ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ

Σχετικά έγγραφα
(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1996) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1466/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ουσιαστικοί κανόνες της ΟΝΕ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 117. (πρώην άρθρο 4 της ΣΕΚ)

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ο Κανονισμός 1175/2011

A8-0219/

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

Τα όργανα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Λουξεμβούργο, 12 Ιουνίου 2017 (OR. en)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 13 Δεκεμβρίου 2011 (OR. en) 2011/0209 (COD) PE-CONS 70/11 CODEC 2165 AGRI 804 AGRISTR 74

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016 (OR. en)

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 189 Α παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. με σκοπό να τερματιστεί η κατάσταση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο

European Monetary System. Θεµέλια του Συστήµατος 1: Ενιαίο νόµισµα, Δοµή δύο ταχυτήτων, Ανεξαρτησία των ΕΣΚΤ και ΕΚΤ, συνοχή µε την ΕΕ

Το πλαίσιο δημοσιονομικών πολιτικών της ΕΕ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/415/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ελλάδα

Ένα νέο πλαίσιο για τις δημοσιονομικές πολιτικές

Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων. Σχέδιο κανονισμού (10896/2014 C8-0090/ /0807(CNS))

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. Βρυξέλλες, 27 Μαΐου 2013

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/401/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Κύπρο

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0386/2. Τροπολογία. Mercedes Bresso, Elmar Brok, εισηγητές

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. Σχετικά με τη σύσταση Εθνικών Συμβουλίων Ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης του ευρώ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en)

Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Ιρλανδίας για το 2012

Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 268 final.

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. προκειμένου να τερματιστεί η κατάσταση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στην Κροατία

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/416/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ιρλανδία

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 473/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 13ης Μαΐου 2013.

11256/12 IKS/nm DG G1A

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η ανάδυση μιας νέας Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Σύσταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/283/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στο Βέλγιο

Σύσταση για ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δημόσια διαβούλευση. Ερωτήσεις και απαντήσεις

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Πρόταση ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το πρόγραμμα οικονομικής εταιρικής σχέσης που υπέβαλε η Πορτογαλία

ΠΡΟΤΑΣΗ Του/Της: Ευρωπαϊκής Επιτροπής Με ημερομηνία: 16 Ιουλίου 2004 Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την ίδρυση Ταμείου Συνοχής

(Νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) αριθ. 1173/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 8ης Νοεμβρίου 2011.

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2015) 8000 final.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2017 (OR. en)

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής. σχετικά με τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ (2011/2274 (INI))

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ECB-PUBLIC. 1 ΕΕ L 189 της , σ. 42.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2016) 297 final.


Κοινή δήλωση σχετικά με τη διαδικασία απαλλαγής και την ημερομηνία έγκρισης των οριστικών λογαριασμών της ΕΕ:

Πρόταση ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το πρόγραμμα οικονομικής εταιρικής σχέσης των Κάτω Χωρών

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 30 Ιουνίου 2017 (OR. en) κ. Mario DRAGHI, Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 23 Ιουνίου 2017

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/288/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Πορτογαλία

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ του Συµβουλίου

9291/17 ΔΙ/σα 1 DG B 1C - DG G 1A

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

11554/16 ROD/alf,ech DGG 1A

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Πρόταση ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για το πρόγραμμα οικονομικής εταιρικής σχέσης της Σλοβενίας

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2017 (OR. en)

1. Στο τέλος του άρθρου 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: (*) ΕΕ L 275 της , σ. 39.» 2. Στο άρθρο 2 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015

ΕΙΔΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ "ΠΡΟΣΒΑΣΗ"

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0134(COD)

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 306/33

Επισκόπηση των εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 10ης Οκτωβρίου 2005

ΣΗΜΕΙΩΜΑ Συμβουλίου (Ecofin) προς το : Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Θέμα: Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020»

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 4 Φεβρουαρίου 2011 (OR. en) 2010/0051 (COD) PE-CONS 64/10 IST 592 CODEC 1518

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων της Μάλτας για το 2015

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

GSC.TFUK. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Ιανουαρίου 2019 (OR. en) XT 21105/1/18 REV 1. Διοργανικός φάκελος: 2018/0427 (NLE) BXT 124

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. περί καταργήσεως της απόφασης 2009/589/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Πολωνία

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

PE-CONS 56/1/16 REV 1 EL

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Transcript:

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Στο πλαίσιο του μαθήματος Οικονομικό Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΣΤ εξάμηνο] Υπεύθυνες Καθηγήτριες: Μεταξία Ι. Κουσκουνά Ρεβέκκα Εμμανουέλα Παπαδοπούλου Συγγραφή: σ. 7-22 Δέσποινα Βαμβακά [ΑΜ: 1340201000642] σ. 23 56: Βασιλική Γέρου [ΑΜ: 1340201100069] Δέσποινα Λεωπούλου [ΑΜ: 1340201400194] Άρτεμις Σαμαρτζή [ΑΜ: 1340201300539] Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Νομικής Ιούνιος 2016 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...σ. 2-3 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...σ.4-5 ΠΡΟΛΟΓΟΣ...σ. 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 o [Δέσποινα Βαμβακά] 1. Η οικονομική και νομισματική ένωση...σ. 7-13 i. Σκοποί και αρχές ii. Διαφορές μεταξύ των δύο πόλων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης iii. Οικονομική Ολοκλήρωση[Βασιλική Γέρου] 2. Η οικονομική διακυβέρνηση στην EE... σ. 13-22 i. Η οικονομική πολιτική: οι γενικές αρχές της οικονομικής πολιτικής ii. Ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών iii. Συντελεστές της Οικονομικής Ένωσης[Βασιλική Γέρου] iv. Οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου α. Πολυμερής εποπτεία β. Δημοσιονομική πειθαρχία 3. Οικονομικές Ενώσεις ανά τον κόσμο[βασιλική Γέρου] ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο [Βασιλική Γέρου] 1. Δημοσιονομικά Ένωσης... σ. 23-26 2. Οικονομική, Κοινωνική, Εδαφική Συνοχή... σ. 26-27 3. Τράπεζα Επενδύσεων[Άρτεμις Σαμαρτζή]... σ. 27-28 i. Σύγκριση με ΕΚΤ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο [Βασιλική Γέρου] 1. Τροποποίηση άρθρου 136 ΣΛΕΕ... σ. 29 2. Υπόθεση Pringle...σ. 29 30 3. Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.. σ. 31-33 i. Ορισμός, Αρχές, Νομική Φύση, Τροποποιήσεις ii. Λειτουργία ΣΣΑ 4. Αντιμετώπιση Χρηματοπιστωτικής και Οικονομικής Κρίσης. σ. 33-38 i. Εκδοθείσες Πράξεις ii. Σχηματοποίηση 2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο [Δέσποινα Λεωπούλου, Άρτεμις Σαμαρτζή] 1. ΕΚΤ και Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ.. σ. 39 2. Όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ.. σ. 40 3. Αρμοδιότητες ΕΚΤ... σ. 40-43 4. Θεσμική Ανεξαρτησία ΕΚΤ.. σ. 43-44 5. Λογοδοσία και Έλεγχος σ. 44-45 6. Σχέσεις ΕΚΤ με άλλα όργανα.. σ. 45-47 7. Υπόθεση Gauweiler. σ. 47 50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Ο [Βασιλική Γέρου] 1. Χρονικό περίπτωσης Ελλάδας... σ. 51-54 2. Studycase: το μέλλον της ΟΝΕ σ. 54-55 ΕΠΙΛΟΓΟΣ σ. 56 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... σ. 57-59 3

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ (αλφαβητικά) ΑΕΕ = Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα ΑΕΠ = Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ΔΕΕ = Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΝΤ = Διεθνές Νομισματικό Ταμείο Ε&Α = Έρευνα & Ανάπτυξη ΕΕ = Ευρωπαϊκή Ένωση ΕθνΚΤ = Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες ΕΚΤ = Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ΕΜΣ = Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ΕΜΧΣ = Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ΕΣ = Ελεγκτικό Συνέδριο ΕΤΕπ = Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ΕΤΣ = Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας ΕΤΧΣ = Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ΕΣΣΚ = Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου Κατ = Καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ (πρωτόκολλο 4 ΣΕΕ) ΜΔΣ = Μεσορπόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο ΟΚΕ = Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή ΟΝΕ = Οικονομική και Νομισματική Ένωση ΠΔΠ = Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο ΣΕΕ = Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ΣΕΚ = Συνθήκη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΣΛΕΕ = Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣΣΑ = Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ΦΠΑ = Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ΧΘΔ = ΧάρτηςΘεμελιωδώνΔικαιωμάτων ASEAN = Association of Southeast Asian Nations 4

