Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΟΡΑ



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Εγώ και ο τόπος μου»

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Η ιστορία του δάσους

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Η πορεία προς την Ανάσταση...

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Κατανόηση προφορικού λόγου

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Εθνικό δασικό πάρκο Πέτρας του Ρωμιού

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΦΙΛGOOD. Review from 01/02/2016. Page 1 / 5. Customer: Rubric: ΚΥΠΡΙΑΚΟ Subrubric: Εκπαίδευση/Εκπαιδευτικοί. Articlesize (cm2): 2282

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι βρισκόταν στην κορυφή ενός βουνού και είχε λογής λογής κατοίκους.

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Kangourou Greek Competition 2014

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Transcript:

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΟΡΑ Ο μικρός Ευαγόρας, ζούσε στο χωριό Άγιος Αμβρόσιος στη Βόρεια Πευκόφυτη πλαγιά του Πενταδακτύλου, μαζί με την μητέρα του Αφροδίτη, και τον πατέρα του Τεύκρο. Είχε μια αδερφή, την δεκαπεντάχρονη Πηνελόπη και έναν μικρότερο αδερφό, τον πεντάχρονο Αίαντα. Τότε ήταν δώδεκα χρονών. Εκείνο το πρωί, στις είκοσι του Ιούλη του 1974, είχε πάει κάτω στην θάλασσα, για να ψαρέψει με την πετονιά του, την είχε δέσει σε ένα καλάμι, που έκοψε από το ρυάκι που περνά δίπλα από το χωριό. Το χωριό ήταν αρμονικά κτισμένο σε ένα παραθαλάσσιο δενδρόφυτο λόφο. Καθώς ψάρευε, είδε μεγάλα γκρίζα πλοία, με κόκκινες σημαίες, να κατευθύνονται προς την στεριά. Είχε ακούσει τις προηγούμενες μέρες ότι στην Κύπρο έγινε μια αναταραχή και ότι οι χωριανοί είχαν διχαστεί και συμπεριφέρονταν εχθρικά ο ένας στον άλλο. Στο μυαλό ενός δωδεκάχρονου όμως, υπήρχαν έννοιες ακαταλαβίστικες, όπως Πραξικόπημα, Xούντα και Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Η πρώτη κανονιά από το πλοίο, χτύπησε την αποθήκη των χαρουπιών, στην παραλία. Η στέγη κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Ο Ευαγόρας άφησε το καλάμι του στην παραλία και δύο γύλους που είχε πιάσει, και άρχισε να ανηφορίζει προς το χωριό. Η δεύτερη κανονιά, που κατέστρεψε το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Αμβροσίου, τον βρήκε μεσοστρατίς. Γύρισε απότομα το κεφάλι του προς την θάλασσα, είδε ότι τα πλοία είχαν σχεδόν φτάσει στην ακτή. Ήταν πολλά, δεν μπορούσε να τα μετρήσει και είχαν γίνει ευδιάκριτες οι σημαίες στις πλώρες τους, ήταν Τούρκικες. Οι κανονιοβολισμοί, έγιναν «βροχή». Ο Ευαγόρας τρέχοντας και φωνάζοντας «Μάμα, Μάμα» προσπαθούσε να φτάσει στο σπίτι του. Στη διαδρομή, πέρασε από το μπακάλικο του Χοντρό - Νεοπτόλεμου, το οποίο είχε ισοπεδωθεί. Το μόνο που διέκρινε, ήταν το καπέλο, του καημένου του μανάβη. Σαν να είχε τοποθετηθεί, με έναν μαγικό τρόπο, πάνω στο πιο ψηλό σημείο όλων των ερειπίων. Οι φωτιές ανέβλυζαν από παντού. Ερείπια και σκόνες αιωρούνταν και ακούγονταν απόκοσμες κραυγές. Μέσα στον πανικό και το χάος, όλοι είχαν ξεχάσει τη διχόνοια των προηγούμενων ημερών και προσπαθούσαν να σωθούν τρέχοντας προς το δάσος. Όταν έφτασε ο Ευαγόρας στη γειτονιά του, έψαχνε να βρει το σπίτι του. Παντού ερείπια

