του Ηλία Ιωακείμογλου Το πεπρωμένο του (κάθε) πρωθυπουργού είναι να υποτάσσεται στην αδιάλειπτη διαδικασία αναπαραγωγής του αστικού κράτους και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό καθορίζει και το λόγο που εκφέρει: υιοθετεί την ιδιάζουσα στο κράτος και το κεφάλαιο ορθολογικότητα, εκδιπλώνει δημόσια το σύνολο των κυρίαρχων (αστικών) ιδεολογημάτων, αναζωπυρώνει έτσι στη συλλογική μνήμη τις ήδη παρούσες μέσα σ' αυτήν έννοιες της αστικής ιδεολογίας, αναπαλαιώνει τις διαρκώς απειλούμενες με ανατροπή «λογικές» κατασκευές της, ανασυστήνει τα φθαρμένα της σχήματα. Όμως αυτή είναι μόνο μία πλευρά του κρατικού λόγου. Με μια και μοναδική κίνηση εγκαθιδρύει μία διπλή σχέση: σχέση πλάνης και παραπλάνησης, αλλά και σχέση υλικής δύναμης, στο βαθμό που γίνονται κι οι δυο μαζί (η πλάνη και η παραπλάνηση), προϋποθέσεις της συναίνεσης των μαζών, δηλαδή της εδραίωσης του δεδομένου ταξικού συσχετισμού δυνάμεων και της διεύρυνσης του υπέρ της κυρίαρχης (αστικής) τάξης. Τέτοια είναι η λειτουργία και του τελευταίου λόγου του πρωθυπουργού Παπανδρέου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με θέμα την οικονομική πολιτική της κυβέρνησής του. Με αυτή την αφορμή το άρθρο αυτό εξετάζει τα αποτελέσματα της πολιτικής λιτότητας που εφαρμόστηκε κατά τα δύο τελευταία χρόνια. 1. Πλάνη και παραπλάνηση της οικονομικής πολιτικής Όλοι στην Αριστερά ξέρουμε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση: αυτό που μας χωρίζει είναι οι διαφορετικές εξηγήσεις ερμηνείες που δίνουμε σ' αυτήν καθώς και η πολλαπλότητα των πολιτικών πρακτικών που απορρέουν από αυτές τις ερμηνείες. Ο πρωθυπουργός ενεργοποιεί τώρα μίαν άλλη ομάδα εννοιών με τις οποίες μας προτείνει να αναστοχαστούμε τη σύγχρονη κρίση του καπιταλισμού. Η οικονομία νοείται σαν κινητό σώμα - με τη μηχανική έννοια του όρου το οποίο πορεύεται («η πορεία της οικονομίας») και κατά συνέπεια παρεκκλίνει της πορείας του, σταθεροποιείται («το σταθεροποιητικό πρόγραμμα»), επιβραδύνεται και επιταχύνεται. Όσοι ασκούν οικονομική πολιτική φαντασιώνονται ότι οδηγούν την οικονομία κι ας πετυχαίνουν οι στόχοι που θέτουν σπανίως και κατά τύχη: τη φαντασίωση τους αυτή τη διακινεί ένα σύνολο εννοιών μηχανικής κίνησης, σαν κι αυτό που χρησιμοποιεί ο Παπανδρέου. Το φανταστικό ταξίδι έχει έναν άλλο τόσο φανταστικό τόπο άφιξης: η κυβέρνηση επιτέλους σταθεροποίησε αυτό το μυστήριο κινητό που είναι η οικονομία, σήμερα, το 1987. Αλλά ας αρχίσουμε από την αρχή: από τη μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής τον Οκτώβριο του 1985. Το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» της κυβέρνησης περιελάμβανε συνοπτικά τα παρακάτω «μέτρα»: α) Τροποποίηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής έτσι ώστε να μειωθούν οι πραγματικοί μισθοί και το ανά μονάδα προϊόντος κόστος εργασίας. Δια του νόμου επιβολή της τροποποίησης αυτής («πράξη νομοθετικού περιεχομένου»). β) Υποτίμηση της δραχμής κατά 15%. γ) Μείωση της προσφοράς χρήματος (Μ3) και αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων. δ) Μείωση των αναγκών χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα κατά 4%. Αναστολή των προσλήψεων στο δημόσιο, έκτακτος φόρος πάνω στα κέρδη, τα ενοίκια και τα εισοδήματα από ελεύθερα επαγγέλματα, αύξηση των τιμών των δημοσίων επιχειρήσεων. Σελίδα 1 / 8
