Στέφανος Δάνδολος: «Φαίνεται πως η Ελλάδα είναι ένας τόπος όπου η ιστορία διαρκώς επαναλαμβάνεται.» Συντάχθηκε στις 27 Οκτώβριος 2016. Ο Στέφανος Δάνδολος επέστρεψε δυναμικά με το καινούριο του μυθιστόρημα «Όταν θα δεις τη θάλασσα» από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Έχουν αλλάξει αρκετά στην ζωή και στην συγγραφική του πορεία από το τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από 3 χρόνια. Η έμπνευση του χτύπησε την πόρτα από αλλού και σήμερα συνεχίζουμε μια συζήτηση που είχαμε ανοίξει πριν από καιρό. Ο Στέφανος μιλάει για τη μοίρα των Ελλήνων συγγραφέων, τον έρωτα που είναι το βασικό συστατικό αυτή τη φορά στο μυθιστόρημά του, το Νόμπελ του Μπομπ Ντίλαν και πολλά άλλα. Αλλά κυρίως για την κληρονομιά που θέλει να αφήσει στον 3χρονο γιο του.
Μας ταξιδεύεις για ακόμα μία φορά στο παρελθόν. Πιστεύεις ότι η έρευνα και η επίσκεψη πίσω στην ιστορία μπορεί να μας δώσει μια καλύτερη εικόνα της εποχής μας; Ο πρώτος στόχος ενός έργου εποχής είναι το ταξίδι, η μαγεία που προσφέρει το πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο. Εκτός όμως από τη ψυχαγωγία που παρέχει, εάν είναι χτισμένο ολοκληρωμένα μπορεί να δημιουργήσει αναγωγές που φτάνουν πολύ βαθιά. Αυτές τις αναγωγές τις επιδιώκω γιατί θέλω ο αναγνώστης να συνδεθεί βιωματικά με το περιβάλλον που δημιουργώ. Το «Όταν θα δεις τη Θάλασσα» είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα με φόντο μια Ελλάδα άγνωστη αλλά και γνώριμη ταυτόχρονα. Είναι η τοιχογραφία ενός κόσμου, επειδή γράφτηκε όπως γράφονταν οι ερωτικές ιστορίες τότε. Η μοίρα των ηρώων η πλοκή δεν είναι ξεκομμένη από την κοινωνία, λειτουργεί συμπληρωματικά με το κοινωνικό περιβάλλον. Οπότε, μέσα από αυτό το πρίσμα, αναδύονται σε επίπεδο κοινωνίας και ομοιότητες με το σήμερα. Ο φεμινισμός που διακατέχει τη Μαργαρίτα -πρώιμος μεν, αλλά ουσιαστικός- είναι ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου σου. Τι σε οδήγησε να θέλεις να γράψεις γι αυτό; Η επιθυμία μου να δείξω τη θέση της γυναίκας τότε. Ήθελα να φωτίσω την υπέρβαση που χρειαζόταν μια γυναίκα θαμμένη για να διεκδικήσει ένα πεπρωμένο διαφορετικό από κείνο που είχε επωμιστεί. Την περίοδο που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα τη δεκαετία του 1880- η Ελλάδα βρισκόταν υπό καθεστώς αναμόρφωσης, εκσυγχρονισμού. Όμως οι γυναίκες δεν είχαν ουσιαστική θέση σε αυτή τη μετάβαση. Ήταν ένας κόσμος φτιαγμένος από άντρες για άντρες. Έτσι, η ανάδειξη των πρώτων βημάτων του γυναικείου κινήματος στην Αθήνα, έδεσε πολύ αρμονικά με τον πυρήνα του βιβλίου.