CACM = Central American Common Market CARICOM = Carribean Community CTBOIS = Close to Balance or in Surplus EAEU = Eurasian Economic Union RQMV = Reverse Qualified Majority Voting 5

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα εργασία έχει ως αντικείμενο την εξέταση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης εστιάζοντας ιδιαίτερα στην νομική προβληματική εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας αποδίδεται το περιεχόμενο της οικονομικής και της νομισματικής Ένωσης και παράλληλα επιχειρείται μία συνοπτική σύγκριση αυτών. Στη συνέχεια, προσεγγίζεται η εποπτεία και η δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών μελών της Ένωσης στο πρωτογενές επίπεδο. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται η δημοσιονομική οπτική της Ένωσης, των κρατών μελών τα τελευταία έτη, το σχετικό παράγωγο δίκαιο με εκτενή ανάλυση στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται η νομισματική πολιτική της Ένωσης με ιδιαίτερη αναφορά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε ένα επόμενο στάδιο αναλύεται το χρονικό της περίπτωσης της Ελλάδας όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις και επιχειρείται, τέλος, μία σχηματοποίηση σχετικά με το μέλλον της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 o 1. Η οικονομική και νομισματική ένωση i. Σκοποί και αρχές Η απόφαση για τη δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης ελήφθη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας το Δεκέμβριο 1991 και στη συνέχεια περιελήφθη στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία υπεγράφη την 7 η Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε ισχύ την 1 η Νοεμβρίου 1993 (εφεξής <<Συνθήκη Μάαστριχτ>> ). Με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση η Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει ένα βήμα μπροστά στη διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης που ξεκίνησε το 1957 με την ίδρυσή της. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα προς την ολοκλήρωση των οικονομιών της ΕΕ. Εμπεριέχει το συντονισμό των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών, μία ενιαία νομισματική πολιτική και ένα κοινό νόμισμα, το ευρώ. Παρόλο που και τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ συμμετέχουν στην οικονομική ένωση, ορισμένες χώρες έχουν κάνει ένα επιπλέον βήμα προς την ολοκλήρωση, υιοθετώντας το ευρώ. Οι χώρες αυτές συνιστούν τη λεγόμενη ευρωζώνη. Το τρίτο μέρος της ΣΛΕΕ, υπό τον τίτλο VIII, αναφέρεται στην Οικονομική και Νομισματική Πολιτική, όπου με το άρθρο 119 ΣΛΕΕ, καθιερώνονται οι βασικές γραμμές της ΟΝΕ. Παράλληλα, στο Κεφάλαιο 1 του ίδιου μέρους διατυπώνονται οι διατάξεις για την Οικονομική Πολιτική (άρθρα 120-126 ΣΛΕΕ), ενώ στο Κεφάλαιο 2 οι διατάξεις για τη Νομισματική Πολιτική (άρθρα 127-133 ΣΛΕΕ). Ο ως άνω τίτλος περιλαμβάνει τρία ακόμη κεφάλαια με θεσμικές διατάξεις (άρθρα 134-135 ΣΛΕΕ), ειδικές διατάξεις για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (άρθρα 136-138 ΣΛΕΕ) και κάποιες μεταβατικές διατάξεις (άρθρα 139-144 ΣΛΕΕ). Το άρθρο 119 ΣΛΕΕ καθιερώνει τις βασικές αρχές (οικονομία της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό) της νεοϊδρυθείσας με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Υποδεικνύει το εν ευρεία εννοία οικονομικό πρότυπο, που καθορίζεται από την πρωταρχία της νομισματικής σταθερότητας και που βασίζεται σε έναν δεσμευτικό κανόνα με πολλαπλούς αποδέκτες. Παράλληλα, η οικονομική και νομισματική ένωση αποτελεί διακηρυγμένο κοινοτικό στόχο του άρθρου 3 παρ. 4 ΣΕΕ, ενώ συγχρόνως σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 ΣΕΕ βασίζεται στην εσωτερική αγορά και την κοινοτική δράση με σκοπό <<την αειφόρο ανάπτυξητης Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, την κοινωνική οικονομία της αγοράς με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, που θα εξασφαλίζει πλήρη απασχόληση και κοινωνική πρόοδο και υψηλό βαθμό προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος>>, γεγονός που υποδηλώνει τη διασύνδεση του άρθρου 119 ΣΛΕΕ με τις βασικές αρχές που διέπουν την ΕΕ. Στην παρ. 1 του άρθρου 119 ΣΛΕΕ αναφέρεται ότι η σχετική κοινοτική δράση εντάσσεται σε μία Οικονομική Ένωση 1, που περιλαμβάνει, την Ένωση και τα κράτη μέλη και ασκείται με μία κοινή οικονομική πολιτική των δύο αυτών συνιστωσών της Οικονομικής Ένωσης, που βασίζεται σε στενό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, στην εσωτερική αγορά και στη χάραξη και την επιδίωξη κοινών αναπτυξιακών στόχων σε 1 Στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται οικονομική ένωση, αλλά οικονομικός συντονισμός. 7

περιβάλλον οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που επαναλαμβάνεται για μία ακόμη φορά, ως πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης 2 Σύμφωνα με τα ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η οικονομική ένωση συνεπάγεται ένα καθεστώς οικονομικής συμπεριφοράς των κρατών μελών, που οριοθετεί την αυτονομία τους στο πεδίο της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής και αποσκοπεί στο συντονισμό της σε ενωσιακό επίπεδο 3. Η οριοθέτηση αυτή συνίσταται στη δημιουργία ενός μηχανισμού πολυμερούς εποπτείας σχετικά με την τήρηση οικονομικών στόχων (άρθρο 121 ΣΛΕΕ), σε ένα σύστημα δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε να αποφεύγονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα των κρατών μελών (άρθρο 126 ΣΛΕΕ ), στην απαγόρευση παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων ή έμμεσης χρηματοδότησης μέσω της αγοράς χρεογράφων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες (άρθρο 123 ΣΛΕΕ), στην απαγόρευση της προνομιακής πρόσβασης των κεντρικών κυβερνήσεων και των εθνικών δημοσίων αρχών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 124 ΣΛΕΕ) και τέλος στη ρήτρα αποκλεισμού της ευθύνης της Ένωσης και των κρατών μελών για υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις και οι εν γένει δημόσιοι φορείς των κρατών μελών(άρθρο 125 ΣΛEΕ, <<nobail-out>>clause). Παρά την ύπαρξη των προαναφερθέντων ρυθμιστικών κανόνων συντονισμού, η δημοσιονομική πολιτική στο πλαίσιο διαχείρισης της εν ευρεία εννοία οικονομικής πολιτικής 4 παραμένει, με βάση τις διατάξεις της Συνθήκης, εθνική αρμοδιότητα, μιας και κανένα κράτος μέλος από τα συμμετέχοντα στη ζώνη του ευρώ, δεν έχασε την αυτονομία του κατά την άσκησή της, παρά την παραπλανητική εντύπωση του ακρωνυμίου ΟΝΕ που υποδηλώνει την ύπαρξη και οικονομικής ενοποίησης. Επομένως, η οικονομική πολιτική δεν αποτελεί ενιαία οικονομική πολιτική, όπως η νομισματική πολιτική, που έχει γενικό χαρακτήρα, αλλά έχει όποιο και όσο χαρακτήρα καθορίζεται στις διατάξεις 120-126 ΣΛΕΕ, χαρακτήρα δηλαδή συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών στο πλαίσιο της οικονομικής ένωσης. Πάντως, ο στενός συντονισμός των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, ο καθορισμός κοινών στόχων, αλλά και η εσωτερική αγορά που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αποτελούν τα σημαντικότατα μέσα χάρη στα οποία μειώνεται μεν, πραγματώνεται δε η ατελής οικονομική ενοποίηση 5. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 119 ΣΛΕΕ αποτυπώνει ρητά το ενιαίο του καθορισμού και της άσκησης της νομισματικής πολιτικής, αλλά και της συναλλαγματικής πολιτικής. Και οι δύο πολιτικές, που αποφασίζονται και ασκούνται σε ενωσιακό επίπεδο, έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Αφού η νομισματική ένωση βασίζεται σε μία ενιαία και συναλλαγματική πολιτική, είναι πολύ πιο συνεκτική 6 από την οικονομική ένωση, και καθορίζει ενιαία, δηλαδή με κοινά όργανα (ΕΚΤ,ΕΣΚΤ και Συμβούλιο-127 ΣΛΕΕ) τον όγκο του κυκλοφορούντος νομίσματος, άρα εξασφαλίζει το νόμισμα ως σταθερά, έτσι ώστε οι τιμές στην εσωτερική αγορά να εξαρτώνται μόνο και να επηρεάζονται από τον κανόνα προσφοράς και ζήτησης. Επισημαίνεται επίσης, ότι η υποστήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών στην Ένωση, τίθεται υπό τη ρητή επιφύλαξη του στόχου της νομισματικής σταθερότητας. 2 Βλ. άρθρο 3 ΣΕΕ 3 Βλ. άρθρο 5 παρ. 1 ΣΛΕΕ και άρθρο 2 παρ. 3 ΣΛΕΕ 4 Η έννοια της οικονομικής πολιτικής είναι ιδιαιτέρως ευρεία και περιλαμβάνει τόσο τη μακροοικονομική πολιτική, όσο και τις επιμέρους διαρθρωτικές πολιτικές. 5 Χριστιανός Β., Συνθήκη ΕΕ και ΣΛΕΕ: κατ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 655 6 Γ.-Ε. Καλαβρός / Θ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος II Ουσιαστικό Δίκαιο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 219 8

