ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Επιβλέποντες: Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ Α. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Διπλωματική Εργασία με θέμα: Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΝΑΚΡΙΤΗ Καλλιόπη Βαρδάκη 1
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1. Εισαγωγικά 2. Ο Ανακριτής 2.Ι. Ο Ανακριτής στην κύρια ανάκριση 2.ΙΙ. Η υπηρεσιακή κατάσταση του τακτικού Ανακριτή 2.ΙΙΙ. Η καθ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του Ανακριτή 2.IV. Η εκκίνηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του Ανακριτή 3. Ο Ανακριτής στην διαδικαστική αλληλεπίδρασή του με τα άλλα δικαστικά όργανα και πρόσωπα 3.Ι. Η εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης 3.ΙΙ. Η διενέργεια κύριας ανάκρισης χωρίς εισαγγελική παραγγελία 3.ΙΙΙ. Μπορεί ο Ανακριτής να διαφωνήσει για την ίδια την σκοπιμότητα της ποινικής δίωξης; 3.IV. Μπoρεί o Ανακριτής να διαφωνήσει για τη νομιμότητα της ποινικής δίωξης; Η περίπτωση του άρθρου 247 παρ.1 του Κ.Π.Δ. 3.V. Tί γίνεται όταν ο Ανακριτής θεωρεί εαυτόν αναρμόδιο; 3.VI. Τι γίνεται όταν ο Ανακριτής εκτιμά ότι η ερευνώμενη πράξη δεν έχει αξιόποινο χαρακτήρα ; 3.VII. Παραγραφή του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης, λόγοι που κωλύουν ή αναστέλλουν την ποινική δίωξη, 4. Η επέκταση της ποινικής δίωξης από τον Ανακριτή 5. Η πρακτική έκδοσης τυπικής κλήσης (ελλείψει σοβαρών ενδείξεων ενοχής) 2
6. Η παραγγελία για διενέργεια συμπληρωματικής (περαιτέρω) κύριας ανάκρισης 7. Χρονική διάρκεια της κύριας ανάκρισης 8. Η περάτωση της κύριας ανάκρισης ως το διαδικαστικό πέρας της λειτουργικής αρμοδιότητας του Ανακριτή 9. Ανακριτικές πράξεις 9. I. η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης α. Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη β. Η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη γ. Η πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 30 παρ. 3 του ν. 3459/2006 περί ναρκωτικών δ. Η πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 200 Α ΚΠΔ 9 II. Οι προϋποθέσεις επιβολής των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού κατά την διάρκεια της ανάκρισης α. Οι προϋποθέσεις επιβολής περιοριστικών όρων β. Οι προϋποθέσεις επιβολής της προσωρινής κράτησης γ. Η περίπτωση διαφωνίας μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα 9 III. Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και των περιοριστικών όρων α. Η άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης κατ άρθρο 286 παρ. 1 ΚΠΔ β. Η αίτηση άρσης ή αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης κατ άρθρο 286 παρ. 2 ΚΠΔ γ. Η αρμοδιότητα του ανακριτή κατ άρθρο 286 παρ. 3 ΚΠΔ 10. Η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού στο στάδιο της προδικασίας σε ξένες έννομες τάξεις 3
10 Ι. Η συγκέντρωση του προδικαστικού αποδεικτικού υλικού στο γερμανικό δίκαιο 10 ΙΙ. Η συγκέντρωση του προδικαστικού αποδεικτικού υλικού στο αυστριακό δίκαιο 10 ΙΙΙ. Η συγκέντρωση του προδικαστικού αποδεικτικού υλικού στο γαλλικό, στο βελγικό, στο ισπανικό και στο ολλανδικό δίκαιο 10 ΙV. Η συγκέντρωση του προδικαστικού αποδεικτικού υλικού στο αγγλικό δίκαιο 11. Διατήρηση ή κατάργηση του θεσμού του ανακριτή στον ισχύον ποινικό δικονομικό δίκαιο 11 Ι. Η αποτύπωση της σημερινής πραγματικότητας 11 ΙΙ. Προτάσεις για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας του θεσμού του ανακριτή Βιβλιογραφία 4
1. Εισαγωγικά Η συζήτηση για την λειτουργική αρμοδιότητα του ανακριτή προϋποθέτει κατά κύριο λόγο την ανάλυση των αρμοδιοτήτων του κατά τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης, του πλέον κρίσιμου δηλ. τμήματος της διαγνωστικής διαδικασίας για την τεκμηρίωση ενός τελεσθέντος εγκλήματος, όταν μάλιστα κατά το στάδιο αυτό, είναι δυνατή και η επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Η διαδικασία της κύριας ανάκρισης είναι ίσως το σημαντικότερο τμήμα της προδικασίας της ποινικής δίκης όχι μόνο διότι κατά τη διάρκειά της είναι δυνατή η επιβολή δυσμενών δικονομικών μέτρων εις βάρος του κατηγορουμένου με κορυφαίο αυτό της προσωρινής κράτησης, δηλαδή είναι δυνατή η στέρηση της ελευθερίας του κατηγορουμένου χωρίς ακόμη να έχει εκδικασθεί η υπόθεσή του και συνεπώς χωρίς να υπάρχει καταδίκη του από ποινικό δικαστήριο. Επειδή η δικονομική και ουσιαστική πορεία της κύριας ανάκρισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ενέργειες του ανακριτή και τον εισαγγελέα- χωρίς να παραβλέπεται η συμβολή των διαδίκων στη συγκέντρωση και επεξεργασία του αποδεικτικού υλικού- θεωρείται σκόπιμο στην αρχή της εργασίας να παρατεθούν ορισμένες θεωρητικές σκέψεις για τη θέση αυτών των δύο προσώπων ως βασικών πυλώνων της ποινικής δίκης. Έτσι θα καταστεί πιο κατανοητή η δράση τους και θα διαγιγνώσκονται ευκρινέστερα τα κίνητρα των επιλογών τους, ιδίως όταν αυτά τα δύο πρόσωπα άγονται σε διαφορετικές θέσεις. Ο ανακριτής είναι μονοπρόσωπο και ανεξάρτητο όργανο με ιδιαίτερη αυτοτελή δικαιοδοσία και επιφορτίζεται στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο με τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης 5
επί σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Έλκει την καταγωγή του από το Γαλλικό Δίκαιο. Ο ανακριτής είναι τακτικός δικαστής του κλάδου της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με το βαθμό του πρωτοδίκη, ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1 ΚΟΔΚΔΛ με προεδρικό διάταγμα για μια διετία και κατ' άρθ. 87 παρ. 1 του Συντάγματος είναι εξοπλισμένος με τις εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών. Στις υποθέσεις που η ποινική δίωξη ασκείται με απόφαση της ολομέλειας των εφετών, όπως για παράδειγμα όταν πρόκειται για τις αξιόποινες πράξεις που αφορούν το «πόθεν έσχες» συγκεκριμένων προσώπων, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3213/2003 ανακριτής ορίζεται εφέτης 1. Αποστολή του δεν είναι η εκφορά κρίσης επί της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου-παρά το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων σχηματίζει άποψη για την ουσία της υπόθεσης, η οποία αποκαλύπτεται σε ορισμένο βαθμό από τη δικονομική μεταχείριση του κατηγορουμένου μετά από την απολογία τουαλλά η συλλογή αποδεικτικού υλικού προς όλες τις κατευθύνσεις, ώστε να καταστεί δυνατή η απαγγελία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο, η μετέπειτα επεξεργασία της υπόθεσης από τον εισαγγελέα και τελικά η εκδίκασή της από το αρμόδιο δικαστήριο. Από την περιγραφή της αποστολής του ανακριτή καθίσταται αντιληπτό ότι δεν δικάζει τις υποθέσεις, τις οποίες χειρίζεται υπό την ιδιότητά του αυτή αλλά προπαρασκευάζει την εκδίκασή τους 1 Βλ. αναλυτικά σε Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Τομ Ι 2012 σ. 129 επ., Α. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2014 σ. 165, Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης 2012 σ. 255, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία 2011 σ. 112 επ και ιδίως σ. 114, Α. Τριανταφύλλου, Ζητήματα Μαρτυρικής Απόδειξης στην Ποινική Δ ίκη 2014 σ. 81 επ. 6
