Ειδικές λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που χρησιμεύουν για να ειδικεύσουν το γενικό και αόριστο νόημα ενός ρήματος ή μιας δεικτικής αντωνυμίας. Οι ειδικές προτάσεις αποτελούν μια μορφή του πλαγίου λόγου κρίσης. Εισάγονται: κυρίως με τους ειδικούς συνδέσμους ὅτι και ὡς. Ο σύνδεσμος ὅτι χρησιμοποιείται όταν το περιεχόμενο της ειδικής πρότασης είναι αντικειμενικό, πραγματικό. Οἱ Ἀσσύριοι ἴσασιν ὅτι ἱππικόν στράτευμα ἐν νυκτὶ ταραχῶδές ἐστι καὶ δύσχρηστον. (= Οι Ασσύριοι γνωρίζουν ότι το ιππικό κατά τη διάρκεια της νύκτας είναι ταραχώδες και δύσχρηστο.) Ο σύνδεσμος ὡς χρησιμοποιείται όταν το περιεχόμενο της ειδικής πρότασης είναι υποκειμενικό ή ψευδές. Πειρῶνται πείθειν ὑμᾶς ὡς δυνατός εἰμι. (= Προσπαθούν να σας πείσουν ότι τάχα είμαι ικανός.) Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης. Δέχονται άρνηση οὐ Εξαρτώνται από ρήματα: λεκτικά: φημί, λέγω, ἀναγγέλλω, ἀπαγγέλλω, ἀποκρίνομαι, διδάσκω, βοῶ, διηγοῦμαι, κηρύττω, δηλῶ, γνωστικά: γιγνώσκω, οἶδα, ἀναμιμνήσκομαι, μανθάνω, ἐπίσταμαι, λογίζομαι, ἐνθυμοῦμαι, αισθητικά: αἰσθάνομαι, ὁρῶ, ἀκούω, δεικτικά: δείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἐπιδείκνυμι Χρησιμοποιούνται ως υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων, αντικείμενο, επεξήγηση αντωνυμίας. Οὐ γὰρ ἠγγέλθη αὐτοῖς ὅτι τεθνηκότες εἶεν. > υποκείμενο (= Γιατί δεν ανακοινώθηκε σ' αυτούς ότι είχαν φονευτεί.) Οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦρος τέθνηκεν. > αντικείμενο (= Αυτοί έλεγαν ότι ο Κύρος έχει πεθάνει.) Ταῦτα λέγω, ὡς τὸ παράπαν οὐ νομίζεις θεούς. > επεξήγηση στην αντωνυμία ταῦτα (= Αυτά ισχυρίζομαι, ότι δηλαδή δεν παραδέχεσαι εντελώς τους θεούς. Εκφέρονται με: οριστική, όταν δηλώνουν κάτι πραγματικό: Λέγει Πτολεμαῖος ὅτι Περδίκας πρῶτος ἐνέβαλεν ἐς τῶν Θηβαίων τὴν προφυλακήν. δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν το δυνατό στο παρελθόν ή κάτι μη πραγματικό: Δῆλον ἦν ὅτι ῥᾳδίως ἂν ἐδύναντο πολεμεῖν αὐτοῖς. δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον: Οἶδα ὅτι πάντες ἂν ὁμολογήσαιτε. ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη: Ἔλεγον ὅτι βασιλεὺς σφίσι φίλος ἔσοιτο. Σημείωση: Οι εκφράσεις οἶδα ὅτι, εὖ οἶδα ὅτι απέκτησαν σταδιακά επιρρηματική σημασία το οἶδα ὅτι = είμαι βέβαιος, το εὖ οἶδα ὅτι = είμαι εντελώς βέβαιος. Παρομοίως και το δῆλον ὅτι (χωρίς το ρήμα ἐστί) απέκτησε τη σημασία του βεβαίως.
Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ερώτηση όχι σε ευθύ αλλά σε πλάγιο λόγο. Ευθεία ερώτηση: Ἦλθον οἱ πρέσβεις; Πλάγια ερώτηση: Ἐρωτᾷ εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις. Σύγκριση με τα ν.ε. Ευθεία ερώτηση: Με αγαπάς; Πλάγια ερώτηση: Με ρώτησε αν με αγαπάει. Προσοχή: Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις δεν παίρνουν ερωτηματικό. Διακρίνονται σε: α) πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας, δηλαδή αυτές που δέχονται ως απάντηση ναι ή όχι, π.χ. Ἐρωτᾷ εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις. Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Ἦλθον οἱ πρέσβεις; Η απάντηση θα είναι: ναι ή όχι. Σύγκριση με τα ν.ε. Με ρώτησε αν με αγαπάει. Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Με αγαπάς; Η απάντηση θα είναι: ναι ή όχι Οι πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας διακρίνονται σε μονομερείς (μονομελείς), δηλαδή όταν έχουν ένα μέρος (μέλος), άρα ζητείται η απάντηση σε ένα ερώτημα ή διμερείς (διμελείς), δηλαδή όταν έχουν δύο μέρη (μέλη), άρα ζητείται η απάντηση ανάμεσα σε δύο ερωτήματα. Ἠρώτων αὐτὸν εἰ ἀναπλεύσειεν ἔχων ἀργύριον. > Μονομερής Ἐβουλεύοντο οἱ Πλαταιεῖς εἴτε κατακαύσωσιν αὐτοὺς εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται. > Διμερής β) σε πλάγιες ερωτηματικές μερικής άγνοιας, δηλαδή αυτές που δέχονται κάθε άλλη απάντηση εκτός από ναι ή όχι, π.χ. Ἐρήσομαι ὅστις ἐστίν ὁ διδάσκαλος. Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Τὶς ἔστιν ὁ διδάσκαλος; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ναι ή όχι. Σύγκριση με τα ν.ε. Με ρώτησε τι φαγητό θα φάμε σήμερα. Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Τι φαγητό θα φάμε σήμερα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ναι ή όχι. Εισάγονται: Οι πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας όταν είναι μονομερείς με το: εἰ όταν είναι διμερείς με τα: εἰ - ἤ, εἴτε - εἴτε, πότερον - ἤ, πότερα - ἤ Οι πλάγιες ερωτηματικές μερικής άγνοιας με τις ερωτηματικές αντωνυμίες: τίς, πότερος, πόσος, ποῖος, πηλίκος, ποδαπὸς με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅς, ὅστις, ὁπότερος, ὅσος, ὁπόσος, οἷος, ὁποῖος, ἡλίκος, ὁπηλίκος, ὁποδαπός. με τα ερωτηματικά επιρρήματα: ποῦ, ποῖ, πόθεν, πῇ, πῶς με τα αναφορικά επιρρήματα: οὗ, ὅπου, οἷ, ὅποι, ὁπόθεν, ᾗ, ὅπῃ, ὡς, ὅπως Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας. Δέχονται άρνηση οὐ ή μή. Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν ερώτηση, απορία ἐρωτῶ, ἀπορῶ, πυνθάνομαι, θαυμάζω κ.ά. γνώση, άγνοια γιγνώσκω, οἶδα, ὁρῶ, αἰσθάνομαι, ἀγνοῶ κ.ά.