Σημειώνεται, τέλος, ότι αμφότερες οι δράσεις, δηλαδή τόσο η κοινή δράση της Ένωσης και των κρατών μελών ως περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής, όσο και η ενιαία νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, ακολουθούν τις εξής κατευθυντήριες γραμμές: σταθερότητα των τιμών, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο των τιμών. Οι στόχοι αυτοί δεσμεύουν δύο επίπεδα αποδεκτών, τα κράτη μέλη και την Ένωση, προκειμένου να ενισχυθεί η αυστηρότητα και να διευρυνθεί η δεσμευτικότητά της (άρθρο 119 παρ. 3 ΣΛΕΕ ). ii. Διαφορές μεταξύ των δύο πόλων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης Παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ εγκαινίασε την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η πορεία προς την ολοκλήρωση δεν έχει ακόμα τελεσφορήσει. Έτσι, οι δύο πόλοι αν και μοιράζονται κοινές αρχές, εξακολουθούν να είναι διακριτοί ιδίως ως προς το φορέα άσκησής τους, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, όπου ο πόλος της νομισματικής πολιτικής έχει παραχωρηθεί στην Ένωση. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ασυμμετρία 7 που διέπει το δίπτυχο οικονομικής και νομισματικής ένωσης, σύμφωνα με το οποίο, ενώ υπάρχει ενιαία διαχείριση και άσκηση της νομισματικής πολιτικής σε ενωσιακό επίπεδο, άρα υπάρχει νομισματική ένωση, δεν υφίσταται οικονομική ένωση, αλλά μόνο οικονομικός συντονισμός. Κατά συνέπεια, η οικονομική πολιτική παραμένει, με βάση τις διατάξεις της Συνθήκης, εθνική αρμοδιότητα παρά το γεγονός ότι η οικονομική και νομισματική ένωση εμφανίζονται υπό τον ενιαίο τίτλο ΟΝΕ. Για τη χάραξη και την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής ήταν απαραίτητη η ίδρυση ενός κεντρικού θεσμού συγκεντρωτικής λήψης αποφάσεων με υπερεθνικό χαρακτήρα 8, προκειμένου να υλοποιηθεί η διαχείριση μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής, προϋπόθεση που πληρώθηκε μέσω της δημιουργίας της ΕΚΤ. ΕΚΤ και εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ συγκροτούν το ευρωσύστημα και ασκούν τη νομισματική πολιτική της Ένωσης. Αντιθέτως, ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής αποφασίστηκε να μην εκχωρηθεί σε κάποιο αντίστοιχο νεοσύστατο θεσμό. Με την καθιέρωση της αρχής του συντονισμού, που αποτελείται από το μηχανισμό της πολυμερούς εποπτείας και των περιορισμών της δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών πρέπει να συγκλίνουν, διατηρώντας βέβαια έστω και υπό τους περιορισμούς αυτούς την αυτονομία τους 9. Η απουσία ενοποιημένης οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ πιθανότατα συνεπάγεται μεγαλύτερη ελευθερία δράσης της ΕΚΤ στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, καθώς δεν υπάρχει συγκεκριμένη οικονομική πολιτική. Η νομισματική πολιτική στην ΟΝΕ δεν καθοδηγείται από τις οικονομικές επιλογές, ενώ η εθνική δημοσιονομική πολιτική τίθεται υπό τους περιορισμούς της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Συνεπώς, οι οικονομικές επιλογές είναι 7 Αγραπίδη Γκόρτσου, Γρ., Βίκυ, Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Σάκκουλα, 2006, σελ. 167 επ. 8 Σκανδάμης Ν., Ευρωπαϊκό Δίκαιο I, Θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 4 Οργανική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2003, σελ, 110 επ. 9 Έχει υποστηριχθεί ότι η ΟΝΕ στο σύνολό της θα μπορούσε να θεωρηθεί μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί η υπερεθνικότητα με τη διακυβερνητικότητα. Η οικονομική πολιτική της Οικονομικής Ένωσης κλίνει προς τη διακυβερνητικότητα και η νομισματική πολιτικήτης Νομισματικής Ένωσης προς την υπερεθνικότητα. Κάθε ένα από τα μέρη της ΟΝΕ είναι ένα σύνθετο κράμα από υπερεθνικά και διακυβερνητικά στοιχεία, Βλ. σχετικά Αγραπίδη Γκόρτσου, Γρ., Βίκυ, Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Σάκκουλα, 2006, σελ. 169 9

υποκείμενες στη νομισματική σταθερότητα και όχι το αντίστροφο. Η ασύμμετρη δόμηση της ΟΝΕ επιτείνει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Το θεσμικό κενό της ελλειμματικής οικονομικής ενοποίησης δημιουργεί ένα ελεύθερο πεδίο για τη θεσμική εμπλοκή της ΕΚΤ, υπό τη θεσμική κάλυψη που της προσφέρει ο στόχος που επιδιώκει -νομισματική σταθερότητα- σε αποφάσεις που έχουν πολιτικές συνέπειες και που λαμβάνονται στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής. Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 127 ΣΛΕΕ αναφέρεται ότι πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ, κεντρικό όργανο της νομισματικής πολιτικής χωρίς νομική προσωπικότητα, είναι η νομισματική σταθερότητα 10, η οποία συνιστά τη σημαντικότερη συμβολή της νομισματικής πολιτικής στη δημιουργία ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών και υψηλού επιπέδου απασχόλησης. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση, ώστε να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της. Δηλαδή, εγκαθιδρύεται μία καθαρή ιεραρχία στόχων του ΕΣΚΤ. Στην πρόβλεψη των στόχων του ΕΣΚΤ, δε γίνεται οποιαδήποτε ποσοτική αναφορά στο στόχο της νομισματικής σταθερότητας. Έτσι, το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης δεν ορίζει ποιο είναι το ανεκτό ποσοστό πληθωρισμού ή τι ακριβώς εννοείται με τον όρο νομισματική σταθερότητα, αφήνοντας το περιθώριο στην ΕΚΤ να ποσοτικοποιήσει τα σχετικά μεγέθη 11. Με τον τρόπο αυτό το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης αφήνει στην ΕΚΤ ευρύτατο περιθώριο επιρροής και επί οικονομικής πολιτικής εν γένει. Στη διακριτική της ευχέρεια εναπόκειται να αποφασίσει, αν θα διαθέσει τα κεφάλαια της και με ποιο επιτόκιο και η απόφαση αυτή θα έχει συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη και απασχόληση. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι ο στόχος της σταθερότητας των τιμών και αυτός της οικονομικής ανάπτυξης μπορούν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά υπό ορισμένες συνθήκες, με την έννοια ότι για να εξασφαλισθεί ο πρώτος πρέπει να εγκαταλειφθεί ο δεύτερος, και αντίστροφα. Επομένως, η πιθανότητα να υπάρξει αντίθεση μεταξύ της νομισματικής σταθερότητας και ανάπτυξης είναι αναμενόμενη. Πέραν, λοιπόν, της ασυμμετρίας που προκύπτει από τη διαφοροποίηση του βαθμού ενοποίησης οικονομικής και νομισματικής ένωσης, διαπιστώνεται συγχρόνως μία εγγενής ανταγωνιστικότητα 12 μεταξύ: των στόχων της νομισματικής σταθερότητας και της υποστήριξης των γενικών οικονομικών πολιτικών στην Ένωση, αλλά και μία εκ των προτέρων αποφασιστική απομείωση των δευτερευόντων στόχων, στο μέτρο που ενώ αυτοί υφίστανται, παραμένουν δευτερεύοντες, αφού δεν υποστηρίζονται ρυθμιστικά από τις διατάξεις της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν ο πρωτεύων στόχος έχει επιτευχθεί, η υποχρέωση στήριξης των δευτερευόντων στόχων, ενέχει μία απολύτως χαλαρή και μη ουσιαστική δέσμευση, που δεν προστατεύεται πάντως ρυθμιστικά από τη Συνθήκη. Αφήνεται, δηλαδή, αρρύθμιστο ένα μείζον θέμα αιχμής: το όριο μέχρι το οποίο εξαντλείται η υποχρέωση της νομισματικής σταθερότητας και πέραν του οποίου απαιτείται μεταστροφή και υποστήριξη της οικονομικής πολιτικής. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι η προσήλωση της ΕΚΤ στην επιδίωξη της νομισματικής σταθερότητας θεωρείται δεδομένη, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τη στάση της κατά τη 10 Ως σταθερότητα των τιμών νοείται η διαφύλαξη της εσωτερικής αξίας του νομίσματος, δηλαδή η έλλειψη πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού. 11 Το ΔΣ της ΕΚΤ προέβη στον καθορισμό αυτόν, ήδη από το 1998, ορίζοντας ότι η μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή δε θα πρέπει να υπερβαίνει σε ετήσια βάση το 2%. Το 2003 το ΔΣ της ΕΚΤ επιβεβαίωσε τον ανωτέρω ποσοτικό καθορισμό της νομισματικής σταθερότητας. 12 Χριστιανός Β., Συνθήκη ΕΕ και ΣΛΕΕ: κατ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 692 10