ερχόμενος προς τούτο σε επαφή με τον εισαγγελέα, τους διαδίκους, τις αστυνομικές αρχές, πιθανόν δε και με άλλα πρόσωπα, όπως είναι οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες. Αναζητά τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία πρόκειται να υποστηρίξουν την ουσιαστική βασιμότητα της ποινικής δίωξης, δηλαδή να χρησιμοποιηθούν για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου και για την καταδίκη του. Αυτό σημαίνει ότι ο τελών ανακριτικά καθήκοντα τακτικός δικαστής κατ' ουσίαν ενσωματώνεται ή τουλάχιστον μετέχει στο μηχανισμό της ποινικής δίωξης διατηρώντας παράλληλα την ιδιότητά του ως δικαιοδοτικού οργάνου και όλα τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας του ως δικαστικού λειτουργού. Η πρώτη συνέπεια της διττής αυτής λειτουργίας του ανακριτή είναι ότι δεν επηρεάζεται από την ψυχολογική προκατάληψη υπέρ της κατηγορίας, από την οποία είναι αναμενόμενο να διακατέχεται ο ασκών την ποινική δίωξη εισαγγελέας. Παρατηρεί την ποινική δίωξη από ικανή απόσταση, ούτως ώστε να μην ταυτίζεται με αυτή, αλλά να δύναται να την κρίνει με επιστημονική νηφαλιότητα. Για το λόγο αυτό παρέχει μεγαλύτερα εχέγγυα αμεροληψίας και απροσωπόληπτης κρίσης, ιδίως κατά την επιβολή των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού χωρίς αυτό να συνιστά απαρέγκλιτο κανόνα. Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι, εάν αργότερα ο ανακριτής μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται σχετικός λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσής του από τη σύνθεση του αρμοδίου για την εκδίκαση της υπόθεσης δικαστηρίου, είναι πολύ πιθανόν η κρίση του να μην είναι ανεπηρέαστη αλλά προκατειλημμένη υπέρ 7
ή κατά του κατηγορουμένου, διότι θα είναι ήδη γνώστης της υπόθεσης, εφ' όσον με δικές του ενέργειες θα έχει συγκεντρωθεί το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας. Αυτό συμβαίνει διότι κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης ο ανακριτής αξιολογεί κατά το μάλλον ή ήττον τα αποδεικτικά μέσα που συλλέγει και σχηματίζει άποψη για την ουσία της υπόθεσης, έστω και εάν δεν την εξωτερικεύει ελλείψει θεσμικού διαύλου προς τούτο. Επομένως, εάν συμμετέχει στη σύνθεση του δικαστηρίου που δικάζει τις υποθέσεις, τις οποίες χειρίστηκε ως ανακριτής, θα έχει προσχηματισμένη άποψη επί της υπόθεσης πράγμα το οποίο δεν επιτρέπεται στο δικαστή. Περαιτέρω ο ρόλος του ανακριτή είναι γενικότερα εγγυητικός. Δεν πρόκειται μόνο για την ψυχολογική σχέση του ανακριτή με την κατηγορία και με την επιστημονική θέαση της ποινικής δίωξης αλλά για την παροχή όλων των εγγυήσεων ότι θα διεξαχθεί μία υψηλή ποιοτικά διαδικασία, ο κατηγορούμενος δεν θα στερηθεί το δικαίωμα πληροφόρησης της κατηγορίας 2 και γενικότερα το δικαίωμα της δίκαιης δίκης 3 στο στάδιο της 2 Βλ. Α. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Βασικές έννοιες 2014 σ. 179. 3 Βλ. για το επίμαχο δικαίωμα σε Θ. Δαλακούρα, Ανακριτική διείσδυση, δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, σε Πρακτικά του 9ου Ελληνογερμανικού Συμποσίου με θέμα «Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική», 15-16/10/2010, Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2007, σ. 33, Α. Κωνσταντινίδη, Η έννοια και λειτουργία του εγγράφου στο ουσιαστικό και δικονομι κό ποινικό δίκαιο, 2000, σ. 165, Δ. Συμεωνίδη, Το Ανασταλτικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και της Αναίρεσης κατά Αποφάσεων στην Ποινική Δίκη 1999 σ. 71 επ., του ιδίου, Οι εγγυήσεις της δίκαιης δίκης από τα ποινικά δικαστήρια στο συλλογικό έργο Οι ελληνικές υποθέ σεις στο Στρασβούργο, τομ Α 1991-2001 (επιμ. Π. Νάσκου-Περράκη/ Γ. Κτιστάκη) 2006 σ. 142 επ., Α Τριανταφύλλου, Ζητήματα Μαρτυρικής Απόδειξης στην Ποινική Δίκη 2014 σ. 18 επ., Η. Αναγνωστόπουλο, Αστυνομική διείσδυση και δίκαιη δίκη, ΠοινΧρ 2001, σ. 193 επ., Ι. Ανδρουλάκη, Κριτήρια της δίκαιης ποινικής δίκης, 2000,, Καϊάφα - Γκμπάντι, Η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ για την αστυνομική διείσδυση και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ΠοινΔικ 2011, σ. 59 επ., της ιδίας, Ευρωπαϊκή Σύγκλιση και Ποινικό Δίκαιο, Σύγχρονες εξελίξεις, ΠοινΔικ 2001, σ. 1284, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2011, σ. 32 επ., Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία 2011, σ. 24 επ., του ιδίου, Ποινική δίκη: Η 8
προδικασίας και θα κατορθώσει να ασκήσει απρόσκοπτα τα δικαιώματά του. Αξίζει δε να σημειωθεί από το σημείο τούτο ότι η σοβαρότητα των επίμαχων δικαιωμάτων αναδεικνύεται από το γεγονός ότι τυχόν παραβίασή τους προκαλεί κατά ρητή επιταγή του νόμου απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Πραγματικά οι ανακριτικές πράξεις για την εξιχνίαση των εγκλημάτων είναι δυνατό να διενεργηθούν και από άλλες αρχές π.χ. αστυνομικές ή υπαλλήλους των οικονομικών υπηρεσιών. Μάλιστα οι αστυνομικές αρχές διαθέτουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα, τον αναγκαίο εξοπλισμό που στερείται ο ανακριτής (οχήματα για τη μετακίνηση στο τόπο που τελέστηκε το ερευνώμενο ποινικό αδίκημα, φωτογραφικό αρχείο υπόπτων, μέσα ηλεκτρονικής αποτύπωσης τόπων και ανακριτικών πράξεων, όπως η αναπαράσταση του εγκλήματος και εγκληματολογικά εργαστήρια) ενώ ο ανακριτής είναι σχετικά απομονωμένος στο δικαστικό του γραφείο. Επιπλέον, οι αστυνομικές αρχές διαθέτουν μεγαλύτερη εμπειρία στην έρευνα ποινικών αδικημάτων ορισμένων κατηγοριών από ότι ο δικαστής που αναλαμβάνει καθήκοντα ανακριτή μόνο για ορισμένο χρόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο ανακριτής επιθυμεί τη διενέργεια σύνθετων ή εξειδικευμένων ανακριτικών πράξεων, όπως την αναγνώριση του κατηγορουμένου από φωτογραφίες, τη διενέργεια αναπαράστασης ενός εγκλήματος, την ανάλυση βιολογικού υλικού, τη διενέργεια δακτυλοσκοπικής εξέτασης ή βαλλιστικής ανάγκη εξασφάλισης αποτελεσματικής και δίκαιης δίκης, ΠοινΧρ 2008, σ. 289 επ., Συμεωνίδη, Κατασχέσεις στην ποινική διαδικασία και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, 2010, σ.330, Τσιρίδη, Ο νέος Νόμος για το ξέπλυμα χρήματος (Ν. 3691/2008), 2009, σ. 158 επ., για το ειδικότερο ζήτημα της πρόσκρουσης της υποχρέωσης ενεργητικής αναγγελίας του εντολ έως-πελάτη από τον δικηγόρο του στην έννοια της δίκαιης δίκης. 9
