Η ΕΛΠΙΔΑ
Η ΕΛΠΙΔΑ Σήμερα το πρωί, ο δωδεκάχρονος Ναζίμ ξύπνησε από έναν πολύ δυνατό θόρυβο. Πετάχτηκε στον αέρα φωνάζοντας φοβισμένος «τι έγινε»; Η μητέρα του φαινόταν μέσα της να ήξερε ότι αυτός ο θόρυβος προήλθε από μία βόμβα, αλλά απέφυγε την απάντηση στον γιο της λέγοντας του ότι όλα είναι καλά. Προσπάθησε να τον ηρεμίσει και τον κάλεσε να πάει στην κουζίνα. Καθώς προχωρούσε στο μακρύ διάδρομο του σπιτιού που οδηγούσε από το δωμάτιο του στην κουζίνα, διατηρούσε την ελπίδα ότι ένα μοσχομυριστό πρωινό τον περίμενε, μα στο βάθος της καρδιάς του ήξερε ότι δεν θα είχε κάτι διαφορετικό από τις άλλες ημέρες δηλαδή κάνα δυο φέτες ψωμί και λίγο βούτυρο. Λόγω αυτής της κατάστασης κανένα μαγαζί δεν ήταν ανοιχτό. Δίχως πολύ κέφι, έκατσε στην καρέκλα, μα πριν ακόμη προλάβει να πει καλή όρεξη ένας δεύτερος δυνατός ήχος ακούστηκε, ίδιος με τον πρώτο. «Τι συμβαίνει»;, ρώτησε τρομαγμένος ο Ναζίμ. Τη φωνή του ακολούθησε μία σειρήνα, χαρακτηριστικός ήχος ο οποίος συνήθως προμήνυε βομβαρδισμό ή κάτι κακό. Τα βλέμματα του πατέρα και της μητέρας του Ναζίμ διασταυρώθηκαν γεμάτα φόβο και αγωνία «Γρήγορα! Πρέπει να φύγουμε», είπε ο πατέρας. Έπρεπε να πάρουν κάποια είδη πρώτης ανάγκης μαζί τους και να συγκεντρωθούν σε ένα καταφύγιο, καλυμμένο από ισχυρό μπετόν. Τρέχοντας έφτασαν εκεί. Μόλις μπήκαν μέσα ο μικρός Ναζίμ έσφιξε το χέρι της μητέρας του, μιας και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν κόσμος, πολύς κόσμος, μέσα σε ένα πελώριο δωμάτιο... Ένιωθε ένας κόμπος να έχει δεθεί στον λαιμό του και να μην τον αφήνει να βγάλει λέξη και η καρδιά του είχε πλημμυρίσει από φόβο. Εκεί έμειναν για αρκετές ώρες ώσπου η σειρήνα δήλωσε το τέλος του συναγερμού. Αυτό σήμαινε ότι πλέον οι κάτοικοι της περιοχής μπορούσαν να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους. Στο δρόμο της επιστροφής, σκέφτονταν αν το σπίτι τους θα έστεκε ακόμα όρθιο μέσα στα χαλάσματα για να τους υποδεχτεί. Μετά από λίγο έφτασαν στην γειτονιά τους και το αντίκρισαν ακόμα γερό να τους περιμένει. Τότε, ο πατέρας συλλογίστηκε: «Τι μας έχει απομείνει; Δουλειά δεν έχουμε και τα χρήματα αρχίζουν να τελειώνουν. Δεν έχουμε πλέον ζωή εδώ. Μόνο το σπίτι μας μας έχει μείνει αλλά για πόσo ακόμα; Μπορεί ο επόμενος τους στόχος να είναι το δικό μας σπιτικό. Κι έτσι δεν θα έχουμε ούτε κι αυτό. Γιατί να περιμένουμε να τα χάσουμε όλα; Γιατί να μην σώσουμε ότι προλαβαίνουμε; Εδώ κινδυνεύουμε να τα χάσουμε όλα, μέχρι και την ζωή μας». Όλες αυτές τις σκέψεις τις μοιράστηκε αργότερα με τη σύζυγο του. Μαζί αποφάσισαν να ανακοινώσουν αυτή τους την απόφαση και στον γιο τους. Του είπαν ό,τι ακριβώς σκέφτονται, ό,τι ακριβώς νιώθουν, ό,τι ακριβώς πιστεύουν Ο Ναζίμ δεν άντεξε τα πικρά λόγια των γονιών του και εξοργισμένος σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε στο δωμάτιο του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αμέσως άρχισε να κλαίει. Οι γονείς του ένιωθαν πολύ άσχημα μα δε γινόταν αλλιώς, έπρεπε να φύγουν για την Ευρώπη. Βράδιασε και όλοι κοιμήθηκαν νωρίς, μιας και αύριο θα ήταν μια μεγάλη ημέρα, αφού θα ξεκινούσαν το μακρύ τους ταξίδι ένα ταξίδι για την ελπίδα Ξημέρωσε και ο πρώτος που σηκώθηκε ήταν ο Ναζίμ, μιας και το άγχος που είχε δεν τον άφηνε να κοιμηθεί παραπάνω. Έπειτα ξύπνησαν και οι γονείς του. Έκατσαν όλοι μαζί για μια τελευταία φορά στο τραπέζι για να απολαύσουν το τελευταίο τους πρωινό στην πατρίδα τους.όση ώρα έτρωγαν οι σκέψεις και οι φόβοι 1
βασάνιζαν το μυαλό και κυρίευαν τις καρδιές της οικογένειας. Ούτε μια λέξη δεν ηχούσε στο δωμάτιο ώσπου μια φωνούλα ήρθε να σπάσει αυτή την ησυχία: «Δεν θέλω να πεθάνω», είπε ο μικρός Ναζίμ. «Τι είναι αυτά που λες αγόρι μου», είπε η μητέρα του, «κάνεις δεν θα πάθει τίποτα» «Λες αλήθεια»; την ρώτησε. «Μα και βεβαία λέω την αλήθεια, πιστεύεις ότι θα σου έλεγα ποτέ εγώ ψέματα»; είπε η μητέρα του και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Μόλις τελείωσαν πήραν έναν σάκο μαζί τους με κάνα δυο αλλαξιές ίσα ίσα για τον μικρό και όσα χρήματα τους είχαν απομείνει. Ήταν ώρα να φύγουν. Όλοι με δάκρυα στα μάτια έριξαν μια τελευταία μάτια στο σπίτι τους αποχαιρετώντας το έτσι για πάντα. Αφήνοντας πίσω τους όσες χαρούμενες αλλά και λυπημένες στιγμές είχαν ζήσει μέσα σε αυτό το σπίτι. Ο Ναζίμ έσφιξε το χέρι της μητέρας του βγάζοντας έτσι την λύπη του. Αφού απομακρύνθηκαν κάμποσα χιλιόμετρα από το σπίτι, επιβιβάστηκαν σε ένα περίεργο φορτηγό. Δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα. Ήταν χρώματος λαδί και δεν είχε παράθυρα. Με αυτό το φορτηγό έφτασαν ως την Τουρκία μια χώρα ανατολικά της Ελλάδας. Αυτό σήμαινε δηλαδή ότι το μακρινό τους ταξίδι πλησίαζε στο τέλος του, μιας και ο τερματικός τους σταθμός ήταν η Ελλάδα. Η μητέρα κρατούσε σφιχτά το χέρι του μικρού της γιου και με αυτόν τον τρόπο του έδινε κουράγιο για το μέλλον. Όλοι ήξεραν ότι ακόμη τίποτα δεν είχε τελειώσει και μερικά δάκρυα έσταξαν από τα μάτια της μητέρας του. Τους άφησαν σε ένα μικρό λιμάνι της περιοχής που δεν υπήρχε, προς το παρόν, κανένα πλοίο. Μία φουσκωτή βάρκα τους περίμενε στα νερά της θάλασσας. Αυτούς δηλαδή και άλλους σαράντα και παραπάνω πρόσφυγες. Ο πατέρας του Ναζίμ αρνήθηκε να μπουν σε αυτήν την παραγεμισμένη βάρκα, αλλά ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα τους περίμενε με ένα μαχαίρι στο χέρι έτοιμος να τους σκοτώσει και να τους ρίξει στη θάλασσα. Χωρίς άλλη σκέψη επιβιβάστηκαν στη βάρκα και το ταξίδι τους ξεκίνησε αυτή τη φορά στο νερό. Ο Ναζίμ ήταν στη ζεστή αγκαλιά της μητέρας του και αυτό ήταν η μόνη του παρηγοριά. Η βάρκα κουνιόταν τόσο πολύ από το βάρος που είχε, που