Και πάλι σπας τα σύνορα. Σε προηγούμενη συνέντευξη μου είχες απαντήσει πως υπάρχουν «έργα που αναδεικνύουν το νέο παγκοσμιοποιημένο ρεύμα στη λογοτεχνία, την ιδεολογία ότι είμαστε πολίτες του κόσμου[ ] μακριά από κάθε είδους παρωχημένα ταμπού και οπισθοδρομικά σύνδρομα συνόρων» και τρία χρόνια μετά μας φέρνεις το «Όταν θα δεις τη θάλασσα». Ένα έργο αντάξιο πολλών σύγχρονων που η γλώσσα τους «βοηθάει» να
έχουν την πλήρη τους ανάπτυξη. Πιστεύεις πως μία συγκροτημένη κίνηση για την προώθηση της λογοτεχνίας μας έξω θα μπορούσε να βοηθήσει συγγραφείς και εκδότες τη δεδομένη στιγμή; Δε νομίζω ότι η θεματολογία μπορεί να βοηθήσει πάρα πολύ. Ακόμη κι αν γράφεις διαπνεόμενος από μια πιο ευρεία οπτική, πάλι έχεις να αντιμετωπίσεις τη μοίρα του Έλληνα συγγραφέα. Η ελληνική γλώσσα είναι μια κλειστή γλώσσα στη διεθνή αγορά. Γι αυτό και μεταφράζονται τόσοι λίγοι Έλληνες συγγραφείς στο εξωτερικό, σε σύγκριση τουλάχιστον με πεζογράφους άλλων χωρών. Η αλήθεια είναι όμως ότι έχουμε εξαίρετους μυθιστοριογράφους, και τώρα ακριβώς που μιλάμε γράφονται και εκδίδονται αξιόλογα έργα, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον ενός Ισπανού αναγνώστη, ή ενός Γάλλου ή ενός Ιταλού. Προσωπικά, μου αρέσει να διαβάζω ελληνικά βιβλία που ξεφεύγουν από την αυτοέγκλειστη εθνική μας ομφαλοσκόπηση και μπορούν να συνδυάσουν αυτό που συμβαίνει σε μας με αυτό που συμβαίνει στον κόσμο. Αλλά δεν ξέρω πώς μπορούν να φτάσουν αυτά τα βιβλία στις μεγάλες ξένες αγορές. Ο έρωτας είναι κυρίαρχο στοιχείο της πλοκής σου αλλά εγώ βλέπω πως βοηθάει στην ανάπτυξη και το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων σου. Εσύ πώς ένιωθες όσο έγραφες γι αυτό; Πιστεύεις ότι ήταν το όχημα ή η αφορμή; Για πρώτη φορά στην καριέρα μου, ήταν και τα δύο. Ήθελα να γράψω ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Δεν είχα ξαναγράψει ποτέ κάτι που να βουτάει τόσο βαθιά στα ερωτικά ένστικτα. Μέχρι τώρα, ο έρωτας είτε ήταν το όχημα είτε ήταν η αφορμή. Το «Όταν θα δεις τη θάλασσα», από την πρώτη του λέξη, ξεκίνησε να χτίζεται σαν μια ανατομία του πάθους και της σάρκας. Ήταν επόμενο όλη η ανάπτυξη των χαρακτήρων να εκπορευθεί από τα ερωτικά ένστικτά τους. Μίλησέ μου για τη διαδικασία της έρευνάς σου. Μου αρέσει να εντρυφώ σε κάθε πεδίο. Κάθε εποχή έχει τα κλειδιά της. Μελετάω την αρχιτεκτονική, την μουσική, τη λογοτεχνία. Η μελέτη της Ιστορίας σε βοηθάει να είσαι πιστός και ακριβής στα γεγονότα που περιγράφεις. Για την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων όμως, οφείλεις να επεκταθείς σε όλους τους διαθέσιμους τομείς. Μόνο έτσι θα κατανοήσεις τη ψυχή τους και θα μπορέσεις να τους αποδώσεις πειστικά στον αναγνώστη.
