά της βίας μού ευνουχίζει τον ηρώα Τον προφήτη που μεγάλωσα Γι' αυτό μασουλώ την καρδιά μου στο πεδίο της μάχης Οι σπασμένες περικεφαλαίες του μουσείου Μου παγώνουν τις καμάρες της ψυχής Λαέ Ω πληγή μου εγκαταλειμμένη Ποτέ άραγε θα 'μαι ήρωας τυχαία; 17 Μαρτίου 1991. 13

Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Κάθε φορά που γυρίζω απ' τα σύνορα Τις βρίσκω όλες παντρεμένες Ουδείς κλαίει γι' αυτόν τον μαχητή Που με λιγοστούς φίλους Νέες χώρες κατακτά, μεγαλώνει την πατρίδα Κανένα γράμμα αρωματισμένο Γι' αυτόν τον εθελοντή Μα με κάποιο τρόπο Θα εξημερώσουμε κάποτε τις αρχαίες φυλές Τα άγονα εδάφη με λήσταρχους Η Αυτοκρατορία μια μέρα θα ολοκληρωθεί Με τα κεφάλια των γυναικών που, καθώς πολεμάμε, Τα σέρνουμε σαν δούλοι, βαρίδια στα πόδια μας δεμένα Και δεν είναι δικά μας Με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο Την Αυτοκρατορία, την Πατρίδα Όταν Οι άνθρωποι Θα έχουνε τελειώσει Και θα φεύγουνε οι άντρες για θητεία Εκεί στα σύνορα που μόνοι μας τα φτιάξαμε τόσο μακρινά Σφιχτά κουμπωμένοι, κεφαλοξυρισμένοι, όταν θα πάνε Να φυλάνε εδάφη που δεν ζήτησαν Η κυβέρνηση τότε θα μας τιμήσει Κρύβοντας με χέρια και παράσημα τις άσχημες πληγές μας Σε πλατείες θα πεταχτούμε, με τα πυροτεχνήματα Καθώς τα τρένα με οπλίτες θα αναχωρούν Θα χορεύουμε, θα πηδάμε (Προσέχοντας μη πατήσουμε τα κοχύλια που κλείνουν τον εαυτό τους βουρκωμένα με μια ανώτερη ταπεινότητα που σε μεθάει) 14

Κι εκεί Μέσα σε ζεστές δαντέλες και γράμματα στεναγμού Ανάμεσα σε φωτογραφίες προγόνων και κουτιά καπνού Όταν οι άντρες τους θα 'ναι φαντάροι Σε μακρινές επαρχίες, ταχυδρομικές Θα μας καλέσουν οι γυναίκες, θα μας τραβήξουν Να τους κάνουμε συντροφιά. Εμείς όμως θ' αρνηθούμε Τότε οι χήρες, προσβεβλημένες Ξεδιάντροπα θα μιλήσουν Πατριωτικό κήρυγμα θα μας κάνουν για να μας πείσουν Να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά Μα εμείς, γερασμένοι Θα τους πούμε για τις εκστρατείες, τη μοναξιά Τους φόνους αιχμαλώτων, τη χαρά της βίας Κι άλλες του πολέμου δεκάδες βλακείες Τα παράσημα θα τους χαρίσουμε και μετά Θα πάμε να πιούμε στο στέκι βετεράνων Σχεδιάζοντας μια σκοτεινή εξέγερση Ανατροπής Της Αυτοκρατορίας 1994. Η ΠΛΗΞΗ Η πλήξη φτωχαίνει μόνο μέρη του σώματος Τα οποία κρύβονται κάτω της προτομής Η πλήξη, το βάθρο που με υψώνει Στη μέση αυτού του δρόμου χωρίς παραδόσεις Χωρίς οδοφράγματα Σε ωριμάζει η πλήξη, η πλήξη, η πλήξη Όπως παλιώνει ένας πίνακας κλασικός. Ραγίζει το βερνίκι Η σκόνη της επιφάνειας βαραίνει τα βλέφαρα να γείρουν Και τα σκούρα κόκκινα που ρέουν απ το συκώτι 15

Φτιάχνουν απ' τον πίνακα το δωμάτιο της αυτοκτονίας Όπου οι κουρτίνες χαμηλώσανε Είναι το καλό δωμάτιο, το κλειδωμένο Μόνο για τους επισκέπτες Έχεις γαντζωθεί σε μια βαριά καρεκλά και δεν λες να βγεις Απ' τον τίτλο του βιβλίου στο οποίο σαφώς υπάρχεις μέσα Κάτω από ψεύτικα ονόματα ολόιδιας μνήμης Πλήξη, πλήξη, Πάρε τα άκρα μου και ρίξε τα σ' ένα παιχνίδι Που μονάχα να χάνει μπορεί κανείς Μόνο το σώμα να μην αγγίξω πια Ούτε να προσκυνάω δε θέλω πια μ' αυτά Ή μάλλον τα ανταλλάζω με τα μαλλιά μου Αχ, τα τόσο μακριά μαλλιά μου, τα δυο φορές κομμένα Ανάμεσά τους βρισκόμουν σε ένα κήπο ρόδων Ποτισμένο χωρίς αίμα Που τα παγκάκια τραγουδούσαν με ξεχασμένη φωνή Σιντριβανιού Εκεί, μες στα μαλλιά μου, ξέφευγα από τον κόσμο Καθώς βάδιζα με μάτια κλειστά Και δεν με βλέπανε Τα μαλλιά μου ζητώ, που ήταν ξανθά Που εντελώς απορροφούσαν την ασχήμια Αφήνοντάς μου μόνο ωραίες πλήξεις Τώρα Χωρίς μαλλιά έχω μείνει, χωρίς ανθρώπους έχω μείνει Η πλήξη Είναι κάτι πικρό που όμως χωρίς αυτό δεν μπορείς Είτε θλίψη την πεις, είτε πιο έντονες λέξεις προτιμήσεις Είναι κάτι που πράγματι σε κάνει προτομή Την τριχωτή κοιλιά και τα μπούτια σού τα κρύβει Σου τα φυλάει σε νερό πνιγμένων Να τα 'χεις στα γεράματα Πλέον, αφού αφάνισα και τα ιερά μαλλιά μου Μια φιγούρα τράπουλας έχω γίνει, σε λούσα Χαμογελώντας με ένα άνθος χαράς στη γροθιά 1

Προτομή, προτομή σπαθί, σαν Βαλές Με δυο κεφάλια και τέσσερα χέρια με μαχαίρια Και με φύλλα ύπνου Η πλήξη τώρα, σαν οχιά-περιστέρι Σε μια φωλιά πλεγμένη με ψόφια μαλλιά Κλωσάει σαν αυγά τα δυο μου κεφάλια Το ένα του φονιά Το άλλο του αυτόχειρα 1994. ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ (το αιμομικτικό μου) Αυτό το Σάββατο Ο έρωτας άνοιξε το πουκάμισό της Έτριξαν στο πάτωμα τα κουμπιά Και εμείς χυθήκαμε να δαγκώσουμε τα στήθη από σμάλτο Αγκομαχούσαμε. Ποιος ξέρει αν στ' αλήθεια το θέλαμε αυτό Κάτι φιλιά με απόηχους αλκοόλ Ενώ τα δάχτυλα κατρακυλούσαν - πανικός Στην κινούμενη άμμο Του λάστιχου των βρακιών σου Τα μάτια έχουμε κλειστά (ανοίγεται κανένα πού και πού) Κλειστά... και ποιος ξέρει πόσο υποφέρω Μ' ευχαριστεί η απορία Εσύ μπόρεσες να μη μ' απεχθάνεσαι Κάνουμε σαν μεθυσμένοι για να το ξεχάσουμε Άνοιξαν φτωχά τα κουμπιά, όπως ανάβουν τα φώτα Τα ταξί του έρωτα καλούμε, πως το λένε σήμερα αυτό; Σκότωσε την κούραση Αυτό είναι ο ερωτάς ό,τι για χάρη του έρωτα σου δίνω Εσύ τραβάς την κοιλιά, η ανάσα τελειώνει Το χέρι εμποδίζεις, που ζυγώνει τα πριόνια των τριχών Την κοιλάδα των ξυλοκόπων Εκεί που βουίζουν οι πατρίδες του βοσκού 17

