[1] Διπλωματική Εργασία στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Καλλιόπη Μακρίδου

Σχετικά έγγραφα
ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟ. ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Περί ισχύος προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

της δίωξης ή στην αθώωση.

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 5

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ META THN KATAΡΓΗΣΗ του 938 ΚΠολΔ. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις έργων κατά το στάδιο της ανάθεσης και κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Ως προς τη νομική φύση των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Της ΜΑΤΙΝΑΣ ΜΑΤΖΟΥΝΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ (Α.Μ. 1551) ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΕΠΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ»

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 6 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4096, Δ.Κ. 3/2014

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Transcript:

[1] ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, AΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΠΙΠΕΔΟΥ Διπλωματική Εργασία στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Καλλιόπη Μακρίδου ΘΕΜΑ: Η αναστολή εξέλιξης της πολιτικής δίκης, κατά τα άρθρα 249, 250 ΚΠολΔ Ζωή Παρ. Δημάκη (Α.Μ. 446) Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2011

[2] ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Α. Αντί προλόγου Β. Δικαιοπολιτικοί σκοποί των ρυθμίσεων των άρθρων 249, 250 ΚΠολΔ 1. Η αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων 2. Η αρχή της οικονομίας της δίκης ΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 249 ΚΠΟΛΔ Α. Προϋποθέσεις εφαρμογής: 1.Εκκρεμότητα της δίκης ως προς το προδικαστικό ζήτημα α. ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου β. ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής. 2. Ο δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των εκκρεμών δικών α. τα προδικαστικά ζητήματα β. τα παρεμπίπτοντα ζητήματα γ. ειδικότερα, ο δεσμός προδικαστικότητας ΙΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 250 ΚΠΟΛΔ Α. Προλεγόμενα Β. Προϋποθέσεις εφαρμογής α. Εκκρεμής ποινική αγωγή β. Η επιρροή της ποινικής δίκης στην διάγνωση της επίδικης διαφοράς ΙV. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Α. Η Διακριτική ευχέρεια του δικαστή Β. Η έννομη συνέπεια: αναστολή της δίκης 1.Αναστολή και όχι αναβολή 2. Δυνητική αναστολή Σύγκριση με τις διατάξεις των άρθρων 610, 621 ΚΠολΔ V. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Α.Η φύση και τα χαρακτηριστικά της απόφασης που διατάσσει την αναστολή Β. Η χρονική διάρκεια της διατασσόμενης αναστολής Γ. Οι εφαρμοζόμενες διαδικασίες Δ. Η εφαρμογή των ρυθμίσεων στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και στην αναιρετική διαδικασία Ε. Το ζήτημα της εν επιδικία παραγραφής της αξίωσης Βιβλιογραφία

[3] Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Α. Αντί προλόγου Με τη θεμελιακή ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 20 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα του καθενός στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, εξασφαλίζοντας τόσο την ελεύθερη πρόσβαση του φορέα του δικαιώματος στην δικαιοσύνη ως κρατική λειτουργία όσο και την οριστική δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς, παρέχοντας αξίωση για δικαστική διάγνωση της επίδικης διαφοράς. Με τον ίδιο τρόπο, στη ρύθμιση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το νδ 53/1974 και κατισχύει κάθε αντίθετης διάταξης εθνικού νόμου προβλέπεται το δικαίωμα του ατόμου να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, σε δημόσια συνεδρίαση και εντός εύλογης προθεσμίας από ανεξάρτητο αμερόληπτο και νομίμως συστημένο προς το σκοπό αυτό δικαστήριο. Τις υπερνομοθετικού χαρακτήρα αυτές δικαιικές αρχές υπηρετούν και δεν αντιμάχονται οι ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ, με τα επιμέρους χαρακτηριστικά και δικονομικές πτυχές των οποίων θα ασχοληθεί η παρούσα μελέτη. Η καθιερούμενη από τις ρυθμίσεις αυτές δυνατότητα αναστολής της εξέλιξης της πολιτικής δίκης, προκειμένου να ολοκληρωθεί ετέρα εκκρεμής δίκη, που θα κρίνει τελεσίδικα ή αμετάκλητα προδικαστικό της αναστελλόμενης δίκης ζήτημα, πραγματώνει ολοκληρωτικά τις βασικές αρχές της πολιτικής δίκης και μέσω αυτών εναρμονίζεται και με τις συνταγματικές επιταγές. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιασθούν, αναλυτικά, τα ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, που άπτονται της προβληματικής των ρυθμίσεων των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ και να

[4] καταδειχθούν οι δικαιοπολιτικοί σκοποί θέσπισής τους, οι προϋποθέσεις της εφαρμογής τους σε κάθε περίπτωση, οι έννομες συνέπειες αλλά και οι δικονομικοί τρόποι εφαρμογής τους. Β. Δικαιοπολιτικοί σκοποί των ρυθμίσεων των άρθρων 249, 250 ΚΠολΔ Η αναστολή εξέλιξης της δίκης κατά τις διατάξεις των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ εντάσσεται αδιαμφισβήτητα στα μέτρα διεύθυνσης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου από τον δικάζοντα δικαστή, και παράλληλα, συντελεί και την ευόδωση των σκοπών της πολιτικής δίκης, δηλαδή στην ορθή και ουσιαστική διερεύνηση της υπό διάγνωση διαφοράς και στην δικαιική ειρήνη. 1. Η αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων Η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων αφενός μεν κλονίζει ανεπανόρθωτα το κύρος της δικαιοσύνης, αφετέρου δε προκαλεί σύγχυση και ανασφάλεια στους δικαζόμενους και υποσκάπτει την ασφάλεια του δικαίου. Προμετωπίδα του δικαιικού μας συστήματος στην προσπάθεια για την πρόληψη του κινδύνου αυτού αποτελεί ο θεσμός του δεδικασμένου, κατά τον οποίο ο δικαστής της μεταγενέστερης δίκης δεσμεύεται από την τελεσίδικη απόφαση της προγενέστερης δίκης, όταν υπάρχει ο προβλεπόμενος στις σχετικές ρυθμίσεις συνεκτικός δεσμός μεταξύ των δύο δικών. Εντούτοις, ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων ελλοχεύει και σε πρωιμότερο στάδιο της πολιτικής δίκης, όταν δίκες, που παρουσιάζουν συγκεκριμένα σημεία τομής και τριβής μεταξύ τους είτε από άποψη αντικειμένου της δίκης είτε από την άποψη ταυτότητας των διαδίκων εξελίσσονται παράλληλα, εκκρεμούσες, όμως, ενώπιον διαφορετικών ή και των ίδιων δικαστηρίων. Σε αυτές τις περιπτώσεις,

[5] επεμβαίνει, πρωτίστως, η ένσταση της εκκρεμοδικίας και όταν αυτή αργεί, γιατί δεν συντρέχουν στην κρίσιμη υπό διάγνωση διαφορά οι τιθέμενες από τις οικείες ρυθμίσεις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις της, παρεμβαίνει η ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ και δίδει στον δικαστή τη δικονομική δυνατότητα αναστολής της μίας δίκης έως την περάτωση της άλλης. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται, σε σημαντικό βαθμό, η εναρμόνιση των δικαιοδοτικών κρίσεων. Τούτων δοθέντων, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η ύπαρξη του φράγματος του δεδικασμένου δεν αποκλείει την ανάγκη δημιουργίας και άλλου αναχώματος, που ελαχιστοποιεί ή μηδενίζει εντελώς το ενδεχόμενο έκδοσης ασυμβίβαστων μεταξύ τους δικαστικών αποφάσεων, σε τρόπο ώστε οι μηχανισμοί αυτοί της πολιτικής δίκης να πρέπει να νοηθούν ως ένα αλληλένδετο και αλληλοσυμπληρούμενο πλέγμα διατάξεων και θεσμών, που λειτουργεί το ένα συμπληρωματικά του άλλου: η εκκρεμοδικία καλύπτει τα κενά του δεδικασμένου και η αναστολή τα κενά της εκκρεμοδικίας. Υπό το πρίσμα αυτό και η προβλεπόμενη στα άρθρα 249 και 250 αναστολή αποτελεί μία πρόσθετη εγγύηση για την εκμηδένιση του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών δικανικών κρίσεων ως προς την ίδια διαφορά, συνεπικουρώντας το δεδικασμένο και την εκκρεμοδικία. Παρά ταύτα, έχουν εκφραστεί 1 και κάποιες επιφυλάξεις αναφορικά με το κατά πόσον ο θεσμός της αναστολής των άρθρων 249 και 250 εξυπηρετεί, πράγματι τον σκοπό της αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Υποστηρίζεται, έτσι, ότι ο δικαιοπολιτικός σκοπός της ρύθμισης εξαντλείται στην προαγωγή της οικονομίας της 1 Βλ. Μπέη Κ., Πολιτική Δικονομία Γενικές αρχές και κατ άρθρον ερμηνεία, ΙΙΑ, αρθρ. 249, σελ. 1087 αλλά και Σαχπεκίδου, ΕλΔνη 1988, σελ.862, 863