διάρκεια της πρόσφατης κρίσης χρέους. Λόγω της προσήλωσής της αυτής, η ΕΚΤ δεν εξάντλησε τα όρια που διέθετε στη χρήση των παραδοσιακών μέσων της νομισματικής πολιτικής. Τέλος, όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ των δύο πόλων ως προς τις αρμοδιότητές τους, επισημαίνεται ότι, η κοπή και διαχείριση του νομίσματος, παρά το ότι είναι ένας τομέας που αφορά το σκληρό πυρήνα της άσκησης της εθνικής κυριαρχίας, έχει παραχωρηθεί στην ΕΚΤ. Σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 1 ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων σε ευρώ μέσα στην Ένωση, που εκδίδονται από την ίδια ή τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, κατόπιν άδειας της ΕΚΤ, και αποτελεί το μόνο νόμιμο χρήμα μέσα στην Ένωση για τα κράτη της ευρωζώνης. Το σχετικό δικαίωμα είναι μη εκχωρήσιμο από την ΕΚΤ στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Η έκδοση, όμως κερμάτων σε ευρώ, μετά από έγκριση της ΕΚΤ ως προς τις ποσότητες που απαιτούνται για τη διευκόλυνση των συναλλαγών, ανήκει στα κράτη μέλη. Εν συνεχεία, εκτός από τις διαφορές που εντοπίζονται στο πεδίο άσκησης των αρμοδιοτήτων των δύο πόλων, διαπιστώνονται διαφορές τόσο ως προς τα όργανα λήψης αποφάσεων και των πράξεων που εκδίδουν, όσο και ως προς τον έλεγχο της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Για την εκπλήρωση των στόχων που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΚΤ, αλλά και στο πλαίσιο συμμετοχής της ΕΚΤ στη γενική νομοπαραγωγική διαδικασία, της έχει δοθεί αυτοτελής κανονιστική αρμοδιότητα. Συγκεκριμένα, τα όργανα της ΕΚΤ, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ και η Εκτελεστική Επιτροπή, έχουν την αρμοδιότητα να εκδίδουν τέσσερις κατηγορίες νομικών πράξεων, κανονισμούς, αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες, αλλά και να επιβάλλουν πρόστιμα και χρηματικές ποινές σε επιχειρήσεις λόγω της μη συμμόρφωσης με υποχρεώσεις που απορρέουν από κανονισμούς και αποφάσεις της. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ΕΚΤ έχει κατ αρχήν αρμοδιότητα να εκδίδει το σύνολο των νομικών πράξεων, εκτός Οδηγιών, που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ. Όμως, το Καταστατικό έχει χορηγήσει στην ΕΚΤ την εξουσία να προβαίνει στην έκδοση Κατευθυντήριων Γραμμών, Οδηγιών και εσωτερικών Αποφάσεων. Αυτές οι πράξεις, που αποτελούν εσωτερικές πράξεις του ευρωσυστήματος, απευθύνονται αποκλειστικά και είναι νομικά δεσμευτικές για τις εθνικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ. Η ΕΚΤ εκδίδει Κανονισμούς υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη ΣΛΕΕ και το Καταστατικό. Πρόκειται για νομικές δηλαδή πράξεις που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 132 παρ. 1 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 34.1, πρώτο στοιχείο του Καταστατικού. Αρμόδιο όργανο για την έκδοσή τους είναι αποκλειστικά το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, ενώ για τις αποφάσεις είτε το Δ.Σ. είτε η Εκτελεστική Επιτροπή ανάλογα με το πεδίο αρμοδιότητάς τους. Έχουν ρυθμιστικό περιεχόμενο, είναι δηλαδή δεσμευτικές ως προς όλα τα μέρη τους και όταν ορίζουν αποδέκτες, δηλαδή τα κράτη μέλη, τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, καθώς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα, είναι δεσμευτικές μόνο γι αυτούς, μόνο όταν αφορούν ειδικά και αποκλειστικά την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται από τις συνθήκες στο ΕΣΚΤ και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. Τέλος, οι συστάσεις και οι γνώμες αφορούν αποκλειστικά και ειδικά αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ που απορρέουν από τις συνθήκες και το Καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, ενώ δεν έχουν νομική δεσμευτικότητα. 11

Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ είναι νομικά πρόσωπα που διέπονται από το δίκαιο των οικείων κρατών μελών 13. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ΕΣΚΤ, δεσμεύονται από το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης και του Καταστατικού και οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές και Οδηγίες της ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, δεσμεύονται πλήρως από το σύνολο των νομικών πράξεων που εκδίδονται από τα όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ 14 αναφορικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΚΤ. Σε ό, τι αφορά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, αυτό συνεπάγεται ότι δεν έχουν δυνατότητα άσκησης αυτόνομης πολιτικής, αλλά ο ρόλος τους περιορίζεται στην εφαρμογή στην επικράτειά τους των ενιαίων ευρωπαϊκών πολιτικών 15. Επίσης, εκπροσωπούνται στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ 16, συμμετέχοντας μέσω των διοικητών τους στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Μέλη των διοικήσεων των εν λόγω κεντρικών τραπεζών (εφόσον έχουν την οικεία υπηκοότητα) δικαιούνται να διοριστούν μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, εφόσον παραιτηθούν βέβαια από τη θέση τους στην εθνική κεντρική τράπεζα 17. Η διασφάλιση της συμμόρφωσης των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ με τις νομικές πράξεις της ΕΚΤ επιτυγχάνεται με μέτρα που οφείλει να λαμβάνει το Δ.Σ.. Αν διαπιστωθεί ότι μία εθνική κεντρική τράπεζα έχει αθετήσει υποχρέωσή της ακολουθείται η εξής διαδικασία: Η ΕΚΤ της παρέχει την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, διατυπώνει αιτιολογημένη Γνώμη επί του θέματος κα της θέτει ορισμένη προθεσμία συμμόρφωσης. Αν η εθνική κεντρική τράπεζα δε συμμορφωθεί μέσα στην ορισθείσα προθεσμία, η ΕΚΤ δύναται να προσφύγει στο ΔΕΕ, το οποίο είναι αρμόδιο για την επίλυση της διαφοράς. Ως προς τον έλεγχο των χρηματοδοτικών λογαριασμών του ΕΣΚΤ, της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών ισχύουν τα ακόλουθα. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ υποχρεούται να καταρτίζει ετήσιους λογαριασμούς, οι οποίοι καταρτίζονται από την Εκτελεστική Επιτροπή, κατά τις αρχές που θέτει το Δ.Σ., εγκρίνονται από αυτό και δημοσιεύονται. Επίσης, η ΕΚΤ υποχρεούται να δημοσιεύει σε μηνιαία βάση ενοποιημένη λογιστική κατάσταση. Οι λογαριασμοί της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών ελέγχονται από ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές, τους οποίους εγκρίνει το Συμβούλιο μετά από υπόδειξη του Δ.Σ.. Όσον αφορά τον έλεγχο των λογαριασμών του ΕΣΚΤ, η Εκτελεστική Επιτροπή, για αναλυτικούς και λειτουργικούς σκοπούς, οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένο ισολογισμό του ΕΣΚΤ, ο οποίος περιλαμβάνει τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού όλων των εθνικών τραπεζών-μελών της. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι πράξεις ή οι παραλείψεις της ΕΚΤ υπόκεινται σε έλεγχο 18 ή ερμηνεία από το ΔΕΕ, ενώ οι εθνικές κεντρικές τράπεζες νομιμοποιούνται σε προσφυγή ακυρώσεως, στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στη ΣΛΕΕ. iii. Θεωρία "οικονομικής ολοκλήρωσης" 13 Καταστατικό, άρθρο 35.3, β εδάφιο 14 ΣΛΕΕ, άρθρο 132, και Καταστατικό, άρθρο 34 15 Γκόρτσος, Χρ. Βλ., Εισαγωγή στο Δίκαιο της Οικονομικής & Νομισματικής Ένωσης, Γενικό Μέρος Ιστορική Διάσταση & Θεσμικές Διατάξεις, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 175 επ. 16 Καταστατικό, άρθρο 10.1 17 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Λουκά Παπαδήμου, πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος διορίστηκε Αντιπρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής το 2002, όταν η Ελλάδα είχε γίνει ήδη μέλος της ευρωζώνης. 18 Καταστατικό, άρθρο 35 12

