Π. Κόντος, Η Αριστοτελική ηθική ως οντολογία, Κριτική, Αθήνα 2000, Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ 1. [ ] Οδηγητικό παράδειγµα στα Ηθικά Νικοµάχεια είναι η αρετή της ανδρείας, καθώς αναλύεται εκτενέστερα από όλες τις άλλες σε σχέση µε τη µεσότητα. Φαίνεται ότι η ανδρεία ορίζεται από µια διπλή οµάδα αντιθέτων. Μοιάζει, δηλαδή, απλούστευση το σύνηθες σχήµα της ανδρείας ως µεσότητας ανάµεσα στη θρασύτητα και το φόβο. Στην πραγµατικότητα, το αριστοτελικό µοντέλο είναι συνθετότερο. Η ανδρεία προσδιορίζεται σε σχέση µε ένα πεδίο παθών και πράξεων: «περί θαρραλέα και φοβερά» (1116a 11). [...]. Σε διαφορετικές περιστάσεις και σε διαφορετικά πεδία δράσης, είναι πιθανό η ηθική αντίληψη να συναντήσει κάτι ως φοβερό, ένα ηθικό ζήτηµα που θα παρουσιαστεί ενώπιόν της θέτοντας σε κίνηση το πάθος του φόβου. Αυτή η ηθική κατάσταση, της οποίας η µορφή ποικίλλει, επικαλείται, λοιπόν, την αρετή της ανδρείας και µια πράξη ανδρείας, η µορφή της οποίας και πάλι ποικίλλει ανάλογα µε την περίσταση. Με άλλα λόγια, η αρετή της ανδρείας είναι ένα είδος αρετής που συνοδεύει την ηθική αίσθηση και κρίση, και όχι η αρετή (η ικανότητα) σε µια ξεχωριστή δραστηριότητα. Αυτό φανερώνει και η εφαρµογή της αρετής της ανδρείας σε πολλαπλά επίπεδα, από αυτό της πολιτικής µέχρι εκείνο της αναζήτησης των ηδονών, δηλαδή σε όλος το εύρος του ηθικού πολιτικού βίου. Είναι, σε γλωσσικό επίπεδο, χαρακτηριστικό ότι ο Αριστοτέλης νιώθει την ανάγκη να συσχετίσει την ανδρεία µε δύο όρους που η ίδια δεν περιλαµβάνει. Το διττό σχήµα: θάρρος/ φόβος δείχνει ότι είναι αδύνατον να τοποθετήσουµε την ανδρεία στο µέσον µιας ενικής κλίµακας που θα αποτελείτο, για παράδειγµα, από την υπερβολή και την έλλειψη θάρρους. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε το στοιχείο του φοβερού δεν θα είχε κανένα θετικό περιεχόµενο, τίποτε να προσθέσει στην ίδια τη σύσταση της ανδρείας, και θα αποτελούσε απλά µια επεξήγηση του όρου θαρραλέα. Η αριστοτελική περιγραφή φαίνεται, ωστόσο, να αντιτίθεται σε µια τέτοια ερµηνεία. Κάνει λόγο για µια υπερβολή του θάρρους (κι όχι υπερβολή της ανδρείας: βλέπε παρακάτω) που την αποδίδει στον θρασύ (1115b 29), και για µια υπερβολή του φόβου που την αποδίδει στον δειλό (1115b 34). Η υπερβολή του θάρρους αποτελεί ταυτόχρονα και µια µορφή έλλειψης ως προς το φόβο (: «φοβεισθαι µέν ηττον ή δει», 1
