FREDERICK UNIVERSITY. Κείµενα για το µάθηµα AEGL 111



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ : ΑΓΑΠΗ ΈΡΩΤΑΣ ΟΜΟΡΦΙΑ Α] Η ΡΟΔΑΦΝΟΥΣΑ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Κα λόν ύπ νο και όνειρ α γλυκά

Κυ ρι ον ευ λο γη τος ει Κυ ρι ε ευ. λο γει η ψυ χη µου τον Κυ ρι ον και πα αν. τα τα εν τος µου το ο νο µα το α γι ον αυ

ο Θε ος η η µων κα τα φυ γη η και δυ υ υ να α α α µις βο η θο ος ε εν θλι ψε ε ε σι ταις ευ ρου ου ου ου ου σαις η η µα α α ας σφο ο ο ο

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Το παραμύθι της αγάπης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο


Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

«Η νίκη... πλησιάζει»

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ & ΘΕΟΤΟΚΙΑ ΕΣΠΕΡΑΣ 1-15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. Παρασκευή 1/08/2014 Ἑσπέρας Ψάλλοµεν τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς 2/8/2014. Ἦχος.

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

9 Η 11 Η Η Ο Ο

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Κατανόηση προφορικού λόγου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Transcript:

FREDERICK UNIVERSITY DEPARTMENT OF MARITIME STUDIES Κείµενα για το µάθηµα AEGL 111 Limassol 2011

1. Κυπριακά ερωτικά ποιήµατα Αν έν πικρός ο πόθος, γοιον λαλούσιν, πώς έν γλυκιά τα πάθη τα δικά του; κι αν έν γλυκύς πώς έν σκλερή η καρδιά του; κι αν έν σκλερός, πώς όλοι τον ποθούσιν; Αδ δεν έν εµπιστός γοιον τον θωρούσιν, για τίντα να µετέχουνται µιτά του; αν έν κι είναι φτηνός εις τα καλά του γιατί παραπονούνται όσοι αγαπούσι; Ανίσως και τον κάθαναν πληγώννει, πώς δεν είναι µιτά του κακιωµένοι, αµµ όλοι τ ακλουθούν όσους κορπώννει; Έννοια γλυκιά µε την πικριά σµιµένη τούς αγαπούν εις τούτον αποσώννει και δεν νιώθουν πως ζουν αποθαµµένοι. 2. Της βασίλισσας και της Αροδαφνούς Κάτω στους πέντε ποταµούς κάτω στες πέντε βρύσες έσει τρεις κόρες όµορφες τρεις καµαροφρυδούσες. Την µιαν λαλούν την Αδορούν, την άλλην Αδορούσαν την τρίτην την καλλύττερην λαλούν την Ροδαφνούσαν. Τον µήναν που γεννήθηκεν ούλλα τα δέντρ αθθούσαν εππέφταν τ άθθη πάνω της τζ εµυρωθκιοκοπούσαν. Ροδόσταµµαν η Αδορού, γλυκόν η Αδορούσα µα το φιλίν του βασιλιά εν για την Ροδαφνούσαν. «Κάπου ν που στράφτει τζαι βροντά, κάπου χαλάζιν ρίφκει κάπου ο Θεός εθέλησεν µιαν χώραν ν αναείρει». «Μήδ εν που στράφτει µε βροντά, µηδέ χαλάζιν ρίφκει

η ρήαινα τες σκλάβες της ξαννοίει να της πούσιν». Χαπάρκα τζαι µηνύµατα της Ροδαφνούς να πάει. «Άνου να πάµεν Ροδαφνού τζ η ρήαινα σε θέλει.» «Ίντα µε θέλ η ρήαινα τζ ίνταν το µήνυµάν της; Αν ένι για το ζύµωµαν να πάρω τες σανίδες τζ αν εν για το µαείρεµαν να πάρω τες κουτάλες ειδέ τζ αν ένι για χορόν, να πκιάσω τα µαντήλια». «Άνου να πάµεν Ροδαφνού τζ ότι τζ αν θέλεις πκιάε». Έµπην έσσω τζ εφόρησεν ρούχα της φορεσιάς της µήτε κοντά µήτε µακρυά, όσον της ελιτζιάς της. Αππέσσω βάλλει πλουµιστά, αππέξω γρουσαφένα τέλεια που πάνω έβαλεν τα µαρκαριταρένα ποδά κοµµάτιν λασµαρίν να µεν την πιάσ ο ήλιος πο τζει µήλον στο σέριν της τζαι παίζει το τζαι πάει. Πκιάννει το τζείνον το στρατίν, τζείνον το µονοπάτιν το µονοπάτιν βκάλλει την στης ρήαινας τον πύρκον. Στέκεται δκιαλοΐζεται: Πώς να την σαιρετίσει; «Τζαι να της πω µουσκοκαρκιά... µουσκοκαρκιά σιει κόγγλους. Τζαι να της πω τρανταφυλιά... τρανταφυλιά σιει αγκάθκια. Άτ ας την σαιρετίσουµεν, σαν πρέπει, σαν αξίζει». Εξέβην το ναν το σκαλίν τζ εσούστην τζ ελυΐστην εξέβην τ άλλον το σκαλίν τζ εψιντροκανατζίστην. «Ώρα καλή βασίλισσα τζαι ρή(γ)α θυ(γ)ατέρα που λάµπεις πα στον θρόνον σου σαν άσπρη περιστέρα.» Τζαι πολοάτ η ρήαινα µ ένα στόµαν γεµάτον: «Είδα σε τζ εσπαγιάστηκα τζ εκούµπησα στον τοίχον τζ έχασα τζαι τα λόγια µου που σεν να σου συντύχω. Εγιώ δα σ εσπαγιάστηκα τζ ο ρήας πώς να µείνει! Έλα να πάµεν Ροδαφνού τζ αφταίννει το καµίνιν». «ώσ µου δκυό ώρες ποµονήν τζαι δκυό καρτεροσύνην να βάλω µιαν φωνήν µιτσιάν τζαι µιαν φωνήν µιάλην