[6] δίκης, στις περιπτώσεις, που δεν βοηθά η ένσταση εκκρεμοδικίας, δεδομένου ότι επιτυγχάνεται αυτοτελής διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος από το αρμόδιο δικαστήριο και τον φυσικό του δικαστή ταχύτερα και ασφαλέστερα, γεγονός το οποίο διευκολύνει και επιταχύνει την περαιτέρω διαδικαστική πορεία της αναστελλόμενης δίκης. Η αποφυγή της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων δεν υπηρετείται, κατά την υποστηριζόμενη αυτή άποψη, για το λόγο ότι η αναστολή δεν είναι υποχρεωτική αλλά η χορήγησή της ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. 2. Η αρχή της οικονομίας της δίκης Κρίσιμος για την χορήγηση της αναστολής κρίνεται και ο παράγοντας της οικονομίας της πολιτικής δίκης, με την έννοια ότι αποφεύγεται επιπρόσθετος διπλός δικαστικός μόχθος από την παράλληλη απασχόληση δύο δικαστηρίων με το ίδιο ζήτημα. Κατ ακριβολογία, όμως, δεν αποφεύγεται πλήρως η διπλή ενασχόληση των δικαστηρίων, δεδομένου ότι με τους εξεταζόμενους θεσμούς δεν παύει οριστικά η εξέλιξη της έτερης δίκης αλλά αναστέλλεται η πρόοδός της έως την περάτωση της πρώτης δίκης, σε τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται τελικά, η έστω και μερική απαλλαγή του δεύτερου δικαστή της ανασταλείσας δίκης από την ενασχόλησή του με θέματα απόδειξης ή και βασιμότητας, νομικής και ουσιαστικής, των ζητημάτων, που επιλύθηκαν ήδη από το πρώτο δικαστήριο. Εξάλλου, τόσο τα συμφέροντα του αντιδίκου, που ενδεχομένως να συρθεί δύο φορές σε δίκη όσο και τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου στην εύλογη χρήση των πόρων της απονομής της δικαιοσύνης συνηγορούν κατά του πολλαπλασιασμού της διαδικασίας. 2 2 Σταματόπουλος Σ. Η αρχή της οικονομίας στην πολιτική δίκη, 2003, σελ. 346

[7] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 249 ΚΠΟΛΔ Α. Προϋποθέσεις εφαρμογής: Κατά τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ «Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή την διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από την διοικητική αρχή απόφαση, που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμα ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής.» Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής και χορήγησης της προβλεπόμενης στη ρύθμιση αναστολής είναι η εκκρεμότητα άλλης δίκης ως προς το προδικαστικό ζήτημα και ο δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των δύο εκκρεμών δικών. 1. Εκκρεμότητα της δίκης ως προς το προδικαστικό ζήτημα α. ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου Πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 249 ΚΠολΔ είναι η ύπαρξη εκκρεμούς δίκης ως προς το προδικαστικό ζήτημα ενώπιον άλλου δικαστηρίου. Απαιτείται, λοιπόν, να έχει επέλθει εκκρεμοδικία ως προς την άλλη δίκη, δηλαδή να έχει κατατεθεί αγωγή ή άλλο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και να έχει προσδιοριστεί ρητή

[8] δικάσιμός του ή να έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, 3 δεδομένου ότι η μελετώμενη εδώ ρύθμιση εφαρμόζεται σε κάθε δικαιοδοτικό βαθμό, άρα και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ως προς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η άλλη δίκη, πρέπει να διευκρινιστεί, καταρχάς, ότι μπορεί να είναι ίσης ή και ιεραρχικά κατώτερης βαθμίδας δικαστήριο. 4 Μπορεί να πρόκειται, επίσης, για πολιτικό δικαστήριο (δικάζον είτε κατά την αμφισβητούμενη, τακτική ή ειδική, είτε κατά την εκουσία δικαιοδοσία), διαιτητικό ή διοικητικό δικαστήριο, όπως θα αναλυθεί ειδικότερα κατωτέρω. Πάντως, εάν η άλλη δίκη για το προδικαστικό ζήτημα εκκρεμεί ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, τότε δεν προκρίνεται η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 249 αλλά η συνεκδίκαση των δύο εκκρεμών δικών κατά τους όρους του άρθρου 246 ΚΠολΔ. 5 Αμφισβητούμενο είναι το ζήτημα του κατά πόσον η δίκη ως προς το προδικαστικό ζήτημα δύναται να εκκρεμεί και ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου. Έχουν υποστηριχτεί και οι δύο απόψεις, ορθότερη δε μάλλον φαίνεται αυτή που δέχεται μια τέτοια δυνατότητα. 6 Απαιτείται όμως, στην περίπτωση αυτή η πρόσθετη προϋπόθεση της δυνατότητας της εκδοθησόμενης από το αλλοδαπό δικαστήριο απόφασης να αναγνωρίζεται στην ημεδαπή, πληρώντας μία προς μία τις προϋποθέσεις του άρθρου 323 ΚΠολΔ. Υπό την εκδοχή, βέβαια, αυτή ο δικαστής που πρόκειται να χορηγήσει μια τέτοιου είδους αναστολή υπέρ της εκκρεμούς στο αλλοδαπό δικαστήριο δίκης, θα επιφορτίζεται 3 Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, αρθρ.249, σημ. 2, βλ και ΠΠρΘες 10655/2010, Αρμ 2010, 878, 4 ΕφΑθ 6470/1991, ΕλΔνη 1991, 910, ΕφΑθ 5353/1974, ΕΕΝ 1974, 691,692, ΕφΑθ 9432/1972, ΕΕΔ 1972, 728, 5 Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π. αρθ. 249, σημ. 8 6 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 71, αριθμ.8, Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος αρθρ.249, σελ. 1090, Σαχπεκίδου, Αρμ 2000, 737

[9] και με την υποχρέωση να εξετάσει εάν η αλλοδαπή απόφαση, μετά την έκδοσή της, θα πληρεί τα κριτήρια του άρθρου 323 ΚΠολΔ. Διαφορετικά, η χορήγηση μιας τέτοιας αναστολής, η οποία δεν θα πληρεί τα εχέγγυα αναγνώρισής της στην ημεδαπή, μόνο σε παρέλκυση της δίκης μπορεί να οδηγήσει, καταστρατηγώντας τους σκοπούς της ρύθμισης του 249 ΚΠολΔ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η δυνατότητα αναστολής της πολιτικής δίκης ενώπιον ημεδαπού δικαστηρίου, όταν το προδικαστικό ζήτημα εκκρεμεί ενώπιον του ΕΔΑΑ. Έτσι έκρινε η ΕφΑθ 10616/1990, 7 η οποία θεώρησε ότι τελεσίδικη απόφαση που εκδίδει το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι δεσμευτική για το ελληνικό Δημόσιο, που, ως διάδικο μέρος, είναι υποχρεωμένο να συμμορφωθεί με αυτήν, σύμφωνα με τα άρθρα 52 και 53 της Συνθήκης της Ρώμης, και διέταξε έτσι την αναστολή της δίκης ενώπιον του, εφαρμόζοντας το άρθρο 249 ΚΠολΔ. Προτείνεται ότι το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό και στην περίπτωση που το προδικαστικό ζήτημα εκκρεμεί ενώπιον του ΔΕΚ. 8 β. ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής. Η διάταξη του άρθρου 249 προβλέπει την δυνατότητα χορήγησης αναστολής της πολιτικής δίκης διαζευκτικά και στην περίπτωση κατά την οποία το αναφυόμενο σε αυτά παρεμπίπτον ζήτημα εκκρεμεί προς διάγνωση ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ή κρίνεται ή πρόκειται να κριθεί από αρμόδια διοικητική αρχή. Στην ρύθμιση αυτή αναδύεται η προβληματική της διασταύρωσης της πολιτικής και της διοικητικής δικαιοδοσίας, για την αντιμετώπιση της 7 ΕφΑθ 10616/1990, Δ 1993, 692 8 Βλ. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Πολιτική Δικονομία, σελ. 71-72