ΗΕ, 1228a 35), ενώ η υπερβολή του φόβου αποτελεί έλλειψη ως προς το θάρρος (: «ελλείπει δε καί τό θαρρειν»,1116a 1). Έχουµε λοιπόν µπροστά µας ένα τετραπλό σχήµα δύο συστατικών της ανδρείας που σηµατοδοτούν τέσσερα όρια θάρρους και φόβου, δύο σηµεία έλλειψης και δύο σηµεία υπερβολής. Το βέβαιο είναι ότι η ίδια η ανδρεία δεν εµπίπτει σε αυτό το παιχνίδι των αντιθέτων αλλά διατηρεί µε τρόπο απόλυτο την αυτοτέλειά της: αυτό αποδεικνύει η επιµονή στην αντιπαράθεση της ανδρείας προς το ζεύγος θαρραλέα/ φοβερά, αυτό υποδεικνύει και η προσεκτική διατύπωση των ακροτήτων χωρίς καµία αναφορά στην αρετή της ανδρείας. Η ανδρεία είναι κάτι άλλο από τις αντίστοιχες ακρότητες. 2. [...], ας δούµε συστηµατικά τις πιθανές παρερµηνείες της ή τις προκαταλήψεις µε τις οποίες την έχει παραµορφώσει η ερµηνευτική παράδοση. Το µόνο που γνωρίζουµε ήδη είναι ότι το µέσον αφορά και τα πάθη και τις πράξεις, και ότι ταυτίζεται µε την αρετή, ενώ το αντίθετό του, τα άκρα της ελλείψεως και της υπερβολής, ταυτίζονται µε την κακία. i) Η µεσότητα δεν αποτελεί κάποια µορφή µετριότητας, µια επιλογή του µέσου όρου. Είναι, αντίθετα, στην αξιολογική κλίµακα, ακρότης (1107a 8). Ο στόχος των κατά το µέτρο παθών και έξεων δεν είναι η επίτευξη µέτριων πράξεων αλλά η επίτευξη, η κατόρθωση (1106b 31), της δύσκολης λύσης, αυτής του µέσου. Το αριστοτελικό παράδειγµα που καθορίζει αυτή τη δυσκολία του µέσου είναι οι σωµατικές ηδονές. Το µέσον δεν αποτελεί ένα ηθικό δίδαγµα της ηθικής κοινότητας που συµβουλεύει την αποφυγή των άκρων, αλλά εισάγει µια νέα έννοια άκρου, αυτή τη φορά αξιολογική, που επιβραβεύει κάθε ακραία περίπτωση ηθικής εγρήγορσης και αυτο-συνειδησίας. ii) Η µεσότητα δεν είναι µαθηµατικής φύσεως, δεν υπολογίζεται ως το ακριβές µεσοδιάστηµα µεταξύ δύο άκρων. Αντίθετα µε ό,τι αναλύουν τα Φυσικά, εδώ το µέσον δεν απέχει εξίσου από τα δύο άκρα: «πρός δέ τό µέσον αντίκειται µαλλον εφ ων µέν η έλλειψις εφ ων δέ η υπερβολή» (1108b 36 1109a 1). Και τούτο συµβαίνει για δύο λόγους: από τη µια, ορισµένες αρετές φαίνεται ότι βρίσκονται, ως συµπεριφορές, εγγύτερα προς την υπερβολή ή την έλλειψη (για παράδειγµα, η ανδρεία φαίνεται να είναι οµοιότερη µε τη θρασύτητα παρά µε τη δειλία) και, από την άλλη, η ανθρώπινη φύση τείνει συνηθέστερα («πεφύκαµεν», 1109a 14) άλλοτε στην 2
έλλειψη και άλλοτε στην υπερβολή (για παράδειγµα, τείνει προς τις ηδονές). Αυτή τη διπλή σχετικότητα συγκεφαλαιώνει η διατύπωση: «εν µεσότητι ουσα τη προς ηµας» (1106b 36). Αυτή η σχετικότητα µπορεί να είναι κοινωνική/ ιστορική, σχετική ως προς τύπους χαρακτήρων ή και ηθικών περιστάσεων ή και σχετική µε τύπους ηθικότητας [...], και µπορεί, πράγµατι, να εγείρει ενστάσεις σχετικά µε την εγκυρότητα της αρχής της µεσότητας. Ωστόσο, αυτό που µας ενδιαφέρει εδώ είναι το ανθρωπολογικό βάθος