ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΚΑΤ ΑΡΘΡΟ 551 Κ.Π.Δ. 1. Εισαγωγή. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη στις Η.Π.Α. το 2006 και δημοσιεύθηκε το 2010 1, ποσοστό 77% των κατηγορούμενων για σοβαρό ποινικό αδίκημα έχουν συλληφθεί στο παρελθόν τουλάχιστον μία ακόμη φορά και 69% πάνω από μία. Ποσοστό 61% εξ αυτών έχει καταδικαστεί μία φορά το λιγότερο, ενώ ποσοστό 49% περισσότερες. Το ως άνω φαινόμενο ασφαλώς δεν περιορίζεται στις Η.Π.Α.. Η άπαξ τέλεση αδικήματος από τον ίδιο δράστη αποτελεί εξαίρεση και όχι κανόνα. Τα στατιστικά ευρήματα αποκαλύπτουν τη σημασία του φαινομένου της συρροής αδικημάτων. Οι θεωρίες του στίγματος, της περιθωριοποίησης και της ετικέτας υπήρξαν απότοκα της προσέγγισης των επιστημών της κοινωνιολογίας και της εγκληματολογίας. Η επιστήμη του Ποινικού Δικαίου κλήθηκε να δώσει απάντηση στο σχετικό ερώτημα: ποια η ποινική αντιμετώπιση του καταδικασθέντα για περισσότερα του ενός εγκλήματα ; Η πρώτη λογική και απλοϊκή προσέγγιση δέχεται την αθροιστική έκτιση των ποινών. Ανταποκρίνεται στο ακέραιο στην αυτονόητη αρχή «nullum delictum sine poena», είναι απλή στην εφαρμογή της και σέβεται την αυτοτέλεια της κάθε ποινής. Άλλωστε, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μειωθεί η επιβαλλόμενη ποινή για κάποιον εγκληματία λόγω «αυξημένης κατανάλωσης» εγκλημάτων. 2 Με μια προσεκτικότερη ματιά αντιλαμβανόμαστε ωστόσο ότι το αθροιστικό σύστημα παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες. Πρώτη και κύρια είναι ότι πολλές φορές καθίσταται φυσικώς αδύνατη η έκτιση του μαθηματικού αθροίσματος των ποινών, κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Επίσης 1 Την έρευνα διεξήγαγε το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Η.Π.Α., Υπηρεσία προγραμμάτων για τη Δικαιοσύνη, Τομέας Στατιστικής της Δικαιοσύνης, ο οποίος την έχει αναρτημένη στην ιστοσελίδα του http://www.bjs.gov. 2 Για τη χαρακτηριστική διατύπωση βλ. σε Ανδρουλάκη, Συρροή Β, σελ. 46 επ. GrafzuDohna, Aschrott/v.Liszt, ReformDesReichs-StGB τ.i 1910, σ. 417 και Ηλιόπουλο, Περί συρροής εγκλημάτων, 1893, σελ. 53 1
προκαλεί καθυστέρηση στην υλοποίηση της ποινής, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της ανταποδοτικής και σωφρονιστικής της λειτουργίας. Αρνητικό στοιχείο αποτελεί και η εμπλοκή που το συγκεκριμένο σύστημα προκαλεί με άλλους θεσμούς του δικαίου, κυρίως την παραγραφή. 3 Βάσιμα υποστηρίχθηκε, άλλωστε, ότι η ένταση των αποτελεσμάτων που έχει η διαδοχική έκτιση ποινών για τον καταδικασθέντα, δεν αυξάνεται αθροιστικά, αλλά εις το πολλαπλάσιο. 4 Ο Ανδρουλάκης δε, εύστοχα επισημαίνει 5 ότι η εκάστοτε επιβαλλόμενη ποινή είναι αυτή την οποία εκτιμά ως σκόπιμη ο δικαστής με βάση τα δεδομένα που ισχύουν ως προς τον κατηγορούμενο κατά τη στιγμή της δικαστικής κρίσης. Αν, όμως, η επιβληθείσα ποινή τον «συναντήσει» μετά την έκτιση κάποιας άλλης, η προσωπικότητά του θα έχει μεταβληθεί (κατά το πλέον αισιόδοξο σενάριο θα έχει σωφρονιστεί). Θα πρέπει επομένως να εκτίσει μία αναλόγως μεταβληθείσα ποινή, προφανώς μειωμένη. 6 Για τους λόγους αυτούς, η ολότητα σχεδόν των εννόμων τάξεων αποκρούουν το ως άνω σύστημα. Το ίδιο πράττει κατά κανόνα και η δική μας, η οποία επιφυλάσσει την αντιμετώπιση αυτή σε εξαιρετικές και απαριθμημένες περιπτώσεις 7, οι οποίες μάλιστα επικρίνονται για τον υπερβάλλοντα τιμωρητικό χαρακτήρα τους και την δογματική τους αστάθεια. 3 Βλ. Ανδρουλάκη, Συρροή Β, ο.π., Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία, σελ. 260. 4 Βλ. Ηλιόπουλο, ο.π. σελ. 5. Χαρακτηριστικά μάλιστα ειπώθηκε ότι η αύξηση είναι γεωμετρική, βλ. Mittermaier σε Feuerbach, Lehrbuch despeinlichen Strafrechts, 1847, σελ. 216. 5 Η άποψή του ωστόσο δεν έχει μείνει δίχως κριτική. Βλ. Μπιτζιλέκη σε Καϊάφα- Γκπάντι/Μπιτζιλέκη/Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ 375 επ., ο οποίος μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι αν αυτό ίσχυε, θα έπρεπε το ποσό της μείωσης της κάθε ποινής να είναι ανάλογο με τον χρονική απόσταση που το χωρίζει από την καταδίκη! Παρόλα αυτά αυτό που ισχυρίζεται ο συγγραφέας θα ίσχυε πράγματι αν καθορίζονταν χρονική σειρά έκτισης των συνεπιμετρηθεισών ποινών. Κάτι τέτοιο όμως φαίνεται να συμβαίνει, καθώς η θεωρία κάνει δεκτό ότι με την συνολική ποινή λαμβάνει χώρα «εξ αδιαιρέτου» έκτιση των επιμέρους ποινών βλ. Μανωλεδάκη, Μελέτες για την εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο, σελ. 227 6 Βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο III, σελ. 76. 7 Αυτές είναι οι περιπτώσεις 1) της συρροής περισσότερων ποιών ισόβιας κάθειρξης, 2) της συρροής ισόβιας κάθειρξης και στερητικών της ελευθερίας ποινών, 3) της συρροής συνολικής 2
Για να αποφευχθούν οι ως άνω δυσχέρειες που προκαλεί η αθροιστική έκτιση των ποινών, κάποιες έννομες τάξεις ακολούθησαν το σύστημα της επιβολής μίας και ενιαίας ποινής για το σύνολο των αδικημάτων. Σύμφωνα με αυτό, η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη αποτελεί αδιάσπαστη ενότητα, την οποία διέπει ενιαία ενοχή, και την οποία πρέπει να εκτιμήσει το Δικαστήριο ως ολοκληρωμένη εικόνα για να επιβάλει ποινή. Ο τεμαχισμός της με επιμέτρηση χωριστών ποινών συνιστά, λέγεται, τεχνητή παρέμβαση που αντιβαίνει στην αληθή φύση των πραγμάτων. 8 Η άποψη αυτή, ωστόσο, προσκρούει σε πρακτικής και δικονομικής κυρίως φύσεως προβλήματα και δεν δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Βασικότερο είναι ο θεσμός του δεδικασμένου. 9 Σε περίπτωση λ.χ. μεταγενέστερης εκδίκασης εγκλήματος που συρρέει με το ήδη κριθέν από άλλο δικαστήριο, η προεπιβληθείσα ποινή θα έπρεπε να καταργείται ολοσχερώς, προκειμένου να καταγνωσθεί νέα για αμφότερα τα αδικήματα. Κρίνεται, επομένως, προτιμότερο κάθε επιβαλλόμενη ποινή να διατηρεί, σε κάποιο βαθμό, την αυτοτέλειά της. Η χρυσή τομή εντοπίστηκε στο λεγόμενο σύστημα της «συνολικής ποινής». Σύμφωνα με αυτό, ο Δικαστής προβαίνει σε ξεχωριστή επιμέτρηση και επιβολή ποινής για το κάθε συρρέον έγκλημα και στη συνέχεια σχηματίζει μία συνολική ποινή, η οποία συνίσταται από την βαρύτερη, αποκαλούμενη ως βασική ποινή ή ποινή βάση, την οποία στη συνέχεια επαυξάνει, προσθέτοντας μέρος από τις υπόλοιπες συντρέχουσες. Η, δε, επαύξηση της βασικής ποινής ποινής και παρεπόμενης ποινής ή μέτρου ασφαλείας 4)της συρροής στερητικής της ελευθερίας ποινής και ποινής σε χρήμα 5) της άρσης της αναστολής εκτέλεσης της ποινής κατ αρ. 99 παρ. 3 και 4 Π.Κ., 6) της άρσης της υφ όρον αναστολής εκτέλεσης της ποινής κατ αρ. 102 παρ. 1 Π.Κ. 7) της άρσης της απόλυσης του καταδίκου υπό όρο κατ αρ. 108 Π.Κ. 8) της απόδρασης ή της στάσης κρατουμένου (αρ. 173 παρ. 1, αρ. 174 παρ. 3 Π.Κ.) 9) της εκτέλεσης των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται για παράβαση του α.ν. 710/1945 περί προστασίας εθνικού νομίσματος (αρ. 3 παρ. 3) 10) της μετατροπής επιβληθέντος και μη αποκτηθέντος πρόσημου ή χρηματικής ποινής σε κράτηση ή φυλάκιση (αρ. 295 ν.δ. 86/1969) 11) της παράβασης εκλογικής νομοθεσίας (αρ. 102 παρ. 3 π.δ. 55/1999) 12) της κατοχής ή εισαγωγής όπλων στις φυλακές (αρ. 13 Ν. 2168/1993) και 13) της υφ όρον παραγραφής καταγνωσθεισών ποινών (αρ. 32 παρ. 1 Ν. 3346/2005). 8 Ενδεικτικές είναι οι απόψεις που διατύπωσε ο Niese, βλ. σχετικά Ανδρουλάκη, Συρροή Β, σελ. 9 υπος. 26 9 Βλ. Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία, σελ. 261 3