πέρκι µ ακούσ ο βασιλιάς τζ έρτει να µε ποσπάσει». «Τζαι βάλε µιάν τζαι βάλε δκυό τζαι βάλε όσες θέλεις ο βασιλιάς εν µακριά νά ρτει να σε ποσπάσει». Πάνω στο φαν πάνω στο πκιείν, ο βασιλιάς ακούει. «Μουλλώστε ούλλα τα βκιολιά τζαι ούλλα τα λαούτα τούτ η φωνή που ξέβηκεν, εν της Αροδαφνούσας. Σκλάβοι φέρτε τον µαύρον µου τον πετροκαταλύτην που καταλυεί τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην». Τζ ώσπου να πεί «έσετε γειάν» έκοψεν σίλια µίλια τζ ώσπου να πούσιν «στο καλόν», έκοψεν άλλα σίλια τζαι µε τα νέφη παρπατά τζαι µε τον ήλιον τρέσει στην τρίτην την φτερνιστηρκάν στον πύρκον κατεβαίννει. «Ελ άννοιξε µου ρήαινα τζ έχω µιάλην βίαν». «Έπαρ µου λλίην ποµονήν, όσον πολλύν µιαν ώραν». Κλωτσιάν της πόρτας έδωκεν µπαίνν έσσω καβαλλάρης. Τζαι βρίσκει την Αροδαφνούν στο γαίµαν τυλιµένην τζαι βλέπει τζαι την ρήαιναν στα πεύτζια καθισµένην. Αρπάσσει την Αροδαφνούν στα πεύτζια την καθίσκει τζ αρπάσσει τζαι την ρήαιναν στο γαίµαν την τυλίει. Την Ροδαφνούν εθάψαν την παπάδες τζαι γουµένοι την ρήαιναν εφάαν την δκυό σσύλλοι πεινασµένοι. Ανάλυση Το ποίηµα είναι γραµµένο σε ιαµβικό δεκαπεντασύλλαβο. Το µέτρο τούτο προσδίδει στο ποίηµα µιαν ιδιαίτερη χάρη τόσο στην ευφωνία όσο και στη µελοποίηση. Ακόµη η οµοιοκαταληξία που χρησιµοποιεί ο λαϊκός ποιητής, συνταιριασµένη µε τις σωστές στην κάθε περίπτωση λέξεις της κυπριακής διαλέκτου, κάνει το ποίηµα ιδιαίτερα ελκυστικό. Γλωσσάριο: ξαννοίει = (µεταφ.) βολιδοσκοπεί ρήαινα = Ρήγαινα (γυναίκα του βασιλιά - ρήγα)

δκιαλοΐζεται = συλλογίζεται κόγκλους = κόµβους εψιντροκανακίστην = ψιλοχαϊδεύτηκε πολοάται = αποκρίνεται εσπαγιάστηκα = αποθαυµάστηκα συντύχω = µιλήσω Αφρίτης = Ευφράτης ποταµός µουλλώστε = σιωπάτε αρκωµένον = αγριεµένο φτερνιστιρκά = σπιρουνιά 3. Αρχιµανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία χρονολογική της Κύπρου Ε λην τ ν ν σον ε ρίσκοντο χωρία µικρά κα µεγάλα, ξο πολλ φθάρησαν, κτακόσια πεντήκοντα τ πλέον µεγάλα σαν α τά, πο µήτε ε τ ν ταλίαν ε ρίσκοντο τόσον πολυάνθρωπα. Λάπιθο, Σίγουρη, γιο ωάννη Καρπασιο, Λεύκαρα, γιο Κωνσταντ νο, Λιµνάτι, Συλίκου, Πελέντρια, Κοιλάνι, Κολόσσι, πισκοπή, Κούκλια, Κτ µα, µοδο, Χρυσοχο, Μόρφου, Λεύκα. Τ ν µακαρίτην Χριστοφάκην σκότωσαν ο σµάνοι τ ν γίαν Κυριακήν παγαίνοντα ε τ ν γίαν κκλησίαν δι να κούσ τ ν καλ ν λόγον. Μισοδροµί το κτύπησαν κα πόθανεν. Παρόντων πάντων τ ν ρετόρων κα ρχόντων κα ρχηγ ν τ ν στρατιωτ ν κα το λαο να γκαρδίωνε τ ν λλον. διεµοιράζοντο τ στήµατα κα ο τόποι ε τ ν καθένα κα συνερίζοντο καθένα να διαφεντεύσ τ ν πατρίδα του. Τότε νάγκασαν ο ρέτοροι να φέρουν ε τ καστέλια τ ναγκαία τ τροφ. πορεύθησαν ο διοι ε σκιαν, προσµένοντε τ ν τοποτηρητ ν τ µµοχώστου διά να δωρίσουν τ σιτάρια, τ πρόβατα κα τ λλα χρειαζόµενα κα δεν καναν λλο παρ να ρπάξουσι του καθεν τ κριθάρια κα τ σιτάρια.

Κα ο δαµώ γ ν τισ τόποι κ τ ν νεκρ ν διεφαίνετο, θέαµα ξένον κα θρ νοι πολλο κα ποικίλοι κα µέτρητοι νδραποδισµοί, τ ν ε γεν ν ρχουσ ν και τ ν φιερωµένων τ Θε συροµένων π τ ν Τούρκων διά τ ν κοµ ν κα πλοκάµων τ κεφαλ ξωθεν τ ν κκλησι ν µετ δυρµών νηλε. Τ ν βο ν κα τ ν κλαυθµ ν τ ν παίδων, το ερο κα γίου ο κου λεηλατισµένου, τ φρικ δε κα κουόµενον τ διηγήσεται; χαλάσθησαν κα δύο µοναστήρια τ ν Ρωµαίων, να που κτισεν βασίλισσα, τ λεγόµενον Μάγκανα, κα λλο τ ν µοναζουσ ν γυναικ ν λεγόµενον Παλλουριότησσα. 4. Έρωτος αποτελέσµατα Μέσα λοιπόν ει ένα µπαχτζέ αυτή τη επταλόφου, των Ψοµαθιών καλούµενον, εσεργιάνιζεν ένα νέο ευγενή, ο οποίο ήτον εστολισµένο µε όλα τα προτερήµατα τη φύσεω, ήγουν και µε ψυχικά, και µε σωµατικά, και µε εξωτερικά, ήτον δηλαδή ωραίο καθ'υπερβολήν, οξυνούστατο, και πλουσιώτατο είχε δε προ τούτοι και το σκήπτρον τη Αφροδίτη, περικυκλωµένον µε τα χάριτα αυτή, ωσάν µε δορυφόρου εκεί λέγω οπού εσολατσάριζεν άνω κάτω αναγινώσκωντα έναν φραντζέζικον βιβλίον περί έρωτο (επειδή οι ευγενεί τη Κωνσταντινουπόλεω συνηθίζουν ω επί το πλείστον την γαλλικών γλώσσαν να µανθάνουν καλήτερα από την ελληνικήν, δια να ηδύνωνται µε τα διάφορα ρωµάντζα οπού έχει) και ήτον σχεδόν επάνω ει µίαν περιγραφήν ενό υποκειµένου τόσον ωραίου, οπού του επροξενούσε µεγάλην ηδονήν, ωσάν να το έβλεπε ζωντανόν, όθεν και την ανεγίνωσκε πολλάκι. Εκεί λοιπόν πού την ανεγίνωσκε, να, και εµβαίνει ένα παρόµοιον πρόσωπον µε εκείνην την περιγραφήν, και σχεδόν και ανώτερον αυτή ρίπτωντα λοιπόν αυτό τα µάτια του επάνω ει τα εδικά τη, και κατά τύχην και εκείνη, ελαβώθη τόσον δυνατά από εκείνα τα σπινθηροβολούντα τη ερωτικά οµµάτια, ώστε οπού σφαλλώντα το βιβλίον του, ετραβίχθη ει ένα µέρο διά να ηµπορέση να περιεργασθή και την συντροφίαν τη, να µάθη προ τούτοι και πώ καλείται εκείνη η φαµηλία, ωασαύτω και το όνοµα εκείνη τη επιγείου Αφροδίτη.