της µεσότητας. Βεβαίως, το ότι η ηθική κοινότητα της αριστοτελικής Αθήνας κάνει χρήση του µέσου δεν δικαιολογεί την υπόθεση ότι η σχέση ηθικής πράξεως και µέσου ανήκει στην ίδια τη φύση της πρώτης, ότι τελικά η µεσότητα προσιδιάζει στον ηθικό πράττοντα ως τέτοιον. [...] iii) Η έννοια του µέσου θα πρέπει να νοηθεί στην καθαρά ηθική της διάσταση, παρά το δεδηλωµένο δανεισµό της από τη σφαίρα της τέχνης (1106b 10 κε.). Και τούτο διότι, στη σφαίρα της τέχνης, το µέσον αφορά µόνο στο τελικό προϊόν, στο ίδιο το έργο και την πληρότητά του. Παράδειγµα µιας τέτοιας αντίληψης αποτελεί το µέγεθος της τραγωδίας (βλέπε Ποιητική). Αντίθετα, το µέσον της ηθικής σφαίρας αφορά στην ίδια τη συγκρότηση της ηθικής πράξεως, στο σύνολο των παραγόντων που την καθορίζουν. Πράγµατι, κάθε φορά που ο Αριστοτέλης καλείται να αναλύσει την προσφορά της µεσότητας στο χώρο της ηθικής, αναφέρει: «το δ ότε δει και εφ οις καί πρός ους και ου ένεκα και ως δει, µέσον τε καί άριστον» (1106b 20-23). [...]. iv) Δε θα πρέπει πάντως να παρανοήσουµε τη σχέση µεταξύ µέσου και αρετής και να υποθέσουµε ότι δηλώνει µια δυνατότητα αυτο-προσδιορισµού των ηθικών αρετών. Οι ηθικές αρετές δεν έχουν κάποια ενδιάθετη δυνατότητα να καθορίζουν το τι συνιστά κάθε φορά τη µεσότητα των παθών και των πράξεων, ούτε µια µορφή αυτο-συνειδησίας που να τους φανερώνει το πότε έχουν επιτύχει το µέσον και πότε έχουν οδηγηθεί στην ακρότητα. Η αναφορά στην ηθική αρετή ως «στοχαστική του µέσου» (1106b 29) δεν έχει καµιά σχέση µε τον ανα-στοχασµό. Η αρετή στοχεύει το µέσον, δηλαδή αναπροσαρµόζεται στην προσπάθειά της να το προσεγγίσει, αλλά δεν το έχει καθορίσει εξ εαυτής. Ο τόπος του µέσου είναι «εν τοις πάθεσι και εν ταις πράξεσι» (1107a 5), αλλά το µέσον παραµένει «µη-διωρισµένον» (1138b 33), όσο δεν έχει καθορισθεί από τον λόγο έτσι όπως τον εκπροσωπεί ο φρόνιµος: «ως αν ο φρόνιµος ορίσειεν» (1107a 1-2). Βρισκόµαστε, λοιπόν, µπροστά στο παράδοξο, οι 3
µεν πράξεις και τα πάθη να ενέχουν τη µεσότητα, χωρίς να την καθορίζουν, η δε φρόνησις να ορίζει τη µεσότητα, χωρίς όµως να χαρακτηρίζεται από αυτήν. Η µεσότητα δεν εξασφαλίζει την παρουσία του εαυτού στο επίπεδο των παθών: η παρουσία είναι προνόµιο του λόγου. Οι ηθικές αρετές δεν θα προσδιορίζονταν, λοιπόν, από το µέσον εάν δεν πειθαρχούσαν στο λόγο, εάν δεν ίσχυε ότι «πείθεται πώς υπό λόγου το άλογον» (1102 b 35). Τελικά, η διατύπωση ότι τα πάθη και οι έξεις ενέχουν τη µεσότητα είναι παραπλανητική και δεν πρέπει να υποτεθεί ότι το µέσον ταυτίζεται µε ορισµένα πάθη/ πράξεις, ως εάν να υπήρχε µια αντικειµενική αντιστοιχία