Από την αιωνόβια ελιά και την χαρουπιά (τερατσιά) που κατά έναν παράδοξο τρόπο, είχαν μείνει άθικτες από τις κανονιές, κατάφερε να προσανατολιστεί. Μέσα από τα χαλάσματα της οικίας του, έβγαιναν κραυγές και κλάματα. Κατάλαβε πως ήταν το αδερφάκι του, ο Αίαντας. Μανιασμένα άρχισε να καθαρίζει τα συντρίμμια από εκεί που έβγαιναν οι κραυγές. Δεν άργησε να δει το μελανιασμένο πρόσωπο του μικρού αδελφού του. Αμέσως τον πήρε αγκαλιά. Ευτυχώς ήταν ακόμα ζωντανός. Τον μετέφερε κάτω από την αιωνόβια ελιά και εκεί κατάλαβε ότι ο αδερφός του, είχε κάταγμα και στα δύο του πόδια από τις αφύσικες γωνιές, που είχαν πάρει. Αμέσως άρχισε να φωνάζει του πατέρα του και της μητέρας του. Επέστρεψε πίσω στα χαλάσματα και συνέχισε να ψάχνει. Καθώς μετακινούσε τα συντρίμμια αλαφιασμένος, συνειδητοποίησε ότι μαζί του ήταν και η αδερφή του, η Πηνελόπη, η οποία έψαχνε μέσα στα μπάζα τους γονείς τους. Τα δύο αδέρφια, κοιτάχτηκαν χωρίς να μιλήσουν, και αμέσως μια ανώτερη δύναμη τους έσπρωξε να σφιχταγκαλιαστούν. «Έχω βρει των Αίαντα, είναι κάτω από την αμυγδαλιά. Πρέπει να βρούμε τους γονείς μας» είπε ο Ευαγόρας. Για τις επόμενες δύο ώρες, μετακινούσαν τις πέτρες και τα πληθάρενα τούβλα από τα οποία ήταν κατασκευασμένο, το παλιό, παραδοσιακό σπίτι τους, που τα τελευταία 350 χρόνια περνούσε από μάνα σε κόρη. Έτσι είχε καταλήξει και στην μητέρα του Ευαγόρα. Πάνω από την κύρια θύρα, υπήρχε εντοιχισμένος πωρόλιθος με την ένδειξη 1624. Μόλις ο Τεύκρος, σήκωσε τον πωρόλιθο με τους αριθμούς, διέκρινε το κεφάλι του πατέρα του, πάνω από το κεφάλι της μητέρας του. Προφανώς την αγκάλιασε για να την προστατέψει από την κατάρρευση. Μετακινώντας όλα τα μπάζα με κλάματα αλλά αμίλητοι, κατάλαβαν ότι ήταν και οι δύο νεκροί. Επικρατούσε μια απόκοσμη σιωπή, σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Τέλος εποχής; Τα δυο αδέλφια, κοίταζαν σοκαρισμένα τους γονείς τους, αγκαλιασμένους και νεκρούς. Μέσα στην θλίψη και στον πόνο δεν άκουσαν τις φωνές του Αίαντα, που φώναζε «στρατιώτες, στρατιώτες!!!», αλλά ούτε και τα ποδοβολητά των στρατιωτών που έρχονταν. Οι Τούρκοι έκαναν απόβαση ακριβώς στο σημείο όπου ψάρευε ο Ευαγόρας και μπήκαν στο χωριό. Ήταν πλέον αργά για να διαφύγουν. Δύο στρατιώτες, μελαψοί και κοντοί, έτρεξαν προς το μέρος τους, και τους συνέλαβαν. Πρώτα

την Πηνελόπη και μετά τον Ευαγόρα, που πρόλαβε να πάρει το φυλακτό του πατέρα του που είχε στο λαιμό, ένα αρχαίο χρυσό νόμισμα του Βασιλιά Ευέλθων της Κυπριακής Σαλαμίνας, στην μια όψη είχε χαραγμένο ένα σταυρό, ίσως μεταγενέστερο δημιούργημα, και στην πίσω όψη την θεά της Κύπρου, την Αφροδίτη. Το έβαλε γρήγορα μέσα στο δεξί του παπούτσι. Ενστικτωδώς, το κεφάλι του Ευαγόρα, γύρισε προς τον Αίαντα. Τον είδε ανήμπορο, κατάχλωμο, αμίλητο κάτω από την αιωνόβια ελιά. Δε διέφερε από τις ασβεστολιθικές πέτρες γύρω του. Ένας στρατιωτικός με άσπρη ρόμπα και με μια ερυθρά ημισέληνο στην πλάτη, πήγαινε προς το μέρος του. Σε σχέση με τον υπόλοιπο όχλο φαινόταν «άγιος». Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Τα δύο αδέλφια, συρόμενα πέρασαν μέσα από το στράτευμα το οποίο ούρλιαζε σαν μανιασμένοι γκρίζοι λύκοι. Τους σταμάτησαν μπροστά από ένα χοντρό, μυστακοφόρο αξιωματικό. Το «κοπάδι», σώπασε μόλις ο χόντρος μυστακοφόρος σήκωσε το αριστερό του χέρι. Είπε κάτι ακαταλαβίστικα και αμέσως τέσσερις στρατιώτες, πήραν την Πηνελόπη και την μετέφεραν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αμβροσίου με το βομβαρδισμένο καμπαναριό. Με κραυγές, που έμοιαζαν μεθυσμένων θηρίων, τους ακλούθησαν άλλοι πενήντα στρατιώτες. Το δεκαπεντάχρονο κορίτσι, δεν έβγαλε άχνα καθώς τραβιόταν από τους βέβηλους, με τα αθώα ματάκια της κατάφερε να ρίξει μια τελευταία ματιά στον Ευαγόρα. Τα αδελφικά βλέμματα συναντήθηκαν για τελευταία φορά, για μια αιώνια στιγμή Ήταν η τελευταία φορά που είδε την αδερφή του ζωντανή. Ο Ευαγόρας, ρίχτηκε σε ένα κελί του μοναστηριού του Αντιφωνητή Χριστού (το γνωστό μοναστήρι από το οποίο κλαπήκαν τα περίφημα ψηφιδωτά ) στα όρια του δάσους, πίσω από το χωριό, προσωρινό αρχηγείο των εισβολέων. Μαζί του μέσα στο δωμάτιο, βρισκόταν και ο Πέτρος, γνωστός και ως «Πετράκκουρος», το πρωτοπαλίκαρο του χωριού που συνειδητά, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το χωριό και έμεινε να πολεμήσει τους εισβολείς με ένα δίκαννο και το μαχαίρι του. Ήταν χτυπημένος με πέντε σφαίρες: τρεις στα πόδια και δύο στον δεξί του ώμο, φαινόταν σαν να είχε υποστεί φρικτά βασανιστήρια. Ήτανε ψηλός ίσα με δύο μέτρα, ρωμαλέος, καστανόξανθος με μελισοπράσινα μάτια, μεγαλόψυχος και καλοσυνάτος, τίμιος, ηθικός και δίκαιος, δεινός κολυμβητής, ο καλύτερος κυνηγός, ο πρώτος γεωργός, ο