ε) Υποχρέωση των εισαγωγέων ορισμένων προϊόντων να προκαταβάλουν 40%-80% της αξίας των εισαγομένων. στ) Εκκαθάριση, «εξυγίανση» των προβληματικών επιχειρήσεων. Το παραπάνω μίγμα «μέτρων» δεν ξεγέλασε κανέναν: το πρόγραμμα «σταθεροποίησης» εγκαινίαζε μία πολιτική λιτότητας. Η οικονομική πολιτική έχει πάντα κάποιους στόχους που διακηρύσσει ότι θέλει να πετύχει: τίποτα όμως δεν μας πείθει για την ειλικρίνεια της. Μπορεί κάλλιστα να έχει και κάποιους άλλους στόχους - και συνήθως έχει. θα κάνουμε λοιπόν διάκριση ανάμεσα στους διακηρυγμένους και τους πραγματικούς στόχους της (κάθε) οικονομικής πολιτικής. Ας αρχίσουμε με τους διακηρυγμένους, τους φανερούς (ή και φαινομενικούς) στόχους της πολιτικής λιτότητας που άρχισε να εφαρμόζεται τον Οκτώβριο του 1985. Βασικός στόχος των «μέτρων» ήταν η μείωση του ισοζυγίου πληρωμών, και ιδιαίτερα η μείωση του εμπορικού ισοζυγίου. Ακόμη μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στη μείωση των εισαγωγών των οποίων η διείσδυση στην ελληνική αγορά αποδόθηκε στις αυξήσεις των πραγματικών μισθών: από τη μια επιβάρυναν το κόστος (μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων), και από την άλλη διεύρυναν τη ζήτηση η οποία - δεδομένης της μειωμένης ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων - στράφηκε προς τα εισαγόμενα. Η επιχείρηση απόσπασης της συναίνεσης των μισθωτών στην πολιτική λιτότητας, προσπάθησε να «εκλαϊκεύσει» τον κεντρικό - υποτίθεται - ρόλο που παίζουν οι αυξήσεις των μισθών στη διείσδυση των εισαγωγών, με τη γνωστή χυδαιότητα του «καταναλώνουμε περισσότερα απ' όσα παράγουμε» και του «εισαγόμενος είσαι». Άλλος βασικός στόχος ήταν η μείωση του πληθωρισμού που μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών θεωρήθηκαν, μαζί με τις μικρές αυξήσεις της παραγωγικότητας και τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, σαν η βασική αιτία του ψηλού πληθωρισμού: επομένως, θα έπρεπε - σύμφωνα με τη λογική των υποστηρικτών της πολιτικής λιτότητας - να μειωθούν οι πραγματικοί μισθοί, τα κρατικά ελλείμματα και η προσφορά χρήματος, ενώ αντίθετα θα έπρεπε οι οκνηροί μισθωτοί να εντατικοποιηθούν. Την πολιτική λιτότητας την επικρότησαν όλοι - κόμματα και εφημερίδες της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ, διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ) - εκτός από την Αριστερά. Μάλιστα ο ΟΟΣΑ εξέδωσε τον Ιανουάριο του 1986 την οικονομική του ι μελέτη για την Ελλάδα, και εκεί νομίζω βρίσκεται η πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της φιλελεύθερης άποψης για τα οικονομικά «μας» πράγματα. Τον Οκτώβριο του 1985 είχε υποστηριχθεί από τις θέσεις, με ευκαιρία τη μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής, ότι παρόλη την επιδείνωση τον εμπορικού ισοζυγίου το κύριο πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών είναι η συνεχής και μακροχρόνια επιδείνωση του ισοζυγίου των άδηλων πόρων. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1, το εμπορικό ισοζύγιο ήταν το 1985 σε χαμηλότερα επίπεδα από τα έτη 1980 και 1981. Αλλά το μέγεθος όπου κρίνονται ζητήματα όπως η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, ο υποτιθέμενος υπερκαταναλωτισμός των ελλήνων και ο ξαφνικός κατακλυσμός εισαγομένων προϊόντων, είναι το εμπορικό ισοζύγιο χωρίς τα καύσιμα. Και αυτό, βρισκόταν το 1985, όπως φαίνεται από το ίδιο διάγραμμα, σε επίπεδα χαμηλότερα από τα έτη 1979, 1980, και σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά των ετών 1977, 1978, 1981, 1982, 1983. Εξάλλου, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 2, η σχέση εξαγωγές εισαγωγές παρουσιάζει μακροπρόθεσμη αυξητική τάση, και το 1985 ήταν σε επίπεδα από τα ψηλότερα της τελευταίας εικοσαετίας (41%). Λέγαμε λοιπόν τότε, το 1985, ότι η κατάσταση του εμπορικού ισοζυγίου δεν δικαιολογούσε όλη αυτή την εκστρατεία ενάντια στις αυξήσεις των μισθών, πολύ περισσότερο που ακόμη και μία πρόχειρη εμπειρική ανάλυση μας έδειχνε ότι η διείσδυση των εισαγωγών είναι περισσότερο ένα «δομικό» φαινόμενο και σχετίζεται πιο πολύ με άλλες μεταβλητές παρά με τις τιμές. Καταλήγαμε έτσι στο ότι η επιδιωκόμενη μείωση του πραγματικού μισθού είχε άλλους στόχους: κρύβει πίσω από την τεχνική ουδέτερη περιγραφή των μακροοικονομικών ανισορροπιών, μία ταξική στρατηγική. Αλλά θα γυρίσουμε σ' αυτά στο δεύτερο μέρος αυτού Σελίδα 2 / 8
του άρθρου. Προς το παρόν ας δεχτούμε σαν υποθέσεις τα συμπεράσματα της ανάλυσης του Παπανδρέου, του Σημίτη, του ΟΟΣΑ, και ολόκληρου του ιδεολογικού προσωπικού της αστικής τάξης που έχει σύσσωμο συνταχθεί πίσω από την πολιτική λιτότητας, και ας τα κρίνουμε από την αποτελεσματικότητα των «μέτρων» που υπαγόρευσαν αυτά τα ίδια συμπεράσματα. Η μέση πραγματική αμοιβή ανά μισθωτό μειώθηκε το 1986 κατά 8,6%. ΙΌ ποσοστό αυτό ισχύει και για τους εργάτες της μεταποίησης. Η εφαρμογή των «μέτρων» μείωσε λοιπόν: * το εισόδημα των μισθωτών * το πραγματικό μοναδιαίο κόστος εργασίας * την «πλεονάζουσα» ζήτηση που στρέφεται στην κατανάλωση εισαγομένων Σύμφωνα με τη λογική της οικονομικής πολιτικής όπως είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο αυτές οι μεταβολές θα έπρεπε να προκαλέσουν: * μείωση των εισαγωγών * μείωση του εμπορικού ελλείμματος * μείωση του ποσοστού πληθωρισμού Όπως φαίνεται στα διαγράμματα 1 και 3, καθώς και στον πίνακα 1, τόσο οι εισαγωγές (χωρίς καύσιμα) όσο και το εμπορικό έλλειμμα (επίσης χωρίς καύσιμα), κινήθηκαν στη διάρκεια του 1986 και κατά το πρώτο εξάμηνο του 1987, προς την αντίθετη από την αναμενόμενη κατεύθυνση: αυξήθηκαν αγνοώντας την οικονομική πολιτική και τα άμεσα αποτελέσματα της, δηλαδή τη μείωση των μισθών και της κατανάλωσης. Είναι σαφές ότι η περιοριστική πολιτική της κυβέρνησης, η πολιτική της λιτότητας, δεν πέτυχε τους πιο βασικούς από τους διακηρυγμένους στόχους της. Είναι απόλυτα θεμιτό λοιπόν να απορρίψουμε γι' ακόμη μία φορά τη θεωρία της για το εμπορικό έλλειμμα και τις εισαγωγές, τέτοια που την διατύπωσε πριν 2 χρόνια και που - ας το τονίσουμε ξανά - δεν είναι μόνο δική της, αλλά όλων όσων τοποθετούνται στο στρατόπεδο των αστικών κοινωνικών δυνάμεων. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 4, καθώς και στους πίνακες 1 και 2, στη διάρκεια του 1986 και κατά το πρώτο εξάμηνο του 1987, υπάρχει σημαντική βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από τα ίδια στοιχεία γίνεται φανερό ότι η βελτίωση αυτή οφείλεται: * στην αύξηση των άδηλων πόρων (διαγράμματα 4 και 5) και ειδικότερα των εισπράξεων από την ΕΟΚ και τον τουρισμό * στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος, που οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των εισαγωγών καυσίμων (διάγραμμα 1) που κι αυτή ανάγεται με τη σειρά της στην πτώση της τιμής του πετρελαίου. Εάν λοιπόν η κατάσταση τον ισοζυγίου πληρωμών είναι σήμερα καλύτερη, αυτό οφείλεται στους τρεις παραπάνω εξωγενείς παράγοντες οι οποίοι ουδόλως επηρεάζονται από την οικονομική πολιτική. Είναι επίσης έκδηλη η καθοριστική σημασία των άδηλων πόρων για τις εξωτερικές συναλλαγές της Ελλάδας. Από το 1960 καλύπτουν το 60 έως 80% του εμπορικού ελλείμματος, με μοναδική εξαίρεση το έτος 1985 κατά το οποίο το αντίστοιχο ποσοστό έπεσε στο 47% περίπου (διάγραμμα 6), γεγονός που πυροδότησε και τη μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής: σηματοδότησε τον κίνδυνο που διατρέχει ο ελληνικός καπιταλισμός από Σελίδα 3 / 8
το 1980 περίπου να υποβαθμιστεί οικονομικά στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Σ τη συνέχεια το ποσοστό κάλυψης του εμπορικού ισοζυγίου από το ισοζύγιο αδήλων ανέβηκε σε επίπεδα (68% περίπου) πιο καθησυχαστικά, που επιτρέπουν στον Παπανδρέου να διακηρύσσει την επιτυχία της οικονομικής του πολιτικής. Οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης για τον πληθωρισμό ήταν ότι θα έπεφτε δραστικά χάρη στη μείωση των πραγματικών μισθών που αποτελούν ένα στοιχείο του φαύλου κύκλου «αυξήσεις τιμών - αυξήσεις μισθών». Όμως το ποσοστό πληθωρισμού βρίσκεται το καλοκαίρι και μέχρι τον Ιούλιο στα επίπεδα του 17-18%. Αυτό το ποσοστό βρίσκεται ακριβώς στην προέκταση της ευθείας που μπορούμε να προσδιορίσουμε με τα στοιχεία της περιόδου πριν την εφαρμογή των μέτρων, και η οποία (ευθεία) περιγράφει τη διαδικασία επιβράδυνσης του πληθωρισμού στην Ελλάδα της ΠΑΣΟΚικής σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή της αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ της μισθωτής εργασίας. Γι αυτό ακριβώς το λόγο δεν θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι η διαδικασία επιβράδυνσης του πληθωρισμού μετά από τη διατάραξη που προκάλεσαν τα «μέτρα» (αύξηση του ποσοστού σε επίπεδα πάνω από το 25%) ακολουθεί το δρόμο της ανεπηρέαστη και αυτή από την οικονομική πολιτική. Εάν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στους μισθούς και τις τιμές, τότε το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές εν γένει της πολιτικής λιτότητας υπερεκτιμούν την ευαισθησία των τιμών στις μεταβολές των μισθών. Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο Παπανδρέου ισχυρίστηκε πάλι ότι η οικονομική πολιτική της τελευταίας διετίας πέτυχε τους στόχους της - «με μαθηματική, ακρίβεια» είχε το θάρρος να πει. Ξέχασε να προσθέσει: στόχοι όπως η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιτεύχθηκαν κατά τύχη, χάρη σε εξωγενείς δηλαδή άσχετους με την οικονομική πολιτική παράγοντες - δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει τα στοιχεία που εκτέθηκαν προηγούμενα. Αλλά το κυριότερο είναι η απόκλιση από τους στόχους που έθεσε το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» για το εμπορικό ισοζύγιο και τις εισαγωγές: εκεί είναι που κρίνεται η εσωτερική λογική της οικονομικής πολιτικής αλλά και της οικονομικής θεωρίας που την καθοδηγεί. Όσο για τις μικροτακτικές, τα λογικά ολισθήματα, και την τέχνη του ν' αποφεύγει την πραγματικότητα ο Παπανδρέου, είναι φαινόμενα που επαναλαμβάνονται πολύ συχνά για ν' ασχολείται κανείς μαζί τους συνεχώς. 2. : Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής Η εξάρτηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από τους άδηλους πόρους ήταν βασικό στοιχείο του τρόπου ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, δηλαδή στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, σ' όλη την μεταπολεμική περίοδο. Αυτό το γεγονός καταγράφεται με σαφήνεια στην εξέλιξη του ποσοστού Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 6, το ποσοστό αυτό, κατά τα έτη 19641982 χαρακτηριζόταν από μία ορισμένη σταθερότητα, και αντανακλούσε έτσι την αναλλοίωτη ειδική σχέση ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αυτή την περίοδο: κατορθώνει να καλύπτει ένα μεγάλο και σχετικά σταθερό ποσοστό των εισαγωγών με τις εισπράξεις από τη ναυτιλία, τον τουρισμό και τη μετανάστευση. Αυτός ο τρόπος ένταξης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ήταν ένα από τα βασικά στηρίγματα της συσσώρευσης κεφαλαίου στη μεταπολεμική Ελλάδα. Όπως εξάλλου φαίνεται στο σχήμα 8, το παραπάνω ποσοστό (J) εξαρτάται από τη βιομηχανική παραγωγή της Δύσης. Ακριβέστερα: δεν εξαρτάται από το απόλυτο μέγεθος της αλλά από τους ρυθμούς μεταβολής του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής των χωρών του ΟΟΣΑ (με μία υστέρηση). Οι μειώσεις που υφίσταται στη διάρκεια της εικοσαετίας είναι μόνο πρόσκαιρες και οφείλονται στις κυκλικές διακυμάνσεις της παραγωγής: σε κάθε ύφεση, το J μειώνεται για να επανέλθει σε ψηλά επίπεδα με κάθε ανάκαμψη της παραγωγής. Μάλιστα, η ύφεση του 1974-1975 δεν φαίνεται να το επηρέασε καθόλου. Όμως μετά το 1975, οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγής του ΟΟΣΑ μειώνονται σχεδόν συνεχώς μέχρι το 1982. και το J ακολουθεί με τη Σελίδα 4 / 8
