ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α. Η φύση στο παπαδιαμαντικό έργο δεν αποτελεί απλά ένα σκηνικό, αλλά έχει ηθική και συμβολική διάσταση. Να αναφερθείτε στη λειτουργία της φύσης με τη βοήθεια των ακόλουθων ερωτημάτων: πώς η φύση επιδρά στον ψυχισμό των ηρώων; Τι συμβολίζει; Ποιες είναι οι επιπτώσεις κατά τον Α. Παπαδιαμάντη για τον άνθρωπο που θα απομακρυνθεί από αυτή; Επηρεασμένος από τη θητεία του στο Ρομαντισμό, ο Αλ. Παπαδιαμάντης στη διηγηματογραφία προσδίδει συμβολικές, ενίοτε και θρησκευτικές διαστάσεις, στο φυσικό τοπίο. Η φύση δεν είναι απλά το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζεται το γεγονός, αλλά είναι ο δραματικός εκείνος χώρος που αφενός φέρνει τον άνθρωπο σε επαφή με το μεγαλείο του Θεού, αφετέρου συνιστά μια φλογερή κατάφαση στη ζωή. Στο «Όνειρο στο κύμα» το ειδυλλιακό φυσικό τοπίο συντελεί στην εξέλιξη της ιστορίας και επηρεάζει την ψυχολογία των ηρώων, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί αυτή η ερωτική, λυρική ιστορία χωρίς τις περιγραφές της φύσης. Ειδικότερα, στη σκηνή όπου ο βοσκός διαπιστώνει την παρουσία της λουόμενης Μοσχούλας, η φύση λειτουργεί ως ο παράγοντας εκείνος που επιτείνει την απελευθερωμένη από τη θέαση της γυμνής κοπέλας ερωτική διάθεση: η φύση είναι ο χώρος που όχι μόνο φιλοξενεί την γοητευτική γυναικεία παρουσία, αλλά και αναδεικνύει την ομορφιά της, καθώς η κόρη κολυμπά με φόντο το αυγουστιάτικο σούρουπο, σ ένα παραδεισένιο περιβάλλον. Έτσι, όσο ο βοσκός παρατηρεί την όμορφη Μοσχούλα να κολυμπά στα κύματα, νιώθει αρχικά ξαφνιασμένος και αμήχανος και στη συνέχεια εκστασιασμένος, γοητευμένος ή μάλλον μαγεμένος. Η μαγεία του φυσικού τοπίου προφανώς επηρεάζει και τη Μοσχούλα. Υποθέτουμε ότι η νεαρή κοπέλα αισθάνεται ευδαίμων. Η ομορφιά της θάλασσας, τα χρώματα του ήλιου που δύει, η ανατολή του φεγγαριού της γεννούν το αίσθημα της ελευθερίας. Ολόγυμνη, σαν να έχει γίνει ένα με το κύμα, απολαμβάνει το κολύμπι της μακριά από τις συμβάσεις της πραγματικότητας. Φύση: σύμβολο ομορφιάς, ερωτισμού, φυσικής ζωής, απλότητας, ελευθερίας. Η απομάκρυνση από τη φύση οδηγεί το άτομο στη δυστυχία, στην αλλοτρίωση, στη φθορά, στο γήρας. Η φύση ως έννοια εμπεριέχει το νόημα της ζωής, ταυτίζεται με το θείο και το αληθινό. Βρίσκεται στον αντίποδα του αστικού βίου. Β. Έχει ειπωθεί ότι περισσότερο και από οτιδήποτε άλλο ο Α. Παπαδιαμάντης ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρα. Αυτό το επιτυγχάνει και μέσω της περιγραφής. Τι περιγράφει και πώς επιτυγχάνει να δημιουργήσει τη μαγευτική ατμόσφαιρα του αποσπάσματος; Ένα από τα στοιχεία που συνέβαλαν στην καταξίωση του παπαδιαμαντικού έργου είναι η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που ο λογοτέχνης διαμορφώνει στα κείμενά του. Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, στο τέλος κάθε διηγήματος του Αλ. Παπαδιαμάντη αυτό που απομένει ως αίσθηση στον αναγνώστη είναι κυρίως είναι η υποβλητική ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη σε όλο το έργο. Σελίδα 5 από 10
