ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ. Θέμα: «Η Προσεπίκληση του Δικονομικού Εγγυητή (άρθρο 88 ΚΠολΔ)»

Σχετικά έγγραφα
ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ (ΑΡΘΡΟ 88ΚΠΟλΔ) Η νομική φύση και η λειτουργία του στην ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... VII Συντομογραφίες... IX

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής. Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 5

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Απόφαση υπ αριθ. 1927/2014 του Γ Πολιτικού Τμήματος του ΑΠ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙV. Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Η άσκηση ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 (Μελέτη στον τόμο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ/ΚΦΔ (ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4223/2013 ΦΕΚ 287Α )

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ Επιμορφωτικό Σεμινάριο Φεβρουαρίου 2019

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Η ενέργεια της παρεμβάσεως στην πολιτική δίκη (84 ΚΠολΔ)

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ META THN KATAΡΓΗΣΗ του 938 ΚΠολΔ. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΠΛΑΝΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1 Βλ. Ράνια Χατζηνοκολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, έκδ. 2014, αριθ. 184, 185, σελ.

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 936 ΚΑΙ 1020 ΚΠΟΛΔ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Θέματα Εξετάσεων Τμήμα: Νομική Αθηνών Μάθημα: Πολιτική Δικονομία Ι

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Η δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις έργων κατά το στάδιο της ανάθεσης και κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ΘΕΜΑ: ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΟΝΟΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ Τ.Σ.Α.Υ.

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Θέμα: «Η Προσεπίκληση του Δικονομικού Εγγυητή (άρθρο 88 ΚΠολΔ)» ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΣΑΝΤΙΝΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΡΟΝΤΑΚΗΣ Κομοτηνή, Σεπτέμβριος 2015 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Εισαγωγή: Δομή και σκοπός της εργασίας 4 Β. Περιεχόμενο και λειτουργία 5 Ι. Έννοια - Αντιπαραβολή με λοιπές μορφές προσεπίκλησης 5 ΙΙ. Ιστορική αναδρομή και νομοθετικές μεταβολές στο θεσμό..6 ΙΙΙ. Νομική φύση.8 1. Ως σύνθετη διαδικαστική πράξη 8 2. Ως διαδικαστική διαμορφωτική πράξη με την οποία διευρύνονται τα όρια της δίκης...9 3. Ως δισυπόστατη διαδικαστική πράξη 10 5. Ως γνωστοποίηση της δίκης στον τρίτο και πρόσκλησης αυτού προς συμμετοχή.11 ΙV. Σύνθεση και συμπεράσματα της ενότητας...12 Γ. Προϋποθέσεις εφαρμογής.15 Ι. Δικονομική εγγύηση: Έννομη σχέση μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου...15 ΙΙ. Συνάφεια μεταξύ των υποθέσεων (εκκρεμούς δίκης και προσεπίκλησης) 17 IΙΙ. Σύνθεση και συμπέρασμα της ενότητας.17 Δ. Λοιπά ζητήματα... 18 Ι. Αρμοδιότητα 18 ΙI. Νομιμοποίηση...19 1. Ενεργητική Νομιμοποίηση 19 2. Παθητική Νομιμοποίηση 20 ΙΙΙ. Ορισμένο.20 Ε. Ειδική περιπτωσιολογία.21 I. Η σχέση με την αίτηση για τη χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων 21 ΙΙ. Σύγκρουση οχημάτων εις ολόκληρον συνοφειλέτες και ασφαλιστές δικαίωμα προσεπικλήσεως ασφαλιστών.22 III. Προσεπίκληση και Κεφάλαια οριστικής απόφασης...23 IV. Προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή και Διαιτησία..24 ΣΤ. Η δικονομική θέση του προσεπικαλούμενου έναντι των αρχικών διαδίκων.25 Ι. Οι διατυπωθείσες απόψεις. 25 ΙΙ. Η πρακτική διάσταση των δύο απόψεων...26 Η. Διαδικαστικές ρυθμίσεις στην ερημοδικία..28 I. Αδράνεια του δικονομικού εγγυητή.28 2

1. Ερημοδικία προσεπικαλούμενου. Εμφάνιση αρχικών διαδίκων..28 2. Ερημοδικία προσεπικαλούμενου και προσεπικαλέσαντος..29 3.Ερημοδικία του συνόλου των διαδίκων (αρχικών διαδίκων και προσεπικαλούμενου).29 II. Προσέλευση δικονομικού εγγυητή και αμφισβήτηση της προσεπίκλησης..30 1. Εμφάνιση προσεπικαλέσαντος προσεπικαλούμενου και απουσία αντιδίκου του προσεπικαλέσαντος..30 2. Ερημοδικία προσεπικαλέσαντος. Εμφάνιση των λοιπών διαδίκων.31 Θ. Ευχέρειες προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου..32 I. Εμφάνιση αρχικών διαδίκων και προσεπικαλούμενου 32 ΙΙ. Άσκηση παρέμβασης από τον προσεπικαλούμενο 34 1. Εμφάνιση του προσθέτως παρεμβάντος δικονομικού εγγυητή 35 2. Ερημοδικία του προσθέτως παρεμβάντος δικονομικού εγγυητή 36 ΙΙΙ. Υποκατάσταση δικονομικού εγγυητή στην θέση του προσεπικαλέσαντος 37 ΙV. Άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής από τον προσεπικαλέσαντα 39 Ι. Τελικές Παρατηρήσεις.40 Κ. Βιβλιογραφία Αρθρογραφία 41 3

Α. Εισαγωγή: Δομή και Σκοπός της εργασίας Η παρούσα εργασία πραγματεύεται μία από τις εκφάνσεις των σύνθετων δικών, την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, τις προϋποθέσεις και το εύρος εφαρμογής της, παραθέτοντας ταυτόχρονα θεωρητικές θέσεις και απόψεις, αλλά και νομολογιακά παραδείγματα. Παράλληλα, επιχειρείται να καταδειχθεί η σχέση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή με τους υπόλοιπους τρόπους συμμετοχής τρίτων στη δίκη, προσεγγίζοντας τελικά τις βασικές και ουσιώδεις αρχές, όχι μόνο της Πολιτικής Δικονομίας, αλλά και του σύγχρονου κράτους δικαίου, αποδεικνύοντας με τον πλέον εμφανή τρόπο την έντονη αλληλεπίδραση και συσχέτιση τους. Απώτερος σκοπός να αποτυπωθεί το εύρος της περιπτωσιολογίας, το οποίο έχει απασχολήσει κατά καιρούς τα ελληνικά δικαστήρια και το Ακυρωτικό, επιπλέον δε η παρούσα να αποτελέσει την βάση ενός έντονου νομικού προβληματισμού και σύνθεσης. 4

Β. Περιεχόμενο και Λειτουργία I. Έννοια Αντιπαραβολή με λοιπές έννοιες Οι σύνθετες δίκες αποτελούν δικονομική επιλογή και χαρακτηρίζονται από πλειονότητα είτε υποκειμένων είτε αντικειμένων, με σκοπό την δικαστική αποτελεσματικότητα (judicial efficiency) και την εξυπηρέτηση αναγκών των συναλλαγών 1, άρα της πραγμάτωσης της ουσίας του δικαίου 2. Έκφανση της κατηγορίας των υποκειμενικά σύνθετων δικών αποτελεί η προσεπίκληση, η οποία δεν έχει μόνο το χαρακτήρα της γνωστοποίησης της δίκης στον τρίτο αλλά και της πρόσκλησης αυτού προς συμμετοχή, έχοντας τα χαρακτηριστικά αίτησης για την παροχή δικαστικής προστασίας 3. Η κύρια διαφορά της προσεπίκλησης από την ανακοίνωση της δίκης συνίσταται ότι η δεύτερη αποτελεί επίσημη γνωστοποίηση της εκκρεμούς δίκης προς τον τρίτο και σιωπηρή πρόσκληση του να συμμετάσχει σ αυτήν (αμυντική πράξη), ενώ με την πρώτη, η πρόσκληση για συμμετοχή λαμβάνει ρητό χαρακτήρα (επιθετική πράξη), η οποία πραγματώνεται είτε με την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης του προσεπικαλούμενου, είτε με την υποκατάσταση του προσεπικαλέσαντος από τον προσεπικαλούμενο. Η προσεπίκληση επιτρέπεται αποκλειστικώς σε τρείς αναγραφόμενες ρητώς στον ΚΠολΔ περιπτώσεις και συγκεκριμένα: α) των αναγκαίων ομοδίκων (άρθρ.86), του αληθινού (εμπραγμάτου) δικαιούχου (άρθρ.87) και του δικονομικού εγγυητή (άρθρ.88) 4, απαγορεύοντας τη διεύρυνση της με αναλογική εφαρμογή του νόμου ή με συμφωνία των μερών 5. Πέραν αυτών, υποχρέωση προσεπίκλησης όσων έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς υφίσταται επιπλέον στη δίκη διανομής σ εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση (αρθρ. 491 ΚΠολΔ). Η σχετική διάταξη του άρθρ.88 ΚΠολΔ ορίζει ότι «ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στη δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας». Η διάταξη διατηρήθηκε στην άνω μορφή και μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.4335/2015 στον ΚΠολΔ. Οι βασικές διατάξεις που ρυθμίζουν τον υπό κρίση θεσμό (άρθρ. 88 και 89 ΚΠολΔ) παραπέμπουν ευθέως στη νομοτυπική μορφή της αγωγής. Δηλαδή, η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τη αγωγή (άρθρ. 89εδ.α ΚΠολΔ), πολύ 1 Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ.258 2 Νίκας, Ζητήματα Σύνθετων Δικών, Αρμ 2001. 749 3 Μανιώτης, Αρχή τηρήσεως προδικασίας, 36 4 ΕφΑθ 2302/2011 ΕλλΔνη 2012, 251, ΑΠ 245/2006 ΕλλΔνη 49.198, ΕφΑθ 7770/2000 ΕλλΔνη 43. 1083 5 ΕφΑθ.7262/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕλλΔνη 39.928, ΜονΠρωτΦλωρ.94/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 5