γνωστή υστέρηση. Εάν αφαιρέσουμε τις εισπράξεις από ΕΟΚ που αρχίζουν να ενισχύουν το ισοζύγιο αδήλων από το 1978, το J κατέρχεται το 1985 στο 34% (ιστορικό ρεκόρ). Και το χειρότερο απ 1 όλα: η ανάκαμψη που άρχισε το 1983, δεν έχει οδηγήσει σε αξιόλογη βελτίωση το J όπως είδαμε και προηγούμενα, η ανάκαμψη αυτή οδήγησε σε κάποια αύξηση του J που οφειλόταν αποκλειστικά στον τουρισμό. Η σχέση J και ποσοστιαίων μεταβολών του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής των χωρών του ΟΟΣΑ, περιγράφεται από μία γραμμική εξίσωση. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 9, οι αναμενόμενες με βάση την εξίσωση αυτή τιμές του J, απέχουν σημαντικά από τις πραγματικές (τα σημεία που αντιστοιχούν στα έτη 1984, 1985, 1986, βρίσκονται κάτω και σημαντικά μακριά από την ευθεία). Συνοψίζοντας σχετικά με τους άδηλους πόρους: α) Η παρατεινόμενη κρίση στις ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες δημιουργεί συνθήκες ανατροπής του παραδοσιακού τρόπου ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα με την παρατεταμένη μείωση του ρυθμού αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής. β) Η ανάκαμψη (κυκλικής φύσης) 1983-1986 που επέρχεται όταν έχουν αρχίσει οι εκκαθαριστικές λειτουργίες της κεφαλαιοκρατικής κρίσης δεν αποκαθιστά τις μειώσεις του ποσοστού J από τα επίπεδα που το καταβύθισε η ύφεση 1980-1982, εξαιτίας των διαρθρωτικών αλλαγών που θίγουν τη ναυτιλία και τη μετανάστευση. Η ένταξη τον ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα με στήριξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην ισχυρή ναυτιλία και το μεταναστευτικό συνάλλαγμα είναι σήμερα πια προβληματική. Εξάλλου, οι πιθανότητες μιας καινούργιας ύφεσης στις χώρες του ΟΟΣΑ, φαίνονται σήμερα αρκετά μεγάλες, και μαζί μ' αυτές γίνεται εξίσου πιθανή μια παραπέρα επιδείνωση του ποσοστού του εμπορικού ισοζυγίου που καλύπτουν οι άδηλοι πόροι (δηλαδή του δείκτη J όπως τον ορίσαμε παραπάνω). Για να αποφευχθεί μια οικονομική υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού είναι απαραίτητο (γι' αυτόν) σήμερα να μειώσει τη σημασία των άδηλων πόρων με αύξηση των εξαγωγών και υποκατάσταση εισαγωγών: δηλαδή με την αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος. Η οικονομική αναβάθμιση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα περνάει από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής. Όμως η αιτία που σπρώχνει την αστική τάξη στην αναδιάρθρωση της παραγωγής δεν είναι μόνο αυτή. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα έχουν αιτίες κυρίως ενδογενείς: πρέπει να τις αναζητήσει κανείς στις συνθήκες της συσσώρευσης, και πάνω απ' όλα στον τρόπο εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης: Μια σειρά από αναλύσεις έφερε στο φως ένα βασικό ποσοτικό δεδομένο της σημερινής κρίσης του καπιταλισμού: η κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου στις ηγεμονικές χώρες της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (όπως και στην Ελλάδα) οφείλεται στη σύζευξη δύο «παραγόντων». Πρώτος παράγοντας: με κάποιες χρονικές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, το