5. Σαπφώ Λεοντιάς, "Ο πόθος του ταξιδεύειν" Τω όντι είν'ο άνθρωπος υπό Θεού πλασµένος να ήνε ο κυριάρχος επί του κόσµου όλου. Και εις την γην που κατοικεί είνε προωρισµένος να κατοική εκ του ενός µέχρι του άλλου πόλου. Κ'εις όλα της τα κλίµατα κ'εις όλας της τα ζώνας παντού ευρίσκει την ζωήν ευάρεστον, γλυκείαν, και επί όρη δύσβατα κ'εις µαλακούς λειµώνας και εις ξηράν κ'εις ύδατα πηγνύει την οικείαν. Κ'εις του ηλίου την δεινήν θερµότητα αντέχει και υποφέρει τους σκληρούς και φρικαλέους πάγους. Της ατµοσφαίρας προσβολάς ευτόλµως διατρέχει και τους συχνάκις φοβερούς κινδύνους του πελάγους. Και δια τούτο µέσα του είν'έµφυτος ο πόθος του κατά γην και θάλασσαν απαύστου ταξειδίου. εν τον τροµάζει καταιγίς, του κύµατος ο ρόθος ουδέ τον έλκει ουρανού η καλλονή ευδίου. Θέρος, χειµώνα, άνοιξιν ποθεί να ταξιδεύη. Εις τον αυτόν βαρύνεται να διαµένη τόπον. Και όσον αναπτύσσεται τόσον τον κυριεύει Επιθυµία όψεως αγνώστων χωρών, τόπων. 6. Επαµεινώνδας Φραγκούδης, Θέρσανδρος ν µ σ γλαυκοχρ ου πολυφλο σβου θαλ σση, π γαλαν ν κα α θριον ο ραν ν νυψο ται πελ ριο κα νεφοστεφ βρ χο ν σο Κ προ. εκ µβριο µ ν περ τ τ λη.

Ε ναι ν ξ κα καταιγ ε τ ν πρ δυσµ το Λάρνακο µεγάλην πεδιάδα παπειλε ται. ο ραν κατ µαυρο, παριστ νει κ λλιστα τ ν φρικαλ αν το χ ου ε κ να ο δε στ ρ λ µπει ν φη π νεφ ν βραδ ω, βραδ ω συσσωρε ονται κα κατ καιρο στραπα. πεδι, γυµν, π γυµνο καταξ ρου λοφ σκου περικυκλουµ νη, χει τι πα σιον, κα τινε κορµο ξηρανθ ντων δρυ ν ν τ µ σ το σκ του φ ρουν φρ κην, µοι ζουν σκι πενθηφ ρου ρηµ α πικρατε πανταχ θεν κο εται α φνη φων π νθηµο γλαυκ - κα π λιν σιγ. π κορυφ γυµνο τινο κα καταξ ρου λοφ σκου, κ τ ν περικυκλο ντων τ ν χαν ρηµον πεδι δα, π τ µυδρ τατον φ τ ν συχν ν στραπ ν φα νεται µικρ τι κατερειποµ νο θ λο παλαιο γροτικο να σκου χνο Μ' λον τι πρ πολλο π τ στο του δ ν κο σθη φων ρηµ του, χε ρ ε λαβ µω δ ν λειψε ν δ δ τροφ ν ε µικρ ν τινα φαν ν κρεµ µενον ν πιον παλαιο ε κον σµατο κα κατ τ ν ν κτα τα την, κα κατ τ ν τροµερ ν τα την ν κτα φλ ξ του ε ναι λαµπρ το να σκου τ µ ρµαρα, πλ ρη κ νεω κα µικρ ν κλαδ σκων, φ ρουσιν χνη διαβ του τελευτ ντα ν πιον το ε κον σµατο ο κατερειπ µενοι το χοι ε ναι πλ ρη ραχν ν κυµαινοµ νων ε τ ν σιγαλ αν το νυκτερινο ν µου πνο ν. Π ριξ το ναο νθ χλωµο µαλ χη ρπει κα θ µνο κα σπ λαθο µεταξ τ ν σωρευµ νων ρειπ ων. Α φνη πνε µα λυσσ ντο ν µου, κα ταραχ, κα βροντα, κα στραπα.!.. ν φη κατ µαυρα κονιορτο π ρχονται κα συρισµο γριοι βρηχοµ νων ν µων. Ο λ φοι σε ωνται κ θεµελ ων κα το κατεδαφισµ νου να σκου θ λο νισον παλ ει π λιν µ τ θυ λλη τ ν λ σσαν. Τ ν φη µα ρα κα λυσσ ντα τρ χουν κα τρ χουν τ κτω, κα φε γουν, κα α φνη λλα, κα π λιν λλα. Α στραπα καταπα στω διαδ χονται µ α τ ν λλην π τ µυδρ ν φ των α σκελεθρωµ ναι κορυφα τ ν ρ ων µφα νουσι τ γριον µοι ζουσι το γ γαντα κε νου το κατ τ ν θε ν συνωµ σαντα, κα ο τινε µ' λον τι πηυδισµ νοι π τ τροµερ τ ν κεραυν ν µαστιγ σει "ΕΡΧΩΜΕΘΑ" κα π λιν "ΕΡΧΩΜΕΘΑ" κρ ζουσι. Α φνη ν µ σ το σκ του φ σµα πελ ριον ν σταται.

