Φιλολογική επιμέλεια απαντήσεων: Παπαγεωργίου Γιώργος Α1. Με ανάλογο τρόπο και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι (τεχνίτες). Δηλαδή, χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια, θα γίνουν καλοί οικοδόμοι, χτίζοντας, όμως, με κακό τρόπο, κακοί. Γιατί, αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, καθόλου δεν θα χρειαζόταν ο δάσκαλος, αλλά όλοι θα ήταν καλοί ή κακοί από τη γέννησή τους. Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και με τις αρετές δηλαδή, κάνοντας όσα συμβαίνουν στις συναλλαγές μας με τους άλλους ανθρώπους, γινόμαστε άλλοι δίκαιοι και άλλοι άδικοι, κάνοντας, όμως, όσα έχουν μέσα τους το στοιχείο του φόβου και συνηθίζοντας να αισθανόμαστε φόβο ή θάρρος, άλλοι γινόμαστε ανδρείοι και άλλοι δειλοί. Το ίδιο συμβαίνει και με όσα έχουν σχέση με τις επιθυμίες και με την οργή (μας) άλλοι, δηλαδή, γίνονται σώφρονες και πράοι, ενώ άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι, άλλοι με το να συμπεριφέρονται σ αυτά με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο και άλλοι με εκείνο τον τρόπο. Και, με έναν λόγο, λοιπόν, από όμοιες ενέργειες διαμορφώνονται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Β1. α. Ο Αριστοτέλης στο σημείο αυτό δεν παρουσιάζει άλλα πολιτεύματα ως καλύτερα και άλλα ως λιγότερο καλά. Αυτή τη διάκριση ανάμεσα στα ορθά πολιτεύματα και τις παρεκβάσεις τους την κάνει στα Πολιτικά, στην ενότητα 17. Αντιθέτως, στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για τον στόχο των νομοθετών, σε όλα τα πολιτεύματα, να κάνουν τους πολίτες αγαθούς. Από τον βαθμό επίτευξης του στόχου αυτού κρίνονται τα καλά ή φαύλα πολιτεύματα. Επομένως, για να χαρακτηριστεί ένα πολίτευμα καλό, πρέπει να έχει καλούς νόμους, που κατορθώνουν να καταστήσουν τους πολίτες ηθικούς. Πρέπει να επισημανθεί η χρήση της λέξης φαύλης. Με τον όρο αυτό ο Αριστοτέλης δεν εννοεί κακό πολίτευμα, αλλά λιγότερο καλό, όχι τόσο καλό όσο άλλα. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο Αριστοτέλης σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που πίστευε ότι υπάρχει μόνο ένα σωστό πολίτευμα, η ιδανική πολιτεία, ενώ όλα τα άλλα είναι λανθασμένα και επικίνδυνα πίστευε ότι όλες οι μορφές πολιτευμάτων έχουν τις θετικές και τις αρνητικές τους πλευρές και ότι κάποια από αυτά είναι απλώς λιγότερο ικανοποιητικά από άλλα. Αποδεικνύεται, λοιπόν, η σημασία που έδινε ο Αριστοτέλης στην απόκτηση της ηθικής αρετής από τους πολίτες μιας πόλης. Έτσι, θεωρεί την ηθική ολοκλήρωση των πολιτών ως το μοναδικό κριτήριο, για να χαρακτηριστεί ένα πολίτευμα καλό. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί ύψιστο σκοπό της πολιτείας τη διάπλαση πολιτών με ανεπτυγμένη την ηθική αρετή και θεωρεί ότι μόνο στην πόλη όπου οι πολίτες είναι ηθικοί οι άνθρωποι ευημερούν. Αντίθετα, θεωρεί ότι η πόλη έχει αποτύχει