αιώνιος νικητής, σε όλα τα παραδοσιακά παιχνίδια Ρώμης του χωριού. Ο Ευαγόρας, τον έβλεπε τώρα σακατεμένο και ανήμπορο σε μια γωνιά του δωματίου να μην μπορεί να αρθρώσει μια λέξη εδώ και ώρες, μόνο βογγητά. Τον κυρίευσε η απελπισία. Όταν άνοιξε τα μάτια του όμως, είδε μέσα του μια φλόγα, μια ανυπομονησία για να αγωνιστεί ξανά εναντίον του εχθρού, που χάλασε τον κόσμο του. Φώναξε στον Ευαγόρα να πάει κοντά του και του είπε «πρέπει να φύγεις τώρα. Να πας από την άλλη μεριά του βουνού, να βρεις την Εθνική φρουρά και να καλέσεις ενισχύσεις. Εσύ, η νέα γενιά, δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσετε τα ιερά μας χώματα και την αδικία που βιώνει ο λαός μας εδώ και αιώνες, ήρθε η σειρά σας, μην κάνετε τα λάθη που εμείς κάναμε, είμαι βέβαιος ότι δεν είσαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων στο νησί». Ο Ευαγόρας, ήξερε το βουνό. Μαζί με τον πατέρα του, μάζευαν μανιτάρια, τα μεγάλα καφέ σαλιγκάρια, έβαζαν ιξόβεργα για να συμπληρώσουν το καθημερινό φαγητό και ήξερε επίσης ότι από την άλλη πλευρά του βουνού, ήταν η Μεσαριά, η μεγάλη πεδιάδα της Κύπρου, στο μέσο της οποίας βρίσκεται η Λευκωσία. Ο Πέτράκκουρος, με όση δύναμη του είχε απομείνει, και στηριζόμενος στο ένα πόδι επιτέθηκε στους δύο σκοπούς μόλις άνοιξαν την πόρτα για να δουν τι τους ήθελε και τους φώναζε. Τόσο δυνατή ήταν η γροθιά, που τους έριξε με το καλό του χέρι, που ο ένας έσπασε την πόρτα και έμεινε αναίσθητος και ο άλλος σταμάτησε στα 5 μέτρα φαρδύς πλατύς. Αμέσως φώναξε βούρα Βαγορή, τρέξε!!!. Ο στρατιώτης που ήταν χάμω ανέσυρε το περίστροφό του για να πυροβολήσει τον Ευαγόρα. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ο Πέτράκκουρος, με μια απότομη κίνηση σκέπασε με το τεράστιο σώμα του τον Τούρκο και τον καταπλάκωσε. Παρόλο που ο γεμιστήρας με τις σφαίρες άδειασε στο σώμα του, πριν ξεψυχήσει βρήκε τη δύναμη να του συνθλίψει το κεφάλι. Ο Ευαγόρας ήταν πλέον μέσα στο δάσος, και έτρεχε προς την κορυφή Βασιλιάτης σε μια καλοκαιρινή αλλά άστερη και χωρίς φεγγάρι νύχτα. Όταν έφτασε στην κορυφή, ήξερε πού βρισκόταν η είσοδος της μυστικής σπηλιάς,όπου μια μέρα τους προστάτευσε από τις βροχές με τον πατέρα του. Αν και άκουγε τα ουρλιαχτά των Τούρκων στρατιωτών από μακριά, ήξερε πως εκεί ήταν ασφαλής. Πότε τον πήρε ο ύπνος δεν κατάλαβε Με το πρώτο χάραμα όμως, αμέσως ξύπνησε. Στα αριστερά του, έβλεπε από την κορυφή, ολόκληρη την Μεσαορία μέχρι τους πρόποδες του Τροόδους. Στα δεξιά του,

