Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους


Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου. ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Γηρατειά, πανάθεμάτα! Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου, 2017 ISBN

Η Αλφαβητοχώρα. Γιώργος Αμπατζίδης. Ελλάδα. A sea of words 5 th year

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Modern Greek Beginners

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Η ιστορία του δάσους

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Μια φορά κι έναν καιρό

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Η χαρά της αγάπης

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Transcript:

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ μα και ΤΩΝ ΟΛΛΩΝ»

2 ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΟΠΟΥ «Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΕΠΑΛΗΘΕΥΤΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ» 2

3 ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ Για να συγγράψω ετούτο το βιβλίο επισκέφθηκα τις απέναντι αλησμονητες πατρίδες και είδα και περπάτησα όλους εκείνους τους χώρους, που διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα που στο βιβλίο περιγράφονται. Αμέσως μετά, όλα μου τα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννήθηκαν από την συναισθηματική φόρτιση που μου προκλήθηκε από την διαδρομή μου κυρίως στην πόλη της Σμύρνης, έγραψα, ποίημα θα το έλεγα, αν τούτο μου επιτρέπεται. 3

4 ΣΜΥΡΝΗ ΧΑΜΕΝΑ ΑΔΕΛΦΙΑ Θέλησα και εγώ να ταξιδέψω στο παρελθόν, στην ιστορία της φυλής, ξεφύλλισα τα φύλλα προς τα πίσω στην Ιώνια γη αγκυλώθηκα ευθύς. Το χέρι τρέμει και φοβάται ο νους θολώνει δεν μπορεί, να καταλάβει επίμονα αρνείται πως ξεκληρίστηκε η φυλή. Το δάκρυ στάζει και λερώνει τις λερωμένες σελίδες της ντροπής, το βιβλίο της ιστορίας του ανθρώπου θηλιά αγχόνης μοιάζει, με πνίγει θαρρείς. Κλείνω τα μάτια και επιστρέφω του χρόνου εκείνου γίνομαι ταξιδευτής, αίμα μυρίζω, σκοτωμένους βλέπω ο άπιστος Τούρκος, είναι ο θηρευτής. Την όμορφη Σμύρνη, φωτιές την κυκλώνουν άνθρωποι τρέχουν για να σωθούν, πίσω τους Τσέτες καβάλα προβάλλουν σε άλογα και με μαχαίρες τους κυνηγούν. 4

5 Πύρινες γλώσσες τον Μπουρνόβα αγκαλιάζουν χάθηκε και το όμορφο το Κορδελιό, καίγεται η Σμύρνη, το Έθνος πεθαίνει οι Έλληνες τρέχουν σε ξέφρενο φευγιό. Δακρύζει η καρδιά μου και ο πόνος πολύς σαν κόκκινη θάλασσα αντικρίζει, υγρά τάφο ντροπής, παντού ο Κεμάλ, οι Τούρκοι και που να σταθείς ξεριζωμένοι, ξεκληρισμένοι Έλληνες, ζωντανά θύματα μιας άγονης πολιτικής. Κλείνω, σφαλίζω το βιβλίο της ζωής το βλέμμα θολώνει, το δάκρυ κυλλά, η καρδιά μου ματώνει και πώς να κρατηθείς το γόνυ λυγίζει και τα χαμένα αδέλφια μας, ευθύς το κορμί προσκυνά. ο συγγραφέας του βιβλίου 5

6 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΩΝΥΜΗ ΠΟΛΗ ΣΤΟΝ ΕΡΜΑΙΟ ΚΟΛΠΟ 6

7 ΜΕΡΟΣ Α 7

8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΟΝ Ήταν προχωρημένες ένδεκα, το βράδυ. Η άνοιξη, σιγά - σιγά άρχιζε να παραχωρεί την θέση της στο καλοκαίρι, που ερχόταν. Ο αέρας φυσούσε έξω και προμήνυε ότι ετούτη η νύχτα, αλλά και η επόμενη ημέρα που θα την ακολουθούσε, θα ήταν και οι δύο δύσκολες. Ο Ανδρέας μόνος στο κατώι του διώροφου σπιτιού του, κάπνιζε και συλλογιόταν τι άραγε το μέλλον να επιφύλασσε σ αυτόν και την οικογένεια του. Η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, είχαν πάει από ώρα, να ξαπλώσουν. Η γκαζόλαμπα κρεμασμένη στο καρφί του τοίχου, έδινε ένα χαμηλό και θαρρείς ένοχο και συνωμοτικό στις σκέψεις του, φως. Ο καπνός του τσιγάρου του, έμοιαζε να παίζει παιχνίδια μέσα στο αμυδρά κίτρινα φωτισμένο δωμάτιο και ανεβαίνοντας προς το ταβάνι, ακολουθούσε μια οφιοειδή διαδρομή, που λες και έμοιαζε, κάτι σαν με δρομολόγιο ζωής, ενός κουρασμένου και ταλαίπωρου ανθρώπου. Σμύρνη 1922. Τέλος της άνοιξης και αρχές καλοκαιριού. Τα Ελληνικά στρατεύματα στην Μικρά Ασία, όπως έγραφαν σχεδόν και όλες οι εφημερίδες, γεμάτους δηλαδή κοντά δέκα μήνες, από τα τέλη περίπου του περσινού Αυγούστου και αρχές του Σεπτέμβρη, βρίσκονται αμυντικά εγκατεστημένα στον Βορρά επί της Προποντίδας, προς Ανατολάς, στην γενική γραμμή, που στοιχίζεται με κατεύθυνση προς τα νότια, επί των πόλεων Νικομήδεια, Εσκή Σεχήρ, Σεϊντί Γαζή, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ, Αλμυρά Έρημος και τέλος στον Νότο, επί του Μαιάνδρου ποταμού κα φυσικά στα Δυτικά, στα Μικρασιατικά παράλια και στην Μεσόγειο θάλασσα. Είναι εκείνα τα ίδια στρατεύματα, που μέχρι πέρσι, απ όπου περνούσαν, προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης. Στο πέρασμα τους, ξεσήκωναν τα πλήθη και προκαλούσαν κύματα εθνικής έπαρσης. Στο διάβα τους φυσούσε ένας αέρας αισιοδοξίας και γι αυτό και έσπερναν τον καρπό της ελευθερίας σε όλο τον Ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας. Αλλά τώρα τελευταία, φαίνεται πως τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Γιατί και τα παλικάρια μας, αλλά και το όνειρο για την Μεγάλη Ελλάδα, φαίνεται πως και τα δύο αυτά, έχουν προδοθεί από την πολιτική αντιπαλότητα, που κυριαρχεί εκεί πίσω στην μητροπολιτική μητέρα πατρίδα και έχει μολύνει και πάλι την πολιτική ζωή της. Έχουν εγκαταλειφθεί οι στρατιώτες μας, ακόμη και από τους ίδιους τους συμμάχους τους. Το όνειρο της ελευθερίας φαίνεται πως έχει από καιρό ξεφτίσει, οι ελπίδες έχουν εξανεμιστεί και ο σπόρος δεν βρήκε γόνιμο έδαφος, για να φυτρώσει. Όμως τι σημασία πλέον έχει και μάλλον, πολύ μικρή θα είναι και σίγουρα και άνευ λόγου, εκείνες τις ημέρες, εκείνες τις ώρες, να καταλογίζει κανείς ευθύνες και σε ποιους, άραγε;. Γιατί οι μέρες ήταν δύσκολες και οι ώρες ακόμη δυσκολότερες. Αν και δεν άρχισε ακόμη η οπισθοχώρηση των Ελληνικών Δυνάμεων, είναι όμως σίγουρο ότι δεν θα αργήσει να έρθει η ώρα αυτή και το δυστύχημα είναι ότι κάποιοι μιλούν μετά βεβαιότητας και για την οριστική τους πλέον αποχώρηση, από την Μικρά Ασία. Και αυτό ήταν που απασχολούσε, όχι μόνον τον Ανδρέα, μα και όλους τους Έλληνες στα μικρασιατικά παράλια. Τι θα γινόταν έπειτα το εκεί Ελληνικό στοιχείο; Ποιος θα τους προστάτευε από την οργή των Τούρκων; Ποιος θα μπορούσε να σώσει, όλους αυτούς τους ανθρώπους, που αιώνες τώρα ζούνε και μεγαλουργούν στην αντίπερα ακτή, στην εκεί δική τους απέναντι πατρίδα! Γιατί εάν γίνουν τα πράγματα έτσι όπως φημολογείται ότι πιθανόν θα γίνουν, τότε ποιος θα τους προστατεύσει από τις ορδές και το μένος του Μουσταφά Κεμάλ; Άναψε ο Ανδρέας ακόμη ένα τσιγάρο και με το βλέμμα του χαλαρό και αφημένο σε μια γωνία του δωματίου, συλλογιζόταν το μέλλον και αναλογιζόταν το παρελθόν. Η οικογένεια του, πάππου προς πάππον, παραδοσιακοί έμποροι της Σμύρνης, με εμπορεύματα κάθε λογής, από την μακρινή Ανατολή και την ωραία Αίγυπτο, από το 8