γίνεται είτε ελεύθερα από τον Δικαστή (σύστημα της ανάλογης επίτασης της βαρύτερης ποινής) είτε σύμφωνα με κανόνες που ορίζονται στον νόμο (σύστημα νομικής σώρευσης). 10 2. Η συνολική ποινή. Το ποινικό μας σύστημα ακολουθεί ως κανόνα τη μέθοδο της συνολικής ποινής. Η περίπτωση της πραγματικής συρροής ρυθμίζεται από το αρ. 94 παρ. 1 Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο στον δράστη δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις που τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές (η αποκαλούμενη ποινή βάση) επαυξημένη. Για την επαύξηση προβλέπονται όρια τόσο προς τα πάνω, όσο προς τα κάτω. Συγκεκριμένα, η επαύξηση για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη, β)ένα έτος αν η ποινή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη, και γ)δύο έτη αν η ποινή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Είναι εμφανές ότι η μείωση μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ως προς τα ανώτατα όρια οι περιορισμοί που τίθενται είναι τα ¾ του αθροίσματος των συντρεχουσών ποινών, πέρα από την ποινή βάση, και σε κάθε περίπτωση τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση. Στη κατ ιδέα συρροή ακολουθείται το σύστημα της ανάλογης επίτασης της ποινής, ως ορίζεται στο αρ. 94 παρ. 2 Π.Κ. Σύμφωνα με αυτό το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Σε αντίθεση με την πραγματική συρροή, εδώ δεν προβλέπεται υποχρεωτικό ελάχιστο όριο επαύξησης της ποινής βάσης, ενώ από την άλλη πλευρά, το σύνολο δεν μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Η αντιμετώπιση του νομοθέτη στη περίπτωση αυτή είναι αναμφίβολα επιεικέστερη. Ο λόγος είναι ότι στη περίπτωση της πραγματικής συρροής ο δράστης, προχωρώντας σε διαδοχικές παράνομες ενέργειες, διαθέτει τη δυνατότητα να αναλογιστεί την δράση του 10 Βλ. Μαργαρίτη σε Μαργαρίτη-Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, σελ. 329 επ. 4
και, παρ όλα αυτά, ξεπερνά τις αναστολές του, επιδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο εμμονή στο έγκλημα. Στη περίπτωση της κατ ιδέα συρροής, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Εκ των ανωτέρω γίνεται εμφανές ότι η επιμετρητική εργασία είναι διαφορετική ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις. Στη μεν μέθοδο που ακολουθείται για την πραγματική συρροή (νομική σώρευση), κρίνεται πόσο θα συρρικνωθεί το αριθμητικό άθροισμα των επιμετρούμενων ποινών, ώστε να δώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, στη περίπτωση της ανάλογης επίτασης, ζητούμενο είναι το πόσο θα αυξηθεί η ποινή βάση 11. 2.1. Νομική Φύση της Συνολικής Ποινής Τα κυριότερα ζητήματα που αναδείχθηκαν σχετικά με την νομική φύση της συνολικής ποινής είναι τα εξής : 2.1.1. Η σύνθετη φύση της συνολικής ποινής. Όπως ήδη ειπώθηκε, ο νομοθέτης για κάθε αξιόποινη συμπεριφορά προβαίνει σε μία αξιολόγηση σε αφηρημένο (καθολικό-γενικό) επίπεδο 12 και προβλέπει ένα πλαίσιο ποινής. Η πρόβλεψη αυτή αφορά την τέλεση ενός και μόνο αδικήματος. Σε περίπτωση τέλεσης περισσοτέρων, η θεωρία έχει καταλήξει ότι η αθροιστική έκτιση των προβλεπόμενων ποινών συνεπάγεται τιμωρία η οποία υπερβαίνει σε ένταση το επιθυμητό, από τον νομοθέτη, μέτρο. Για τον λόγο αυτό, υπάρχει η γενική ρύθμιση για σχηματισμό συνολικής ποινής, ώστε να προσαρμόζεται η τελικά επιβαλλόμενη συνολική ποινή στο προσήκον μέτρο 13 και να μην εξουθενώνεται ο δράστης με υπερβολικές ποινές. Η προσαρμογή αυτή γίνεται στο νομικό μας σύστημα με την ελάττωση της κάθε επιβαλλόμενης ποινής και την πρόσθεσή της στη βαρύτερη εκ των αρχικά επιβαλλόμενων, η οποία αποκαλείται ποινή βάση και παραμένει αμετάβλητη. Η πορεία που ακολουθείται είναι η εξής: α) επιβάλλεται πρώτα ποινή για κάθεένα από τα συρρέοντα εγκλήματα με βάση τους κανόνες επιμετρήσεως του αρ. 79 ΠΚ (:υπολογισμός της βαρύτητας της πράξης και της 11 Βλ. Μανωλεδάκη, Μελέτες για Εμβάθυνση στο Ποινικό Δίκαιο, σελ. 223. 12 Βλ. Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία, σελ. 15 επ. 13 Βλ. Ανδρουλάκη, ο.π. σελ. 80. 5
προσωπικότητας του δράστη), β) από τις περισσότερες επιβληθείσες επιμέρους ποινές εντοπίζεται στη συνέχεια η βαρύτερη που αποτελεί και την ποινή βάση, η οποία εκτελείται στο ακέραιο γ) κατόπιν, λαμβάνεται μέρος της καθεμιάς από τις υπόλοιπες (πέραν της ποινής βάσης) ποινές που συρρέουν, το οποίο μέρος της συντρέχουσας ποινής καλείται επαύξηση, και τέλος, δ) προστίθενται στην ποινή-βάση το σύνολο των (ληφθεισών από τις λοιπές συντρέχουσες ποινές) επαυξήσεων και έτσι διαμορφώνεται η συνολική ποινή 14. Η πορεία αυτή διαρθρώνεται επομένως από τρία κομβικά μεγέθη : i) τις επιμέρους ποινές (η βαρύτερη εκ των οποίων αποτελεί την ποινή-βάση), ii) τις επαυξήσεις που προσφέρουν, και iii) τη συνολική ποινή. Από τα παραπάνω, γίνεται εμφανές ότι η επιμέτρηση ποινής για κάθε επιμέρους αδίκημα συνιστά αυτοτελή κρίση του δικαστή για την απαξία της κάθε μεμονωμένης συμπεριφοράς του ενόχου, ενώ η κατάγνωση της συνολικής ποινής, εκτίμηση για τη συνολική εικόνα που σχηματίζεται. Προκύπτει, επομένως, ότι τα δύο αυτά μεγέθη έχουν καταρχήν λογική και νοηματική αυτοτέλεια, διότι αφορούν αντικείμενα επάλληλα μεν, διαφορετικά δε. Από την άλλη, είναι ξεκάθαρο ότι η κάθε συντρέχουσα ποινή μειώνεται, διότι μέρος της ανταπόδοσης που αρχικά απαιτεί ο νομοθέτης, με την αφηρημένη πρόβλεψη που κάνει για κάθε επιμέρους μεμονωμένο έγκλημα, αναπληρώνεται σε ειδικό-μερικό επίπεδο 15 από τις υπόλοιπες επιβαλλόμενες. Η μείωση, δηλαδή, στην οποία προβαίνει ο δικαστής για κάθε μία συντρέχουσα ποινή, εξαρτάται από όλες τις υπόλοιπες, τις οποίες λαμβάνει υπόψη για να κάνει μία συνολική εκτίμηση. Υπάρχει ένα είδος αλληλοσυμπλήρωσης των επιμέρους ποινών, όταν αυτές απευθύνονται στο ίδιο άτομο, και, επομένως, μία ενότητα ως προς την ειδικοπροληπτική λειτουργία τους. Αυτό ακριβώς το ενωτικό στοιχείο προσδιορίζει η συνολική ποινή 16. 14 Βλ. Μανωλεδάκη, Μελέτες για εμβάθυνση στο Ποινικό Δίκαιο, σελ. 220 επ., Μαργαρίτη σε Μαργαρίτη-Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, σελ. 360 επ. 15 Βλ. Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία, ο.π. 16 Βλ. Μπιτζιλέκη, ο.π. σελ. 371 6