[10] οποίας έχουν επιλεγεί από τον νομοθέτη δύο δικονομικές λύσεις: αφενός μεν η δυνατότητα διενέργειας παρεμπίπτοντος ελέγχου υπό τους όρους της ρύθμισης του άρθρου 2 ΚΠολΔ και αφετέρου, η ανωτέρω αναφερθείσα δυνατότητα αναστολής της πολιτικής δίκης. 9 α. Θεμελιακή για την αντιμετώπιση των ζητημάτων, που αναφύονται από την σύμπλεξη της πολιτικής και της διοικητικής δικαιοδοσίας είναι η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «Τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως.» Ειδικότερα, ενώ η κατανομή της δικαιοδοσίας αποκλείει, κατ αρχήν, την επέμβαση της μιας σε διαφορές ή υποθέσεις της άλλης, εντούτοις επιτρέπεται μόνο η παρεμπίπτουσα έρευνα των ανηκόντων σε άλλη δικαιοδοσία ζητημάτων. Έτσι, τα πολιτικά δικαστήρια μπορούν και οφείλουν να ελέγχουν την συνταγματικότητα των διοικητικών πράξεων ή την αντίθεσή τους προς το κοινοτικό δίκαιο, άρα και την νομιμότητά τους, εφόσον από το κύρος των πράξεων αυτών εξαρτάται η διάγνωση της κρινόμενης ιδιωτικής διαφοράς. Σημειωτέον είναι ότι ο έλεγχος αυτός είναι παρεμπίπτων, δηλαδή τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν την εξουσία να ακυρώνουν τις παράνομες διοικητικές πράξεις αλλά ούτε και να αναγνωρίζουν την ακυρότητά τους, απλά και μόνο τις αγνοούν, δεν τις εφαρμόζουν στην συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς, βέβαια, το αποτέλεσμα του ελέγχου αυτού, δηλαδή η δικαστική διάγνωση της ακυρότητας να ανυψώνεται σε δεδικασμένο. 9 Για τον προβληματισμό και τις νομοθετικές λύσεις βλ. Σταματόπουλο Σ. Σημεία επαφής των ρυθμίσεων των κωδίκων Πολιτικής και Διοικητικής Δικονομίας, Δ 2001, σελ. 5 επ.

[11] Η έκταση του παρεμπίπτοντος ελέγχου περιορίζεται στις κατά νόμο απαιτούμενες τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του κύρους των διοικητικών πράξεων και τέτοιες είναι η αρμοδιότητα του οργάνου, που την εξέδωσε, παράβαση του ουσιώδους τύπου της τασσόμενης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας προς ενέργεια, η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η έκδοση της πράξεως καθ υπέρβαση εξουσίας και η εναρμόνιση της με το Σύνταγμα, όπως και η ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας, καθώς και η προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου. Ο παρεμπίπτων έλεγχος δεν μπορεί να επεκταθεί και στην ουσιαστική κρίση των διοικητικών οργάνων ως προς την ύπαρξη ή όχι των πραγματικών προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου. 10 Σημειωτέον είναι, επίσης, ότι, παρόλο που δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση για το ζήτημα της επίδρασης της δεσμευτικότητας των αποφάσεων της μιας δικαιοδοσίας στην άλλη, εντούτοις, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, η οποία είναι δικονομικά ώριμη και αναδύει δεσμευτικότητα για τα ζητήματα για τα οποία έκρινε, δεν μπορεί να αγνοηθεί από το πολιτικό δικαστήριο, αλλά θα πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία της δικής του δικανικής σκέψης, αφού θα αποτελεί και προδικαστικό ζήτημα της δικής του κρίσης. 11 Εντούτοις, εάν μετά την παρεμπίπτουσα εξέταση εκδόθηκε αντίθετη, με δύναμη δεδικασμένου, απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου ως προς την νομιμότητα της διοικητικής πράξεως, τότε δεν ανατρέπεται το δεδικασμένο της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου για την κύρια υπόθεση, επιλαμβανόμενα όμως τα πολιτικά δικαστήρια νεότερης αγωγής για την ίδια διαφορά 10 Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2001, αρθρ.2 σημ.3-6 11 Έτσι Σταματόπουλος Σ. Σημεία επαφής των ρυθμίσεων των κωδίκων Πολιτικής και Διοικητικής Δικονομίας, Δ 2001, σελ.12

[12] δεσμεύονται πλέον από το δεδικασμένο της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου. Η κατ άρθρο 2 ΚΠολΔ παρεμπίπτουσα εξέταση από τα πολιτικά δικαστήρια των αναφυόμενων ενώπιον τους ζητημάτων μπορεί ενίοτε να οδηγήσει σε δικονομικά αδιέξοδα, εάν ληφθεί υπόψη η έλλειψη δέσμευσης του ενός κλάδου από τα παρεμπιπτόντως κριθέντα ζητήματα στον άλλο κλάδο, όταν τα τελευταία αυτά υπάγονται κανονικά σε διαφορετικό φυσικό δικαστή. Προκρίνεται, έτσι, η επιλογή της λύσης της αναστολής της ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου ανοιγείσας δίκης, όπως αναλύεται αμέσως παρακάτω. β. Έτερος τρόπος, λοιπόν, αντίδρασης του πολιτικού δικαστή στην περίπτωση της διασταύρωσης της πολιτικής και της διοικητικής δικαιοδοσίας είναι να διατάξει την αναστολή της εκκρεμούς δίκης, κατ άρθρο 249. Η λύση αυτή ενδείκνυται, όταν η διοικητική πράξη έχει ήδη προσβληθεί με ένδικο βοήθημα και δεν έχει ακόμα εκδικασθεί. Αναγκαίο να διευκρινισθεί, είναι, πάντως, ότι ενώπιον διοικητικής αρχής δεν είναι δυνατόν να εκκρεμεί διαγνωστικό αίτημα, οπότε στην περίπτωση αυτή, ως «ζήτημα» υπό την έννοια του άρθρου 249 θα πρέπει να νοηθούν οι λόγοι, επί των οποίων θα στηριχθεί η αναμενόμενη διοικητική πράξη και οι οποίοι αποτελούν, παράλληλα, κρίσιμα αποδεικτέα θέματα της αναστελλόμενης πολιτικής δίκης. Μάλιστα, στην τελευταία περίοδο του άρθρου, που προστέθηκε κατά τις εργασίες της Συντακτικής Επιτροπής κατόπιν ειδικής προς τούτο παρέμβασης 12, προβλέφθηκε η δυνατότητα να ανασταλεί η πρόοδος της πολιτικής δίκης και ταυτόχρονα να ταχθεί από το δικαστήριο της κύριας υπόθεσης στον διάδικο προθεσμία, προκειμένου 12 Βλ. ΣχΠολΔ ΙΙ, 188-189