Στην διαμόρφωση αυτής της ατμόσφαιρας συντελούν οι περιγραφές, στις οποίες κυριαρχεί η δύναμη του ποιητικού και λυρικού λόγου. Σύμφωνα με το Ρομαντισμό, τον οποίο ο Παπαδιαμάντης θα εξακολουθήσει να αξιοποιεί και στην περίοδο του ηθογραφικού διηγήματος (αφού εγκατέλειψ ε το ιστορικό μυθιστόρημα), το σημαντικότερο ζητούμενο στην περιγραφή, είναι, όχι η πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, αλλά η εξιδανίκευση της, γιατί είναι γεμάτη απρόοπτα και μυστικά και δεν υπακούει στη «λογική». Στο δοθέν απόσπασμα κυριαρχούν οι περιγραφές της λουόμενης Μοσχούλας και του φυσικού τοπίου, που την πλαισιώνει: Ο αφηγητής περιγράφει το θαλάσσιο τοπίο, καθώς βλέπει την κοπέλα να βγαίνει από το νερό. Η περιγραφή του χώρου είναι λυρική και δίνεται με τα ακόλουθα μέσα τα οποία επιτείνουν τη μαγεία της ατμόσφαιρας και προδίδουν τη ψυχική αναστάτωση του ήρωααφηγητή: - με την εικόνα του απέραντου γαλήνιου πελάγους, πάνω στο οποίο έπεφτε το ασημένιο φως του φεγγαριού. - με τη μεταφορά «ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους» (παρομοιάζεται η γαλήνια επιφάνεια της θάλασσας με απέραντο σεντόνι). - με την προσωποποίηση των κυμάτων («νά χορεύουν»). - με την αντίθεση: το πέλαγος είναι γαλήνιο, ωστόσο τα κύματα χορεύουν. - με την παρομοίωση / μεταφορά «ὡς ποταμός ἀπό μαργαρίτας», που δείχνει, ως εξαιρετικά λυρική, την ευαισθησία και την παρατηρητικότητα του αφηγητή. Η περιγραφή της γυναίκας: Ο βοσκός παρατηρεί εκστασιασμένος το γυμνό σώμα της κοπέλας. Πρόκειται για μία από τις πιο ερωτικές περιγραφές στο παπαδιαμαντικό έργο, η οποία όμως σε κανένα σημείο παρά την τόλμη που διακρίνει το λόγο δεν εκχυδαΐζεται. Η παράγραφος του κειμένου στην οποία περιγράφεται διεξοδικά η εικόνα του θεσπέσιου κορμιού είναι γραμμένη με εξαιρετική λογοτεχνική δύναμη και η εικόνα δίνεται με πολλά εκφραστικά μέσα: - ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα: τριμερές ασύνδετο, στο οποίο ενυπάρχει ανοδική κλιμάκωση και δύο μεταφορές (και κατ επέκταση και συναισθημάτων) - διαβάθμιση των ρημάτων στις τρεις προτάσεις: ἔβλεπα, διέβλεπα, ἔμάντευα. Η αί σθηση της όρασης παραχωρεί τη θέση της σταδιακά στη φαντασία, γεγονός που δηλώνει την καταλυτική δύναμη που ασκούσε στο μυαλό του η εικόνα της λουόμενης Μοσχούλας. Ειδικότερα, για τα επάνω μέρη του σώματος η περιγραφή ενισχύεται με συσσώρευση σχημάτων λόγου: - τρία αλλεπάλληλα και διαπλεκόμενα χιαστί (μεταξύ επιθέτων και προσδιοριζόμενων ουσιαστικών), όπου υπάρχουν παράλληλα και ασύνδετα, γεγονός που προσδίδει στο κείμενο μουσικότητα - με το οξύμωρο σχήμα στην περιγραφή της κόμης της κοπέλας (ἀμαυράν, χρυσίζουσαν) - παρομοίωση (ὡς γάλα), που τονίζει τη λευκότητα του σώματός της (ωμοπλάτες) - μεταφορά που υπογραμμίζει τις λείες καμπύλες των βραχιόνων της (τορνευτούς) Η περιγραφή των κάτω μερών του σώματος της Μοσχούλας, δίνεται: - ασύνδετο σχήμα στην παράταξη των μερών του σώματός της Η περιγραφή των μεσαίων μερών του σώματος δίνεται: - ασύνδετο σχήμα σε ουσιαστικά και επίθετα - μεταφορά (θεῖον ἄρωμα) Η περιγραφή κλείνει με τη γενική εντύπωση που έδωσε η εικόνα στην ψυχή του βοσκού. Με αυτή την εντύπωση η εικόνα του κοριτσιού αίρεται σε σφαίρες της ιδεατής και θεϊκής ομορφιάς, παίρνοντας μαγικές και ονειρικές διαστάσεις. Βέβαια, οφείλουμε να Σελίδα 6 από 10