Καταλήγουμε, επομένως, ότι η συνολική ποινή έχει σύνθετο χαρακτήρα αφενός μεν δεν καταλύει την αυτοτέλεια των συνεπιμετρηθεισών σε αυτή επιμέρους ποινών, αφετέρου συνιστά τον ενιαίο τρόπο της εκτέλεσής τους, αντιπροσωπεύοντας πλέον αυτές στο στάδιο τούτο 17. Η θέση αυτή είναι απολύτως κρατούσα στον Ελληνικό χώρο. Η αρχή έγινε ήδη από την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχεδΠΚ 1929/1933, όπου ρητά αναγράφεται ότι, επί του συστήματος της νομικής σώρευσης των ποινών «αντί του αριθμητικού αθροίσματος των ποινών επιζητείται το κατ έντασιν ή το νομικόν άθροισμα, τουτέστιν την ποινήν την κατ έντασιν ίσην προς τας εν τω νόμω καθωρισμένας ποινάς των συρρεόντων εγκλημάτων». Στη συνέχεια, το έτος 1951καταργήθηκε το σύστημα της συγχώνευσης των ποινών, που προβλέπονταν από το αρ. 107 του ΠΝ/1884, ωστόσο λόγω της έλλειψης ειδικής πρόβλεψης στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επικράτησε προσωρινή σύγχυση στη νομολογία. Ο ΑΠ για πρώτη φορά έκανε δεκτή τη θέση με την με αρ. 190/1953 απόφαση, διαφοροποιούμενος από την μέχρι τότε νομολογία 18. Το νομοθετικό κενό έγινε αντιληπτό και, προς πλήρωσή του, έγινε η προσθήκη, με το ΝΔ 2493/1953, τρίτης σχετικής παραγράφου στο αρ. 94 ΠΚ. Το ζήτημα ξεκαθάρισε δια παντός η 36/1959 ΑΠ. 19 Η μόνη αντίρρηση που προβλήθηκε στην ως άνω θεωρία βασίστηκε στην αντιδιαστολή των όρων «επιμετρείται» και «καταγιγνώσκεται», όπως αυτοί χρησιμοποιούνταν στην παρ. 1 του αρ. 94 ΠΚ 20, στη διατύπωσή του στη καθαρεύουσα. 21 Συγκεκριμένα υποστηρίχθηκε ότι οι κατ ιδίαν ποινές «επιμετρώνται» μόνον, δίχως να «καταγιγνώσκονται», σε αντίθεση με τη συνολική ποινή η οποία ναι μεν «καταγιγνώσκεται», αλλά δεν «επιμετράται», και επομένως δεν υφίσταται αυτοτέλεια ενόψει του σχηματισμού της 17 Βλ. Κ. Σταμάτη, ΠοινΧρ. ΚΣΤ σελ. 606 επ., Ανδρουλάκης, Συρροή Β, σελ. 146. 18 Ο πρώτος που διατύπωσε τη θέση στον Ελληνικό χώρο φαίνεται να είναι ο Γιδόπουλος, βλ. Θέμις ΛΣΤ, σελ. 262, και Μαργαρίτης-Αδάμπας, Απαγόρευση χειροτερεύσεως της θέσης κατηγορουμένου, 2011, σελ. 525 19 ΠοινΧρ Θ, σελ. 217. 20 «κατά το υπαιτίου πλειόνων εγκλημάτων. τιμωρούμενων εν των νόμω δια προσκαίρων στερητικών της ελευθερίας ποινών, μετά την επιμέτρηση τούτων καταγιγνώσκεται μία συνολική ποινή». 21 Βλ. Κωνσταντάρας, Ποιν. Δίκαιον τομ. Γ τεύχος Γ, παρ. 913 β, σελ. 52. 7
τελευταίας. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατάλυσης της συνολικής ποινής, η εκτέλεση των λοιπών συντρεχουσών ποινών δεν καθίσταται εφικτή, καθώς είναι απλώς επιμετρημένες και όχι καταγνωσμένες. Η γραμματική αυτή ερμηνεία των όρων δεν στάθηκε ωστόσο αρκετή για να προκαλέσει ανατροπή. Επισημάνθηκε από τη θεωρία ότι αμφότεροι οι όροι «κατάγνωση» και «επιμέτρηση» χρησιμοποιούνται ισοδύναμα σε ευάριθμες διατάξεις του ΠΚ και ΚΠοινΔ (αρ. 11παρ. 2, 79, 80, 101, 102, 108, 98 ΠΚ και 471 παρ. 2 ΚΠΔ) για να δηλώσουν το ίδιο πράγμα, δηλαδή την απαγγελία και την επιβολή της ποινής στον ένοχο. Εξάλλου, η επιμέτρηση και η κατάγνωση αποτελούν μεν διαδοχικά στάδια στη διανοητική πορεία που ακολουθεί ο δικαστής για την επιβολή της ποινής, ωστόσο χρονική διαφορά δεν υφίσταται μεταξύ τους, καθώς η ποινή που επιμετράται είναι αυτομάτως και αυτή που καταγιγνώσκεται στον ένοχο. Η δε περίπτωση της επιγενόμενης συρροής του αρ. 551, όπου πράγματι παρατηρείται χρονική απόσταση ανάμεσα στην επιμέτρηση των επιμέρους και την κατάγνωση της συνολικής, αποτελεί στη πραγματικότητα απόδειξη του δεδομένου αυτού, καθώς δεν είναι λογικό να υποστηρίξουμε ότι στη περίπτωση αυτή δεν έχουμε επιβολή ποινής πριν τον σχηματισμό της συνολικής. Επιπροσθέτως, η αντίθετη γνώμη καταργεί τη ρύθμιση του αρ. 94 παρ. 3 ΠΚ, διότι δεν είναι δυνατό σε περίπτωση εξαφάνισης της συνολικής να εκτιθεί επιμέρους μη επιβληθείσα ποινή, δοθέντος ότι σχήματα όπως επιβολή υπό την αναβλητική αίρεση της άρσης, εν όλω ή εν μέρει, της συνολικής ποινής, δεν αναγνωρίζονται από το δίκαιό μας. 22 Τέλος, την κρινόμενη θέση αποκρούει και η ορθή τελολογική και ιστορική ερμηνεία της ρύθμισης του αρ. 94 ΠΚ, κατά την οποία, αν η προβλεπόμενη στον ΠΚ συνολική ποινή ήταν όντως ενιαία, ουδείς λόγος δεν θα υπήρχε για την ανωτέρω αναφερόμενη νομοθετική μεταβολή που συνετελέσθη το 1951, οπότε το σύστημα της συγχώνευσης ποινών, που πράγματι προέβλεπε ενιαία ποινή, αντικαταστάθηκε από το σημερινό. 23 Η σύνθετη μορφή της συνολικής ποινής έχει σημαντικό πρακτικό αντίκρισμα. Δεδομένου ότι αυτή εκπροσωπεί τις συντρέχουσες στο στάδιο της εκτέλεσης, τα θέματα τα οποία ανάγονται στην εκτελεστότητα των επιμέρους ποινών 22 Βλ. Π.Παπανδρέου, Συνολική Ποινή, σελ. 230 επ. 23 Για όλα τα ως άνω βλ. Κ. Σταμάτη, ο.π. 8
καθορίζονται με βάση τη συνολική ποινή, καθώς αυτή μόνον εκτελείται. Έτσι, με βάση την αρχή της αυθυπαρξίας της συνολικής ποινής, επιλύονται τα ζητήματα της υφ όρον αναστολής της ποινής, της υφ όρον απόλυσης, του εκκλητού των αποφάσεων κατ αρ. 491 ΚΠΔ και του τρόπου υπολογισμού των ημερών εργασίας. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για την μετατροπή της ποινής σε χρηματική, ωστόσο με ειδική διάταξη (αρ. 2 παρ. 4 Ν. 1240/1982) το θέμα κρίνεται σύμφωνα με την ποινή βάση, επιλογή με μάλλον αρνητικές συνέπειες σε πρακτικό επίπεδο 24. Από την άλλη, ζητήματα που αφορούν την ουσία της ποινής επιλύονται με βάση την αρχή της αυτοτέλειας των επιμέρους ποινών. Τέτοια θέματα είναι το ζήτημα αν οι επιμέρους συντρέχουσες ποινές θα περιληφθούν μόνο στο αιτιολογικό της απόφασης ή αντιθέτως και στο διατακτικό της, αν στη παραγραφή του αρ. 114 ΠΚ υπάγονται μόνο οι επιμέρους συντρέχουσες ποινές ή μόνο η συνολική, αν η συνολική ποινή συντίθεται μόνο από τις επιμέρους ποινές ή αντιθέτως από αυτές και από άλλες συνολικές τοιαύτες και αν η χορηγούμενη χάρη αναφέρεται μόνο στις επιμέρους ποινές ή και στη συνολική 25. 2.1.2. Η συνολική ποινή δεν αποτελεί καταδικαστική απόφαση. Καταδικαστική είναι η απόφαση με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σε αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική. Ο ορισμός αυτός συνάγεται ερμηνευτικά από τα αρ. 371 παρ. 3 και 370 α ΚΠΔ 26 και κρατεί απολύτως στη θεωρία και τη νομολογία 27. Η απόφαση με την οποία σχηματίζεται συνολική ποινή, είτε σύμφωνα με το αρ. 94 ΠΚ είτε με το αρ. 97 ΠΚ και ειδικότερα το αρ. 551 ΚΠΔ, δεν κρίνει επί της ενοχής του 24 Για τη θεωρία σχετικά με το ζήτημα βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι σε Καϊάφα- Γκμπάντι/Μπιτζιλέκη/Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, σελ. 402 επ. και Θάνος, Η κατά μετατροπήν χρηματική ποινή, ΠοινΧρ 1955, σελ. 538 επ. 25 Για όλα τα ως άνω βλ. Μαργαρίτη, Ποινολογία, σελ. 377 26 Βλ. Κ. Σταμάτη, ο.π. σελ. 614 27 Βλ. ΟλΑΠ 5/2000 ΠοινΔικ 2000/837, ΑΠ 753/1999 (αδημ.) ΑΠ 1283/1999 ΠοινΧρ Μ/558, ΑΠ 1395/1980 ΠοινΧρ ΛΑ/345(με εισαγγελική πρόταση Κ. Σταμάτη, ΑΠ 496/1977 ΠοινΧρ ΚΖ/797. 9