[13] να ενεργοποιήσει την διοίκηση, σε περίπτωση που η διοικητική αρχή δεν έχει επιληφθεί ακόμη του ζητήματος, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρέλκυση της πολιτικής δίκης από την δολίως και σκοπούμενη αδράνεια του διαδίκου να κινητοποιήσει την αρμόδια διοικητική αρχή. Από την γραμματική διατύπωση της διάταξης, πάντως, δεν φαίνεται να προκύπτει αντίστοιχη δυνατότητα του πολιτικού δικαστή να αναστείλει την δίκη και να τάξει προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, εάν δεν εκκρεμεί ήδη αυτοτελής δίκη περί του ανακύψαντος στην υπόθεση ενώπιον του προδικαστικού ζητήματος ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. 13 Υποστηρίζεται, όμως, με πειστικά επιχειρήματα 14 ότι και στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει να χωρήσει αναλογική εφαρμογή της δυνατότητας της τελευταίας περιόδου του άρθρου 249 και να ταχθεί από το πολιτικό δικαστήριο στον διάδικο προθεσμία, για να ασκήσει προσφυγή κατά της κρίσιμης διοικητικής πράξης, η οποία, μάλιστα, θα πρέπει να οριοθετείται συγκεκριμένα με την απόφαση του δικαστηρίου, που διατάσσει την αναστολή. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται πληρέστερα οι σκοποί της ταχείας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Η αναστολή διατάσσεται μέχρι να παρέλθει η προθεσμία προς άσκηση προσφυγής ή μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το Συμβούλιο της 13 Βλ. Μπέη, ό.π., αρθρ.249, σημ.16, σελ.1091 14 Υπέρ της αναλογικής εφαρμογής της διάταξης οι Σαχπεκίδου, 1988, σελ. 862, Βαθρακοκοίλης Β., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική νομολογιακή ανάλυση, 2001, αρθρ. 249, σημ.11, Βαρβιτσιώτης, Αρχές του θεσμού της αναστολής της δίκης στην ενιαία δικονομία, ΕΕΝ, 1988,σελ. 871, ο οποίος, μάλιστα, υποστηρίζει ότι στην περίπτωση ότι για την διοικητική αρχή ο νόμος χρησιμοποιεί τη λέξη «τάσσει», που υποδηλώνει απουσία διακριτικής ευχέρειας του δικαστή του πολιτικού δικαστηρίου και υποχρεωτική χορήγηση της προθεσμίας στον διάδικο, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα παραβιαζόταν η διάκριση των κρατικών λειτουργιών, ενώ αυτός ο λόγος δεν συντρέχει για την κρίση των διοικητικών δικαστηρίων και ο δικαστής στην περίπτωση αυτή έχει δυνατότητα να τάξει σχετική προθεσμία στον ενδιαφερόμενο διάδικο, μόνο εφόσον εξυπηρετείται η «δικονομική οικονομία».

[14] Επικρατείας επί ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης, ενώ η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής θα συνιστά λόγο ανάκλησης της μη οριστικής απόφασης της αναστολής. 2. ο δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των εκκρεμών δικών Για την πλήρωση της προϋπόθεσης, που τίθεται από τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠοΔ, δηλαδή την εξάρτηση της διάγνωσης της επίδικης διαφοράς εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας άλλης έννομης σχέσης ή το κύρος μιας δικαιοπραξίας, γίνεται δεκτό ότι απαιτείται να υπάρχει δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των δύο εκκρεμών αυτών επίδικων διαφορών, δηλαδή ευθεία εξάρτηση της διαφοράς από άλλες έννομες σχέσεις, 15 με την έννοια ότι η υπό διάγνωση διαφορά, που εκκρεμεί ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου εξαρτάται για την δικαστική της διάγνωση από την επίλυση κάποιου άλλου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο δίκης εκκρεμούς ενώπιον άλλου δικαστηρίου μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής. 16 Για τον επακριβή προσδιορισμό του δεσμού προδικαστικότητας μεταξύ των δύο εκκρεμών δικών και συνακόλουθα, την οριοθέτηση των περιπτώσεων, που εμφανίζουν χαρακτηριστικά υπαγωγής σε έναν τέτοιο νομικό δεσμό, είναι απαραίτητο να προβούμε, κατ αρχάς στον εννοιολογικό προσδιορισμό του προδικαστικού ζητήματος και, εν 15 Γαζής/Κεραμεύς, Ακυρότητα υιοθεσίας και διαθήκης λόγω ανικανότητας προς δικαιοπραξία και αντίθεσης προς τα χρηστά ήθη. Ουσιαστικές και Δικονομικές απόψεις (γνμδ), ΝοΒ 1987, σελ. 334. 16 Βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική νομολογιακή ανάλυση, 2001, αρθ.249, σημ. 2

[15] συνεχεία, στην οριοθέτησή του από το κύριο ζήτημα και στην ένταξή του στην ευρύτερη έννοια των παρεμπιπτόντων ζητημάτων. α. Τα προδικαστικά ζητήματα Για προδικαστικό ζήτημα γίνεται λόγος, στις περιπτώσεις που η ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης, που χαρακτηρίζεται ως κύρια, εξαρτάται από την ύπαρξη ή ανυπαρξία άλλης έννομης σχέσης, της προδικαστικής. Νομοτεχνικώς η προδικαστική έννομη συνέπεια εμφανίζεται μεταξύ των στοιχείων της νομοτυπικής μορφής της διάταξης, η οποία προβλέπει την κύρια ή εξαρτημένη έννομη συνέπεια. 17 Έτσι, προδικαστικό ζήτημα συνιστά κάθε έννομη σχέση, η ύπαρξη της οποίας είναι, σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, νομικώς κρίσιμη για την γένεση άλλης έννομης εξαρτημένης σχέσης ή άλλου εξαρτημένου δικαιώματος 18 Υπό το γνώμονα του εννοιολογικού αυτού προσδιορισμού του προδικαστικού ζητήματος, δεν θα πρέπει να εντάξουμε σε αυτόν τις υπόλοιπες προϋποθέσεις, που είναι κρίσιμες κατά τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, για την γένεση του κύριου δικαιώματος, και δεν φέρουν τον χαρακτήρα έννομης σχέσης. 19 Και αυτό διότι, μόνον έννομες σχέσεις εν στενή εννοία, δηλαδή δικαιώματα και υποχρεώσεις, που είναι δεκτικές δικαστικής διάγνωσης, μπορούν να αποτελέσουν προδικαστικά ζητήματα και όχι νομικές καταστάσεις ή γυμνά 17 Ποδηματά Ευαγ., Δεδικασμένο Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, Ι, σελ. 101-102 βλ. και Κεραμέα, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, σελ. 59 επ. 18 Κουσούλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2000, αρθρ.331, σημ.2 1919 Βλ. Κεραμέα, ό.π. σελ. 152,153 και Κονδύλη, Το δεδικασμένον κατά τον κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 1983, σελ. 262

[16] πραγματικά περιστατικά. 20 Από την έννοια του προδικαστικού ζητήματος θα πρέπει να αποκλεισθούν και οι ενστάσεις, που είναι δυνατόν να προβληθούν κατά του επίδικου δικαιώματος, για το λόγο ότι οι ενστάσεις αναφέρονται σε συσχετισμό παράλληλων αξιώσεων, ενώ το κύριο και το προδικαστικό ζήτημα αποτελούν υπερκείμενη και υποκείμενη έννομες σχέσεις, επάλληλες και όχι παράλληλες αξιώσεις. 21 Αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι «αι επάλληλοι ακριβώς αξιώσεις και γενικότερον αι υπό την έννοιαν της εξαρτήσεως υπερκείμεναι και υποκείμεναι έννομοι σχέσεις αποτελούν την αφετηρίαν αναπτύξεως των προδικαστικών ζητημάτων..» 22 Με την ανωτέρω προσδιορισθείσα έννοια, προδικαστικά ζητήματα αποτελούν η απαίτηση του κεφαλαίου στη δίκη για καταβολή των τόκων, η συγκυριότητα στη δίκη διανομής, 23 η απόσβεση της απαίτησης σε δίκη για εξάλειψη της υποθήκης λόγω αποσβέσεώς της, 24 το κύρος της διαθήκης σε αγωγή περί κλήρου εγειρόμενη από τον εξ αδιαθέτου κληρονόμο, 25 η ύπαρξη της απαίτησης σε δίκη για ακύρωτη της διαταγής πληρωμής, 26 η κυριότητα του δικαιούχου σε δίκη για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης σε δίκη επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 27 κ.α. β. τα παρεμπίπτοντα ζητήματα Σύμφωνα με την ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 282 ΚΠολΔ «Παρεμπίπτον ζήτημα είναι οτιδήποτε μπορεί να εμποδίσει, διακόψει ή 20 Βλ. Κεραμέα, ό.π. σελ. 308, 309 και Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, σελ. 677,678 21 Κουσούλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2000, αρθρ.331, σημ.3 22 Κεραμεύς, ό.π. σελ. 59 23 ΑΠ 889/1985, ΝοΒ 1986, σελ. 840 24 ΠΠρΘες 768/1971, Δ 1971, σελ. 793 25 ΕφΑθ 10117/1991, Δ 1971, σελ.793 26 ΑΠ 7/1994, Δ 1994, σελ.853 27 ΟλΑπ 607/1976, ΝοΒ 1976, σελ. 895, ΑΠ 258/1985, ΝοΒ 1986, σελ. 64