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στη θεωρία της οικονομικής ολοκλήρωσης. Η θεωρία της οικονομικής ολοκλήρωσης, τμήμα της θεωρίας του διεθνούς εμπορίου, παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία ανάλυσης της οικονομικής πραγματικότητας που προκύπτει από την ενοποίηση δύο ή περισσότερων κρατών. Ορισμός Με τον όρο Οικονομική Ολοκλήρωση ή Ενοποίηση (economicintegration) εννοούμε τη διαδικασία σταδιακής απομάκρυνσης όλων των εμποδίων και περιορισμών που υπάρχουν στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και τη μετακίνηση παραγωγικών συντελεστών μεταξύ δυο ή περισσότερων χωρών. Οικονομική Θεώρηση Η θεωρία αυτή, που αφορά τις περιφερειακές ενώσεις απελευθέρωσης του εμπορίου και των αγορών, κινείται στο ίδιο πλαίσιο φιλελευθεροποίησης του διεθνούς εμπορίου. Προσπαθεί να δείξει τα οφέλη που αναμένονται απ την εξέλιξη αυτή, τα πιθανά κόστη, την κατανομή τους, την εξελικτική διαδικασία σε ανώτερα στάδια και μορφές οικονομικής ολοκλήρωσης. Ακόμη, τη σημασία από πλευράς κόστους και ωφελειών σε καθένα απ τα στάδια αυτά, αλλά και τους κανόνες αποτελεσματικής λειτουργίας των σταδίων αυτών. Στάδια Ο βαθμός οικονομικής ολοκλήρωσης μπορεί να υποδιαιρεθεί σε έξι στάδια: 1. Ζώνη συναλλαγών με προτιμησιακούς όρους (μειωμένοι δασμοί μεταξύ ορισμένων χωρών) 2. Ζώνη ελευθέρων συναλλαγών (συναλλαγές χωρίς εσωτερικούς δασμούς για ορισμένα ή όλα τα προϊόντα των συμμετεχουσών χωρών) 3. Τελωνειακή ένωση (με κοινό εξωτερικό δασμολόγιο για τις τρίτες χώρες και κοινή εμπορική πολιτική) 4. Ενιαία αγορά (με κοινές κανονιστικές ρυθμίσεις για τα προϊόντα και ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων, κεφαλαίου, εργατικού δυναμικού και υπηρεσιών) 5. Οικονομική και νομισματική ένωση (ενιαία αγορά με κοινό νόμισμα και κοινή νομισματική πολιτική) 6. Πλήρης οικονομική ολοκλήρωση (όλα τα προηγούμενα στάδια συν εναρμονισμένες δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές) [ομοσπονδιακό κράτος] Η μετακίνηση απ το ένα στάδιο στο άλλο δεν μπορεί πάντα να καθορισθεί επακριβώς στην πράξη και εξαρτάται απ τις συμφωνίες των διάφορων κρατών. Η οικονομική ολοκλήρωση δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Μέσω αυτής εξυ- πηρετούνται άλλοι υψηλότεροι σκοποί που θα μπορούσαν να συνοψισθούν στη φράση «αύξηση της ευημερίας» αυτών που προχωρούν σ αυτή την οικονομική συνεργασία (Molle W. (1991)). 13

2. Η οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ i. Η οικονομική πολιτική: οι γενικές αρχές της οικονομικής πολιτικής Η οικονομική πολιτική, σε αντίθεση με τη νομισματική, παραμένει εθνική αρμοδιότητα. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ υπάρχει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης μία νομισματική πολιτική, δεν υπάρχει αντίστοιχα και μία οικονομική πολιτική, αλλά 28 όσες δηλαδή και τα κράτη μέλη της. Παρόλο αυτά, τα κράτη μέλη δεσμεύονται να ασκούν την οικονομική τους πολιτική σύμφωνα προς τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει δυνάμει των Συνθηκών. Το άρθρο 120 ΣΛΕΕ είναι το πρώτο εισαγωγικό της Οικονομικής Πολιτικής που σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνει κάποιες από τις βασικές παραμέτρους του άρθρου 119 ΣΛΕΕ. Εξειδικεύονται οι σκοποί της οικονομικής πολιτικής, ενώ συγχρόνως τίθεται το περίγραμμα άσκησής τους, η οποία οριοθετείται ουσιαστικά, παρόλο που ασκείται από τα κράτη μέλη( << Τα κράτη μέλη ασκούν την οικονομική τους πολιτική >> άρθρο 120 ΣΛΕΕ), από σημαντικούς περιορισμούς, και μάλιστα όχι αναιτιολόγητους, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η αλληλεξάρτηση της αυτόνομα ασκούμενης οικονομικής και ιδιαίτερα της δημοσιονομικής πολιτικής με την ενιαία ενωσιακή νομισματική πολιτική. Αυτοί οι περιορισμοί τίθενται ως γενικές αρχές συντονισμού, ωστόσο δεσμεύουν τα εθνικά κράτη σε πολλαπλά επίπεδα κατά την άσκηση της οικονομικής τους πολιτικής. Η πρώτη γενική αρχή συντονισμού αφορά την υλοποίηση των στόχων της Ένωσης <<Τα κράτη μέλη ασκούν την οικονομική τους πολιτική με σκοπό να συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση >>, άρθρο 120 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, τα κράτη μέλη πρέπει να συμβάλλουν με την οικονομική τους πολιτική στην ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, στη σταθερότητα των τιμών, την κοινωνική οικονομία της αγοράς με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος(άρθρο 3 ΣΕΕ). Η δεύτερη γενική αρχή συντονισμού αφορά τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τους γενικούς προσανατολισμούς, που αναφέρονται στο άρθρο 121 παρ. 2. Άρα, η υποχρέωση συμμόρφωσης προς τους γενικούς προσανατολισμούς, που εισάγεται με το 120 ΣΛΕΕ, ενισχύεται μέσω των μέτρων εποπτείας και των μηχανισμών ήπιας κύρωσης που προβλέπει, αλλά και βάση της αναγωγής των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, ως θέματος κοινού ενδιαφέροντος στο πλαίσιο του Συμβουλίου (άρθρο 121 ΣΛΕΕ). Τελευταία γενική αρχή συντονισμού συνιστά ο καθορισμός ενός οικονομικού προτύπου 19. Τα κράτη μέλη και η Ένωση, ως αποδέκτες της διάταξης, οφείλουν να δρουν σύμφωνα με την οικονομία της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων τηρώντας τις κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 119 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Η εγκαθίδρυση του οικονομικού προτύπου και η παραπομπή στις κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 119 ΣΛΕΕ, φανερώνουν την αναγκαιότητα συντονισμού της αυτόνομα ασκούμενης 19 Πρόκειται για μία διάταξη συνταγματικού χαρακτήρα, για έναν θεμελιώδη κανόνα και όχι για ένα απλό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης.χριστιανός Β., Συνθήκη ΕΕ και ΣΛΕΕ: κατ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 659 14

οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να μη διακυβεύεται η ενιαία νομισματική πολιτική και να μην τίθεται σε διακινδύνευση η καλή λειτουργία της ΟΝΕ εν γένει. Όσον αφορά τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, έχουν απεκδυθεί κάθε εξουσίας σε σχέση με τη νομισματική πολιτική, γεγονός που σημαίνει ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να μεταχειριστούν μέσα της νομισματικής πολιτικής, όπως υποτίμηση / κοπή νομίσματος, για να προλάβουν ή να διορθώσουν καταστάσεις στον τομέα της οικονομικής πολιτικής σε περιόδους κρίσης. ii. Ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών Ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3, 5 παρ. 1 και 120 ΣΛΕΕ, πραγματοποιείται με βάση δύο άξονες: την πολυμερή εποπτεία και τη δημοσιονομική πειθαρχία. iii. Συντελεστές Οικονομικής Ένωσης Στο πλαίσιο της ΟΝΕ δεν υπάρχει ενιαίος φορέας για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Τις αρμοδιότητες μοιράζονται τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Οι βασικοί συντελεστές της ΟΝΕ, όπως προκύπτει από τα άρθρα 120 επ. της ΣΛΕΕ είναι σχηματικά: TοΕυρωπαϊκό Συμβούλιο που χαράσσει τις βασικές κατευθύνσεις πολιτικής. Tο Συμβούλιο της ΕΕ (" το Συμβούλιο") που συντονίζει τη χάραξη των οικονομικών πολιτικών και αποφασίζει αν ένα κράτος μέλος μπορεί να υιοθετήσει το ευρώ. Η "Ευρωομάδα" που συντονίζει τις πολιτικές κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Tακράτη μέλη που καταρτίζουν τον εθνικό τους προϋπολογισμό εντός των συμφωνημένων ορίων για το έλλειμμα και το χρέος και χαράσσουν τις δικές τους διαρθρωτικές πολιτικές για την αγορά εργασίας, τις συντάξεις και τις κεφαλαιαγορές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που παρακολουθεί τις οικονομικές επιδόσεις και τη συμμόρφωση με τους κανόνες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EΚΤ) που χαράσσει τη νομισματική πολιτική με κύριο στόχο τη σταθερότητα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - είναι συναρμόδιο με το Συμβούλιο να εκδίδει νομοθεσία και ασκεί τον δημοκρατικό έλεγχο της οικονομικής διακυβέρνησης, ιδίως μέσω του νέου Οικονομικού Διαλόγου. Στη συνέχεια της παρούσας και στο πλαίσιο της ανάλυσης των νέων παραγώγων ρυθμίσεων και διαδικασιών, θα πραγματοποιηθεί εκτενέστερη ανάλυση και σύγκριση των ακριβών αρμοδιοτήτων των άνωθεν οργάνων και φορέων. iv. Οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου Καθοριστικές διατάξεις για την οικονομική πολιτική είναι αυτές των άρθρων 121 και 126 ΣΛΕΕ, οι οποίες καθιερώνουν τη διαδικασία της πολυμερούς εποπτείας και την υποχρέωση αποφυγής των υπερβολικών δημοσίων ελλειμμάτων αντιστοίχως. Δηλαδή, ρυθμίζονται οι κανόνες συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών στο πλαίσιο της Ένωσης και οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας. Για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, νομική βάση για τη λήψη μέτρων αποτελεί το άρθρο 136 ΣΛΕΕ. 15

Στο κεφάλαιο για την << Οικονομική Πολιτική >> περιλαμβάνονται και τρεις ακόμα διατάξεις που έχουν ως στόχο την εξασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας εν ευρεία εννοία. Ειδικότερα, στο άρθρο 123 ΣΛΕΕ αναφέρεται η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης για τα δημοσιονομικά ελλείμματα μέσω των κεντρικών τραπεζών 20, η απαγόρευση της προνομιακής πρόσβασης στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από το δημόσιο τομέα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 124 ΣΛΕΕ, ενώ κατά το άρθρο 125 ΣΛΕΕ ισχύει η <<αρχή της μη διάσωσης>> 21. Με τις διατάξεις αυτές αποκλείεται η κατανομή της ευθύνης για το δημόσιο χρέος στα κράτη μέλη. Επομένως, οι διατάξεις της ΣΛΕΕ διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο και προσφέρουν ένα νομικό πλαίσιο που διαρθρώνεται κυρίως από διαδικασίες και απαγορεύσεις. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η σύλληψη της οικονομικής και δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι αρνητική, με εξαίρεση τη διαδικασία της πολυμερούς εποπτείας, οι υπόλοιπες διατάξεις οργανώνονται από τη Συνθήκη με την έννοια της ανάληψης από τα κράτη μέλη της υποχρέωσης να απόσχουν από πράξεις που ενδέχεται να βλάψουν την οικονομική και δημοσιονομική τους σταθερότητα, και τη δική τους αλλά και εκείνη των λοιπών κρατών μελών, καθώς ακόμα και της ίδιας της Ένωσης. α. Πολυμερής εποπτεία Το άρθρο 121 ΣΛΕΕ θέτει τις βάσεις για την πολυμερή εποπτεία της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών. Συνιστά τη νομική οδό μέσω της οποίας η Ένωση παρεμβαίνει στην άσκηση των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, με το να συντονίζει τις οικονομικές τους πολιτικές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 121 ΣΛΕΕ << Τα κράτη μέλη θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος και τις συντονίζουν στα πλαίσια του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 120.>>. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι πέρα από το οικονομικό πρότυπο που έχει ήδη τεθεί (άρθρο 120ΣΛΕΕ) θέμα μείζονος σημασίας αποτελεί η αλληλεπόπτευση των κρατών μελών, ως προς τη συμβατότητα των πολιτικών τους έναντι του κοινού προτύπου. Παράλληλα, επιβάλλεται η αντιμετώπιση των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος, προκειμένου να νομιμοποιηθεί ο ενωσιακός συντονισμός, που με τη σειρά του θα νομιμοποιήσει και θα ενεργοποιήσει το θεσμικό μηχανισμό της ΕΕ. Έτσι, τίθενται τα πραγματικά όρια μέσα στα οποία οφείλει να κινείται το εθνικό κράτος κατά την άσκηση της οικονομικής του πολιτικής. Επιπλέον, έχει υποστηριχθεί, πως με τη διατύπωση <<θέμα κοινού ενδιαφέροντος>>, θεμελιώνεται μία υποχρέωση αλληλεγγύης, στο πλαίσιο της οποίας κάθε κράτος μέλος οφείλει να απέχει από οικονομικά μέτρα τα οποία έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική άλλου κράτους μέλους 22. Σημαντικό εργαλείο πολιτικής για το συντονισμό των επιμέρους εθνικών οικονομικών πολιτικών σε ενωσιακό επίπεδο αποτελούν οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών, που είναι το κριτήριο βάσει του οποίου κρίνονται και αξιολογούνται οι μεταγενέστερες αποφάσεις πολιτικής σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, ενώ συγχρόνως συμβάλλουν στην ύπαρξη συνέπειας μεταξύ των επιμέρους πολιτικών της ευρωζώνης. Για τους ανωτέρω σκοπούς το Συμβούλιο θεσπίζει μέτρα, προκειμένου να χαράσσονται οι προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής για τα κράτη μέλη του ευρώ, κατά τρόπο ώστε να 20 Βλ. παρακάτω την υπόθεση C-62/14 Gauweiler 21 theno - bailoutclause 22 Χριστιανός Β., Συνθήκη ΕΕ και ΣΛΕΕ: κατ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 662 επ. 16