9 ξακουστό Λονδίνο και το κοσμοπολίτικο Παρίσι. Διατηρούσαν ένα μεγάλο κατάστημα ή καλλίτερα ένα πολυκατάστημα μέσα στην πόλη όχι πολύ μακριά από την παραλία. Ίσως ένα από τα καταστήματα κοσμήματα της Σμύρνης, με όλα τα καλά και αγαθά απ όλες τις γωνιές του κόσμου. Από μπαχαρικά όλων των ειδών, υφάσματα, έτοιμα ενδύματα, προϊόντα οικιακής ανάγκης και κάθε άλλο είδος, που μια οικογένεια και ένα σπίτι χρειάζεται. Ο παππούς του, ο γερο-ανδρέας, είχε ξεκινήσει τότε, στα πολύ παλιά, με ένα πολύ μικρό μαγαζάκι, σχεδόν μια τρύπα και σιγά-σιγά, χρόνο με τον χρόνο, το μεγάλωνε και το επέκτεινε. Μετά από αρκετά χρόνια αγόρασε και τούτο το μαγαζί, που σήμερα έχει στην κατοχή του ο Ανδρέας και έκτοτε αυτή η επιχείρηση, αλλάζει χέρια, από τον παππού στο γιο και από το γιο στον εγγονό. Ήταν δουλευταράς ο παππούς του ο γερό-ανδρέας. Ένας Έλληνας, που ήξερε καλά τη δουλειά του εμπορίου, μα και την δουλειά δεν την φοβόταν. Ναι, τον θυμάται τον παππού του! Και τον θυμάται τόσο καλά, που είναι σαν να τον βλέπει τώρα μπροστά του. Ψηλός, γεροδεμένος, με παχιά τριχωτά φρύδια και ακόμη πιο παχύ μουστάκι. Φορούσε πάντα ένα γιλέκο και είχε και ένα ζωνάρι δεμένο στην μέση. Σαν ο Ανδρέας ήταν παιδί, στα μάτια του, εκείνος θωρούσε γίγαντας. Σχεδόν πάντα φορούσε πουκάμισο με ρίγες και με τα μανίκια μονίμως διπλωμένα προς τα επάνω δυο φορές, έτσι που άφηναν ξεκάθαρα να φαίνονται οι σκληροί μύες των καρπών του, αποδείξεις της δύσκολης ζωής και της ακόμη δυσκολότερης δουλειάς του. Έμοιαζε να μην φοβάται κανέναν ο παππούς του. Και από το μαγαζί του, από την πρώτη στιγμή που το άνοιξε, περνούσαν σαν πελάτες οι γείτονες, οι γνωστοί, οι φίλοι, μα και όλοι οι άλλοι κάτοικοι της Σμύρνης. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Γάλλοι και τόσοι άλλοι. Όλοι, μα όλοι οι κάτοικοι της Σμύρνης, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας ή κοινωνικής τάξης και μόρφωσης. Και όλοι τους, του μιλούσαν, με περίσσεια ευγένεια και σεβασμό και αυτό στα παιδικά του μάτια, επιβεβαίωνε το ατρόμητο του παππού του. Και εκείνος βέβαια, έτσι ζεστά τους μιλούσε και το έκανε και από επαγγελματικό σεβασμό, μα και γιατί ήταν ευγενικός από την φύση του. Και αυτό, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, για να καταλάβει ο εγγονός Ανδρέας, ότι ο παππούς του ο γερό Ανδρέας, έχαιρε απλώς του σεβασμού και της εκτίμησης όλων εκείνων των ανθρώπων και το ίδιο και με την σειρά του και εκείνος τους απέδιδε, ανάλογο σεβασμό και εκτίμηση. Και τα κατάλαβε όλα αυτά όταν μεγάλωσε και είδε ότι ο παππούς του δεν χαμογελούσε μόνον στον εγγονό του, μα σε όλο τον κόσμο. Ήταν πάντα και μονίμως με ένα χαμόγελο στα χείλη, προδοτικό της καλοσύνης του και αποκαλυπτικό του πόσο μεγαλόκαρδος ήταν. Όμως, αν και τότε ο μικρός εγγονός Ανδρέας, πίστευε ότι όλος ο κόσμος φοβόταν τον παππού του και παρότι εκείνος θωρούσε στα παιδικά του μάτια θεόρατος, ο ίδιος εν τούτοις και για έναν τότε παράξενο και ανεξήγητο λόγο, δεν τον φοβόταν καθόλου. Αισθανόταν και το καταλάβαινε ότι ο γίγαντας εκείνος, τον αγαπούσε πολύ, μα και ιδιαίτερα. Γιατί βλέπεις είχε και το όνομα του. Γιατί ήταν επιπλέον, ο πρωτότοκος γιος, του πρωτότοκου γιου του. Ήταν δηλαδή και το πρώτο του εγγόνι, παρότι η μοναχοκόρη του η Ελένη, ήταν χρόνια παντρεμένη. Παντρεύτηκε περίπου τέσσερα χρόνια πριν από τον γιο του τον Κωνσταντίνο, που ήταν γνωστός σε όλους σαν ο μπάρμπα Κωστής και ήταν ο πατέρας του Ανδρέα. Μετά και πολύ αργότερα, παντρεύτηκε και ο τρίτος και μικρότερος γιος του παππού, ο Γιώργος. Γιωργή τον φώναζαν όλοι τους και είχε παντρευτεί στην Ελλάδα. Η θεία του η Λενιώ, η αδελφή του πατέρα του, πήρε ένα πολύ καλό παλικάρι, μα ο Θεός δεν τους βοήθησε να κάνουν παιδιά. Ήταν αυτός και ο κρυφός καημός του παππού. Και μάλλον όση αγάπη περίμενε να δώσει στα παιδιά της Ελένης, που φυσιολογικά θα έρχονταν πρώτα και ο Θεός δεν τον αξίωσε να το κάνει, μαζεμένη στην ψυχή και την 9

10 καρδιά του, την πρόσφερε απλόχερα σε αυτόν, τον εγγονό του, που είχε και το όνομα του. Την ένοιωθε ο Ανδρέας αυτήν την αγάπη του παππού γερο Ανδρέα, φανερά και κρυφά και κάθε μέρα και κάθε στιγμή, την εισέπραττε κιόλας. Πολλές φορές, όπως έπαιζε και έτρεχε μέσα στο μαγαζί και στους διαδρόμους του, ανάμεσα στα εμπορεύματα, έβλεπε τον παππού του να τον κρυφοκοιτάζει και να χαμογελά. Χαμογελούσε με ένα δικό του τρόπο και με ένα πλατύ χαμόγελο, έτσι που του μεγάλωνε την παχιά του μουστάκα, ακόμη δύο τρεις πόντους. Κι ο πατέρας του, ο συχωρεμένος ο μπάρμπα-κωστής, όσο και εάν νευρίαζε, με όλα αυτά, που ο γιος του σαν παιδί έκαμε μέσα στο μαγαζί, παρά ταύτα δεν τολμούσε να του κάνει παρατήρηση. Γιατί όταν ο παππούς μιλούσε, κανείς δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, είχε και την ένιωθε απόλυτα την προστασία του παππού του. Αυτού του γερο-ανδρέα ήταν εγγονός και ο παππούς του ευτύχησε να γεννηθεί στην Ιώνια γη της Μικράς Ασίας, εκεί να μεγαλώσει, εκεί να εργαστεί και εκεί να κάμει οικογένεια. Να παντρέψει τα παιδιά του και εκεί στην γενέτειρά του, την Σμύρνη, να ζήσει τα στερνά του, να πεθάνει και να θαφτεί. Εκείνος όμως δεν έζησε τέτοιες δύσκολες στιγμές, που σήμερα ο συνονόματος του και εγγονός του, ζει και περνά. Άναψε ένα ακόμη τσιγάρο ο Ανδρέας και εκείνη την στιγμή, ένα δυνατό σφύριγμα του ανέμου ακούσθηκε, καθώς ο αέρας περνούσε μέσα από τα κλαδιά και τα φύλλα του δένδρου, που ήταν εκεί έξω στην αυλή και που και αυτό το είχε φυτέψει εκεί, ο παππούς του όταν έχτισε, το σπίτι ετούτο. Και ο ήχος αυτός, έμοιαζε με χαστούκι στις σκέψεις του. Ο καιρός χειροτέρευε και φαίνεται να συνερίζεται την όλη δύσκολη κατάσταση, που αυτή την ώρα ταλάνιζε τον νου του και κούραζε το ήδη κουρασμένο από την δουλειά κορμί και μυαλό του και δεν τον άφηνε, παρά το περασμένο της ώρας, να πάει να πλαγιάσει, να ξεκουραστεί. Ο πατέρας του, ο μπάρμπα Κωστής είχε πεθάνει νέος και πριν από χρόνια, κτυπημένος από ανίατη αρρώστια. Η μάνα του, όσο και αν προσπάθησε να κρατηθεί στη ζωή, δεν άντεξε τον πρόωρο χαμό του και μετά από λίγα χρόνια, έφυγε και εκείνη. Πήγε να βρει τον άνδρα της και δίπλα του να ξεκουραστεί. Πήγε εκεί όπου ανήκε, δίπλα στον Κωστή της, όπως όλα τα χρόνια που μαζί έζησαν, την άκουγε πάντοτε να λέγει. Παντρεύτηκαν από έρωτα και δεν θυμάται ο Ανδρέας ποτέ τον πατέρα του να μαλώνει με την μητέρα του, την κυρά Αμαλία. Ναι, Αμαλία ήταν το όνομα της, μα όλες οι άλλες γυναίκες στην γειτονιά, την φώναζαν κυρα-αμαλία, η κυρα Αμαλία με το όνομα,. Είχε ένα αρχοντικό ύφος και μια υπερηφάνεια, σωστής κυράς και αρχόντισσας. Μιας αρχόντισσας όμως, όχι απόμακρης και που ο καθένας μπορούσε να την πλησιάσει και με όλους ήταν και γινόταν και ένα. Και στην χαρά και στην λύπη, στάθηκε δίπλα σε όλους στην γειτονιά, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν άνθρωπος. Γι αυτό και όλοι την σεβόντουσαν. Την σεβόντουσαν και η αλήθεια ήταν, με σεβασμό περίσσιο. Ήταν πλούσια οικογένεια, αυτή των γονιών του. Δεν έλειπε τίποτα από το σπίτι τους και όποτε κάποιος γείτονας ή γειτόνισσα χρειαζόταν κάτι, δεν δίσταζε να το ζητήσει και εκείνοι, σε κανέναν ποτέ και τίποτα δεν αρνήθηκαν. Είχαν μάθει όλοι τους στην γειτονιά και με την πρώτη δυσκολία, έτρεχαν στον μπάρμπα-κωστή και στην κυρα- Αμαλία. Και οι γονείς του έλεγαν πάντα, ότι αφού πλούσια μας τα έδωσε ο Θεός, μας τα έδωσε για να τα χαρούμε με πλούσια την καρδιά μας. Και πλούσια καρδιά για εκείνους σήμαινε, δίπλα τους να μην πεινάει κανείς. Κανείς να μην είναι δυστυχισμένος και όσο περνούσε από τα χέρια τους, φρόντιζαν και βοηθούσαν σε αυτό. Ήθελαν δίπλα τους να υπάρχουν άνθρωποι χαρούμενοι. Άνθρωποι και μόνον άνθρωποι και δεν τους ένοιαζε τι άλλο μπορεί να ήταν. Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, Έλληνες ή Τούρκοι, Αρμένιοι ή Εβραίοι. Άνθρωποι να ήταν και αυτό αρκούσε, μόνον άνθρωποι. Και για αυτούς τους ανθρώπους της γειτονιάς, άκουσε συχνά ο Ανδρέας τους γονείς του να λένε, 10