[17] καταργήσει ή οπωσδήποτε επηρεάζει την τακτική πρόοδο της κύριας δίκης, στην οποία περιλαμβάνεται και η εκτέλεση. Τα παρεμπίπτοντα ζητήματα προϋποθέτουν κύρια διαφορά και ένα τουλάχιστον διάδικο τον οποίο ενδιαφέρει η απόφαση για την κύρια διαφορά και το παρεμπίπτον ζήτημα.» Ο γενικός όρος «παρεμπίπτοντα» καταλαμβάνει τόσο τα παρεμπίπτοντα ζητήματα όσο και τις παρεμπίπτουσες αγωγές, τα οποία επιβάλλεται να εξετασθούν από το δικαστήριο χάριν διαγνώσεως του κύριου ζητήματος της δίκης. Διακρίνονται σε προπαρασκευαστικά, όταν αφορούν γεγονότα ή περιστατικά αναγόμενα στο δικονομικό δίκαιο, διευκολύνοντας την διεξαγωγή της δίκης και σε προδικαστικά, τα οποία ανάγονται στο ουσιαστικό δίκαιο. Ο συσχετισμός μεταξύ κύριου και παρεμπίπτοντος ζητήματος καθιστά απαραίτητη τη δικαστική διάγνωση του τελευταίου, διότι διαφορετικά δεν είναι δυνατή η έκδοση απόφασης επί της κύριας έννομης συνέπειας. 28 Όσον αφορά τον τρόπο και τον χρόνο εξέτασης των παρεμπιπτόντων ζητημάτων, οδηγός είναι η διάταξη του άρθρου 284, στην οποία προβλέπεται ότι «Το δικαστήριο, με οποιαδήποτε διαδικασία και αν δικάζει, εξετάζει τα παρεμπίπτοντα ζητήματα ακόμη και όταν είναι αναρμόδιο να τα εκδικάσει.» Κατά τη ρύθμιση αυτή, η παρεμπίπτουσα εξέταση του προδικαστικού ζητήματος επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση, ακόμη και 28 Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, αρθρ.282, σημ. 1,2 βλ. όμως και Βαρβιτσιώτη, Αρχές του θεσμού της αναστολής της δίκης στην ενιαία δικονομία, ΕΕΝ 1988, σελ. 869,870, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο νόμος διακρίνει τριών ειδών παρεμπίπτοντα ζητήματα: τα κατά νομική αναγκαιότητα προκριματικά παρεμπίπτοντα, όταν η έννομη συνέπεια ανήκει στο πραγματικό ενός κανόνα δικαίου και προκριματίζει τη δική του έννομη συνέπεια, τα κατά λογική αναγκαιότητα προκριματικά παρεμπίπτοντα, όταν μια λογική κρίση προκριματίζει μία άλλη λογική κρίση και ο νόμος δίνει νομική ισχύ μόνο εάν η πρώτη λογική κρίση γίνει από αρμόδιο όργανο, δηλαδή μόνο τότε την αναγνωρίζει ως νομικά λογική, ενώ εάν επιχειρηθεί από αναρμόδιο όργανο δεν της αναγνωρίζει ισχύ νομικά λογική αλλά μόνο πραγματικά λογική και τα συναφή αλλά όχι προκριματικά παρεμπίπτοντα, όταν ex lege δημιουργείται συνάφεια στα ζητήματα, χωρίς να υπάρχει τέτοια λογική αλληλεξάρτηση, όπως στις προηγούμενες περιπτώσεις.

[18] εάν το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή καθ ύλην αρμοδιότητας για την αυτοτελή εξέτασή του. Η μόνη κύρωση στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι η μη κάλυψη του κριθέντος προδικαστικού ζητήματος από το δεδικασμένο, υπό την έννοια του άρθρου 331. Η παρεμπίπτουσα εξέταση δεν εμποδίζεται ούτε λόγω αυτοτελούς υπαγωγής του παρεμπίπτοντος ζητήματος σε άλλο είδος διαδικασίας. 29 γ. ειδικότερα, ο δεσμός προδικαστικότητας Ο μηχανισμός της αναστολής εξέλιξης της δίκης συμπλέκεται με τους θεσμούς του δεδικασμένου και της εκκρεμοδικίας και για τον καθορισμό της λειτουργίας του και του πεδίου εφαρμογής του, αναγκαίο να διευκρινιστεί, κατ αρχήν, είναι ότι μπορεί το δεδικασμένο, η εκκρεμοδικία και η αναστολή να υπηρετούν τον ίδιο δικονομικό σκοπό και δικαιολογητικό λόγο ύπαρξης στο δικαιικό μας σύστημα, πλην όμως, το πράττουν υπό διαφορετικές συνθήκες ο καθένας και σε διαφορετικό πεδίο εφαρμογής. Αναγκαίο, λοιπόν, είναι να προσδιορίσουμε το τμήμα εκείνο των περιπτώσεων, στις οποίες εντοπίζεται το πεδίο εφαρμογής της αναστολής του άρθρου 249 ΚΠολΔ και προκείμενου να το επιτύχουμε αυτό πρέπει να προβούμε σε δύο απαραίτητες διευκρινήσεις: Πρώτον, ότι η ρύθμιση του άρθρου 249 παρεμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ένστασης εκκρεμοδικίας, με αποτέλεσμα αυτή να αργεί και Δεύτερον, ότι για την στοιχειοθέτηση του δεσμού προδικαστικότητας μεταξύ των δύο εκκρεμών δικών, δεν είναι απαραίτητο η διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος να εξοπλίζεται 29 ΟλΑΠ 34/1992, ΑρχΝ 193, σελ. 54

[19] με δύναμη δεδικασμένου, κατά τους όρους της ρύθμισης του άρθρου 331 ΚΠολΔ. Με γνώμονα την πρώτη ανωτέρω διαπίστωση, θα επιχειρήσουμε να αποκαλύψουμε τα όρια της σχέσης του άρθρου 249 και του άρθρου 222. Πιο συγκεκριμένα, η εξάρτηση της διάγνωσης της διαφοράς από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης, δηλαδή ο δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ δύο δικών, μπορεί να λάβει τις ακόλουθες μορφές: 30 α. το κύριο αντικείμενο της δεύτερης δίκης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της πρώτης δίκης, οπότε σε αυτή την περίπτωση, επεμβαίνει η ένσταση εκκρεμοδικίας και η δεύτερη δίκη αναστέλλεται υποχρεωτικά σύμφωνα με τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 222 2, λαμβανομένου υπόψη ότι η ένσταση εκκρεμοδικίας θεμελιώνεται ανεξάρτητα από το εάν το ταυτιζόμενο αντικείμενο των δύο εκκρεμών και παραλλήλως εξελισσόμενων δικών αποτελεί κύριο ή προδικαστικό ζήτημα. β. το προδικαστικό ζήτημα της δεύτερης δίκης αποτελεί κύριο αντικείμενο της πρώτης δίκης, ομοίως και εδώ επεμβαίνει η ένσταση εκκρεμοδικίας γ. το προδικαστικό ζήτημα της δεύτερης δίκης ταυτίζεται με το προδικαστικό ζήτημα της πρώτης δίκης, παρότι το κύριο αντικείμενο των δύο δικών διαφέρει. Ομοίως επεμβαίνει η ένσταση εκκρεμοδικίας δ. όταν συντρέχει μία από τις ανωτέρω εκτεθείσες περιπτώσεις, πλην όμως για το εκάστοτε προδικαστικό ζήτημα δεν συντρέχουν οι 3030 Η διάρθρωση των επιμέρους περιπτώσεων ακολουθεί τον διαχωρισμό και την κατηγοριοποίηση του Καλαβρού, Πολιτική Δικονομία, Γενικό μέρος ΙΙ, σελ. 332-335.

