«Φερεγγυότητα ΙΙ» (Οδηγία 2009/138/ΕΚ) Γενικά χαρακτηριστικά - Σκοπός: ολιστική διαχείριση των κινδύνων, έµφαση όχι µόνο στους επιµέρους κινδύνους, αλλά και στην συνολικό επίπεδο λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης - Παράλληλη εξέλιξη στον τραπεζικό χώρο: «Βασιλεία ΙΙ» για τις απαιτήσεις κατοχής ιδίων κεφαλαίων, που καλύπτουν τους δανειακούς κινδύνους, και εσωτερικής οργάνωσης της τράπεζας: κοινή µεθοδολογία σε «Βασιλεία ΙΙ» και «Φερεγγυότητα ΙΙ», αφού και στις δύο περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα στην (τραπεζική/ασφαλιστική) επιχείρηση να αναπτύξει δικό της µοντέλο υπολογισµού των κεφαλαιακών απαιτήσεων. - Έµφαση στη διεθνή συνεργασία των εποπτικών αρχών των χωρών της Κοινότητας, για να διασφαλίζεται η αποτελεσµατική εποπτεία των οµίλων. Υποχρεώσεις εποπτικών αρχών προς διαβούλευση και ανταλλαγή πληροφοριών. Στόχος είναι να αποφεύγονται καταστάσεις τύπου AIG. Πρόκειται για τη µεγάλη αµερικανική ασφαλιστική εταιρία που κατέρρευσε στην αρχή της διεθνούς χρηµατοπιστωτικής κρίσης. Έχει θεωρηθεί ότι η πολυδιάσπαση της ασφαλιστικής εποπτείας µεταξύ των αµερικανικών πολιτειών ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησε στην κατάρρευση. - Για τις επενδύσεις εφαρµόζεται η «αρχή του συνετού επενδυτή». Πρέπει να αποφεύγεται η υπερσυγκέντρωση κινδύνου σε ορισµένους εκδότες κινητών αξιών, κλάδους της οικονοµίας ή γεωγραφικές περιοχές και να εξασφαλίζεται η ποιότητα, ασφάλεια, ρευστότητα και κερδοφορία των τοποθετήσεων. Όµως, οι τοποθετήσεις αυτές δεν περιορίζονται πια 1
σε ορισµένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, ούτε απαιτείται να γίνονται σε περιουσιακά στοιχεία ευρισκόµενα εντός ενός κράτους- µέλους ή εντός της Κοινότητας, ούτε απαιτείται να κοινοποιούνται προς έγκριση στην εποπτική αρχή. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν δηλαδή πλέον µεγαλύτερη ευελιξία ως προς τις επιµέρους αποφάσεις για το πού θα επενδύσουν τα περιουσιακά στοιχεία τους, όµως πρέπει να τηρούν τις γενικές προδιαγραφές (standards) της Οδηγίας. 1 ος πυλώνας (ποσοτικός): κεφαλαιακές απαιτήσεις α. τεχνικές προβλέψεις - Αντιστοιχούν στα ήδη γνωστά τεχνικά αποθέµατα (τα οποία άλλωστε από λογιστική άποψη έχουν ακριβώς τη φύση προβλέψεων). - Υπολογίζονται σε άµεσο συσχετισµό µε τους αναληφθέντες κινδύνους και βάσει µίας «βέλτιστης εκτίµησης» των µελλοντικών ταµειακών ροών και ενός επιπλέον περιθωρίου κινδύνου. β. κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας - Αντιστοιχούν στο περιθώριο φερεγγυότητας του ισχύοντος δικαίου. - Υπολογίζονται ανά έτος, ή επανυπολογίζονται νωρίτερα αν έχει αλλάξει στο µεταξύ το προφίλ κινδύνου. - Προσδιορίζονται ποσοτικά µε την τυποποιηµένη µέθοδο του νόµου ή µε το εσωτερικό υπόδειγµα που καθορίζει η επιχείρηση και εγκρίνει η εποπτική αρχή. Έτσι, ιδίως µεγάλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν την ευχέρεια να δηµιουργήσουν δική τους µέθοδο υπολογισµού (το εσωτερικό υπόδειγµα, που µπορεί να είναι πλήρες ή µερικό, να αφορά 2