όλοι είχαν στο μυαλό τους τα χειρότερα που μπορούσαν να συμβούν σε περίπτωση που η βάρκα αναποδογύριζε. Όμως, σχεδόν όλοι από τους επιβάτες είχαν μαζί και την οικογένεια τους και το ένα της μέλος έδινε κουράγιο στο άλλο. Μετά από ώρες ταξιδιού, η θάλασσα αγρίεψε. Ο ουρανός σκοτείνιασε και τα πρόσωπα των προσφύγων είχαν καλυφτεί από τον φόβο. Δεν ήξεραν το αύριο, δεν ήξεραν που θα είναι, τι θα φάνε αλλά και το πιο απλό και κυριότερο, το αν θα ζουν Οι πρώτες ψιχάλες βροχής έφτασαν στην γη, οι πρώτες ψιχάλες βροχής έφτασαν στο Αιγαίο Πέλαγος, εκεί όπου έπλεε η βάρκα που κουβαλούσε τις ψυχές αυτών των τόσο ταλαιπωρημένων ανθρώπων. Ξάφνου, ένας δυνατός αέρας ταρακούνησε όλη την θάλασσα. Κάποια κύματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους στα νερά, ικανά να τρομοκρατήσουν όλους τους επιβάτες, εφόσον όλοι μπορούσαν να καταλάβουν ότι τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί. Η ίδια σκέψη βασάνιζε το μυαλό τους, η απώλεια των αγαπημένων τους. Ξαφνικά, κάτι ένιωσαν στα κάτω άκρα τους, κάποιος φώναξε ότι ήταν νερό και δυστυχώς είχε δίκιο Η βάρκα είχε αρχίσει να χάνει το ύψος της από το πολύ βάρος και από την κακοκαιρία. Όλοι είχαν μαζευτεί στο κέντρο της για να προφυλαχθούν. Ο πατέρας του Ναζίμ ξαφνικά είδε ένα απότομο κύμα να έρχεται κατά πάνω τους και να τον χτυπά πριν καν προλάβει να αντιδράσει. Με μεγάλη ορμή, τον έριξε στα κρύα νερά του πελάγους, αβοήθητο και μόνο. Οι συμπατριώτες του έκαναν ότι μπορούσαν για να τον σώσουν, μα το ότι δεν ήξερε κολύμπι επιδείνωνε την προσπάθεια διάσωσής του. Πλέον, η βάρκα έπρεπε να φύγει αφήνοντας εκεί τον πατερά του Ναζίμ. Όλοι οι επιβάτες είχαν μαζευτεί στην άκρη της για να τον σηκώσουν και έτσι κινδύνευε και η δική τους ζωή, μιας και η βάρκα ήταν έτοιμη να αναποδογυρίσει Οι επιβάτες μετρούσαν ήδη την πρώτη απώλεια Οι φόβοι τους, είχαν βγει αληθινοί Όφειλαν όμως, να συνεχίσουν το μακρύ τους 2
ταξίδι προς την ελευθερία. Έτσι άκουσε ο μικρός να το αποκαλούν: Ταξίδι προς την ελευθερία Μα ποιο νόημα είχε πια για τον μικρό Ναζίμ η λέξη ελευθερία; Ελευθερία είναι να ζεις όπως θέλεις εσύ με αυτούς που αγαπάς αλλά και αυτά που εσύ θέλεις, χωρίς όρια και δισταγμούς, χωρίς μη ή πρέπει Ο Ναζίμ δεν είχε πια αυτά που ήθελε, είχε χάσε το στήριγμά του, το πρότυπο του, τον πατέρα του, οπότε δε θα μπορούσε ποτέ να αποκαλέσει τον εαυτό του ελεύθερο ακόμη και αν έμπαινε στην Ελλάδα. Με αυτές τις κακές σκέψεις να τριγυρνούν και να κυριεύουν το μυαλό του συνέχισε το ταξίδι του. Τώρα, ήταν η σημαντικότερη στιγμή που ο μικρός και η μητέρα του χρειάζονταν ο ένας τον άλλον όσο ποτέ άλλοτε. Μετά από λίγες ώρες έφτασαν πια στην ακτή ενός ελληνικού νησιού με το όνομα Σάμος. Φαινόταν ωραίο νησί με ακόμη πιο πρόσχαρους κατοίκους. Οι κάτοικοί του τους υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκαλιές. Τους έδωσαν στέγη, φαγητό αλλά και το σημαντικότερο: αγάπη και στοργή. Έκατσαν κάποιες μέρες στο νησί για να συνέλθουν από το μακρύ τους ταξίδι, μα έπρεπε να φύγουν και να πάνε πια στον τελικό τους προορισμό: την Αθήνα. Ένα πλοίο περίμενε στην ακτή του νησιού να τους παραλάβει. Επιβιβάστηκαν αυτή τη φορά σε ένα πιο ασφαλές πλοίο. Ο μικρός Ναζίμ και η μητέρα του δεν σταμάτησαν στιγμή να προσεύχονται στο Θεό να τους βοηθήσει μιας και στην καρδιά τους υπήρχαν πιο πολλά άσχημα παρά ευχάριστα συναισθήματα Μερικές ώρες αργότερα, αποβιβάστηκαν στον Πειραιά Ένα χάος, ένας πανικός, μια σύγχυση επικρατούσε στη μεγαλούπολη και αυτό ήταν που άγχωνε πιο πολύ τον μικρό. Η καρδιά του φτερούγιζε σαν ένα μικρό πουλί από το φόβο. Τώρα όμως έπρεπε να βρουν ένα μέρος να μείνουν. Αποφάσισαν να πάνε σε έναν πρόχειρο καταυλισμό που είχαν στήσει άλλοι πρόσφυγες σε μια πλατεία μα λόγω της κακοκαιρίας το ταβάνι έσταζε νερό, είχε πολύ κρύο και οι τοίχοι κόντευαν να πέσουν. Τότε η μητέρα ρώτησε το παιδί της, τι ήθελε να κάνουν. Μα ο μικρός Ναζίμ δεν της μιλούσε. «Τι έχεις αγόρι μου», τον ρώτησε και εκείνος της απάντησε: «Μου είπες ψέματα, με κορόιδεψες, δεν με αγαπάς καθόλου Θυμάσαι; Μου είχες υποσχεθεί ότι κάνεις μας δεν θα πάθαινε τίποτα. Και τώρα; Τήρησες την υπόσχεση σου; Όχι, γιατί αν την είχες τηρήσει, τώρα ο μπαμπάς μου θα ήταν εδώ, μαζί μας, στο πλάι μας Δεν μπορώ να πιστέψω πως περιμένεις μετά από όλο αυτό να σου μιλώ», της είπε. «Μα αυτό ήταν ένα ατύχημα. Πιστεύεις πως έμενα δεν μου λείπει; Δεν σου είπα επίτηδες ψέματα, εγώ θέλω μόνο το καλό σου», του αποκρίθηκε. «Μου λες την αλήθεια»; την ρώτησε. «Μα και βεβαία σου λέω την αλήθεια». «Έλα εδώ», του είπε, και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Πέρασαν κάμποσες ημέρες που ο μικρός και η μητέρα του παραπλανιόντουσαν στην Αθήνα χωρίς καμία απολύτως βοήθεια από τους κατοίκους της περιοχής. Μα αντιθέτως, εκείνοι, δεν τους αντιμετώπιζαν σαν ανθρώπους Για μέρες ζούσαν μέσα στην φτώχια και στο ρατσισμό. Δεν είχαν ούτε τα βασικά δηλαδή λίγο καθαρό νερό και λίγο φαγητό. Εδώ και μέρες η μητέρα του Ναζίμ αναγκαζόταν να του δίνει νερό από βρύσες που υπήρχαν σε δημόσια πάρκα και πλατείες. Κάποια μέρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα, κάτοικος της περιοχής, που ζούσε μόνη της σε ένα μεγάλο σπίτι, τους πλησίασε και με ευχαρίστηση, τους φιλοξένησε στο σπίτι της δίνοντας τους στέγη, φαγητό, φροντίδα, αγάπη αλλά και στοργή. Τους έκανε να νιώσουν οικογένεια της σαν να ήταν η κόρη της και ο εγγονός της. Μια νέα ζωή ξεκινούσε για το Ναζίμ, σε μια νέα πατρίδα με μοναδικό στήριγμά του τη μητέρα του και τώρα και την κ. Ελένη. Ο πόλεμος τους είχε μαυρίσει την ψυχή Οι πληγές ακόμη ανοιχτές και ο χρόνος θα έδειχνε πότε θα έκλειναν 3
4