Κα πρ το ο ρανο τε νον τ ν δεξι ν βαδ ζει π ντοτε πρ τ πρ σω. Κα βαδ ζει, πρ τ ν κατεδαφισµ νον να ν τ β µα τρ πον. - "ΑΝΑΒΗΘΙ ΑΝΑΒΗΘΙ" - Σιγ διαδ χεται τ ν βροντ δη τα την φων ν του τ τρικυµ α µ νον µαν α λυσσ. Κα π λιν - "ΑΝΑΒΗΘΙ"- Κα ε το να σκου τ πρ θυρα φθ νει - π κατεδαφισµ νου µν µατο σταταικα πρ δυσµ στρ φει τ βλ µµα, κα π το να σκου τ β θη ταυτοχρ νω τερον φ σµα λευκοστ λιστον. αγδα α πιπ πτει τ τε βροχ κα σκ το βαθ, βαθ τατον περικαλ πτει τ π ν. π δ ο λα ρα κο ει τ ν ν µων κα τ βροχ τ ο µωγ, κο ει µυκηθµο ντ τ πεδι δο, κα ταραχ ν κα συρισµ ν δ των, κα κοπετ ν, κα σ λον. δη καταιγ κατευν ζεται κα ρηµ α βαθµιδ ν διαδ χεται τ ν ταραχ ν. Κα τ τε π τ ν κλονο µενον το να σκου φαν ν, ν πιον το ε κον σµατο, α δ ο σκια φα νονται ναγκαλισµ ναι κα σιγ σαι. µ α χροµ τωπο µ σπαραγµ να στ θη, λληνικ ν µατισµ ν φ ρουσα, νο γει γκ λα καθ µαγµ να. λλη, τ ν ξανθοπλ καµον κεφαλ ν τη στηρ ζουσα ε τ συντρ φου τ γκ λα κα λευκ ν λεπτοτ την φ ρουσα σθ τα, γε ρει χε ρα κρινοδ κτυλον κα µ το φιλτ του τη τ ν κ µην πα ζει κα τ θερµ δ κρυ τη µ τ α µα του συµµιγν ει. ρα λοκλ ρου µ νουσι σιωπηλο πλει τερον δι τ σιωπ τ ψυχ των κφρ ζοντε τ α σθ µατα κα στερον µ το λ ου τ ν νατολ ν φαντοι γ νονται... Τ κε νο ; Τ α τη; - νθη µαρανθ ντα κα ρω κα ε γονε σκληρο να µ πειθ σωσι, µ να των τ ν τ φον των σκαψαν. θ νησιν 1847. Κατ Μ ον. [ ]

µον το γ ου - Γεωργ ου ( που ν ποδηµ σ λ νη µελλεν), ραν λ κληρον π χουσα το Λ ρνακο, κε ται π κορυφ γυµνο τινο κα καταξ ρου λοφ σκου, τ ν πο ον νεµοι λυσσ ντε καταδ ρνουσιν λοφ σκο ο το, ν µ σ κτεταµ νη πεδι δο κε µενο, χει π τοµον κα νωφορικ ν τραπ ν, τελευτ σαν ε τ µον τ ν ε σοδον. Ε τ ν τραπ ν τα την περ τ µεσον κτιον τ 17 Α γο στου 1823, κ θητο στηριζ µενο ε τ ν κορµ ν γηραι κυπαρ σσου γεραρ τι µοναχ, τ µον ερε. µικρ σωµο ο το γ ρων φ ρει σον φ' ο το χρ νου α φορα ε χον καταλε ψει χνη, κα χνη α νια το λευκογ νειο, κα µακρ π γων του π το στ θου του π πτων κ λυπτε τ ν π το λιοκαυµ νου τραχ λου του ξηρτηµ νον µικρ ν ξ λινον σταυρ ν τ ξυδερκ γαλαν ν µµα του, πολυπειρ αν βδοµηκονταετο νδρ γηρ σαντο ε π θη µφα νον, τ νιζεν ε τ ν κτινοβ λον ο ραν ν, δ δασ τριχο χε ρ του, µεγ λην κρατο σα βδον, µο αζε το χρ νου τ ν νευρ δη κε νην φ ρουσαν τ δρ πανον το θαν του. Μετ µ αν ραν περ που σιγ γ ρων, καταβ π το λοφ σκου, πορε θη, βαδ ζων βραδ ω, πρ τ β θη τ πεδι δο σπέρα το γαληνα α, κα σελ νη φωτ ζουσα τ ρη παιζε µ τ κοιµ µενα νερ µικρ τινο λ µνη. ν γ ρων προχ ρει χωρ ν διακ ψ τ ν πορε αν του, κρ το θ ρα σιδηρ νοιγοµ νη τ ν τ ραξεν. νοιξε καταρχ µµατα περ φοβα κα τ β µ του σταµατ σα, ιψεν ε τ π ριξ βλ µµα περ εργον - µ την- ο τε ε δε, ο τε κουσε πλ ον τ ποτε. Μ δειλι σα ο δ λω κα προχωρ σα λ γα β µατα κ θησε τε νων προσεκτικ τ ο. σελ νη, πρ λ γου µ κατ µαυρα καλυφθε σα ν φη, ρχιζε π λιν ν πτ ργυρ κτ να, τε ε τ τρ µον φ τη γ ρων στιγµια ω ε δε µακρ θεν νδρα τιν νε νιδα ε τ γκ λα του φ ροντα δι λευκ κεκαλυµµ νην σινδ νη. λλ κοτο α τη σκην δι γειρε πολλ παραδ ξου ε το γ ροντο τ ν ψυχ ν πιθυµ α πολλ κι πεφ σισε ν φ γ µυρι κι πεφ σισε ν πλησι σ τ ν λ θον που γνωστο πατ σα γεινεν φαντο, κα µυρι κι γνωστ τι χε ρ τ ν µπ δισε. ν το τοι τ ταρτον ρα παρ λθε κα σιγ πεκρ τει παντοχόθεν. ν τ λει γ ρων πεφ σισε ν νιχνε σ τ µυστ ριον κα δη τ λει τ ν σκοπ ν του, τε

α τ κρ το τ θ ρα νοιγοµ νη κο σθη κα β µατα κατ µικρ ν πλησι ζοντα. Ν ο τι ψηλο ναστ µατο φ νη α φνη -παρατηρ σα τ π ριξ κυψε κα π λιν γεινεν φαντο. γ ρων, πισθεν µεγ λου θ µνου κρυφθε, το καλ θεατ τ σκην τα τη µ' λην δ τ ν ταχ τητα µ τ ν πο αν τελ σθη, δ ν δι φυγε το ξυδερκο µµατ του τι µυστηρι δη κε νο ν ρ το ν ο ε κοσιπενταετ µ λι, ξανθ κοµο, ψηλο ναστ µατο, το λληνικο γ νο τ ν µατισµ ν φ ρων. λο κδοτο δη ε µυρ ου διαλογισµο, πεφ σισε ν' νακαλ ψ τ µ γα το το µυστ ριον, τε το σηµ ντρου θρηνητικ φων τ ν κ λεσεν ε τ ν να ν. ναλαβ ν τ ν βδον του, τρ πη πρ τ ν µον ν, π φασιν χων σταθερ ν τ ν πα ριον ν' νιχνε σ τ π ν. - Τ ν κ λουθον µ ραν περ ν κτα µ σα µοναχ κ θητο πισθεν ψηκαρ νου δρυ λ γον πεχο ση το γνωστο λ θου. Μ την καρτ ρει θλιο! Κρ το λλο δ ν κο ετο ε µ γλυκ ψιθυρισµ τ ν Ζεφ ρων κα τ γλαυκ ο θρ νοι. εκ κι παν λθεν καλ µοναχ περιµ νων µ χρι νατολ ν λ ου, κα δεκ κι µαται θησαν α λπ δε του. Τ λο κατ τ ν 28 Α γο στου 1823 - φο ρκετ ν προσεκαρτ ρησεν ραν χωρ ν' κο σ κρ τον ο δ να κα ρχιζε πλ ον ν διστ ζ, πιστε ων σχεδ ν τι πατ θη- τ ν φ νη τι α τ κρ το παναλ φθη τ τε µ τριπλασ αν προσοχ ν τεινε τ µµα µετ' λ γον κουσε β µατα κα στερον α τ κε νο µυστηρι δη ν ο φ νη ε τ µµατ του φ σµα καταλε ψαν το τ φου τ ν σινδ νην - στρεψε πρ το ο ρανο, πρ τ ρη, πρ τ δ ση τ βλ µµα, ν δ κρυ στραψε ε τ παρει του, δ ο λ γοι φυγον τ ν χειλ ων του, γεινεν φαντο - κα ο δ ν πλέον. Προχωρε γ ρων τ τε, κρατ ν γυµν ν ξ φο κα κατ καιρο σταµατ ν τ β µα κα στρ φων περι ργω τ µµατα ριστερ θεν, δεξι θεν, µπροσθεν, πισθεν, ε ρ σκει τ λο µικρ ν τινα θ ραν νε γµ νην κα κλ µακα ε βαθ π γειον φ ρουσαν. Κατ' ρχ διστ ζει ν καταβ.