είναι συμβατοί για το σύνολο της Ένωσης και να διασφαλίζεται η εποπτεία τους (άρθρο 136.1 β ΣΛΕΕ) 23. Η διαδικασία εκκινεί μετά από σύσταση της Επιτροπής, στη βάση της οποίας, το Συμβούλιο συντάσσει σχέδιο των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης και απευθύνει έκθεση με τα πορίσματά του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ( άρθρο 121.2 εδ. α ΣΛΕΕ). Με βάση την ανωτέρω έκθεση του Συμβουλίου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζητά τα συμπεράσματα αναφορικά με τους προσανατολισμούς αυτούς ( άρθρο 121.2 εδ. β ΣΛΕΕ). Τέλος, με βάση τα συμπεράσματα αυτά, το Συμβούλιο, διατυπώνει σύσταση, όπου εκθέτει τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών και της Ένωσης. Σημειωτέον, ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δε διαδραματίζει κανένα ρόλο στη διαδικασία αυτή, απλώς το Συμβούλιο του γνωστοποιεί την ως άνω σύστασή του ( άρθρο 121.2 εδ. γ ΣΛΕΕ). Με την υιοθέτηση των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών, εγκαθιδρύεται το <<δέον>>, αυτό δηλαδή που τα κράτη μέλη οφείλουν να πράττουν, προκειμένου να μη διακινδυνεύσει η καλή λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης 24. Κατόπιν, ακολουθεί η εποπτική διαδικασία τήρησής του από την Επιτροπή, ώστε σε περίπτωση απόκλισης από τους γενικούς προσανατολισμούς, να ακολουθήσει η κύρωση, η οποία συνίσταται σε προειδοποιήσεις και συστάσεις. Στη συνέχεια, η διαδικασία της πολυμερούς εποπτείας αναφέρεται στις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 121 ΣΛΕΕ. Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι ο στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και η συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών, λειτουργεί δηλαδή ως <<πανοπτικό οικονομικό παρατηρητήριο>> 25. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή συντάσσει εκθέσεις διά των οποίων παρακολουθούνται από το Συμβούλιο οι οικονομικές εξελίξεις σε κάθε κράτος μέλος, αλλά και στην Ένωση γενικότερα, με σκοπό να αξιολογείται η συνέπεια και η συμβατότητα των οικονομικών πολιτικών με τους γενικούς προσανατολισμούς και να εξασφαλίζεται στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών (άρθρο 121.3 εδ. α ΣΛΕΕ). Για τους σκοπούς αυτής της πολυμερούς εποπτείας, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε σημαντικό μέτρο που λαμβάνουν στον τομέα της οικονομικής τους πολιτικής, ενώ παράλληλα οφείλουν να τις διαβιβάζουν και όποιες άλλες πληροφορίες κρίνουν αναγκαίες (άρθρο 121.3 εδ. β ΣΛΕΕ). Συγχρόνως, περιγράφεται η κυρωτική φάση. Στην περίπτωση που από την αξιολόγηση, που αναφέρθηκε προηγουμένως, στην οποία προβαίνει το Συμβούλιο, διαπιστωθεί ότι η οικονομική πολιτική ενός κράτους μέλους αντιβαίνει προς τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών ή ότι ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την καλή λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει προειδοποίηση στο αντιβαίνον κράτος μέλος (άρθρο 121 παρ. 4 εδ. α ΣΛΕΕ). Στη συνέχεια, παρέχεται το δικαίωμα στο Συμβούλιο, μετά από σύσταση της Επιτροπής, να απευθύνει τις αναγκαίες συστάσεις προς το αντιβαίνον κράτος μέλος. Σε περίπτωση που η ανωτέρω κατάσταση επιδεινώνεται, οι συστάσεις του Συμβουλίου μπορούν να ανακοινωθούν δημόσια, κατόπιν 23 Η διαδικασία θέσπισης των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης τίθεται στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 121 ΣΛΕΕ 24 Η ελληνική απόδοση κάνει λόγο για <<καλή λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης>>, ενώ η αγγλική αναφέρεται σε <<ορθή>><<properfunctioningofeconomicandmonetaryunion>> και όχι απλά <<καλή>> λειτουργία της ΟΝΕ. Βλ. όπ. π. Γκόρτσος, Χρ. Βλ, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 115 επ. 25 Βλ. Χριστιανός Β., όπ. π., σελ. 663 επ. 17

προτάσεως της Επιτροπής, οι οποίες ενδέχεται να προσλάβουν τη μορφή του δημοσίου ψόγου 26 (άρθρο 121 παρ. 4 εδ. β ΣΛΕΕ). Τέλος, σημειώνεται ότι το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψήφος του εν λόγω κράτους μέλους (άρθρο 121 παρ. 4 εδ. γ ΣΛΕΕ). Κατά τα λοιπά, η ειδική πλειοψηφία των υπολοίπων κρατών μελών του Συμβουλίου είναι αυτή που προβλέπεται στην παράγραφο 3, σημείο α του άρθρου 238 ΣΛΕΕ 27 (άρθρο 121 παρ. 4 εδ. δ ΣΛΕΕ). Η νομιμοποίηση των εποπτικών και κυρωτικών διαδικασιών επέρχεται με τη διαβίβαση των αποτελεσμάτων της πολυμερούς εποπτείας, υπό τη μορφή έκθεσης, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου και την Επιτροπή. Ο Πρόεδρος μπορεί να κληθεί να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αν το Συμβούλιο έχει ανακοινώσει δημόσια τις συστάσεις του (άρθρο 121 παρ. 5 ΣΛΕΕ). Επισημαίνεται, επίσης, το άρθρο 121 ΣΛΕΕ στην παράγραφο 6, περιλαμβάνει και μία εξουσιοδοτική διάταξη, κατά την οποία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να θεσπίζουν λεπτομερείς κανόνες για τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του εν λόγω άρθρου. Με νομική βάση τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε το προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και στοχεύει στην εποπτεία των δημοσιονομικών θέσεων των κρατών μελών, ώστε να διασφαλισθεί η δημοσιονομική πειθαρχία κατά τρόπο προληπτικό, μέσω των προγραμμάτων σταθερότητας και ανάπτυξης, που υποβάλλονται στην Επιτροπή. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, νομική βάση για τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση του συντονισμού στο πλαίσιο του άρθρου 121 ΣΛΕΕ και για τη χάραξη, ως προς αυτά τα κράτη, των προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής, αποτελεί και η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 136 ΣΛΕΕ. Συγχρόνως, για τα κράτη μέλη για τα οποία το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει ότι πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ<< κράτη μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση >>, δεν έχουν εφαρμογή τα τμήματα των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών που αφορούν τη ζώνη του ευρώ κατά τρόπο γενικό (άρθρο 139 παρ. 2 σημ. α ΣΛΕΕ). Επιπλέον, τα κράτη αυτά δεν έχουν δικαίωμα ψήφου κατά τη θέσπιση των τελευταίων αυτών προσανατολισμών ούτε και κατά την υιοθέτηση συστάσεων προς τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, στο πλαίσιο της πολυμερούς εποπτείας, κατά το άρθρο 121 παρ. 4 ΣΛΕΕ (άρθρο 139 παρ. 4 ΣΛΕΕ). β. Δημοσιονομική πειθαρχία (και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος) Η διαδικασία της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι ένας θεσμοθετημένος μηχανισμός ελέγχου, που συνίσταται στην αποφυγή υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων από τα κράτη μέλη, στο βαθμό που αυτά εκφράζουν μία αλόγιστη ή ανεπιτυχή χρήση πόρων και στην υποχρέωση ταχείας διόρθωσης και περιστολής τους. Ο κύριος δημοσιονομικός κανόνας τον οποίο οφείλουν να τηρούν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης είναι ένας και είναι διατυπωμένος από τη Συνθήκη κατά τρόπο αρνητικό. Σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 1 ΣΛΕΕ <<Τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα>>, εγκαθιδρύεται, δηλαδή, ο κανόνας 26 namingandshaming 27 Ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται ποσοστό τουλάχιστον 55% των μελών του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, εφόσον η πλειοψηφία αυτή συγκεντρώνει ποσοστό τουλάχιστον 65% του πληθυσμού των κρατών αυτών. 18