περισσότερο όμως, η άσκηση της, σε συνδυασμό με σώρευση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, έχει τα αποτελέσματα που έχει η αγωγή (άρθρ.89 εδ.β ΚΠολΔ). Συνεπώς, με την άσκηση της προσεπίκλησης δημιουργείται μία νέα έννομη σχέση δίκης ανάμεσα στον προσεπικαλέσαντα ενάγοντα και τον προσεπικαλούμενο εναγόμενο, διαφορετική από την ήδη υφιστάμενη αρχική δίκη. Σημειώνεται, ότι το αρθρ. 89 τροποποιήθηκε στο α εδάφιο, βάσει του Ν.4335/2015, με την κατάργηση της πρόβλεψης για άσκηση της προσεπίκλησης «το αργότερο έως τη συζήτηση στο ακροατήριο», με σκοπό την εναρμόνιση των διατάξεων της τακτικής διαδικασίας και των ειδικών διατάξεων που εφαρμόζονται για την άσκηση της 6. Πιο συγκεκριμένα, δικονομικός εγγυητής είναι το πρόσωπο, το οποίο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου έχει υποχρέωση να αποζημιώσει το διάδικο, σε περίπτωση που δίχως δική του υπαιτιότητα, ηττηθεί στο διεξαγόμενο δικαστικό αγώνα 7. Υφίστανται, λοιπόν, δύο ουσιαστικού δικαίου σχέσεις, διαφορετικές μεταξύ τους τόσο στα υποκείμενα, όσο και στα αντικείμενα, οι οποίες μέσω των αιτήσεων δικαστικής προστασίας ανάγονται σε έννομες σχέσεις δικών, εξαρτώμενες άμεσα, αφού η ήττα του προσεπικαλέσαντος στην αρχική δίκη, ενεργοποιεί την εγγυητική ευθύνη του προσεπικαλούμενου, άρα και την υποχρέωση του προς αποζημίωση. Σκοπός του Νόμου είναι η διευκόλυνση της υποκατάστασης του προσεπικαλούμενου στη δικονομική θέση του προσεπικαλέσαντος, οδηγώντας σε ορθή κρίση και ταχεία επίλυση τις προκύψασες διαφορές. Άλλως, με την προσεπίκληση που ασκεί ο προσεπικαλέσας ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση από τον προσεπικαλούμενο τρίτο δικονομικό εγγυητή: α) όλου (ή μέρους) εκείνου, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατ αυτού (εναγομένου -προσεπικαλέσαντος) κυρίας αγωγής, θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο, ή β) αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα 8. II. Ιστορική αναδρομή και νομοθετικές μεταβολές στο θεσμό. Στο ρωμαϊκό δίκαιο οριζόταν ο συνδυασμός ανακοίνωσης της δίκης και αγωγής αποζημίωσης του ηττηθέντος διαδίκου κατά του δικαιοπαρόχου του ή του καταβάλλοντος την οφειλή εγγυητή του πρωτοφειλέτη. Η ανακοίνωση 6 Αιτιολογική Έκθεση Ν.4335/2015, σελ. 10 7 ΑΠ960/2001 ΕλλΔνη 2001.1635, ΕφΑθ 3742/2004 ΕλλΔνη 2005.585, ΕφΘεσ203/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 8 ΕιρΑθ1650/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 6

στο δίκαιο αυτό ήταν υποχρεωτική, ενώ αυτός στον οποίο απευθυνόταν η ανακοίνωση μπορούσε να παρέμβει πρόσθετα ή να αναλάβει τη δίκη, ο δε αποχωρήσας διάδικος δεσμευόταν από το δεδικασμένο της απόφασης 9. Η ΠολΔ 1834 περιελάμβανε τέσσερις υποθέσεις αναγκαστικής συμμετοχής τρίτου στη δίκη με προσεπίκληση: α) των ομοδίκων (άρθρ. 71-71, 232 αρ.1), β) του δικαιοπαρόχου του διαδίκου προς διευκόλυνση της απόδειξης της νομιμοποίησης του (άρθρ. 69), γ) του αληθούς διακατόχου (άρθρ. 69) και δ) των τρίτων που έχουν δικαίωμα ανακοπής της εκδοθησομένης απόφασης (άρθρ. 232 αρ.2), δηλαδή αυτών που έχουν δικαίωμα παρέμβασης. Περίπτωση ανάλογη με τον υπό εξέταση θεσμό, υφίστατο στην ανακοίνωση της δίκης, στην οποία οριζόταν για τον υπόχρεο, προς εγγύηση ή αποζημίωση «ένεκα του διαφιλονικούμενου πράγματος» (άρθρ. 73, 232 αρ.1) και συνδυάστηκε με την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Τα σχετικά δικονομικά ζητήματα που αναγκαστικά προέκυπταν, επιλύονταν στα άρθρα 604-606, δηλαδή σχετικά με τη συμμετοχή ή όχι του υπόχρεου προς αποζημίωση και τις τυχόν συνέπειες αυτού. Η επιλογή αυτή του Maurer δεν ήταν αυθαίρετη, αλλά επηρεαζόταν άμεσα από τη βαυαρική πολιτική δικονομία και τη σχέση αυτής με την αγωγή αποζημίωσης του δικονομικού εγγυητή, παράλληλα όμως ήταν συχνή η αναφορά των όρων «να ανακοινώση τη δίκη» ή «αναγγελέως της δίκης». Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του Ράμμου 10, σύμφωνα με την οποία «η παράλληλος εισαγωγή και των δύο θεσμών προήλθεν εκ πεπλανημένου συνδυασμού των διατάξεων της κοινής Γερμανικής και Γαλλικής Πολιτικής Δικονομίας. Από νομοθετικής απόψεως, εφόσον αναγνωρίζεται και υφίσταται ο θεσμός της προσεπικλήσεως, δεν έχει δικαιολογίαν η δια τα αυτά θέματα ή δια τινά εξ αυτών παράλληλος ύπαρξις του θεσμού της ανακοινώσεως». Στη συνέχεια, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες στην Συντακτική Επιτροπή ορίστηκε ως Εισηγητής των σχετικών διατάξεων ο Σακέττας 11, ο οποίος σχετικά με την ανακοίνωση της δίκης στον δικονομικό εγγυητή υποστήριξε ότι «η ανάμιξις αυτή των κανόνων της ανακοινώσεως, σκοπούσης της πληροφορίας του προς ον απευθύνεται περί υπάρξεως δίκης προς την εκ της εγγυήσεως αγωγήν αποζημιώσεως, δύναται μεν να έχη το πλεονέκτημα της ταυτοχρόνου περατώσεως πλειοτέρων δικών, δεν στερείται όμως μειονεκτημάτων, εξ ων το ουχί ολιγότερον σπουδαίον, οία είναι (λ.χ ότι ο προς ον η ανακοίνωσις παρίσταται εν τη αυτή δίκη ως επιτιθέμενος και ως αμυνόμενος) ο πολλαπλασιασμός των δικών και η δια της αναμίξεως 9 Πανταζόπουλος, Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ, σημ. 216, σελ. 65 10 Ράμμος, Στοιχεία Α Ι σ.216 σημ.α 11 Πρακτικά Συντακτικής Επιτροπής Α σελ.91-92, Μητσόπουλος, Η θέσις του δικονομικού εγγυητή κατ άρθρα 274 και 277 ΚΠολΔ, Δ.5, σελ.638 7