Θα 'θελα να ήμουν εσύ. Να σταματούσα Δυνατά να κρατούσα τ' αλλουνού το χέρι, τα δάχτυλα Σαν ελιές σε κλαδί. Μετά να λυνόμασταν Να μου ξεχώριζες τις στάλες του ιδρώτα Σαν τρύπες φλογέρας Από τη φλούδα της καρδιάς ανάμεσα στα πόδια Να μου άναβε το σπάνιο νερό Σάββατο. Χτύπησε η καμπάνα του έρωτα Χτύπησε χάμω δηλαδή Καθώς έπεφτε απ' την κορφή Και το σκοινί έπεσε, φθαρμένο από δόντια Όπως και ο καμπανοκρούστης, ανάποδα Με τα χέρια πρησμένα απ' τις γιορτές των άλλων 1994. ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑ Τέσσερις χούφτες νωπού πηλού Σαλεύουν στην κοιλιά της γάτας μου Τα δοντάκια τους, ζαχαρόκκοκοι Μου μάδησαν την υπομονή Μέρα με τη μέρα Και περιμένω Περιμένω την κοιλιά που άσπρισε από γέννες Να μιλήσει στην ανοιξιάτικη ματαιότητά μου Με νιαουρίσματα Μι-μινόρε Περιμένω να βγουν Να γεμίσουν με φως, έλεος κι ευχάριστες γρατσουνιές Τις παγωμένες μου μέρες Ανήσυχος περιφέρομαι Κάτω απ' τον ουρανό της κοιλιάς της γάτας μου Τρέμοντας από τρελά αισθήματα πατρότητας 8 Μαρτίου 1991. 18

ΤΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ Θροΐζει το βάδισμα του σαλίγκαρου στο ορφανοτροφείο Τα πλακάκια, άσπρο-μαύρο, άσπρο-μαύρο Σαν τετράγωνα χωρίζουν τις μέρες Που ο φθόνος της μαγείρισσας πυροβολεί τα μακαρόνια Τον έσφαξαν τον φύλακα, το μόνο πετεινό που έμεινε Η ύστατοι ήχοι του διαπέρασαν με μιας Το λίκνισμα της χλόης, πράσινες φλόγες κεριών Φόρος τιμής στον κήπο εικόνα ξεχασμένη Ξεθωριασμένου αλφαβητάριου Μιας διωγμένης εθνότητας που σβήνει Φόρος τιμής για την γαλακτική οδό του σαλιγκαριού Στο άσπρο-μάυρο του πατώματος Καθώς παίρνει με τη γλώσσα τη γεύση του απόβραδου Που τα κατεβάζει τα χλιαρά βρακιά το απόβραδο Στα τούβλα χωρίς μάνα Της αυλής που κύκλωσε το κτήριο Τα τρία αγόρια εκεί μεγάλωσαν Ακίνητοι γεύονται τον έρωτα Κολλητά, κάτω από κούτες παπουτσιών Χωρίς μάνα, χωρίς μάνα Χωρίς τα μικρά βυζάκια της ριγέ μπλουζίτσας Που ούτε σήμερα δεν πήγε στο σχολείο Όχι, όχι, δεν ήταν ο φύλακας ο πετεινός που έσφαξαν Τις Παρασκευές συχνά, οι νόθοι Τρώνε τον Δανό πάστορα του δεύτερου ορόφου (τρίπατο το κτήριο) Αυτός φύτεψε όλες τις Βίβλους του εδώ Στις γλάστρες των παραθύρων Για να φτιάξει ξανά, χαμένος Τη μακρινή πατρίδα του 1993. 19

ΘΑ ΒΡΕΘΕΙ ΕΝΑΣ ΧΥΜΟΣ Ή ΕΝΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑ Θα βρεθεί ένας χυμός ή ένα μηχάνημα Προσεχώς, ποιος ξέρει Θα τα καταφέρουν επιτέλους οι κυρίες Αλλά κι οι άνδρες θα αδυνατίσουν μαγικά «Πεταλούδες ενός τραγικού ποτού που τυφλώνονται μες στο ποτήρι της νιότης» Θα λεπτύνουν Γραμμές ακριβείας θα μας περιφρονήσουν Καρφώνεται σαν διαβήτης Η σταγόνα του ιδρώτα του αρχιτέκτονα γιατρού Πάνω σ' αυτό το βραστό τριαντάφυλλο Αυτή η Γαλλική Επανάσταση Χωρίζει Τα οπίσθια από την πλάτη-ασφυξία της κοπέλας Που 11χρονη την έχω επιθυμήσει Ρητά. Πρωτοσέλιδο θα γίνει η ερωτική διάβρωση του λίπους Οι δοκιμές, οι αντιδράσεις, τα σχόλια. Τέλειο Χωρίς τραυματισμούς θα είναι το μηχάνημα της σιλουέτας Θα ξορκίσει στην κλινική Όλες τις βραδινές υπερβολές αυτός ο άνδρας Τη φουσκωμένη του κοιλιά από οικονομίες Για μια συνδρομή ή ένα σεμινάριο γιόγκα Και η κυρία με αναστεναγμό θα στάξει το στήθος τούβλο Και δειλά θα επιστρέψει μετανιωμένη στο μηχάνημα Να το μεγαλώσει λίγο ή να το μικρύνει ίσως Με την ευκαιρία Θα ισιώσει και τις γάμπες που την κούρασαν Ο κόσμος θα γεμίσει με κομψά πλάσματα του Ροντέν Που δουλεύουν και ερωτοτροπούν γρήγορα Σαν νύχια σπουργιτιού σε καλώδια υψηλής τάσης 20

Μετά λέει Θα βγει εκείνο το άλλο μηχάνημα, ο άλλος χυμός Που θα μεταφέρει την καθημερινή Λιπώδη Υπεραξία Σφραγισμένη σε πολύχρωμα φιαλίδια Απ τα εργαστήρια ομορφιάς κατευθείαν στο τρίτο κόσμο Με ενέσεις θα την χώνουν Στα αφυδατωμένα μαύρα τομάρια κάτω απ' τους φοίνικες Όλοι οι πρωτεϊνικοί κώλοι, τα περιττά μάγουλα Και τα μπούτια Δώρο απ' τα πληκτικά σουηδικά απογεύματα της Ευρώπης Στην κοκαλιάρα Σομαλία Έτσι, θα αδελφώνονται οι φυλές, μες σε ισοτισμό Κι οι άνθρωποι θα είναι ευτυχισμένα τατουάζ 1994. ΙΔΙΩΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ Στην παραλία. Θάλασσα. Αφού δεν μπορέσαμε να κάνουμε την επανάσταση Κολυμπάμε με θυμό, όλο πιο πέρα, στα βαθιά Όσο πιο μακριά απ την ακτή, τόσο πιο κοντά στον ουρανό Και τόσο χάνονται πίσω μας Οι πληρωμένοι γλάροι των καρτ-ποστάλ Ιδίως τώρα τον Αύγουστο Είμαστε όλοι ένας μαυριδερός λαός Ημίγυμνοι, ιθαγενείς άποικοι Με κουρέλια χρωματισμένα όλο νόημα Τρέχουμε στην άμμο, αγοράζουμε μπιχλιμπίδια Κάνουμε φλερτ και γλυκές αταξίες. Μετά Ανάσκελα προσκυνάμε τον ήλιο Και βαπτιζόμαστε στο νερό της θάλασσας, με απόβλητα 21