κεφαλαιακό απόθεμα αυξάνεται γρηγορότερα από το προϊόν που αυτό το ίδιο απόθεμα παράγει. Δεύτερος παράγοντας: το μερίδιο των μισθών στο προϊόν δεν συμπιέζεται κάτω από ένα όριο. Η συνδυασμένη δράση αυτών των «παραγόντων» απολήγει στην πτώση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Όλες αυτές οι ποσοτικές αναλύσεις δείχνουν πως η σύγχρονη κρίση είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Marx: συσσώρευση που αναπτύσσεται πέρα από τις δυνατότητες αξιοποίησης, συσσώρευση κεφαλαίου με περιορισμένη ικανότητα εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο είναι ανίκανο να εκμεταλλευτεί την εργασία στο βαθμό εκείνο που απαιτείται για την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του συστήματος στο σύνολο του. Στις κρίσεις υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου - όπως έδειξε και πάλι ο Marx - η* μοναδική διέξοδος για τον καπιταλισμό είναι η απαξίωση των μη επαρκώς αξιοποιούμενων κεφαλαίων. Αυτή η απαξίωση πραγματοποιείται με τον ανταγωνισμό που επιτρέπει να μείνουν στην αγορά μόνον εκείνα τα κεφάλαια που έχουν προχωρήσει σε εκσυγχρονισμό και έχουν γίνει έτσι πιο αποτελεσματικά σε ό,τι αφορά την κερδοφορία. Το κάθε ατομικό κεφάλαιο ρίχνεται τώρα στον ανταγωνισμό, που έχει οξυνθεί και διεθνοποιηθεί με όπλο τις νέες μηχανές, τις νέες μεθόδους οργάνωσης της εργασίας, την αναδιάρθρωση του κοινωνικού συνδυασμού εργασίας Σελίδα 5 / 8
(δηλαδή του συλλογικού εργάτη), τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και την προσαρμογή στους νέους «κανόνες του παιχνιδιού» της αγοράς. Από εδώ απορρέει και η σημασία των νέων τεχνολογιών. Οι νέες τεχνολογίες μπορούν να αποδώσουν εκ νέου στην καπιταλιστική υποκατάσταση εργασίας με λειτουργίες των μηχανών τη χαμένη της αποτελεσματικότητα. Πιο απλά μπορούν να οδηγήσουν σε επενδύσεις οι οποίες θα αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας πιο γρήγορα από το κεφάλαιο, θεωρούμε ότι η ηλεκτρονική - δηλαδή το σύνολο των τεχνικών που χρησιμοποιούν τις μεταβολές των ηλεκτρικών μεγεθών για να μεταδώσουν ή να εκμεταλλευτούν πληροφορία είναι σε θέση να παίξει ένα σημαντικό ρόλο για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής. Για τον πολύ απλό λόγο ότι η ηλεκτρονική, με την εφαρμογή της στην παραγωγή, ανοίγει μια νέα εποχή της εκμηχάνισης - τον αυτοματισμό - δηλαδή μια νέα εποχή της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Όμως οι όροι κάτω από τους οποίους θα εφαρμοστεί η αυτοματοποίηση της παραγωγής δεν αποτελούν ένα τεχνικό δεδομένο αλλά είναι επίδικο αντικείμενο της ταξικής πάλης: νέα πεδία αγώνων ανοίγονται μέσα στο εργοστάσιο γύρω από τον έλεγχο οργάνωση διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας, που μπορεί να οδηγήσουν σε κατάκτηση θέσεων μάχης στρατηγικής σημασίας μέσα στην παραγωγή. Για να μπορέσει λοιπόν να υπάρξει ανάκαμψη δεν αρκούν κάποιοι δείκτες υψηλής απόδοσης κεφαλαίου; ο βασικός παράγοντας είναι να διασφαλίσει το κεφάλαιο μια τέτοια ηγεμονία πάνω