κατηγορούμενου, επομένως, σύμφωνα με την ως άνω θέση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια 28. Η παραδοχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα η απόφαση που σχηματίζει συνολική ποινή να εξαιρείται απόένα πλέγμα διατάξεων με εγγυητική για τον κατηγορούμενο λειτουργία. Έτσι, η νομολογία έχει δεχτεί ότι κατά απόφασης που σχηματίζει συνολική ποινή (κατ αρ. 551) δεν επιτρέπεται αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας κατ αρ. 341 ΚΠΔ, δεν απαιτείται αιτιολόγηση του μέτρου επαύξησης της ποινής βάσης, με τον ακυρωτικό έλεγχο να περιορίζεται μόνο στη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των αρ. 94, 96, 97 ΠΚ και 551 ΚΠΔ και δεν είναι απαραίτητο να αγορεύσει ο συνήγορος για την συνολική ποινή, κατά το αρ. 369 παρ. 3, όταν πρόκειται περί αρχικής ή σύγχρονης συρροής αδικημάτων, εφόσον του δόθηκε ο λόγος για την ενοχή και την ποινή σε κάθε μία από τις επιμέρους αξιόποινες πράξεις. Οι δυσμενείς αυτές συνέπειες έχουν προκαλέσει την εύλογη αντίδραση της επιστήμης. Μέρος αυτής υποστήριξε ότι, η απόφαση που σχηματίζει συνολική ποινή, είναι όντως καταδικαστική 29. Αρχικά, η θέση αυτή βρήκε στήριγμα στο σύστημα συγχώνευσης των ποινών, κατά το οποίο οι συντρέχουσες ποινές χάνουν την αυτοτέλειά τους με τον σχηματισμό της συνολικής. 30 Η προσέγγιση αυτή είναι πρόδηλο ότι δεν συμβαδίζει με τις εξελίξεις. Πιο βάσιμη είναι η προσπάθεια ορισμένων συγγραφέων να καταλήξουν στο συμπέρασμα ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, ξεκινώντας δηλαδή από το αποτέλεσμα. 28 Βλ. ΑΠ 286/1999 ΠραξΛογΠΔ 2000/199(με παρατηρήσεις Συλίκου) ΑΠ 1255/1998 ΠοινΧρ ΜΘ/689, ΑΠ 738/1997 ΠοινΧρ ΜΗ/231, ΑΠ 1486/1996 ΠοινΧρ ΜΖ/848=ΥΠΕΡ 1997/820 με σημείωση Λ. Μαργαρίτη, ΑΠ 1417/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ/664, ΑΠ 1589/1989 ΠοινΧρ Μ/785, ΑΠ 1021/1989 ΠοινΧρ Μ/307 με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση Βλάχου, ΑΠ 420/1985 ΠοινΧρ ΛΕ/791, ΑΠ 277/1985 ΠοινΧρ ΛΕ/707, ΑΠ 580/1984 ΠοινΧρ ΛΔ/992, ΑΠ 899/1980 ΠοινΧρ ΛΑ/37, ΑΠ 766/1979 ΠοινΧρ ΚΘ/780, ΑΠ 382/1979 ΠοινΧρ ΚΘ/546, ΑΠ 496/1977 ΠοινΧρ ΚΖ/797, ΑΠ 1080/1975 ΠοινΧρ ΚΣΤ/389, ΑΠ 297/1970 ΠοινΧρ Κ/598, ΑΠ 374/1953 ΠοινΧρ Δ/18 με αντίθετο σχόλιο Μπουρόπουλου, ΕφΑθ 594/1974 ΠοινΧρ ΚΕ/499 με εισαγγελική πρόταση Κ. Σταμάτη, ΠλημμΘεσ 5451/1971 ΠοινΧρ ΚΒ/81, ΓνμδΕισΑΠ 1/1992 (σ. Παπαδέλλης), ΠοινΧρ ΜΒ/615=Υπερ. 1992/936=ΕλλΔνη 1992/1520. 29 Η θέση αυτή βρήκε περιορισμένη υποστήριξη στη νομολογία, βλ. ΑΠ 979/1972 ΠοινΧρ 1973/196, ΑΠ 1467/1981 ΠοινΧρ 1982/840, ΕφΑθ 425/1989 ΠοινΧρ 1989/659. 30 Μπουρόπουλος, ΕρμΚΠΔ Α, σελ. 205 παρ. 3, ο ίδιος Σχόλιο υπό την ΑΠ 374/1953 ΠοινΧρ Δ/18, Ζησιάδης ΠΔ Β, σελ. 352. 10
Συγκεκριμένα, ενώ δεν αμφισβητούν τον ως άνω ορισμό της καταδικαστικής απόφασης, υποστηρίζουν ότι, αν δεχτούμε ότι η απόφαση που σχηματίζει συνολική ποινή δεν είναι καταδικαστική, καταλήγουμε σε μη ανεκτές συνέπειες για τον κατηγορούμενο. Για τον λόγο αυτό, ισχυρίζονται, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση αυτή 31. Ενδιαφέρον παρουσιάζει προς αυτή την κατεύθυνση η ΟλΑΠ 5/2000, κατά την οποία ο ΑΠ αναίρεσε απόφαση που καταδικάζει για κατ εξακολούθηση τέλεση εγκλήματος, μεταξύ άλλων ως προς την ποινή, και παρέπεμψε στο ίδιο δικαστήριο σύμφωνα με το αρ. 512 ΚΠΔ για νέα συζήτηση, ως προς την ενοχή για μία μερικότερη πράξη, και για να επιβληθεί νέα ποινή για το όλο κατ εξακολούθηση έγκλημα. Το δικαστήριο της ουσίας έπαψε την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για κάποιες από τις μερικότερες πράξεις και επέβαλε ποινή για τις υπολειπόμενες. Η τελευταία απόφαση προσβλήθηκε εκ νέου με αναίρεση. Το ανώτατο ακυρωτικό εξετάζοντάς την, δέχτηκε καταρχήν τον προαναφερθέντα ορισμό για την καταδικαστική απόφαση, έκρινε όμως ότι και η ως άνω απόφαση, η οποία επιβάλλει μόνον ποινή για κατ εξακολούθηση έγκλημα, είναι καταδικαστική, διότι συμπληρώνει και ολοκληρώνει την καταδίκη που προηγήθηκε. Σημειώνει επίσης ότι από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι η απόφαση είναι καταδικαστική μόνο στη συνήθη περίπτωση που η κρίση για την ενοχή και για την ποινή συνέχονται. Διότι, και στις δύο περιπτώσεις, η απόφαση για την ποινή προϋποθέτει προηγούμενη κρίση για την ενοχή και λαμβάνεται αφού προηγηθεί η κατά τα αρ. 79 και 80 ΠΚ επιμέτρηση. Η ως άνω τοποθέτηση, παρότι είναι πειστική, μάλλον περιορίζεται στη περίπτωση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, για το οποίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο νομοθέτης κάνει την επιλογή της ενιαίας ποινής, η οποία 31 Βλ. Μανωλεδάκη, Μελέτες για Εμβάθυνση στο Ποινικό Δίκαιο, σελ. 229, υποσημείωση 41, Μαργαρίτη, Πνλγ, σελ. 343, Καρύδης, Άσκησις Αναιρέσεως κατ αποφάσεως περί συγχωνεύσεως ποινών υπό παραστάντος συνηγόρου, ΝοΒ 20/555, ΑΠ 1023/1989 ΠοινΧρ Μ/311, ΑΠ 161/1959 ΠοινΧρ Θ/456, ΕφΑθ 425/1989 ΠοινΧρ ΛΘ/659 με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση Γ. Λαμπίρη, ΕφΑθ 1931/1988 ΠοινΧρ ΛΗ/991 με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση Γ. Ζορμπά. 11
