Θέματα Εξετάσεων Τμήμα: Νομική Αθηνών Μάθημα: Πολιτική Δικονομία Ι Φεβρουάριος 2015 - Κλιμάκιο Α' (Ορφανίδης, Πανταζόπουλος, Σινανίδης) Θέμα 1ο Ο Α άσκησε αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι Β και Γ να του καταβάλλουν το ποσό των 400.000 ευρώ ως περιουσιακή ζημία από αδικοπραξία. Οι Α και Β εμφανίστηκαν την ημέρα της δικασίμου, ενώ ο εναγόμενος Γ εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος υπέβαλε μόνον αίτημα αναβολής της υπόθεσης, το οποίο απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Ο Β ισχυρίστηκε με τις προτάσεις του α) ότι το δικαστήριο δεν είναι καθ ύλη αρμόδιο και πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, β) ότι ο Α είναι ο ίδιος υπαίτιος για την πρόκληση της περιουσιακής του ζημίας, άλλως συνυπαίτιος διότι δεν μείωσε με την συμπεριφορά του την περιουσιακή του ζημία, αν και μπορούσε να το πράξει και ανέφερε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, γ) ότι κατά την διάπραξη της αδικοπραξίας (σωματική βλάβη σε βάρος; του Α) ήταν μεθυσμένος, διότι την προηγούμενη ημέρα του επεισοδίου είχε πεθάνει η μητέρα του. Προσκόμισε δε και μία ένορκη βεβαίωση στο ως άνω Δικαστήριο που είχε λάβει ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών για την απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού, δίχως να κλητεύσει κατά την λήψη της τον ομόδικό του Γ. α) Είναι νόμιμος ο ισχυρισμός του Β ως προς την καθ' ύλη αναρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών; β) Πως χαρακτηρίζονται οι ισχυρισμοί του εναγόμενου Β και ποιος φέρει το βάρος απόδειξής τους; γ) Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο σχετικώς για τους Α, Β και Γ; δ) το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης θα λάβει υπόψη του την προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση; Θέμα 2ο Ο Α άσκησε αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Π και του ομόρρυθμου εταίρου της Γ και ζήτησε να του καταβάλλουν εις ολόκληρον το ποσό των 355.000 ευρώ ως τίμημα πώλησης πολυτελούς αυτοκινήτου. Την ημέρα της δικασίμου ο Α με προφορική του δήλωση στο ακροατήριο του δικαστηρίου ζήτησε να υποχρεωθούν οι ως άνω εναγόμενοι να του καταβάλλουν εις ολόκληρον το ποσό των 75.000 ευρώ, ενώ την ημέρα εκείνη εμφανίστηκε μόνον ή Β και όχι ο ομόρρυθμος εταίρος Γ, επειδή δεν είχε κλητευθεί νομίμως. Η Β ισχυρίστηκε νομίμως με τις προτάσεις της ότι το δικαστήριο είναι πλέον καθ ύλη αναρμόδιο, μετά τον ως άνω περιορισμό του αιτήματος και πρέπει να παραπεμφθεί η αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και επί πλέον ότι το ως άνω τίμημα πρέπει να μειωθεί επειδή το πωληθέν αυτοκίνητο παρουσίαζε ελαττώματα ως προς τη χρήση των φρένων του. Ο Α ισχυρίστηκε με την
προσθήκη στις προτάσεις του ότι η αξίωση για τη μείωση του τιμήματος του αυτοκινήτου έχει ήδη παραγραφεί λόγω παρόδου του εξαμήνου, διότι το αυτοκίνητο είχε παραδοθεί ήδη από το έτος 2005, ενώ η ομόρρυθμη εταιρεία Β με την προσθήκη στις προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι ο Α κατά την παράδοση του αυτοκινήτου σ αυτήν γνώριζε την έλλειψη της ικανότητας πέδησης αυτού και της έκανε ιδιαίτερη έκπτωση. α) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για τον ισχυρισμό της Β ως προς την καθ ύλη αναρμοδιότητα του; β) Πως χαρακτηρίζονται οι ισχυρισμοί των Α και Β και ποιος φέρει το βάρος απόδειξής τους; γ) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς την ερημοδικία του ομόρρυθμου εταίρου Γ; δ) Αν ο Α πρότεινε βάσιμα την εξαίρεση του δικαστή για λόγο που αφορά τη συγγενική σχέση του με τον απολιπόμενο Γ, τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς την Β; Θέμα 3ο Ο Α άσκησε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά των Β και Γ και ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 350.000 ευρώ ως αποζημίωση από αδικοπραξία με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Την ημέρα της δικασίμου εμφανίστηκαν οι διάδικοι Α και Β, ενώ ο Γ δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο και ο Α με δήλωσή του στο δικαστήριο ζήτησε να αναγνωριστεί ότι ο Β του οφείλει το ποσό των 100.