παθών/ πράξεων και µεσότητας. Ο κατάλογος των ΗΕ και η περιγραφή των ΗΝ δεν θα πρέπει να νοηθούν ως αντιστοιχία συγκεκριµένων αρετών µε τη µεσότητα, υπό την έννοια ότι πρόκειται για συγκεκριµένες παγιωµένες συµπεριφορές. Αυτό θα µετέτρεπε την αναζήτηση της µεσότητας από ηθικό πρόβληµα και έργο του φρονίµου (σε σχέση µε το πότε, προς ποιον κτλ. πράττεται µια πράξη), σε πάγια λύση των ηθικών προβληµάτων. Μια τέτοια ερµηνεία θα υποβίβαζε ανεπανόρθωτα τη µεσότητα σε δεοντολογία. Εκ διαµέτρου αντίθετη είναι η αριστοτελική θέση, που υποστηρίζει ότι η ανεύρεση του µέσου ταυτίζεται µε την επιτυχία της ηθικής πράξεως, ότι αποτελεί την κατάληξη της ηθικής σκέψης και όχι την αφετηρία της. Τα πάθη/ πράξεις «επιδέχονται» (1107a 9) τη µεσότητα, δηλαδή είναι δυνατόν να ταυτισθούν κάποια στιγµή µε αυτό που προστάζει η φρόνησις, συµπίπτουν µε το µέσον, δεν είναι αυτά τα ίδια το µέσον. Για αυτό το λόγο και µπορεί να υποστηριχθεί ότι ορισµένα πάθη/ πράξεις δεν επιδέχονται τη µεσότητα, δηλαδή δεν µπορούν ποτέ να συµπέσουν µε την επιλογή της αρετής αλλά αναγκαστικά ψέγονται «τω αυτά φαυλα είναι» (1107a 13). Ο φόνος, για παράδειγµα, είναι κάτι καθαυτό κακό, χωρίς τούτο να σηµαίνει ότι αποτελεί µια υπερβολή, ότι δηλαδή τοποθετείται στην κλίµακα της µεσότητας. Εδώ δεν υπάρχει µέσον, διότι το φάσµα των πράξεων φόνου δεν µπορεί ποτέ να συµπέσει µε το µέσο, δηλαδή την αρετή, σε κανένα πεδίο της ανθρώπινης πρακτικής ζωής. v) Μεσότητα δεν υφίσταται στο εσωτερικό της κακίας : το ότι υπάρχουν πολλά επίπεδα του πάθους της δειλίας ή ότι εµφανίζονται ποικίλες περιπτώσεις της πράξεως της κλοπής (και παρά το ότι η κοινωνική ηθική ή η δικαστική εξουσία αναγνωρίζουν τη σηµασία αυτής της κλιµάκωσης), δεν σηµαίνει ότι κάποια υπερβολή ή έλλειψη ενέχει µέσα της τη µεσότητα, ότι, για παράδειγµα, το να φανώ δειλός και να το βάλω 4
στα πόδια είναι µέσον σε σχέση µε το να φανώ δειλός προδίδοντας τους συµπολεµιστές µου. Στις κακίες ισχύει ότι «ουδέ µεσότης ουδέ υπερβολή και έλλειψις, αλλ ως αν πράττηται αµαρτάνεται» (1107a 24-25). Τα Τοπικά το δηλώνουν µε σαφήνεια: «τό γάρ κακόν ουδενός µάλλον ή ήττον αγαθόν» (115b 6) Αυτό πρέπει να κατανοηθεί σε όλο του το βάθος: το µέσον και τα άκρα δεν είναι του ίδιου είδους, τα άκρα δεν επιδέχονται µέσον και η µεσότητα δεν επιδέχεται άκρα, για τον απλούστατο λόγο ότι µέσον σηµαίνει αρετή και άκρα κακία. Είναι προφανές, για παράδειγµα, ότι η ανδρεία και η θρασύτητα (η υπερβολή του θάρρους) δεν ανήκουν στο ίδιο είδος. Απεναντίας, το ότι σχετίζονται µεταξύ τους ως µεσότητα και υπερβολή, αναφερόµενες σε ένα