(Εκείνα τα των γυναικών, όλο τρίχες, σκοτεινοί κάβουρες, χιλιοπόδαροι ιερείς, μας κρατούν καθηλωμένους σ' αυτόν τον παγανισμό) Κάθε μέρα φτάνουν τρένα και οχήματα Με νέους εξόριστους στοιβαγμένους Είναι εκείνοι που θέλησαν να κάνουν επανάσταση Ή έστω μια δημόσια χειρονομία Ή μια γκριμάτσα Κυνηγημένοι όλο το χρόνο από τις δυνάμεις Της τροχαίας Ο δρόμος τους τελειώνει εδώ στη θάλασσα Τους φέρνουν για αναμόρφωση, να ηρεμήσουν (μια ηρεμία γεμάτη ζέστη, σκάφη, μπούτια που φωνάζουν και παγωτά σαν κήρυγμα) Η άμμος μόνο τρέμει και μας τρομάζει. Μας θυμίζει Τον διωγμό Από τα σπίτια μας Ή την Γη της Επαγγελίας Εμείς όμως, μόνοι μας επιλέξαμε την παραλία Εβραίοι, γυμνοί ως τα βρακιά, καιγόμαστε Κάτω από έναν ήλιο κρεματορίου (που το Κεφάλαιο λευτέρωσε απ τα δεσμά του όζοντος) Και μόλις βγάλουμε τα ρούχα Που όπως είπα Κρύβουν από κάτω άλλους πολιτισμούς Βιάζουμε αμοιβαίως ο ένας τον άλλον για το τίποτα Όταν το καλοκαίρι φτάνει Κι ανέβουν οι θερμοκρασίες Η δημοκρατία κυβερνά την άδεια πόλη Με κουρασμένα πραξικοπήματα τουρισμού 1994. 22

ΜΕ ΤΙΤΛΟ Οι μέρες κολυμπάνε ξυστά στους γοφούς μου Κάτι σαρδέλες κονσέρβας σε κύμα χλιαρό Απόβλητα καραβιών Και ο ήλιος στον ύπνο μου χαλάει Στάζει σάλια από πάνω μου Υπάρχουν καράβια ανδρών και γυναικών Όπως και τα WC Εκείνα που φεύγουν είναι των γυναικών Πέρα, στις απέναντι ακτές, κατεβάζουν Τις μητέρες των παιδιών μας Τις ξεφορτώνουν νύχτα και τις νύχτες τις ράβουν Στα ηλιακά ρολόγια γηραιών πλατειών Τα καράβια που έρχονται είναι ανδρικά Αρωματισμένοι και κουρασμένοι Οι ξένοι άνδρες μας φέρνουν υφάσματα, τυροκομικά Συν ηλεκτρικές συσκευές Συν το καθετί νέο που μιλά Για αυτή τη χιλιετία που χάνεται Έχουμε βουλιάξει έτσι, με τα λιμάνια αγκαλιά Σαν με κάτι μαρτυρίες ποινικές Έχουμε βουτήξει σ' αυτό το απλωμένο πέλαγο μπλουτζίν Περιφρονώντας κάθε συμβολισμό (Πού στο διάολο με παν τα πανιά των τατουάζ;) Τα γέρικα σαγόνια του νερού μού μασάνε τους γοφούς Κι ενδιαφέρονται Για τον Νώε ρωτούν Στο νερό, στη στεριά το ίδιο είμαι Ξυπόλητος 23

Τα παπούτσια τα ξέχασα Στην πόρτα του ναού που μου γκρέμισαν Πολύ πριν ο πατέρας μου γεννηθεί (Πού είναι το νησί, πού οι μυστήριες φωνές και η φωτιά;) Η γλυκιά άμμος του θανάτου ναυαγεί τα δάχτυλά μου Βγαίνω στην παραλία Γεμάτη η παραλία με γόπες, τουρίστες Πουλημένη παραλία Με γόπες-τουρίστες Πιο πέρα ο δρόμος, μετά το χωριό και μετά η πόλη Αυτός είναι ο κόσμος, άκρη του δρόμου η γίδα Και μια άλλη σύζυγος του τράγου Μάνα παιδιών που την περιφρονούν Αρμέγει τη γίδα η μάνα Να φτιάξει τη κρέμα για το πρόσωπο Και τα μπράτσα με ουλές Που κρατούν μέσα τα καλοκαίρια που έφυγαν Λησμονημένο το σπίτι τους Όπου εγώ Σώθηκα Αφού παντρεύτηκα τη μάνα εκείνων Που μ' απεχθάνονται Εκεί ζούμε, σε πείσμα των τουριστών Να τους υπηρετούμε Περνάμε όλη τη χρονιά Με το κομπόδεμα όλης της χρονιάς τους Κλέβουμε τον κόσμο απ' αυτή τη μικρή γωνιά Όσο μπορούμε, μα ποτέ όσο κοπιάζουμε Τους πουλάμε φρέσκο γάλα για λουτρό Και καρπούζια Αγοράζουν από μας ψάθινα καπέλα πλεγμένα με χέρια Που μεγαλώνουν εκεί, στα άχυρα Πίσω απ το σπίτι με τσιμεντόλιθους 24

Ανοίγουν η ομπρέλες στην αμμουδιά, πλάι στον δρόμο Των τροχοφόρων, που σείεται-ψήνεται, μα άσε με Άσε με να δω τα μικρά βρακιά πως ανοιγοκλείνουν Στο περπάτημα των γυναικών Τραβιούνται, μαζεύονται σφιχτά, τριγωνικά Σαν χάρτες της Ινδίας Που από μικροί κινήσαμε να κατακτήσουμε Μα καταλήξαμε ανακαλύπτοντας την Αμερική Κάθε νύχτα αηδιαστική σε γάμους κρεβατιών Καθώς πέρα βουίζουν τα νέον του πανδοχείου Κι ο ιδρώτας της επάνω μου είναι βενζίνη (Βενζίνη και μελάνη ποιημάτων Ερβίν ) Το βράδυ μετρώ τα κέρματα, δεν διαβάζω πια Δεν περιμένω να έρθουν τα ρήματα, οι στίχοι Τα παιδιά περιμένω, που άργησαν Που δεν ξέρω ποιανού είναι Απ' έξω φτάνει η οσμή των παξιμαδιών Του σάπιου σιδηρόδρομου Τα παιδιά περιμένω και βλέπω τηλεόραση, ή τα βρακιά Τα μαύρα, τα δαντελωτά της θάλασσας εκεί μακριά Στα λαχταριστά μπούτια τ' ουρανού όλο λίπος λευκό αγγέλων Τα παιδιά είναι οι κορνίζες του φεγγαρόφωτος Ή του πανδοχείου Ξασπρισμένος φράχτης είναι τα παιδιά μου, φράχτης Που κλείνει τη χαρά που τελειώνει Των τουριστών που χορεύουν στο χολ Τα παιδιά Δεν θέλουν να έρθουν σ' αυτό το σπίτι Μετά όμως έρχονται. Εγώ κοιμάμαι Ο ιδρώτας τους είναι κόκα-κόλα κόκα-κόλα-κόκα-κόλα-κόκα-κόλα (Σε βαπτίζω εις το όνομα του πατρός, του υιού και του αγίου αμερικάνικου πνεύματος) 25