11 πως είναι οι δικοί τους άνθρωποι, οι άνθρωποι μας. Κανέναν τους δεν ξεχώριζαν. Άλλωστε, ποιος ορίζει την μοίρα του και ποιος και με τι κριτήρια διαχωρίζει, αξιολογεί και κατατάσσει τους ανθρώπους; Αυτό ούτε και ο Θεός το κάμνει, άνθρωπος πώς το τολμά; Το αίμα και το στομάχι, το παιδί και η μάνα, ο γέρος και η γριά, δεν έχουν παρά μόνον μία ταυτότητα, είναι άνθρωποι πρώτα και πριν απ όλα. Άνθρωποι είναι, έτσι έλεγαν οι γονείς του και γι αυτό και ο Ανδρέας, έτσι σήμερα πιστεύει. Έφυγε σύντομα η κυρα-αμαλία και πήγε να βρει τον Κωστή της, το ταίρι της. Εκεί όπου ανήκε, όπως συχνά έλεγε. Την θυμάται ο Ανδρέας να δίνει συμβουλές στην Μυρσίνη, την αδελφή του, όταν οι δυο τους, στην κουζίνα ετοίμαζαν το φαγητό ή κάποιο γλυκό. Σαν να ακούει και τώρα τη φωνή της να έρχεται από την μεριά εκείνη του σπιτιού. Και ο άνεμος, συνωμότης στις σκέψεις του, θαρρείς όπως φυσάει, είναι σαν να του μιλάει και εκείνος ετούτη την ώρα, με τα λόγια και τη φωνή της μάνας του. - «Μυρσίνη κόρη μου, η γυναίκα που δεν σέβεται τον άνδρα της, δεν σέβεται τον εαυτόν της. Η θέση της είναι πάντα και μόνον δίπλα του. Πρόσεχε κόρη μου, όταν με το καλό παντρευτείς, τιμή σου και καμάρι σου και κορώνα του σπιτιού σου, ο άνδρας σου να είναι». Ή πάλι την συμβούλευε και την παρότρυνε, «Κόρη μου, τώρα που θα έρθει ο πατέρας σου, να τρέξεις να του πάς τις παντούφλες του και να πάρεις το καπέλο και το σακάκι του και να τα κρεμάσεις. Είναι μεγάλη ντροπή σαν μπαίνει ο άνδρας στο σπίτι, ένα γυναικείο χαμόγελο να μην τον καλωσορίζει και ένα χέρι να μην του παίρνει το σακάκι και το καπέλο για να τα κρεμάσει. Μετά όμως να φύγεις, να πάς στην κουζίνα, γιατί θέλω να πάω και εγώ με την σειρά μου να τον καλωσορίσω με ένα φιλί και τώρα που μεγάλωσες και έγινες σωστή γυναίκα, ντρέπομαι πια μπροστά σου. Να θυμάσαι κόρη μου, τιμάς το σπίτι σου, όταν τον άνδρα σου τιμάς». Τι παιχνίδια παίζει ετούτη η ζωή; Στη θύμηση της μάνας του, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του και μηχανικά σήκωσε το χέρι του και με ανάστροφη την παλάμη, με την έξω πλευρά της, το σκούπισε. Μόλις συνειδητοποίησε ότι δάκρυσε, έστρεψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά αμήχανα. Παρότι γνώριζε ότι η ώρα ήταν περασμένη και πως ήταν μόνος στο δωμάτιο, εντούτοις αισθάνθηκε ντροπή στην ιδέα ότι μπορεί η γυναίκα του ή κάποιο από τα παιδιά του, να τον έβλεπαν. Ένοιωσε ανακούφιση, μόλις επιβεβαίωσε αυτό που από πριν ήξερε. Ήταν πράγματι μόνος σε εκείνο το δωμάτιο με συντροφιά του, μόνο την γκαζόλαμπα, το αμυδρό της φως, τον καπνό του τσιγάρου του και τις σκέψεις του. Εκεί στην συνοικία του Μπουτζά, ήταν το πατρικό του σπίτι και εδώ και κάμποσες μέρες, ένοικοι σε αυτό έγιναν και οι σκέψεις του και οι προβληματισμοί του. Η αβεβαιότητα και το άγνωστο για το αύριο. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τις δυο φωτογραφίες, που κρέμονταν απέναντι του, στον τοίχο. Η μία ήταν του παππού του, του γερο-ανδρέα και η άλλη του πατέρα του, του μπάρμπα-κωστή. Τις κοίταξε και τους κοίταξε και τους δυο στα μάτια, σαν να ήθελε εκείνη την στιγμή να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να τους μιλήσει. Μπερδεμένος στις σκέψεις του και χαμένος στους προβληματισμούς του, απεγνωσμένα έψαχνε απαντήσεις. Έψαχνε και ήθελε να τις βρει, ακόμη και εάν χρειαζόταν να γίνει παιδί. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη εκείνη την στιγμή να γίνει παιδί, που πίστευε ότι έτσι, με αυτόν τον τρόπο, θα έβλεπε μπροστά του ζωντανούς, εκείνους. Το ήθελε πολύ αυτό και ευχόταν, να μπορούσε πραγματικά να συμβεί. Ένοιωθε πως ήθελε να τους ρωτήσει, να τους συμβουλευθεί, να αισθανθεί την σιγουριά της παρουσίας τους. Χάιδεψε με το βλέμμα του τα πρόσωπα τους και σαν να είδε τη φωτογραφία του πατέρα του να του χαμογελά. Του φάνηκε πως κουνήθηκαν τα χείλη του και αισθάνθηκε την αναπνοή του στο πλάι του προσώπου του, στο μάγουλο και στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ζεστή όπως τότε, που αυτός ήταν παιδί και δυσκολευόταν στην αριθμητική και καθισμένος σε ετούτο εδώ το ίδιο μεγάλο τραπέζι του καθιστικού, που τώρα μόνος του 11

12 κάθεται, με όλα τα βιβλία απλωμένα πάνω σε αυτό, προσπαθούσε εκείνος να του μάθει τον πολλαπλασιασμό, την διαίρεση, την αφαίρεση ή την πρόσθεση. Προσπαθούσε να του μάθει την αλήθεια των αριθμών, απαραίτητη για έναν καλό και μεγάλο έμπορο, όπως από τότε τον προόριζε να τον κάνει ο πατέρας του, όταν βεβαίως όπως έλεγε, θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Και ο μπάρμπα Κωστής, παρά την όλη κούραση της ημέρας, όρθιος στο πλάι του, να παλεύει μαζί του στον αγώνα των αριθμών και η αναπνοή του ζεστή και ήρεμη να του χαϊδεύει, πότε το πλάι του προσώπου του, πότε το μάγουλο και πότε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Μειδίασε ελαφρά στις σκέψεις αυτές και τα λόγια συμβουλές του, του έρχονται τώρα στο μυαλό του. «Ανδρίκο αγόρι μου, τρεις φορές το πέντε πόσο μας κάνουν; και γιατί τρεις φορές το πέντε κάνουν, όσο πέντε φορές το τρία;» Σίγουρα δεν ήθελε ο μπάρμπα-κωστής να κουράσει τον γιόκα του, όπως τον αποκαλούσε. Πατέρας ήταν και μάλιστα πολύ καλός. Είχε βλέπεις και το όνομα του δικού του πατέρα, του γερό-ανδρέα, του ιδρυτή ετούτου του καταστήματος, του οποίου ο ίδιος σήμερα είναι ιδιοκτήτης. Και αυτό, έκανε τον πατέρα του υπερήφανο. Όμως ήθελε και έπρεπε να του μάθει γράμματα. Τον παίδευε, αλλά ήξερε και τι έκανε και γιατί το έκανε και όλα τούτα με αγάπη και από αγάπη τα έκαμε. - «Ανδρίκο, που για γιε μου, το έχεις το μυαλό σου. Χθες μου τα έλεγες όλα καλά, σήμερα τι έπαθες μαθές; Άντε ακόμη μια προσπάθεια. Κυρά-Αμαλία..», φώναζε της μητέρας του, «..φέρε στο παιδί ένα ποτήρι με πορτοκαλάδα και εσύ κόρη μου..», έλεγε της αδελφής του, «..αύριο το πρωί, να ξυπνήσεις λίγο πιο νωρίς και να κάμεις ένα ποτήρι ζεστό γάλα του αδελφού σου, που θα σηκωθεί και αυτός μαζί σου για να κάμει μιαν επανάληψη στην αριθμητική». Έτσι πρόσταζε εκείνος και αφού έτσι όριζε, την άλλη μέρα απαραίτητα έπρεπε να γίνει και η αναγκαία επανάληψη στην αριθμητική. Γιατί, για τον πατέρα του, κανείς δεν λογίζεται έμπορος χωρίς να ξέρει αριθμητική. Αλλιώς ήταν κάτι σαν κήπος χωρίς λουλούδια και σπίτι χωρίς κυρά. Και όπως τότε, έτσι και σήμερα ετούτη την ώρα, νοιώθει ότι του μιλάει ο πατέρας του από εκεί πάνω. Όχι, όχι, δεν τον ρωτάει πόσο κάνει τρεις φορές το πέντε, ούτε και γιατί κάνει τόσο, όσο το πέντε φορές το τρία. Όχι! Ετούτη την φορά τον προστάζει και του λέει, ακούει τώρα δα και την φωνή του! «Γιε μου, ο άνδρας είναι η κολώνα του σπιτιού. Έχει υποχρέωση να προστατεύει την οικογένεια του, την γυναίκα του και τα παιδιά του. Η πρώτη αξία της ζωής γιε μου..», ακούει να του λέει, «..είναι η οικογένεια του!» Κι ύστερα η φωνή χάθηκε και ο Ανδρέας σαστισμένος παίζει γρήγορα τα μάτια του δεξιά και αριστερά. Στρέφει ακόμη πιο γρήγορα το κεφάλι του. Και απογοητεύεται. Γιατί διαπιστώνει ότι μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, δυστυχώς είναι μόνος του. Και λέγοντας από μέσα του την λέξη, είμαι μόνος, μεμιάς αισθάνεται και πόσο μόνος πραγματικά είναι στην ζωή ετούτη. Η μονάδική του αδελφή, η Μυρσίνη, έφυγε πριν λίγα χρόνια για την Αθήνα, όπου εκεί ο γαμβρός του εργάζεται σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία. Άλλα αδέλφια δεν έχει και τα αδέλφια του πατέρα του, έχουν και αυτά πεθάνει. Η θεία του η Λενιώ, δυστυχώς ήταν άκληρη και τα παιδιά του θείου του, του Γιωργή, του μικρότερου αδελφού του πατέρα του, ο Νίκος είναι μετανάστης στον Καναδά και ο Μανόλης καπετάνιος σε ταξιδιάρικο μεγάλο βαπόρι, παντρεμένος στην Χίο. Μόνος βρίσκεται ο Ανδρέας στην Σμύρνη, με την γυναίκα του την Γεωργία και τα τρία τους παιδιά. Μα και η Γεωργία, μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι ήταν. Οι γονείς της εκπαιδευτικοί και οι δυο τους στο επάγγελμα, εγκατέλειψαν τα εγκόσμια με διαφορά ενός έτους, δύο χρόνια μετά τον γάμο τους. Όλα έγιναν έτσι, λες και ο Θεός δεν ήθελε να έχει εκείνος, ετούτες τις δύσκολες ώρες, κανένα δικό του πρόσωπο κοντά του. Σάμπως και δεν ήταν άνθρωπος και δεν θα είχε στην δική του ζωή δύσκολες στιγμές, δεν θα είχε ποτέ του την ανάγκη ενός άλλου δικού του ανθρώπου! Ήταν μόνος εκεί στην Σμύρνη, αυτός με την γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά. Τον πρωτότοκος τους, τον Κωνσταντίνο, που είχε το 12