απορροφά τις επιμέρους. Επομένως, στο ενδεχόμενο που έχουμε απόφαση αναγνώρισης της ενοχής, όχι όμως και επιβολή ποινής, η καταδίκη παραμένει πράγματι «εκκρεμής», διότι η ενοχή για το κατ εξακολούθηση έγκλημα δεν έχει αντιστοιχηθεί με ποινή, ώστε να στοιχειοθετηθεί εξ ολοκλήρου ο ορισμός της καταδικαστικής απόφασης. Αντίθετα, όταν πρόκειται για συνολική ποινή, σχηματισθείσα κατ αρ. 94 έως 97 ΠΚ, για κάθε επιμέρους αδίκημα επιβάλλεται ποινή, το σύνολο των οποίων στη συνέχεια αθροίζεται νομικά στη συνολική. Η δε συνολική σε σχέση με τις συντρέχουσες διατηρεί την αυτοτέλειά της. Ως εκ τούτου, δεν παρατηρείται η «εκκρεμότητα», την οποία διέγνωσε ο ΑΠ στην απόφαση της ολομέλειας 5/2000. Εξάλλου, μέρος της νομολογίας δέχεται την αυτοτέλεια των αποφάσεων που εκδίδονται για την ενοχή και την επιβολή της ποινής 32. Σε κάθε περίπτωση, και εν όψει του ότι οι πρακτικές εκφάνσεις του ως άνω ζητήματος θα αναλυθούν ειδικότερα στη συνέχεια, αξίζει ήδη σε αυτό το σημείο να σημειωθούν σε δικαιοπολιτική βάση τα εξής: ο περιορισμός των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου σε σχέση με την προηγούμενη ακρόασή του, είναι αδικαιολόγητος εφόσον απευθείας το Σύνταγμα (αρ. 20 παρ. 2) επιφυλάσσει το δικαίωμα τούτο στον ενδιαφερόμενο για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του. Επομένως, ανεπίτρεπτα το ποινικό δικαστήριο αρνείται το δικαίωμα αυτό στον καταδικαζόμενο σε συνολική ποινή, με την τυπικιστική δικαιολογία ότι η απόφαση που την επιβάλλει δεν είναι καταδικαστική, πόσο μάλλον όταν αυτή και αυθύπαρκτη είναι και πρόκειται να εκτιθεί-βιωθεί στην εμπειρική πραγματικότητα 33. Αμφίβολης δικαιοπολιτικής ορθότητας είναι και η εμμονή της νομολογίας στο αναιτιολόγητο της συνολικής ποινής. Διότι η απόφαση που την επιβάλλει έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ουσιαστικής κρίσης, η οποία απέχει μακράν από μία απλή μηχανιστική ενέργεια και περιλαμβάνει εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, σύγκριση μεγεθών, αξιολόγηση και τελική απόφανση που διαμορφώνει μία εμπειρική πραγματικότητα. Όπως 32 βλ. ΑΠ 1381/1990 ΠοινΧρ ΜΑ/575, αλλά και ΑΠ 1065/1997 ΝοΒ 46/552, η οποία δέχεται εξάρτηση μόνον της απόφασης για την ποινή από αυτήν για την ενοχή. 33 Βλ.Μαργαρίτη, ο.π. Μανωλεδάκη, ο.π., Μπιτζιλέκη, ο.π. 12
λοιπόν διατυπώνει ο Μανωλεδάκης 34, «πρέπει, πέρα από κάθε φορμαλιστική συζήτηση για το χαρακτηρισμό της απόφασης αυτής ως καταδικαστικής ή μη, να είναι περιχαρακωμένη με τις βασικές εγγυήσεις αμερόληπτης έκφρασης κάθε ουσιαστικής δικαστικής κρίσης: προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερόμενου και πλήρης αιτιολογία». Άλλωστε, το σχήμα της παράκαμψης της απαίτησης του νόμου για καταδικαστική απόφαση, ώστε να μην στερείται ο καταδικασθείς δυνατοτήτων, χωρίς τις οποίες η θέση του καθίσταται εξαιρετικά επαχθής, με αποτέλεσμα να αδικείται, είναι γνώριμο στη νομολογία, η οποία δέχεται αναλογική εφαρμογή του αρ. 550 ΚΠΔ και στη συνολική ποινή 35. 3. Η ρύθμιση του αρ. 551 ΚΠΔ. 3.1. Τρόποι σχηματισμού συνολικής ποινής. Η συνολική ποινή προϋποθέτει συνάντηση ποινών. Αυτή μπορεί να συμβεί σε τρεις περιπτώσεις. Η πρώτη είναι η λεγόμενη «αρχική» ή «σύγχρονη» συρροή, κατά την οποία το δικαστήριο αντιμετωπίζει το φαινόμενο από την αρχή της εμφανίσεώς του, εκφράζοντας ολοκληρωμένη κρίση, για την ενοχή και την ποινή, για το σύνολο των εγκλημάτων, σύμφωνα με τα αρ. 94 έως 96 ΠΚ. Εδώ οι ποινές συναντιούνται κατά την επιμέτρηση και την επιβολή τους. Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή της «επιγενόμενης» ή «αναδρομικής» συρροής. Αυτή υπάρχει όταν ο δράστης πριν από την ολοσχερή απότιση, παραγραφή ή χάρη της ποινής που του επιβλήθηκε καταδικαστεί ξανά για άλλη αξιόποινη πράξη που τέλεσε οποτεδήποτε. Εδώ η δικαστική κρίση δεν ήταν αρχικά ενιαία. Το φαινόμενο της συρροής ανακύπτει αφού το δικαστήριο αποφανθεί για το ένα σκέλος των εγκλημάτων που συρρέουν, σύμφωνα με το αρ. 97 ΠΚ 36. Τέλος, συνολική ποινή σχηματίζεται και όταν 34 Βλ. ο.π. σελ. 230. 35 Βλ. ΓνμδΕισΕφΑθ 27757/1974 (Κ. Σταμάτης), ΠοινΧρ ΚΔ/713. 36 Βλ. Μανωλεδάκη, ο.π. σελ 247 επ, του ίδιου Γενική Θεωρία, 2004, σελ. 474 επ. Μαργαρίτη σε Ποινολογία σελ. 370 επ., του ίδιου, Σχηματισμός συνολικής ποινής κατ αρ. 551 ΚΠΔ σε Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, 2006 σελ 837 επ., του ίδιου Σχηματισμός συνολικής ποινής (:αρ. 551ΚΠΔ) και κλήτευση του καταδίκου, ΠοινΔικ 11/2012 σελ. 1001, Μπιτζιλέκη, ο.π. σελ. 375 επ., Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, 2008, σελ. 323 επ., Παπανδρέου σε Χαραλαμπάκη, ΠΚ, τομ. Α, 2011, αρ. 97, σελ. 1000 επ., Παρασκευόπουλου, 13
πρόκειται να εκτελεστούν περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου, φαινόμενο που ονομάζεται συρροή καταδικαστικών αποφάσεων και ρυθμίζεται και από το αρ. 551 ΚΠΔ 37. Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις είναι εμφανές ότι οι ποινές συναντιούνται στο χώρο της εκτέλεσης και έκτισής τους. Προκύπτει επίσης από τα ως άνω ότι, αν μία ποινή έχει ήδη εκτιθεί πλήρως, δεν μπορεί να προσμετρηθεί για τον σχηματισμό της συνολικής ποινής 38. 3.2. Ιστορική αναδρομή της ρύθμισης. Όπως ήδη σημειώθηκε, την περίοδο που ίσχυε το σύστημα της συγχώνευσης των ποινών το ζήτημα ρύθμιζε η διάταξη του αρ. 109 του Ποινικού Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο : «ο ένοχος πολλών αξιοποίνων πράξεων του αυτού ή διαφόρου είδους πράξεων, ή ο εξακολουθήσας επί πολύν χρόνον ή δια πολλών μερικοτέρων πράξεων την αυτήν αξιόποινον πράξιν τιμωρείται κατ εκείνην την πράξιν, εις την οποίαν είναι επιβεβλημένη η βαρυτέρα ποινή, αι δε λοιπαί, επιμετρουμένης της ποινής, πρέπει να θεωρώνται ως ιδιαίτεραι επιβαρυντικαί περιστάσεις». Όπως είναι λογικό, ζήτημα ειδικής αναφοράς στο ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης δεν ετέθη. Δεδικασμένο σε περίπτωση κατ ιδέαν συρροής, ΠοινΧρ 1983, 652 επ., Σταμάτη, ο.π. σελ 689 επ, Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος ΙΙ, Η ποινή, 2012, σελ. 291 επ. 37 Βλ. Ανδρουλάκη Ι, Μία νέα περίεργη μέθοδος επιγενόμενης συγχώνευσης ποινών, ΠοινΧρ 2007, 375 επ., Ζύγουρα, Καθορισμός συνολικής ποινής με συνεπιμέτρησιν ποινής δια την οποίαν εχώρησεν υφ όροναπόλυσις του καταδίκου, ΠοινΔικ2007, 320 επ., Μανωλεδάκη, ο.π. Μαργαρίτη, ο.π., Παπανδρέου, Η συνολική ποινή, Θεωρητική προσέγγιση και πρακτική εφαρμογή, 2008, της ίδιας, Προβληματισμοί περί τη διαδικασία καθορισμού συνολικής ποινής επί συρροής εγκλημάτων, ΠοινΔικ. 2005, 700επ, της ίδιας σε Μαργαρίτη, ΚΠΔ τομ ΙΙ, 2012 αρ. 551 σελ. 3457 επ. 38 Βλ, 1222/2013 Nomos, ΑΠ 451/2010 Nomos, ΑΠ 1692/2009 Nomos, αντίθετη γνώμη σε Παπανδρέου, ο.π. σελ. 147, Ζαγκαρόλας, Σχόλιο υπό την υπ αρ. 6059/1957, ΖησιάδηςΓενΜ Β, σελ. 362, ΣυστΕρμΠΚ Κ Σταμάτης, σελ. 158, ΓνμδΕισΕφΑθ (Χ. Λάζαρης), ΠοινΧρ Η/54 επ., ΑΠ 1059/1989 ΠοινΧρ Μ/386, ΕφΑθ 39/1999 ΠοινΧρ Ν/551, η οποία αναφέρει ότι δεν αρκεί η αναφορά ότι οι ποινές έουν ήδη αποτιθεί, αλλά πρέπει να διευκρινίζεται ο χρόνος τέλεσης κάθε εγκλήματος και η ακριβής χρονολογία κάθε καταδίκης, για να διαπιστωθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρ. 97 ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 2Ν 410/1976 ή όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του, οπότε θα έπρεπε να εφαρμοστεί ως επιεικέστερη διάταξη. 14