Περνούν τ' αστέρια, θέατρο φώτων στο ταβάνι Από τ' αμάξια στο δρόμο που περνούν Τα δάκρυά μου είναι Γάλα γίδας Και τα πίνει ένα φίδι ζαρωμένο Εγώ ίσως και να 'θελα να κάνω παιδιά... ή Από παιδί ήθελα να μου βγει απ' την ψυχή Ένα ωραίο ποίημα για την μάνα Με ένα μολύβι στο χέρι Και με μάτια κλειστά καθόμουν, χωρίς ανάσα Ήταν μια πεποίθηση της τότε ηλικίας Πως και ο άνδρας κι η γυναίκα Έτσι κρατούν την ανάσα Τα μάτια Και γεμίζει η κοιλιά της με μια σαρκώδη ομίχλη Μα τέτοιο ποίημα δεν περιμένω πια να γεννηθεί Τόσο απαίσιος και σοβαρός που έγινα Βουτηγμένος ως το λαιμό Στη ζωή Στην απέραντη αυτή μπλουτζίν ζωή Το μόνο που κατάφερα απ' τη ώρα που άνοιξα τα μάτια Ήταν να παλιώνω, να ξεθωριάζω Όπως καίγεται απ' τον ήλιο η άμμος Κι ένας τουρίστας που μου 'κλεψε απ' τον πάγκο Το ψάθινο καπέλο του 1994. ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ Ο σκύλος μου, χειμωνιάτικος ήλιος Κάθεται με εμένα στην αυλή του σπιτιού Εγώ αγουροξυπνημένος το σκυλάκι, το παπούτσι μου μασουλάει 2

Χαίρεται σαν ένα ακορντεόν χορτάτο φύκια που ταλαντεύεται στο βυθό της λίμνης Έτσι θροΐζει και η γελαστή μου μέθη μέσα στις γκριμάτσες της αυλής αυτής της κράμπας που όλο λάσπη με γλιτώνει απ' τα αμάξια και τη νύχτα που τα αμάξια μέσα κουβαλούν Χαίρομαι στη μοναξιά με το τετράποδο μια ειρήνη άλλων ήμερων Μαζί κατουράμε. Η βρεγμένη φανέλα άρρωστη μπαλαρίνα του χαρεμιού μου Με ξεκούμπωτο παντελόνι τρέχω πέρα δώθε Παρέα με τον σκύλο που μ' έχει παππού Ψάχνουμε τη γωνία με τις χρωματιστές πέτρες σαν πρόσωπα ενός παλιού χαλιού που δεν πουλιέται μα τελικά, τα μάτια μας από άσπρο μαλλί πάντα τα πατάνε τα λασπωμένα παπούτσια του ορφανοτροφείου Ο ήλιος του χειμώνα με κλαδιά, σάπια κλαδιά Το δικό μου κρανίο και του σκυλιού Τα δυο άκρα του ίδιου ακουστικού τηλεφώνου Δε θα ζήσω πότε πλήρης, μόνος με τον εαυτό μου Θα συνεχιστούν τα τρεξίματα με σκύλο σε αυλές αναμένοντας εποχές δίχως αισθήσεις. αναμονές, φάρσες για αυτοκτονία Όλος ο κόσμος ξέρει για μένα πια ότι αυτός τη τροφή των παιδιών συνεχίζει και μοιράζεται με μικρά σκυλιά, με σκύλαρους μεγάλους εδώ μέσα γιατί εγώ τροφή έχω, μα δεν έχω σωτηρία 1994. 27

ΟΙ ΤΡΟΦΕΣ Όλη την ασφάλεια που μου δίνουν οι γονείς Μου την στερούν οι τροφές Παρακαλώ προσέξτε το πρωινό μου Έχω φάει κι έχω πιει με τον Χριστό στο τελευταίο δείπνο Καθώς προσφερόταν χωρίς εγγύηση, απλώς με πίστη Αν και προδομένος από μπακάληδες και ζαχαροπλάστες Ζωγράφοι που πασαλείβουν με κραγιόν τα αυγά Τώρα πια δεν ξέρω τι τρώω Ναι λοιπόν, τα στάρια τρώμε, τα αρνιά, τα σαλιγκάρια Στους κρυφούς βωμούς των στομαχιών μας Φλέγονται οι θυσίες για ένα θεό πληρωμένο από μένα Που μου ελέγχει τη βούληση Το κορμί μου μια πόρνη είναι, από μόνο του Σαν σ' ένα δερμάτινο γάντι Μπαίνει το φαγώσιμο χέρι του διαόλου στην κοιλιά Καθαρά μας χειρίζεται Με βανίλια και ξίδι μαγειρεύει την καρδιά Ορμούν οι παστουρμάδες Συνωμοτούν στα πιθάρια τα τουρσιά Και το ρύζι Στάζουν λίπος τα φέρετρα Στους θάμνους με κυνηγούς από πίσω Ανατριχιάζουν οι τροφές Στα σπιτικά νεκροτομεία των ψυγείων Και επιτίθενται σαν κόμπρες με δόντια πάγου Δεν ξέρω τι τρώω, τι έχω στην κοιλιά Γι αυτό δεν ξέρω και τι λέω, τι είμαι Που πάω δεν ξέρω Εγώ είμαι Η ημερομηνία λήξης 1994. 28

ΤΙΡΑΝΑ (απόσπασμα) Εσύ απαίσια πόλη, αχ, μ' έφαγες Μπαμπέσικα Τα χαρτιά σού άνοιξα Μ' αυτά και τη ψυχή Ποιητές... Ω δούρειοι ίπποι Αραιά σαν τα ταξίδια Είναι τα κόκκαλά μου Που δε θα μού τα λιώσει Το πατρικό μου χώμα 1993. Η ΑΒΙΩΤΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Στη σιωπή των απογευμάτων μου Βουίζει Η αβίωτη παιδική μου ηλικία Δεν είναι αναμνήσεις. Όνειρα είναι (Θα βρω άραγε ένα δάσος κάτω απ' τα μανιτάρια Το σκούρο αυγό του λύκου;) Οι απογευματινές μου ονειροπολήσεις Δεν είναι ερωτικές Νεκρό παιδί υπήρξα Η ανόητη σοβαρότητά μου χρύσωνε τη φτώχεια Και καθώς τη φορούσα, καλύπτονταν τυφλά Του κόσμου τα μάτια μου 29

Νεκρό παιδί Μοναχικό αντικείμενο, παρατημένο Πάνω στο σάπιο ντουλάπι της κουζίνας. Δεν πλένω τα χέρια, χάνομαι ως αργά στους δρόμους Πιάνω παρέα με όμορφους και τρελούς φίλους Περιφέρομαι με σφεντόνα στα τζάμια του σχολείου Και σαν τούβλα ρίχνω κάτω τα βιβλία-αγύρτες Που μου το χτίσανε ζωντανό το παιδί Στα απογεύματά μου Καλπάζει η παιδικότητα Η μελλοντική Χωρίς μουτζούρες 27 Οκτωβρίου 1991. 23

ΙΙ.