απόπειρα, φροντίδα πειρῶμαι, παρασκευάζομαι, πράττω, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι κ.ά. σκέψη, προσοχή σκοπῶ, σκοποῦμαι, ἐξετάζω, βουλεύομαι κ.ά. δείξη, ανακοίνωση δείκνυμι, δηλῶ, λέγω, ἀποκρίνομαι κ.ά. μετά από λέξεις ή φράσεις παρόμοιας σημασίας ἄδηλόν ἐστι, ἀφανές ἐστι, ἄπορόν ἐστι, ἀπόρως ἔχει, φανερόν ἐστι, θαυμαστόν ἐστι, λέγεται, δέδεικται κ.ά. Χρησιμοποιούνται ως: υποκείμενο, αντικείμενο, επεξήγηση. Ὅθεν καὶ ἀπορεῖται πότερόν ἐστι τὸ ἀγαθὸν μαθητὸν ἤ ἐθιστόν. > υποκείμενο (= Υπάρχει λοιπόν η απόρία ποιο από τα δύο είναι το αγαθό ευκολομάθητο ή ευκολοσυνήθιστο.) Ἐρήσομαι ὅστις ἐστίν ὁ διδάσκαλος. (= Θα ρωτήσω ποιος είναι ο δάσκαλος.) > αντικείμενο Τοῦτο σκεψώμεθα, εἰ ἀληθῆ λέγεις. > επεξήγηση (Αυτό θα εξετάσουμε, αν λες την αλήθεια.) Εκφέρονται με: οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου. Άσκηση για τις πλάγιες ερ. (συντακτικός ρόλος, είδος άγνοιας, μονομερείς ή διμερείς) Αναφορικές ονοματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που αναφέρονται σε όρο άλλης πρότασης ο οποίος είτε υπάρχει είτε εννοείται. Χρησιμοποιούνται στο λόγο ως ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, γι' αυτό και λέγονται ουσιαστικές, όταν αντικαθιστούν ουσιαστικά ή επιθετικές, όταν αντικαθιστούν επίθετα. Εισάγονται: με αναφορικές αντωνυμίες: ὅς, ἥ, ὅ (ο οποίος, που) ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (ο οποίος ακριβώς) ὅστις, ἥτις, ὅτι (όποιος, ο οποίος) ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (όποιος από τους δύο) ὅσος, ὅση, ὅσον (όσος) οἷος, οἷα, οἷον (τέτοιος που) ὁποῖος, ὁποῖα, ὁποῖον (όποιας λογής) ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (όσο μεγάλος) ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (όσο μεγάλος) ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (από τον τόπο που) Οὐκοῦν ᾤχετο μὲν παρὰ τὸν νόμον, ὃς θάνατον κελεύει τούτων τὴν ζημίαν εἶναι. (= Λοιπόν αναχώρησε παρά το νόμο, ο οποίος ορίζει ως ποινή για την πράξη αυτή το θάνατο.) Οἱ δ ἐξ ἀρχῆς ἔταξαν (μουσικήν) ἐν παιδείᾳ διὰ τὸ τὴν φύσιν αὐτὴν ζητεῖν, ὅπερ πολλάκις εἴρηται... (= Οι δε παλαιοί είχον τάξει (τη μουσική) ως στοιχείο παιδείας, καθόσον αυτή η φύσις απαιτεί, το οποίο ακριβώς λέχθηκε πολλές φορές... Οὐδεὶς οὕτως ἠλίθιός ἐστιν ὅστις οὐχὶ κἂν δοίη καὶ πρῶτος εἰσενέγκαι (= Κανείς δε θα ήταν τόσον ηλίθιος, ώστε να μη θέλει να δώσει και να συνεισφέρει πρώτος ) Ἀλλὰ μὴν οὐδ ἐκεῖνό γε λανθάνει αὐτόν, ὅτι δι ἀμφοτέρων τῶν ὀνομάτων, ὁποτέρῳ ἂν χρῆσθε, ὑμεῖς ἕξετε τὴν νῆσον. (= Και επίσης δεν του διαφεύγει ότι οποιαδήποτε από τις δύο λέξεις και αν μεταχειριστείτε, είτε με τη μία είτε με την άλλη, σεις θα έχετε το νησί.)
Ὁ δ ἕτερος (νόμος) ἐκώλυε κοινωνεῖν τῆς παρούσης πολιτείας ὅσοι τυγχάνουσιν τὸ ἐν Ἠετιωνείᾳ τεῖχος κατασκάψαντες... (= ο δεύτερος (νόμος) αφαίρεσε τα πολιτικά δικαιώματα σε όσους είχαν καταστρέψει το τείχος της Ηετιωνίας...) Ὥς ἄρ οὔπω Φίλιππός ἐστιν οἷοί ποτ ἦσαν Λακεδαιμόνιοι... (= Ὀτι ο Φίλιππος δεν είναι τέτοιοι που ήταν κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι... > πως δεν έχει ακόμα ο Φίλιππος τη δύναμη που είχαν κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι...) Ἐκείνους τ οὐκ εἰδότες ὁποῖοί τινες ἄνδρες ἔσονται γενόμενοι (= Αν και δεν γνώριζαν ποιας λογής άνδρες θα γίνουν αυτοί στο μέλλον ) Σημείωση: Η αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ, όταν βρίσκεται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου και δεν ακολουθεί άλλη κύρια πρόταση, έχει δεικτική σημασία και εισάγει κύρια πρόταση. Στην περίπτωση αυτή μεταφράζεται ως δεικτική (αυτός κ.ά.) και με κάποιο παρατακτικό σύνδεσμο (και, αλλά κ.ά.) Ἐνίκων οἱ ἡμέτεροι πρόγονοι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. Ὧν ἔστι τεκμήρια ὁρᾶν τὰ τρόπαια. Νικούσαν οι πρόγονοί μας στη γη και στη θάλασσα. Και αυτών αποδείξεις μπορεί να δει κανείς τα τρόπαια. Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας. Δέχονται άρνηση οὐ ή μή. Χρησιμοποιούνται ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, παράθεση ή επεξήγηση, επιθετικός ή κατηγορηματικός προσδιορισμός, ετερόπτωτος προσδιορισμός. Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν... > υποκείμενο στο ἀπαρνησάσθω (= Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του...) Καὶ φράζουσιν ἅ λέγει. > αντικείμενο του φράζουσιν (= Και ανακοινώνουν αυτά που λέει.) Οὗτός ἐστιν ὅς ἀπέκτεινεν τοὺς στρατηγούς. > κατηγορούμενο στο οὗτος (= Αυτός είναι που σκότωσε τους στρατηγούς.) Ἠν τις Φιλλίδας, ὅς ἐγραμμάτευε τοῖς πολεμάρχοις. > παράθεση του Φιλλίδας (= Ήταν κάποιος Φιλλίδας, ο οποίος ήταν γραμματέας των πολεμάρχων.) Οἶμαι ἂν ἡμᾶς παθεῖν τοιαῦτα, οἷα τοὺς ἐχθροὺς οἱ θεοὶ ποιήσειαν. > επεξήγηση του τοιαῦτα (= Νομίζω ότι θα πάθουμε αυτά, τέτοια που οι θεοί έκαναν στους εχθρούς.) Τόδ' ἐστί τὸ στρατόπεδον ὅ κατεκαύθη ὑπὸ τῶν Συρακοσίων. > επιθετικός πρ. στο στρατόπεδο. (= Αυτό είναι το στρατόπεδο που κατακάηκε από τους Συρακοσίους.) Οὐ πάνυ γε ῥᾴδιόν ἐστιν εὑρεῖν ἔργον, ἐφ' ᾧ οὐκ ἂν τις αἰτίαν ἔχοι. > κατηγορηματικός πρ. στο ἔργον (= Δεν είναι εύκολο να βρεις έργο που να μην μπορεί να το κατηγορήσει κανείς.) Τισσαφέρνης σατράπης κατεπέμφη ὧν αὐτὸς πρόσθεν ἦρχε > ετερόπτωτος πρ., γεν. αντικειμενική στο σατράπης. (= Ο Τισσαφέρνης στάλθηκε σατράπης των πόλεων στις οποίες προηγουμένως αυτός ήταν ο κυβερνήτης.) Εκφέρονται: α) όταν είναι προτάσεις κρίσης με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου,
β) όταν είναι προτάσεις επιθυμίας με υποτακτική, ευχετική ευκτική, προστακτική με ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου. Άσκηση για το συντακτικό ρόλο των αναφορικών προτάσεων Β. αναφορικές ονοματικές με επιρρηματική σημασία Πολλές αναφορικές ονοματικές προτάσεις έχουν και επιρρηματική έννοια, φανερώνοντας: αιτία > αναφορικές αιτιολογικές σκοπό > αναφορικές τελικές αποτέλεσμα > αναφορικές αποτελεσματικές υπόθεση > αναφορικές υποθετικές Αναφορικές ονοματικές αιτιολογικές ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν αιτία. Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας. Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού πάθους. Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος. Εκφέρονται με τις αντίστοιχες εγκλίσεις των αιτιολογικών προτάσεων, δηλαδή με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης (οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική, και με ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήμα παρελθοντικού χρόνου). Δέχονται άρνηση οὐ και σπάνια μή. Ισοδυναμούν με αιτιολογικές προτάσεις ή αιτιολογικές μετοχές. Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία αποδίδεται με δεικτική ή προσωπική αντωνυμία ή με αιτιολογικό σύνδεσμο. Θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς ἡμῖν οὐδὲν δίδως. Αντίστοιχη αιτιολογική > ὅτι ἡμῖν οὐδὲν δίδως. Αντίστοιχη αιτιολογική μτχ. > οὐδὲν ἡμῖν διδούς. (= Παράξενο πράγμα κάνεις, γιατί συ δε δίνεις τίποτα σε μας.) Ὁ μὲν κατῴκτιρε τὴν γυναῖκα, οἵου ἀνδρὸς στέροιτο. Αντίστοιχη αιτιολογική > ὅτι τοιούτου ἀνδρὸς στέροιτο. Αντίστοιχη αιτιολογική μτχ. > στερομένην τοιούτου ἀνδρός. (= Αυτός αισθανόταν πολύ οίκτο για τη γυναίκα, γιατί αυτή στερούνταν τέτοιον άνδρα.) Αναφορικές ονοματικές τελικές ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν σκοπό. Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού. Εξαρτώνται από ρήματα κίνησης ή σκόπιμης ενέργειας. Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές αντωνυίες ὅς, ὅστις. Εκφέρονται πάντα με οριστική μέλλοντα. Δέχονται άρνηση μή. Ισοδυναμούν με τελικές προτάσεις, με τελικές μετοχές ή τελικό απαρέμφατο. Δώσω ὑμῖν ἡγεμόνα, ὅς ὑμᾶς διὰ τῶν ὀρέων ἄξει.