Θα ήθελα την άποψή σου για τη βράβευση με Νόμπελ Λογοτεχνίας του Μπομπ Ντίλαν. Ανήκω στους υποστηρικτές. Οι στίχοι είναι πάντα το ίδιο, είτε απαγγέλλονται είτε διαβάζονται είτε τραγουδιούνται. Ο Ντύλαν έγραψε αριστουργήματα, ειδικά την πρώτη του περίοδο, μέχρι το 1966. Και μέσα από αυτόν, αναγνωρίζεται ιστορικά όλος ο αγώνας μιας γενιάς που διεκδίκησε το όνειρο κόντρα στις βιομηχανίες, τους πολέμους, το ρατσισμό, την εκπόρνευση της σύγχρονης κουλτούρας. Στο πρόσωπο του Ντύλαν είδα να βραβεύονται και οι μπίτνικς και ο Κεν Κέισι και οι Μπιτλς και η γενιά του Γούντστοκ, και τόσοι άλλοι που επηρέασαν και διαμόρφωσαν τη μεγαλύτερη πολιτιστική επανάσταση του εικοστού αιώνα. Η πολιτική σκηνή που περιγράφεις στο «Όταν θα δεις τη θάλασσα» δεν μπορεί παρά να συγκριθεί με τη σημερινή. Τι έχεις να πεις γι αυτό; Τι θα μπορούσα να πω; Φαίνεται ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος όπου η ιστορία διαρκώς επαναλαμβάνεται. Είναι φοβερό. Όσο περισσότερο βυθιζόμουν στο παρασκήνιο εκείνης της περιόδου, τόσο περισσότερα στοιχεία ανακάλυπτα. Τελικά ήμασταν πάντα τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Έγραψες πρόσφατα ένα υπέροχο γράμμα στο γιο σου. Κομμάτι του λέει πως «Έπειτα από τρία χρόνια και δύο μήνες που υπάρχεις στη ζωή μας, είναι επιτέλους έτοιμο αυτό το βιβλίο με τίτλο «Όταν θα δεις τη θάλασσα», που ξεκίνησα να γράφω όταν γεννήθηκες. Και, όσο πιο πολύ το σκέφτομαι, τόσο πιο έντονα συνειδητοποιώ πως δεν θα είχε γραφτεί με τον τρόπο που γράφτηκε, με τα συστατικά που το διέτρεξαν, εάν ο δικός σου μαγικός κόσμος δεν ερχόταν να με πάρει απ' το χέρι και να με ταξιδέψει μακριά από τον κόσμο που βλέπω καθημερινά. Είναι ένα βιβλίο σαν παραμύθι, γιε μου, μια ιστορία αγάπης που αποτυπώνει καιρούς πιο ρομαντικούς από τους σημερινούς, μια μεγάλη περιπέτεια με πλοία και τρένα σαν αυτά που λατρεύεις, ένα μυθιστόρημα για ανθρώπους που θέλησαν να ακούσουν την καρδιά τους και όχι το μυαλό τους, που κοίταξαν τη ζωή με μάτια ονειροπόλα σαν τα δικά σου ανόθευτα μάτια.» Νοσταλγείς αυτήν την εποχή; Κι αν ναι, τη νοσταλγείς για τον γιο σου; Ή μήπως ελπίζεις πως σε κάποια χρόνια, ο γιος σου ίσως να βλέπει εξίσου ειδυλλιακά όσο τώρα, που είναι τριών χρονών, την σημερινή εποχή; Κι ας βλέπουμε μόνο εμείς «ομίχλη και καταχνιά»; Το μεγαλύτερο μου όνειρο είναι ο γιος μου, και η γενιά του γενικότερα, να ανδρωθούν με μια διαφορετική αισθητική από αυτήν της αρπαχτής και του ωχαδελφισμού που σημάδεψαν τη σύγχρονη κοινωνική ιστορία αυτής της χώρας. Τα παιδιά μας θα ήθελα να ανακαλύψουν την ευγένεια και το θάρρος που πάντοτε είχε ο Έλληνας στο dna του. Τον πολιτισμό, την καλλιέργεια, το πάθος. Την ανθρωπιά. Να διδαχθούν από τα λάθη τα δικά μας, από το τραυματικό παρελθόν που θα σηματοδοτεί αυτή η εποχή. Τούτο τον στόχο έχει το «Όταν θα δεις τη Θάλασσα». Παντού στη ζωή υπάρχουν ομίχλη και καταχνιά, όπως παντού υπάρχει και θάλασσα. Είναι το τι βλέπεις. Εύχομαι, μια μέρα μετά από χρόνια, ένας νέος άνθρωπος να διαβάσει το βιβλίο μου και να νιώσει βαθιά μέσα του ότι αυτό που ονομάζουμε τελικά «πατρίδα» δεν είναι η αίσθηση της ιδιοκτησίας που μας παρέχουν τα γεωγραφικά σύνορα, αλλά οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που μας αγγίζουν. Μίλησε στην Λίλλυ Σπαντιδάκη