Thithe cigaren, të bëhet dritë Tregomë se jeta është rrotull Pastaj jetën mbushe me tym PROBLEME NDRIÇIMI Thithe cigaren, bëj dritë me frymë, pak Me këtë kraharorin tënd të zbutur Hapje-mbyllje sysh ndrçimi Ne të ulur Hijet lindin e largohen duke vjellë e duke u rrëzuar Ti përgjysëm e zhveshur si një rrënjë Si një fëmijë i prapë, por me fat T'i kam fituar të gjitha kopsat në lojë Prek mishin tënd, gishtat na takohen në fyt të shishes Këtu ka errësi, mishi yt fryhet si velë Thithe cigaren, ose le të presim Të kalojë edhe një makinë Me plumba drite ti vret veten Të gjitha kopsat t'i fitova Rrobat nuk pipëtijnë Fytyra jote nuk jeton Fytin tim nga brënda e ndriçon Barky yt i vogël bardhë e zi 27 shkurt 1993. 32

SI ÇAJ Ka kohë, hënat e tua të urta janë Kuaj të zbathur, të shtruar Hëna toke Si pendime Përbrënda karaharorit më varen Gjinjtë e tu Më kanë qetësuar ata djem të verbër Më vërejnë të ulur Në pragje portash të mbyllura Tek unë u fal pare të vogla mallëngjimi Çfarë tmerri ata gjinj dhëmbërënë Krejt më kanë zvargur, tel kitareje Më rrokullisin në treva të turpshme Rob t'u bëra, të lëshova Të lundrosh në liqenin ku veç nënën lejova Të mbytej Liqen i rrethuar nga një mashkullsi e mprehtë Dhe e parrezikshme Prej bredhi shkurt 1992. 33

WHOLE LOTTA... Nga një bllok në tjetrin më humb Një vjershë për ty Lotta Ti ecën larg, e nuk druhesh të kthesh kokën për të verifikuar Supet e mija: ne njihemi Ne s'flasim: pa fjalë pa duar ti ma tregove E para Me shokët mes nesh e kërkuam e s'gjetëm Argjënd i ngrohur me pështymë Aty ishte përdhe Unazë gishti nënash që ia dëshiruam shoku-shokut E nuk e dallonim, një nga një kokëqethur larg shtëpisë Në rrethina një burrë i huaj na përdhunonte Pa frymë mbi njëri-tjetrin, larg nga shtëpia Lotta, kështu kjo fëminia Me vjen, më ikën në ëndrra Mes dhjetra qelqesh, dialektesh ti Lotta Me një triumf të hapur në faqe Me një fustan më vjen, që më çudiste, e qaje Kur me dhunë ta vishte mami Gjunjët na puqeshin në quka Në ëndrra është mëhalla jonë, filmat Me shpata druri të menduara Që na thyheshin: po biçikletën Lotta, biçikletën Kur na mësoje biçikletën, e në fakt na mësove dobësinë (Do sqaruar mosha jote, më e madhe se e jona) Shtëpinë të kesh kundër, edhe rrugën Fjalëve t'u druhesh, pa bërë dot pa fjalët e përbuzjen E pastaj në darkë me biçikletën përtokë Të të shkrythet gjoksi nga një vakësi pa emër 34

Unë mbaja timonin, ti pedaleve u mëshoje Bark e kurriz ngjitur si një peshk i vetëm Fshehtas rrotulloheshim nëpër rrugica Nëpër dy boshte halash prej teli biçiklete Jashtë asfaltit me vija të bardha, për ty flet mëhalla Lotta a të kujtohet Mos humbtë kurrë banja e vjetër e shkollës fillore Shtangia e mozaikëve të ujit përdhe Që pëshpërijnë në tavan Aromë e mirë e jashtëqitjeve të vjetra miturake E gjitha kjo gardhuar me gjëmime të forta gjoksi Se aty ishim ne Në kope, vëzhgonim si rriteshe pasditeve Si largoheshe nga ti, nga ne E nga bluza Por unë përherë e kisha ditur se ti ishe ndryshe Të dy e kishim ditur bashkë se ti ishe ndryshe Ndaj rrija larg shokësh unë Të gjithë më tallën nën hundë, shpërfytyruar për mirë Pantallonat e shkurtra që fërgëllonin poshtë nëpër gjunjë Këto Këto gjethe të reja në shirita filmi të vjetër Më flit. Kam dëshirë të jemi aty edhe një herë tjetër Aty ku fillove Lotta, ti çun i shëmtuar 1993-1994. QYTETI PARAJSË Qytetin parajsë, e projektuam të vegjël I ndreqëm përditë nga një diçka Aty i shtrimë ëndrrat e aty mbeti siç menduam në fëmini 35

Qyteti parajsë na rritej me gjoksin Aty e ndjenim të frymëmerrte Aq sa na rritej, po aq ne gjykoheshim të padenjë për të Ditët shtojnë rrudhat e rrudhat mëkatet Ato largësinë nga parajsa jonë Ku mund të hynim e dot s'do të hyjmë përgjithmonë Na joshi ferri (jeta) me pijet e rreme Me të vetmet gjëra të vërteta në botë Me 'to ngrohëm trupin shpirti mbet' i ftohtë Dikur qyteti do të na i hapë portat Do të na tronditin bari i gjelbër, vashat magji Dhe do të rrënqethemi të llahtarisur Atë çast qyteti parajsë do të na godasë me të vërteta Dhe ne do të vuajmë bukurinë e tij Agoni. Duarlidhur drejt tij do të na fiket jeta... 11-12 prill 1991. TIRANA NËNUJORE Zbret nata si baticë në mëhallat tona Me ujë të zi i përmbyt shtëpitë E sytë tanë të lodhur Portet e fundme të dritës E mu atëherë si pare e drunjtë Hëna kërcen nga thellësitë E del e plluskon mbi sipërfaqje 3

(Ushtarëve u mbaroi liridalja E i kyçën brënda Kurse të vdekurit e gjorë Thonë i nxjerrin nga varreza) E ne të fashuar në shtëpi Tymosim mërzinë tonë Krejt nikotina na i nxiu shpirtërat Vjen ora, burra e dinosaurë mësyjnë Shtratin bardhosh ku i pret një grua Me goje dhe duar Mua dhe sonte një natë dyfishtë Më përgatiti perëndia Me gishta që mbyten në ujra letre Pa i gjetur dot brigjet e mija 1993-1994. NETË SHKURTI Të shtëna Nata shpohet e pikon U mbush qyteti me ujë macesh Të shtëna, të shtëna Rrëzohet gjumi mbi nënat Rrjedh nëpër udhë qumështi i gjirit Valiumi Frika qytetare, meshë e mekur nën bankat e drunjta 37