λλ' ν τ λει «θ ο» κρ ζει κα π µυδρο φωτ, κ τωθεν φ γγοντο, δηγο µενο καταβα νει κα καταβα νει πατ ν βαθµ δα καθ γρου, κα καταβα νει πατ ν βαθµ δα κατεργ στου. Τ π γειον µο αζεν ντρον βαθ, το πο ου ο πελ ριοι κατ ργαστοι λ θοι φ ρουν φρ κην. Καταβ γ ρων, σταµ τησε πρ λ γον τ β µα, κατ' ρχ δ ν κουσε τ ποτε µετ' λ γον µω βαρ λιγµ ε τ β θη το πογε ου ντ χησε. Ε τ ν λιγµ ν το τον γ ρων σπευσε πρ τ πρ σω τε κα δε τερο προσ λαβε τ τ του καρδ α του σφοδρ παλλε ο π δε του τρεµον κα κοντ του. Φθ σα τελευτα ον ε τ νδ τερον το πογε ου ε δε! τ ν γνωστον κε νον τ ν πο ον πρ λ γου ξ λαβε φ σµα, καθ µαγµ νον κε µενον παρ π δα µεγ λου λ θου, φ' ο µικρ ν λυχν ον, µυδρ φωτ ζον τ π γειον, στατο, κα χοντα πλησ ον του νεκρ τ ν νε νιδα κε νην τ ν πο αν λλοτε ε δοµεν ε τ γκ λα του τ στ θη του σπαραγµ να κρ τουν ε σ τι τ ν σ δηρον στι τ κατ σχισε µεγ λη ξανθ κ µη του, συµπλεκοµ νη µ το ρα ου τ δυσµο ρου νε νιδο χρυσο πλοκ µου πιπτεν τηµ λιτο ε το µου του α χε ρ του τρ µουσαι ψαυον ε σ τι τ νεκρ τ παρει - τ χε λη του, τ χρ κα µαραµ να χε λη του π το στ µατ τη προσ πτων. «, λεγε, ε τ στ µα σου τ ν σχ την µου ν' φ σω πνο ν, ε τ στ µα σου κα ε σ τ ν ζω ν µου ν µεταδ σω, λ νη! - Φιλτ τη λ νη, ζ σε, ζ σε, ν στηθι το πιστο σου ραστο τ µµατα ν κλε σ»- γ ρων κπλαγε φ κε φων ν γρ αν. δ ψυχο αγ ν ταραχθε κα ε τ ν µοναχ ν τεν σα τ δ ον µµα «γ ρων, ν κραξε µ τ ν δυνηρ τερον τ γων α το θαν του τ νον, γ ρων, δ π ρα ε τ συµφορ µου λθ κα µ τ ν γηραλ αν χε ρ σου κλε σε τ βλ φαρ µου ε τ πρ θυρα το να σκου σου σκ ψε βαθ ν λ κκον κα µο µ τ ν φιλτ την µου θ ψε µε σ ρκ ζω ε,τι χει ερ ν κα θε ον, ε α τ ν τ ν Πλ στην, µ µ' ρνηθ χ ριν τ ν πο αν θν σκων σ ζητ! ο ραν θεν Θε θ λει σ' νταµε ψει τ ν γαθοεργ αν φ ρε τ ν χε ρ σου ν' σπασθ π τερ δο θ νατο λθεν λ νη! ε το ο ρανο σ' ε ρ σκω» Κα ε τ νεκρ τ στ θη στηρ ξα τ ν κεφαλ ν ξ πνευσε...

Τ ν πα ριον περ δυσµ λ ου ψαλµ δ αι κο σθησαν ντ τ πεδι δο, κα ε τ µυδρο µενον φ τ µ ρα φ νη γ ρων µοναχ παρακολουθο µενο π τ σσαρα νεαν σκου, φ ροντα π τ ν µων των ξυλοκρ ββατον, φ' ο κειντο µ τ ν ψυχρ ν το τ φου σινδ νην κεκαλυµµ να δ ο πτ µατα ο δε παρηκολο θει τ ν κηδε αν γ ρων δακρ ων ψαλλε τ πικ δειον σµα. Φθ σαντε ε τ ν µον ν κατ θεσαν το νεκρο ντ νεοκτ στου τ φου µα ρον χ µα κ λυψεν µφοτ ρου κα µαυσολε ν των µ ρµαρον κατ λευκον τ θη π' α τ ν. Μετ καιρ ν διαβ τη βλ πων τ ν λευκογ νειον µοναχ ν κλα οντα ε το να σκου τ πρ θυρα κα τ ν λακωνικοτ την το τ φου ναγιν σκων πιγραφ ν ΘΕΡΣΑΝ ΡΟΣ ΕΛΕΝΗ, ρ τα περ εργο ν µ θ. Ε π ντησιν νδακρυ ερε νεγ νωσκεν α τ τ κ λουθον µερολ γιον. Βασίλης Μιχαηλίδης, Η 9η Ιουλίου 1821 (απόσπασµα) Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέµοι τζι' εφυσούσαν τζι' αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη τζιαι που τες τέσσερεις µερκές τα νέφη εκουβαλούσαν, ώστι να κάµουν τον τζιαιρόν ν' αρτζιεύκη να στοιβάζη, είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι' η Τζιύπρου το κρυφόν της µεσ' στους ανέµους τους κρυφούς είσιεν το µερτικόν της. Τζι' αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα µέρη τζι' εξάπλωσεν τζι' ακούστηκεν παντού η πουµπουρκά της, τζι' ούλα ξηλαµπρατζιήσασιν τζιαι θάλασσα τζιαι ξέρη είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι' η Τζιύπρου τα κακά της. Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν ευτερογιούνην, νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ' άστρα µιλιούνια ελάµπασιν που πανωθκιόν τζι' εν έυρισκες ρουθούνιν µέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια, σιανεµιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη µήτε του σιύλλου λάξιµον, µε πετεινόν να κράξη.