έβλεπε το δάσος που απλωνόταν μέχρι τα περιβόλια, την θάλασσα. Παρόλη την μαγεία του τοπίου, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν ένα κακό όνειρο αλλά η νέα του πραγματικότητα. Το πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης, τον κυρίευσε. Έβλεπε μακριά στο βάθος της Μεσαριάς, σημαίες γαλάζιες και ασπροκίντρινες. Έπρεπε επειγόντως να φτάσει εκεί και να ζητήσει βοήθεια. Γρήγορα σε μια γωνιά της σπηλιάς έχωσε μέσα στο χώμα το χρυσό οικογενειακό φυλακτό. Ήταν βέβαιος ότι σε περίπτωση σύλληψης του θα ήταν το πρώτο λάφυρο. Θα επέστρεφε όταν η ειρήνη θα επικρατούσε, να το πάρει αλλά και να ψάξει για τα αδέλφια του. Άρχισε να κατεβαίνει τον Βασιλιάτη, και μέσω του δάσους της Χαλεύκας, άρχισε να πλησιάζει την Κυθρέα, το κεφαλοχώρι της περιοχής. Τότε συνειδητοποίησε πόσο πεινούσε και πόσο διψασμένος ήταν. Την πείνα μπορούσε να την πολεμήσει. Ήξερε πολύ καλά τι μπορούσε να του προσφέρει η κυπριακή φύση. Από μύτες των δέντρων, καρπούς των αγκαθωτών θάμνων, τα αγαπημένα του Κόνναρα, ακόμη και οι καρποί των βάτων ήταν φαγώσιμοι. Με την δίψα όμως; Πώς θα την ικανοποιούσε; Ήταν Ιούλιος, τα νερά είχαν στερέψει. Ήξερε ότι η μόνη αστείρευτη πηγή στην περιοχή, ήταν το κεφαλόβρυσο της Κυθρέας. Βιαστικά, αλλά με κάθε προφύλαξη, μετά από 2 ώρες πλησίασε στο επιβλητικό θαύμα της φύσης. Από τον λαξεμένο βράχο, ξεπετούσε η «ζωή» με αξιοθαύμαστη ορμητικότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σχηματίζοντας ένα μικρό ποτάμι, που κυλούσε προς την πεδιάδα. Αμέσως έσκυψε και ρούφηξε όσο πιο πολλή ποσότητα μπορούσε. Δε διέφερε από ένα κυνηγημένο Αγρινό (είδος αιγάγρου που απαντάται αποκλειστικά στην Κύπρο, το μόνο άγριο θηλαστικό που για χιλιετίες επιβίωσε στο νησί και δεν αφανίστηκε όπως πολλά άλλα ζώα). Τότε συνειδητοποίησε, με τρόμο, ότι τέσσερις άντρες με πολιτικά ρούχα, τον παρακολουθούσαν πίσω από τον παρακείμενο αιωνόβιο Πλάτανο. «Ποιού είσαι παιδί μου;» Του είπε ένας άντρας που έμοιαζε με κάθε μεσήλικα Κύπριο. Ο Ευαγόρας δεν απάντησε. Σάστισε που άκουσε την Ελληνική-Κυπριακή φωνή, την τόσο οικία αλλά και τόσο μακρινή. Ο άντρας ξαναρώτησε: «Είσαι καλά παιδί μου;;; Ποιού είσαι ρε μιτσή;;; Πώς βρέθηκες εδώ;;;» «Είμαι του Τεύκρου, από τον Άγιο Αμβρόσιο. Κυνηγούν με οι Τούρκοι. Εσκοτώσαν τους ούλλους και επήραν τα αδέλφια μου» Αποκρίθηκε.

«Εν τούτος που δραπέτευσε ψες που το μοναστήρι», άκουσε να λένε. Αμέσως οι τέσσερις, σάστισαν. Άρχισαν να μιλάνε στα τούρκικα. Κατάλαβε πως ήταν Τουρκοκύπριοι. Εκείνη την στιγμή, εμφανίστηκαν δύο βαθμοφόροι στρατιωτικοί που από την όψη ήταν οφθαλμοφανές πως δεν ήταν Κύπριοι. Βλέποντας προς τον Ευαγόρα, συζητούσαν έντονα στην Τουρκική με τους τέσσερις άντρες. Ο Ευαγόρας φοβήθηκε. Σκέφτηκε να τρέξει να κρυφτεί στον λαξεμένο βράχο. Πριν το κάνει όμως, άκουσε μια φωνή να του λέει: «Μην κάνεις τίποτε, μην πεις τίποτε, τους είπαμε ότι είσαι βουβός. Και ότι είσαι δικός μας». Οι στρατιωτικοί ωρύονταν, προφανώς γιατί να μιλήσουν στα Ελληνικά. Ήρθαν, άρπαξαν τον Ευαγόρα και άρχισαν να του μιλούν στα τούρκικα με απειλητικό ύφος και να τον ρωτούν ακαταλαβίστικες ερωτήσεις. Ο Ευαγόρας τους κοιτούσε αποσβολωμένος με τα τεράστια πρασινογάλαζα μάτια του. Τότε ο ένας από τους τέσσερις τουρκοκύπριους, βγάζοντας μια οργίλη κραυγή, τον άρπαξε από τα χέρια των στρατιωτικών και αψηφώντας κάθε κίνδυνο, τον πήγε προς το κέντρο του χωριού. Οι άλλοι τρείς συνέχισαν να λογομαχούν με τους στρατιωτικούς. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά, του είπε: «Στο γραφείο του Μουχτάρη, έχει τρείς άντρες Καναδούς, των Ηνωμένων Εθνών. θα τους πω να σε πάρουν» Μέσα στο κινούμενο, προς νότο JEΕP των Ηνωμένων Εθνών, με τους Καναδούς ειρηνευτές, ο Ευαγόρας ένιωσε μια στοιχειώδη ασφάλεια. Γύρισε, με ύφος τεράστιας ευγνωμοσύνης, να δει τον άνθρωπο που τον έσωσε. Ο τρόμος όμως πάλι τον κυρίευσε. Έγινε αυτόπτης μάρτυρας της εν ψυχρώ δολοφονίας του σωτήρα του Τουρκοκύπριου από τους Αττίλες, «Πώς είναι δυνατόν ο θεός να έπλασε τέτοια ανθρωπόμορφα κτήνη» συλλογίστηκε... Πλέον οι ελληνικές και κυπριακές σημαίες ήταν σε απόσταση αναπνοής. Στο οδόφραγμα, τον παρέλαβαν άνδρες του ερυθρού σταυρού και τον μετέφεραν πίσω από την γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Καθ οδόν, έβλεπε εικόνες φρίκης και στα ορύγματα ατημέλητους, πεινασμένους με φτωχό εξοπλισμό, αλλά με μεγάλη περηφάνια, πολεμιστές, Ελλαδίτες και Κύπριους να πολεμούν για την πατρίδα τους. Όταν έφτασε στον χώρο υποδοχής προσφύγων στα Πέρα Ορεινής, μπροστά του απλώθηκε μια «θάλασσα» από