διαφόρων αξιώσεων διαιώνισις τούτων, δεδομένου ότι πρέπει επιμελώς να απομακρυνθή παν μέσο δίδον αφορμήν εις παρέλκυσιν των δικών». Τελικά, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη του Ευκλείδη 12 ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή είναι «η κυριωτέρα των περιπτώσεων της προσεπικλήσεως» εισηγήθηκε την αυτοτελή ρύθμιση της στον ΚΠολΔ με την οποία συμφώνησε η Επιτροπή, οριζόμενη πλέον στο άρθρ.73 ΚΠολΔ, η δε Αναθεωρητική Επιτροπή διατήρησε το βασικό πλαίσιο των ρυθμίσεων της. III. Η νομική φύση Η διερεύνηση της νομικής φύσης της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή αποτελεί ουσιώδες προαπαιτούμενο και προϋπόθεση για την περαιτέρω εξέταση του θεσμού και των πρακτικών επιπτώσεων που αυτοί έχουν στο σύνολο της δικονομικής διαδικασίας. Είναι γεγονός ότι τόσο στη θεωρία 13, όσο και στη νομολογία 14 υπάρχει ομοφωνία ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή συνιστά διαδικαστική πράξη, ρυθμιζόμενη από το ίδιο το αστικό δικονομικό δίκαιο, ως προς τις προϋποθέσεις στα άρθρα 88, 89 εδ.α ΚΠολΔ και ως προς τις έννομες συνέπειες, άρθρο 89 εδ.β ΚΠολΔ, ωστόσο πολυφωνία θεωριών υφίσταται αναφορικά με το είδος αυτής. 1. Ως σύνθετη διαδικαστική πράξη Υποστηρίζεται η άποψη 15 ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή είναι μία σύνθετη διαδικαστική πράξη, δηλαδή περιέχει όχι μόνο πρόσκληση για συμμετοχή του δικονομικού εγγυητή στη δίκη, αλλά και «συγκεκαλυμμένη 16» αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας. Η αίτηση αυτή παροχής δικαστικής προστασίας, σκοπό έχει την αναγνώριση της εγγυητικής ευθύνης που υπέχει ο προσεπικαλούμενος έναντι του προσεπικαλέσαντος. Συνέπεια της παραπάνω αναφοράς αποτελεί η δημιουργία μίας νέας και 12 Πρακτικά Συντακτικής Επιτροπής Α σελ.92-93 13 Μητσόπουλος, Μελέται, 437-439, Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, 307, Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Α, 1994, σελ.599 14 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ1911/84 ΝοΒ 1985.1145, Π.Πρ.Πειρ 1196/88 ΝοΒ36.1476, Μ.Πρ.Θηβ. 189/97 Ελ.Δ 21.655 15 Αρχικά υποστηρίχθηκε από τον Καργάδο, Σχέσεις, 89-90, 97,99,118,144-145,152-154 και αργότερα από τον Μητσόπουλο, Μελέται, 437-439. Δηλαδή ο Μητσόπουλος υποστήριξε την άνω άποψη δεχόμενος ότι λόγω του σιωπηρά περιεχόμενου αναγνωριστικού αιτήματος στην προσεπίκληση επέρχεται διακοπή της παραγραφής. Αντίθετα, σύμφωνα και με την ΑΠ1911/1984 (ΝοΒ 1985.1145) η διακοπή της παραγραφής είναι συνέπεια της εξομοίωσης της προσεπίκλησης με αγωγή, όπως ρητώς αναφέρει το αρ.89 εδ.βκπολδ και όχι το δήθεν σιωπηρά αναγνωριστικό αίτημα της. 16 Μητσόπουλος, Μελέται, 438 8

αυτοτελούς δίκης, η οποία έχει το χαρακτήρα της παρεμπίπτουσας με την έννοια της εξάρτησης σε σχέση με την κύρια δίκη. Περαιτέρω, έννομες δικονομικές συνέπειες από την άσκηση της προσεπίκλησης συνιστούν η ύπαρξη πλέον εκκρεμοδικίας και τελικά η υποχρέωση του δικαστηρίου να αποφανθεί περί της εγγυητικής ευθύνης, ενώ ουσιαστικού δικαίου συνέπειες σχετίζονται με τη διακοπή της παραγραφής. Όμως, ακόμα και οι υποστηρίζοντες την άνω άποψη, δέχονται ότι αν στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή δεν σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, το δικαστήριο της κύριας αγωγής μετά την αποδοχή της αγωγής δεν θα ασχοληθεί με την προσεπίκληση, ούτε θα περιλάβει σχετική διάταξη περί αποδοχής ή απόρριψης, αφού εν προκειμένω δεν περιλαμβάνεται ιδιαίτερο αίτημα περί αποζημίωσης 17. 2. Ως διαδικαστική διαμορφωτική πράξη με την οποία διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της δίκης. Υποστηρίζεται η άποψη 18 ότι η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή οδηγεί σε διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης που εκκρεμεί ήδη μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του. Ωστόσο, ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής για να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου εξαρτάται από το είδος της προσεπίκλησης και από την άσκηση ή μη πρόσθετης παρέμβασης. Συγκεκριμένα, στην προσεπίκληση των αναγκαίων ομοδίκων (άρθρ. 86 ΚΠολΔ) και στην προσεπίκληση του εμπραγμάτου δικαιούχου (άρθρ. 87 ΚΠολΔ) γίνεται δεκτό ότι ο προσεπικαλούμενος αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική κύρια δίκη, με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης. Αντίθετα, στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, ο προσεπικαλούμενος καθίσταται διάδικος μόνο έναντι του προσεπικαλέσαντος και υπό την προϋπόθεση εμφάνισης, μέσω της άσκησης πρόσθετης παρέμβασης. Το γεγονός αυτό, καταρχήν οδηγεί στη δημιουργία εκκρεμοδικίας μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου, αφού η έννομη σχέση δίκης συνδέει τα δύο άνω πρόσωπα και μόνο, με αποτέλεσμα τη δέσμευση του δικονομικού εγγυητή από την εκδοθείσα απόφαση της νέας δίκης. Αν όμως ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής δεν αρνηθεί μόνο την εγγυητική του ευθύνη, επιπρόσθετα όμως, προχωρήσει σε άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του προσεπικαλέσαντος και κατά του αντιδίκου του, τότε 17 ΕφΑθ6524/1996, ΕλλΔνη1997.929 18 Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 276-277, Μπέης, Ερμηνεία, αρθρ. 88, παρατηρ.ιιι, σελ.461, Μανιώτης, Αρμ. 1985,724 9

θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί, η οποία αφορά την αρχική δίκη. Ειδικότερα, σε περίπτωση που ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής δεν άσκησε παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος, τότε δεν είναι δυνατή η εναντίον του άσκηση ένδικων μέσων, δηλαδή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά. Όμως, δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα σε σχέση με τον προσεπικαλέσαντα και μοναδικό του αντίπαλο, σε περίπτωση που περιορίστηκε στο να αμφισβητήσει την εγγυητική του ευθύνη, στο πλαίσιο της μεταξύ τους αντιδικίας. Αντίθετα, σε περίπτωση που δεν περιορίστηκε στην άρνηση της προσεπίκλησης, αλλά άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος, ο προσεπικαλούμενος καθίσταται διάδικος στην κύρια αρχική δίκη, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά στην άσκηση των ένδικων μέσων. Η κριτική που ασκείται στην παρούσα άποψη βασίζεται στην εσωτερική αντίφαση που παρατηρείται, σύμφωνα με την οποία, αν και η προσεπίκληση αποτελεί μία διαδικαστική πράξη με την οποία διευρύνονται αυτοδίκαια τα υποκειμενικά όρια της δίκης, ειδικά για τις κατηγορίες αναγκαίου ομοδίκου και εμπραγμάτου δικαιούχου, ωστόσο στην υπό κρίση ειδική περίπτωση προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή εξαρτά την λήψη ή όχι της ιδιότητας του διαδίκου από τον προσεπικαλούμενο, ανάλογα από το αν θα ασκήσει ή όχι πρόσθετη παρέμβαση, ομοιάζοντας στην πραγματικότητα με σύνθετη διαδικαστική πράξη. 3. Ως «δισυπόστατη» διαδικαστική πράξη Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε αρχικά στην Ιταλία 19 και δέχεται ότι η προσεπίκληση είναι μία διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα σε δύο ξεχωριστά επίπεδα. Το πρώτο οδηγεί στην διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της κυρίας δίκης, ήτοι της δίκης που διεξάγεται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, με αποτέλεσμα ο προσεπικαλούμενος να αποκτά την ιδιότητα του κυρίου διαδίκου. Παράλληλα, το δεύτερο επίπεδο σχετίζεται με τις σχέσεις μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου, ο δεύτερος των οποίων αποκτά την ιδιότητα του εναγομένου στην δίκη που αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η παρούσα άποψη να συνιστά μία σύνθεση δύο απόψεων περί νομικής φύσης: Αφενός της διαμορφωτικής διαδικαστικής πράξης στο πλαίσιο της αρχικής κύριας δίκης, η οποία οδηγεί σε διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων, 19 Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, σελ.65 10