13 όνομα του πατέρα του, την κόρη τους την Αμαλία, που είχε το όνομα της γιαγιάς της, της μητέρας του δηλαδή και το στερνοπούλι τους, την Κατερίνα, που είχε το όνομα της πεθεράς του. Κοιμόταν η οικογένεια του στο επάνω δώμα του διώροφου σπιτιού τους και αυτός φύλακας των ονείρων τους, ξενυχτούσε εκεί κάτω. Τον έτρωγε η αγωνία. Έπρεπε έγκαιρα να πάρει αποφάσεις, αλλά και πάλι δίσταζε. Μήπως δεν ζύγιζε καλά τα πράγματα και χωρίς λόγο θα τους ανησυχούσε. Και ύστερα, τόσοι Έλληνες σε εκείνη την γη, έτσι θα τους άφηναν από την Ελλάδα; Απροστάτευτους στο έλεος της μοίρας τους; Κι έπειτα η αλήθεια ήταν, πως και εκείνοι έτσι απροσκάλεστοι και από μόνοι τους, κίνησαν από την Ελλάδα και πήγαν εκεί για να τους απελευθερώσουν. Έτσι τότε, εκείνοι είπαν. Αλλά από ποιους και γιατί δεν τους είπαν! Γιατί, εδώ σε όλη την Μικρά Ασία, από την Κωνσταντινούπολη και μέχρι την Σμύρνη μα και ακόμη παραπέρα, σκέφθηκε ο Ανδρέας, όσα χρόνια μπορεί εκείνος να θυμάται και απ όσα έχει ακούσει από τον πατέρα του και τον παππού του, οι Έλληνες ήταν και είναι οι άρχοντες και τα αφεντικά. Άλλοι είναι οι δούλοι και οι σκλάβοι και σίγουρα όχι ο ελληνικός πληθυσμός. Καπνίζοντας, πάλευε μόνος με τις σκέψεις του και τα πρέπει ενος σωστού οικογενειάρχη. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα, κοντά δύο η ώρα τα ξημερώματα και σαν να άκουσε έξω τα πρώτα βήματα μιας μπόρας, που πλησίαζε. Οι πρώτες χοντρές σταγόνες κτυπούσαν τα κεραμίδια στο χαγιάτι του σπιτιού. Τα μάτια του άρχισαν να μην υπακούουν και το μυαλό του κουρασμένο, αρνείται πλέον να σκεφθεί άλλο. Ένα ρίγος νοιώθει στην πλάτη, παρότι έχει ριγμένο στους ώμους, το σακάκι του. Ρουφάει μια τελευταία γερή δόση καπνού από το τσιγάρο του και έπειτα το σβήνει στο ήδη γεμάτο σταχτοδοχείο. Ξεφυσώντας τον καπνό μέσα από τα πνευμόνια του, παίρνει την λάμπα στα χέρια του, σηκώνεται και με αργά, κουρασμένα βήματα, αρχίζει να ανεβαίνει τις ξύλινες σκάλες, που οδηγούν στο επάνω μέρος του σπιτιού. Αισθάνεται την κούραση και πρέπει να πάει να πλαγιάσει. Όσο πιο ήρεμα και ήσυχα μπορεί, μπαίνει στο δωμάτιο τους, στην κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού. Βλέπει στο αμυδρό φως της γκαζόλαμπας, το γλυκό πρόσωπο της γυναίκας του και αμέσως αισθάνεται και πάλι την βαριά ευθύνη του αρσενικού, απέναντι στο ταίρι του, το αδύναμο θηλυκό. Ξεντύνεται και ξαπλώνει στο κρεβάτι, δίπλα της. Προτού χαμηλώσει το φως της λάμπας, της ρίχνει και πάλι μια τελευταία ματιά και η θέα του χαλαρωμένου και ήρεμου προσώπου της, αισθάνεται να τον ανακουφίζει. Αυθόρμητα ζητάει από τον Μεγαλοδύναμο, να έχει κάνει λάθος στον τρόπο που σκέπτεται και για όσα σκέπτεται. Αμέσως μετά χαμηλώνει το φυτίλι της λάμπας, γέρνει προς τα οπίσω και ακουμπά το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Παίρνει μια βαθιά αναπνοή και κλείνει τα μάτια. Πριν ακόμη τα βλέφαρα σμίξουν, έχει αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, του κιθαρωδού θεού του ύπνου! 13

14 ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΟΠΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ 14

15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΟΝ - «Ανδρέα, Ανδρέα ξύπνα, οκτώ πήγε η ώρα και ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά. Άντε Ανδρέα μου, μα τι έπαθες σήμερα και δεν ξυπνάς;» του φωνάζει η κυρία Γεωργία, η σύζυγός του και συνάμα τον ταρακουνά και ελαφρά. «Ξύπνα γλυκέ μου, σε πήρε για τα καλά ο ύπνος και έτσι όπως μέσα στα σεντόνια είσαι κουλουριασμένος, μου φαίνεται πως ο βροχερός καιρός, σε νανουρίζει κιόλας!» Εκείνος ανοίγει τα μάτια του και μπροστά του βλέπει το γλυκό και ήρεμο πρόσωπο της. Του χαμογελούσε γλυκά και τρυφερά και συγχρόνως τον έσπρωχνε απαλά και του μιλούσε για να τον ξυπνήσει. Δεν ήθελε η άμοιρη να φωνάξει δυνατά, γιατί στις αντικρινές κάμερες, κοιμόντουσαν τα παιδιά τους και ήταν κρίμα να τα ξυπνήσει τόσο νωρίς. Καλοκαίρι ήταν και τα άφηνε να κοιμηθούν λίγο παραπάνω. Στην μία από τις άλλες τέσσερις κάμαρες κοιμόταν ο πρωτότοκος γιος τους, ο Κωνσταντίνος. Ήταν ένα παλικάρι 15 χρονών και είχε πάρει, εκτός από το όνομα και όλα τα χαρίσματα του παππού του, του μπάρμπα-κωστή. Ψηλός με μαλλί μαύρο κατσαρό, φαρδιές πλάτες και μάτια που έλαμπαν, καθρέπτες της ψυχής του. Ήταν χαρούμενη η κυρα-γεωργία και υπερήφανη για τον γιο της. Δίπλα στην άλλη κάμαρα κοιμόντουσαν μαζί, τα άλλα δυο τους παιδιά, οι κόρες τους. Η Αμαλία, 13 χρόνων, που ήταν η μεγαλύτερη και είχε το όνομα της πεθεράς της και στο σπίτι όλοι την φώναζαν η αρχοντοπούλα και η Κατερίνα, 9 χρόνων, το στερνοπούλι τους, η πριγκηπέσα όπως την φώναζαν και είχε το όνομα της μητέρας της. Τα κορίτσια κοιμόντουσαν μαζί, έτσι για συντροφιά. Το σπίτι είχε και άλλες δύο κάμαρες, σαν αρχοντόσπιτο της εποχής που ήταν, μα περισσότερο για να φιλοξενεί φίλους ή συγγενείς, που κατά καιρούς ερχόντουσαν στην Σμύρνη. - «Έλα Ανδρίκο μου, ξύπνα γλυκέ μου, αχ τι έπαθα η άμοιρη. Μα τι σου συμβαίνει σήμερα και δεν ξυπνάς; άντε, άντε σήκω», συνέχισε η γυναίκα του να τον παροτρύνει. Την κοίταξε και πάλι και βλέποντας την, σαν μέλισσα μέσα στην μεγάλη κάμαρα του ζευγαριού να καταπιάνεται με τις συνηθισμένες καθημερινές δουλειές του συμμαζέματος, αισθάνθηκε την ανάγκη να την φωνάξει κοντά του και να την αγκαλιάσει, να της πει για ακόμη μια φορά, πόσο πολύ αγαπάει εκείνη και τα παιδιά τους. Όμως δεν τόλμησε, φοβήθηκε μήπως και δεν βαστούσε και της μιλούσε για τις ανησυχίες του. Αλλά και από την άλλη, ένοιωθε τύψεις που ενώ αισθανόταν ότι κάποιος κίνδυνος πλησίαζε, την άφηνε, άφηνε εκείνη και τα παιδιά τους, να ζουν στην ευτυχία της αγνωσίας τους. Έκλεισε τα μάτια και όπως κινηματογραφικά πέρασε μέσα από το μυαλό του η περασμένη νύχτα, η σκέψη του σταμάτησε στον αέρα και στην βροχή, που χθες συντρόφευαν την μοναξιά του. Άνοιξε και πάλι τα μάτια του, σηκώθηκε και πλησίασε στο παραθύρι. Τράβηξε ελαφρώς την κουρτίνα και έριξε μια ματιά προς τα έξω. Ο αέρας είχε σταματήσει, αλλά υπήρχαν εμφανή τα σημάδια της χθεσινοβραδινής επίσκεψης του, στην αυλή του σπιτιού. Εν τούτοις η βροχή συνέχιζε απαλά να ξεδιψάει την γη και για αρχή καλοκαιριού στην Σμύρνη, ήταν πράγματι κάτι το ασυνήθιστο αυτό. - «Ανδρέα έτοιμο το πρωινό, έλα καλέ μου, κατέβα να φας» ακούσθηκε και πάλι η φωνή της γυναίκας του, η οποία τον επανέφερε και στην χρονική πραγματικότητα. Άφησε την κουρτίνα να πέσει και πλησίασε την καρέκλα, επάνω στην οποία ήταν κρεμασμένα τα ρούχα του. Άρχισε να ντύνεται και σκεφτόταν ότι θα ήταν καλό, τώρα που τα παιδιά τους κοιμόντουσαν, να μιλήσει της γυναίκας του. Να της πει για τις ανησυχίες του και να της προτείνει να πάρει τα παιδιά και να πάνε για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Ας πήγαιναν στην αδελφή του την Μυρσίνη, στην Αθήνα. Είχε μικρό σπίτι βέβαια, αλλά κάπου θα τους βόλευε για λίγο. Εάν πάλι ήθελε, ας πήγαιναν απέναντι στην Χίο, στο σπίτι 15