Αντίστοιχη τελική > ἵνα ἀγάγῃ ὑμᾶς διὰ τῶν ὁρέων. Αντίστοιχη τελική μτχ. > ἅξοντα ὑμᾶς Αντίστοιχο τελικό απρμφ. > ἀγαγεῖν ὑμᾶς (= Θα σας δώσω οδηγό, για να σας οδηγήσει αυτός μέσα από τα βουνά.) Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία αποδίδεται με δεικτική αντωνυμία και τελικό σύνδεσμο. Αναφορικές ονοματικές αποτελεσματικές ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν αποτέλεσμα. Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος. Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος. Εκφέρονται όπως και οι αντίστοιχες αποτελεσματικές προτάσεις, δηλαδή με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης (οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική), όταν φανερώνουν αποτέλεσμα που είναι ή θεωρείται πραγματικό και με απαρέμφατο, όταν φανερώνουν αποτέλεσμα ενδεχόμενο ή δυνατό. Συνήθως στην πρόταση από την οποία εξαρτάται η αναφορική συμπερασματική υπάρχει μια δεικτική λέξη: οὕτω(ς), τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος κ.ά. Δέχονται άρνηση οὐ, όταν εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης, και με μή, όταν εκφέρονται με απαρέμφατο. Ισοδυναμούν με αποτελεσματικές προτάσεις. Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία αποδίδεται με δεικτική αντωνυμία και το σύνδεσμο ώστε. Τίς οὕτως εὐήθης ἐστίν ὑμῶν ὅστις ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα; Αντίστοιχη αποτελεσματική > ὥστε ἀγνοεῖ... (= Ποιος από σας είναι τόσο ανόητος, ώστε αυτός αγνοεί ότι ο πόλεμος από εκεί θα έρθει εδώ;) Αναφορικές ονοματικές υποθετικές ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν υπόθεση. Ισοδυναμούν με υποθετικές προτάσεις ή υποθετικές μετοχές. Διακρίνουμε και τα έξι είδη των υποθετικών λόγων: α) το πραγματικό Ἅ μὴ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινα μὴ οἶδα, οὐδὲ... (= Όσα δεν ξέρω ούτε φαντάζομαι ότι τα ξέρω) β) το αντίθετο του πραγματικού Οὐκ ἂν ἐπεχειροῦμεν πράττειν, ἅ μὴ ἠπιστάμεθα Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινα μὴ ἠπιστάμεθα... (= Δε θα επιχειρούσαμε να κάνουμε όσα δε γνωρίζουμε καλά.) γ) το προσδοκώμενο Ὅ,τι ἂν συμβῇ, τλήσομαι. Αντίστοιχη υποθετική > ἂν τι συμβῇ (= Ό,τι συμβεί, θα το υποστώ) δ) η αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον Οἱ ἄνθρωποι τούτοις μάλιστα ἐθέλουσιν πείθεσθαι, οὕς ἂν ἡγῶνται βελτίστους εἶναι. Αντίστοιχη υποθετική > ἂν τινας ἡγῶνται βελτίστους εἶναι
(= Οι άνθρωποι δέχονται να υπακούουν κυρίως σ' αυτούς που νομίζουν ότι είναι οι καλύτεροι.) ε) η απλή σκέψη Ἐγὼ ὀκνοίην ἂν εἰς τὰ πλοῖα ἐμβαίνει, ἅ ἡμῖν Κῦρος δοίη. Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινα ἡμῖν Κῦρος δοίη. (= Θα δίσταζα να μπω στα πλοία που θα μας έδινε ο Κύρος.) στ) η επανάληψη στο παρελθόν Ὧ,τινι ἐντυγχάνοιεν, πάντας ἔκτεινον. Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινι ἐντυγχάνοιεν... (= Όποιο συναντούσαν, τον σκότωναν) Εκφέρονται ανάλογα με το είδος του υποθετικού λόγου: α) με οριστική όταν εκφράζουν το πραγματικό ή το αντίθετο του πραγματικού β) με υποτακτική και το αοριστολογικό ἂν όταν εκφράζουν το προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον γ) με ευκτική, όταν εκφράζουν την απλή σκέψη ή την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν. Δέχονται άρνηση μὴ Χρονικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν χρόνο. Εισάγονται γενικά με: α) τους χρονικούς συνδέσμους: ὡς (= αφού, μόλις), ὅτε (= όταν), ὁπότε (= όταν, τότε που), ἐπεὶ (= αφού, αφότου), ἐπειδὴ (= αφού, αφότου), ἔως (= μέχρις ότους, ώσπου), ἔστε (= μέχρι), ἡνίκα, ὁπηνίκα (= τη στιγμή που, ενώ), πρὶν β) τα χρονικά επιρρήματα: ὁσάκις, ὁποσάκις γ) τις εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις: ἐξ οὗ, ἐξ ὅτου, ἀφ, ἀφ ὁτου, ἐν ὧ, μέχρι οὗ, ἂχρι οὗ, ἓως οὗ δ) τις φράσεις: ἐπεὶ πρῶτον, ἐπεὶ τάχιστα, ἐπειδὴ τάχιστα, ὡς τάχιστα, οὐ πρότερον...πρίν, οὐ πρόσθεν...πρὶν Χρονικές βαθμίδες και τρόπος που εισάγονται Οι χρονικές προτάσεις εκφράζουν τις χρονικές βαθμίδες του προτερόχρονου, σύγχρονου και υστερόχρονου. 1. Κατά το προτερόχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης προηγείται χρονικά της πράξης της κύριας πρότασης. 2. Κατά το σύγχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης γίνεται ταυτόχρονα με την πράξη της κύριας πρότασης. 3. Κατά το υστερόχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης γίνεται μετά από την πράξη της κύριας πρότασης. Αναλυτικά 1. Όταν εκφράζουν το προτερόχρονο, εισάγονται:
α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ὡς (= αφού, μόλις), ἐπεί (= αφού, αφότου), ἐπειδή (= αφού, αφότου) β) τις χρονικές εκφράσεις: ἐπεὶ τάχιστα (= αμέσως μόλις, όταν), ἐπειδὴ τάχιστα (= αμέσως μόλις, όταν), ἐπειδὴ πρῶτον, ἀφ' οὗ (= αφού, αφότου), ἐξ οὗ (= αφού, αφότου), ἐξ ὅτου (= αφού, αφότου), ἀφ' ὅτου (= αφού, αφότου), πρὶν + έγκλιση. Μεταφράζονται γενικά με το αφού + οριστική. Ὡς δὲ ὁ Διόνυσος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ' ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην, ἐκ τούτου δὴ φιλούντων τε καὶ ἀσπαζομένων ἀλλήλους σχήματα παρῆν θεάσασθαι (= Κι αφού ο Διόνυσος σηκώθηκε και έδωσε το χέρι του στην Αριάδνη για να σηκωθεί και αυτή, εκεί πια παρουσίασαν την ενσάρκωση των εραστών που φιλούν και αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλο.) Ἐπεὶ δ' ὁ χειμὼν ἔληγεν, οἱ Ἀθηναῖοι ἔπλευσαν εἰς Προκόννησον. (= Αφού τέλειωνε ο χειμώνας, οι Αθηναίοι ἔπλευσαν στην Προκόννησο.) Ἐπειδή τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη, ἔρχονται ἐπὶ τὸν Ἀγόρατὸν εἰς τὸν Πειραιᾶ. (= Αφού εγκρίθηκε αυτό το ψήφισμα, έρχονται στον Πειραιά να συλλάβουν τον Αγόρατο.) Ἀφ' ὅτου πολέμιοι γεγενήμεθα, ουδεὶς ὑμῖν συμμαχεῖ. (= Αφότου έχουμε γίνει εχθροί, κανείς δε συμμαχεί μαζί σας.) Οὔτε τότε Κύρῳ ἤθελεν ἰέναι, πρὶν ἡ γυνὴ αὐτὸν ἔπεισε. (= Ούτε τότε ήθελε να πάει στον Κύρο, παρά αφού τον έπεισε η γυναίκα του.) 2. Όταν εκφράζουν το σύγχρονο, εισάγονται: α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ὅτε, ὁπότε (= όταν, τότε που), ἕως, ἔστε, μέχρι, ἄχρι (= μέχρις ότου, ώσπου), ἡνίκα, ὁπηνίκα (= τη στιγμή που, ενώ) β) με τα χρονικά επιρρήματα: ὁσάκις, ὁποσάκις (= κάθε φορά που) γ) με τις αναφορικές εκφράσεις: ὅσον χρόνον, ἐν ᾧ, ἐν ὅσῳ (= ενώ, καθώς, στο διάστημα που) Ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο, ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν. (= Όταν έγινε η ναυμαχία, έτυχε να βρίσκεται στην Άβυδο.) Ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός, ἀπέλειπον τὰς ἐπάλξεις. (= Κάθε φορά που επικρατούσε κακοκαιρία, εγκατέλειπαν τις επάλξεις.) Αὐτοῦ διατρίψωμεν, ἕως ἂν φῶς γένηται. (= Ας μείνουμε εδώ, ώσπου να ξημερώσει.)
Ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, ἐπανηρώτων τὸν Σωκράτη. (= Κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα, ρωτούσα πάλι το Σωκράτη.) Ἐν ὅσῳ ταῦτ' ἐπράττετο, Ἐπαμεινώνδας ἐξῄει. (= Καθώς γίνονταν αυτά, ο Επαμεινώνδας εκστράτευε.) 3. Όταν εκφράζουν το υστερόχρονο, εισάγονται: α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, πρὶν + απαρέμφατο (= προτού να) β) με τις εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις: μέχρι οὗ, ἄχρι οὗ, μέχρι ὅτου, ἄχρι ὅτου (= μέχρις ότου, έως ότου) Σπονδὰς ἐποιήσαντο, ἕως ἀπαγγελθείη τὰ λεχθέντα εἰς Λακεδαίμονα. (= Έκαναν συνθήκες μέχρις ότου να αναγγελθούν στη Λακεδαίμονα αυτά που ειπώθηκαν.) Περιμένετε, ἔστε ἂν ἔλθῃ. (= Περιμένετε, μέχρι να έλθει.) Ταῦτα ἐποίουν, μέχρι σκότος ἐγένετο. (= Αυτά έκαναν, μέχρις ότου σκοτείνιασε.) Γέγραφε δὲ καὶ ταῦτα ὁ αὐτὸς Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ἑξῆς, ὡς ἕκαστα ἐγένετο, κατὰ θέρη καὶ χειμῶνας, μέχρι οὗ τήν τε ἀρχὴν κατέπαυσαν τῶν Ἀθηναίων Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι...) (= Ο αυτός Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και την ιστορία των γεγονότων αυτών με τη σειρά που έγιναν αυτά κάθε καλοκαίρι και χειμώνα, μέχρις ότου οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους κατέλυσαν τη Αθηναϊκή ηγεμονία...) Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης, σε πολλές περιπτώσεις όμως εκφράζουν και επιθυμία. Δέχονται άρνηση οὐ, όταν το ρήμα τους βρίσκεται σε οριστική όταν το ρήμα τους βρίσκεται σε υποτακτική ή ευκτική δέχονται άρνηση μή. Εκφέρονται με: οριστική, όταν δηλώνουν πραγματικό γεγονός: Ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο, ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν. (= Όταν έγινε η ναυμαχία, έτυχε να βρίσκεται στην Άβυδο.)
Ειδικές περιπτώσεις: Μερικές φορές οι χρονικές προτάσεις που εκφέρονται με οριστική περιέχουν και υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή ο υποθετικός λόγος μπορεί να δηλώνει: α) το πραγματικό Ὅτ' εὐτυχεῖς (εἰ εὐτυχεῖς), μὴ μέγα φρόνει. (= Όταν (αν) ευτυχείς, μη μεγαλοφρονείς) β) το αντίθετο του πραγματικού Ὁπότε (εἴ ποτε) ἐκεῖνο ἔγνωμεν, ἱκανῶς ἂν εἶχεν ἡμῖν. (Όποτε (αν ποτέ) γνωρίζαμε εκείνο, το πρόβλημά μας θα λυνόταν.) υποτακτική: Στην περίπτωση αυτή οι σύνδεσμοι ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή συνοδεύονται από το αοριστολογικό ἂν, ενώνονται με αυτό σε μια λέξη και γίνονται ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν (ή ἐπήν), ἐπειδάν. Με τους άλλους χρονικούς συνδέσμους το ἂν δεν ενώνεται σε μια λέξη. Οι χρονικές προτάσεις που εκφέρονται με υποτακτική εκφράζουν: α) το προσδοκώμενο το ρήμα της κύρια πρότασης βρίσκεται σε οριστική μέλλοντα ή προστακτική. Ἐπειδὰν ὁ πόλεμος παρέλθῃ, ἀποδώσομεν ὑμῖν ταῦτα. (= Όταν περάσει ο πόλεμος, θα σας τα επιστρέψουμε.) β) την αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον στην περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε οριστική ενεστώτα. Ὅταν βορρᾶς πνέῃ, καλοί πλοῖ εἰσιν. (= Όταν φυσάει βοριάς, είναι ωραία τα ταξίδια.) ευκτική: α) αόριστη επανάληψη στο παρελθόν στην περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε οριστική παρατατικού ή δυνητική οριστική. Οι προτάσεις αυτές ονομάζονται χρονικοϋποθετικές, επειδή συγγενεύουν με τις αντίστοιχες υποθετικές προτάσεις (6ο είδος). Ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, ἐπανηρώτων τὸν Σωκράτη. (= Κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα, ρωτούσα πάλι το Σωκράτη.) β) απλή σκέψη του λέγοντος στην περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε δυνητική ευκτική ισοδυναμούν με τις υποθετικές προτάσεις 5ου είδους. Ὁπότε τὸν μισθὸν ἔχοιμεν, ἀπίοιμεν ἂν.