Η πρώτη σχετική αναφορά έγινε στα πλαίσια των προπαρασκευαστικών εργασιών συντάξεως του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με το σχέδιο ΚΠΔ 1934, το οποίο στο αρ. 539 με τίτλο «εκτέλεση πλειόνων δια διάφορα αδικήματα αποφάσεων» ορίζει : «1. Αν πρόκειται να εκτελεσθώσι πλείονες αμετάκλητοι καταδικαστικαί αποφάσεις κατά του αυτού προσώπου δια διάφορα συρρέοντα αδικήματα, εφαρμόζονται οι περί συρροής ορισμοί του Ποινικού Κώδικος. Εάν αι καταδίκαι απηγγέλθησαν υπό διαφόρων δικαστηρίων, αρμόδιον προς καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής είναι το επιβαλόν της βαρυτέραν ποινήν δικαστήριον ή, επί ποινών του αυτού είδους, το επιβαλόν την μείζονος διάρκειας ποινήν, εν πάση δ άλλη περιπτώσει το την νεωτέραν απόφασιν εκδόν δικαστήριον. Αν εν εκ των επιβαλόντων τας ποινάς δικαστήριον είναι το κακουργιοδικείον, αρμόδιον είναι το εις ο τούτο υπάγεται δικαστήριον εφετών. Αν μία των ποινών επεβλήθη υπό στρατοδικείου ή ναυτοδικείου ή άλλου εκτάκτου δικαστηρίου, αρμόδιον είναι το δικαστήριον των εφετών της περιφέρειας αυτού. 2. Ενώπιον του αρμοδίου τούτου δικαστηρίου κλητεύεται κατά τα αρ. 308, 146, 152 και την προθεσμίαν του αρ. 159 ο καταδικασθείς, όστις, αν κρατήται μακράν της έδρας του δικαστηρίου, δεν προσάγεται ενώπιον αυτού, αλλά δύναται ν αντιπροσωπευθεί δια συνηγόρου, διοριζομένου και δ απλής επιστολής θεωρουμένης υπό του διευθύνοντος τη φυλακήν, ή και να υποβάλη έγγραφον υπόμνημα. Το δικαστήριον αποφαίνεται εν συμβουλίω ακούσαν του καταδικασθέντος ή του συνηγόρου του, αν ούτοι είναι παρόντες, και του εισαγγελέως ή δημοσίου κατηγόρου. Κατά της αποφάσεως επιτρέπεται εις τον καταδικασθέντα και τον εισαγγελέα το ένδικον μέσον της αναιρέσεως». Στην αιτιολογική έκθεση του αρ. 539 τονίζονται τα ακόλουθα:» Εν τούτω ορίζεται το αρμόδιον δικαστήριον δια την εφαρμογήν των περί συρροής αδικημάτων ορισκμών του Ποινικού Κώδικος (σχεδ. Ποινκού Κώδικος 1933 αρ. 68) διαρκούσης της εκτελέσεως των δια των διαφόρων αποφάσεων επιβληθεισών δια συρρέοντα αδικήματα ποινών. Το δικαστήριο τούτο αποφασίζει εν συμβουλίω, αφού ακροασθή και του καταδικασθέντος ή του συνηγόρου, αν δύναται ούτος, αν κρατήται εκτός της έδρας του δικαστηρίου, να διορίση και δι απλής επιστολής. Η ακρόασις αύτη επιβάλλεται με τας σχετικάς συνεπείας της παρ. 2 του αρ. 518 και παρ. 2 του αρ. 161 μόνον αν παρίσταται ο καταδικασθείς, είτε αυτοπροσώπως, είτε δια συνηγόρου. Ο καταδικασθείς 15
κλητεύεται εμπροθέσμως, άλλως επέρχεται ακυρότης της διαδικασίας (αρ. 539 παρ. 2 και 159 παρ. 3) αποτελούσα (αν δεν εκαλύφθη κατά το αρ. 165 παρ. 2) λόγον αναιρέσεως (αρ. 518 παρ. 2) το ένδικον τούτο μέσον χορηγείται κατά της παρεμπιπτούσης ταύτης αποφάσεως του δικαστηρίου εις τον παρ αυτώ εισαγγελέα και τον καταδικασθέντα δια της ρητής διατάξεως της παρ. 2 του αρ. 539». Το αρ. 539 του Σχεδίου συζητήθηκε κατά την 23 η συνεδρίαση της Ειδικής Επιτροπής Ποινικής Δικονομίας την 4 η Νοεμβρίου 1939 και θεωρήθηκε, εισηγούμενου του Κ. Τσουκαλά, «ως καλώς έχον» 39. Στη συνέχεια επανασυζητήθηκε κατά την 43 η συνεδρίαση της Αναθεωρητικής Επιτροπής του ΣχΚΠΔ την 30 η Ιανουαρίου 1948 και κατόπιν κάποιων φραστικών τροποποιήσεων, προέκυψε το αρ. 551 του ισχύοντα ΚΠΔ, με τίτλο «εκτέλεσις πλειόνων δια διάφορα εγκλήματα αποφάσεων», το οποίο είχε την εξής μορφή :«1. Εάν πρόκειται να εκτελεσθώσι πλείονες αμετάκλητοι καταδικαστικαί αποφάσεις κατά του αυτού προσώπου δια διάφορα συρρέοντα εγκλήματα, εφαρμόζονται οι περί συρροής ορισμοί του ποινικού κώδικος. Εάν αι καταδίκαι απηγγέλθησαν υπό διαφόρων δικαστηρίων, αρμόδιον προς καθορισμός της εκτιτέας συνολικής ποινής είναι το επιβάλον την βαρυτέραν ποινήν δικαστήριον ή, επί ποινών του αυτού είδους, το επιβαλόν την μείζονος διαρκείας ποινήν, εν πάση δ άλλη περιπτώσει το την νεωτέρα ναπόφασιν εκδόν δικστήριον. Εάν εν εκ των επιβαλόντων τας ποινάς δικαστήριον είναι το κακουργιοδικείον, αρμόδιον είναι το εις ο τούτο υπάγεται δικαστήριον εφετών. Εάν μία των ποινών επεβλήθη υπό στρατιωτικού ή άλλου έκτακτου δικαστηρίου, αρμόδιον είναι το δικαστήριον των εφετών της περιφερείας αυτού. 2. Ενώπιον του κατά την παρ. 1 αρμοδίου δικαστηρίου, κλητεύεται κατγά τα αρ. 155 έως 161 και την προθεσμίαν του αρ. 166, ο καταδικασθείς, όστις εάν κρατείται μακράν της έδρας του δικαστηρίου, δεν προσάγεται ενώπιον αυτού, αλλά δύναται να αντιπροσωπευθεί δια συνηγόρου, διοριζομένου και δι απλής επιστολής θεωρούμένης υπό του διευθύνοντος την φυλακήν, η και να υποβάλη έγγραφον υπόμνημα. Το δικαστήριον αποφαίνεται ακούσαν του καταδικασθέντος ή του συνηγόρου του, εάν ούτοι είναι παρόντες, και του εισαγγελέως ή δημοσίου κατηγόρου. Κατά της 39 Βλ. Πρακτικά, τεύχ. Β, 1957, σελ. 116. 16
αποφάσεως επιτρέπεται εις τον καταδικασθέντα και τον εισαγγελέα το ένδικον μέσον της αναιρέσεως.» Με το ΠΔ 258/1986 το παραπάνω κείμενο μεταγλωττίστηκε στην δημοτική και το ίδιο έτος με το αρ. 14 του Ν. 1649/1986 το εδ. γ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως εξής «Αν ένα από τα δικαστήρια που επέβαλαν τις ποινές είναι το μικτό ορκωτό δικαστήριο αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο, και αν είναι το μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι το πενταμελές εφετείο».η ως άνω παράγραφος 2 έλαβε τον αρ. 3 και στη θέση της προσετέθη με το αρ. 14 παρ. 1 του Ν. 1941/1991 το εξής κείμενο : «2. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή, για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παράγραφο αρμοδιότητας, λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει τη συνολική ποινή». Το ανωτέρω κείμενο αναδιαρθρώθηκε και τροποποιήθηκε εν μέρει με το αρ. 35 Ν. 4055/2012 ως εξής : «1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή.2. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το τριμελές ή μονομελές πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το πταισματοδικείο, αρμόδιο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής είναι τούτο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο. 3. Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από αυτές, σε περίπτωση δε ίσης διάρκειας αυτών λαμβάνεται υπόψη η νεώτερη απόφαση. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παράγραφο αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει συνολική ποινή. 4. Η αίτηση για 17