αντίσκηνα. Μετά από μέρες είχε ζεστό φαγητό και βασικούς κανόνες υγιεινής. Επειδή δεν είχε κάποιο ενήλικα να τον συνοδεύει, την κηδεμονία του, την ανέλαβε προσωρινά μια οικογένεια από την Κερύνεια μέχρι να βρεθεί κάποιος συγγενής. Είχε αναφέρει στους αρμόδιους του προσφυγικού συνοικισμού, ότι, Παππούδες και Γιαγιάδες δεν είχε γνωρίσει, είχαν σκοτωθεί όλοι στον αγώνα εναντίον των Άγγλων το 1955-1960, όμως ο πατέρας του, ο Τεύκρος είχε μια αδελφή την Άρτεμη, η οποία ήταν παντρεμένη με τέσσερα παιδιά. Μέσα στο χάος και στην αταξία των πρώτων ημερών της εισβολής, ήταν αδύνατο να εντοπιστεί. Όταν μετά από δύο μήνες οι αρμόδιοι εντόπισαν τα ίχνη της, πληροφόρησαν τον Ευαγόρα ότι είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία με τα παιδιά της. Τα χρόνια πέρασαν. Ο Ευαγόρας μεγάλωσε μέσα στο ελληνικό ορφανοτροφείο της αρχιεπισκοπής Κύπρου. Τελείωσε το γυμνάσιο και το λύκειο και σαν άριστος μαθητής που ήταν σπούδασε δάσκαλος στην Αθήνα, επέστρεψε στην Κύπρο, και δίδασκε στην δημοτική εκπαίδευση στο δημοτικό σχολείο στα Πέρα Ορεινής. Είχε δημιουργήσει την δική του οικογένεια, με τρία παιδιά, τον Τεύκρο, τον Αίαντα, και την Πηνελόπη. Σύμπτωση, η γυναίκα του ονομαζόταν Αφροδίτη όπως και η χαμένη του Μητέρα. Τον Απρίλη του 2003 άνοιξαν τα οδοφράγματα, και επιτράπηκε η ελεύθερη διακίνηση προς και από τις κατεχόμενες περιοχές. Ο Ευαγόρας, ήταν 42 χρονών. Αμέσως στον νου του Ευαγόρα, ξύπνησαν οι μνήμες εκείνου του «μαύρου» καλοκαιριού. Εξάλλου, και τα δύο αδέλφια του, ήταν στον επίσημο κατάλογο των 1619 αγνοουμένων, αλλά και τα άταφα σώματα των γονέων του, στοίχειωναν πολλές φορές τις σκέψεις του. Μια εσωτερική δύναμη, τον έσπρωχνε να πάει, αν και ήξερε ότι ήταν αδύνατο να τους βρει. Ήταν περισσότερο σαν προσκύνημα και μια επανασύνδεση με τον τόπο που γεννήθηκε. Ήθελε να πάει μόνος του, όπως μόνος του ήταν τα πιο πολλά χρόνια της ζωής του. Την οικογένεια θα την έπαιρνε πιο μετά, όταν θα ήταν βέβαιος για την ασφάλειά τους. Πήγε στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, πέρασε το ελληνοκυπριακό σημείο ελέγχου και κατευθύνθηκε προς το Τουρκικό. Ήταν σε απόσταση 50 μέτρων. Καθώς πλησίαζε, είδε τους Τούρκους αστυνομικούς και στρατιώτες. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να νιώσει φόβο, αλλά μόνο οργή που έπρεπε να δείξει ταξιδιωτικά έγγραφα για να πάει στο χωριό του και στο σπίτι του, στην