(= Όταν έχουμε το μισθό, μπορούμε να φύγουμε.) ευκτική του πλάγιου λόγου (αντί της υποτακτικής), όταν στην κύρια πρόταση έχουμε ρήμα ιστορικού χρόνου. Σπονδὰς ἐποιήσαντο, ἕως ἀπαγγελθείη τὰ λεχθέντα εἰς Λακεδαίμονα. (= Έκαναν συνθήκες μέχρις ότου να αναγγελθούν στη Λακεδαίμονα αυτά που ειπώθηκαν.) Η σύνταξη του συνδέσμου πρὶν Ο σύνδεσμος πρὶν συντάσσεται: α) με έγκλιση, συνήθως μετά από αρνητική πρόταση και δηλώνει το προτερόχρονο β) με απαρέμφατο, συνήθως ύστερα από καταφατική πρόταση και δηλώνει γεγονός ενδεχόμενο και υστερόχρονο α) έγκλιση: οριστική ιστορικού χρόνου, όταν δηλώνει το πραγματικό. Μεταφράζεται με: παρά αφού, ἐως ότου + οριστική Οὐ πρότερον ἠθέλησεν ἀπελθεῖν, πρὶν αὐτὸν ἐξήλασαν. (= Δε θέλησε πρωτύτερα να φύγει, παρά αφού τον εξόρισαν) υποτακτική + αν αοριστολογικό. Η πρόταση είναι χρονικοϋποθετική και δηλώνει το προσδοκώμενο ή το αόριστα επαναλαμβανόμενο στο παρόν ή στο μέλλον. Μεταφράζεται με: προτού να, πριν να + υποτακτική Μὴ ἀπέλθητε, πρὶν ἂν ακούσητε. (= Μη φύγετε, πριν να ακούσετε.) ευκτική του πλάγιου λόγου ύστερα από ρήματα ιστορικού χρόνου Οὐκ ἀφίεσαν πρὶν παραθεῖεν αὐτοῖς ἄριστον. (= Δεν τους άφηναν να φύγουν πριν τους παραθέσουν πρόγευμα.) β) απαρέμφατο. Μεταφράζεται με: προτού να, πριν να + υποτακτική Οὗτοι οὖν διέβησαν, πρὶν τοὺς ἄλλους ἀποκρίνασθαι. (= Αυτοί λοιπόν πέρασαν προτού να αποκριθούν οι άλλοι.) Χρησιμεύουν ως: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου του ρήματος της κύριας πρότασης. Ισοδυναμούν με: χρονική μετοχή, εμπρόθετο προσδιορισμό του χρόνου, γενική του χρόνου, δοτική του χρόνου, αιτιατική του χρόνου, χρονικά επιρρήματα, επιρρηματικό κατηγορούμενο του χρόνου.
Παρατηρήσεις: Ο σύνδεσμος ὅτι εκφράζει αντικειμενική αιτία και κανονικά βρίσκεται μετά από ρήματα που εκφράζουν ψυχικό πάθος: ἥδομαι, θαυμάζω, χαίρω, χάριν ἔχω, χαρίζομαι, ἀγαπῶ, αἰσχύνομαι, ἐπιτιμῶ, ή μετά από τις φράσεις: αἰσχρὸν ἐστι, δεινὸν ἐστι, ἀγαπητὸν ἐστι, θαυμαστὸν ἐστι, πλημμελὲς ἐστιν. Αιτιολογικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν αιτία. Μεταξύ της αιτιολογικής πρότασης και της κύριας υπάρχει η σχέση του αιτίου και του αποτελέσματος, δηλαδή η αιτιολογική εκφράζει την αιτία και η κύρια το αποτέλεσμα. Εισάγονται: α) με τους αιτιολογικούς συνδέσμους ὅτι, διότι, ὡς (= διότι, για τον λόγο ότι, επειδή, γιατί, εφόσον), ἐπεί, ἐπειδή, διόπερ, διότι περ, (= διότι ακριβώς, διότι βέβαια) ἐπείπερ, ἐπειδήπερ, (= επειδή ακριβώς, επειδή βέβαια) β) με το εἰ (= που, αφού, επειδή) γ) σπανιότερα με τους χρονικούς συνδέσμους ὅτε, ὁπότε (= αφού)
Μετά τα παραπάνω ρήματα και εκφράσεις εισάγει αιτιολογικές προτάσεις υποθετικής αιτιολογίας και ο σύνδεσμος εἰ. Οι προτάσεις αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ως υποκείμενα απρόσωπων εκφράσεων που δηλώνουν ψυχικό πάθος. Κανονικά ακολουθούν την κύρια πρόταση, σε αντίθεση με τις υποθετικές προτάσεις οι οποίες προηγούνται. Διακρίνονται επίσης από τις πλάγιες ερωτηματικές εξαιτίας της εξάρτησής τους από διαφορετικής σημασίας ρήματα. Παίρνουν άρνηση μή ή οὐ. Ο σύνδεσμος ὡς εκφράζει υποκειμενική αιτία. Οι σύνδεσμοι ὡς και ἐπεί εισάγουν κύρια πρόταση που αιτιολογεί τα προηγούμενα μετά από τελεία ή άνω τελεία κι αν δεν ακολουθεί βεβαίως άλλη πρόταση. Ξενοφῶντα ᾐτιῶντο, ὅτι ἐδίωκεν ἀπὸ τῆς φάλαγγος. (= Κατηγορούσαν τον Ξενοφῶντα, διότι τους απομάκρυνε από τη φάλαγγα.) Μὴ θαυμάζετε, ὅτι χαλεπῶς φέρω τοῖς παρούσι πράγμασι. (= Μην απορείτε, επειδή αγανακτώ με την παρούσα κατάσταση.) Οὐ πολλῷ δέω χάριν ἔχω τῷ κατηγόρῳ, ὅτι μοι παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα τουτονί. (= Σχεδόν χρωστώ ευγνωμοσύνη στον κατήγορο, γιατί μου ετοίμασε αυτή τη δίκη.) Ἀγοράτου δὲ ἀπεψηφίσαντο, διότι ἐδόκει προθύμως τούτους ἀπολλύναι. (= Τον Αγόρατον τον αθώωσαν, διότι τους φαινόταν ότι πρόθυμα φόνευσε αυτούς τους άνδρες.) ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ὡς ὄνομ' ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων (= η δική μου καρδιά όμως γέλασε για το πώς τους παραπλάνησε το όνομά μου και το άψογο τέχνασμα.) Ἐπεὶ δὲ οὐκ ἤθελον καθαιρεῖν τὰ τείχη, φρουρὰν φαίνουσιν ἐπ' αὐτούς.
(= Επειδή δεν ήθελαν να κατεδαφίσουν τα τείχη, τους κήρυξαν τον πόλεμο.) Νῦν δὲ, ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις καὶ ἐμοί τις ἀσχολία ἐστίν, ἄπειμι (= Και τώρα, επειδή δε θέλεις, κι εγώ έχω κάποια δουλειά, θα φύγω ) Θαυμάζω δ' ἔγωγε, εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ένθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται. (= Εγώ τουλάχιστον απορώ, γιατί κανείς από σας ούτε θυμάται ούτε οργίζεται.) Οὐ θαυμαστόν εἰ μἠ τούτων ἐνεθυμήθησαν; (= Δεν είναι παράδοξο που δε θυμήθηκαν αυτά;) Φεῦ <σου>, ὦ Ἑλλάς, ὁπότε οἱ νῦν τεθνηκότες ἱκανοὶ ἦσαν ζῶντες νικᾶν μαχόμενοι πάντας τοὺς βαρβάρους. (= Αλοίμονο, Ελλάδα, γιατί οι τωρινοί νεκροί, αν ζούσαν, μπορούσαν να νικήσουν πολεμώντας όλους τους βαρβάρους.) Ὡς χρὴ σὲ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι τὴν φρόνησιν. > κύρια (= Γιατί πρέπει να θεωρείς σημαντική τη φρόνηση.) Νῦν δὲ, ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις καὶ ἐμοὶ τις ἀσχολία ἐστίν, ἄπειμι ἐπεί καὶ ταῦτ' ἂν ἴσως οὐκ ἀηδῶς σου ἤκουν. > κύρια (= Και τώρα, επειδή δε θέλεις, κι εγώ έχω κάποια δουλειά, θα φύγω γιατί και αυτά με ευχαρίστηση θα τα άκουα από σένα.) Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης. Δέχονται άρνηση οὐ Εκφέρονται με: οριστική, όταν δηλώνουν αίτιο πραγματικό: Ξενοφῶντα ᾐτιῶντο, ὅτι ἐδίωκεν ἀπὸ τῆς φάλαγγος. (= Κατηγορούσαν τον Ξενοφῶντα, διότι τους απομάκρυνε από τη φάλαγγα.)
δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατό στο παρελθόν ή μη πραγματικό: Οὐκ ἔλεγε τὰς ἐμὰς πράξεις, ὅτι ἐδείκνυεν ἂν τὴν ἐμὴν ἀρετήν. (= Δεν έλεγε τις πράξεις μου, γιατί θα έδειχνε την αρετή μου.) δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον: Δέομαι οὖν σου παραμεῖναι ἡμῖν, ὡς ἐγὼ οὐδ' ἂν ἑνὸς ἥδιον ἀκούσαιμι ἤ σοῦ. (= Σε παρακαλώ λοιπόν να μείνεις μαζί μας, γιατί εγώ κανέναν άλλο δε θα άκουα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκτός από σένα.) ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου: Οἱ στρατηγοὶ ἐθαύμαζον, ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο. (= Οι στρατηγοί απορούσαν γιατί ο Κύρος δε φαινόταν.) Χρησιμεύουν ως: επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας του ρήματος της κύριας πρότασης για το λόγο αυτό ακολουθούν την κύρια πρόταση. Σπανίως χρησιμοποιούνται και ως επεξήγηση σε εμπρόθετο προσδιορισμό της αιτίας. Διὰ τοῦτο κρίνεται, ὅτι παρὰ τοὺς νόμους δημηγορεῖ. Ισοδυναμούν με: αιτιολογική μετοχή, εμπρόθετο προσδιορισμό της αιτίας, γενική της αιτίας, δοτική της αιτίας, αιτιατική της αιτίας. Τελικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν σκοπό (α.ε. τέλος = σκοπός), το τελικό αίτιο, το στόχο που εκφράζεται στην κύρια πρόταση. Εισάγονται: με τους τελικούς συνδέσμους ἵνα, ὅπως, ὡς (= για να) Κύνας τρέφομεν, ἵνα φυλάττωσι τὰς οἰκίας. (= Εκτρέφουμε σκύλους, για να φυλάνε τα σπίτια.) Ξενοφῶν ἡγεῖτο πρὸς τὴν φανερὰν ἔκβασιν, ὅπως ταύτῃ τῇ ὁδῷ οἱ πολέμιοι προσέχοιεν τὸν νοῦν. (= Ο Ξενοφώντας βάδιζε προς το φανερό πέρασμα, για να προσέχουν οι εχθροί αυτό το δρόμο.) Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν ἡμᾶς, ὡς μὴ ἐδύνατο Σεύθης ἐξαπατᾶν.
(= Έπρεπε εμείς τότε να πάρουμε τις εγγυήσεις, για να μην μπορούσε ο Σεύθης να μας εξαπατά.) Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις επιθυμίας. Δέχονται άρνηση μὴ Εκφέρονται με: υποτακτική, όταν δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο με βεβαιότητα: Κύνας τρέφομεν, ἵνα φυλάττωσι τὰς οἰκίας. (= Εκτρέφουμε σκύλους, για να φυλάνε τα σπίτια.) υποτακτική + αοριστολογικό ἂν, όταν δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο υπό προϋπόθεση: Ἄκουσον, ὡς ἂν μάθῃς. (= Άκουσε, για να μάθεις.) ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν δηλώνουν σκοπό υποκειμενικό και αβέβαιο στο παρελθόν και μετά από ρήμα ιστορικού χρόνου: Ξενοφῶν ἡγεῖτο πρὸς τὴν φανερὰν ἔκβασιν, ὅπως ταύτῃ τῇ ὁδῷ οἱ πολέμιοι προσέχοιεν τὸν νοῦν. (= Ο Ξενοφώντας βάδιζε προς το φανερό πέρασμα, για να προσέχουν οι εχθροί αυτό το δρόμο.) οριστική ιστορικού χρόνου, όταν προηγείται ευχή ανεκπλήρωτη ή κάτι που δεν έγινε, και δηλώνουν σκοπό ανεκπλήρωτο: Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν ἡμᾶς, ὡς μὴ ἐδύνατο Σεύθης ἐξαπατᾶν. (= Έπρεπε εμείς τότε να πάρουμε τις εγγυήσεις, για να μην μπορούσε ο Σεύθης να μας εξαπατά.) Εκφέρονται επίσης και με: οριστική μέλλοντα: Συμπράττουσι, ὅπως μεγίστην δόξαν ἕξουσι δυνητική ευκτική, ως απόδοση λανθάνουσας υπόθεσης: Γύμναζε σαυτὸν πόνοις ἑκουσίοις, ὅπως ἂν δύναιο καὶ τοὺς ἀκουσίους ὑπομένειν. (= Να γυμνάζεις τον εαυτό σου με κόπους εκούσιους, για να μπορείς να υπομένεις και τους ακούσιους.) ευκτική, χωρίς εξάρτηση από ιστορικό χρόνο:
Ἆρ' οὐκ ἂν ἔλθοι βασιλεὺς ὡς πᾶσιν ἀνθρώποις φόβον παράσχοι; Χρησιμεύουν ως: α) επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού σε ρήματα οποιασδήποτε σημασίας και ιδίως σ' αυτά που δηλώνουν κίνηση ή σκόπιμη ενέργεια: Ἀβρακόμας τὰ πλοῖα κατέκαυσεν, ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ. β) επεξήγηση σε εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού και κυρίως στα: διὰ τοῦτο, τούτου ἕνεκα: Διὰ τοῦτο συλλέγεσθε, ἵνα οἱ ἀδυνατώτεροι τολμῶσι περὶ τοῦ δικαίου ἀμβισβητεῖν. Στρατηγοὺς αἱροῦνται τούτου ἕνεκα, ἵνα αὑτοῖς ἡγεμόνες ὦσι. Ισοδυναμούν με: τελική μετοχή, απαρέμφατο του σκοπού, επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού, εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού, γενική και αιτιατική του σκοπού, συμπερασματική πρόταση της μορφής ὥστε ή ὡς + απαρέμφατο που δηλώνει επιδιωκόμενο σκοπό. υποθετικοί λόγοι Υποθετικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εκφράζουν υπόθεση. Εισάγονται: με τους υποθετικούς συνδέσμους εἰ, ἐάν, ἂν, ἤν (= αν) Εἰ εἰσὶ βωμοί, εἰσὶ καὶ θεοί. (= Αν υπάρχουν βωμοί, υπάρχουν και θεοί.) Ἥξω παρὰ σὲ αὔριον, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ. (= Θα έρθω αύριο σε σένα, αν το θέλει ο θεός.) Ἄν γὰρ ὀρθῶς μάθητε τὰ πραχθέντα, ῥᾳδίως γνώσεσθ ἅ μου κατεψεύσαντο οἱ κατήγοροι. (= Αν πληροφορηθείτε σωστά όσα συνέβησαν, εύκολα θα αντιληφθείτε όσα ψευδώς μου καταλογίσουν οι κατήγοροι.)