καθορισμό συνολικής ποινής υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική εντολή γι` αυτό. Αν εκείνος που καταδικάστηκε κρατείται, δεν προσάγεται στο δικαστήριο, μπορεί όμως να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο, που διορίζεται με απλή επιστολή, την οποία πρέπει να έχει θεωρήσει ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης.5. Το δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον καταδικασμένο ή το συνήγορο του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα. Κατά της απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα.» Τέλος, η ρύθμιση απέκτησε τη σημερινή μορφή της με το αρ. 102 παρ. 9 του Ν. 4139/2013, το οποίο αντικατέστησε την παρ. 2 ως εξής : «2. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το τριμελές ή μονομελές πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το πταισματοδικείο, αρμόδιο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής είναι τούτο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο.» 3.3. Ο χαρακτήρας της ρύθμισης του αρ. 551 Κ.Π.Δ. Διαπιστώνουμε ότι με τη ρύθμιση του αρ. 551 ΚΠΔ διασφαλίζεται διαδικαστικό περιθώριο για την εφαρμογή των κανόνων των αρ. 94ΠΚ επ., σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, η δικαστική κρίση εξαντλήθηκε και η εφαρμογή τους δεν κατέστη εφικτή. Με τον τρόπο αυτό το αρ. 551 ΚΠΔ δεν τροποποιεί τις διατάξεις των αρ. 94 έως 97 ΠΚ, αφού παραπέμπει ευθέως σε αυτές, αλλά τις συμπληρώνει ως προς τη δικονομική πτυχή τους 40. Σκοπός της ρύθμισης είναι να διευρυνθούν οι περιπτώσεις 40 Βλ. Γκρόζου Κ., Επιγενόμενη συρροή και σχηματισμός συνολικής ποινής (Το αρ. 97 ΠΚ και η διάκρισή του από το αρ. 551 ΚΠΔ), ΠοινΔικ 2004, σελ. 702 επ., Ζύγουρα, Η δυνατότης σχηματισμού συνολικής ποινής προ του αμετάκλητου των καταδικαστικών αποφάσεων, Αρμ 2004, σελ. 1226 επ., Κονταξή, Είναι δυνατή συγχώνευση ποινών μη αμετακλήτων? ΠοινΧρ 2005, σελ. 181 επ., Μπρακουμάτσου, Εννοιολογική και νομολογιακή προσέγγιση του δικαίου εκτέλεσης ποινικών αποφάσεων και ποινών, ΠοινΧρ 2005, σελ. 289 επ., Παπανδρέου, Παρατηρήσεις στις ΑΠ 216/2003, ΠοινΧρ 2003, 977 επ. και ΑΠ 300/1966 ΠοινΧρ 1966, σελ. 613, ΑΠ 1307/1979 ΠοινΧρ 1980, ΣΕΛ. 281, ΑΠ 211/1995 ΠοινΧρ 1995,σελ. 577,ΑΠ 201/1996 ΠοινΧρ1996, σελ. 1613, ΑΠ 647/1997 ΠοινΧρ 1998, σελ. 154, ΑΠ 435/1998, ΠοινΧρ 1998 σελ. 1074, ΑΠ 1255/1998 ΠοινΧρ 1999 σελ. 689, ΑΠ286/1999 ΠοινΧρ 1999, σελ. 1632, ΑΠ 18
σχηματισμού συνολικής ποινής και περαιτέρω να αποτραπεί η τυχόν αμφισβήτηση ως προς το εάν μπορεί να λάβει χώρα σχηματισμός συνολικής ποινής ακόμα και μετά το αμετάκλητο, σε συνδυασμό με τον καθορισμό του αρμόδιου προς τούτο δικαστηρίου 41. Περαιτέρω, καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελεστούν οι περισσότερες αποφάσεις. Αυτό συνάγεται τόσο από τον τίτλο του («εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα»), όσο και από την συστηματική ένταξή του στο περί εκτέλεσης όγδοο βιβλίο του ΚΠΔ. Για τους λόγους αυτούς γίνεται δεκτό ότι η ρύθμιση έχει διφυή χαρακτήρα από τη μία ουσιαστικό, καθώς προβλέπει την εφαρμογή των αρ. 94 έως 97 ΠΚ, από την άλλη δικονομικό, διότι προβλέπει τη δικονομική διαδικασία εφαρμογής τους υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Συνέπεια της ουσιαστικής φύσης του είναι ότι η παραβίασή του στοιχειοθετεί τον κατ αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. ε ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εξάλλου, γίνεται δεκτό, ότι η εξουσία του δικαστηρίου που εξετάζει την αίτηση σχηματισμού συνολικής ποινής περιορίζεται στον καθορισμό αυτής, τούτου σημαίνοντος ότι δεν δύναται να προβεί σε νέα κρίση, τροποποίηση δηλαδή των αποφάσεων με τις οποίες επιβλήθηκαν οι επιμέρους ποινές 42, δεν δύναται να προβεί σε μετατροπή ποινών ή να ορίσει χρόνο ενάρξεως και λήξεως αυτών 43, δεν μπορεί να μετατρέψει τη συνολική ποινή σε παροχή 1406/1999 ΠοινΧρ 2000 σελ. 903, ΑΠ 216/2003 ΠραξΛογΠΔ 2003 σελ. 50, ΑΠ 1602/2003 ΠοινΧρ 2004 σελ. 522, ΑΠ 2363/2003 ΠοινΧρ 2004 σελ. 833, ΑΠ 6/2004 ΠοινΧρ 2004, σελ. 694. 41 Βλ. Συμεωνίδη, Ο σχηματισμός συνολικής ποινής και η προσμέτρηση μη αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων υπό το πρίσμα της απόφασης ΑΠολ 4/2005, ΠΛογ, σελ. 35 επ. 42 Βλ. ΑΠ 1164/2000 ΠοινΧρ 2001/362 43 Βλ. ΑΠ 940/1986 ΠοινΧρ 1986/898. Ενδιαφέρον ωστόσο προκαλεί η ΑΠ 862/1974 ΠοινΧρ 1975/199, όπου αντίθετες παρατηρήσεις Ψαρούδα-Μπενάκη, με την οποί αο ΑΠ προσώρησε ο ίδιος σε καθορισμό νέας συνολικής ποινής μετά την εξαφάνιση μιας από τις συνεπιμετρηθείσες ποινές λόγω παραγραφής και μάλιστα με απλή αφαίρεση της απαυξήσεως που αντιστοιχούσε στην εξαφανισθείσα ποινή η συγκεκριμένη δικαιοδοτική κρίση αντιμετωπίστηκε αρνητικά από την Ψαρούδα-Μπενάκη, με τη σκέψη ότι αυ το δεν είναι έργο του Αρείου Πάγου αλλά του κατ αρ. 551 ΚΠΔ δικαστηρίου, απολύ περισσότερο μάλιστα γιατί δεν πρόκειται για απλή αριθμητική αφαίρεση αλλά για νέα επιμέτρηση της προσήκουσας ποινής. Η άποψη της Ψαρούδας-Μπενάκη κυριαρχεί στην επιστήμη βλ. Ζησιάδης, Τόμος Γ, 19
κοινωφελούς εργασίας 44, ούτε τέλος να διατάξει αναστολή της εκτέλεσής της. Η τελευταία θέση υποδηλώνει άλλωστε την ήδη αναφερθείσα παγιωμένη τάση της νομολογίας να δέχεται ότι η εν λόγω απόφαση δεν συνιστά εξέταση της ουσίας 45. Σε αντίθετη περίπτωση δημιουργείται λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας κατ αρ. 510 παρ. 1 Η ΚΠΔ 46. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι γίνεται δεκτό ότι η απόφαση που σχηματίζει συνολική ποινή, ως αυθύπαρκτη, δημιουργεί δεδικασμένο για τα ζητήματα τα οποία κρίνει 47. Η νομολογία μάλιστα δέχεται ανάλογη εφαρμογή του αρ. 57 ΚΠΔ, λόγω του μη καταδικαστικού χαρακτήρα της απόφασης. 48 Ως εκ τούτου, νέα αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής, αναφερόμενη στις ίδιες καταδικαστικές αποφάσεις που τη συγκρότησαν, δεν είναι παραδεκτή. σελ. 363, Μανωλεδάκης, ο.π. Μπουρόπουλος, Ερμ. ΚΠΔ τομβ σελ. 289, Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 133, Στάικος ο.π. τομ. Γ σελ. 636, Παπανδρέου ο.π. 205, ακολουθήθηκε δε στη συνέχεια και από την ΑΠ 591/1976 ΠοινΧρ 1977/66 ΑΠ 460/1984 ΠοινΧρ 1984/602, ΑΠ 1255/1998 ΠοινΧρ 1999/689 πρβλ όμως ΑΠ 1598/2002 ΠοινΧρ 2003/554. Συνολική παρουσίαση του προβλήματος βλ. σε Κονταξή, ο.π. σελ. 3300 επ. 44 Βλ. Π. Παπανδρέου, ο.π., ΑΠ 420/1985 ΠοινΧρ 1985/791, ΑΠ 1021/1989 ΠοινΧρ 1990/307 όπου σύμφωνη πρόταση Βλάχου, ΑΠ 1589/1989 ΠοινΧρ 1990/785, ΑΠ 1417/1995 ΠοινΧρ 1996/664, ΑΠ 1486/1996 Υπερ 1997/820 όπου σημείωση Λ. Μαργαρίτη, ΑΠ 738/1997 ΠοινΧρ 1998/231, ΑΠ 1255/1998 ΠοινΧρ 1999/681, ΑΠ 286/1999 ΠραξΛογ ΠΔ 2000/1999 όπου παρατηρήσεις Συλίκου. 