Ητουν µια νύχτα µουλλωτή, µια νύχτα µουρρωµένη, που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην. Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωµένοι µεσ' στο Σαράγιον είχασιν µιάλον µετζιηλίσιν. ηµήτρης Λιπέρτης, Καρτερούµεν µέραν νύχταν Καρτερούµεν µέραν νύχταν, να φυσήσει ένας αέρας σ' τούντον τόπον πόν' καµένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν, για να φέξει καρτερούµεν το φως τζείνης της µέρας, πον' να φέρει στον καθέναν τζαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν. Την Μανούλλαν µας για πάντα µιτσιοί µιάλοι καρτερούµεν για να µας σφιχταγγαλιάσει τζαι να νεκραναστηθούµεν. Η ζωή µας εν για τζείνην τζαι ζωή µας τζείνη ένι τζαι πως τρώµεν δίχα τζείνης τζι είµαστιν βασταεροί εν γιατί µε τ' όνοµάν της είµαστιν ποσκολισµένοι πον' το βκάλλουν που τον νουν µας µήτε χρόνια µε τζαιροί ξυπνητοί τζαι τζοιµισµένοι εν για τζείνην η καρτκιά µας που διπλοφακκά για να ρτει τζαι να µείνει δα κοντά µας. Τα λαµπρά µας ούλλον τζι άφτουν τζι οι καµοί µας εν σιούσιν, εν' συµπούρκισµαν φουρτούνας των τζυµάτων του γιαλού ετσ' οι λας εν' που παθθαίνουν όντας ξένοι τζυβερνούνσιν έχουν µέσα τους φουρτούναν τζι αν τους έχουν προς καλού τζι όσον τούτοι τζι αν καρδκιούνται που την Μάναν χωρισένοι η αγάπη τους περίτου γίνεται δρακοντεµένη. Πκοιος αντίκοψεν ποττέ του, τον αέρα για το τζύµµαν τζι έκαµεν το για να αλλάξει φυσικόν τζαι να σταθεί; Οµπροστά στον Πλάστην ούλλοι εν είµαστιν παρά φτύµµαν, εν' αβόλετον ο νόµος ο δικός Του να χαθεί

τζαι για τούτον µιτσιοί µιάλοι για την Μάναν λαχταρούσιν εν' η γέννα, εν' το γάλαν, εν' τα χνώτα που τραβούσιν. Είντα γάλαν ήταν τότες τζείντο γάλαν που βυζάσαν ας αµπλέψουν να το δούσιν, είµαστιν ούλλοι εµείς. Αν περνούσιν µαύρα χρόνια σγοιαν τζαι τζείνα που περάσαν 'Πο µας ένας έντζε βκαίνει που την στράταν της τιµής Μητ' επλάστρηκεν ποττέ του, τζι αν πλαστεί τζι ανοίξει στόµαν νεκρόν εν να τον ξεράσει τζαι του τάφου του το χώµαν. * Την Μανούλλαν µας: (εν.) την Ελλάδα * βασταερός: γερός, ανθεκτικός, υγιής * λαµπρόν, το: φωτιά, ισχυρός πόθος * σι(γ)ούσιν: ησυχάζουν * συµπούρκασµα/συµπούρκισµα, το: υποδαύλιση, υπόθαλψη * αντικόβκω: προβάλλω αντίσταση, αναχαιτίζω * φυσικόν: φυσική κατάσταση ή ιδιότητα * αβούλετος/αβόλετος: αδύνατος Παύλος Λιασίδης, Είµαστιν γέννηµα του φου Εν την ι-ξέρουµεν εµείς την νύχταν µάναν µας, µε που το ψέµαν καρτερούµεν σωτηρίαν, είµαστιν γέννηµαν του φου τζαι της Ανάστασης τζαι για να γράψουµεν τζινούρκαν ιστορίαν! Εις την θεάν την τύχην τσίττος εν πιστεύκουµεν τζι ας έσει κόµα που φιλούν το πρόσωπόν της. Ένε των πούτρων οµορκιά, πογιών κοτσίνισµαν, λείπει το χάρισµαν, νάν κάλλος φυσικόν της! Ένι τζι η κόρη της Αλήθκειας που γεννήσιος της, µµά ν αντζελόµορφη!... τζι αγέραστη στα γρόνια! θέµα χαρίζει φως τζαι ζήσην εις τους φίλους της

τζι όι στραβάραν, φτώσειαν, πείναν τζαι κανόνια... τσίτος=καθόλου θέµα=και µάλιστα Γλάυκος Αλιθέρσης, Φασούρι Όταν κατάκοπος θα µπαίνεις στο βαθύ ελαιώνα, θ αναστενάξεις λυτρωµένος από το λιοπύρι θ ακούεις πώς κλαίει ερωτικά η περίπαθη τρυγόνα, και θα χαρείς στων τζιτζικιών το εύθυµο πανηγύρι Η ταπεινή κυρά θα σε δεχτεί µε καλοσύνη, κι οι αγρότες θα ρτουν τον απλό να πουν χαιρετισµό τους, και θα µιλήσουν για της γης την ευφορία, µε ειρήνη και τυφλή πίστη στον Θεό, βάνοντας το σταυρό τους. Κι άµα στη ρίζα µιας πυκνής ελιάς στρωθεί τραπέζι, απ το πηγάδι κρύο νερό θα σύρει η θυγατέρα, κι ένας βοσκός περαστικός θ αρχίσει να µας παίζει µε τα κουδούνια των αρνιών που τρέµουν στον αέρα. Και στρέφοντας το βλέµµα σου στ αγροτικό το σπίτι, (πέρασε η ώρα γρήγορα!) θα το βρεις φωτισµένο απ το γλυκύτερο το φως, του ίδιου αποσπερίτη, µπρος στο παραθυράκι του ανάερα* ζυγισµένο! Κι όταν θα φεύγουµε, θα ιδείς, την ώρα που βραδιάζει, απ τη φωλιά της κι η σοφή γλαύκα να βγαίνει, και στ ακροδρόµι ασάλευτη, πολλή ώρα να κοιτάζει το φως που σβει, ροµαντικά συλλογισµένη