Ἤν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνήσκειν. (= Αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να πεθάνει.) Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσεως και επιθυμίας. Δέχονται άρνηση μὴ και σπανίως οὐ. Εκφέρονται με: οριστική: Εἰ τοῦτ' ἐποίουν, ἐνίκων ἂν. (= Αν το έκαναν, θα νικούσαν.) υποτακτική: Ἐάν τι ἔχω ἀγαθόν, διδάσκω (= Αν έχω κάτι καλό, το διδάσκω.) ευκτική: Εἴ τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινον. (= Αν έπιαναν κάποιον, τον σκότωναν.) Χρησιμεύουν ως: α) επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει υπόθεση Ισοδυναμούν με: υποθετική μετοχή, οποιαδήποτε έκφραση με υποθετική σημασία. ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ Σε κάθε υποθετική πρόταση αντιστοιχεί και μια κύρια. Και οι δυο μαζί αποτελούν ένα λογικό σύνολο που ονομάζεται υποθετικός λόγος. Στο υποθετικό λόγο η υποθετική πρόταση ονομάζεται υπόθεση ή ηγούμενο (= προηγούμενο) και η κύρια ονομάζεται απόδοση ή επόμενο ή συμπέρασμα. Μεταξύ της υποθετικής πρότασης και της κύριας υπάρχει η λογική σχέση του
αιτίου προς το αποτέλεσμα η υποθετική πρόταση εκφράζει το αίτιο και η κύρια το αποτέλεσμα. Οι υποθετικοί λόγοι διακρίνονται σε έξι είδη ανάλογα: α) με τον τρόπο που εισάγεται και εκφέρεται η υπόθεση, β) με την έγκλιση της απόδοσης και γ) με τη σημασία τους Είδος Σημασία Υπόθεση Απόδοση 1ο Πραγματικό εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου οποιαδήποτε έκγλιση 2ο Αντίθετο του πραγματικού εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου δυνητική οριστική 3ο Προσδοκώμενο ἐὰν, ἂν, ἤν + υποτακτική οριστική μέλλοντα 4ο Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον ἐὰν, ἂν, ἤν + υποτακτική οριστική ενεστώτα 5ο Απλή σκέψη του λέγοντος εἰ + ευκτική δυνητική ευκτική 6ο Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν εἰ + ευκτική (επαναληπτική) οριστική πρτ. ή δυνητική οριστική αορ. 1ο είδος: Το πραγματικό 2ο είδος: Το αντίθετο του πραγματικού 3ο είδος: Το προσδοκώμενο 4ο είδος: Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον 5ο είδος: Απλή σκέψη του λέγοντος 6ο είδος: Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
α) Απλός, σύνθετος και ελλειπτικός υποθετικός λόγος β) Εξαρτημένος υποθετικός λόγος γ) Λανθάνων-κρυμμένος υποθετικός λόγος Εναντιωματικές λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν εναντίωση προς το νόημα της κύριας πρότασης και δηλώνουν εναντίωση σε κάτι που είναι ή θεωρείται από το υποκείμενο ως πραγματικό. Εισάγονται: κυρίως με τους εναντιωματικούς συνδέσμους εἰ καί, ἐὰν καί, ἂν καί, ἤν καί Εἰ καὶ χρήματα εὐποροῦμεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν. (= Μολονότι έχουμε χρήματα, δεν ευτυχούμε.) Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια. (= Αν και δε θέλουν, όλοι ντρέπονται να μην κάνουν τα δίκαια.) Ἄν καὶ κατορθώσωσι περί τινας τῶν πράξεων, μικρὸν διαλιπόντες πάλιν εἰς τὰς αὐτὰς ἀπορίας κατέστησαν. (= Αλλά αν και μπορούν να πετύχουν σε ορισμένες ενέργειες, ύστερα από λίγο καταλήγουν πάλι στα ίδια αδιέξοδα.) Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης. Δέχονται άρνηση μὴ Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν εναντίωση. Εκφέρονται με: οριστική ή ευκτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το εἰ Εἰ καὶ χρήματα εὐποροῦμεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν. (= Μολονότι έχουμε χρήματα, δεν ευτυχούμε.) υποτακτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το ἐάν, ἂν, ἤν
Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια. (= Αν και δε θέλουν, όλοι ντρέπονται να μην κάνουν τα δίκαια.) Ισοδυναμούν με: εναντιωματική μετοχή ή εμπρόθετο προσδιορισμό που δηλώνει εναντίωση. Παρατηρήσεις: α) Όταν μετά τους υποθετικούς συνδέσμους εἰ, ἐάν, ἂν, ἤν ακολουθεί ο καὶ ως προσθετικός, τότε τα συμπλέγματα που προκύπτουν δεν είναι εναντιωματικοί σύνδεσμοι, άρα και οι προτάσεις δε θα είναι εναντιωματικές αλλά υποθετικές: Τόδε δὲ διανοηθῶμεν, εἰ καὶ σοὶ συνδοκεῖ (Αυτό ας σκεφτούμεν, αν και συ συμφωνείς) εἰ καὶ σοὶ συνδοκεῖ > υποθετική β) Ο σύνδεσμος εἰ καί, όταν έχει τη σημασία του "ακόμη κι αν", εισάγει δευτερεύουσες παραχωρητικές προτάσεις: Ἄνθρωποι κακοί, εἰ καὶ ὠφελεῖν δοκοῦσιν, μᾶλλον βλάπτουσιν (= Οι κακοί άνθρωποι, ακόμη κι αν νομίζουν ότι ωφελούν, μάλλον βλάπτουν) Παραχωρητικές λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν παραχώρηση προς το νόημα της κύριας πρότασης και δηλώνουν εναντίωση σε κάτι που είναι ή θεωρείται από το υποκείμενο ως μή πραγματικό ή αδύνατο ή απίθανο. Εισάγονται: με τους παραχωρητικούς συνδέσμους: α) καί εἰ, κεἰ, καί ἐὰν, κἄν, καί ἂν, καί ἤν ύστερα από καταφατική πρόταση. Καὶ εἰ θαλάττης εἴργοιντο, δύναιντ' ἂν καλῶς διαζῆν. (= Κι αν ακόμη αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα μπορούσαν να ζουν καλά) Καὶ ἂν οἱ πολέμιοι τὸ ναυτικὸν ἡμῶν νικήσωσι, κρατήσομεν αὐτῶν. (= Κι αν ακόμη οι εχθροί νικήσουν το ναυτικό μας, θα τους εξουσιάσουμε.) Ἀνὴρ πονηρὸς δυστυχεῖ, κἄν εὐτυχῇ (= Ο πονηρός άνθρωπος δυστυχεί, ακόμη κι αν ευτυχεί)
β) οὐδ'εἰ, μηδ'εἰ, οὐδ' ἐάν, οὐδ' ἂν, οὐδ' ἤν, μηδ' ἐάν, μηδ' ἂν, μηδ' ἤν ύστερα από αρνητική πρόταση. Μὴ θορυβήσετε, μηδ' ἐὰν δόξω τι ὑμῖν μέγα λέγειν (= Μη θορυβήσετε ακόμη κι αν σας φανεί ότι λέω κάτι υπερβολικό) Μηδ' ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς, μηδένα θεῶν ὀμόσῃς. (= Ούτε κι αν πρόκειται να τηρήσεις τον όρκο σου, σε κανένα θεό μην ορκιστείς.) Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης. Δέχονται άρνηση μὴ Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν παραχώρηση. Εκφέρονται με: οριστική ή ευκτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το εἰ Καὶ εἰ θαλάττης εἴργοιντο, δύναιντ' ἂν καλῶς διαζῆν. (= Κι αν ακόμη αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα μπορούσαν να ζουν καλά) υποτακτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το ἐάν, ἂν, ἤν Μηδ ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς, μηδένα θεῶν ὀμόσῃς. (= Ούτε κι αν πρόκειται να τηρήσεις τον όρκο σου, σε κανένα θεό μην ορκιστείς.) Ισοδυναμούν με: παραχωρητική μετοχή Αποτελεσματικές ή Συμπερασματικές λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που δηλώνουν το το αποτέλεσμα ή το συμπέρασμα που προκύπτει από την ενέργεια του ρήματος της πρότασης από την οποία εξαρτώνται. Εισάγονται: α) με τους συμπερασματικούς συνδέσμους: ὥστε, ὡς