παρατηρήσουμε ότι ο θρησκευόμενος αφηγητής με την τελευταία φράση του (δέν ἐσκεπτόμην πλέον τά ἐπίγεια) αντιστρέφει το ηθικό νόημα της λέξης «επίγεια»: μεταρσιωμένος στο εκστατικό όνειρό του, έχει την ψευδαίσθηση ότι ζει στα επουράνια, ενώ το θέαμα που απολαμβάνει είναι κατεξοχήν επίγειο. Γ. Να σχολιάσετε το ρόλο του αφηγητή στα δοθέντα αποσπάσματα. Το διήγημα ανήκει στις αυτοδιηγητικές αφηγήσεις, κατά τις οποίες ο αφηγητής της ιστορίας, πέρα από το ότι είναι πρωτοπρόσωπος και μετέχει σε αυτήν (ομοδιηγηματικός), είναι επιπλέον και ο πρωταγωνιστής. Ο αφηγητής αναπλάθει τις αναμνήσεις του και συγκεκριμένα ένα επεισόδιο από την εφηβική του ηλικία, για το οποίο ο ίδιος πιστεύει ότι επηρέασε τη μετέπειτα ζωή του. Σχετικά με το συμβάν αυτό εκφέρει κρίσεις και απόψεις, αυτοψυγραφείται, γεγονός που δίνει στην αφήγηση το χαρακτήρα της εξομολόγησης. Η αφήγηση γίνεται στο δοθέν απόσπασμα κυρίως από την προοπτική του ώριμου αφηγητή (προλύτη), που έχοντας ζήσει ο ίδιος το περιστατικό που αφηγείται, το χρωματίζει πλέον με την εμπειρία του ανθρώπου που κοιτάζει από μια μεγάλη απόσταση χρόνου αυτό που συνέβη στο παρελθόν. Ενδεικτικά: - Δε θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσο σιμά εις τα σύνορά της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται τη νύκτα με το φως της σελήνης - Άλλως ημην εν συνειδήσει αθώος - Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. - Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου. - Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια Σε κάποια σημεία ο αφηγητής εγκαταλείπει την εστίαση του προλύτη και υιοθετεί την εστίαση του βοσκού, αν και πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (με την απόσταση βέβαια της ηλικίας). Ο αφηγητής-βοσκός όμως δεν μπορεί να γνωρίζει περισσότερα από όσα η εμπειρία της στιγμής του παρέχει. Επομένως η προοπτική του είναι περιορισμένη, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό και τον αναγνώστη, ώστε να έχει ο τελευταίος αγωνία για την εξέλιξη της υπόθεσης. Ενδεικτικά: - Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογκυλοστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα η ανεψιά του κυρ Μόσχου, κ ελούετο εις την θάλασσαν. - Έκαμα δύο τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπτόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ ελούετο Η εναλλαγή αυτή της εστίασης είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα για την ανάδειξη των αισθημάτων του ήρωα-βοσκού, τα οποία αποτελούν και το βασικό θέμα του διηγήματος. Δ. α) Να σχολιάσετε την αντίδραση του βοσκού στη θέαση της Μοσχούλας, που κολυμπά. Σελίδα 7 από 10
Ο βοσκός βγήκε από τη θάλασσα, ντύθηκε και μόλις ξεκίνησε, άκουσε ένα δυνατό πλατάγισμα στα νερά του διπλανού κοιλώματος του βράχου και υπέθεσε ότι ήταν η Μοσχούλα, που συνήθιζε να κολυμπάει εκεί. Ανέβηκε λοιπόν στο βράχο αθόρυβα και βεβαιώθηκε ότι ήταν αυτή και ότι έκανε μπάνιο γυμνή. Στη συνέχεια ο αφηγητής ομολογεί: «ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα καί ἐγνώριζα, ὅτι τό πρωί, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου συνήθως ἐλούετο». Παρά το ότι αποκαλύπτει στο σημείο αυτό ότι γνώριζε τις συνήθειες της Μοσχούλας, προλαβαίνει να μας διαβεβαιώσει ότι δε θα ριψοκινδύνευε να έρθει τόσο κοντά στα σύνορα του κτήματος, αν ήξερε ότι το κορίτσι συνήθιζε να λούζεται και τη νύχτα. Έτσι, αποσείει την ενοχή της παρακολούθησης (δεν μπορεί όμως και να αποκρύψει πλέον το ερωτικό του ενδιαφέρον για την κοπέλα). Και βέβαια το γεγονός ότι δεν έφυγε μόλις άκουσε το πλατάγισμα των νερών, αλλά, αντίθετα, με ενστικτώδεις κινήσεις τόλμησε να επιβεβαιώσει αυτό που περίμενε, αποκαλύπτει την επιθυμία του να δει κάτι απαγορευμένο. Ύστερα από τις αμφιταλαντεύσεις του, ο βοσκός παίρνει την απόφαση να περιμένει. Για να στηρίξει την απόφασή του και να εφησυχάσει τη