45 Βλ ΑΠ 1307/2000 ΠοινΧρ ΝΑ/503 και ΑΠ 18/1999 ΠοινΧρ ΜΘ/22, ΝοΒ 47/816 και Υπερ. 1999/1378, η οποία δέχεται ότι σε περίπτωση αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης που σχηματίζει συνολική ποινή το Δικαστήριο υπερβαίνει την εξουσία του, και σύμφωνες παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη, ο οποίος δέχεται ότι ο ΑΠ δεν μπορεί να προβεί σε αναστολή της εκτέλεσης απόφασης, ακριβώς διότι το Δικαστήριο αυτό δεν υπεισέρχεται σε θέματα που αφορούν την ουσία της υπόθεσης(υπογράμμιση δική μου). 46 Βλ. ΑΠ 1164/2000, ΠοιΧρ 1164/362, με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη λόγω υπέρβασης εξουσίας, διότι το δικαστήριο εφαρμόζοντας το αρ. 145 ΚΠΔ διόρθωσε την απόφασή του και χορήγησε το ευεργέτημα της υφ όρον αναστολής. 47 Βλ. Μανωλεδάκης Η συνολική ποινή και τα προβλήματα κατά την επιμέτρησή της, Πρακτικά του Α ΠανελΣυνΕλλΕταιρΠοινΔικ 1985, 129 επ., Μαργαρίτης, ο.π. 48 Βλ. ΑΠ 962/1982 ΠοινΧρ 1983,285 20
4. Ο αναιρετικός έλεγχος κατ αρ. 551 Κ.Π.Δ. Σύμφωνα με την παρ. 5 του αρ. 551 ΚΠΔ κατά της απόφασης που σχηματίζει συνολική ποινή επιτρέπεται άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα. Ο αναιρετικός έλεγχος έχει αναδείξει τα εξής καίρια σημεία. 4.1. Το αμετάκλητο των αποφάσεων ως προϋπόθεση σχηματισμού συνολικής ποινής. Το αρ. 551 ΚΠΔ στη παρ. 1 ορίζει ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή του αποτελεί οι προς εκτέλεση αποφάσεις να είναι αμετάκλητες 49. Παρά τη σαφήνεια της διατύπωσης, γύρω από το ζήτημα γεννήθηκε αντιπαράθεση. Από τη μία υποστηρίχθηκε, τόσο από τη θεωρία 50, όσο και από τη νομολογία 51, ότι για την εφαρμογή του αρ. 551 ΚΠΔ δεν είναι απαραίτητο να 49 Σύμφωνα με το αρ. 546 παρ. 2 ΚΠΔ αμετάκλητη είναι η απόφαση εκείνη κατά της οποίας α) δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ένδικο μέσο, β) το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και γ) ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απερρίφθη. Στη πρώτη περίπτωση η απόφαση είναι αμετάκλητη από την δημοσίευσή της, στην δεύτερη από την πάροδο της προθεσμίας άσκησης των ενδίκων μέσων, ενώ στην τρίτη από την δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο που ασκήθηκε. Βλ. Λ. Μαργαρίτη, ΕμβΠοινΔικ, σελ. 838, Σαρρέα, Τινά περί της εκτελεστότητας καταδικαστικής αποφάσεως, ΝοΒ 1966/77 επ, ΑΠ 428/1993 Υπερ. 1993/859 με παρατηρήσεις Λ. Μαργαρίτη. 50 Βλ. Γκρόζου, Επιγενόμενη συρροή και συνολική ποινή, ΠοινΔικ 2004/702 επ., Ζύγουρας, Η δυνατότης καθορισμού συνολικής ποινής προ του αμετάκλητου των καταδικαστικών αποφάσεων, ΠραξΛογΠΔ 2003/130 επ., Π. Παπανδρέου, Παρατηρήσεις υπό τις ΑΠ 216/2003 ΚΑΙ 587/2003, ΠοινΧρ ΝΓ/977 επ., Κονταξής, Είναι δυνατή συγχώνευση ποινών μη αμετάκλητων ; ΠοινΧρ ΝΕ/181 επ, Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Θεωρία Νομολογία, σελ. 829 επ., Ανδρουλάκη, Συρροή Β, σελ. 96, σύμφωνα με τον οποίο αρκεί έστω μία από τις καταδικαστικές αποφάσεις να είναι αμετάκλητη. 51 Βλ. ΑΠ 2068/2010 Nomos, ΑΠ 188/2008 Nomos, ΑΠ 2050/2008 ΠοινΧρ ΝΘ/813, ΑΠ 1091/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ/142, ΑΠ 1395/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ/242, ΑΠ 587/2003 ΠοιΧρ Ν/978 με παρατηρήσεις Π. Παπανδρέου, ΑΠ 2149/2002 ΠοινΧρ ΝΓ/757, ΑΠ 1486/1996 ΠοινΧρ ΜΖ/848, ΑΠ 480/1986 ΠοινΧρ ΛΣΤ/683, ΑΠ 151/1978 ΠοινΧρ ΚΗ/436, ΑΠ 592/1976, ΠοινΧρ ΚΖ/67, ΑΠ 925/1975 ΠοινΧρ ΚΣΤ/303, ΑΠ 727/1975 ΠοινΧρ ΚΣΤ/126, ΑΠ 468/1975 ΠοινΧρ ΚΕ/827, ΑΠ 863/1974 ΠοινΧρ ΚΕ/201, ΑΠ 1186/1973 ΠοινΧρ ΚΔ/278, ΑΠ 250/1960 ΠοινΧρ 1/478 με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση Β. Σακελαρίου, ΠεντΕφΑθ 1170/2003 Αρμεν 2003/1332 με σημείωση Α.Κ.Ζ.= ΝΒ 2003/1710 με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση Α. Ζήγουρα, ΤριμΕφΘεσσ 118/2002 ΠραξΛογ ΠΔ 2002/345. 21
έχουν καταστεί αμετάκλητες όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις. Η θέση αυτή στηρίχθηκε στα εξής επιχειρήματα: α) από τις διατάξεις των αρ. 94 έως 97 ΠΚ συνάγεται ότι οι ρυθμίσεις για τη συρροή εγκλημάτων και τον καθορισμό συνολικής ποινής εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο 52, επειδή ανάγονται στην επιμέτρηση της ποινής, ακόμα και όταν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν διαδοχικά και εκδόθηκαν περισσότερες αποφάσεις, είτε από το ίδιο, είτε από διαφορετικά δικαστήρια, με μόνη προϋπόθεση να συντρέχουν οι όροι του αρ. 97 ΠΚ, β) το αρ. 491 εδ. β ΚΠΔ ορίζει ότι επιτρέπεται έφεση και κατά της απόφασης που καθόρισε συνολική ποινή, αν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν χωριστά και εκδόθηκαν περισσότερες αποφάσεις και η συνολική ποινή καθορίστηκε πριν γίνουν όλες αμετάκλητες. Επομένως ξεκάθαρα συνάγεται ότι είναι εφικτός ο σχηματισμός συνολικής ποινής με αποφάσεις μη αμετάκλητες, και, τέλος, γ) η λύση αυτή ουδόλως αντιβαίνει στο πνεύμα του αρ. 551 ΚΠΔ, το οποίο, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, καθορίζει το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής προς εκτέλεση περισσότερων αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του ίδιου προσώπου για διάφορα συρρέοντα εγκλήματα. Εξάλλου, σκοπός της διάταξης είναι να ρυθμίσει την περίπτωση κατά την οποία δεν είχε καταστεί δυνατός για οποιονδήποτε λόγο ο καθορισμός της συνολικής ποινής προτού οι αποφάσεις αυτές καταστούν αμετάκλητες. 53 Η αντίθετη γνώμη, η οποία βρήκε απήχηση κατά κύριο λόγο στη νομολογία 54, υποστήριξε την κατά γράμμα εφαρμογή του νόμου. Πέρα από την γραμματική ερμηνεία, οι αιτιολογίες που επικαλέστηκε ήταν 55 : α) ότι εκτελεστές είναι 52 Κατά την ορθότερη μάλιστα προσέγγιση δεν είναι απλά δυνητική η επιλογή αυτή, αλλά υποχρεωτική, βλ. Συμεωνίδη, Ο σχηματισμός συνολικής ποινής και η προσμέτρηση μη αμετάκρλητων καταδικαστικών αποφάσεων, υπό το πρίσμα της απόφασης 4/2005 ΟλΑΠ, ΠοινΛογ. 1/2005, υποσ. 6, και ΑΠ 384/2000, ΝοΒ 2000/1026, ΑΠ 1684/1997 ΠΧρ 1998/568, ΕφΑθ 39/1999, ΠΧρ. 2000/551 ΑΠ 1905/2008 ΠοινΧρ ΝΘ 901 53 Βλ. Π. Παπανδρέου, Η συνολική ποινή, σελ. 155. 54 Βλ. ΑΠ 6/2004 ΠοινΧρ ΝΔ/694, ΑΠ2363/2003 ΠοινΧρ ΝΔ/833, ΑΠ 216/2003 ΠοινΧρ ΝΓ/977 επ.(με παρατηρήσεις Π. Παπανδρέου, αλλά και Βελίνη/Καρβέλη, Ποινικά θέματα, σελ. 114, Μουζακίτη, Ζητήματα εκτελέσεως ποινικών αποφάσεων, 2002, σελ. 13 και σελ. 17. 55 Ενδεικτική των προβαλλόμενων θέσεων ήταν η ΑΠ 216/2003, ΠοινΧρ ΝΓ/977 επ. 22