κοινό τρόπο µε τον οποίο παρουσιάζεται ένα ηθικό πρόβληµα, επιτρέπει το διαχωρισµό τους σε είδη: µε κριτήριο την υπερβολή (και την έλλειψη) «είδη κατονοµάζεται» (1221b 10) των παθών/πράξεων. Μπορεί η σχέση ανδρείας και θρασύτητας να περιγράφεται ενίοτε ως µια σχέση κλµάκωσης, αλλά τούτο ουδόλως σηµαίνει ότι εντάσσονται και τα δύο σε µια οµοιογενή κλίµακα. Είναι ανόητο να πεί κάποιος ότι ο θρασύς είναι περισσότερο θαρραλέος από τον ανδρείο ή ότι ο ανδρείος είναι λιγότερο θαρρραλέος από τον θρασύ. Όπως σηµειώσαµε και προηγουµένως, η θρασύτητα και ο φόβος ποτέ δεν ορίζονται ως υπερβολή ή έλλειψη σε σχέση µε την ανδρεία. Η θρασύσητα είναι υπερβολή όχι της ανδρείας αλλά ως προς το «θαρρείν» και η δειλία είναι υπερβολή όχι ως προς την ανδρεία αλλά ως προς τα φοβερά. Τα αντίθετα ορίζονται ως ακρότητες στην αµοιβαία άρνησή τους και η µόνη δυνατή σχέση τους µε την αρετή της ανδρείας είναι αυτή του φαίνεσθαι και όχι αυτή του είναι. Ο θρασύς και ο δειλός δεν έχουν σχέση ουσίας µε τον ανδρείο αλλά σχέση που περιγράφεται από τους όρους : «προσποιητικός» (1115b 30) και «φαίνεσθαι» (b 31). Στην ουσία της ηθικής αρετής αντιστοιχεί µόνο το µέσον : «[ ] καί του µέσου (τήν γάρ ουσίαν έχει τουτο καί τόν λόγον, των δε άκρων εκάτερον ουκ έχει χωρίς)» ( Ζώων Μορίων, 652b 16 κε.). Η θρασύτητα ως υπερβολή συνιστά κακία, δηλαδή το αντίθετο της ανδρείας ως αρετής. Η θρασύτητα δεν είναι κάτι επιπλέον σε σχέση µε την ανδρεία αλλά µια υπερβολή, πράγµα που σηµαίνει ακύρωση της αρετής. Μια θρασεία πράξη καταστρέφει την ευπραξία της ανδρείας πράξεως ως τέτοια («φθειρούσης το ευ», 1106b 11-12). [...] Το ότι η αρετή της µεσότητας µπορεί να τείνει πότε προς την υπερβολή και πότε προς την έλλειψη, χωρίς να υφίσταται τον ψόγο ((1109b 18-20), δεν υπονοεί κάποια 5
µίξη τής αρετής µε τα άκρα. Απλά υποβάλλει την ιδέα ότι η µεσότητα δεν είναι ενική αλλά αντιστοιχεί, µάλλον, σε ένα φάσµα παθών/ πράξεων. Όταν λοιπόν ο Αριστοτέλης λέγει ότι η επίτευξη του µέσου επιτυγχάνεται «µοναχώς» ενώ το «αµαρτάνειν πολλαχως εστίν» (1106b 29-32), δεν εννοεί ότι η µεσότητα είναι ενική, αλλά ότι είναι πεπερασµένη, σε αντίθεση µε την «απειρία» του ηθικού σφάλµατος. Άλλωστε, µια ενική µεσότητα θα προσιδίαζε στο χώρο της ποσοτικής κλιµάκωσης και όχι σε αυτόν της ηθικής και των σχέσεων «ως επί το πολύ». Από την άλλη, δεν θα πρέπει να εννοηθεί ότι η φρόνησις καθορίζει απλά ένα φάσµα µεσότητας και ένα τύπο πράξεων που κινείται εντός του. Δεν πρέπει να λησµονούµε ότι η φρόνησις είναι επιτακτική, ότι οδηγεί σε µια συγκεκριµένη πράξη στη συστοιχία της µε το µέσον. 6