στον στόχο της όταν οι πολίτες της δεν έχουν αποκτήσει την ηθική αρετή μέσω του εθισμού στις καλές πράξεις. Και σε άλλο χωρίο των Ηθικών Νικομαχείων, ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για νόμο που είναι κείμενος ορθώς και έχει επιτυχία και για νόμο ἀπεσχεδιασμένον (δηλαδή προχειροφτιαγμένο), που δεν έχει επιτυχία. β. Στο σημείο αυτό πρέπει να προσέξουμε τη χρήση των εννοιών γένεσις και φθορά. Πρόκειται για δύο έννοιες που αποτελούν θεμελιώδες αντιθετικό ζεύγος ήδη από τις απαρχές της φιλοσοφικής σκέψης. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης, στη φιλοσοφία του οποίου τα πάντα ακολουθούν αυτή τη φυσική πορεία από τη γέννηση στη φθορά, έχει γράψει και φιλοσοφικό έργο με τον τίτλο Περί Γενέσεως καί Φθοράς. Αναλυτικότερα, ο Αριστοτέλης συνεχίζει να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται η ηθική αρετή, επιμένοντας ότι για την κατάκτησή της προηγούνται η επανάληψη και ο εθισμός, αφού με την άσκηση και τον εθισμό κατακτά κανείς την ηθική αρετή, όπως μαθαίνει και μια τέχνη. Έτσι, κάθε μορφή ηθικής αρετής, είτε αυτή γίνεται είτε φθείρεται, έχει ως αφετηρία της τις ίδιες αιτίες και τα ίδια μέσα (με το ρήμα φθείρεται νοείται πιο πολύ η ατελέσφορη προσπάθεια για την κατάκτηση της αρετής παρά η φθορά της αρετής). Με λίγα λόγια, ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι τόσο για να αποκτηθεί η αρετή από κάποιον άνθρωπο (γίνεται) όσο και για να μην αποκτηθεί (φθείρεται) ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Έτσι, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να προβαίνουν στις ίδιες πράξεις δύο άνθρωποι, και ο ένας να γίνεται αγαθός, ενώ ο άλλος να μη γίνεται κάτοχος της αρετής; Την απάντηση σε αυτό το όντως δύσκολο ερώτημα θα μας τη δώσει στη συνέχεια ο Αριστοτέλης. γ. Με τον όρο ἕξις (από το ρήμα ἔχω) ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην επαναλαμβανόμενη ενέργεια που κάνει κάποιος άνθρωπος, για να προσδώσει κάποιο στοιχείο στον χαρακτήρα του. Όμως, εκτός από την ενέργεια που συνηθίζει να επαναλαμβάνει ο ανθρωπος, ἕξις είναι και το μόνιμα διαμορφωμένο πλέον μετά από εθισμό στοιχείο του χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, έξεις είναι τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα του ανθρώπου, που αποκτήθηκαν με συνεχή επανάληψη. Μπορεί να είναι καλές ή κακές και αποτελούν ένα από τα τρία τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα. Μάλιστα, με την έξιν, με την επανάληψη κάποιας ενέργειας ή κάποιας δυνατότητας, αντιμετωπίζει τα πάθη του και διαμορφώνει τελικά κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα του. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι οι έξεις δεν υπάρχουν εκ φύσεως, αλλά δημιουργούνται ύστερα από πράξη, από εθισμό. Με την άποψη αυτή του Αριστοτέλη καταργείται η αριστοκρατική αντίληψη, αφού, κατά τον φιλόσοφο, κανείς δεν γεννιέται ανδρείος από τη φύση του,