έρευνας, προσφεύγει στη συνδρομή των αστυνομικών αρχών και εργαστηρίων. Πάρα ταύτα ο νομοθέτης επιμένει στη διενέργεια της κύριας ανάκρισης, από τακτικό δικαστή, αν και γνωρίζει ότι αυτός ολοένα και περισσότερο αναθέτει τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων ή προπαρασκευαστικών τους ενεργειών σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή συντονίζει παρά διεξάγει αυτοπροσώπως την ανάκριση. Θεωρούμε ότι, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο της νομοθετικής αδράνειας λόγω μακρόχρονης παράδοσης, αυτή η επιμονή του νομοθέτη στη διατήρηση του θεσμού του ανακριτή πηγάζει από την πεποίθησή του ότι ο τακτικός δικαστής ενεργώντας ως ανακριτής των σοβαρών ποινικών υποθέσεων, επειδή εμφορείται από το πνεύμα της εκατέρωθεν ακρόασης και γενικώς της προσήλωσης στη νομιμότητα, θα μεριμνά για την ολόπλευρη έρευνα της υπόθεσης και όχι μόνο για τη συλλογή ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων, για την άσκηση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και ιδίως για την ενημέρωσή τους γι αυτά, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκησή τους, και γενικότερα για την τήρηση των επιμέρους αρχών της δίκαιης δίκης. Επομένως, η διενέργεια της κύριας ανάκρισης από τακτικό δικαστή, παρέχει περισσότερα εχέγγυα νομιμότητας και δίκαιης διεξαγωγής της. Πρόκειται για προφανή νομοθετική επιλογή να διεξάγεται η κύρια ανάκριση με βάση το κατηγορητικό σύστημα σε αντίθεση με άλλα στάδια της προδικασίας, στα οποία υπερισχύουν έντονα στοιχεία του εξεταστικού συστήματος. Κατά τη δράση του ανακριτή, ιδίως σε σχέση με αυτήν του εισαγγελέα παρουσιάζονται δυσλειτουργίες, οι οποίες αναδεικνύουν την προπεριγραφείσα ιδιόμορφη θέση του ανακριτή. Αν και ο ΚΠΔ, 10
όπως θα αναλυθεί εκτενώς στο σχετικό κεφάλαιο της εργασίας, καταλείπει ελάχιστα περιθώρια στον ανακριτή να ελέγξει την ορθότητα της εισαγγελικής παραγγελίας, είναι δυσχερές τόσο εξ απόψεως αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης να στερηθεί ο ανακριτής κάθε ευχέρεια κρίσης της ορθότητας της ποινικής δίωξης, την οποία οφείλει να προωθήσει. Στην αντίθετη περίπτωση ο ανακριτής, αν και δικαστής, θα εκαλείτο να ενεργεί ως οιονεί υπηρεσιακά άβουλο όργανο, δηλαδή να διεξάγει ανακριτικές πράξεις και να απαγγέλει κατηγορία ή να εκδίδει εντάλματα σύλληψης για πράξεις, οι οποίες περιέχονται στην ασκηθείσα ποινική δίωξη αλλά τις οποίες αυτός δεν θεωρεί αξιόποινες, διότι κατά την άποψή του δεν συντρέχουν τα στοιχεία του νόμου για τον χαρακτηρισμό τους ως αξιόποινων ή για τις οποίες θεωρεί ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες για τις ανωτέρω ενέργειές του ενδείξεις ενοχής. Η συνύπαρξη δύο δικαστικών λειτουργών με διαφορετικούς ρόλους, του εισαγγελέα και του ανακριτή, στον περιορισμένο δικαιοδοτικά χώρο της ποινικής δίωξης και της κύριας ανάκρισης σε συνδυασμό με την έκταση της νομικής δυνατότητας και του καθήκοντος δράσης τους που απορρέει από την ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων τους άγει ενίοτε όχι μόνον σε διαφορετικές επιστημονικά εκτιμήσεις αλλά και σε βούληση διαφοροποιημένης δράσης κυρίως εκ μέρους του ανακριτή. Αυτή η διαφοροποιημένη δράση του ανακριτή είναι δυνατό να καταλήξει σε διαφωνία με τον εισαγγελέα με την τεχνική έννοια του όρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠΔ και να προκληθεί η εντύπωση ότι δοκιμάζεται η δικαστική ανεξαρτησία του ανακριτή απέναντι στον εισαγγελέα. Τα ζητήματα αυτά είναι στενά συνυφασμένα με το εύρος της λειτουργικής αρμοδιότητας του ανακριτή και θα εξετασθούν 11
αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια, αφού προηγηθεί η επισκόπηση της θέσης του εισαγγελέα στην ποινική δίκη και η παρουσίαση της υπηρεσιακής κατάστασης του ανακριτή. Πιό συγκεκριμένα: 2. Ο Ανακριτής 2.Ι. Ο Ανακριτής στην κύρια ανάκριση Ο Ανακριτής είναι τακτικός Δικαστής της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με το βαθμό του Πρωτοδίκη και συνεπώς είναι, κατ άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος, εξοπλισμένος με τις εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστών 4. Αποτελεί μονοπρόσωπο και ανεξάρτητο όργανο στου οποίου τη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα υπάγεται η διενέργεια της κύριας ανάκρισης επί σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Έργο του είναι η, σε πρώτη φάση και κατά το δυνατό, σε βάθος έρευνα της βασιμότητας της κατηγορίας, η χωρίς προκατάληψη εξαντλητική συλλογή των αποδείξεων, εκείνων δηλαδή που είναι ικανές και επαρκείς να θεμελιώσουν όχι μόνον την ενοχή, αλλά και την αθωότητα του κατηγορουμένου 5, η σύνταξη του κατηγορητηρίου και η λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου, η με την συμπαράσταση του εισαγγελέα λήψη των ενδεχομένως αναγκαίων μέτρων δικονομικού καταναγκασμού (περιλαμβανομένου του βαρύτερου απ όλα: της προσωρινής κράτησης), υπό καθεστώς δικαιοκρατικών δικαστικών εγγυήσεων 6. Όπως επισημαίνεται ο κομβικός ρόλος του Ανακριτή στην ποινική διαδικασία γίνεται 4 Βλ Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2012 Τομ. Ι σ. 130 επ., Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία 2011 σ. 357, Α. Κωνσταντινίδη Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Βασικές Έννοιες 2014 σ. 63 επ. 5 Βλ. Σταθέα, Διαφωνία ανακριτού -εισαγγελέως και των λοιπών παραγόντων της ανακριτικής διαδικασίας, ΠοινΧρ 1980.1 επ. 6 Βλ Ανδρουλάκη, Επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη με κάθε κόστος; ΠοινΧρ 2011. 161. 12
εύκολα αντιληπτός αν αναλογιστεί κανείς μερικές ενδεικτικές επενέργειες του έργου του στα επόμενα στάδια της ποινικής διαδικασίας και συνακόλουθα στη συνολική μορφή της δίκης και στο ίδιο το αποτέλεσμά της, αφού το προδικαστικό αποδεικτικό υλικό, που έχει τούτος την αρμοδιότητα και την υποχρέωση να συγκεντρώνει, δεν εξαντλεί την εφαρμογή του στη θεμελίωση της απόφασης περί παραπομπής ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθόσον τούτο διοχετεύεται στην κύρια διαδικασία και αποτελεί το βασικό περιεχόμενο του φακέλου της δικογραφίας ενώ επηρεάζει ευθέως και την ίδια την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, διαμορφώνοντας σε σημαντικό βαθμό την έκβαση της δίκης 7. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται τόσο με δικονομικούς όρους, όπως λ.χ. με την κατά το άρθρο 357 του Κ.Π.Δ. επίκληση των καταθέσεων της προδικασίας «προς υποβοήθηση της μνήμης του μάρτυρα» ή «για να επισημανθούν αντιφάσεις του», όσο και με όρους από το ερευνητικό πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Ειδικότερα, σύμφωνα με εμπειρικές έρευνες σχετικά με την σημερινή δομή της ποινικής δίκης στο ηπειρωτικό δικονομικό σύστημα, «μόνη η γνώση του φακέλου της προανάκρισης συνεπάγεται για τον δικαστή ένα bias, το οποίο κατά την ακροαματική διαδικασία οδηγεί στο να υποτιμούνται και να παραμελούνται νέες και αποκλίνουσες πληροφορίες» σε σχέση με τα στοιχεία του κατηγορητηρίου, «έτσι ώστε η κύρια δίκη να τείνει να υποβαθμιστεί σε τελετή πανηγυρικής επανάληψης και 7 Βλ. για την υπαγωγή του ανακριτή στα πρόσωπα που απαγορεύεται επί ποινή σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας να εξεταστούν στο ακροατήριο κατ άρθρο 211 ΚΠΔ σε Α. Τριανταφύλλου Ζητήματα Μαρτυρικής Απόδειξης στην Ποινική Δίκη 2014 σ. 81 επ και ιδίως σ. 83. 13