καθιστώντας κοινά τα αποτελέσματα της έναντι και του προσεπικαλούμενου, γεγονός που οδηγεί στην δέσμευση του από την απόφαση της κυρίας δίκης. Αφετέρου ως σύνθετης διαδικαστικής πράξης στο πλαίσιο της δίκης προσεπικαλέσαντος - προσεπικαλούμενου, στην οποία ο προσεπικαλούμενος θα λάβει θέση εναγομένου διαδίκου, όχι λόγω της άσκησης της προσεπίκλησης, αλλά λόγω της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης που ασκείται εναντίον του. Η νέα λοιπόν ανοιγόμενη δίκη είναι αποτέλεσμα της παρεμπίπτουσας αγωγής και όχι της προσεπίκλησης. Αυτή ωστόσο είναι και η διαφορά από την άποψη περί σύνθετης διαδικαστικής πράξης, η οποία θεωρεί το άνοιγμα νέας δίκης έστω και από το σιωπηρό «συγκεκαλυμμένο» αίτημα αποζημίωσης που εμπεριέχεται στην προσεπίκληση, αντίθετα με την παρούσα άποψη οφείλει να υποβληθεί και αγωγή αποζημίωσης. Αντίθετα, η κριτική που ασκείται στην παρούσα άποψη, η οποία στη βάση της συνιστά μία νομική κατασκευή, σχετίζεται με την διπλή θέση που λαμβάνει ο προσεπικαλούμενος σε κάθε δίκη. Δηλαδή, στην κύρια αρχική δίκη με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης, ο προσεπικαλούμενος λαμβάνει θέση διαδίκου, αντίθετα στη δίκη προσεπικαλέσαντος προσεπικαλούμενου, αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη παρεμπίπτουσας αγωγής, η οποία θα τον καταστήσει διάδικο και θα δημιουργήσει κατ επέκταση εκκρεμοδικία. 4. Ως γνωστοποίηση της δίκης στον τρίτο και πρόσκληση αυτού προς συμμετοχή. Πρόκειται για την κλασσική άποψη 20 περί προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή και συνιστά την αφετηρία όλων των θεωριών που έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς αναφορικά με τη νομική φύση αυτής. Σύμφωνα με αυτή, η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή είναι η διαδικαστική πράξη, που περιέχει πέρα από τη γνωστοποίηση της ήδη εκκρεμούς δίκης στον τρίτο και αίτημα πρόσκλησης του προσεπικαλούμενου στην εκκρεμή δίκη, άλλως αίτημα παροχής ένδικης προστασίας για την αναγνώριση της εγγυητικής του ευθύνης, η οποία ταυτόχρονα συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της άσκησης της 21. Ειδικότερα, αυτού του είδους η πρόσκληση για συμμετοχή συνιστά την ουσιώδη διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών, προσεπίκλησης και ανακοίνωσης, αφού η δεύτερη περιορίζεται αυστηρά στη γνωστοποίηση αυτής. 20 Μητσόπουλος, Δ 22.426, και Η θέσις του δικονομικού εγγυητή κατ άρθρα 274 και 277 ΚΠολΔ, Δ5, σελ. 641, Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, σελ. 130 21 Νίκας, Πολιτική Δικονομία, σελ.397 11

Η άποψη αυτή βασίζεται στο άρθρο 89 εδ.β ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η προσεπίκληση εξομοιώνεται με την άσκηση της αγωγής και έχει της συνέπειες της, μόνο όταν περιέχεται σ αυτήν και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης 22. Δηλαδή για να προκύψουν τα αποτελέσματα της αγωγής, άρα η ιδιότητα του διαδίκου και οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της, απαιτείται επιπλέον η σώρευση της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, λαμβάνοντας κατά τον Ράμμο 23 σε αντίθετη περίπτωση, μία «ιδιότυπη προπαρασκευαστική μορφή διαδίκου». Η ενεργοποίηση του προσεπικαλέσαντος αναφορικά με τις δικονομικές δυνατότητες που του παρέχει ο Νόμος έχουν ως συνέπεια τη δυνατότητα άσκησης από την πλευρά του προσεπικαλούμενου πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του προσεπικαλέσαντος, σκοπός της οποίας θα είναι ο μετριασμός ή ο εκμηδενισμός των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών εις βάρος του. Κατόπιν αυτής της δικονομικής ανταπόκρισης του προσεπικαλούμενου, δηλαδή της άσκησης πρόσθετης παρέμβασης, γίνεται δεκτό ότι δεν αποκτά την ιδιότητα του κυρίως διαδίκου, σε σχέση όμως με τον διάδικο υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δηλαδή του προσεπικαλέσαντος, η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων λαμβάνει χώρα βάσει του 84ΚΠολΔ. Στο αντίστροφο ενδεχόμενο, ήτοι της ύπαρξης προσεπίκλησης, αλλά μη άσκησης πρόσθετης παρέμβασης από τον προσεπικαλούμενο, τότε ο δικονομικός εγγυητής δεν δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα κατά της απόφασης που αφορά την κύρια δίκη, ούτε όμως ο αντίδικος του προσεπικαλέσαντος δικαιούται να κινηθεί εναντίον του προσεπικαλούμενου, δηλαδή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ή παθητικά. Τέλος, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στην περίπτωση που δεν σωρεύθηκε με την προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, ο προσεπικαλούμενος δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση ένδικων μέσων που στρέφονται κατά του προσεπικαλέσαντος, με κύρια αιτία το γεγονός ότι η άσκηση της προσεπίκλησης, ως αυτόνομο γεγονός, δεν δημιουργεί νέα έννομη σχέση δίκης. IV. Σύνθεση και Συμπεράσματα της ενότητας Τόσο η αγωγή, όσο και η προσεπίκληση συνιστούν εκφάνσεις του αρθρ.20 παρ.1 Σ, δηλαδή του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, με αποτέλεσμα ειδικά για την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή να περιέχονται σ αυτήν, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που 22 Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, 311-312 23 Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, σελ.312 12

συνιστούν την ιστορική της βάση από τα οποία προκύπτει ότι ο προσεπικαλούμενος τρίτος είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα, όταν αυτός χάσει τη δίκη (ύπαρξη εγγυητικής ευθύνης). Επιπλέον, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η σημασία του άρθρ. 89ΚΠολΔ, στο οποίο ορίζονται οι προϋποθέσεις άσκησης και κοινοποίηση της, αλλά και τα αποτελέσματα της, τα οποία είναι ανάλογα με αυτά της άσκησης της αγωγής 24. Ως εκ τούτου, η πλειονότητα των διάφορων θεωριών περί νομικής φύσης που έχουν αναπτυχθεί προσπαθούν να εντάξουν στο όποιο θεωρητικό σχήμα τη σημασία και τη βαρύτητα που η αγωγή διαθέτει στο δικονομικό μας σύστημα, αναζητώντας αναλογίες αυτόνομης και ανεξάρτητης παρουσίας της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή. Συγκεκριμένα, η α θεωρία περί νομικής φύσης ως σύνθετη διαδικαστική πράξη δέχεται ότι η προσεπίκληση συνιστά όχι μόνο πρόσκληση για συμμετοχή του δικονομικού εγγυητή στη δίκη, αλλά και «συγκεκαλυμμένη» αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας. Η β θεωρία ως διαμορφωτική πράξη δέχεται ότι μόνο με την άσκηση της προσεπίκλησης διευρύνονται αυτοδίκαια τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης, με αποτέλεσμα ο δικονομικός εγγυητής να καθίσταται διάδικος, δηλαδή της δίκης που υφίσταται ήδη μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, υπό τον όρο άσκησης ή μη πρόσθετης παρέμβασης. Η γ θεωρία ως «δισυπόστατη» διαμορφωτική πράξη δέχεται ότι η προσεπίκληση είναι η διαδικασία, η οποία αφενός οδηγεί στην διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της κυρίας δίκης, ήτοι της δίκης που διεξάγεται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, αφετέρου προϋποθέτει άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, μέσω της οποίας ο προσεπικαλούμενος αποκτά την ιδιότητα του εναγομένου στη δίκη αυτή. Η δ θεωρία περί νομικής φύσης αναφέρει ότι η προσεπίκληση είναι η διαδικαστική πράξη, που περιέχει πέρα από τη γνωστοποίηση της ήδη εκκρεμούς δίκης στον τρίτο και αίτημα πρόσκλησης του προσεπικαλούμενου στην εκκρεμή δίκη, άλλως αίτημα παροχής ένδικης προστασίας για την αναγνώριση της εγγυητικής του ευθύνης, προϋπόθεση όμως για να επιφέρει τα αντίστοιχα αποτελέσματα με αυτά της αγωγής είναι η άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης. Από την παραπάνω αναφορά προκύπτει η προσπάθεια των θεωρητικών να ερμηνεύσουν και αναλύσουν τις σχετικές διατάξεις περί προσεπίκλησης σε σχέση με αυτές της αγωγής, καταδεικνύοντας και την άμεση συσχέτιση τους. Είναι όμως διαφορετικό ζήτημα η συσχέτιση μεταξύ τους και άλλο η απόλυτη αναλογική ταύτιση. Δηλαδή, η προσπάθεια πολλών θεωρητικών να 24 Πανταζόπουλος, Προσεπίκληση, σελ.90επ. 13