[20] προϋποθέσεις του δεδικασμένου του άρθρου 331 ΚΠολΔ και ιδίως αυτή της καθ ύλην αρμοδιότητας ε. όταν υπάρχει πραγματική συνάφεια κύριων ή προδικαστικών αντικειμένων δίκης μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δίκης. Όπως προαναφέρθηκε, στις τρεις πρώτες περιπτώσεις θα επενέβαινε η ένσταση της εκκρεμοδικίας για τους λόγους που αναφέρθηκαν αλλά και γιατί κάτω από την θεώρηση της άμεσης τελολογικής σύνδεσης δεδικασμένου και εκτελεστότητας, κάτι τέτοιο είναι επιβεβλημένο. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή οι τρεις πρώτες περιπτώσεις εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 222, το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα υπαχθούν αυτές στην ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 249 και στη προβλεπόμενη εκεί αναστολή εξέλιξης, η οποία είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική, όπως στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 222. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, παραμένει ενεργός αφενός μεν ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων αφετέρου δε ο κίνδυνος της ευθείας σύγκρουσης δεδικασμένων. Εξάλλου, μεταξύ 222 και 249 υπάρχει μία περαιτέρω σημαντική διαφορά: με την οριστική λήξη της εκκρεμοδικίας, η ανασταλείσα δίκη περατώνεται άμεσα, αφού η εκκρεμής δεύτερη δίκη απορρίπτεται λόγω δεδικασμένου, ενώ στην περίπτωση της αναστολής του άρθρου 249 η ανασταλείσα δίκη συνεχίζεται κανονικά και μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης επί της πρώτης δίκης. (Αυτά ισχύουν βέβαια υπό την οπτική του ζητήματος, που εξετάζεται εδώ, δηλαδή ποιες περιπτώσεις υπάγονται το 222 και ποιες στο 249. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις δεν επεμβαίνει η ένσταση εκκρεμοδικίας, πλην όμως, επειδή και στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει ανάγκη εναρμόνισης των δικαστικών κρίσεων, παρέχεται η δυνατότητα της προαιρετικής αναστολής του 249.

[21] Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε ότι αν προηγήθηκε χρονικά η έναρξη της δίκης, της οποίας ζητείται η αναστολή, τότε δεν αναστέλλεται αυτή αλλά η μεταγενέστερη δίκη για το προδικαστικό ζήτημα και μάλιστα υποχρεωτικά λόγω εκκρεμοδικίας. Η ένσταση εκκρεμοδικίας επεμβαίνει και όταν το αντικείμενο της δεύτερης χρονικά δίκης περιέχεται στο αντικείμενο της πρώτης χρονικά δίκης και πρόκειται να κριθεί στο πλαίσιο αυτής της δίκης με το ευρύτερο αντικείμενο. Αντίθετα, αν το κύριο ζήτημα της πρώτης δίκης είναι προδικαστικό της δεύτερης, η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, αφού εκεί ζητείται μείζονα προστασία από ό,τι στην πρώτη δίκη. Σε αυτή την περίπτωση, ο δικαστής, αφού δεν μπορεί να εξασφαλίσει πλήρη εποπτεία ως προς την εξέλιξη αμφοτέρων των εκκρεμών αυτών δικών, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας, που του παρέχεται από τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αποφασίζει εάν θα αναστείλει ή όχι την δεύτερη χρονικά δίκη. Ομοίως, εάν αμφότερες οι δίκες αντιμετωπίζουν το ίδιο ακριβώς προδικαστικό ζήτημα τότε και πάλι ερίζει εφαρμογής η ρύθμιση του άρθρου 249. Κατόπιν τούτων, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η ρύθμιση του άρθρου 249 έχει «επικουρική αξία» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, και η εφαρμογή της υποχωρεί στις περιπτώσεις όπου δίνει αποτελεσματική λύση η ένσταση εκκρεμοδικίας. 31 2.Αναφορικά με την δεύτερη παρατήρησή μας, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τα ακόλουθα: Μόνη η κατ' άρθρον 249 αναστολή δεν σημαίνει πώς η απόφαση που θα εκδοθεί αυτοτελώς ως προς το προδικαστικό ζήτημα θα δεσμεύει οπωσδήποτε με δύναμη δεδικασμένου το δικαστήριο της κυρίας υποθέσεως. Η ύπαρξη 31 Νίκας Ν. Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, σελ. 309-310

[22] δεδικασμένου θα εξαρτηθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων του. Επιβαλλόμενο είναι, λοιπόν, εδώ να γίνει μία σύντομη αναφορά στην κάλυψη των προδικαστικών ζητημάτων από το δεδικασμένο και τις προς τούτο τιθέμενες από τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 331 ΚΠολΔ προϋποθέσεις. Το πρόβλημα της κάλυψης του προδικαστικού ζητήματος από το δεδικασμένο υπάγεται αναμφίβολα στο γενικότερο ζήτημα των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου, με το οποίο συναρτάται άμεσα ο καθορισμός και η οριοθέτηση του αντικειμένου της δίκης. Κρίνεται, λοιπόν, σκόπιμο προτού εμβαθύνουμε στην μελέτη για τους όρους και την έκτασης του δεδικασμένου επί των προδικαστικών ζητημάτων, να αναφέρουμε στα βασικά της σημεία την επικρατούσα σήμερα άποψη στην θεωρία αλλά και τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων για το αντικείμενο της πολιτικής δίκης. 32 Το αντικείμενο της πολιτικής δίκης προσδιορίζεται διμελώς από την ιστορική βάση και από το (αναγνωριστικό, καταψηφιστικό, διαπλαστικό) αίτημα της αγωγής. Για τον προσδιορισμό των γεγονότων, τα οποία οφείλει ο ενάγων να επικαλεσθεί, ώστε να επιτευχθεί η ακριβής οριοθέτηση της ιστορικής βάσης της αγωγής του, δύο αντίπαλες θεωρίες διεκδικούν εφαρμογή στο χώρο του δικονομικού δικαίου 33 σε μία επιστημονική διαμάχη, που ταλάνισε για μεγάλο 32 Για τον προβληματισμό γύρω από την οριοθέτηση του αντικειμένου της πολιτικής δίκης και τις δύο θεωρίες που υποστηρίχθηκαν βλ. κυρίως Μητσόπουλο, ΠρακΑναθΕπιτρ 1967, σελ. 85-86, Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, σελ. 206, Νίκας, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σελ. 189, 231, Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Ι 173, Ποδηματά, Δεδικασμένο Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, Ι σελ 59-61, Μακρίδου Κ., Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 16 33 Μακρίδου Κ., Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 16

[23] χρονικό διάστημα τους θεωρητικούς αλλά και τη νομολογία με πειστικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές. Σύμφωνα με την θεωρία της εξατομίκευσης, η οποία προήλθε από τον χώρο του γερμανικού δικονομικού δικαίου, ο προσδιορισμός της ιστορικής βάσης της αγωγής επιβάλλει την αποτύπωση στο εισαγωγικό δικόγραφο του συγκεκριμένου βιοτικού συμβάντος, από το οποίο εκπορεύεται η αιτούμενη έννομη συνέπεια. Δεν αξιώνεται από τον ενάγοντα η αναφορά όλων των ουσιωδών γεγονότων, που θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα, αλλά μόνον η επίκληση εκείνων των πραγματικών περιστατικών, που απαιτούνται ώστε η επίδικη έννομη σχέση να διακρίνεται αναμφίβολα από άλλες. 34 Μολονότι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο επηρεάστηκε σημαντικά από την γερμανική δικονομική θεωρία, εντούτοις απομακρύνθηκε από την θεωρία της εξατομίκευσης και υιοθέτησε ήδη από την ΠολΔ/1834 την θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 216 1 ΚΠολΔ, το αντικείμενο της δίκης οριοθετείται σωρευτικά από το δικαίωμα, του οποίου ζητείται η δικαστική διάγνωση (αρθ. 216 1 εδ.β,γ ) και από την ιστορική αιτία της γένεσης του δικαιώματος αυτού, σε τρόπο ώστε ο ενάγων, κατά τη σύνταξη του αγωγικού του δικογράφου να φέρει τρία δικονομικά βάρη, πρώτον να περιγράψει με ακρίβεια το αντικείμενο της διαφοράς, δηλαδή να προσδιορίσει επαρκώς το επίδικο δικαίωμα, για το οποίο ζητείται η δικαστική προστασία, δεύτερον, να εκθέσει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία είναι ικανά να γεννήσουν αυτό το δικαίωμα, για το οποίο ζητά την δικαστική προστασία και τρίτον να 34 Μακρίδου Κ., ό.π.