συνείδησή του, προβάλλει ως αντίβαρο στην παρουσία του πειρασμού την αθωότητά του, την οποία υπαγορεύει η συνείδησή του: βρέθηκε άθελά του εγκλωβισμένος στο και εξέτασε όλα τα πιθανά σενάρια διαφυγής. Άρα ήταν «εν συνειδήσει αθώος». Ἐν τοσούτῳ ὅσον ἀθῷος καί ἄν ἤμην, ἡ περιέργεια δέν μου ἔλειπε: στο σημείο αυτό - προφανώς - ο αφηγητής αποφεύγει να ομολογήσει την αλήθεια ως προς το πραγματικό του κίνητρο. Δεν είναι η περιέργεια που οδηγεί τα βήματά του στην κορυφή του βράχου, αλλά η ερωτική του διάθεση να θαυμάσει το γυμνό σώμα της κοπέλας. Πρόθεση του συγγραφέα είναι να δείξει πως οι αναστολές του μεγαλωμένου κοντά σε καλόγερους νεαρού βοσκού δεν αφήνουν, όχι μόνο να εκδηλώσει την ερωτική του επιθυμία, αλλά ούτε καν να την ομολογήσει με ρητό τρόπο. Ο βοσκός ενδίδει στον πειρασμό και δίνεται ολόκληρος στην απόλαυση του θεάματος που του προσφέρεται: απολαμβάνει θαμπωμένος το θέαμα του κοριτσιού που κολυμπάει γυμνό στο φεγγαρόφωτο. β) «Επί πόσον ακόμη...το ίδιον όνειρόν του...»: Με ποια εκφραστικά μέσα αισθητοποιεί ο αφηγητής τον εξιδανικευμένο χαρακτήρα της σαρκικής επαφής; Στο σημείο αυτό περιγράφεται με τρόπο υπερβατικό η συγκλονιστική εμπειρία του εφήβου βοσκού, η αίσθηση που του δημιούργησε η επαφή του με το γυμνό σώμα της κόρης. Ο αφηγητής θυμάται το γεγονός ύστερα από τόσα χρόνια, από την απόσταση ή την προοπτική του ώριμου αφηγητή και ακόμα και τώρα διαβεβαιώνει ότι δεν είχε ερωτική διάθεση απέναντι στη Μοσχούλα, ενώ η επαφή με τη γυμνή σάρκα εξαϋλώνεται, γίνεται εκλεκτή αιθέριος επαφή. Η στιγμιαία επαφή με το ''όνειρο'' μέσα στη θάλασσα υπήρξε γι' αυτόν η μοναδική γνήσια ερωτική εμπειρία, που θα καθορίσει και την υπόλοιπη ζωή του. Ο εξιδανικευμένος χαρακτήρας της σαρκικής επαφής του νεαρού βοσκού με το γυμνό κορμί της Μοσχούλας αισθητοποιείται με τα ακόλουθα εκφραστικά μέσα: Με τη χρήση επιθέτων που εκφράζουν διάθεση τρυφερότητας (π.χ. αβρόν, απαλόν, εκλεκτή, ευάγκαλον). Με τη φράση «ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία» δίνει στη σαρκική επαφή ονειρικές και μαγικές διαστάσεις. Σελίδα 8 από 10
Απομονώνει την εμπειρία της ανιδιοτελούς επαφής και τη συγκρίνει με «όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις...τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας» σε μια σύγκριση υπεροχής ( οπόσον διέφερεν...!). Με τα σύνθετα λυκοφιλίας και κυνέρωτας, και ιδιαίτερα με τα πρώτα συνθετικά τους (φιλίες λύκων και έρωτες σκυλιών), μεγαλώνει την απόσταση των δύο όρων της παραπάνω σύγκρισης. Χρησιμοποιεί για δεύτερη φορά τη σύγκριση, συγκρίνοντας το παρόν με το παρελθόν: «ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο...». Υποδηλώνει το συναίσθημα της άφατης ευτυχίας με σημεία στίξης: α) με το θαυμαστικό (...της άλλως ανωφελούς ζωής μου! -...η αιθέριος εκείνη επαφή!) και β) με τα αποσιωπητικά, που υποδηλώνουν ότι ο αφηγητής έχει να πει περισσότερα, αλλά σταματάει λόγω συναισθηματικής Ε. Αναλύοντας συγκριτικά τα δύο αποσπάσματα των παπαδιαμαντικών έργων να αναφερθείτε στην ψυχική κατάσταση του αφηγητή στο «Όνειρο εις το κύμα», καθώς και στα συναισθήματα του αφηγητή στο «Υπό τη βασιλική δρυ». Α. Παπαδιαμάντη, «Υπό τη βασιλική δρυ» (απόσπασμα) Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί. Ο δρόμος μας ήτον επί της κλιτύος, ολίγον υψηλότερον της θέσεως όπου ίστατο το δένδρον, έτεμνε δε πλαγίως το βουνόν και η δρυς η μαγική, καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω επί ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού. Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους, και κατά τας κινήσεις του οναρίου τας ιδιοτρόπους και πείσμονας καθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απεμακρυνόμην απ αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον. Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη. Όλην την νύκτα, κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθεί τρελά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων είτα, πριν απολύσει η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος. Δια πλαγίου, κρυφού δρομίσκου τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχομαι την ράχιν του βουνού διευθυνόμενος προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον. Ήτον όλη η οδός ανωφερής, κι εγώ έτρεχον, έτρεχον δια να φθάσω ταχέως, ν ασπασθώ την ερωμένην μου επειδή η δρυς υπήρξεν η πρώτη παιδική μου ερωμένη και ταχέως πάλιν να επιστρέψω, φανταζόμενος ότι η απουσία μου τότε δεν θα παρετηρείτο, και δεν θα είχον ν ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους. [ ] Καθώς την είδα χαμηλότερον, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχομαι, μέσω των αγρών, Σελίδα 9 από 10
υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών. Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνάς της τους κραταιούς, και ηνοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνάς της, έμελπον τρελά τραγούδια Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου. Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθεί καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνες, ως εις περίεργον παιδίον.» Στο διήγημα Όνειρο στο κύμα: Ο αφηγητής δεν έχει πρόθεση να παρακολουθήσει το κολύμπι της όμορφης Μοσχούλας. Ξαφνιάζεται λοιπόν συνειδητοποιώντας το θέαμα και αισθάνεται αμήχανος. Απολογείται για την κατάσταση στην οποία βρέθηκε και τονίζει τον τυχαίο χαρακτήρα της συνάντησης. Η εικόνα της γυμνής κοπέλας τον εντυπωσιάζει βαθιά. Αναφέρεται στην παρουσίαση της με τρόπο εγκωμιαστικό, εξυμνητικό, εξιδανικευτικό. Βιώνει ισχυρό δίλημμα, καθώς αντιλαμβάνεται ότι έχει ισχυρό χρέος να απομακρυνθεί αμέσως, όμως νιώθει την ίδια στιγμή ισχυρή έλξη γι αυτήν. Σταδιακά αφήνεται να παρασυρθεί από το θέαμα της ονειρικής κόρης, μαγεμένος από την εικόνα της. Την αποκαλεί νεράιδα, σειρήνα, αποδίδοντάς της μεταφυσικές διαστάσεις. Στο διήγημα Υπό τη βασιλική δρυ: Ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του την εντύπωση που του είχε προκαλέσει ένα δέντρο, μια βελανιδιά. Έχει φτάσει με την οικογένειά του κοντά στην περιοχή όπου δεσπόζει το επιβλητικό δέντρο. Εκφράζει έντονη προσμονή να βρεθεί κοντά σε αυτό. Η παιδική του φαντασία το πλάθει και το εξιδανικεύει. Η βελανιδιά στα μάτια του φαντάζει ως κάτι έμψυχο, ως πλάσμα ερωτικό, κόρη παρθενική του βουνού. Θέλοντας να βρεθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται κοντά της και διαφεύγοντας από την προσοχή των δικών του, τρέχει ασθμαίνοντας προς το δέντρο, αφού διανύει έναν ανηφορικό δρόμο. Αφού κατάκοπος φτάνει στο δέντρο, αφήνεται να κατακλυστεί από συναισθήματα ευδαιμονίας και πληρότητας. Η έκσταση που αισθάνεται είναι σχεδόν ερωτική. Οι περιγραφές γλαφυρές, αισθαντικές κατορθώνουν να αναδείξουν την ποιητικότητα και το λυρισμό που διαπνέουν την ατμόσφαιρα και στα δύο αυτά χωρία Σελίδα 10 από 10