αναδείξουν την αυτόνομη πορεία της προσεπίκλησης, αναφορικά με τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες άσκησης της, κατά τη γνώμη του γράφοντος δεν είναι ορθή, μιας και παραβλέπει το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται δικαιοπολιτικά η προσεπίκληση. Δηλαδή, ο νομοθέτης στο ενδέκατο κεφάλαιο του ΚΠολΔ παραθέτει τις διαφορετικές μορφές συμμετοχής τρίτων στη δίκη, ειδικά δε την προσεπίκληση, η οποία συνιστά γνωστοποίηση δίκης και πρόσκλησης σε συμμετοχή σε τρίτο να παρέμβει σε εκκρεμή δίκη υπό τη απειλή δυσμενών συνεπειών σε βάρος του. Συνεπώς, η προσεπίκληση έχει καθαρά επιθετικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με την ανακοίνωση δίκης που συνιστά μόνο γνωστοποίηση δίκης, επιπλέον δε η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, παρέχει την ευχέρεια στον προσεπικαλέσαντα άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης. Και αυτό ουσιαστικά συνιστά την ειδοποιό διαφορά σε σχέση με τα λοιπά είδη προσεπίκλησης, στα οποία η άσκηση τους και μόνο διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης, αντίθετα η υπό εξέταση μορφή ορθά προϋποθέτει και την άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης. Επιπλέον, η πρόσφατη ΑΠ 1783/2009 25 προέβη με σαφήνεια στον προσδιορισμό της νομικής φύσης δεχθείσα επί λέξει ότι: «αν ασκηθεί η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, κατά τη διάταξη του αρθρ. 88 ΚΠολΔ, χωρίς να σωρευθεί σ αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, τότε, μετά την παραδοχή της κύριας αγωγής, η απόφαση δεν θα ασχοληθεί καθόλου με την προσεπίκληση. Και τούτου, διότι η προσεπίκληση δεν είναι επιτευκτική αλλά διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, δηλαδή διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εννόμου σχέσεως της δίκης. Το δικονομικό δε αυτό αποτέλεσμα επέρχεται αμέσως, μετά την άσκηση της προσεπίκλησης, ενώ αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα το οποίο πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει ούτε καν σιγή το δικαστήριο. Επί τη βάσει τούτων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμ. 9 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο «άφησε αδίκαστη» την ασκηθείσα από τον αναιρεσίβλητο προσεπίκληση της δευτέρας αναιρεσιβλήτου, ως δικονομικής εγγυήτριας, συνεπεία του περιεχομένου εις αυτή βάρους του πωληθέντος στο ίδιο ακίνητο, με την οποία (προσεπίκληση) απλώς έκρινε νόμιμη κατ άρθρο 88 του ΚΠολΔ και τη συνεκδίκασε με την αίτηση της πρώτης αναιρεσιβλήτου, άλλως από τον αριθμό 8, άλλως από τον αριθμό 19 του αυτού άρθρου του ΚΠολΔ, πρέπει αν απορριφθεί ως απαράδεκτος». Συνάγεται λοιπόν, ότι αναφορικά με το παραδεκτό άσκησης της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή παρέχεται ευχέρεια και όχι υποχρέωση σώρευσης παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, άρα το 25 ΝοΒ 2010.723 14

δικαστήριο στο ενδεχόμενο της μη σώρευσης τους δεν θα ασχοληθεί με την προσεπίκληση μετά την αποδοχή της αγωγής λόγω της μη ύπαρξης αιτήματος σ αυτήν. Περαιτέρω συνέπειες από την άσκηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή συνίστανται στη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της εννόμου σχέσεως της δίκης με παροχή δυνατότητας στον προσεπικαλούμενο είτε να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος, είτε να τον υποκαταστήσει στην κύρια δίκη και να τεθεί εκτός δίκης ο προσεπικαλέσας, επιβεβαιώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την απολύτως κρατούσα άποψη περί διαμορφωτικής και όχι επιτευκτικής διαδικαστικής πράξης. Τέλος, σκοπός όλων των θεωριών, αλλά και του νομοθέτη είναι η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, μέσω της οικονομίας χρόνου και δαπάνης, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ταυτόχρονης επίλυσης των δύο διαφορών και της αποτροπής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, γεγονός που διαφυλάσσει το κύρος της δικαιοσύνης. Γ. Προϋποθέσεις Εφαρμογής I. Δικονομική εγγύηση: Έννομη σχέση μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου. Η έννομη σχέση, βάσει νόμου ή αδικοπραξίας ή σύμβασης 26 μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου πρέπει να προϋπάρχει της εκκρεμοδικίας της αρχικής αγωγής ανάμεσα στον προσεπικαλέσαντα και τον αντίδικο του, συνιστώντας στην πραγματικότητα προδικαστικό ζήτημα του αιτήματος περί αποζημίωσης και ταυτόχρονα προϋπόθεση του παραδεκτού της 27. Πιο συγκεκριμένα, η προσεπίκληση αφορά είτε μεταβίβαση δικαιώματος, εξαιτίας της οποίας πρέπει να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση του συμφέροντος του αποκτώντος, είτε ύπαρξη ενοχικού δεσμού μεταξύ περισσότερων οφειλετών, βάσει του οποίου παρέχεται στον ικανοποιήσαντα τον κοινό δανειστή συνοφειλέτη δικαίωμα αναγωγής εναντίον τους. Για παράδειγμα, όπως δέχεται ορθά θεωρία 28 και νομολογία 29 χωρεί περίπτωση δικονομικού εγγυητή, όταν ο αγοραστής καλεί ως δικονομικό εγγυητή του τον πωλητή και υπόχρεο αυτού σε αποζημίωση, στο πλαίσιο κύριας δίκης που διεξάγεται ανάμεσα στον αγοραστή και τον τρίτο, ο οποίος 26 ΕιρΑθ 1650/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 27 Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 275, Νίκας, Πολιτική Δικονομίας, σελ. 396, ΜΠρΧαν 347/2008 ΕφΑΔ 1/2010 σελ. 84 με παρατηρήσεις Μπαλογιάννη, ΕφΘες 203/2011 2012, σελ. 162 28 Δεληκωστόπουλος/Σινανιώτης, Ερμηνεία Ι αρθρ.89, παρατηρ.ι 1, σελ. 246, Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι, 309-310 29 ΕφΑθ805/1970 Αρμ.1972.873, ΠολΠρωτΠειρ 2078/1981 Πειρ.Νομολ.3.522 15

διεκδικεί το πράγμα(αρθρ.515-516, 382 ΑΚ). Συγκεκριμένα, από την κύρια δίκη είναι δυνατό να υπάρξει κατάφαση της ευθύνης του αγοραστή με το αναγνωρισθεί ότι εκείνος δεν έχει αποκτήσει δικαίωμα από την πώληση, με αποτέλεσμα την απόδοση του πράγματος στον τρίτο, γεγονός που οδηγεί τον αγοραστή να αιτηθεί αποζημίωσης από τον πωλητή. Προκύπτει λοιπόν ότι για να γεννηθεί το δικαίωμα του προσεπικαλέσαντος-αγοραστή για αποζημίωση του σε περίπτωση ήττας του 30 είναι η μη εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του προσεπικαλούμενου πωλητή για την μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος, απαλλαγμένου από νομικά ελαττώματα. Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει απασχολήσει την νομολογία 31 αποτελεί η ειδικότερη μορφή της παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, σύμφωνα με την οποία ευθύνονται περισσότεροι για ορισμένη ζημία (αρθρ.926ακ), ταυτοχρόνως όμως ο ζημιωθείς ασκεί αγωγή μόνο κατά ενός από αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος δύναται να προσεπικαλέσει ως δικονομικούς εγγυητές τους υπόλοιπους συνυπόχρεους, ασκώντας το δικαίωμα αναγωγής που έχει κατ αυτών (αρθ.927 εδ.α ΑΚ). Δηλαδή, η προσεπίκληση βασίζεται στην εσωτερική σχέση που συνδέει τον εναγόμενο-συνυπόχρεο με τους λοιπούς μη εναχθέντες συνυποχρέους, κατά την οποία και εφόσον ηττηθεί ο εναγόμενος-συνυπόχρεος, κατ επέκταση θα υποχρεωθούν να καταβάλλουν κατά το λόγο της συμμετοχής τους και οι λοιποί συνυπόχρεοι-προσεπικαλούμενοι. Κατά συνέπεια και εξ αντιδιαστολής, δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, δηλαδή της προϋφιστάμενης έννομης σχέσης μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου, όταν γεννάται δικαίωμα του προσεπικαλέσαντος προς αποζημίωση από γεγονότα μη σχετιζόμενα προς την κύρια δίκη, από τα οποία είναι δυνατόν να θεμελιωθεί απευθείας και αρχική εναγωγή του προσεπικαλούμενου. Επιπλέον, έχει κριθεί ότι ο ισχυρισμός του προσεπικαλέσαντος ότι κυρίως υπόχρεος για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού είναι ο προσεπικαλούμενος τρίτος, καθιστά την προσεπίκληση απαράδεκτη (από άποψη δικονομική), ενόψει της φύσης του ισχυρισμού αυτού ως άρνησης της δικής του υποχρέωσης, καθόσον η άρνηση αυτή υποδηλώνει συγχρόνως και ανυπαρξία προυφιστάμενης έννομης σχέσης δικονομικής εγγύησης 32. 30 Νίκας, Πολιτική Δικονομία, σελ.396 31 ΑΠ690/1985 Δ.18.505, ΕφΑθ3774/1982 Αρμ.1983.44-45, ΕφΑθ 6273/1986 Δ.17.741 32 ΕφΑθ 3742/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΦλωρ.94/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 16