περιπαθής: που διακατέχεται από έντονο πάθος ανάερα: που στέκεται στον αέρα, δίνοντας την εντύπωση του αιθέριου, του άυλου γλαύκα, η: κουκουβάγια Μάνος Κράλης, Νύχτες Εκύλησε µαζί µας, στο χρυσό το χόρτο σαν καρπός εξαίσιος, το φεγγάρι. Κι απ τα χείλη της αγάπης φτάνουν των έρηµων παρθένων θαλασσών τα µύρα. Κάτω από την αίθρια σιωπή των θεών φθείρονται οι ψυχές αντικριστές και λιώνουν. Κάθε φιλί µας µόνο σα στερνό κάθε αγκάλιασµά µας σαν το τελευταίο! Με µιαν υπερένταση απέλπιδων φτερών στα µαραµένα βλέφαρά µας πέρασαν οι ώρες. Κι όταν τα δάκρυά µας ξεραθούνε µες στο χώµα κι ο ίσκιος των βηµάτων µας θα λείψει µες στον ήλιο, τούτες οι νύχτες που ευώδιασεν η αγάπη µας ανάµεσα στο γαλαξία θα γυρνούν και στ άστρα. Νίκος Βραχίµης, Βαρυθυµία επηρεασµένη Τι να τον κάνεις τον ρυθµό, τη µουσική, τη ρίµα διάλεξε να κρεµαστείς από το νήµα το λεπτό που να δονεί µε το σφυγµό της κουρασµένης της καρδιάς σου.

Ένας µικρούτσικος παλµός, το ξέρεις, µυστικός ψαλµός, λησµονηµένος και παλιός, ηχεί µόλις εντός σου. Η νύχτα στέκεται µουγγή. Κάποιος εκφυλισµένος θα βρεθεί τραγούδι να την κάνει αφού σκεφθεί. Κι όµως θα σου λεγα παντοτινά να κοιµηθείς να ξεχαστείς και να ξεχάσεις. Οι άνθρωποι θα πουν µε λογικό πως µοιάζεις κάποιον άνθρωπο τρελό, ή, ένα παιδί που µαγικό ντύµα την ποίηση δέχτει και πω! πω! επηρεασµένος έπαιξε τον τραγικό µεσ τα βαθιά να κοιµηθεί δήθεν ερέβη. ρίµα, η: οµοιοκαταληξία έρεβος, το: βαθύ και απόλυτο σκοτάδι Νίκος Νικολαΐδης, Ο Σκέλεθρας (Απόσπασµα) [Ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο έναν ήρωα του περιθωρίου, ο οποίος για να επιβιώσει πουλά τον ίδιο τον σκελετό του (γι αυτό και του αποδίδεται το συγκεκριµένο παρωνύµιο) σε κάποιο ιατρικό ερευνητικό ινστιτούτο της Ευρώπης. Με τα χρήµατα που εξασφαλίζει από την ιδιότυπη αυτή (προ)πώληση, κατορθώνει να πετύχει την οικονοµική του αναβάθ- µιση, ασκώντας ουσιαστικά το επάγγελµα του τοκογλύφου. Μέσω της περίπτωσης αυτής, δίνεται στο συγγραφέα η δυνατότητα να προβεί µε οξύ, κριτικό και συχνά βαθύτατα ειρωνικό βλέµµα σε µια θεώρηση των κοινωνικών συνθηκών που εκτρέφουν και διαιωνίζουν την αδικία και την ανθρώπινη εκµετάλλευση. Παράλληλα όµως, αναδεικνύεται και η µαται- ότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, που καταδυναστεύεται

από το φάσµα του θανάτου. Το απόσπασµα που παρατίθεται εδώ είναι από την αρχή του διηγήµατος.]. Ο Παύλος ο σαράφης, ο Σκέλεθρας, απαράτησε την εφηµερίδα. Σκοτούρα! καλέ σκοτούρα που θα την έχει σήµερις καµπόσος κόσµος! σκέφτηκε και τα χείλη του τραβήχτηκαν σ ένα χαµόγελο ξερό. Κάτω από µιαν επικεφαλίδα νεκρώσιµη σύµπλεγµα κρανίου, βραχιονίου και µηριαίου οστού είχε διαβάσει µια δήλωση της επιτροπής του νεκροταφείου: «Ειδοποιούνται και αύθις οι βουλόµενοι να κάµουν ανακοµιδήν* των κεκοιµηµένων των, να σπεύσωσι, διότι εκπνεούσης της προθεσµίας θα ενεργηθή αύτη υπό της υπηρεσίας του κοιµητηρίου άνευ ειδοποιήσεως, τα δε οστά θα ρίπτωνται εν τω κοινώ χωνευτηρίω*...» Ξαναπήρε την εφηµερίδα κι έριξε µια µάτια σ άλλη στήλη. Πάλι ειδοποίηση! «...Ειδοποιούνται οι χρεωφειλέται του αποβιώσαντος Τ... να προσέλθωσιν εντός δεκαπέντε ηµερών εις το γραφείον του διαχειριστού του κ.... ίνα δηλώσωσι τας απαιτήσεις των...» Άφησε πάλι την εφηµερίδα να γλιστρήσει στη γης. Έσκυψε στον «πάγκο» του και χτυπούσε ταµπούρλο µε τα δάχτυλά του στο τζάµι. Τ ανίψι του, ο Τιριλλής, καθότανε χαµηλά σ ένα σκαµνί και διάβαζε µουρµουριστά ανθρωπολογία. Είχε το βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά του και µουρµουρούσε: «...το κρανιακόν οστούν... το µετωπικόν οστούν... τα δύο κροταφικά, τα δύο βρεγµατικά*...» κι άγγιζε τα δάχτυλά του στο µέρος της κεφαλής που ονόµαζε. Άκουσε τον µπάρµπα του που χτυπούσε µε τα δάχτυλά του στο τζάµι του πάγκου του και σήκωσε το κεφάλι. Τα τάλαρα δεν είναι αρκούδια για να χορέψουν που τους παίζει ταµπούρλο!... Συλλογίστηκε, γελώντας το τσιριστό γέλιο του, που του φερν ένα πόνο στη ρίζα της ζερβιάς του µασέλας. Ο Παύλος ο σαράφης, ο Σκέλεθρας, χτυπούσε πολλήν ώρα τα δάχτυλά του στο τζάµι, και τα περασµένα του, σ όλες τους τις λεπτοµέρειες, αρχίσανε να περνούν από τη σκέψη του αραδιαστά-αραδιαστά, σαν ένας στρατός υπάκουος στον ήχο του ταµπούρλου. Προ δέκα χρόνια ο Παύλος έκλεισε τις χαραµάδες της κάµαράς του κι άναψε ένα µαγκάλι κάρβουνα για να δώσει τέλος στη ζωή του... την αβίωτη, καθώς έγραψε σ ένα χαρτί. Η µυρωδιά των κάρβουνων, που βγαινε από µιαν ανοιχτή χαραµάδα, τόνε