[24] διατυπώσει ορισμένο αίτημα αναφορικά με τη μορφή της αιτούμενης δικαστικής προστασίας. 35 Κατά την θεωρία, λοιπόν, του συγκεκριμένου προσδιορισμού, που είναι κρατούσα στην ελληνική δικονομική τάξη, η ιστορική αγωγική βάση οριοθετείται από τα πραγματικά περιστατικά, που πληρούν το εμπειρικό ενός σιωπηρά επικαλούμενου από τον ενάγοντα κανόνα δικαίου, δηλαδή απαιτείται να εκτίθενται όλα τα γεγονότα εκείνα, που πληρούν την νομοτυπική μορφή του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, του οποίου την έννομη συνέπεια επικαλείται ο ενάγων στο αίτημα της αγωγής του. Με τον τρόπο αυτό επιτρέπεται η διαπίστωση ότι ενδεχόμενη συμπλήρωση του ιστορικού με τις προτάσεις, συνιστά ποιοτική διαφοροποίηση και οδηγεί στην σιωπηρή επίκληση ενός διαφορετικού κανόνα δικαίου, ενώ διασφαλίζεται και ο έλεγχος της βασιμότητας της αγωγής και η αμυντική θέση του εναγομένου. Το προδικαστικό ζήτημα μπορεί να καλύπτεται από το δεδικασμένο είτε αυτοτελώς είτε σχετικά. Η σχετική δέσμευση για το προδικαστικώς κριθέν ζήτημα ανακύπτει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία η τελεσιδίκως διαγνωσθείσα κύρια έννομη συνέπεια τίθεται ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα σε μεταγενέστερη δίκη. Στο πλαίσιο της ελάσσονος προκείμενης του τελικού συλλογισμού αποκλείεται η αμφισβήτηση της ορθότητας της αξιολογικής κρίσεως περί επέλευσης ή μη της προδικαστικής έννομης συνέπειας. Εξάλλου, στο δεδικασμένο που δημιουργείται για το συμπέρασμα του τελικού συλλογισμού της απόφασης μετέχουν σχετικώς και οι προκείμενες του συλλογισμού αυτού, υπό την έννοια ότι 35 Μπέης Κ., Το αντικείμενο της δίκης και τα όρια του δεδικασμένου σε περίπτωση ταυτότητας δικαιώματος και ιστορικής αιτίας, με επικουρική επίκληση άλλου εφαρμοστέου κανόνα (γνμδ), Δ 2006, σελ. 70-71

[25] το τελικό συμπέρασμα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε μέσω της αμφισβήτησης των προκείμενών του. Από το εν λόγω σχετικό δεδικασμένο δεν μπορεί παρά να καταλαμβάνεται και η κρίση για την προδικαστική έννομη συνέπεια, η οποία εντοπίζεται στην ελάσσονα του τελικού συλλογισμού. Το σχετικό αυτό δεδικασμένο ισχύει ανεξαρτήτως εφαρμογής του άρθρου 331 ΚΠολΔ, δηλαδή και όταν ακόμα δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του. Δεδικασμένο δημιουργείται και για τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, εφόσον το δικαστήριο «ου μόνον εξήτασεν, αλλά και έλυσεν ταύτα, αποφανθέν περί αυτών» 36 Δεδικασμένο υπό την έννοια του άρθρου 331 δημιουργείται μόνο για όσες προδικαστικές κρίσεις αποτέλεσαν την αναγκαία προϋπόθεση για την διάγνωση του κύριου ζητήματος της δίκης. Επομένως, δεν αποκτά δεσμευτικό χαρακτήρα η παρεμπίπτουσα εξέταση εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων, που έγινε πλεοναστικώς ή για να υποβοηθηθεί απλώς η κύρια κρίση του δικαστηρίου, αλλά ούτε και δημιουργείται δεδικασμένο ως προς το δικαίωμα, το οποίο δεν επηρεάζει την κριθείσα έννομη σχέση και δεν αποτέλεσε αντικείμενο παρεμπίπτουσας εξέτασης του δικαστηρίου. Όταν η επίδικη έννομη σχέση εξαρτάται διαζευκτικώς από περισσότερες προδικαστικές έννομες σχέσεις, δεδικασμένο δημιουργείται μόνο σχετικά με εκείνη που αναφαίνεται στον συγκεκριμένο δικανικό συλλογισμό ως κρίσιμη για την απόφανση του δικαστή αναφορικά με το κύριο ζήτημα της δίκης. Προκειμένου να εφαρμοσθεί η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 331 και να επέλθει καθολική κάλυψη και του προδικαστικώς κριθέντος ζητήματος απαιτείται, επιπλέον, το δικαστήριο να έχει καθ 36 Ράμμος, ΣχΠολΔΙΙΙ, σελ. 203

[26] ύλην αρμοδιότητα να κρίνει ειδικώς και το προδικαστικό ζήτημα, ενώ η κατά τόπον αρμοδιότητά του θεμελιώνεται κατά κανόνα στο άρθρο 31 ΚΠολΔ. Εάν, πάντως, το προδικαστικό ζήτημα υπαγόταν καθεαυτό στην καθ ύλην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου θεμελιώνεται και ως προς αυτό η απαιτούμενη αρμοδιότητα του ανώτερου δικαστηρίου, κατά συνεπή εφαρμογή του άρθρου 31 2. Κατόπιν τούτων, καταδείχθηκε η σχέση του δεδικασμένου με την αναστολή του άρθρου 249. ΙΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 250 ΚΠΟΛΔ Α. Προλεγόμενα α. Το αίτημα για ομοιογένεια της δικαστικής κρίσης και παρεπόμενα, επίτευξης της σταθερώς επιδιωκόμενης ασφάλειας δικαίου υπαγορεύει στον δικαστή την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων όχι μόνο μεταξύ των πολιτικών δικαστηρίων αλλά και μεταξύ ποινικών και πολιτικών αποφάσεων. Το επιτακτικό αυτό αίτημα αποτυπώνεται τόσο στην πολιτική δικονομία, με τη ρύθμιση της διάταξης του εξεταζόμενου με την παρούσα άρθρου 250 ΚΠολΔ, όσο και στην ποινική δικονομία με την συναφούς περιεχόμενου διάταξη του άρθρου 61 ΚΠΔ. 37 Για την επίλυση των νομικών ζητημάτων, που αναφύονται από την εμπλοκή της πολιτικής και της ποινικής δίκης επιστρατεύονται οι ανωτέρω αναφερθείσες διατάξεις, πλην όμως κάθε νομοθετική και 37 Βλ. Μέτο, Εμπλοκή Πολιτικής και Ποινικής Δίκης, ΑρχΝ 2000, σελ.83

[27] δικανική προς τούτο δράση εκκινεί από «την σταθεράν αρχήν της πλήρους αυτονομίας εκατέρας των Δικαιοδοσιών και της πλήρους ανεξαρτησίας των Πολιτικών Δικαστηρίων από των Ποινικών και των Ποινικών από των Πολιτικών» 38 Έκφανση της γενικής αυτής δικαιικής αρχής αποτελεί η αδιαμφισβήτητη διαπίστωση ότι μεταξύ της πολιτικής και ποινικής δίκης δεν παράγεται δεδικασμένο είτε τυπικό είτε ουσιαστικό, υπό την έννοια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321 ΚΠολΔ, 57,62,517, 525 και 551 ΚΠΔ. 39 Υπό το πρίσμα αυτό, η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 250 επιτελεί διπλό δικονομικό ρόλο, αφενός μεν συμβάλει στην επίρρωση του διαχωρισμού των δεδικασμένων των δύο δικαιοδοτικών κρίσεων, αφού δεν επιβάλλει αλλά απλώς, παρέχει τη δυνατότητα στο πολιτικό δικαστήριο να διατάξει την αναβολή της συζήτησης μέχρι την περάτωση της συναφούς ποινικής δίκης 40 αφετέρου δε παρέχει το αναγκαίο δικονομικό οπλοστάσιο για την αποφυγή διατύπωσης αντιφατικών δικανικών κρίσεων, επιλύοντας τα ζητήματα, που προκύπτουν από την διασταύρωση των δύο δικαιοδοσιών. β. Η μορφή και η έκταση της αλληλοδεσμεύσεως των δύο δικαστηρίων, πολιτικού και ποινικού, από τις αντίστοιχες δικαιοδοτικές κρίσεις τους προσδιορίζεται στην ποινική δικονομία, με σημείο αναφοράς τις ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 60-62 και 65-67, εκ των οποίων αντίστοιχη της διάταξης του άρθρου 250 ΚΠολΔ είναι, όπως προαναφέρθηκε, αυτή του άρθρου 61 ΚΠΔ. 38 Κορφιάτης, Σχέσεις πολιτικής και ποινικής δίκης. Δεδικασμένον. Εκκρεμοδικία (γνμδ), ΕΕΝ 1964, 166 39 ΑΠ 308/1984, ΝοΒ 1984, 1403, ΕφΑθ 2111/1981, Αρμ1981, 847 40 Έτσι η ΑΠ 1236/1998, Δ 1999, 351