II. Συνάφεια μεταξύ των υποθέσεων (εκκρεμούς δίκης και προσεπίκλησης) Μεταξύ των διαδίκων της αγωγής της ουσιαστικής έννομης σχέσης και αυτής των διαδίκων της προσεπίκλησης απαιτείται αντικειμενική συνάφεια 33. Η προϋπόθεση αυτή δεν ορίζεται ρητά στο άρθρ. 88 ΚΠολΔ, αλλά προκύπτει εμμέσως από τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ήττας του προσεπικαλέσαντος στη δίκη επί της αγωγής και της έννομης σχέσης της εγγυητικής ευθύνης προς αποζημίωση του προσεπικαλούμενου, όσο και από το περιεχόμενο της ήττας του 34. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση επί της απώλειας της αρχικής δίκης από τον εναγόμενο προσεπικαλέσαντα, πρέπει να προκύπτει άμεση και ειδική συνάφεια, αναφορικά με την νέα εναγωγή προσεπίκληση προς τον προσεπικαλούμενο δικονομικό εγγυητή. Άρα, η αξίωση αποζημίωσης του προσεπικαλέσαντος πρέπει αναγκαίως να βασίζεται στη συγκεκριμένη θεώρηση της ήττας του. Σε πρακτικό επίπεδο, η συνάφεια διαπιστώνεται σε κάθε περίπτωση, εάν ο προσεπικαλούμενος θα μπορούσε να εναχθεί από τον αντίδικο του προσεπικαλέσαντος, βάσει των ρυθμίσεων του ουσιαστικού δικαίου, έτσι όπως ενήχθη ο τελευταίος. Αντίθετα, δυσκολότερη κρίνεται η περίπτωση απόδειξης της συνάφειας, αν ο προσεπικαλούμενος δεν έχει σχέση με τον αντίδικο του προσεπικαλέσαντος, αλλά και με την κυρία, ουσιαστικού δικαίου έννομη σχέση. IΙΙ. Σύνθεση και Συμπεράσματα της Ενότητας Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή αφορούν στην ύπαρξη έννομης σχέσης μεταξύ προσεπικαλέσαντα και προσεπικαλούμενου, στην συνάφεια των υποθέσεων κύριας δίκης και νέας ανοιγόμενης με την προσεπίκληση δίκη, σε συνδυασμό με την ήττα στην κύρια δίκη του προσεπικαλέσαντος. Εκτός των άνω ειδικότερων προϋποθέσεων, επόμενο είναι ότι για την άσκηση της θα πρέπει να συντρέχουν όλες οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις που αφορούν στο πρόσωπο του τρίτου, στο αντικείμενο της δίκης ή στο δικαστήριο που εισάγεται 35. 33 ΕφΑθ 4803/1996 ΕλλΔνη 1997. 1875 34 Μακρίδου Κ., Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 59-64 35 Νίκας, Πολιτική Δικονομία, σελ.392 17

Δ. Λοιπά ζητήματα I. Αρμοδιότητα Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ.1 ΚΠολΔ «δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κύριου και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι παρεμβάσεις και άλλες όμοιες υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κυρίας δίκης». Καθιερώνεται λοιπόν αποκλειστική ειδική δωσιδικία του δικαστηρίου της αγωγής για την προσεπίκληση κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις γενικής ή ειδικής δωσιδικίας, αναπτύσσοντας σε κάθε περίπτωση την σχέση κύριουπαρεπομένου. Κατ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η οικονομία της δίκης μέσω της υποχρεωτικής συνεκδίκασης και της αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Σχετικά με τον καθορισμό της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου της αγωγής δεν υπάρχει καμία αλλαγή. Επιπρόσθετα, δεν δημιουργεί πρόβλημα η ύπαρξη του άρθρου 31 παρ.2 ΚΠολΔ, σχετικά με την καθ ύλη αρμοδιότητα, δηλαδή «στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου και στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου», διότι στις περιπτώσεις αναγωγής το αιτούμενο ποσό θα είναι ίσο ή μικρότερο απ αυτό που ζητείται με την αγωγή του αντιδίκου του προσεπικαλούντος, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να είναι καθ ύλην αρμόδιο για την προσεπίκληση είτε σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, είτε κατά το άρθρο 31 παρ.2 ΚΠολΔ 36. Οι άνω διατάξεις έχουν τεθεί κατ αυτόν τον τρόπο με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι οι υπό κρίση διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που διαθέτει τα περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης. Ιδιαίτερος προβληματισμός 37 προκαλείται στο ενδεχόμενο οι διαφορές από την επίμαχη έννομη σχέση προσεπικαλέσαντος προσεπικαλούμενου να υπάγονται στην καθ ύλην αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου. Τότε, κατά την κρατούσα γνώμη γίνεται διάκριση αν με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή σωρεύεται αγωγή αποζημίωσης ή όχι. Έτσι, όταν σωρεύεται αγωγή αποζημίωσης, τότε διατάσσεται ο χωρισμός της και η παραπομπή της στο αρμόδιο καθ ύλην δικαστήριο, η δε ασκηθείσα προσεπίκληση συνεκδικάζεται από το δικαστήριο της κύριας δίκης 38. Αντίθετα, στην περίπτωση που δεν έχει σωρευθεί αγωγής αποζημίωσης, η 36 Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 187, Κρητικός, Αποζημίωση στα τροχαία αυτοκινητιστικά ατυχήματα, σελ. 2420, 2478 37 Φιλιώτης Ι, ΕΠολΔ, 2014, 595-601 38 ΕφΝαυπλ 460/2007, ΕΠολΔ 2008.390 18

ασκηθείσα προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή θα συνεκδικαστεί με την κύρια αγωγή, η δε απόφαση που θα εκδοθεί και η κρίση περί της ευθύνης του δικονομικού εγγυητή θα είναι παρεμπίπτουσα και δεν θα αποτελεί δεδικασμένο, αφού το δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να αποφανθεί επ αυτής 39. Στα ίδια άνω δικονομικά αποτελέσματα οδηγούμαστε και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διαφορές από την επίμαχη έννομη σχέση υπάγονται στη δικαιοδοσία διοικητικού ή αλλοδαπού δικαστηρίου ή οι διαφορές εκδικάζονται κατά διαφορετική διαδικασία. Τέλος, έντονη είναι διχογνωμία 40, αν απαιτείται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, η εγγραφή στο βιβλίο διεκδικήσεων, σύμφωνα με το αρθρ. 220 παρ.1 ΚΠολΔ, ειδικά στην περίπτωση εκείνη, στην οποία ο αγοραστής προσεπικαλεί στην κύρια δίκη τον πωλητή-προσεπικαλούμενο. Δηλαδή, αν και το άνω άρθρο, σκοπό έχει την προστασία των τρίτων, παρέχοντας επιπλέον ασφάλεια κατά τις συναλλαγές, στην προκειμένη περίπτωση, η πλέον δόκιμη λύση κινείται προς την κατεύθυνση της μη εγγραφής στο βιβλίο διεκδικήσεων, αφού το αντικείμενο της δίκης στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή σχετίζεται με ενοχικές έννομες σχέσεις, περιεχόμενο των οποίων είναι η υποχρέωση του δικονομικού εγγυητή να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα σε περίπτωση δυσμενούς έκβασης της κύριας δίκης και όχι αντιδικία που αφορά ακίνητα ή γενικά εμπράγματα δικαιώματα. II. Νομιμοποίηση. 1. Ενεργητική Νομιμοποίηση Σύμφωνα με το αρθρ.88κπολδ ενεργητικά νομιμοποιούνται για την άσκηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή ο ενάγων, ο εναγόμενος και ο κυρίως παρεμβαίνων. Στο πλαίσιο λοιπόν της κύριας δίκης, τα άνω πρόσωπα υπέχουν θέσης κυρίων διαδίκων 41, από τη δυσμενή έκβαση της οποίας θα εξαρτηθεί το δικαίωμα τους να ζητήσουν αποζημίωση από τον τρίτο. Αντίθετα, η διάταξη δεν συμπεριλαμβάνει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα στα προς ενεργητικώς νομιμοποιούμενα πρόσωπα για την άσκηση της προσεπίκλησης, μιας και η θεωρία 42 συμφωνεί ότι δεν αποκτά με την άσκηση της παρέμβασης του την ιδιότητα του υποκειμένου της έννομης 39 ΕφΑθ 1506/1990, ΑρχΝ 1991.323 40 Αρνητικά-δεν απαιτείται εγγραφή: Κουτσούκος, Η προσεπίκληση, σελ. 234, Πανταζόπουλος, Η προσεπίκλησης, σελ.168/ Θετικά Απαιτείται εγγραφή: Μπέης, Ερμηνεία, άρθρ. 220, παρατηρ. ΙΙΙ 9, σελ. 986-987. 41 Καλαβρός/Κλουκίνας/Σταματόπουλος, Εφαρμογές, 72, Γέσιου-Φαλτσή, Πολιτική Δίκη ΙΙα, 135, Ράμμος, Στοιχεία Ι, 210 42 Πανταζόπουλος, Προσεπίκληση 168, Κουτσούκος, Προσεπίκληση, 166 19