επικύρωσης των πρακτικών της ανάκρισης» 8. Κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., ανακριτής είναι δυνατό να οριστεί και τακτικός Δικαστής με το βαθμό του Εφέτη, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο των Εφετών, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο σε ολομέλεια, παραγγέλλει στον Εισαγγελέα Εφετών είτε να κινήσει την ποινική δίωξη είτε να παραγγείλει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να του υποβάλει τα έγγραφα της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί με αφορμή ποινική δίωξη η οποία έχει ήδη ασκηθεί από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (άρθρο 29 παρ. 3 του Κ.Π.Δ.). Τέλος σε ορισμένες κατηγορίες ιδιαίτερων ή δυσχερών υποθέσεων, προβλέπεται για λόγους ορθολογικότερης και αποτελεσματικότερης διαχείρισης της ανακριτικής ύλης η ενεργοποίηση του ισχύοντος θεσμού των ειδικών ανακριτών, δηλ. εκείνων που προβλέπονται με το άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3074/2002, με το άρθρο 10 ν. 3213/2003 και του άρθρου 26 παρ. 3 ΚΟΔΚΔΛ και του άρθρου 43 παρ. 2 ν. 4139/2013 9. 2.ΙΙ. Η υπηρεσιακή κατάσταση του τακτικού Ανακριτή Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών) Ανακριτής ορίζεται σε κάθε Πλημμελειοδικείο ένας ή 8 Βλ Δαλακούρα, Η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, Ρόλος του εισαγγελέα, της αστυνομίας και των λοιπών διωκτικών οργάνων, ΠοινΧρ 2011.247 με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία. 9 Βλ Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο. Τ. Ι. 2012, σελ 150 και Α. Τριανταφύλλου, Οι δικονομικές διατάξεις του νέου νόμου για τα ναρκωτικά ΠοινΔικ 2013 σ. 811 επ. 14
περισσότεροι Πρωτοδίκες για μία διετία με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου ή του Δικαστή που διευθύνει το Δικαστήριο και πρόταση του οικείου Εισαγγελέα Εφετών. Με την ίδια διαδικασία ορίζεται ο Ανακριτής του Εφετείου. Στα Πλημμελειοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ως Ανακριτές ορίζονται Πρωτοδίκες με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας τους ως Παρέδρων Πρωτοδικών και όταν δεν υπηρετούν Πρωτοδίκες με την ανωτέρω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν αριθμητικά, ορίζονται ως Ανακριτές οι κατά το διορισμό αρχαιότεροι μεταξύ των Πρωτοδικών. Στα υπόλοιπα Πλημμελειοδικεία οι Ανακριτές ορίζονται μεταξύ των αρχαιότερων Πρωτοδικών, εφόσον δεν έχουν ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα Ανακριτή στο ίδιο Δικαστήριο. Επί υποθέσεων που είναι επείγουσες ή απαιτούν ιδιαίτερη ή μακρόχρονη έρευνα το Συμβούλιο και ο Δικαστής που διευθύνει το Δικαστήριο δύναται με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα Εφετών να ορίσει Επίκουρο Ανακριτή έναν ή περισσότερους Πρωτοδίκες, προκειμένου να συνδράμουν τον Ανακριτή, εάν αυτός το ζητήσει. Όταν η ολομέλεια έχει διορίσει τον Ανακριτή, αυτή ορίζει και τον Επίκουρο. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ή έπαυσε να υπηρετεί ο Ανακριτής και δεν δύναται να τον αναπληρώσει άλλος Ανακριτής, ο Δικαστής ή το Συμβούλιο που διευθύνει το Πρωτοδικείο ορίζει ως Ανακριτή έναν Πρωτοδίκη για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Επί επείγουσας ανάγκης ανακριτικά καθήκοντα εκτελεί και ο Πρόεδρος Πρωτοδικών. Σε όσα Δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι από είκοσι Δικαστές, οι Ανακριτές και Επίκουροι Ανακριτές ορίζονται από την ολομέλεια 15
του Δικαστηρίου. Ο Ανακριτής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του πριν από τη συμπλήρωση της διετίας με τη διαδικασία που ορίζεται, δηλαδή ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου ή του Δικαστή που διευθύνει το Δικαστήριο και πρόταση του οικείου Εισαγγελέα Εφετών ή από την ολομέλεια του Δικαστηρίου, εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Τέλος, η θητεία του Ανακριτή μπορεί να ανανεωθεί για μία ακόμη διετία. Τέλος, με βάση την παρ. 6 του άρθρου 26 του Ν. 1756/1988, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 3860/2010, ο Ανακριτής ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου για τον οποίο ορίστηκε, μέχρι την αντικατάστασή του ή την ανανέωση της θητείας του. 2.ΙΙΙ. Η καθ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του Ανακριτή Κατ άρθρο 246 παρ.1 του Κ.Π.Δ. ο Ανακριτής και μόνον αυτός διεξάγει την κύρια ανάκριση μετά από γραπτή παραγγελία του Εισαγγελέα, η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει 10. Τέτοια παραγγελία δίνει ο Εισαγγελέας επί κακουργημάτων αλλά και επί 10 Βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 2008 σ. 476 επ., Β. Αδάμπα σε Λ. Μαργαρίτη Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Τομ Ι 2011 σ. 900 επ. και σχετικά με τη θέση και τον ρόλο του Εισαγγελέα σε Θ. Δαλακούρα, Η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν. 3160/2003, ΠοινΧρ 2004 σ. 585 επ., του ιδίου, Προκαραρκτική εξέταση: Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη δια μόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ 2007 σ. 1326 επ., Δ. Συμεωνίδη, Η θέση και ο ρόλος του σύγχρονου Εισαγγελέα υπό το πρίσμα συγκριτικών δεδομένων και συναφείς προβληματισμοί μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 3160/2003, ΠοινΛογ 2 005 σ. 5 επ. και ιδίως σ. 9, Ν. Ανδρουλάκη, Η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του Ν 3160/2003, ΠοινΧρ 2004 σ. 585 επ., Α. Καρρά, Ο Ν 3160/2003 «για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας». Μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, ΠοινΛογ 2003 σ. 447 επ., Π. Τσιρίδη σε Λ. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας 2011 Τομ. Ι, σ. 101 επ. 16
πλημμελημάτων, όταν κρίνει ότι είναι αναγκαία η επιβολή περιοριστικών όρων, δηλαδή όταν το πλημμέλημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών (άρθρα 246 παρ.3 και 282 παρ.1 του Κ.Π.Δ.). Επομένως, η καθ ύλη αρμοδιότητα του Ανακριτή επί των πλημμελημάτων καθορίζεται σε συνάρτηση με τη δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων 11. Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο το κατώτατο όριο ποινής που θεμελίωνε την αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ήταν η ποινή φυλάκισης των τριών μηνών (άρθρα 112 παρ.1 και 114Α του Κ.Π.Δ.) και συνέπιπτε με το κατώτατο όριο ποινής, με βάση το οποίο είχε τη δυνατότητα ο Ανακριτής να επιβάλλει περιοριστικούς όρους. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι, εκτός από τα κακουργήματα για τα οποία η αρμοδιότητα του Ανακριτή είναι ανεξαίρετη, η δυνατότητα να παραγγελθεί αυτοτελώς η διενέργεια κύριας ανάκρισης υπήρχε μόνο για τα πλημμελήματα, των οποίων η εκδίκαση υπαγόταν στην καθ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ενώ για τα πλημμελήματα, η εκδίκαση των οποίων υπαγόταν στην καθ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς 11 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι θεωρητικά πρότερα και νομολογιακά ύστερα 1998, του ιδίου Προσωρινή κρά τηση: κριτική θεώρηση του επίμαχου θεσμού υπό το πρίσμα της δογματικής θεμελίωσής του, Υπερ. 1996 σ. 715 επ., του ιδίου, Περιοριστικοί όροι: Σκέψεις για τη λειτουργία, το σκοπό και την ενδεικτική ή μη απαρίθμησή τους, Υπερ 1997 σ. 1161 επ., Η Αναγνωστόπουλ ος, «Επικίνδυνοι» κατηγορούμενοι και δικονομικά προληπτικά μέτρα -Προσβάσεις και όρια της ειδικής πρόληψης στην ποινική διαδικασία, ΠοινΧρ 1983 σ. 769 επ., Β. Δημακόπουλος, Ειδικά ζητήματα προδικασίας ΠοινΔικ 2002 σ. 78, Γρ Καλφέλης, Οι τελευταίες τροποποιή σεις στο καθεστώς της προσωρινής κράτησης και ιδιαίτερα στο μέγεθος της επικινδυνότητας με το Ν 3811/2009 ΠοινΔικ 2009 σ. 1359, Β. Αδάμπας σε Λ. Μαργαρίτη ΚΠΔ 2011 Τομ Ι σ. 1041 επ., Μ. Μαργαρίτης ΕρμΚΠΔ 2008 σ. 553 επ., Σταθέας, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι 1981, Συλίκος, Οι περιοριστικοί όροι στην πράξη, ΠραξΛογΠΔ 2002 σ. 455 επ. Α. Ζαχαριάδης, Περιοριστικοί όροι και έφηβος κατηγορούμενος (Με αφορμή το ΣυμβΠλημΑγριν 23/1998), Υπερ. 1998 σ. 1329 επ., Π. Μπρακουμάτσος, Η αντισυνταγματικότητα τ ης προσωρινής κρατήσεως στα εγκλήματα της ζωοκλοπής και της ζωοκτονίας και ειδικότερες πρακτικές δυσκολίες που προκύπτουν από αυτή, ΠοινΧρ 1990 σ. 1069 επ. 17
Πλημμελειοδικείου τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε αυτοτελώς παρά μόνο λόγω συνάφειας με κακούργημα ή πλημμέλημα, η εκδίκαση του οποίου υπαγόταν στην καθ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (άρθρο 128 παρ1 του Κ.Π.Δ.). Ωστόσο, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 114 του Κ.Π.Δ., με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3904/2010, με την οποία διευρύνθηκε η καθ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και στα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο ποινή φυλάκισης με ελάχιστο όριο κατώτερο του ενός έτους, δυνατότητα να παραγγελθεί αυτοτελώς η διενέργεια κύριας ανάκρισης υφίσταται πλέον και σε πλημμελήματα της καθ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, πάντοτε όμως υπό τον όρο ότι η απειλούμενη ποινή γι αυτά είναι εκείνη της φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών δεδομένου ότι δε μεσολάβησε ανάλογη αντικατάσταση του άρθρου 282 παρ.1 του Κ.Π.Δ.. Σε κάθε περίπτωση, τόσο υπό το ισχύον όσο και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης δε χωρεί αυτοτελώς επί πταισμάτων. Πρέπει να τονιστεί, πάντως, ότι στις ανωτέρω περιπτώσεις, κατά τις οποίες δε νοείται αυτοτελής παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης, είναι δυνατό να παραγγελθεί αυτή, μετά την περάτωση της κύριας ανάκρισης 12, με παραγγελία δηλαδή για περαιτέρω κύρια ανάκριση, διότι η συνάφεια του ήσσονος βαθμού εγκλήματος, η διάπραξη του οποίου προέκυψε από το αποδεικτικό υλικό της ανακριτικής 12 Βλ.σχετικά σε Θ. Δαλακούρα, Το αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων και δη του πολιτικώ ς ενάγοντος ενώπιον των Συμβουλίων Υπερ. 1992 σ. 429 επ., Η Αναγνωστόπουλο, Η μεταρρύθμιση της ενδιάμεσης διαδικασίας ΝοΒ 1999 σ. 319 επ., Α. Καρρά Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2011 σ. 565 επ., Α Ζαχαριάδη, Περάτωση ανακρίσεως στα εγκλήματα του Ν. 1608/1950, Υπερ 1993 σ. 142, Λ. Μεταξά Περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για κακούργημα με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ΠοινΧρ ΜΔ σ. 440 επ. 18
δικογραφίας, χωρίς να έχει ασκηθεί προηγουμένως γι αυτά ποινική δίωξη, δεν καταλύεται από το γεγονός ότι η κύρια ανάκριση για τα, υποκείμενα σε αυτοτελή παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης, εγκλήματα, έχει περατωθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προαναφερόμενη νομοθετική μεταβολή της καθ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου διασπάται και η αρχή που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.1 του Κ.Π.Δ., σύμφωνα με την οποία, σε κάθε περίπτωση παραγγελίας του Εισαγγελέα προς τον Ανακριτή για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, η οποία κατά το προϊσχύσαν δίκαιο ήταν επιτρεπτή μόνο επί κακουργημάτων ή πλημμελημάτων αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, έπρεπε να έχει προηγηθεί είτε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είτε η διενέργεια προανάκρισης είτε, τέλος, η διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης. Συνεπώς, υπό το ισχύον δίκαιο, είναι πλέον δυνατή η διενέργεια κύριας ανάκρισης και χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση, πάντοτε όμως σε πλημμελήματα για τα οποία το κατώτατο όριο της απειλούμενης ποινής υπερβαίνει εκείνο της φυλάκισης των τριών μηνών, όχι όμως και εκείνο του ενός έτους (καθ ύλην αρμοδιότητα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου), καθόσον στην τελευταία περίπτωση το διωκόμενο έγκλημα μεταπίπτει στην καθ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και επομένως θα ισχύσει για αυτό και υπό το ισχύον δίκαιο η υποχρεωτική προδικασία που προαναφέρθηκε. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι αναφορικά με το ζήτημα της κατά τόπον αρμοδιότητας του ανακριτή ο Κ.Π.Δ. δεν περιέχει ειδική ρύθμιση για τη θεμελίωση της. Η καταρχήν εμφανιζόμενη ως παράλειψη του νόμου οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ανακριτής, 19
εντασσόμενος πάντοτε στην έδρα ορισμένου Δικαστηρίου, λαμβάνει παραγγελίες από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελικό Λειτουργό, με αποτέλεσμα η κατά τόπο αρμοδιότητά του να προσδιορίζεται αντανακλαστικά, μέσω δηλαδή της τοπικής αρμοδιότητας της Εισαγγελίας, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 122 επ. του Κ.Π.Δ. και 24 παρ.3 του Ν.1756/1988. Το ίδιο συμβαίνει αναλόγως με την τοπική αρμοδιότητα του Εφέτη-Ανακριτή. 2.ΙV. Η εκκίνηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του Ανακριτή Η λειτουργική αρμοδιότητα του Ανακριτή για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης εκκινεί με τη λήψη της παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Μόλις ο Ανακριτής παραλάβει αυτή την παραγγελία ενεργεί όλες τις ανακριτικές πράξεις 13, οι οποίες κατά τη γνώμη του είναι αναγκαίες για την εξακρίβωση του εγκλήματος και τον εντοπισμό των υπαιτίων λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν προτάσεις του Εισαγγελέα μόνον, εάν το κρίνει σκόπιμο (άρθρο 248 παρ.1 του Κ.Π.Δ.). Από τη λήψη της εισαγγελικής παραγγελίας από τον Ανακριτή, ο Εισαγγελέας αποξενώνεται από την υπόθεση και αδυνατεί πλέον να ανακαλέσει την παραγγελία του ή να διατάξει τη διενέργεια ή τη συνέχιση προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για το ίδιο ποινικό αδίκημα. Επίσης, αδυνατεί να αφαιρέσει τη δικογραφία από τον Ανακριτή, προκειμένου επί 13 Βλ. Α. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2014 σ. 337 επ., Θ. Δαλακούρα, Ποινική Δικονομία Βασικά ζη τήματα της ποινικής δίκης για ανακριτικούς υπαλλήλους Τομ β 2008 σ. 124 επ., Δ. Συμεωνίδη, Κατασχέσεις στην ποινική διαδικασία και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, από τον ΚΠΔ στο σύγχρονο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο 2010, Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης 2012 σ. 297 επ., Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2011 σ. 458 επ. 20