ίδια του την πατρίδα. Μαζί του, εκείνο το πρωινό, ήταν χιλιάδες Έλληνες της Κύπρου που πέρασαν το οδόφραγμα, ο καθένας κουβαλώντας την δική του μαρτυρική ανάμνηση. Αφού σταμάτησε στο πρώτο κατάστημα που βρήκε, ρώτησε που μπορεί να βρει αυτοκίνητο για να ενοικιάσει. Ο ιδιοκτήτης, ένας τουρκοκύπριος από το χωριό Ευρέτου της Πάφου, μιλώντας του σε άπταιστα Ελληνικά προθυμοποιήθηκε να του παραχωρήσει το δικό του αυτοκίνητο για 30 λίρες την μέρα, κάνοντας του και τον οδηγό. Ο Άγιος Αμβρόσιος (Εσσέντεπε, σύμφωνα με την νέα, τουρκική του ονομασία, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής της άγκυρας για Τουρκοποίηση του νησιού) ήταν μιας ώρας ταξίδι από την Λευκωσία. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ο Ευαγόρας παρατήρησε ότι οι αγροί ήταν παραμελημένοι, τα σπίτια κακοσυντηρημένα, οι δρόμοι σε κακή κατάσταση, ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος το 1974. Του δημιουργούταν η εντύπωση ότι οι νέοι κάτοικοι της κατεχόμενης Κύπρου, ένιωθαν ξένοι μέσα στην κλεμμένη γη, δεν είχαν την δημιουργικότητα που προκαλεί η ιδιοκτησία, ακόμα και οι τουρκοκύπριοι, συλλογίστηκε, θα πρέπει να είχαν χάσει την αίσθηση της Πατρίδας αφού ήταν ήδη μειονότητα μέσα σε μια λαοθάλασσα εποίκων. Ένοιωσε μια πρωτόγνωρη χαρά και μαζί μια τεράστια θλίψη μόλις αντίκρισε το χωριό του. Έκλαιγε γοερά αλλά δεν ήξερε αν ήταν από χαρά ή λύπη, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και φίλησε το χώμα. Το χωριό ήταν διαφορετικό, τα σπίτια σμίκρυναν, η πλατεία του χωριού ήταν μια στάλα γης, τα δέντρα ήταν μικρά και αδύναμα, τα σοκάκια πιο στενά, η εκκλησία δεν είχε καμπαναριό αλλά μιναρέ. Συλλογίστηκε πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος μέσα από τις αναμνήσεις ενός δωδεκάχρονου παιδιού και ενός 42χρονου μεσοαστού σύγχρονου κύπριου. Το χωριό εποικίστηκε από τούρκους της Καραμανιάς. Κανένα έργο υποδομής δεν είχε γίνει από το 1974, τα περβόλια είχαν ξεραθεί, οι δρόμοι ήταν βρόμικοι και τα ζώα από τα κοπάδια των νέων κατοίκων έβοσκαν μέσα στο χωριό. Οι καφενέδες γύρω από την πλατεία ήταν γεμάτοι με Τούρκους που κάπνιζαν ναργιλέ. Καθώς ο Ευαγόρας περπατούσε προς το σπίτι του ένοιωσε τα ξένα βλέμματα να καρφώνονται πάνω του, ένοιωσε μια αμηχανία ίσως και φόβο. Πέρασε από το σπίτι της θείας του, της Αθηνάς, μια ανατολίτισσα με

φερετζέ τάιζε τις κότες στην αυλή και μετά, από το σπίτι του κ. Μυλωνά του δασκάλου, φαινόταν καλοδιατηρημένο και στην κύρια είσοδο είχε την ημισέληνο, υπέθεσε ότι ήταν το ιατρείο του χωριού. Έφτασε στην γειτονιά του, η αιωνόβια ελιά και η χαρουπιά (τερατσιά) έστεκαν αγέρωχες, το σπίτι του ήταν όπως το άφησε, ερείπια... Ανέβηκε πάνω στους σωρούς των ερειπίων και θυμήθηκε την αδικοχαμένη του οικογένεια, την αδελφούλα του που την πήρε ο όχλος, το σακατεμένο αδελφάκι που το πήρε εκείνος ο καλοκάγαθος γιατρός, την τραγική εικόνα των νεκρών σφιχταγκαλιασμένων γονέων του, που ούτε να θάψει τα σώματα τους δεν πρόλαβε. Ξαφνικά κρύος ιδρώτας έλουσε το σώμα του, η ανατριχίλα που ένοιωσε όταν διέκρινε ένα οστό να προεξέχει από τα ερείπια, διαπέρασε όλο του το σώμα, έτρεμε, με ακανόνιστες και ασύγχρονες κινήσεις άρχισε να ξεθάβει οστά, ο συνοδός του, Τουρκοκύπριος, έμεινε στήλη άλατος, δεν μπορούσε να πιστέψει τι έβλεπε, τι πιο τραγικό να βλέπεις ένα άνθρωπο να μαζεύει τα οστά της άγρια δολοφονημένης οικογένειας του, 30 χρόνια μετά; Δεν πέρασε ώρα όταν ο Ευαγόρας έφερε στο φως τα λείψανα των γονέων του, ζήτησε από τον συνοδό του τουρκοκύπριο να ψάξει για κάποιο δοχείο να τα τοποθετήσει. Ήξερε τι να κάνει πλέον, θα τα έθαβε στο μοναστήρι του Αντιφωνητή Χριστού, λίγο έξω από το χωριό, εκεί που κρατήθηκε το 1974 μαζί με τον Πετράκκουρο. Ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει μετά το μακάβριο αλλά και ανέλπιστο εύρημα. Οι γονείς του έπρεπε να ταφούν, με τον σωστό τρόπο στον τόπο που γεννήθηκαν! Οι έποικοι γείτονες άρχισαν να μαζεύονται από περιέργεια γύρω από τον Ευαγόρα, όλοι τώρα βοηθούσαν να περισυλλέγουν όλα τα οστά και να τα τοποθετούν με ευλάβεια σε ένα ωραίο ξύλινο κασόνι που έφερε η έποικος που έμενε στο σπίτι της θείας Αθηνάς. Δεν τους ένοιαζε πλέον ότι ήταν Έλληνας, ήθελαν απλά να βοηθήσουν τον συνάνθρωπο τους. Ένας από αυτούς ήταν διαφορετικός, δεν ήταν εξ Τουρκίας, ήταν φανερό ότι ήταν Κύπριος και έμοιαζε και στον Ευαγόρα. Ο Ευαγόρας κοντοστάθηκε, τον κοίταζε επίμονα. Δεν είναι δυνατόν συλλογίστηκε, από την άλλη όμως δεν τον είχε δει νεκρό. Ρώτησε τον συνοδό του να μάθει ποιος είναι, του είπαν ότι είναι γιος του γιατρού, που έμεινε από την εισβολή μόνιμος κάτοικος του