δηλαδή το σύνολο των απαιτήσεων φερεγγυότητας ή µέρος αυτών, άρα και µέρος των κινδύνων), που να ανταποκρίνεται περισσότερο στο ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης. - Αν ελλείπουν ή πρόκειται εντός 3 µηνών να ελλείψουν, υποβάλλεται σχέδιο ανάκαµψης. Εδώ δηλαδή η έλλειψη ιδίων κεφαλαίων αντιστοιχούντων στις απαιτήσεις φερεγγυότητας οδηγεί σε συζήτηση µε την εποπτική αρχή για τη διόρθωση της κατάστασης. γ. ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις - Αντιστοιχούν στο εγγυητικό κεφάλαιο του ισχύοντος δικαίου. - Υπολογίζονται ανά τρίµηνο. - Προσδιορίζονται ποσοτικά µόνο µε τη µέθοδο του νόµου. Το εσωτερικό υπόδειγµα της επιχείρησης αφορά µόνο τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας. - Είναι 25%-45% των απαιτήσεων φερεγγυότητας, και πάντως τουλάχιστον 2,2 εκατ. για τις ασφαλίσεις ζηµιών και 3,2 εκατ. για τις ασφαλίσεις ζωής. (Αυτά είναι τα ελάχιστα όρια που θέτει η κοινοτική Οδηγία. Ο εθνικός νοµοθέτης µπορεί να θέσει και υψηλότερα όρια.) - Αν ελλείπουν ή πρόκειται εντός τριµήνου να ελλείψουν, υποβάλλεται βραχυπρόθεσµο πρόγραµµα χρηµατοδότησης και εν τέλει µπορεί να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας. - Συνολικά, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις αντιµετωπίζονται αυστηρότερα από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας (υπολογίζονται ανά µικρότερα χρονικά διαστήµατα, δεν µπορεί η επιχείρηση να αποκλίνει µε εσωτερικό υπόδειγµα από τον προδιαγεγραµµένο τρόπο υπολογισµού, η έλλειψή τους πρέπει να 3
αναπληρωθεί αµέσως), γιατί αποτελούν το minimum ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται για την ασφαλή λειτουργία της ασφαλιστικής επιχείρησης. 2 ος πυλώνας (ποιοτικός): σύστηµα διακυβέρνησης - Το στοιχείο αυτό τονίζεται περισσότερο απ ό,τι µέχρι σήµερα, διότι η έµφαση δεν δίνεται πλέον µόνο στην κάλυψη των επιµέρους κινδύνων, αλλά και στο συνολικό επίπεδο λειτουργίας της επιχείρησης. Σκοπός είναι δηλαδή πλέον όχι τόσο να επιβάλλεται στην ασφαλιστική επιχείρηση ακριβώς το τι θα πράττει, όσο να της δίνονται κάποια περιθώρια επιλογών (εντός βέβαια των κανόνων της Οδηγίας), να διασφαλίζεται όµως ταυτόχρονα ότι η επιχείρηση αυτή είναι ένας αποτελεσµατικός οργανισµός που θα χρησιµοποιήσει ορθά αυτές τις επιλογές. - Ισχύουν απαιτήσεις ικανότητας και ήθους των διοικούντων. - Εντός της ασφαλιστικής επιχείρησης πρέπει να λειτουργούν τµήµατα διαχείρισης κινδύνου, αναλογιστικής, εσωτερικού ελέγχου. Πρέπει ιδίως να διασφαλίζεται µε αξιόπιστους µηχανισµούς ελέγχου η κανονιστική συµµόρφωση (compliance), δηλαδή η εφαρµογή από την ασφαλιστική επιχείρηση των νοµικών ρυθµίσεων που την αφορούν. - Απαιτείται ικανοποιητική οργανωτική δοµή µε σαφή κατανοµή αρµοδιοτήτων και ικανοποιητική ροή πληροφοριών εντός της επιχείρησης. - Σε περίπτωση εξωπορισµού (outsourcing), δηλαδή ανάθεσης µέρους των λειτουργιών της επιχείρησης σε τρίτη εταιρία, πρέπει να διασφαλίζεται η ποιότητα εκτέλεσης αυτών των λειτουργιών, ο πλήρης έλεγχός της από την ασφαλιστική επιχείρηση και η αποτελεσµατική 4
κρατική εποπτεία. ηλαδή το outsourcing δεν πρέπει να θίγει την εφαρµογή του 2 ου πυλώνα. 3 ος πυλώνας: υποχρεώσεις διαφάνειας Η τήρηση των ανωτέρω υποχρεώσεων και η χρηµατοοικονοµική κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης πρέπει να µπορούν να διαπιστωθούν από την εποπτική αρχή και το κοινό. Υποβολή στην εποπτική αρχή ετήσιας έκθεσης για τη χρηµατοοικονοµική κατάσταση και δηµοσίευσή της. Επίσης, η εποπτική αρχή ελέγχει και τις «ειδικές συµµετοχές» στο κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης, ώστε να διαπιστώνει αν οι ισχυροί µέτοχοι είναι κατάλληλοι προς άσκηση επιρροής σε αυτήν. Η κοινοτική Οδηγία ορίζει ως όριο «ειδικής συµµετοχής» το 20% του µετοχικού κεφαλαίου, αλλά το εθνικό δίκαιο µπορεί να ορίσει και χαµηλότερο όριο (όπως είναι το 10% που έχει ορίσει ο Έλληνας νοµοθέτης). 5