σχέσης της δίκης. Δηλαδή, ο τρίτος προσθέτως παρεμβάς τάσσεται με την πλευρά ενός μέρους ήδη υφιστάμενης αντιδικίας παρέχοντας διαδικαστική βοήθεια και υποστήριξη, με αποτέλεσμα η δικαστική κρίση να μην είναι δυνατόν να αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις των οποίων φορέας είναι ο τρίτος. 2. Παθητική Νομιμοποίηση Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή έχει ήδη επισημανθεί ότι εντάσσεται στο πλαίσιο των σύνθετων δικών, ειδικά δε στην συμμετοχή τρίτων στη δίκη. Κατ επέκταση, ο προσεπικαλούμενος ως δικονομικός εγγυητής συνιστά τρίτο πρόσωπο στην ήδη ανοιχθείσα δίκη, διαφορετικός ως προς την έννοια και τη σημασία από τους αρχικούς διαδίκους. Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία της τυπικής έννοιας του διαδίκου, διάδικος θεωρείται το πρόσωπο εκείνο στο όνομα του οποίου ή εναντίον του οποίου ζητείται η δικαστική προστασία 43. Άρα, εξ αντιδιαστολής, τρίτος δεν είναι το πρόσωπο στο όνομα του οποίου ή εναντίον του οποίου ζητείται δικαστική προστασία. Πρόκειται για την θεωρία εκείνη η οποία κρίνει με κριτήρια αυστηρά δικονομικά την έννοια του διαδίκου, σχετιζόμενη άμεσα με την αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας, μη ταυτιζόμενης κατ αυτόν τον τρόπο με την νομιμοποίηση, η οποία στηρίζεται στο ουσιαστικό δίκαιο για την εκτίμηση της. Περαιτέρω, με την θεωρία αυτή περί του τυπικού κριτηρίου επιτρέπεται η διεξαγωγή δίκης από πρόσωπα, τα οποία δεν ισχυρίζονται μεν ότι είναι φορείς της έννομης σχέσης, η οποία φέρεται προς κρίση, τέτοια δε είναι οι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι. Προκύπτει λοιπόν, ότι ο προσεπικαλούμενος τρίτος δεν είναι διάδικος 44 της κύριας δίκης μιας και δεν έχει ζητηθεί υπέρ ή εναντίον του η δικαστική προστασία. III. Ορισμένο Παρατηρείται συχνά στη δικαστηριακή πρακτική, η προσεπίκληση να βασίζεται στον ισχυρισμό του προσεπικαλέσαντος ότι ο προσεπικαλούμενος είναι ο αποκλειστικός υπαίτιος της προξενηθείσας ζημίας στον αντίδικο του και συνεπώς υπεύθυνος αποζημίωσης 45. Επίσης, υποβάλλεται αίτημα να καταδικαστεί ο προσεπικαλούμενος σε ότι πρόκειται να καταδικαστεί ο προσεπικαλέσας εναγόμενος απέναντι στον αντίδικο του. Οι άνω ισχυρισμοί συνιστούν άρνηση της ιστορικής βάσης της κύριας αγωγής του 43 Σταματόπουλος, Δ.15, 816, Γεσιου-Φαλτσή, Ομοδικία, 22-23, Ράμμος, Κύρια Παρέμβασις, 56 44 Κολοτούρος Π., Ερημοδικία κυρίων διαδίκων επί υπάρξεως προσθέτου παρεμβάσεως, 2001, Δίκη, σελ.1177επ. 45 ΕιρΣάμου 100/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 20

ενάγοντος με αποτέλεσμα πρώτον την απόρριψη της και δεύτερον τη μη δικαιολόγηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, η οποία ορθώς απορρίπτεται 46. Για το ορισμένο της προσεπικλήσεως πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια τα στοιχεία εκείνα που καταδεικνύουν την ευθύνη του προσεπικαλούμενου, ιδιαίτερα όμως τα περιστατικά που στοιχειοθετούν το πταίσμα του και για το νόμω βάσιμο της αγωγής το περιεχόμενο της έννομης σχέσης μεταξύ προσεπικαλέσαντος και προσεπικαλούμενου 47, υπόκειται δε τέλος σε δικαστικό ένσημο. Ε. Ειδική περιπτωσιολογία I. Η σχέση με την αίτηση για τη χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων Η θεωρία 48 και η νομολογία 49 δέχονται ότι είναι δυνατή η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή στο πλαίσιο δίκης για τη χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων. Η ορθότητα αυτής της θέση πρέπει να κριθεί με βάση τον ίδιο τον θεσμό της προσωρινής δικαστικής προστασίας και τη λειτουργία που επιτελεί. Συγκεκριμένα, βασική αρχή των ασφαλιστικών μέτρων συνιστά η απαγόρευση ικανοποίησης του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση (αρθρ.691 παρ.4 ΚΠολΔ). Συνεπώς, αυτό που διακυβεύεται σε αυτές τις δίκες είναι η δυνατότητα για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας και όχι η συνολική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος. Επιπρόσθετα, η κρίση του δικαστηρίου βασίζεται στην πιθανολόγηση αναφορικά με το εξεταστέο δικαίωμα ή τη ρύθμιση της κατάστασης. Στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, αναφορικά με την σχέση της με την δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, ενδεχομένως αυτό που θα ήταν σε θέση να επιδιώξει ο προσεπικαλέσας είναι η εξασφάλιση της απαίτησης του έναντι του προσεπικαλούμενου, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της ήττας του στην εν λόγω δίκη. Το γεγονός αυτό θα λάβει χώρα με τη σώρευση στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με περιεχόμενο την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης του προσεπικαλέσαντος έναντι του τρίτου(αρθρ.728 ΚΠολΔ). Ωστόσο, ακόμα και αυτή η δυνατότητα, δηλαδή της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή στα πλαίσια μίας δίκης ασφαλιστικών μέτρων θα 46 ΑΠ 690/1985 Δ.1987.505, ΕφΑθ 7770/2000 ΕλλΔνη 2002. 1083 47 ΑΠ 690/1985, Δ.1987.505 48 Ράμμος, Εγχειρίδιον ΙΙΙ, 1794-1795, Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα, 33 49 ΜονΠρωτΘες 1950/78 Δ.9.803 με ενημερωτικό σημείωμα Παπαχριστοπούλου, ΜονΠρωτΙωανν 419/84 ΕλλΔνη 26(1985).328 21

πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές προϋποθέσεις που ισχύουν στο σχετικό άρθρ. 728ΚΠολΔ αναφορικά με το νόμω βάσιμο της σχετικής προσεπίκλησης, γεγονός που δεν οδηγεί σε ικανοποιητικά αποτελέσματα, ορθότερα όμως θα μπορούσε να προταθεί η δυνατότητα του υπέρ ου η δικονομική εγγύηση να προβεί μετά την ήττα του στην υποβολή αυτοτελούς αίτησης κατά του δικονομικού εγγυητή του ζητώντας την προσωρινή επιδίκαση που έχει κατ αυτού. Με τον τρόπο αυτό, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων χαρακτηρίζεται από ταχύτητα στην εκδίκαση και στην έκδοση της απόφασης συνεπάγεται ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί η άσκηση προσεπίκλησης κατά το προηγούμενο στάδιο. ΙΙ. Σύγκρουση οχημάτων εις ολόκληρον συνοφειλέτες και ασφαλιστές δικαίωμα προσεπικλήσεως ασφαλιστών Ως κλασσικό παράδειγμα παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, ως αποτέλεσμα αδικοπραξίας, αποτελεί όταν πολλοί ευθύνονται παραλλήλως απέναντι στον παθόντα προς αποκατάσταση της ζημίας του 50. Δηλαδή σε σύγκρουση αυτοκινήτων ευθύνονται, βάσει διάφορων διατάξεων νόμου, οι υπαίτιοι οδηγοί, οι κύριοι των αυτοκινήτων και οι ασφαλιστές των υπαιτίων οχημάτων. Η ευθύνη καθενός από τα άνω πρόσωπα είναι αυτοτελής, στηριζόμενη σε διαφορετική διάταξη νόμου και συγκεκριμένα, η ευθύνη των πρώτων στις ΑΚ914,297 και 298, η ευθύνη των δεύτερων στο αρθρ. 4 εδ.β ν.γπν/1911 και η ευθύνη των τρίτων στο αρθρ. 10 παρ.1 π.δ 237/1986 «Κωδικοποίηση των περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως διατάξεων». Ως αποτέλεσμα των παραπάνω συνάγεται ότι ο παθών δικαιούται να στραφεί καθ οιονδήποτε από τους έναντι αυτού υποχρέους και να ζητήσει να τον αποζημιώσει αυτός ολοκληρωτικώς, δημιουργώντας παθητικής εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ481). Περαιτέρω, συνάγεται ότι αν ένα από τους (συν) οφειλέτες ικανοποιήσει τον παθόντα/δανειστή, τότε εκείνος με τη σειρά του αποκτά κατά των υπολοίπων δικαίωμα αγωγής εξ αναγωγής, ανάλογα με το βαθμό πταίσματος του καθενός 51. Προκύπτουν λοιπόν ως εκ του νόμου δικονομικοί εγγυητές, όλοι εκείνοι από τους συνοφειλέτες έναντι αυτού που ικανοποίησε τον παθόντα, οι οποίοι πλέον αναλαμβάνουν την υποχρέωση αποζημίωσης του αρχικού συνοφειλέτη τους και νυν δανειστή τους. Όμως, εκτός της άνω παραδοχής, στο υπό κρίση παράδειγμα, σημασία διαδραματίζει το είδος της ευθύνης, αφού αφενός οι συνυπαίτιοι οδηγοί ευθύνονται υποκειμενικώς, με αποτέλεσμα η ζημία να επιμερισθεί μεταξύ 50 Γεωργίου Κ., Ιδιωτική Ασφάλιση και Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, 92-107 51 ΑΠ 299/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 22

αυτών, ώστε να την αναλάβουν αποκλειστικώς εκείνοι που βαρύνονται με πταίσμα (δόλος/αμέλεια 52 ), αφετέρου οι ασφαλιστές ευθύνονται αντικειμενικώς. Δηλαδή, αν και αρχικά φαίνεται ότι η διάταξη που ισχύει είναι η 487παρ.1 ΑΚ, δηλαδή μεταξύ πολλών συνοφειλετών ευθύνονται κατ ίσα μέρη, εκτός εάν κάτι άλλο προκύπτει από τη σχέση, στην προκειμένη περίπτωση υπερισχύουν ειδικές διατάξεις, όπως ο συνδυασμός των 926 και 927 ΑΚ, δηλαδή το μέτρο της ευθύνης προσδιορίζεται από το δικαστήριο στη βάση του πταίσματος του κάθε οφειλέτη. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις βασίζονται στη γενικότερη αρχή που διέπει το δίκαιο μας και συγκεκριμένα της αρχής της διαβαθμίσεως της ευθύνης, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας του κάθε συνοφειλέτη. Συνάγεται λοιπόν και σε συσχετισμό και με το υπό κρίση παράδειγμα ότι ο αντικειμενικώς ευθυνόμενος συνοφειλέτης ( εν προκειμένω ο ασφαλιστής) δεν θα έχει οποιαδήποτε ευθύνη εξ αναγωγής έναντι του καταβάλοντος συνοφειλέτη του, δηλαδή δεν δημιουργείται δικονομική εγγύηση του αντικειμενικώς ευθυνόμενου συνοφειλέτη, με αποτέλεσμα ο καταβάλλων συνοφειλέτης να μπορεί να στραφεί μόνο κατά των συνυπαιτίων της ζημίας 53. Άρα και ουδείς ασφαλιστής, λόγω της αντικειμενικής του ευθύνης δικαιούται να στραφεί αναγωγικώς κατά άλλων ασφαλιστών, σε περίπτωση που ικανοποιήσει τον παθόντα, πλην των συνυπαιτίων οδηγών, άρα ούτε και δικαιούται να προσεπικαλέσει στη κύρια ανοιχθείσα δίκη άλλο ασφαλιστή. III. Προσεπίκληση και Κεφάλαια οριστικής απόφασης Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η διάγνωση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου της κυρίας αγωγής και της προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή ιδρύουν ένα ή περισσότερα κεφάλαια δίκης, ξένα ή αναγκαίως συνεχόμενα. Ως κεφάλαιο 54 θεωρείται η οριστική διάταξη της πρωτοβαθμίου αποφάσεως, η οποία αποφαίνεται επί του παραδεκτού ή (και) του βάσιμου κάθε αυτοτελούς αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας. Στις περιπτώσεις προσεπίκλησης του αναγκαίου ομοδίκου (αρθρ. 86ΚΠολΔ) και του αληθούς κυρίου ή νομέως (αρθρ. 87 ΚΠολΔ), το αντικείμενο της αρχικής δίκης δεν διευρύνεται με την άσκηση της προσεπίκλησης, αλλά ο τρίτος προσεπικαλούμενος υποχρεώνεται να μετάσχει στην εκκρεμή δίκη, αποκτώντας θέση αναγκαίου ομοδίκου. Συνεπώς, το σύνολο των παραγόντων της δίκης παραδεκτά δύνανται να ασκήσουν έφεση. 52 ΕφΑθ7960/2006 ΕλλΔνη 2008/820 53 Γεωργιάδης/Σταθόπουλος(-Γεωργιάδης Απ), ΕρμΑΚ, αρθρ. 927, σε. 784-785 54 Μακρίδου Κ, Πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον ΚΠολΔ, 42 23

Αντίθετα, στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή (αρθρ.88 ΚΠολΔ) έχει ήδη επισημανθεί ότι η επίμαχη έννομη σχέση είναι διαφορετική και προυφιστάμενη της έννομης σχέσης της κύριας δίκης. Συνεπώς, η απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή και την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή αποτελείται από δύο διαφορετικές οριστικές διατάξεις επί διαφόρων αντικειμένων δίκης, άρα από δύο ιδιαίτερα κεφάλαια δίκης, εκ των οποίων το πρώτο προβαίνει σε κρίση περί του παραδεκτού και βασίμου της κυρίας αγωγής, το δε δεύτερο περί του παραδεκτού και βασίμου της προσεπικλήσεως 55. Παρά το γεγονός της διαφορετικότητας των εννόμων σχέσεων, δεν παύει να υφίσταται ανάμεσα τους μία αναγκαία συνάφεια, άλλως στενός αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην ήττα του προσεπικαλέσαντος και την εγγυητική ευθύνη και υποχρέωση προς αποζημίωση του προσεπικαλούμενου, με αποτέλεσμα η διάγνωση επί της κύριας αγωγής, της προσεπικλήσεως και της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης να συνιστούν κεφάλαια αναγκαίως συνεχόμενα. IV. Προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή και Διαιτησία Το ζήτημα που τίθεται είναι η τύχη της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή κατά την περίπτωση εκείνη που οι διαφορές από την επίμαχη έννομη σχέση έχουν υπαχθεί με έγκυρη συμφωνία στη διαιτησία. Δηλαδή, υπό την προϋπόθεση αυτή, σε συνδυασμό με την παραδεκτή προβολή του σχετικού ισχυρισμού κατ αρθρ. 263ΚΠολΔ, τότε η ασκηθείσα προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή μετά της τυχόν σωρευθείσας σ αυτήν αγωγής αποζημίωσης παραπέμπεται κατά την κρατούσα γνώμη στη διαιτησία 56. Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε, ήτοι της παραπομπής κατά την κρατούσα άποψη στη διαιτησία και όταν με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή δεν έχει σωρευθεί αγωγή αποζημίωσης 57. Να σημειωθεί ότι ανάλογο είναι το αποτέλεσμα και στην περίπτωση που με ρήτρα παρεκτάσεως έχουν υπαχθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία και αρμοδιότητα ορισμένου ημεδαπού ή αλλοδαπού δικαστηρίου, οι διαφορές από την επίμαχη έννομη σχέση προσεπικαλέσαντος προσεπικαλούμενου. Τότε, η ασκηθείσα προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή ενώπιον του δικαστηρίου της κυρίας δίκης είτε θα παραπεμφθεί στο δικαστήριο της παρεκτάσεως, αν είναι ημεδαπό, είτε θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, αν 55 Μακρίδου Κ, Πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον ΚΠολΔ, 61 56 ΑΠ1356/1982, ΝοΒ 1984.2007 57 ΠΠρΑθ 1011/1012 αδημ., Πανταζόπουλος Σ., ο.π., 132-133 24