[28] Στη διάταξη αυτή προβλέπεται ότι «Όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο κατά την κρίση του να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής. Η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί.» Σύστοιχή της είναι και η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 60 ΚΠΔ, στην οποία ορίζεται ότι «Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου.» Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται σαφώς ότι το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ακόμη και όταν υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, αρκεί μόνο να μην είναι από εκείνα για τα οποία ο νόμος, προκειμένου να χωρήσει η ποινική δίωξη, απαιτεί υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο. 41 Εξάλλου, η παραδοχή ή μη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναστολή της πολιτικής δίκης απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, όμως, οφείλει να απαντήσει στο υποβαλλόμενο ενώπιόν του αίτημα και σε περίπτωση απόρριψής του να αιτιολογήσει ειδικώς την απόφασή του, διαφορετικά, εάν το απορρίψει χωρίς επαρκή αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως. 42 Όπως θα καταφανεί από την ανάλυση που ακολουθεί αμέσως παρακάτω, οι ρυθμίσεις των άρθρων 60,61 ΚΠΔ εκτός από κοινό 41 ΑΠ 1995/2004, ΠοινΛογ 2004, 2385 βλ. και όμοιες ΑΠ 1024/1996, ΠοινΧρ 1997, 1295, ΑΠ 1080/1998, ΠοινΧρ 1999, 595, ΑΠ 605/1988, ΠοινΧρ 1988, 733, ΑΠ 1013/1998, ΠοινΧρ 1999, 569, ΑΠ 543/2002, ΠοινΛογ 2002, 641, ΠλημΛευκ 103/2004, ΠοινΛογ 2004, 2413 42 ΑΠ 2380/2003, ΠοινΧρ 2004, 896, ΑΠ 13/2001, ΠοινΔικ 2001, 5, ΑΠ 1259/1985, ΠοινΧρ 1986, 256

[29] δικαιοπολιτικό σκοπό εμφανίζουν και ομοιότητες με την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 250 τόσο στις προϋποθέσεις εφαρμογής τους όσο και στην παρεχόμενη στο δικαστή διακριτική ευχέρεια αξιοποίησής τους σε κάθε περίπτωση. Β. Προϋποθέσεις εφαρμογής Κατά τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 250 ΚΠολΔ «Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία.» Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ρύθμισης είναι η ύπαρξη εκκρεμής «ποινικής αγωγής» και η επιρροή της ποινικής δίκης στην διάγνωση της επίδικης διαφοράς α. Εκκρεμής ποινική αγωγή Ο όρος «ποινική αγωγή» δεν ανευρίσκεται σήμερα πουθενά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και αποτελεί ιστορικό κατάλοιπο, που απηχεί παρωχημένες αντιλήψεις. 43 Στη διατύπωση, λοιπόν, της διάταξης του άρθρου 250 ΚΠολΔ θα ήταν πιο εύστοχη η χρήση των όρων «έναρξη» ή «άσκηση της ποινικής δίωξης», κατά τους όρους του άρθρου 43 ΚΠΔ. Κατά την απολύτως κρατούσα νομολογιακά θέση, για την ύπαρξη εκκρεμούς «ποινικής αγωγής», κατά τους όρους της διάταξης, απαιτείται «να έχει εισαχθεί πραγματικά, δηλαδή να ασκήθηκε ποινική δίωξη και να διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο έκδοσης της 43 Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικαιοσύνη, 2003, σελ. 243 επ.

[30] αναβλητικής υπόθεσης» 44. Δεν αρκεί, έτσι, για την πλήρωση της προϋπόθεσης αυτής απλώς η κατάθεση μήνυσης ή η υποβολή έγκλησης, αλλά απαιτείται να έχει ενεργοποιηθεί η ποινική διαδικασία με την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών με έναν από τους προβλεπόμενους στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 43 ΚΠΔ τρόπους, δηλαδή είτε με απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο είτε με την παραγγελία του εισαγγελέα για τη διενέργεια προανάκρισης είτε με την παραγγελία για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. 45 Κατά μείζονα λόγο, δεν θεωρείται ότι άρχισε η ποινική δίωξη, όταν η έγκληση απορρίφθηκε με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών η δε προσφυγή του εκκαλούντος κατά της διάταξης, απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών. Δεν θεωρείται, λοιπόν, ότι ασκήθηκε η ποινική δίωξη όταν ο αρμόδιος εισαγγελέας παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, οπότε και σε αυτή την περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 250 ΚΠολΔ. Ομοίως, δεν σηματοδοτεί την έναρξη της ποινικής δίωξης, οπότε και δεν επιτρέπεται εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 250 ΚΠολΔ ούτε στην περίπτωση που δοθεί παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για αξιόποινη πράξη από τον Υπουργό δικαιοσύνης, κατά τον τρόπο που προβλέπεται στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 30 1 ΚΠΔ. διαφοράς β. Η επιρροή της ποινικής δίκης στην διάγνωση της επίδικης 44 ΕφΘες331/1990, Αρμ 1990, 131, ΕφΠατρ 838/1996, Δ1997, 767, ΕφΑθ 3177/2006, ΕλΔνη2007, 1508, ΕφΠειρ46/1969, ΑρχΝ1969, 645, ΕφΘες352/1988, ΕλΔνη 1991, 1349, ΕφΑθ 2251/1996, ΔΕΕ1998, 496,ΠΠρΘεσ 38743/2005, Αρμ 2006, 566, 45 Βλ. αναλυτ. Παπαδαμάκη Αδ. Ποινική Δικονομία, 2003, σελ. 245 επ.

[31] 1. Όπως διευκρινίστηκε ήδη, οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν δημιουργούν δεδικασμένο έναντι των πολιτικών δικαστηρίων και κάτι τέτοιο θα πρέπει να κριθεί δικαιολογημένο και για το λόγο ότι η ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του συγκεκριμένου κατηγορουμένου, ως προς την οποία δημιουργεί δεδικασμένο η τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, δεν εμφανίζεται, ούτε είναι δυνατόν να εμφανισθεί ως προδικαστικό ζήτημα άλλης πολιτικής δίκης. Εξάλλου το δεδικασμένο, υπό την θετική του εκδήλωση, αποτελεί την δεσμευτικότητα ως προς την γενόμενη δικαστική διάγνωση και ως εκ τούτου έχει ως αντικείμενο μόνο την ορθότητα της διάγνωσης της επίδικης έννομης συνεπείας, όχι δε και την αλήθεια των ως αποδειχθέντων φερομένων πραγματικών γεγονότων. Έτσι η τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δημιουργεί μεν δεδικασμένο περί της υπάρξεως ή ανυπαρξίας της ασκηθείσης ποινικής αξιώσεως της πολιτείας κατά του συγκεκριμένου κατηγορουμένου, όχι όμως και ως προς την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, που στηρίζουν την επίδικη αξίωση. 46 Κρίσιμο είναι, λοιπόν, να διευκρινισθεί ποια είναι η φύση της επιρροής της πολιτικής δίκης στην υπό διάγνωση διαφορά, αφού, μετά από όσα ειπώθηκαν, θα πρέπει να αποκλεισθεί οποιαδήποτε δεσμευτικότητα λόγω δεδικασμένου. Αντικείμενο της ποινικής δίκης αποτελεί η ποινική αξίωση της πολιτείας εναντίον του κατηγορουμένου, η οποία δεν μπορεί ν' αποτελεί προδικαστικό ζήτημα οιασδήποτε πολιτικής δίκης, διότι κανένα ιδιωτικό δικαίωμα δεν έχει ως νόμιμη προϋπόθεσή της γέννησής του την ποινική αξίωση της πολιτείας. Η σχέση λοιπόν και η 46 Μπέης, Πολιτική Δικονομία, αρθρ.250, σελ. 1091