πρόδωσε και τόνε βρήκαν µισοζώντανο στο πάτωµα. Όταν άρχισε να συνεφέρνει, µε τις περιποιήσεις δυο γιατρών που προστρέξανε, άκουσε το νοικοκύρη του που διηγότανε πως: είχε ανέβει να του ζητήσει «απέναντι καθυστερουµένων ενοικίων» και του χτύπησε στα ρουθούνια η µυρωδιά του κάρβουνου, και µουρµούρισε: Κερατά!... σαν ερχόσουνα κάθε στιγµή στενοχωρώντας µε... δεν σου χτυπούσε η µυρωδιά της πείνας µου!... Ένας από τους γιατρούς, αντεπιστέλλον µέλος ενός φυσιολογικού ινστιτούτου της Ευρώπης, του είπε, λιγωµένα, καθώς λέγουνται τα κοµπλιµέντα στις αληθινά ωραίες κυρίες, πως είχε ένα σκελετό... «θαύµα!» Θα µπορούσε η εταιρεία µας να σου µετρήσει ένα σηµαντικό ποσό αν... Πάψε, γιατρέ, του είπε ο άλλος γελώντας, που θέλεις να κάνεις το σωµατέµπορο τώρα!......αν διαθέσεις το σκελετό σου στην εταιρεία µας, θα σου µετρούσα... Ξακολούθησε ψάχνοντας τις σπάλες και τα γόνατά του... Θα σου µετρούσα... Κι ο Παύλος, που θα πουλούσε όσα-όσα και την ψυχή του, γυµνώθη για να διατιµήσει ο γιατρός το σκέλεθρό του. Χρειάστη ένα µέτρο και κατέβη πρόθυµα ο νοικοκύρης του και ζήτησε από τη γειτόνισσα µοδίστρα την κορδέλα της. Τον αναποδογύριζε, ο γιατρός, απ όλες τις µεριές, τονέ δίπλωνε, τον άνοιγε, πάλι τον ξαναδίπλωνε... και ψάχνοντας τις αχαµνισµένες από την πείνα σάρκες του, εύρισκε τα οστά και τα µετρούσε προσεχτικά από αρµό σε αρµό....οκτώ έως δέκα χιλιάδας φράγκα! Έγραψε στην Ευρώπη κι έλαβε εντολή να µετρήσει το ποσό εις τον κάτοχο του θαυµάσιου σκελετού... «αντί συµβολαίου εξασφαλίζοντος τον σκελετόν εις το Ινστιτούτον µας...» Ο Παύλος, αγόρασε τον πάγκο ενού σαράφη που είχε φάγει στα γλέντια τα κεφάλαια της δουλειάς του κι έγινε σαράφης- τοκογλύφος, έχοντας κεφάλαια την τιµή του σκέλεθρού του. Σαν άνθρωπος που γνώρισε στον καιρό της πείνας την αξία του παρά, ήταν ευσεβέστατος παραδόπιστος. Μόνο που ήτανε το λάδι ακριβό, ειδεµή θ άναβε µέσα στην κάσα του*, ακοίµητο καντήλι προς δόξαν του Μαµωνά*, που του στελλε πλούσια τα ελέη του! Όλοι ξέρανε την ιστορία του και του µεινε τ όνοµα «Σκέλεθρας». Ο ίδιος σε κάθε περίσταση διηγότανε, γελώντας µε µιαν ασυνειδησία τροµερή, τα καθέκαστα της πούλησης του σκέλεθρού του, τελειώνοντας πάντα έτσι:

Οι κουτοί! δεν µ αφήνανε να ψοφήσω από την πείνα και παραχώνοντάς µε σε µια γωνιά να µαζέψουν τα κόκαλά µου!... Χε! χε! χε!... θέλοντας οι κουτόφραγκοι* το σκέλεθρό µου, µου δωσαν τα µέσα που στερούµουνα να ζήσω! Κάθε φορά που συναντούσε στο δρόµο το γιατρό που µεσίτεψε για την παράξενη αυτή συναλλαγή, τεντώνονταν και τόνε κοίταζε κατάµατα κοροϊδευτικά, καθώς µια µοδιστρούλα, που φτασε να γίνει µεγαλοκοκότα, κοιτάει τον προαγωγό της. Το σκελετό του τόνε λογάριαζε σαν ένα πράµα που το χε πουλήσει σε καλή τιµή «τοις µετρητοίς» κι ο αγοραστής τ άφησ εκεί σε µια γωνιά για να το πάρει αργότερα! Μάλωνε µια φορά µ ένα γείτονά του και τον απείλησε πως θαν του σπάσει τα πλευρά κι ο Παύλος είπε:...πουληµένα είναι!... θα ζηµιώσεις την Ευρώπη!... Προ λίγες µέρες τον είχε πονέσει ένα δόντι κούφιο και πήγε να το βγάλει. εν έχει παρά µόνο µια τρύπα... κι είναι γερό δόντι, είπε ο δοντογιατρός,... καλύτερα να το σφραγίσουµε µε χρυσάφι. Ο Σκέλεθρας που δεν ανεγνώριζε την υποχρέωση να κάνει κι επιδιορθώσεις στα πουληµένα κόκαλά του, και µάλιστα να γιοµίσει ένα δόντι µε χρυσάφι: Βγάλ το..., είπε... Είναι γερό... αµαρτία είναι... είσαι τόσω χρονών άντρας και διατηρείς όλα σου τα δόντια, αυτό είναι κατιτίς! Γιατί να βγάλεις ένα γερό δόντι...;! * σαράφης, ο: ενεχυροδανειστής * ανακοµιδή, η: εκταφή και µεταφορά των οστών νεκρού σε οστεοφυλάκιο, µνηµείο, τάφο κ.λπ. * χωνευτήριο, ο: χώρος του νεκροταφείου, στον οποίο φυλάσσονται τα οστά των νεκρών * βρεγµατικό οστό: καθένα από τα οστά που σχηµατίζουν το πλάγιο και επάνω τµήµα του κρανίου * αντεπιστέλλον µέλος (Ακαδηµίας ή άλλου επιστηµονικού ιδρύµατος): µέλος που δεν έχει ως µόνιµη κατοικία του τη χώρα, όπου είναι το ίδρυµα που τον τιµά µε τη διάκριση αυτή * σπάλα, η: το οστό της ωµοπλάτης * κάσα, η: σιδερένιο χρηµατοκιβώτιο, ταµείο * Μαµωνάς, ο: θεός του πλούτου * κουτόφραγκος, ο: υποτιµητικός χαρακτηρισµός για τους Ευρωπαίους, ότι τάχα υστερούν σε εξυπνάδα και µπορούν εύκολα να ξεγελαστούν * µεγαλοκοκότα, η: πόρνη πολυτελείας