πλημμελήματος να εισαγάγει την υπόθεση με απ ευθείας κλήση στο ακροατήριο. Επιπρόσθετα, από τη διαβίβαση της παραγγελίας στον ανακριτή και εφεξής παύει αυτοδικαίως η λειτουργική αρμοδιότητα των προανακριτικών υπαλλήλων, οι οποίοι είχαν επιληφθεί της υπόθεσης, ούτως ώστε αυτοί να στερούνται πλέον της αρμοδιότητας να διενεργήσουν οποιεσδήποτε πράξεις και να υποχρεούνται να διαβιβάσουν όλα τα έγγραφα και τις εκθέσεις που συνέταξαν στον Ανακριτή δια του Εισαγγελέα. Από την άλλη, η εξουσία δράσης του Ανακριτή οριοθετείται ως προς το σκοπό της από τα αδικήματα, για τα οποία κινήθηκε η ποινική δίωξη. Ο Ανακριτής υποχρεούται να κινηθεί εντός του πλαισίου της υπάρχουσας ποινικής δίωξης και δε δύναται να επεκτείνει την έρευνά του σε άλλες αξιόποινες πράξεις. Αντίθετη άποψη δεν μπορεί να συναχθεί από τις διατάξεις του άρθρου 250 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., οι οποίες υποχρεώνουν απλώς τον Ανακριτή να ανακοινώσει στον Εισαγγελέα τις αυτεπαγγέλτως διωκόμενες νέες αξιόποινες πράξεις που ενδεχομένως ανακαλύπτει κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης και οι οποίες του δίνουν, επιπλέον και κατ εξαίρεση, το δικαίωμα να ασκήσει τις κατεπείγουσες μόνο ανακριτικές πράξεις, που είναι αναγκαίες για τη βεβαίωση της διάπραξής τους ακόμη και πριν κινηθεί η ποινική δίωξη για αυτές 14. Ο Ανακριτής στην διαδικαστική αλληλεπίδρασή του με τα άλλα δικαστικά όργανα και πρόσωπα 3.Ι. Η εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης 14 Βλ Χρ. Μπάκα, Ποιος επιτέλους διώκει το έγκλημα, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής; ΠοινΧρ 1988 σ. 554 επ.,α. Τριανταφύλλου, Ζητήματα Μαρτυρικής Απόδειξης στην Ποινική Δίκη 2014 σ. 81. 21
Κατ άρθρο 246 παρ.1 του Κ.Π.Δ. ο Εισαγγελέας παραγγέλλει γραπτώς στον Ανακριτή τη διενέργεια κύριας ανάκρισης καθορίζοντας και εξειδικεύοντας την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει 15. Η παραγγελία του Εισαγγελέα προς τον Ανακριτή έχει οιονεί δικαιοδοτικό και όχι διοικητικό χαρακτήρα 16. Η παραγγελία πρέπει να μνημονεύει με ειδικό και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά γεγονότα που συνιστούν την αξιόποινη πράξη κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους 17. Αποκλείονται οι γενικού χαρακτήρα παραγγελίες του Εισαγγελέα, οι οποίες δεν περιέχουν σαφή παραγγελία για άσκηση ποινικής δίωξης για ορισμένο ποινικό αδίκημα 18. Επίσης, πρέπει να περιέχονται στην παραγγελία οι διατάξεις όχι μόνο του ειδικού μέρους του Π.Κ. ή του ειδικού ποινικού νόμου αλλά και αυτές του γενικού μέρους του Π.Κ.. Στην πράξη, ωστόσο, ο Εισαγγελέας σημειώνει στο εξώφυλλο της δικογραφίας τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης που αναφέρεται στη μήνυση, έγκληση, αναφορά κλπ. και τα άρθρα της ποινικής νομοθεσίας που την τυποποιούν ως αξιόποινη ενώ η αναλυτική και εξειδικευμένη διατύπωση της κατηγορίας κατέληξε, ως μη όφειλε, να είναι έργο του Ανακριτή 19. 15 Βλ. Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία 2011 σ. 356, Β. Αδάμπα σε Λ. Μαργαρίτη ΚΠΔ 2011 Τομ. Ι σ. 900 επ., Μ. Μαργαρίτη ΕρμΚΠΔ 2008 σ. 476 επ., Χρ. Μπάκας, Η διαγραφόμενη νομολογιακή αλλοίωση της έννοιας και της λειτουργίας της ποινικής δίωξης (με αφορμή τα βουλεύματα ΕφΑΘ 1399/1988 και ΠλημΑθ 588/1988), ΠοινΧρ 1989 σ. 433 επ. Ι. Καχριμάνης, Ο ρόλος του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στην προδικασία και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου μετά την εφαρμογή του Ν. 3160/2003, ΠοινΔικ 2005 σ. 607 επ., Δ. Στίγγα, Λειτουργική αρμοδιότητα του ανακριτή και του εισαγγελέα σε σχέση με την εκφορά της δίωξης και της κατηγορίας, ΠοινΔικ 2013 σ. 543 επ. 16 Βλ ΣυμβΑΠ 190/2005 ΠοινΛογ 2005.252. 17 Βλ Καρρά, Επίτομη Ερμηνεία του Κ.Π.Δ., έκδ.2005, σελ.621, Δέδε, Ποινική Δικονομία, έκδ.1988, σελ.342, Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του Κ.Π.Δ., τ. Α, έκδ.1957, σελ.325. 18 Βλ Βουγιούκα, Ποινικόν Δικονομικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, τ. ΙΙ, έκδ.1988, σελ.14. 19 Βλ Μαργαρίτη, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, τ. Α, έκδ.2006, σελ.138, Πλαγάκο, 22
Συνέπεια αυτής της τακτικής είναι ότι η παραγγελία του Εισαγγελέα στερείται και της στοιχειώδους ακόμη περιγραφής των πραγματικών γεγονότων που συνιστούν τη διωκόμενη αξιόποινη πράξη, πρακτική που επικρίθηκε ως αντίθετη στο γράμμα και στο πνεύμα του άρθρου 246 παρ.1 του Κ.Π.Δ. 20 αποκλίνει δε και από τον οιωνεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα, που, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, φέρει η εισαγγελική παραγγελία, η οποία, λόγω ακριβώς αυτού του χαρακτήρα της, θα έπρεπε να έχει τη δομή του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή να υπαγάγει, έστω και ακροθιγώς, τα πραγματικά περιστατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου. Περαιτέρω, από την αρχή ότι η ποινική δίωξη ασκείται in rem, δηλαδή για ορισμένη αξιόποινη πράξη και όχι in personam, δηλαδή κατά ορισμένου προσώπου, προδήλως συνάγεται ότι η εισαγγελική παραγγελία, στην οποία δεν κατονομάζεται ο κατηγορούμενος, δεν είναι, εξ αυτού τουλάχιστον του λόγου, αόριστη. Άλλωστε, η ποινική δίωξη και, συνεπώς, η παραγγελία του Εισαγγελέα για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης μπορεί να στρέφεται και κατ αγνώστων δραστών ενώ, ακόμη και στην περίπτωση που με αυτήν κατονομάζεται ο κατηγορούμενος, δεν περιορίζεται αναγκαία στον τελευταίο αλλά αφορά και σε κάθε άλλον συμμέτοχο 21. Ο Ανακριτής προσωποποιεί, σε κάθε περίπτωση, την ποινική δίωξη, όταν θεωρεί ότι προκύπτουν υπόνοιες σε βάρος ορισμένου προσώπου 22 με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία Οι δυνατότητες διαφοροποίησης του ανακριτή από το περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας ως προς τον χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης, ΠοινΔικ 2011 σ. 849 επ. 20 Βλ Καρρά ο.π., σελ. 387. 21 Βλ ΣυμβΠλημΘεσ 1105/1993 Αρμ 1994.978, ΣυμβΠλημΑθ 4958/1989 ΠοινΧρ 1990.337, ΣυμβΠλημΑθ 588/1989 ΠοινΧρ 1989.252, ΣυμβΠλημΑθ 1399/1988 1988 ΠοινΧρ 1988.796. 22 Βλ ΣυμβΕφΑθ 1399/1988 ο.π., ΣυμβΠλημΣπαρτ 52/1992 ΠοινΧρ 1993.449, ΣυμβΠλημΑθ 4958/1989 ο.π. 23