χωριού, γοητευμένος από την τοποθεσία, είχε πάρει το σπίτι του κ. Μυλωνά και το λειτουργούσε σαν ιατρείο, μαζί του έμενε και το υιοθετημένο παιδάκι που ορφάνεψε στην εισβολή και είχε τραυματιστεί σοβαρά, το είχε σπουδάσει μάλιστα στην Άγκυρα στην Ιατρική σχολή, τώρα τέλειωνε την ειδίκευση του. Ο Ευαγόρας το ένοιωθε πλέον, η ματιά του, οι συσπάσεις του προσώπου του, το ύφος του αλλά και η εξωτερική ομοιότητα ήταν σίγουρα οικεία, ήταν από το αίμα του, ήταν ο Αίαντας. Νόμιζε ότι ήταν όνειρο, ότι κάποιος του κάνει πλάκα. Μετά τα οστά των γονέων του να βρει και τον χαμένο του αδελφό! Του τον σύστησαν σαν Απτουλάχ (το όνομα σημαίνει ο δούλος του Αλλάχ Θεού), δεν μιλούσε Ελληνικά, αλλά ο Απτουλάχ θυμόταν, ήταν ο Αίαντας, ήταν εξάλλου 5 χρονών το 1974, αν και έμενε 50 μετρά από τα χαλάσματα του πατρικού του εδώ και 30 χρόνια απέφευγε να έρθει στα ερείπια, ούτε καν στην αιωνόβια ελιά που τον βρήκε ο νέος του «πατέρας», μόνο όταν είδε τον Ευαγόρα πήρε την δύναμη και κατάφερε να ξεπεράσει την παιδική φοβία. Τα δυο αδέλφια έμειναν να κοιτάζονται με δάκρυα στα μάτια, ο χρόνος γύρισε πίσω στο καταραμένο 1974. «Ο αδελφός μου, τριάντα χρόνια αγνοούμενος, με τούρκικο όνομα», συλλογίστηκε ο Ευαγόρας, δεν τον ένοιαζε όμως φτάνει που είναι ζωντανός, από εδώ και πέρα μια νέα ζωή τους περίμενε. Μίλησαν ώρες, στην Αγγλική, για τις τραγικές αναμνήσεις του πολέμου αλλά και για τις ζωές τους μετά τον πόλεμο, έμαθε ο Ευαγόρας ότι η αδελφούλα τους ξεψύχησε στα χέρια του όχλου μέσα στην εκκλησία του Αγίου Αμβροσίου και ότι είναι θαμμένη σε ομαδικό τάφο λίγο έξω από το χωριό κοντά στο μοναστήρι του Αντιφωνητή Χριστού. Έμαθε επίσης ότι στον ίδιο τάφο είναι άλλοι δεκατρείς χωριανοί αγνοούμενοι. Μίλησαν όμως και για ευχάριστα θέματα, γέλασαν, έκλαψαν, έπρεπε όμως να διευθετήσουν την ταφή των γονέων τους πριν νυχτώσει και ο μόνος Ιερέας στα κατεχόμενα ήταν ο Παπαλάζαρος που εξυπηρετούσε τους εγκλωβισμένους στο χωριό Ριζοκάρπασο, μια ώρα δρόμο από το χωριό. Ο Ευαγόρας εξάλλου είχε πει στην οικογένεια του ότι μέχρι το βράδυ θα επέστρεφε και ξερώντας ότι τα κινητά δεν είχαν σήμα στα κατεχόμενα έπρεπε να βρει τρόπο επιστρέψει. Ο καλοκάγαθος γιατρός διέθεσε το αυτοκίνητο του και γρήγορα γρήγορα τα δυο αδέλφια έφτασαν στον Παπαλάζαρο, αφού του εξήγησαν με πολλή δυσκολία την απίστευτη ιστορία τους και τι τον ήθελαν, αποφάσισε να τους