Të shtëna, të shtëna Zhurmojnë nëpër qepalla këpucët e rënda Me këmbë të mitura ushtarësh brënda 2 shkurt 1991. PËRMBI REVOLUCION Më mbaruan cigaret në stacion të autobusit Duke pritur revolucionin tjetër Këtu kam mbetur Gozhtë e përzhitur, e shtrembëruar Nëpër shkrumbin e kishës se djegur Si nëpër pistoleta me mulli Të gjithë janë futur kokë më kokë Nëpër shtëpi Gjithë revolucionet të parafundit janë E gjithnjë jeta ime e fundme, e fundit Lirë m'i bleve lotët, m'i bletë Krejt trupi më dhimbte nga dashuria Për popullin, për barrikadën. Duat të vdes e t'a harroj Ta vjell. Dua të vdes kot Ose hiç të mos vdes nëse duhet Të vdes me qëllim Do marr një lypës të mitur mulat Ta ngroh e ta rris ndyrë Ju ftoj të gjithëve në strofën time Të më pështyni në fytyrë Veç mos të më provokojë njeri me plagët e veta 38

Por rroftë, rroftë flamuri i ri Edhe çdo dashuri e vjetër Në ardhtë prapë dita, në rrugë prapë do jem Me gurë do godas patjetër Ata që janë grumbull Dhe ata që rrinë vetëm 1991. E mundimshe të bindësh veten Për qetësinë që duhet të rrosh Të vetbindesh që një je VUAJTJE Nën helmetën e kafkës sime Ndjej kokën e popullit (si të gjithë!) Gatitem për luftë... Hija e dhunës ma tredh heroin Profetin që rrita Ndaj mbllaçis zemrën para fushëbetejës Përkrenaret e MUZEUMIT M'i ftohin kamaret e shpirtit Popull o plaga ime e braktisur Kur vallë rastësisht do të jem hero? 17 mars 1991 39

VULLNETARI Sa herë kthehem nga kufinjtë I gjej të gjitha martuar Askush nuk qan për këtë luftëtar Që me shokë të pakët pushton toka të reja Zmadhon atdheun Asnjë letër e parfumuar për këtë vullnetar Po në një ose një tjetër mënyrë Do t'i zbusim fiset e vjetra, tokat djerrë me komitë Perandoria do të përfundojë dikur Me gjithë kokat e grave, që tek luftojmë Si skllevër i tërheqim, varur gjyle në këmbë E s'janë tonat Në një apo tjetër mënyrë Perandorinë, Atdhenë Njerëzia Kur ta kenë Përfunduar E t'u venë Ushtarë burrat nëpër kufinjtë Që vetë aq të largët i sajuam Krejt të sendisur e kokërruar kur t'u venë Në mbrojtje trojesh që hiç s'i kërkuan Atëherë qeveria do të na ketë dekoruar Duke fshehur plagët e shëmtuara me duar Në sheshe do të hidhemi me fishekzjarret Ndërsa nisen trenat me ushtarë Do hidhemi e do kërcejmë (Duke pasur kujdes mos shkelim guaskat Ku ato ndryjnë gjithë veten e tyre Të lagësht e përulur Me një bindje eprore që të deh) 40

E aty mes dantellave intime, letrave të mallit Fotografive të të parëve, e kutive të duhanit Kur ushtarë burrat t'u venë në provincat e largëta postare Do përpiqen të na joshin që t'u bëjmë shoqëri Por ne do t'u shmangemi Atëherë vejushat do të na bëjnë propagandë atdhetare Për të na mbushur mëndjen të martohemi, të bëjmë fëmijë Të fyera do të flasin ashiqare Por ne të plakur do t'u tregojmë për fushatat, vetminë Për vrasjen e robërve, babëzinë E dhjetra budallallëqe të tjera nga lufta Do t'u falim dekoratat e asgjë më E do ikim të pijmë në klubin e veteranëve Duke menduar për një kryengritje të errët Për të përmbysur perandorinë 1994. MËRZIA Mërzia varfëron veç pjesë të trupit Të cilat fshihen nën bust Mërzia, pjedestali që më larton Kësaj rruge pa tradita, pa barrikada Të pjek mërzia, mërzia, mërzia Siç piqet një pikturë antike, plasaritet verniku Pluhuri mbi pikturë i josh qepallat të ulen E tonet kuqërreme që burojnë nga mëlçia 41

Prej pikturës e sajojnë dhomën e vetvrasjes, ku perdet u ulën Është dhoma e mire e miqve, me çelës I je qepur një karrigie të rëndë dhe nuk del kurrë Nga titulli i librit, bënda të cilit sigurisht që ti ekziston Mërzia, mërzia Merri gjymtyrët mia e hidhi në ndonjë lojë Ku veç mund të humbet Veç të mos e prek më trupin As të falem me to nuk dua Ose i ndërroj gjymtyrët me flokët e mij Ah, flokët e mij dy herë të prerë, aq të gjatë Mes tyre gjëndesha mes një kopshti trëndafilësh ujitur pa gjak Ku stolat këndonin me zë të harruar Shatërvani... Aty midis flokësh i shpëtoja njerëzisë Tek me sy të mbyllur ecja e s'më shihnin Kërkoj flokët e mij që qenë të verdhë Po krejt ma thithnin të keqen dhe më linin mua Veç mërzitje të mira Po tani që pa flokë kam mbetur, pa njerëz kam mbetur Mërzia Është diçka e hidhur që nuk bën dot pa të më Si edhe pa e quajtur pikëllim apo me fjalë të tjera më të ndera Është diçka që vërtet të kthen në bust Barkun me qime e kofshët t'i fsheh e t'i ruan Në ujë të mbyturish Që t'i kesh në pleqëri Tani që zhduka edhe flokët e shenjtë Një figurë e lojës me letra jam bërë Duke buzëqeshur me një lule gazi në dorë Me ca rroba të stolisura fort 42

Bust, bust spathi, si fant Me dy kokë e katër duar me thika e gjethe të gjumit Tashmë mërzia si një gjarpër-pëllumb Në një fole të thurrur prej flokësh të ngordhur Ngroh si vezë dy kokat e mia Njëra është për vrasje, tjetra për vetvrasje. 1994. E SHTUNA E MOTRËS (Inçestit tim) Këtë të shtunë Dashuria hapi këmishën e saj prej nape Krisën kopsat përdhe Ne u derdhëm të kafshonim gjinjtë e saj prej samlti Ne dihatnim, nuk dihet a vërtet e deshëm këtë Ca puthje me jehona alkooli Teksa gishtat na rrëzohen-panik në kënetën thithëse Të llastikut të brekëve të tua Sytë i kemi mbyllur (shihet herë pas here) Mbyllur e kushedi sa po vuaj Më kënaq habia, ti munde të mos më neveritësh Bëjmë si të pirë që t'a harrojmë U hapën kopsat varfër siç dritat ndizen U thërrasim taksive të dashurisë, si e ka sot emrin kjo? Vraje lodhjen Kjo është dashuria, kjo që të jap për hir të dashurisë Ti tërheq barkun, fryma mbarohet Ti pengon dorën që shtyhet tek sharrat e qimeve Po, aty tek fushë-arrëzi i pabraktisur Aty ku zhurmojnë vatanet e bariut Do doja të isha ti Ta ndaloja, ta mbaja dorën e tjetrit fort, gishtat si ullinj në degë 43