16 του πρώτου του εξαδέλφου, του καπετάν Μανόλη, του γιου του συχωρεμένου του θείου του Γιωργή, του μικρότερου αδελφού του πατέρα του. Εκείνος, όλο τους καλούσε όποτε ξεμπάρκαρε, αλλά και η γυναίκα του, όταν ο Μανόλης ταξίδευε και ήταν μόνη της, τους κάλεσε πολλές φορές να την επισκεφθούν και να τους φιλοξενήσει, μα αυτοί δεν αξιώθηκαν ακόμη να πάνε. Τώρα ίσως ήταν ευκαιρία να το κάνουν και να βρεθούν έτσι και μακριά από αυτήν την γη, τουλάχιστον για λίγο καιρό και μέχρι τα πράγματα να ξεκαθαρίσουν. Στο κεφαλόσκαλό τον είδε η γυναίκα του, έτοιμο να κατέβει, όταν εκείνη είχε αποφασίσει να ανέβει και πάλι επάνω, για να τον φωνάξει ακόμη μια φορά να ξυπνήσει και να κατέβει να πάρει το πρωινό του. - «Άντε Ανδρέα μου, άντε χαρά μου. Μα τι έπαθες σήμερα και αργείς τόσο, θα κρυώσει το καφεδάκι σου και το έχω έτοιμο από ώρα» του είπε και έστριψε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα της. Εκείνος κατέβαινε τις σκάλες με βήματα αργά και βαριά. Ένοιωθε τον κίνδυνο, αλλά δεν μπορούσε ούτε ταυτότητα να του δώσει, ούτε και να τον περιγράψει. Όμως τον ένοιωθε. Τον ένοιωθε να πλησιάζει κάθε μέρα πιο κοντά. Οι μέρες έμοιαζαν σαν ένα απόγευμα, που ο ήλιος δύει και το απαλό αεράκι φέρνει στην μύτη την μυρωδιά της βροχής. Μοιάζουν με τις μέρες, που σύννεφα δεν βλέπεις στον ουρανό, αλλ όμως αισθάνεσαι την βροχή να πλησιάζει και έχεις την βεβαιότητα ότι σύντομα θα ξεσπάσει μπόρα. Πήγε στο βρυσάκι και έπλυνε πρώτα το πρόσωπο του. Ένοιωσε το δροσερό νερό να τον συνεφέρει. Καθώς χτενιζόταν και κοιτώντας μέσα στον καθρέπτη, είδε στο πρόσωπό του, τα σημάδια της χθεσινής αγρύπνιας του. Έπειτα πλησίασε το τραπέζι, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Δεν είχε και πολύ όρεξη για πρωινό. Σήκωσε το φλιτζανάκι με τον καφέ και ρούφηξε μια γουλιά. Στην συνέχεια το άφησε κάτω και έβγαλε από την τσέπη του, την ταμπακέρα. Ετοίμασε και έστριψε ένα τσιγάρο, το έφερε στα χείλη και αμέσως μύρισε την πίκρα της νικοτίνης. Θυμήθηκε ότι χθες βράδυ είχε καπνίσει πάρα πολλά τσιγάρα. Συνοφρυώθηκε, όμως το άναψε και ρούφηξε και πάλι με δύναμη, μια μεγάλη δόση καπνού. Ένοιωθε την κούραση στα μάτια, στο κορμί και στον νου. Σήκωσε και πάλι τον καφέ και ρούφηξε ξανά μια μεγάλη αυτή την φορά, δόση καφέ. Η γυναίκα του και αυτό έπρεπε να το ομολογήσει, έκανε τον πιο καλό καφέ στην Σμύρνη. Ίσως αυτό να ήταν υπερβολή, όμως ήταν η αλήθεια. Εκείνη ήξερε την τέχνη και τον έψηνε καλά. Και όπως έλεγε και η ίδια, η τέχνη στον καφέ, είναι να τον αργοψήνεις. Άφησε και πάλι τον καφέ του στο τραπέζι, κοίταξε εκείνη που έκανε δουλειές στην κουζίνα της και τότε πήρε την απόφαση να την φωνάξει. Έπρεπε να μιλήσουν όσο ήταν καιρός. Δεν ήταν ο φόβος που του το επέβαλε, αλλά η μεγάλη του αγάπη προς την οικογένεια του και η εκτίμηση προς εκείνη και το δικαίωμα της να ξέρει, αλλά και την υποχρέωσή του να την ενημερώσει. - «Γεωργία..», της φωνάζει, «..έλα και κάθισε μαζί μου, που έχω κάτι να σου πω». Τα λόγια του ή η φωνή του, κάποιο από τα δυο, του φάνηκε πως κάτι πρόδιδαν. Και το ένοιωσε αυτό, γιατί μόλις τελείωσε την φράση του, η γυναίκα του χωρίς άλλη κουβέντα, αμέσως σταμάτησε την δουλειά της, έστρεψε το πρόσωπο της προς τα οπίσω και τον κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα της του αποκάλυπτε ότι εκείνη είχε διαισθανθεί αυτό του το κάλεσμα και το περίμενε. Όμως τι σημασία έχει εάν έτσι ήταν ή έτσι εκείνος νόμιζε πως ήταν; Εκείνο που προείχε εκείνη την στιγμή, εκείνες τις ώρες, ήταν πως ήταν αποφασισμένος να της μιλήσει. 16

17 - «Έλα Γεωργία μου και κάθισε μαζί μου..» της επανέλαβε τραβώντας ταυτόχρονα και μια καρέκλα δίπλα του. «..Θέλω να σου πω κάτι, τώρα που τα παιδιά κοιμούνται, έλα και κάθισε κοντά μου σε παρακαλώ». Εκείνη άφησε τις δουλειές της και σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά που είχε δεμένη στην μέση της, πλησίασε και κάθισε δίπλα του, κοιτώντας τον συνεχώς στα μάτια. Έδειχνε σαν κάτι να είχε καταλάβει, αλλά σίγουρο ήταν ότι βλέποντας τον στα μάτια, διαισθάνθηκε και την δική του ανησυχία. Ήταν έξυπνη γυναίκα η κυρα-γεωργία και μετά από περίπου 16 χρόνια γάμου, καταλάβαινε τι θα της έλεγε ο άνδρας της, προτού ακόμη εκείνος, ανοίξει τον στόμα του. Είναι ένα χάρισμα, που έπρεπε να της το αναγνωρίσει. Και αυτό της το χάρισμα, άλλοτε το χαιρόταν και άλλοτε τον φόβιζε. - «Τι είναι Ανδρέα μου..», τον ρώτησε με φωνή που δεν έκρυβε την αδημονία της, «..τι έχεις να μου πεις και που δεν πρέπει τα παιδιά μας να το ακούσουν;» - «Κάθισε καλή μου και μην τρομάζεις, θέλω απλώς να μιλήσουμε οι δυο μας, χωρίς να μας ενοχλήσουν εκείνα. Δεν θα σου πω δα και κάτι το τρομερό και αμέσως ανησύχησες». Προσπάθησε να της μιλήσει όσο πιο φυσιολογικά μπορούσε, σαν μια κουβέντα καθημερινότητας. - «Σε ακούω άνδρα μου και αφέντη του σπιτιού μου», του αποκρίθηκε εκείνη και συνέχισε να τον κοιτά κατάματα και με ένα βλέμμα και μια ματιά, που ειλικρινά τον έφερναν σε δύσκολη θέση. - «Να έλεγα τώρα που είναι ακόμη νωρίς, αρχές καλοκαιριού, να πήγαινες κάπου για λίγες μέρες να ξεκουραστείς. Να έπαιρνες μαζί σου και τα παιδιά μας. Νομίζω πως χρειάζεστε όλοι σας λίγη ξεκούραση. Τι λες;» - «Να πάμε Ανδρέα μου, αλλά εσύ δεν χρειάζεσαι ξεκούραση, που όλη την ημέρα στο μαγαζί, από το πρωί μέχρι το βράδυ στο πόδι είσαι;» - «Άσε με εμένα Γεωργία μου, εγώ είμαι άνδρας και αντέχω. Και ύστερα κάποιος πρέπει να δουλεύει. Εσύ και τα παιδιά να ξεκουραστείτε λίγο, να αλλάξετε και παραστάσεις. Να έλεγα να πηγαίνατε για λίγες μέρες στην Ελλάδα, στην αδελφή μου. Θα της γράψω γι αυτό, άσε που στο τελευταίο της γράμμα, εκείνη η ίδια από μόνη της, μας προσκαλούσε να πάμε να την επισκεφθούμε και να μείνουμε και λίγες μέρες μαζί τους. Και αυτή εκεί, μόνη της σε μια μεγάλη πόλη, σίγουρα θα θέλει παρέα. Τι λες, συμφωνείς; Εάν πάλι νομίζεις πως το ταξίδι είναι μεγάλο, μπορείτε να πάτε μια βόλτα για λίγες μέρες στην Χίο, στον εξάδελφό μου, τον καπετάν-μανόλη. Βέβαια αυτός σίγουρα δεν θα είναι εκεί, γιατί θα ταξιδεύει και ποιος ξέρει σε ποιες θάλασσες και για πού, αλλά η γυναίκα του μας κάλεσε και αυτή αρκετές φορές». - «Ανδρέα..», σοβαρεύτηκε η γυναίκα του, «..τι συμβαίνει; πες μου ειλικρινά. Δεν μου το βγάζεις από το μυαλό, ότι κάτι μου κρύβεις. Τι δεν μου λες άνδρα μου, τι προσπαθείς να μην μου πεις;» Και στα τελευταία λόγια της, ύψωσε λίγο περισσότερο την φωνή της. - «Μην φωνάζεις Γεωργία, ησύχασε, θα σου πω. Μόνο μην φωνάζεις, σε παρακαλώ». Έστρεψε ασυναίσθητα το κεφάλι του προς την μεριά της σκάλας και με το βλέμμα του την έλεγξε μέχρι επάνω. Έπειτα γύρισε και κοίταξε και πάλι την γυναίκα του. - «Δεν θέλω να σε ανησυχήσω γλυκιά μου..» της είπε, «..άλλωστε μπορεί και να μην συμβαίνει τίποτα. Απλώς να το νομίζω, γιατί να ανησυχήσω χωρίς λόγο, εσένα και τα παιδιά μας; Να απλώς σκέφθηκα ότι καλό θα ήταν να φεύγατε λίγες μέρες για να ξεκουραστείτε, έτσι θα ένοιωθα καλλίτερα και εγώ. Όμως αν εσείς δεν θέλετε τότε», σήκωσε τους δύο ώμους του, έκαμε και έναν μορφασμό στο πρόσωπο και σταμάτησε την κουβέντα αυτή, χωρίς να ολοκληρώσει τον λόγο του, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι 17