που υποδεικνύει στα κράτη μέλη την αποφυγή των υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Τα δύο κριτήρια με βάση τα οποία εξετάζεται η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 126 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξετάζει την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, βασιζόμενη στα κριτήρια του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, των οποίων οι τιμές αναφοράς καθορίζονται στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 12 σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που προσαρτάται στις Συνθήκες (άρθρο 126 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Οι τιμές αναφοράς είναι οι εξής: 3% για το λόγο μεταξύ του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς και 60% για το λόγο μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούν κάποιοι ορισμοί που είναι απαραίτητοι για την εφαρμογή του άρθρου 126 ΣΛΕΕ, όπως αποτυπώνονται στο άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου. Συγκεκριμένα, οι όροι δημόσιος και δημοσιονομικός νοούνται με ευρεία έννοια, καλύπτουν δηλαδή την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή ή τοπική διοίκηση και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων, όπως ορίζονται στο ευρωπαϊκό σύστημα ολοκληρωμένων οικονομικών λογαριασμών. Ως έλλειμμα νοείται ο καθαρός δανεισμός, όπως ορίζεται στο ευρωπαϊκό σύστημα ολοκληρωμένων οικονομικών λογαριασμών. Τέλος, ως χρέος νοείται το συνολικό ακαθάριστο χρέος, στην ονομαστική του αξία, που εκκρεμεί στο τέλος του έτους, ενοποιημένο εντός και μεταξύ των τομέων του κατά την ευρεία έννοια δημοσίου, όπως ορίζεται στην πρώτη περίπτωση. Συνεπώς, παρατηρείται ότι η Επιτροπή τόσο στο άρθρο 126 ΣΛΕΕ (δημοσιονομική πειθαρχία) όσο και στο άρθρο 121 ΣΛΕΕ (πολυμερής εποπτεία) δρα ως πανοπτικό παρατηρητήριο, παρακολουθώντας τη δημοσιονομική κατάσταση των κρατών μελών, προκειμένου να εντοπίσει αποκλίσεις και να διέλθει η διαδικασία στο στάδιο της διαπίστωσης. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 126 ΣΛΕΕ περιγράφουν τη διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση που: ένα κράτος μέλος δεν εκπληρώνει τους όρους ενός από τα κριτήρια της δεύτερης παραγράφου, ή και των δύο κριτηρίων (δημοσιονομικό έλλειμμα/δημόσιο χρέος), και όταν για ένα κράτος μέλος, μολονότι εκπληρώνονται οι όροι των κριτηρίων, εκτιμάται από την Επιτροπή ότι υπάρχει ο κίνδυνος υπερβολικού ελλείμματος. Και στις δύο περιπτώσεις, η Επιτροπή, αφού εντοπίσει τις μεγάλες αποκλίσεις, συντάσσει έκθεση, στην οποία λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του εν λόγω κράτους μέλους (άρθρο 126 παρ. 3 ΣΛΕΕ). Εν συνεχεία, η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή διατυπώνει γνώμη για την έκθεση της Επιτροπής. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι σε κράτος μέλος υπάρχει ή μπορεί να εμφανισθεί υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει γνώμη στο εν λόγω κράτος μέλος να ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο. Το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, οι οποίες και λαμβάνονται υπόψη από το Συμβούλιο, πριν αποφασιστεί, κατόπιν συνολικής εκτιμήσεως, αν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα ( άρθρο 126 παρ. 4, 5 και 6 ΣΛΕΕ). Συνεπώς, ενώ κατ αρχήν η διαδικασία κινείται από την Επιτροπή, η απόφαση περί του αν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα, λαμβάνεται από το Συμβούλιο. Από το στάδιο της επιτήρησης περνάμε στο στάδιο της κατ ιδίαν διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας και μπορεί να φτάσει μέχρι την επιβολή κυρώσεων. Ειδικότερα, το στάδιο της απόφασης του Συμβουλίου περί της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος σε ένα κράτος μέλος, το διαδέχεται η ανάληψη δράσης από το Συμβούλιο, με την ενεργοποίηση του πρώτου, ήπιου κυρωτικού σταδίου. Κατά το στάδιο αυτό το Συμβούλιο κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, απευθύνει συστάσεις 19

στο κράτος μέλος, καλώντας το να τερματίσει τη δημοσιονομική κατάσταση του ελλείμματος, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος (άρθρο 126 παρ. 7 ΣΛΕΕ). Οι συστάσεις δεν ανακοινώνονται δημόσια. Εν τούτοις, αν διαπιστωθεί από το Συμβούλιο ότι το κράτος μέλος δεν έχει αναλάβει αποτελεσματική δράση για την υλοποίηση των συστάσεων του, τότε το Συμβούλιο μπορεί να τις ανακοινώσει δημόσια. Κατ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται το υπόστρωμα για μία σημαντική κύρωση (δημόσιος ψόγος), που προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία εντός του περιβάλλοντος αλληλεπόπτευσης των κρατών μελών, όπου οι οικονομικές τους πολιτικές συνιστούν θέμα κοινού ενδιαφέροντος (άρθρο 126 παρ. 8 ΣΛΕΕ και 121 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Η κυρωτική διαδικασία διέρχεται μία ανοδική πορεία, όπου απειθαρχία και κύρωση τελούν σε απόλυτα αναλογική σχέση, αφού όσο μεγιστοποιείται η ανυπακοή, τόσο οξύνεται η κύρωση. Έτσι, εάν και μετά τη δημόσια ανακοίνωση των συστάσεων του Συμβουλίου, το εν λόγω κράτος επιμένει να μην τις εφαρμόζει, τότε το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να ειδοποιήσει το κράτος μέλος να λάβει, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος. Σε αυτή την περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος αυτό, να υποβάλλει εκθέσεις σύμφωνα με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, για να εξετάσει τις προσπάθειες προσαρμογής που καταβάλει αυτό το κράτος μέλος (άρθρο 126 παρ. 9 ΣΛΕΕ). Σημειώνεται, επίσης, ότι στα πλαίσια των παραγράφων 1 έως 9 του παρόντος άρθρου, δεν μπορούν να ασκηθούν τα δικαιώματα προσφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 258 ΣΛΕΕ (προσφυγή Επιτροπής κατά κράτους μέλους) και 259 ΣΛΕΕ(προσφυγή κράτους μέλους κατά κράτους μέλους που έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ των Συνθηκών) 28 (άρθρο 126 παρ. 10 ΣΛΕΕ). Η παράγραφος 11 του άρθρου 126 ΣΛΕΕ περιλαμβάνει μία σειρά από σημαντικά κυρωτικά μέσα. Κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, με απόφαση του Συμβουλίου σε περίπτωση που το κράτος μέλος δε συμμορφώνεται με την απόφασή του λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για τη διόρθωση της δημοσιονομικής του κατάστασης, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου. Συγκεκριμένα, μπορεί, μεμονωμένα ή σωρευτικά, να απαιτήσει να δημοσιεύσει το εν λόγω κράτος μέλος πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες ορίζει το Συμβούλιο, προτού εκδώσει ομολογίες και χρεόγραφα, να καλέσει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να αναθεωρήσει την πολιτική δανεισμού που ασκεί έναντι του εν λόγω κράτους μέλους, να απαιτήσει από το εν λόγω κράτος μέλος να καταθέσει ατόκως στην Ένωση ποσό κατάλληλου ύψους, έως ότου, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, διορθωθεί το υπερβολικό έλλειμμα και/ή να επιβάλλει πρόστιμα ευλόγου ύψους. Όπως παρατηρήθηκε στις διαδικασίες θέσπισης των γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής και της πολυμερούς εποπτείας, έτσι παρατηρείται και εδώ ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει κανένα ρόλο, παρά μόνο ενημερώνεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου για τις αποφάσεις που λαμβάνει το τελευταίο (άρθρο 126 παρ. 11 ΣΛΕΕ infinem). Η διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος στο οικείο κράτος μπορεί να επιφέρει την κατάργηση (δέσμια αρμοδιότητα) ορισμένων ή όλων των αποφάσεων ή των συστάσεων, από το Συμβούλιο, που αναφέρονται στις παραγράφους 6 έως 9 και στην παράγραφο 11, εφόσον, κατά τη γνώμη του, έχει διορθωθεί το υπερβολικό έλλειμμα στο οικείο κράτος μέλος. Εάν το Συμβούλιο έχει προηγουμένως ανακοινώσει δημόσια τις συστάσεις του, τότε, μόλις καταργηθεί η απόφαση περί δημόσιας ανακοίνωσης των συστάσεων, προβαίνει σε δημόσια δήλωση περί του ότι δεν υφίσταται πλέον υπερβολικό έλλειμμα στο οικείο κράτος μέλος, προβαίνει δηλαδή σε άρση του δημόσιου ψόγου. (άρθρο 126 παρ. 12 ΣΛΕΕ). 28 Ωστόσο, ήδη σήμερα, εντείνονται οι συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την εισαγωγή σχετικής διάταξης, η οποία όχι μόνο θα επιτρέπει, αλλά ουσιαστικά θα υποδεικνύει την άσκηση προσφυγής κατά κράτους μέλους που παραβαίνει αυτά που ορίζονται στο άρθρο 126 ΣΛΕΕ. 20