Pastaj të zgjidheshim, të m'i ndaje djersët si taste flauti Nga ashkla e zemrës brënda prehërit Të më ndizej uji i rrallë E shtunë. Ra këmbana e dashurisë Ra në kuptimin u rrëzua Përdhe që nga maja e këmbanares Ra edhe litari i brejtur me dhëmbë Si edhe këmbanari ra gjithashtu me kokë poshtë Me duar të buhavitura nga litari I kremtimeve të të tjerëve 1994. PADURIM I PËRSËRITUR Katër grushta balte të lagët Llokoçiten në barkun e maces time Dhëmbët e tyre sa kokrrat e sheqerit Ma brejnë përditë durimin Dhe pres Pres barkun e zbardhur lindjesh Të m'i flasë kotësisë sime Pranverore Me mjaullima mi-minore Pres të dalin ditët të m'i mbushin Me dritë, mëshirë, gërvishje të shumëpritura Ditët e mija të ngrira I paqetë bredh Nën qiellin e barkut të maces sime I përshkuar nga ndjenja të çmëndura atësie 8 mars 1991 44

JETIMORJA Regëtin ecja e kërrmillit në mes të jetimores Pllakat bardhë e zi, bardhë e zi si kuadrat i ndajnë ditët Ku mllefi i guzhinjeres pushkaton makarona E therrën dhe rojën, pulën e vetme që mbeti Tingujt e fundit të tij përshkuan Përmes njëherësh Gjithë fijet e barit, flakëza jeshile qiriu Homazh në kopshtijen ilustrim i braktisur në botime abataresh Të një etnie të përndjekur që fiket Homazh për rrugën e qumështit të kërmillit Mu përmes bardhë e zi, bardhë e zi Tek heq me llapë shijen e pasdites Që i ul brekët e vakëta pasditja Mbi tullat pa nëna Të avllisë që rrethoi ndërtesën Tre çunat atje u rritën: pa lëzizur shijojnë dashurinë Puthitur nën kutitë e këpucëve Pa nënë, pa nënë Pa gjiret e vegjël të bluzës me vija Që as sot s'shkoi në shkollë Jo, jo, nuk qe rojtari pula që therrën Për të premte zakonisht kopilat Hanë pastorin danez në kat të dytë (tre kate ndërtesa): Ky i mbolli gjithë biblat në saksitë e dritares Për të sajuar i humbur, atdheun e largët 1993. 45

DO TË SHPIKET NJË LËNG OSE NJË MAKINË Do të shpiket një lëng ose një makinë Së afërmi, kush e di, zonjat do t'ia dalin Por edhe burrat Të dobësohen magjishëm, flutura të një pije tragjike Që verbohen në gotën e rinisë brënda Do të dobësohen, linjat, të sakta, do të na përçmojnë Pikon si kompas djersa e arkitektit mjek mbi atë Trëndafil të zier Atë revolucion borgjez francez Që i ndan vithet nga kurrizi-marrje fryme i gocës Që e kam dëshiruar 11 vjeçe Shkurt. Erozioni erotik i dhjamit do të botohet në faqe të parë Testimet, reaksionet kundër E saktë fare, pa trauma makineria e dobësimit Do t'i ekzorcicojë në klinikë ai burri gjithë teprimet e darkave Edhe zonja me psherëtimë do ta kullojë gjirin tullë E ca nga ca, do të shkojë prapë e penduar tek makina Mbase ta zmadhojë apo zvogëlojë edhe ca Me ç'rast do t'i rrafshojë edhe pulpët që iu lodhën Bota do të mbushet me krijesa fine të Rodenit Që bëjnë punë shpejt e seks si kthetra e harabelit Në telin e tensionit të lartë Pastaj thonë do të dalë ajo makia tjetër Ai lëngu tjetër që do ta transportojë mbivlerën e përditshme dhjamore 4

Nga laboratorët e dobësimit Groposur në shishka ngjyra-ngjyra Drejt e në botën e tretë do ta transportojë Në Somalitë me brinjë të dala shtatë qiej nën dhè E drejt e në lëkurën e zezë do ua injektojnë tamburëve të tharë nën palma Gjithë bythet e shalët e gushët proteinike Dhuratë nga pasditet suedeze të mërzitshme të Evropës E kështu do të vllazërohen edhe racat në baraziti E njerëzit do të jenë tatuazhe të lumtur. 1994. SIDOMOS NË GUSHT Në plazh: deti! Meqë nuk e bëmë dot revolucionin Notojmë gjithë inat, gjithnjë e më larg e më thellë Sa më larg bregut, aq më afër qiellit Pulëbardhat e paguara të kartolinave po aq larg nesh Mbeten Nga shpinat tona Ose rrallë të papaguara mbeten Sidomos tani në gusht Të gjithë jemi një popull i zeshkët Kolonësh indigjenë Gjysëm nudo sajuar me ca rrecka prej ngjyrash kuptimplote Vrapojmë në rërë e blejmë xhingla e orë Bëjmë flirte e marrëzi të ëmbla Pastaj i falemi përkulur diellit nëpër hije Dhe pagëzohemi tek uji me fekale i detit 47

(Ato të grave gjithë qime si ca gaforre të errëta, priftër mijrakëmbësh, na mbajnë mbërthyer në këtë pagani) Përditë vijnë trenat dhe rrotat me të internuar të rinj Janë ata që deshën të bëjnë Revolucionin Apo ndonjë ngërdheshje në publik Të dhunuar nga policia rrugore gjithë vitin Rruga e tyre mbaron në det Këtu i sjellin për qetësim, për ndreqje (një qetësim plot nxehtësi, plot shalë që bërtasin, motoskafe prej shufi, akullore si citate) Rëra vetëm meket dhe të mek: na kujton Dëbimin Nga shtëpitë tona Ose tokën e premtuar Por ne e zgjodhëm vetë plazhin. Çifutë të zhveshur në brekë nën një diell krematorik që kapitali e zgjidhi nga prangat e ozonit Dhunojmë njëri tjetrin reciprokisht për hiç gjë Sapo heqim maskat prej rrobash që siç thashë Poshtë ndryjnë njerëzime të tjera Sapo vjen vera Rriten temperaturat Demokracia e qeveris qytetin e braktisur Me grushtshtetet e lodhura të turizmit 1994. 48

ME TITULL Ditët notojnë përkitas Me ijet e mija Ca sardele konserve në valë të vakëta Jashtëqitje anijesh të rënda E dielli prishet në gjumë, pikon jargët në ijet e mija Ka anije burrash e grash Tamam si edhe vë-cë Anijet që ikin janë anije të grave Përtej në brigjet përbri i zbresin Nënat e fëmijëve tanë I shkarkojnë nëpër netë e netët i qepin Në sahatët diellorë të piacave plaka Anijet që vijnë janë burrash Të parfumuar e të lodhur Burrat e huaj na sjellin stofra e bulmet Plus makina elektrike Plus çdo gjë tjetër të re që bën fjalë Për këtë dymijvjeçar që zhduket Jemi kredhur kështu me portet për qafe Si me ca dëshmi penaliteti Jemi kredhur në këtë det bluxhins Pa përfillur asnjë simbolikë (Ku dreqin më çojnë velat e tatuazheve?) Nofullat plaka të ujit m'i përtypin ijet Interesohen Pyesin për Noen Në ujë e në tokë njësoj jam, i zbathur 4