στην εργασιακή διαδικασία που να κάνει δυνατή την αναδιάρθρωση ολόκληρης της παραγωγής, να αποκαθιστά τους ρυθμούς συσσώρευσης, να αυξάνει το ποσοστό κέρδους ολόκληρης της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτά είχαν υποστηρίξει οι θέσεις και τον Οκτώβριο του 1985, τη στιγμή που η κυβέρνηση υιοθετούσε τις αντιλήψεις του κεφαλαίου ότι δήθεν η επενδυτική απραξία μπορεί να ξεπεραστεί απλώς με την αύξηση των κερδών. Έλεγε τότε - μαζί με άλλους, όπως η έκθεση ΟΟΣΑ Ιανουαρίου 1986 - ότι η μείωση του ρυθμού αύξησης του ανά μονάδα προϊόντος εργατικού κόστους και η αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων θα οδηγούσαν σε αύξηση των επενδύσεων. Ακόμη και σήμερα ο Παπανδρέου διατείνεται ότι οι επενδύσεις άρχισαν. Μέχρι στιγμής όμως από τα διαθέσιμα στοιχεία του 1987 (α' εξάμηνο) δεν προκύπτει κάτι τέτοιο: ο δείκτης παραγωγής «κεφαλαιουχικών αγαθών» της ΕΣΥΕ μειώνεται και μάλιστα ταχύτερα από πρώτα. Απομένει λοιπόν να αποδειχθεί στο κοντινό μέλλον ο ισχυρισμός του πρωθυπουργού. Προς το παρόν αυτό που φαίνεται να συμβαίνει στην Ελλάδα είναι αυτό που συνέβη και αλλού, δηλαδή αύξηση των κερδών τα οποία διοχετεύονται στη μεγάλη μάζα τους στα χρηματιστήρια (ακόμη και το υποτονικό χρηματιστήριο της Αθήνας «αναβίωσε») ή τα ακίνητα. Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει καθαρά αυτό που ήδη γνωρίζαμε από τη μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας, δηλαδή ότι στις κρίσεις υπερσυσσώρευσης το χρηματικό κεφάλαιο πλεονάζει. Και θα πλεονάζει για όσο καιρό οι κοινωνικοί ταξικοί όροι της αυτοματοποίησης δεν έχουν αποκαταστήσει την αποτελεσματικότητα (ως προς την κερδοφορία) της υποκατάστασης εργασίας με λειτουργίες των μηχανών. Με άλλα λόγια για όσο καιρό το κεφάλαιο δεν θα έχει επιβάλλει ένα συσχετισμό δυνάμεων - πρώτα απ' όλα μέσα στο εργοστάσιο - που να του προσφέρει την άνεση της εφαρμογής των νέων τεχνολογικών γνώσεων με τους δικούς τον όρους. Και αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε με τη συνειδητή πειθαρχία της εργατικής τάξης είτε με την πειθάρχηση της με την συντριβή του εργατικού κινήματος, την ανεργία, τη συρρίκνωση του εισοδήματος, την κρατική καταστολή. Η πρώτη «μέθοδος» της συναίνεσης και της συμμετοχής, δοκιμάστηκε από το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης 1981-1985, και απέτυχε. Από τον Οκτώβριο του 1985 δοκιμάζεται η δεύτερη. Αλλά και εδώ οι επιτυχίες της κυβέρνησης είναι αμφίβολες: ακόμη κι αν η παθητικοποίηση και η αδράνεια κερδίζουν έδαφος μέσα στους χώρους δουλειάς, είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι η ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στο εργατικό κίνημα έχει αποδώσει τα δύο τελευταία χρόνια όσα φιλοδοξούσε. Ο κίνδυνος όμως μιας ριζικής μετατροπής του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου είναι τόσο πιο μεγάλος όσο πιο πολύ η Αριστερά αργεί να διαμορφώσει μία νέα επαναστατική στρατηγική. 28.9.87 Σελίδα 6 / 8
Διαγράμματα Σελίδα 7 / 8
(Πηγή, Τράπεζα της Ελλάδος) Σελίδα 8 / 8