παρέμεινε άγνωστος ο δράστης 23, οπότε η υπόθεση τίθεται στο αρχείο αγνώστων δραστών. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όταν ο Ανακριτής λάβει τη γραπτή παραγγελία του Εισαγγελέα για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης και από την ανάγνωση της ποινικής δίωξης και τη μελέτη της δικογραφίας αδυνατεί να αντιληφθεί, ποιές ακριβώς είναι οι αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κινήθηκε η ποινική δίωξη, ή σε ποιόν κατηγορούμενο αναφέρεται κάθε αξιόποινη πράξη, δύναται να ζητήσει από τον Εισαγγελέα να μνημονεύσει με σαφή και ορισμένο τρόπο τις αξιόποινες πράξεις κατ επιταγή άλλωστε του άρθρου 246 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., δηλαδή να συμπληρώσει την παραγγελία με διευκρίνιση κάθε πράξης, ειδικότερη αναφορά στον τόπο και χρόνο τέλεσής τους και συνοπτικά στα πραγματικά γεγονότα, δυνάμει των οποίων χαρακτηρίζονται αξιόποινες και εξατομίκευση του κατηγορουμένου στο μέτρο του δυνατού 24. Σε αυτή τη συμπλήρωση δύναται να προβεί ο Εισαγγελέας και αυτεπαγγέλτως 25. 3.ΙΙ. Η διενέργεια κύριας ανάκρισης χωρίς εισαγγελική παραγγελία Η διενέργεια κύριας ανάκρισης από τον Ανακριτή χωρίς έγγραφη παραγγελία του Εισαγγελέα έχει ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα της διεξαχθείσας ανάκρισης λόγω παραβίασης της διάταξης που ορίζει ότι ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη 23 Βλ ΣυμβΠλημΑλεξ 315/1991 Υπερ 1991.1156, ΣυμβΠλημΘεσ 122/1990 Υπερ 1991.225. 24 Βλ Βουγιούκα ο.π., 25 Βλ Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, έκδ.2006, τ. 1, σελ. 1561. 24
(άρθρο 171 παρ.1 β του Κ.Π.Δ.) 26. Η παραγγελία του Εισαγγελέα για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης πρέπει να είναι έγγραφη και δεν αρκεί τέτοια προφορική έστω και αν αργότερα ακολουθήσει και έγγραφη παραγγελία. Σε καμία περίπτωση η μεταγενέστερη έγγραφη παραγγελία του Εισαγγελέα δεν νομιμοποιεί τις ανακριτικές πράξεις που διεξήχθησαν χωρίς προηγούμενη έγγραφη παραγγελία. Ωστόσο, αν η απόλυτη αυτή ακυρότητα δεν προταθεί μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καλύπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.. Εξαίρεση στην ανωτέρω αρχή θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 250 παρ. 2α του Κ.Π.Δ., σύμφωνα με την οποία εάν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο Ανακριτής ανακαλύψει κι άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις ανακοινώνει στον Εισαγγελέα και εάν για τη βεβαίωσή τους απαιτείται η διενέργεια κατεπειγουσών ανακριτικών πράξεων, ο Ανακριτής τις διενεργεί νομίμως 27. Σημειωτέον ότι αντίστοιχη υποχρέωση ανακοίνωσης της αξιόποινης πράξης θεσπίζεται και σε άλλες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όπως για παράδειγμα στο α. 37 παρ. 1 ΚΠΔ και στο α. 38 παρ. 1 ΚΠΔ. Η ανακοίνωση του Ανακριτή προς τον Εισαγγελέα κατά κανόνα είναι γραπτή, αν και ο νόμος δεν απαγορεύει την προφορική ανακοίνωση, δεδομένου μάλιστα ότι ο Εισαγγελέας ασκεί ποινική δίωξη ακόμη και επ αφορμή είδησης που περιήλθε σε γνώση του. Η ανακοίνωση αυτή συνοδεύεται από τις εκθέσεις 26 Βλ. ΠλημΑΘ 248/2010 ΠοινΧρ 2012 σ. 373, ΑΠ 733/2004 ΠοινΧρ 2005 σ. 1015, ΔΣτρατΛαρ 2978/1994 ΤΝΠ NOMOS, ΣυμβΠλημΤρικ 242/1992 Αρμ 1993 σ. 252 27 Βλ. ΑΠ 860/2009 ΤΝΠ ΝOMOS, ΣυμβΠλημΑθ 1709/2009 Ν0Β 2009 σ. 1460, ΠλημΠειρ 627/2005 ΤΝΠ NOMOS, ΕφΘρ70/2001 ΑρχΝ 2004 σ. 434, ΠλημΑθ 3662/2001 ΠοινΧρ 2002 σ. 367 επ. 25
που συντάχθηκαν για τη διενέργεια των κατεπειγουσών ανακριτικών πράξεων, τις οποίες ο Ανακριτής οφείλει να διαβιβάσει στον Εισαγγελέα 28. Ο τελευταίος μόλις λάβει την ανακοίνωση του Ανακριτή δύναται να ασκήσει ποινική δίωξη είτε παραγγέλλοντας συμπληρωματικά στον Ανακριτή να διεξαγάγει κύρια ανάκριση και για το νέο ποινικό αδίκημα είτε να ενεργήσει κατ άρθρο 43 του Κ.Π.Δ. 29. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η εξασφάλιση των απαραίτητων αποδεικτικών μέσων, όταν ελλοχεύει κίνδυνος απώλειάς τους λόγω της πιθανής καθυστέρησης της διεξαγωγής ανακριτικών πράξεων 30. Δεν ασκεί επίδραση στην υποχρέωση αυτή του Ανακριτή η ύπαρξη ή μη συνάφειας με το ήδη διωκόμενο ποινικό αδίκημα, διότι ο νόμος δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι χωρίς εισαγγελική παραγγελία διενεργούνται οι κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις μόνο για τη βεβαίωση της τέλεσης του ανακαλυφθέντος αυτεπαγγέλτως διωκόμενου ποινικού αδικήματος, δηλαδή για την εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων για την τέλεσή του, και όχι άλλες πράξεις, όπως λήψη μαρτυρικών καταθέσεων για τη συλλογή επιπλέον λεπτομερειών, οι οποίες θα μπορούσαν να ληφθούν αργότερα χωρίς βλάβη στην προσπάθεια ανακάλυψης της αλήθειας, πολλώ δε μάλλον ούτε κατηγορία απαγγέλλεται ούτε ένταλμα σύλληψης ή διάταξη επιβολής προσωρινής κράτησης εκδίδεται κατ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 250 παρ.2α του Κ.Π.Δ.. 28 Βλ Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τ. Β, έκδ.1977, σελ. 195. 29 Βλ Παπαδογιάννη, ΕρμΚ.Π.Δ., έκδ.1981, σελ.499, Μπουρόπουλο ο.π., σελ.329. 30 Βλ Καρρά, Επίτομη Ερμηνεία του Κ.Π.Δ. έκδ.2005, σελ.621. 26
Η απόφαση ότι ορισμένη ανακριτική πράξη πρέπει να διεξαχθεί ως κατεπείγουσα κατ άρθρο 250 παρ.2α του Κ.Π.Δ. εναπόκειται αρχικά στη διακριτική ευχέρεια του ανακριτή που πηγάζει από την έμφρονα κρίση του. Οι πράξεις αυτές ελέγχονται εκ των υστέρων και εάν διαπιστωθεί ότι διεξήχθησαν μη κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις για ποινικό αδίκημα που ανακαλύφθηκε κατ άρθρο 250 παρ.2α του Κ.Π.Δ., πάσχουν από απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με τα προαναφερθέντα ασχέτως της τυχόν μεταγενέστερης έγγραφης παραγγελίας του Εισαγγελέα για διενέργεια κύριας ανάκρισης και για το αδίκημα αυτό. 3.ΙΙΙ. Μπορεί ο Ανακριτής να διαφωνήσει για την ίδια την σκοπιμότητα της ποινικής δίωξης ; Η εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης με σκοπό τη συμπλήρωση της προανάκρισης δεν αποτελεί πρόταση κατά την έννοια του άρθρου 248 παρ.1 του Κ.Π.Δ. αλλά συνιστά άσκηση ποινικής δίωξης, την οποία οφείλει να εκτελέσει ο Ανακριτής, δηλαδή να ενεργήσει κύρια ανάκριση χωρίς να δικαιούται να αμφισβητήσει τη σκοπιμότητά της. Επομένως, ο Ανακριτής δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει την εισαγγελική παραγγελία, ισχυριζόμενος ότι τα στοιχεία που έχουν συλλεγεί κατά την προηγηθείσα προανάκριση είναι επαρκή για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης του Εισαγγελέα με συνέπεια να καθίσταται περιττή η διεξαγωγή κύριας ανάκρισης 31 ούτε το αντίθετο, ότι δηλαδή από τα μέχρι το χρόνο της 31 Βλ Καίσαρη, Κίνησις και άσκησις ποινικής διώξεως εν σχέσει προς την παραγγελίαν και εισαγγελικήν πρότασιν, ΠοινΧρ 1980.92 επ., Σταθέα ο.π.. 27