18 εκείνον δεν τον ενοχλούσε καθόλου, ή καλλίτερα ότι τον άφηνε και αδιάφορο. Αμέσως μετά πρόσθεσε, «ώρα είναι να πηγαίνω και εγώ, έχω αργήσει ήδη», είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Ήθελε να αποφύγει κάθε άλλη κουβέντα. Ήξερε ότι η κυρα- Γεωργία θα καταλάβαινε, αν ακόμη λίγο συζήταγαν. Την ήξερε καλά. Έσκυψε να την φιλήσει, όπως έκανε κάθε πρωί, μα αποφεύγοντας ετούτη την φορά να την κοιτάξει στα μάτια. Δυστυχώς εκείνο το πρωινό δεν ήταν όπως τα άλλα. Τα πρώτα σύννεφα της ανησυχίας είχαν έρθει στο σπίτι τους και σκοτείνιασαν το πρόσωπο της γυναίκας του, από τα ερωτηματικά που της είχαν ήδη γεννηθεί. Και τούτη η γυναίκα δεν ήταν από εκείνες που άφηναν ερωτηματικά αναπάντητα. Σεβόταν τον άνδρα της και το σπιτικό της όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, όπως όλες τις σωστές γυναίκες. Εκείνο όμως το πρωινό, ο άνδρας της δεν ήταν αυτός που τόσα χρόνια ήξερε. Ήταν ένα ανήσυχο αγρίμι, που στριφογύριζε στο κλουβί των αμφιβολιών του και των ανησυχιών του. Όχι, δεν θα τον άφηνε να της ξεφύγει τόσο εύκολα. Όχι, δεν θα της ξεγλιστρούσε αυτή την φορά, τόσο εύκολα. Έπρεπε να μάθει, γιατί εκείνος ήταν τόσο πολύ ανήσυχος. Τραβήχτηκε προς τα οπίσω, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Δεν τον άφησε να την φιλήσει, για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια γάμου, απ όσο ήταν σε θέση να θυμάται. Δεν τον άφησε, γιατί αισθανόταν πως εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα και εκείνο το φιλί, δεν ήταν το καθημερινό φιλί της αγάπης τους, που επί 16 χρόνια, κάθε πρωί εισέπραττε, μα ήταν ένα φιλί υπεκφυγής και αποφυγής της περαιτέρω κουβέντας τους. Έμοιαζε σαν εκείνο το φιλί του Ιούδα. Και εάν δεν ήταν έτσι, τότε γιατί εκείνος δεν την κοιτάζει σήμερα στα μάτια; Τραβήχτηκε προς τα πίσω για να αποφύγει το φιλί του και το έκανε με τέτοιο επιδεικτικό τρόπο, που ήταν σίγουρη ότι εκείνος κατάλαβε ότι τούτο το έκανε επίτηδες. Και ο Ανδρέας της, δεν έκανε δεύτερη προσπάθεια. Κίνησε απλώς να πάει προς την εξώπορτα. Η Γεωργία τον πιάνει τότε από τον καρπό του και τον σταματά, πριν εκείνος απομακρυνθεί από το τραπέζι και από κοντά της. - «Ανδρέα, κάθισε σε παρακαλώ. Αν αργήσεις και δέκα λεπτά ακόμη, δεν έγινε δα και τίποτα. Εκεί είναι το μαγαζί και δεν θα φύγει. Άλλωστε βρέχει και δεν νομίζω ότι πρωί-πρωί θα τρέξουν όλοι οι πελάτες να έρθουν! Κάθισε Ανδρέα και πες μου σε παρακαλώ τι συμβαίνει, γιατί τώρα αρχίζω πραγματικά να ανησυχώ». Εκείνος προσπάθησε να γαληνέψει το πρόσωπο του και να ηρεμήσει πρώτα ο ίδιος. Χαλάρωσε, πήρε βαθιά αναπνοή και κοιτώντας το όμορφο της πρόσωπο, που και ανήσυχο, παρέμενε το ίδιο όμορφο και αμέσως της λέγει. - «Άφησε με γλυκιά μου να φύγω τώρα να μην αργήσω στο μαγαζί και το μεσημέρι που θα έρθω, τα λέμε. Εσύ κοίταξε να ηρεμήσεις, μην τυχόν και ανησυχήσεις και τα παιδιά, γιατί δεν υπάρχει και κανείς σοβαρός λόγος». Έσκυψε και πάλι να την φιλήσει και ετούτη την φορά, εκείνη δεν τραβήχτηκε προς τα πίσω. Τον άφησε να την φιλήσει στο μάγουλο και ο άνδρας της αμέσως μετά και χωρίς άλλη κουβέντα, τράβηξε προς την κρεμάστρα. Πήρε το καπέλο και το σακάκι του και τα φόρεσε. Στην συνέχεια πήρε την ομπρέλα του και πριν ανοίξει την εξώπορτα να φύγει, κοίταξε και πάλι την γυναίκα του και ετούτη την φορά, της χαμογέλασε. Άνοιξε την ομπρέλα και κίνησε για το μαγαζί, ρίχνοντας μια ματιά προς τον ουρανό. Μέχρι ο άνδρας της να κλείσει πίσω του την πόρτα, παρά τις αρχές της, η Γεωργία αυτό το πρωινό, δεν κουνήθηκε από την θέση της. Δεν πήγε στην εξώπορτα, να τον βοηθήσει να φορέσει το σακάκι του, ούτε και να τον ξεπροβοδίσει. Και δεν το έκαμε συνειδητά, μα μια άλλη δύναμη, της το επέβαλλε. Ίσως η πέμπτη αίσθηση της γυναικείας της φύσης ή η δύναμη της μητρότητας της και της ανάγκης προστασίας των παιδιών της. Ίσως. 18

19 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 19

20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΟΝ Βαριά η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και των δένδρων. Τα πουλιά πετούσαν βιαστικά αφήνοντας για λίγο τις φωλιές τους και επέστρεφαν γρήγορα, πάλι σε αυτές. Οι μικροί νερόλακκοι στον δρόμο, ήταν απτές αποδείξεις της δύσκολης νύχτας, που μόλις έφυγε. Κάποια παραθύρια είχαν κιόλας ανοίξει για να επιτρέψουν τον υγρό φρέσκο αέρα να μπει μέσα στα σπίτια. Κάποια άλλα, ακόμη κλειστά, φύλαγαν τα αφεντικά τους από το φως της ημέρας, μην τυχόν και αυτό ταράξει τον ύπνο τους. Ο Ανδρέας βάδιζε προς το μαγαζί, με βήμα γρήγορο. Είχε αργήσει και στα τόσα χρόνια δεν θυμάται να το είχε ξανακάνει αυτό. Ήθελε να είναι συνεπής επαγγελματίας και ήξερε, έμαθε, του το έμαθαν ο πατέρας του και ο παππούς του, ότι ο σωστός καταστηματάρχης, σέβεται πρώτα τον εαυτό του και μετά τους πελάτες του. Αγωνιούσε και έτρεμε στην σκέψη, μήπως φθάνοντας στο μαγαζί, έβρισκε να τον περιμένει ήδη, κάποιος πελάτης από έξω. Ασυναίσθητα, αισθάνθηκε ότι ο φόβος αυτός δεν ήταν πραγματικά ο φόβος του να βρει πελάτη να τον περιμένει απ έξω, αλλά αντίθετα, μήπως και δεν βρει. Κατάλαβε ότι ειδικά σήμερα, ήθελε κάποιον να βρει να τον περιμένει. Ήθελε να νιώσει ασυνεπής και ας τον στεναχωρούσε αυτό. Όμως αν έτσι συνέβαινε, ίσως αυτό να έσβηνε ή να μετρίαζε τους φόβους του για την εκτιμώμενη επικείμενη συμφορά. Ίσως να καταλάβαινε ότι άδικα φοβόταν και ότι ενδεχομένως και τελικώς, μόνον αυτός να φοβόταν. Διότι η υπερβολική αγάπη, προκαλεί και φόβους, δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας, κουράζει το νου και το μυαλό του ανθρώπου με προβλήματα, που δεν υπάρχουν και απλώς αυτός με τις φοβίες του, τα δημιουργεί και τα εφευρίσκει για να τον ταλανίζουν και να τον τυραννούν. Και ο Ανδρέας έτρεφε υπερβολική αγάπη για την οικογένεια του, για την γυναίκα του και τα παιδιά του. Αλλά, μήπως δεν έτρεφε την ίδια ή και μεγαλύτερη αγάπη για την Σμύρνη; Την πόλη του, όπως πολλές φορές την αποκαλούσε! Την πόλη, που την αγάπη του γι αυτήν, του την καλλιέργησαν και του την κληροδότησαν μαζί με όλα τα άλλα υλικά και ηθικά κληροδοτήματα, ο παππούς του και ο πατέρας του. Γιατί κανείς δεν κληρονομεί μόνον υλικές περιουσίες, αλλά κληρονομεί και μη υλικές αξίες, αξίες, όπως την αγάπη και τον σεβασμό για την εκκλησία και τα Θεία, την ιδέα της πατρίδος και του έθνους, τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο και την κοινωνία. Του κληροδοτούν και αυτός κληρονομεί την αγάπη για την δική του μικρή πατρίδα, την πόλη του, την γειτονιά του, τους ανθρώπους του. Γιατί σε εκείνη την πόλη και την γειτονιά, όλοι έμοιαζαν να είναι, σαν μια οικογένεια. Πλούσιοι και φτωχοί, έμποροι και εργάτες, Έλληνες και Τούρκοι, όλοι μαζί χρόνια τώρα γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην ίδια πόλη και στην ίδια γειτονιά, ένοιωθαν πως ήταν οι άνθρωποι μιας και της αυτής οικογένειας. Μιας άλλης μεγαλύτερης οικογένειας. Γνωριζόντουσαν τόσο καλά μεταξύ τους, που δεν είχαν τίποτα να κρύψουν, ο ένας από τον άλλο. Οι πόρτες όλων των σπιτιών, ήταν μονίμως σε όλους τους γείτονες, ανοιχτές. Θυμάται ο Ανδρέας την κυρά-μαριώ. Έκανε πολύ καλά γλυκά του κουταλιού και κυρίως του ταψιού. Ήταν κομματάκι γλυκατζού, η δόλια. Όμως όλοι την παραδεχόντουσαν στην γειτονιά για τα γλυκά της. Και όσο την παίνευαν, τόσο εκείνη η καημένη, είχε δεν είχε, έκανε τα γλυκά της κάθε μέρα και με μεγαλύτερο μεράκι. Και σαν τα ετοίμαζε, όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε καθώς τα έψηνε και μόλις τελείωνε φώναζε τις γειτόνισσες. - «Έλα για κυρα-αμαλία..», φώναζε μαζί με τις άλλες γυναίκες και την μητέρα του, «..έλα να με πεις πώς τα έκαμα, ψήθηκαν καλά; Έλα να σε φτιάξω και κανά καϊφέ και να 20