Këpucët i harrova në derë të faltores që ma prishën Shumë e shumë kohë para se të lindte im atë (Ku është ishulli, ku zërat e dyshimtë e zjarri?) Rëra e ëmbël e vdekjes m'i përmbyt gishat e lagur Dal në plazh Plazhi me bishta cigaresh, turistë Plazhi i shitur me bishta cigaresh, turistë Më tej është rruga, aty fshati, përtej qyteti Kjo është bota, ndanë xhadesë është dhija dhe një tjetër grua e cjapit Nënë fëmijësh që e përçmojnë Nëna mjel dhinë, ndanë xhadesë Për të prodhuar kremin për fytyrën e llërët me vrima ku strehoen verat që ikën Harruar shtëpia e tyre ku unë shpëtova duke u martuar me nënën e tyre Që më përçmojnë Aty rrojmë për inat të turistëve Që t'u shërbejmë Jetojmë tërë vitin me atë që ata tërë vitin kursejnë E vjedhim botën nga ky cep i vogël fare Aq sa mundemi, kurrë aq sa mundohemi U shesim qumësht të freskët për banja si dhe shalqi Na blejnë edhe kapela të thurrura me duar që rriten aty nëpër ligatat pas shtëpisë prej eterniti 50

Hapen çadrat e plazhit, tej xhadesë së veturave, që po digjet-dridhet tej bezit me plepa, më ler të shikoj, lërmë brekët e vogla si hapen mbyllen nëpër ecje grash tërhiqen, mblidhen ngushtë trekëndëshe si harta të Indisë që u nisëm ta pushtojmë qysh fëmijë Por përfunduam duke zbuluar Amerikën Natë për natë të neveritshme në martesa shtrati teksa larg dëgjohen dritat e hotelit Djersa e saj përmbi mua është benzinë (Benzinë e bojë poemash Ervin...) Në darkë numëroj monedhat, nuk lexoj më Nuk pres rimat, fëmijët e vonuar pres që s'di të kujt janë Nga larg vjen afshi i dadove të hekurudhës së rrënuar Pres fëmijët dhe shoh televizion, ose brekët e zeza me dantella të detit atje Mbi kofshë marramëndëse të qiellit plot dhjamë të zbardhët ëngjëjsh Fëmijët janë kornizat e dritës së hënës Ose të hotelit Janë një gardh i zbadhur fëmijët e mi, gardh që rrethon gëzimin që mbaron të turistëve që vallëzojnë tek holli Fëmijët nuk duan të vijnë në këtë shtëpi Pastaj ata vijnë, unë fle Djersa e tyre është koka-kola koka-kola-koka-kola-koka-kola (Të pagëzoj në emër të atit, birit e shpirtit të shenjtë amerikan) 51

Kalojnë yjet, teatër dritash në tavan prej makinave që në rrugë ikin Lotët e mi janë qumësht dhije E i pi një gjarpër thatim Unë mbase desha të kem fëmijë Ose që fëmijë desha të më dilte nga shpirti një vjershë për nënën dhe rrija symbyllur, pa marrë frymë me lapsin në gisht Ishte një bindje e po asaj moshe se edhe gruaja e burri po ashtu e mbajnë frymën symbyllur, dhe barku mbushet i gruas, me një mjegull mishi Por, s'e pres më atë vjershë të lindet Jam kaq i poshtër dhe serioz I zhytur kokë e këmbë në jetë Në këtë jetë bluxhins E vetmja gjë, të cilës ia arrita vetvetiu kur hapa sytë ishte se qeshë vjetëruar ca, siç rëra nxehet nën diell Dhe një turist më kishte vjedhur në tezgë kapelen e tij të kashtës 1994. BRËNDA NË OBORR Qeni im, diell dimri Ai rri ma mua brënda avllisë së shtëpisë Unë jam i porsazgjuar, qeni im i vogël ma përtyp këpucën 52

Gëzohet si ajo fizarmonika e ngopur me alga që lëviz në fund të liqenit: Ja kështu, regëtin dhe jermi im pozitiv brënda mimikës së avllisë, këtij ngërçi që plot baltë më ruan prej makinave, e natës që makinat kanë brënda Gëzoj me qenin në vetmi ca paqe ditësh të tjera bashkë urinojmë, kanotjera e lagur balerinë e sëmurë e haremit tim Me kopsa çliruar rend me qenin tim nëpër oborr me qenin tim që më ka gjysh Kërkojmë nëpër oborr cepin me gurë me ngjyra si personazhë të një qilimi që s'shitet e përfundimisht përherë sytë tanë prej leshi të bardhë i shkelin këpucët me baltë të sallonit të jetimores Dielli me degë i dimrit, me degë të kalbura Kafka ime dhe e qenit janë skajet e dorezës në të njëjtin telefon Nuk do të rroj dot kurrë i plotë, vetëm me veten time Do vazhdojnë rendjet me qen në oborre në pritje stinësh pa shqisa në këto pritje që janë farsa vetvrasjesh Gjithë bota e di për mua se ai bukën e fëmijëve vazhdon ta ndajë me qentë e vegjël, me qentë e mëdhenj këtu brënda se unë bukë kam, por s'kam shpëtim 1994. 53

USHQIMET Gjithë sigurinë që ma falin prindërit Ma heqin ushqimet Ju lutem ta vëzhgoni sillën time Kam ngrënë e pirë me Krishtin e natës së fundme Tek na afrohej pa garanci, por thjesht me besim Në fakt i tradhëtuar nga bakejtë e pastiçierët Piktorë që llangosin me buzëkuq vezët Tashmë nuk e di se ç'po ha Po pra, hamë grurët, qengjat, kërmijtë Në barqet tanë të fshehur prej guri buçasin flakët e flive Flijimeve për një perëndi të paguar nga unë Që më komandon vullnetin Trupi im është një prostitutë më vete Si në një dorezë lëkure Futet dora e ngrënëshme e djallit në barkun tim Ai po na përdor pastër Me vanilje dhe uthull po e gatuan zemrën Mësyjnë zahiretë, nëpër bute komploton turshia Dhe orizi Tabutë kullojnë lyrë nëpër shkurre me gjahtar nga pas Ngjethen ushqimet në morgjet shtëpiake prej frigoriferi Dhe na sulmojnë si kobra me dhëmbë akulli Nuk e di se ç'po ha kështu që s'di ç'kam në bark Kështu që s'di kush jam e ç'flas Nuk e di ku do të shkoj Unë jam afati i skadencës 1994. 54

TIRANA (fragment) Ky qytet i poshtër, ah, më hëngre Me të pabesë T'i hapa letrat, me to shpirtin Poetë, ju kuaj troje Të rralla sa udhëtimet I kam kockat Që s'do të m'i tretë dot Vendilndja 1993. FËMINIA E PAJETUAR Në heshtjet e pasditeve të mija Zhurmon fëminia E pajetuar Nuk janë kujtime por ëndrra (A do ta gjej vallë një pyll rrëzë kërpudhash Vezën e murrme të ujkut?) Ëndërrimet e mia pasdite S'janë erotike Fëmijë i vdekur kam qënë Serioziteti im idiot praronte varfërinë Dhe kur e vishja, visheshin verbër Sytë e mij të botës 55

Fëmijë i vdekur Orendi e vetme në dollapin e krimbur Të kuzhinës Nuk i laj duart, vonohem rrugëve Zë zhokë të bukur e të çmëndur Bredh me llastik ndër xhamat e shkollës Si tulla librat i shëmb Ata libra sharlatanë që ma murosën fëmijën Pasditeve të mija Trokon fëimnia Ime e ardhshme Pa zhgarravina 27 tetor 1991. 5

57

νέο e-book 24grammata.com σειρά: εν καινώ, αρ. σειράς: 115 58