παραγγελίας συλλεγέντα στοιχεία προκύπτει ότι έπρεπε να συνεχισθεί η προανάκριση, να αρχειοθετηθεί η μήνυση ή η αναφορά ή να είχε απορριφθεί η έγκληση και όχι να παραγγελθεί κύρια ανάκριση. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας του Ανακριτή να διαφωνεί με τη σκοπιμότητα της άσκησης της ποινικής δίωξης δικαιολογείται, διότι σύμφωνα με το ισχύον σύστημα της ποινικής δικονομίας ο μόνος αρμόδιος για την κίνηση της ποινικής δίωξης είναι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών (άρθρα 27 και 43 παρ.1 του Κ.Π.Δ.) και αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε συρρίκνωση της λειτουργικής αρμοδιότητας του τελευταίου. Μπoρεί o Ανακριτής να διαφωνήσει για τη νομιμότητα της ποινικής δίωξης; Η περίπτωση του άρθρου 247 παρ.1 του Κ.Π.Δ. Στη διάταξη του άρθρου 247 του Κ.Π.Δ. θεσπίζονται ορισμένες, περιοριστικά 32 αναφερόμενες, περιπτώσεις, στις οποίες ο Ανακριτής έχει το δικαίωμα να μην εκτελέσει την παραγγελία του Εισαγγελέα για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Πρόκειται στην ουσία για περιπτώσεις, στις οποίες κρίνεται από τον Ανακριτή ότι για νομικούς λόγους η κύρια ανάκριση δεν θα οδηγήσει στην παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και στην εξέτασή της επί της ουσίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο, ο Ανακριτής δικαιούται να μην εκτελέσει την παραγγελία του Εισαγγελέα, μόνον εάν θεωρεί τον εαυτό του αναρμόδιο 33, εάν 32 Βλ ΣυμβΣτρατΘεσσαλ 40/2007 ΠοινΧρ 2010.154, εισαγγελική πρόταση σε ΣυμβΠλημΧαλκ 171/1998 ΠοινΔνη 1999.46. 33 Ο ανακριτής μπορεί να είναι καθ ύλη ή κατά τόπο αναρμόδιος. Περίπτωση καθ ύλη αναρμοδιότητας του ανακριτή συντρέχει όταν η εισαγγελική παραγγελία αφορά πλημμέλημα για το οποίο λόγω της αφηρημένα 28
θεωρεί ότι η πράξη δεν έχει αξιόποινο χαρακτήρα 34, εάν θεωρεί ότι παρεγράφη ο αξιόποινος χαρακτήρας της 35 ή εάν θεωρεί ότι υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν ή αναστέλλουν την ποινική δίωξη 36. Την κρίση του περί της διαφωνίας του δύναται ο Ανακριτής να την εκφέρει μόνο πριν προβεί σε οποιαδήποτε ανακριτική ενέργεια 37, αμέσως μετά, βέβαια, τη μελέτη της δικογραφίας, διότι, στην περίπτωση που έχει ήδη διενεργήσει ορισμένες ανακριτικές πράξεις και ακολούθως αχθεί στην πεποίθηση ότι υπάρχει λόγος διαφωνίας κατ άρθρο 247 παρ.1 του Κ.Π.Δ., δεν δύναται να πράξει τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή έχει ήδη αρχίσει να εκτελεί την παραγγελία του Εισαγγελέα. 3 V Tί γίνεται όταν ο Ανακριτής θεωρεί εαυτόν αναρμόδιο; Ως αναρμοδιότητα νοείται τόσο η καθ ύλην όσο και η κατά τόπον. Καθ ύλην αναρμοδιότητα υπάρχει όταν η ποινική δίωξη προβλεπόμενης από τον νόμο ποινής δεν έιναι δυνατή η έκδοση διάταξης περιοριστικών όρων ή γιατί ο κατηγορούμενος ανήκει στην δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Σε ότι αφορά δε την κατά τόπο αναρμοδιότητα του ανακριτή, κρίσιμη είναι η διάταξη του α. 249 ΚΠΔ από την οποία προκύπτει ότι κατά κανόνα η οριοθέτηση της τοπικής αρμοδιότητας του ανακριτή είναι ανάλογη με την αντίστοιχη του πρωτοδικείου στο οποίο υπηρετεί. 34 Βλ. σχετ. Α. Κωνσταντινίδη, παρατηρήσεις σε Συμ βπλημαθ 588/1988 ΠοινΧρ 1989 σ. 252 για το ότι ο λόγος αυτός δεν αφορά κατά την ορθότερη άποψη στην ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας. Συγκεκριμένα, ο ανακριτής έχει δικαίωμα να διαφωνήσει μόνον όταν τα πραγματικά περιστατικά κατά την κρίση του δεν θεμ ελιώνουν πλήρες αξιόποινο κατ άρθρο 14 ΠΚ. 35 Η παραγραφή συνιστά λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Αν ο χρόνος τέλεσης της πράξης δεν προκύπτει με σαφήνεια, καθώς επίσης και στην περίπτωση που η κρίση για τη συμπλήρωση της παραγραφής δεν εξαρτάται μόνον από την πάροδο ορισμένου χρόνου αλλά από την ύπαρξη άλλων περιστάσεων τότε ο ανακριτής δεν δικαιούται να διαφωνήσει. 36 Βλ σχετ. ΣυμβΠλημΑθ 896/2007 ΑρχΝ 2007 σ. 414, ΣυμβΠλημΘεσ 360/2007 ΠοινΧρ 2007 σ. 750, ΣυμβΠλημΑθ 1335/2005 ΠοινΧρ 2007 σ. 74, ΣυμβΠλημΑθ 378/2004 ΠοινΧρ 2004 σ. 289. 37 Βλ Συλίκο, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τ. Β, έκδ.2003, σελ. 339 επ., Κονταξή ο.π., σελ. 1570. 29
ασκείται για πλημμέλημα, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης γενικώς και όχι τουλάχιστον τριών μηνών ή για πταίσμα 38. Στην καθ ύλην αναρμοδιότητα υπάγεται και η έλλειψη δικαιοδοσίας των τακτικών ποινικών δικαστηρίων με χαρακτηριστική την περίπτωση, κατά την οποία ο κατηγορούμενος υπάγεται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Κατά τόπον αναρμοδιότητα υπάρχει όταν το ποινικό αδίκημα δεν συνδέεται με κανένα τρόπο εδαφικά με την περιφέρεια του πρωτοδικείου, στο οποίο υπηρετεί ο Ανακριτής, π.χ. όταν το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε εκτός της περιφέρειας του πρωτοδικείου και δεν υφίσταται άλλος σύνδεσμος, επί του οποίου να θεμελιώνεται η τοπική αρμοδιότητά του, όπως θα ήταν για παράδειγμα η κατοικία του κατηγορουμένου. 3VI. Τι γίνεται όταν ο Ανακριτής εκτιμά ότι η ερευνώμενη πράξη δεν έχει αξιόποινο χαρακτήρα; Μη αξιόποινη πράξη υπάρχει όταν από τη μελέτη της δικογραφίας ο Ανακριτής σχηματίζει την πεποίθηση ότι τα γεγονότα που μνημονεύονται στη μήνυση ή έγκληση ή μηνυτήρια αναφορά και γενικώς στα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η ταυτότητα της πράξης, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, δεν πληρούν όλα τα στοιχεία της νομοτυπικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος 39. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, όταν π.χ. επί ποινικής δίωξης για υπεξαίρεση από τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι τα πράγματα που φέρεται να υπεξαιρέθηκαν είχαν 38 Βλ ΣυμβΣτρατΘεσσαλ 40/2007 ο.π. 39 Βλ Συλίκο ο.π., σελ.339, Β. Αδάμπα σε Λ. Μαργαρίτη Κώδικας Ποινικής Δικονομίας 2011 Τομ Ι σ. 906 επ. 30
ήδη περιέλθει στην κυριότητα του κατηγορουμένου 40. Το ίδιο συμβαίνει όταν επί απάτης από τα ήδη υπάρχοντα κατά το χρόνο της εισαγγελικής παραγγελίας στοιχεία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλο πρόσωπο παράνομο περιουσιακό όφελος 41. Υποστηρίχθηκε ότι η αμφιβολία του Ανακριτή για τη συνδρομή ενός από τα νομοτυπικά στοιχεία της αξιόποινης πράξης δεν του χορηγεί τη δυνατότητα διαφωνίας με την παραγγελία του Εισαγγελέα, αφενός διότι η διαφωνία αυτή συνιστά αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας, η οποία δεν επιτρέπεται στον Ανακριτή, και αφετέρου διότι αποστολή του Ανακριτή είναι η διερεύνηση της υπόθεσης με σκοπό τη διαφώτιση της κατηγορίας 42. Επειδή η έλλειψη ενός νομοτυπικού στοιχείου του ποινικού αδικήματος άπτεται της ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας και τις περισσότερες φορές η ύπαρξη ή η έλλειψή του είναι δυνατό να διαπιστωθεί κατόπιν διερεύνησης της υπόθεσης και όχι εκ των προτέρων, έχει επικρατήσει στην πράξη το δικαίωμα του Ανακριτή να διαφωνήσει στις εν λόγω περιπτώσεις, να ασκείται με φειδώ. Μια τέτοια διαφωνία γειτνιάζει σε βαθμό που είναι δυσδιάκριτη από την άποψη του περιεχομένου της με τον έλεγχο της σκοπιμότητας της ποινικής δίωξης, ο οποίος είναι ανεπίτρεπτος στον ανακριτή και συνεπώς δεν είναι πιθανό να ευοδωθεί. Άλλωστε ο κανόνας ότι ο Ανακριτής υποχρεούται να εκτελέσει την εισαγγελική παραγγελία και μόνο στις οριζόμενες από το νόμο περιπτώσεις δικαιούται να διαφωνήσει, συνηγορεί 40 Βλ Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Π.Δ., έκδ.2008, άρθρο 247, αρ.4. 41 Βλ Ζησιάδη ο.π., σελ. 198. 42 Βλ Δέδε ο.π., σελ.344. 31