Πλοῖα δ' ὑμῖν πάρεστιν, ὥστε ἐξαίφνης ἂν ἐπιπέσοιτε. (= Έχετε πλοία, ώστε θα μπορούσατε αιφνίδια να επιτεθείτε.) Νῦν οὕτω διάκειμαι ὑφ' ὑμῶν, ὡς οὐδὲ δεῖπνον ἔχω ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ. (= Τώρα βρίσκομαι σε τέτοια κατάσταση εξαιτίας σας, ώστε ούτε δείπνο δεν έχω στη χώρα μου.) α) με τις εκφράσεις ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε + απαρέμφατο Συνεχώρησαν αὐτοῖς καὶ Φλειασίοις καὶ τοῖς ἐλθοῦσι μετ' αὐτῶν εἰς Θήβας τὴν εἰρήνην ἐφ' ᾧτε ἔχειν τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους (= Συμφώνησαν με αυτούς και τους Φλειάσιους και όσους άλλους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας να είναι κύριος της πατρίδας του.) Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης ή και επιθυμίας. Δέχονται άρνηση οὐ, ενώ όταν εκφέρονται με απαρέμφατο δέχονται άρνηση μή. Χρησιμοποιούνται ως: α) επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος: Οὕτως ἀναίσθητος εἶ, Αἰσχύνη, ὥστ' οὐ δύνασαι λογίσασθαι. β) επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν όρο, προϋπόθεση ή συμφωνία: Οἱ τριάκονται ᾑρέθησαν, ἐφ' ᾧτε συγγράψαι νόμους. γ) επεξηγήσεις σε εμπρόθετους προσδιορισμούς που δηλώνουν όρο, προϋπόθεση ή συμφωνία: Ἀφίεμέν σε ἐπὶ τούτῳ, ἐφ' ᾧτε μηκέτι φιλοσοφεῖν. Εκφέρονται με: οριστική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα πραγματικό: Νῦν οὕτω διάκειμαι ὑφ' ὑμῶν, ὡς οὐδὲ δεῖπνον ἔχω ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ. (= Τώρα βρίσκομαι σε τέτοια κατάσταση εξαιτίας σας, ώστε ούτε δείπνο δεν έχω στη χώρα μου.) δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα το οποίο θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν ή μη πραγματικό:
Πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥστε τὴν πόλιν ὄντως ἂν ἡγήσω πολέμου εργαστήριον εἶναι. (= Όλοι κατασκεύαζαν πολεμικά όπλα, ώστε πραγματικά θα νόμιζες ότι η πόλη ήταν εργαστήριο πολέμου ) δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα που μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό προϋποθέσεις στο παρόν ή στο μέλλον: Πλοῖα δ' ὑμῖν πάρεστιν, ὥστε ἐξαίφνης ἂν ἐπιπέσοιτε. (= Έχετε πλοία, ώστε θα μπορούσατε αιφνίδια να επιτεθείτε.) ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν προηγείται ιστορικός χρόνος ή άλλη ευκτική δηλώνεται υποκειμενική γνώμη: Οἱ νεκροὶ ὑπὸ τῷ τείχει ἔκειντο, ὥστε οὐ ῥάδιον εἴη ἀνελέσθαι. (= Οι νεκροί κείτονταν κάτω από το τείχος, ώστε δεν ήταν εύκολο να τους ανασύρουν.) τελικό απαρέμφατο, α) όταν το αποτέλεσμα εμφανίζεται σαν ενδεχόμενο και δυνατό ή και πραγματικό, σύμφωνα με τη γνώμη του υποκειμένου: Ξενοφῶν καὶ Χειρίσοφος διεπράξαντο, ὥστε λαβεῖν τοὺς νεκρούς. (= Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος κατόρθωσαν, ώστε να πάρουν τους νεκρούς.) β) όταν το αποτέλεσμα είναι επιδιωκόμενο, άρα δηλώνει σκοπό, και εξαρτάται από ρήματα βούλησης ή σκόπιμης ενέργειας: Κραυγὴν πολλὴν ἐποίουν, ὥστε καὶ τοὺς πολεμίους ἀκούειν. (= Φώναζαν δυνατά, ώστε να τους ακούν και οι εχθροί.) γ) όταν δηλώνεται προϋπόθεση, όρος ή συμφωνία και εισάγονται κυρίως με τις εκφράσεις ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε (= με την προϋπόθεση να, με τον όρο να, με τη συμφωνία να) Συνεχώρησαν αὐτοῖς καὶ Φλειασίοις καὶ τοῖς ἐλθοῦσι μετ' αὐτῶν εἰς Θήβας τὴν εἰρήνην ἐφ' ᾧτε ἔχειν τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους (= Συμφώνησαν με αυτούς και τους Φλειάσιους και όσους άλλους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας να είναι κύριος της πατρίδας του.) Ισοδυναμούν με: απαρέμφατο του αποτελέσματος, προληπτικό κατηγορούμενο ή κατηγορούμενο του αποτελέσματος.
Ενδοιαστικές λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ενδοιασμό ή φόβο ή ανησυχία μήπως συμβεί κάτι κακό ή μήπως δεν πραγματοποιηθεί κάτι επιθυμητό. Εισάγονται: με τους ενδοιαστικούς συνδέσμους μή, μὴ οὐ. Ο σύνδεσμος μὴ ή ὅπως μὴ χρησιμοποιείται όταν η πρόταση δηλώνει φόβο μήπως γίνει κάτι το φοβερό ή το ανεπιθύμητο. Ἐφοβήθησαν μὴ καὶ ἐπὶ σφᾶς ὁ στρατός χωρήσῃ. (= Φοβήθηκαν μήπως και βαδίσει εναντίον τους ο στρατός.) Ο σύνδεσμος μὴ οὐ χρησιμοποιείται όταν το υποκείμενο της κύριας πρότασης φοβάται μήπως δε γίνει κάτι που εύχεται και προσδοκά, κάτι επιθυμητό. Φοβοῦμαι μὴ οὐ δυνηθῶ διὰ τὴν ἀπειρίαν δηλῶσαι. (= Φοβάμαι μήπως δεν μπορέσω εξαιτίας της απειρίας μου να φανερώσω.) Κατά το περιεχόμενό τους είναι κυρίως προτάσεις επιθυμίας. Δέχονται άρνηση οὐ Εξαρτώνται από ρήματα που φανερώνουν φόβο, δισταγμό, ανησυχία, επιφύλαξη: φοβοῦμαι, δέδοικα ή δέδια, ὀκνῶ, ὁρῶ, προσέχω, ὑποπτεύω ή από παρόμοιες απρόσωπες εκφράσεις: δεινόν ἐστι, δέος ἐστί, κίνδυνός ἐστι, φόβος ἐστί, φοβερόν ἐστι, ὑποψία ἐστίν, τρόμος ἔχει με... Χρησιμοποιούνται ως: υποκείμενο, αντικείμενο, επεξήγηση. Δέδιμεν μή οὐ βέβαιοι ἦτε. > αντικείμενο (= Φοβόμαστε μήπως δεν είστε σταθεροί.) Κίνδυνός ἐστι μὴ μεταβάλωνται και γένωνται μετὰ τῶν πολεμίων. > υποκείμενο (= Υπάρχει κίνδυνος μήπως αλλάξουν διαθέσεις και ταχθούν με το μέρος των εχθρών.)
Τόδε ἄδηλον παντί, μὴ πολλὰ σώματα κατρίψασα ἡ ψυχή τὸ τελευταῖον αὐτὴ ἀπολλύηται. > επεξήγηση στο τόδε. (= Αυτό είναι άγνωστο στον καθένα, μήπως δηλ. η ψυχή αφού εξαντλήσει πολλά σώματα στο τέλος και αυτή η ίδια χάνεται.) Εκφέρονται με: υποτακτική, όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε αρκτικό χρόνο και δηλώνουν φόβο για κάτι που αναφέρεται στο μέλλον: Οἱ τύραννοι φοβοῦνται μὴ αἱ πόλεις ἐλεύθεραι γένωνται. ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε ιστορικό χρόνο και δηλώνουν φόβο ο οποίος αναφέρεται στο παρελθόν: Ἔδεισαν μὴ ἀποθάνοιεν. Σπανιότερα εκφέρονται με: οριστική, όταν δηλώνουν φόβο πραγματικό στο παρόν, στο μέλλον ή στο παρελθόν Δέδοικα μὴ ἄλλου τινὸς ἤ τοῦ ἀγαθοῦ μεθέξω δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν φόβο πιθανό στο παρόν ή στο μέλλον Φοβοῦνται μὴ ματαία ἂν γένοιτο αὕτη ἡ κατασκευή, εἰ πόλεμος ἐγερθείη. Και μία άσκηση (συντακτικός ρόλος, τι εκφράζουν)