αλλά γίνεται ανδρείος με την επανάληψη ανδρείων ενεργειών. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης σε άλλο σημείο στα Ηθικά Νικομάχεια θα διατυπώσει την άποψη ότι συμβαίνει και το αντίθετο: οι ἕξεις γίνονται η πηγή των αντίστοιχων ενεργειών και, έτσι, δημιουργείται ένας κύκλος. Με άλλα λόγια, συνηθίζοντας να δείχνουμε θάρρος απέναντι στις καταστάσεις φόβου, γινόμαστε ανδρείοι και, αφού γίνουμε ανδρείοι, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ευκολότερα τις καταστάσεις φόβου. Τελικά, ο Αριστοτέλης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και οι καλές και οι κακές έξεις αποκτώνται με τον ίδιο τρόπο. Β2. Στο προς εξέταση απόσπασμα ο Αριστοτέλης, χρησιμοποιώντας την αναλογική συλλογιστική πορεία, διατυπώνει την άποψη πως ό,τι ισχύει με τις τέχνες ισχύει και με τις αρετές. Όπως ο τεχνίτης μαθαίνει την τέχνη του με τον εθισμό, έτσι και ο κάθε άνθρωπος αποκτά την αρετή, επαναλαμβάνοντας όμοιες ενέργειες. Μάλιστα, όταν αυτή η άσκηση γίνεται σωστά, τότε γίνεται καλός τεχνίτης, ενώ, όταν η εξάσκηση γίνεται με εσφαλμένο τρόπο, τότε γίνεται κακός τεχνίτης. Η διαδικασία, επομένως, και για την απόκτηση των ηθικών αρετών ακολουθεί την ίδια περίπου πορεία: καλοί ή κακοί τρόποι δράσης ή συμπεριφοράς καλές ή κακές συνήθειες απόκτηση ή όχι ηθικών αρετών. Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης εξηγεί πώς εννοεί την αναλογία μεταξύ τεχνών και αρετών. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι αναπτύσσουν διαφορές σχέσεις μεταξύ τους. Άλλοι συμπεριφέρονται έντιμα, ενώ άλλοι με τρόπο ανήθικο. Έτσι, θα προκύψουν άνθρωποι δίκαιοι και άνθρωποι άδικοι. Έτσι, το αν ένας άνθρωπος κριθεί δίκαιος ή άδικος θα δικαιολογηθεί με κριτήριο τη συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους. Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης συνεχίζει να στηρίζει την άποψή του, παραθέτοντας ακόμα ένα παράδειγμα ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αναφέρεται στις καταστάσεις που προκαλούν φόβο στους ανθρώπους, επισημαίνοντας ότι όσοι τις αντιμετωπίζουν με θάρρος γίνονται ανδρείοι, ενώ όσοι τις αντιμετωπίζουν με δειλία γίνονται δειλοί. Επομένως, η συνήθεια προσδίδει ένα στοιχείο στον ανθρώπινο χαρακτήρα. Ο εθισμός στην ανδρεία σε μια κατάσταση που δημιουργεί φόβο καθιστά τους ανθρώπους ανδρείους, ενώ ο εθισμός στην δειλία καθιστά τους ανθρώπους δειλούς. Κάποια ακόμα τελευταία παραδείγματα που ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί στην προσπάθειά του να αποδείξει τη σημασία του εθισμού για την απόκτηση των έξεων αφορούν τις επιθυμίες και τις οργές. Αναλυτικότερα, ολοι οι άνθρωποι συχνά νιώθουν κάποιες επιθυμίες. Κάποιοι θα συνηθίσουν, καταβάλλοντας ιδιαίτερη προσπάθεια, να μην παρασύρονται από τις επιθυμίες τους. Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι θα συνηθίσουν να ενδίδουν σε αυτές, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να γίνουν
σώφρονες και οι δεύτεροι να γίνουν ακόλαστοι. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις καταστάσεις που προκαλούν την ανθρώπινη οργή. Κάποιοι θα εθιστούν στο να αντιμετωπίζουν αυτές τις καταστάσεις με ψυχραιμία, κάποιοι άλλοι θα μάθουν να αντιδρούν με επιθετικό τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι να γίνουν οι πρώτοι πράοι και οι δεύτεροι οξύθυμοι. Στα λόγια του φιλοσόφου παρατηρείται για μια ακόμη φορά η πάγια άποψή του ότι καμία αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως στον άνθρωπο, αφού η αρετή είναι κάτι που αποκτάται μέσω του σωστού εθισμού. Β3. Ένας λόγιος τον οποίο είχε την τύχη να συναντήσει ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία, όταν ήρθε να σπουδάσει σ' αυτήν, ήταν ο Εύδοξος από την Κνίδο. Ο νεαρός, τότε, αυτός επιστήμονας ήταν μια από τις πιο προικισμένες προσωπικότητες της αρχαιότητας. Ήταν μαθηματικός, αστρονόμος και γεωγράφος, και ο Πλάτωνας δεν δίστασε καθόλου να του εμπιστευθεί, κατά τη διάρκεια της απουσίας του, τη διεύθυνση της σχολής του. Δεν ήταν λοιπόν μόνο τυχερός ο νεαρός Σταγειρίτης που «βρέθηκε», όπως είπε ένας αριστοτελιστής των ημερών μας, «την πιο κατάλληλη στιγμή στον πιο σωστό τόπο, εκεί δηλαδή όπου υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να γονιμοποιήσουν με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο τη σκέψη του βοηθώντας την να απλώσει μέσα σε σύντομο χρόνο τα δικά της φτερά» πιο σημαντικό θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι με την απουσία του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης είχε, από την πρώτη στιγμή, την ευκαιρία να δεχτεί εκείνην ακριβώς την επίδραση που πρέπει να ανταποκρινόταν πολύ αμεσότερα στη δική του ψυχοσύνθεση, την απόλυτα σχεδόν θετική και επιστημονική, την ελάχιστα οπωσδήποτε ποιητική (τέτοια ήταν κατά βάση η ψυχοσύνθεση του Πλάτωνα). Β4. γινόμενον, ἐστίν, συναλλάγμασι, δεινοῖς, ἀναστρέφεσθαι. Γ1. Έχω τη γνώμη, είπα εγώ, ότι το στοιχείο που αναφέρεις ως ένδειξη ότι η τέχνη να γράφεις λόγους δεν είναι εκείνη που θα έκανε ευτυχισμένο όποιον θα την κατείχε, είναι βάσιμο. Παρόλα αυτά, εγώ νόμιζα πως κάπου εδώ θα εντοπιζόταν η επιστήμη που τόσην ώρα ψάχνουμε να βρούμε. Γιατί πραγματικά οι άνθρωποι αυτοί, που γράφουν τους λόγους, μου δίνουν, Κλεινία, την εντύπωση, όταν συναναστρέφομαι μαζί τους, πως είναι κάτι παραπάνω από σοφοί και πως η ίδια η τέχνη τους (είναι) κάποια θεϊκή και μεγάλη (τέχνη). Και, βέβαια, αυτό δεν είναι διόλου παράδοξο: γιατί είναι τμήμα της τέχνης των μάγων και ελάχιστα κατώτερη από εκείνη. Γιατί η μια, η τέχνη των μάγων, γοητεύει φίδια και αράχνες και σκορπιούς και άλλα ζώα καθώς και αρρώστιες, ενώ αυτή γοητεύει και πείθει δικαστές, μέλη της εκκλησίας του δήμου και άλλα πλήθη.
Γ2. φάτε, ἐκτῶ, τινῶν, (ὦ) εὔδαιμον, ᾠήθη, πεφάνθω, παλαίτερον, (ὦ) κήλησι, τύχοιεν, ἐσομέναις. Γ3. α) μοι: δοτική προσωπική του κρίνονταος προσώπου από το προσωπικό ρήμα δοκεῖς, εὐδαίμων: Κατηγορούμενο στο τις μέσω του συνδετικού τύπου εἴη, ἣν: Αντικείμενος του ρήματος ζητοῦμεν, ἐκείνης: γενική συγκριτική από το ὑποδεεστέρα, οὖσα: Κατηγορηματική μετοχή, που εξαρτάται από το ρήμα τυγχάνει και είναι συνημμένη στο υποκείμενό του, το ἡ δε. Γ3. β) Πρόκειται για μια υποθετική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος ἄν εἴη, που είναι το τις. Αναλύεται στην εξής δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση: εἰ κτήσαιτο. Η δευτερεύουσα πρόταση που σχηματίζεται εκφέρεται με ευκτική, καθώς σχηματίζει, σε συνδυασμό με το ρήμα ἄν εἴη, υποθετικό λόγο που δηλώνει την απλή σκέψη του λέγοντος.