21 τα πούμε για λίγο. Να σε τρατάρω και ένα γλυκό, που μόλις τώρα το έκαμα! Έλα και εσύ κυρα-ειρήνη..», φώναζε και την γυναίκα του Παναγή. Και καλούσε έτσι, όλες τις γυναίκες της γειτονιάς για να τις ψήσει καϊφέ (έτσι τον πρόφερε και όχι καφέ) και να τις τρατάρει και από το γλυκό που μόλις είχε κάνει με τα χεράκια της. Για την αλήθεια, κάθε μέρα ή το πολύ, μέρα παρά μέρα, έκανε και από ένα. Και είχε και όλα τα γλυκά αφημένα επάνω στο τραπέζι, όμορφα φτιαγμένα να μοσχοβολούν και άφηνε και την εξώπορτα ανοιχτή, να φαίνονται και απ έξω. Και όλες οι γυναίκες πήγαιναν να πιουν καφέ στην κυρά-μαριώ. Ήξεραν ότι το ήθελε πολύ εκείνη, μα και οι ίδιες δεν θα έβγαιναν και χαμένες. Γιατί η κυρά-μαριώ δεν έκανε τα γλυκά μόνον για την οικογένειά της, αλλά για την γειτονιά, για την άλλη μεγάλη της οικογένεια. Και το ήξεραν ότι μετά τον καφέ, για όλες τους και ανάλογα με την οικογένεια της κάθε μιας τους, θα είχε εκείνη έτοιμο και από ένα μικρό ή μεγαλύτερο πιάτο με γλυκά, σκεπασμένο με άσπρη καθαρή πετσέτα. Και πάντα η ίδια ή σχεδόν η ίδια στιχομυθία ακολουθούσε. - «Αχ καλέ κυρά-μαριώ, τι ωραία μυρωδιά είναι αυτή. Το σπίτι σου μοσχοβολάει και σήμερα. Τι έκαμες για πάλι, κανά γλυκό; Μπράβο σου, άξια νοικοκυρά, για στα χέρια σου. Τυχερός αυτός ο άνδρας σου. Καλέ κυρά-μαριώ θα μου την μάθεις και εμένα αυτήν την συνταγή; Αμ πώς, για, τέτοιες γυναίκες να μην έχουν άνδρες ευτυχισμένους!» Και εκείνη καμάρωνε και χρόνια τώρα υποσχόταν να τους μάθει τις συνταγές της και ετούτη και εκείνη την συνταγή. Αλλ όμως, όλα στην ώρα τους, τους έλεγε. Και μέχρι που συχωρέθηκε η καημένη, αυτή η ώρα, ποτέ δεν είχε έρθει. Δεν τις ρωτούσε πως έπιναν τον καφέ τους. Τόσα χρόνια, είχε μάθει και τα γούστα και τα χούγια της κάθε μιας. Και όπως εκείνη μέσα στην κουζίνα έψηνε τους καφέδες, άκουγε από μέσα τις δήθεν χαμηλόφωνες συζητήσεις τους. Όλες τους συνέχιζαν να την παινεύουν και μαζί και χώρια η κάθε μια. Και όσο η κυρά Μαριώ τα άκουγε μέσα από την κουζίνα, τόσο αργούσε να τελειώσει το ψήσιμο των καφέδων. Ήταν η ώρα που εισέπραττε τα μπράβο της. Ίσως και γι αυτό να έψηνε και καλό καφέ, γιατί τον σιγανόψηνε, θέλοντας να καθυστερήσει όσο γινόταν πιο πολύ, προκειμένου να ακούει τα παινέματα των άλλων γυναικών της γειτονιάς. Και βέβαια η αλήθεια ήταν, πως μαζί με τα γλυκά, έψηνε και πολύ καλό καφέ. - «Καλημέρα κυρ Ανδρέα, μας τα χάλασε σήμερα λίγο ο καιρός». Ήταν ο Σταμάτης, ο μανάβης της γειτονιάς και της περιοχής, που με την καλημέρα του, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. - «Καλημέρα κυρ Σταμάτη, καλημέρα. Ναι, μας κάνει τερτίπια ο καιρός, αλλά πού θα πάει, το καλοκαιράκι έφθασε. Κυρ Σταμάτη, να μην το ξεχάσω, κράτησε μου και θα τα πάρω το μεσημέρι που θα επιστρέφω στο σπίτι, λίγα φρούτα και ζαρζαβατικά ή αν μπορείς πάλι να τα στείλεις εκεί με τον μικρό, ακόμη καλλίτερα και σου τα πληρώνω έπειτα εγώ, το μεσημέρι.» - «Εντάξει κυρ Ανδρέα, μην ανησυχείς. Μόλις έρθει ο μικρός, που πήγε κάπου σε μια δουλειά, θα τον στείλω στην κυρά-γεωργία με τα καλλίτερα μου φρούτα και ζαρζαβατικά. Εσύ μην ανησυχείς καθόλου.» Αγαπούσε πολύ την οικογένεια του ο Ανδρέας και πολλές φορές την αποκαλούσε το λιμάνι μου. Και αυτό ήταν γνωστό σε όλους. Όμως το ίδιο αγαπούσε και την προσωπική του πατρίδα, την πόλη που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει. Την ξακουσμένη πόλη στα πέρατα της γης, που τελευταία έγινε και το «μήλον της έριδος» για τους συμμάχους. Την Σμύρνη, την νύφη του Ερμαίου, το μάτι της ανατολής, όπως αλλιώς την αποκαλούσαν. Την πόλη που ήταν Ελληνική μέσα στην Τουρκία και που οι Τούρκοι την ονόμαζαν Γκιαούρ Ιζμίρ, δηλαδή Άπιστη Σμύρνη. Την πόλη με τους 150.000 και πλέον Έλληνες κατοίκους της, που κρατούσαν σχεδόν όλο το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου και των παραλίων της Μικράς Ασίας. Την πόλη του παππού του, του πατέρα 21

22 του, της κυρά-μαριώς, του κυρ Σταμάτη και τόσων άλλων. Στην πόλη, που τα όνειρα γεννιούνται απ αρχής με χρώμα και πεθαίνουν, μόνον όταν η ψυχή εγκαταλείψει το σώμα. Επιτάχυνε το βήμα του, γιατί σαν να άρχισε να βρέχει και πάλι για τα καλά. Από την ώρα που έφυγε από το σπίτι, συνεχώς ψιλοψιχαλίζει. Όμως τώρα άρχισε και πάλι να βρέχει αρκετά δυνατά. Άνοιξε το βήμα του για να φθάσει μια ώρα νωρίτερα στο μαγαζί, άλλωστε ήταν ήδη κοντά, να στο επόμενο σταυροδρόμι στρίβει δεξιά και στα 20 μέτρα βρίσκεται στο μαγαζί του. Έριξε μια ματιά προς τα επάνω και είδε ότι τα σύννεφα είχαν μαζευτεί πολλά και δήλωναν ότι μάλλον όλη η μέρα που ακολουθούσε, θα ήταν βροχερή. 22

23 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΒΙΒΑΣΘΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ ΣΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ 23

24 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΥΦΗΜΟΎΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ 24