ακολουθήσει κάνοντας το σταυρό του και εξηγώντας τους ότι αυτό που θα κάνουν έχει πολλούς κινδύνους αφού δεν το επιτρέπει το κατοχικό καθεστώς. Πρώτα έγινε δέηση από τον Παπαλάζαρο πάνω από τον ομαδικό τάφο και μετά έγινε η κηδεία των λειψάνων των γονέων των δυο αδελφών σε ένα πρόχειρο τάφο στο προαύλιο του μοναστηριού. Ένας πρόχειρος σταυρός τοποθετήθηκε στο σημείο. Προς το τέλος της τελετής ο Ευαγόρας σκεφτόταν ότι το μόνο που του απέμεινε να κάνει ήταν να ανεβεί στην κορυφή του βουνού, στον Βασιλιάτη για να πάρει το οικογενειακό φυλακτό που πήρε από τον πατέρα του και είχε κρύψει στην σπηλιά. Πριν τελειώσει την σκέψη του άκουσε τις σειρήνες από τα περιπολικά της ψευδοαστυνομίας που έρχονταν προς το μοναστήρι, «φύγε» του είπε ο Παπαλάζαρος «ανέβα στο βουνό, εμένα θα με καλύψουν τα Ηνωμένα Έθνη, τον αδελφό σου τον έχουν για δικό τους, δεν μπορούν να μας κάνουν κακό, εσύ κινδυνεύεις, φύγε!!!». Τριάντα χρόνια μετά ο Ευαγόρας κυνηγημένος ανέβαινε ξανά τον Βασιλιάτη Έφτασε στη σπηλιά, έψαξε και βρήκε το φυλακτό με την θεά Αφροδίτη και τον σταυρό, το πέρασε στο λαιμό του, κάθισε στην είσοδο της σπηλιάς περιμένοντας να δει αν τον ακολουθούσαν οι Τούρκοι. Αφού βεβαιώθηκε ότι κανένας δεν το έψαχνε ξεκίνησε για την Κυθρέα με τα πόδια, στο κεφαλόβρυσο, όπως τότε. Η ώρα ήταν οκτώ το βράδυ όταν έφτασε στην πηγή, ήταν κουρασμένος αλλά και ανακουφισμένος, όλα του φαίνονταν ασήμαντα μπροστά στα γεγονότα που συνέβησαν τις προηγούμενες ώρες και που θα του άλλαζαν την ζωή, ο ζωντανός αδελφός, η κηδεία των γονέων του ακόμα και η δέηση στον ομαδικό τάφο που ήταν τα λείψανα της χαμένης αδελφής Eσκυψε να πιει νερό, το πιο γλυκό νερό της ζωής του, ήταν χαρούμενος. Η φιγούρα που στεκόταν πίσω του δεν τον διέκοψε, περίμενε να ξεδιψάσει και τότε του είπε στα αγγλικά «μπες στο αυτοκίνητο να σε πάρω στο οδόφραγμα γιατί θα ανησυχούν οι δικοί σου». Ήταν ο καλοκάγαθος γιατρός, ο σωτήρας του αδελφού του, του τα είχε πει όλα ο Αίαντας ο οποίος υπέθεσε ότι ο Ευαγόρας θα ακολουθούσε την διαδρομή του 1974 που μόλις πριν τρεις ώρες του εξιστόρησε. Το αδελφικό ένστικτο δεν έπεσε έξω. Στην διαδρομή ο γιατρός τον ενημέρωσε ότι ο Παπαλαζαρος επέστρεψε πίσω στο Ριζοκάρπασο χωρίς να κατηγορηθεί, ότι ο Αίαντας Απτουλάχ ανακρίθηκε αλλά αφέθηκε

ελεύθερος και ότι για τον ίδιο τον Ευαγόρα η «αστυνομία» δεν ήξερε ποιος ήταν. Όσο για τον τάφο, δεν τόλμησαν να τον πειράξουν. Πέρασε στις ελεύθερες περιοχές στις 20:30. Σήμερα ο Ευαγόρας ζει στην Λευκωσία, έχει συχνές επαφές με τον αδελφό του στον Βορρά και αγωνίζεται για την επανένωση του νησιού. Στον τάφο των γονέων του και στον ομαδικό τάφο που είναι τα οστά της αδελφής του, φροντίζει, μαζί με τον Αίαντα, να έχει πάντα ένα αναμμένο καντήλι. Την οικογένεια του ακόμα δεν την έχει πάρει στα κατεχόμενα αλλά το πόσιμο νερό που χρησιμοποιείται στο σπίτι του είναι από το κεφαλόβρυσο της Κυθρέας που φροντίζει καθημερινά να εφοδιάζεται. Αφιερωμένο στον Παππού μου Γεώργιο Μυλωνά και τον Πατέρα μου Άδωνη Μυλωνά πρόσφυγες από τον Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας που με βοήθησαν στην σύνταξη της Ιστορίας. Γιώργος Μυλωνάς ΣΤ τάξη περιφερειακού δημοτικού σχολείου Πέρα Ορεινής.