25 ΜΕΡΟΣ Β 25

26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΟΝ Όταν πλέον ο Ανδρέας έκλεισε πίσω του την εξώπορτα του σπιτιού φεύγοντας για το μαγαζί του, τότε μόνον η γυναίκα του η Γεωργία, σηκώθηκε από την καρέκλα της και πλησίασε το παραθύρι και διακριτικά τράβηξε λίγο την κουρτίνα, ώστε να τον βλέπει καθαρά αλλά συγχρόνως και διακριτικά, όσο εκείνος θα διέσχιζε την αυλή του σπιτιού τους και μέχρις ότου να βγει από την αυλόπορτα στον δρόμο και να χαθεί πίσω από τον ψηλό μαντρότοιχο. Το σπίτι ήταν ένα μεγάλο διώροφο οίκημα, με πολλούς και ευρείς χώρους, κτισμένο από τον πεθερό της σε ένα οικόπεδο, κοντά μισό στρέμμα. Είχε μεγάλη αυλή, με λίγα δένδρα και αρκετούς βοηθητικούς χώρους. Όλη την έκταση του οικοπέδου, την περίφραζε και έτσι την προσδιόριζε ένας ψηλός μαντρότοιχος, που είχε προς την πλευρά του δρόμου, μια υψηλή δίφυλλη πόρτα στο μέρος αντίκρυ από την κυρία είσοδο του σπιτιού, από την οποία μπαινόβγαιναν οι ένοικοι του. Παραδίπλα είχε μια άλλη, το ίδιο υψηλή και δίφυλλη πόρτα, μα πιο μεγάλη από την προηγούμενη κατά την έννοια του πλάτους, από την οποία χωρούσε να περάσει ένα κάρο ζεμένο με ζωντανά, βόδια ή άλογα και από τον δρόμο να μπει μέσα στην αυλή και αφού ξεφορτώσει το φορτίο του, έπειτα να στρίψει μέσα σε αυτήν και να ξαναβγεί και πάλι στον δρόμο. Από αυτήν την πόρτα, έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, όλοι εκείνοι οι προμηθευτάδες που έφερναν διάφορα μεγάλα και βαριά πράγματα στο σπίτι, όπως τα ξύλα για τον χειμώνα, τις λαδίκες με το λάδι, τα γεννήματα από τα χωράφια, κ.λ.π. Ήταν νοικοκυραίοι τα πεθερικά της, μα το ίδιο νοικοκύρης ήταν και ο άνδρας της. Η Γεωργία κοίταζε τον Ανδρέα στην πλάτη, καθώς εκείνος απομακρυνόταν, σάμπως έτσι, στο λίγο χρόνο που αυτός θα έκανε για να διασχίσει την αυλή, από την εξώπορτα και μέχρι την αυλόπορτα του σπιτιού τους και μέχρι να χαθεί πίσω από τον μαντρότοιχο της αυλής, θα μπορούσε να καταλάβει, ότι μέχρι πριν λίγο δεν κατάλαβε, όση ώρα κουβέντιαζαν οι δυο τους. Τον κοίταζε και της φάνηκε πως σήμερα μιλούσε σε έναν και με έναν άλλον άνδρα, όχι τον δικό της, τον Ανδρέα της. Βγήκε εκείνος από την αυλόπορτα και έστριψε για να πάει στο μαγαζί του. Ο ψηλός μαντρότοιχος της απαγόρευε πλέον να τον βλέπει και έτσι της σταμάτησε και τις ένοχες σκέψεις της. Γιατί πραγματικά ένοιωσε ενοχές, που έστω και για λίγο, έκανε εκείνες τις άσχημες σκέψεις. Τόσα χρόνια παντρεμένη μαζί του τον ξέρει καλλίτερα και από τον εαυτόν της. Ένοιωσε άσχημα και μόνο που το σκέφθηκε, όμως το ίδιο άσχημα ένοιωσε και ίσως περισσότερο, που εκείνος έφυγε για την δουλειά του και την άφησε πίσω, προβληματισμένη και γεμάτη ερωτηματικά. Δεν θυμάται να είχε ξανασυμβεί αυτό στα τόσα χρόνια που είναι ανδρόγυνο. Μωρέ δεν της βγάζει κανείς από το μυαλό, ότι κάτι παράξενο συμβαίνει, αλλά τι; αναρωτήθηκε. Για να μην καταλάβει αυτή, σήμερα τον άνδρα της, τότε σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό θα συμβαίνει. Για την Γεωργία, ο Ανδρέας είναι σαν να ήταν το πρώτο της παιδί, ο μεγάλος της γιος. Τόσο καλά τον ήξερε. Είχε μάθει από την μάνα της, ότι ο άνδρας είναι σαν ένα μωρό και η έξυπνη γυναίκα, που θέλει να κάμει ευτυχισμένη οικογένεια, πρέπει πρώτα απ όλα να ξέρει καλά τον άνδρα της. Πιο καλά και από τα παιδιά της. Γιατί αυτά μια μέρα θα φύγουν και τότε, το ανδρόγυνο θα φθάσει και πάλι, εκεί απ όπου πρωτοξεκίνησε, οι δυο τους και πάλι μόνοι. Όχι, μα τον θεό, κάτι σοβαρό πρέπει να συμβαίνει, συλλογίστηκε αφήνοντας την κουρτίνα να πέσει στην φυσική της θέση και επιστρέφοντας στην κουζίνα της για τις συνηθισμένες καθημερινές δουλειές του σπιτιού. 26

27 Α!! τώρα που το θυμήθηκε. Το πρωί που κατέβηκε στην κουζίνα πριν από τον άνδρα της για να του ψήσει καφέ, βρήκε το τασάκι γεμάτο τσιγάρα. Πολλά τσιγάρα και της φάνηκε ασυνήθιστο, όχι πως δεν είχε ξανασυμβεί αυτό στο παρελθόν, αλλά μετά την πρωινή τους κουβέντα, κάτι σήμαινε για εκείνη ετούτο. Είχε πράγματι και στο παρελθόν ξανασυμβεί να βρει το τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα, κυρίως τα βράδια, που ο άνδρας της, τους καληνύχτιζε και καθόταν μόνος κάτω στο ισόγειο του σπιτιού, με λίγο σπιτικό πιοτό και με την ησυχία του να κάνει λογαριασμούς ή να ετοιμάσει τις παραγγελίες του καταστήματος. Γιατί η αλήθεια είναι πως ένα μεγάλο μαγαζί σαν του άνδρα της, έχει και τις σκοτούρες του. Για τούτο και δεν θα την παραξένευε την κυρά Γεωργία που είδε το τασάκι γεμάτο τσιγάρα, μα μετά την κουβέντα τους, υποψιάζεται ότι όλα αυτά τα κάπνισε, μη μπορώντας να κοιμηθεί, γιατί αυτό που ήθελε να της πει και δεν της το είπε, τον βασάνιζε από τα χθες. - «Παναγιά μου Μεγαλόχαρη, τι άραγε να συμβαίνει;..» μονολόγησε. «..Άγια μου Φωτεινή, βοήθα τον άνδρα μου στο πρόβλημά του» και αμέσως σκέφθηκε ότι με την πρώτη ευκαιρία που ο δρόμος θα την έβγαζε στην Μητρόπολη τους, την εκκλησιά της Αγίας Φωτεινής, θε νά έμπαινε και να άναβε ένα κερί στην χάρη της. Το έκανε συχνά αυτό, της το δίδαξε η μητέρα της, αλλά η πεθερά της. Και έτσι της είχε γίνει και της ίδιας, μια ανάγκη ζωής. Όμως σήμερα ένοιωθε πως ήθελε να μιλήσει στην Παναγία και στην Αγία Φωτεινή. Ήθελε να ανάψει και στις δύο και στης κάθε μιας την χάρη, από ένα κερί και έπειτα να προσκυνήσει και να νοιώσει την ζέστη της πίστης στην καρδιά της. - «Μητέρα είσαι εδώ», ακούσθηκε μια φωνή από το κεφαλόσκαλο, «..μητέρα είσαι κάτω; με ακούς;» - «Εδώ είμαι αγάπη μου, εδώ κάτω και κάνω δουλειές χαρά μου, άντε να πλυθείς, να ντυθείς και κατέβα κάτω που θα σου έχω έτοιμο και το πρωινό σου. Μην μου λες καλημέρα ακόμη, πρώτα να πλυθείς και μετά θα μου την πεις, γιατί εγώ την καλημέρα την καταλαβαίνω, μόνον όταν θα με φιλήσεις κιόλας. Άντε κόρη μου και βιάζομαι να πάρω το φιλί σου». Ήταν η μικρή της η κορούλα η Κατερίνα. Ήταν 9 χρόνων και είχε το όνομα της συχωρεμένης της μητέρας της, της Ρίνας της αρχόντισσας από το Αϊβαλί. Η θύμηση της μάνας της, την έκανε να δακρύσει, αλλά γρήγορα-γρήγορα σκούπισε το δάκρυ της, πριν αυτό χαράξει στο μάγουλο της, την δική του διαδρομή, απόδειξη της πρόδηλης αγάπης της και πριν η μικρή της κορούλα κατέβει κάτω. Δεν ήθελε και δεν έπρεπε να την δει δακρυσμένη και αφού ξαναφόρεσε το χαμόγελο της τρυφερής μανούλας, ασχολήθηκε με το να ετοιμάσει το πρωινό της. Η γλυκιά φωνή της Κατερίνας της, την έκανε να ξεχάσει προσωρινά, όλα όσα μέχρι εκείνη την στιγμή την βασάνιζαν. Ζέστανε το γάλα της, έκοψε 3 φέτες ψωμί και τις άλειψε με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα ροδάκινο. Έβαλε στο τραπέζι και ένα βαζάκι με μέλι και μέχρι να φέρει και λίγο τυρί, το στερνοπούλι της κατέβαινε τις σκάλες. Τρέχει και την αγκαλιάζει και την φιλά. - «Καλημέρα μανούλα..», της λέει, «..γιατί δεν με ξύπνησες και μένα να σε βοηθήσω στις δουλειές;», συμπληρώνει με την παιδική της αφέλεια και τον κοριτσίστικο αυθορμητισμό της. - «Χαρά μου, γλυκό μου κοριτσάκι, στάσου να σε φιλήσω και εγώ» και την τραβάει στην αγκαλιά της και την σφίγγει πάνω της αυθόρμητα και με ασυνήθιστη λαχτάρα. - «Σιγά καλέ μαμά, δεν μπορώ να αναπνεύσω» ακούγεται να της λέει η κόρη της και τότε μόνον εκείνη συνειδητοποιεί, ότι πράγματι υπερέβαλλε ετούτη την φορά σε αυτήν της την σημερινή εκδήλωση αγάπης προς την κόρη της. Θέλεις εκείνο το παράξενο βροχερό πρωινό, θέλεις η ανάμνηση της μητέρας της, θέλεις το μητρικό της φίλτρο ή η 27