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ με την προσθήκη στις προτάσεις ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι και ο Γ του οφείλει το ποσό των 100.000 ευρώ. Ο Β ισχυρίστηκε με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του ότι α) Το δικαστήριο είναι καθ ύλη αναρμόδιο διότι κατά την ημέρα της συζήτησης της υπόθεσης διάταξη νέου νόμου υπήγαγε τις διαφορές αυτές λόγω ποσού στο Μονομελές Πρωτοδικείο, β) ο Α είχε ασκήσει προηγουμένως άλλη αγωγή κατά του Β με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι αυτός του οφείλει το ποσό των 80.000 ευρώ ως αποζημίωση από την ίδια αδικοπραξία. Το δικαστήριο παρά το ότι είχε επιφυλάξεις ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης του Α, που έφερε και το βάρος της απόδειξης, τελικά δέχθηκε εν μέρει την αγωγή για το ποσό των 20.000 ευρώ. α) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς την εμφάνιση του Β και την απουσία του Γ σε συνδυασμό με τη δικονομική συμπεριφορά του Α. Είναι νόμιμος ο περιορισμός του αιτήματος του Α σε σχέση με τον Γ; β) Είναι νόμιμοι οι ισχυρισμοί του Β και ποια θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου; γ) Ορθώς δέχθηκε το δικαστήριο ως ουσία βάσιμη την αγωγή; Από τα 3 θέματα να απαντηθούν τα 2 Ιούνιος 2015 (Σειρά Α') Θέμα Α Η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας Α άσκησε (με το ίδιο δικόγραφο) στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά του Β με αίτημα την καταβολή ποσού των 17.350 ευρώ από τη μεταξύ τους σύμβαση καθώς και κατά του Γ ως εγγυητή (ΑΚ 847) των υποχρεώσεων του Β. Κατά τη συζήτηση της αγωγής παρέστη ο Β που αρνήθηκε την οφειλή ενώ δεν παρέστη ο Γ καίτοι κατά τους ισχυρισμούς του παρασταθέντος κατά τη συζήτηση Α είχε κλητευθεί νομίμως και
εμπροθέσμως. Η Α προσκόμισε προς τούτο το αποδεικτικό επίδοσης αρμόδιου δικαστικού επιμελητή από το οποίο προέκυπτε ότι αντίγραφο της αγωγής με κλήση προς συζήτηση είχε επιδοθεί στη σύζυγό του Γ στην οικία τους επειδή κατά την επίσκεψη εκεί του δικαστικού επιμελητή δεν ανευρέθηκε ο Γ. Το δικαστήριο μετά τη διεξαγωγή μαρτυρικών αποδείξεων θεωρεί ότι η αγωγή κατά του Β είναι βάσιμη. Στο επιτρεπτό των μαρτυρικών αποδείξεων εναντιώθηκε ο Β. Ως προς τον Γ θεωρεί την αγωγή ως αόριστη λόγω μη αναφορά στον τρόπο κατάρτισης της συμβάσεως εγγυήσεως. προβληματίζεται όμως λόγω της μη παραστάσεως του Γ κατά τη συζήτηση. Τελικώς εξέδωσε απόφαση με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή ως προς τον β και την απέρριψε ως προς τον Γ ως αόριστη.εν τω μεταξύ η εταιρεία Α ήδη κατά τη διάρκεια της δίκης είχε εκχωρήσει τις ένδικες απαιτήσεις της στην εταιρεία Δ. Μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως η Δ ασκεί για τις ίδιες απαιτήσεις αγωγή κατά των Β και Γ. Επικαλέσθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου υπέρ αυτής από την εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση που έκανε δεκτή την αγωγή της Α και ζήτησε για τον λόγο αυτό την αποδοχή της δικής της αγωγής. α. Ορθά έκρινε το δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή της Α κατά του Γ ενόψει και της μη παράστασης κατά τη συζήτηση του Γ; β. Ποιά η αποδεικτική δύναμη της έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ; γ. Παραδεκτώς ασκήθηκε η αγωγή της Δ κατά του Β; δ. Υφίσταται δεδικασμένο, όπως επικαλείται η Δ, σε σχέση με τον Γ από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση που έκρινε επί της αγωγής της Α κατά των Β και Γ; ε. Παραδεκτώς εξετάστηκαν οι μάρτυρες; Θέμα Β Η Α, εταιρεία παροχής επενδυτικών συμβουλών, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας που είχε καταρτίσει με τους Β και Γ λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους. Κατά τους ισχυρισμούς της παρέσχον επενδυτικές συμβουλές σε αντισυμβαλλόμενους που ήταν προφανώς εσφαλμένες. Οι Β και Γ αμφισβήτησαν το κύρος της καταγγελίας και άσκησαν προς τούτο στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή με αιτήματα να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας και η μη ύπαρξη πλημμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους τους. Εκδόθηκε απόφαση που διαπίστωσε την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων των Β και Γ και απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς το πρώτο αίτημα. Το Δικαστήριο σε σχέση με το δεύτερο αίτημα της αγωγής έκρινε ότι είναι μη νόμιμο και απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία αυτή. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη μετά την εξάντληση και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας Στη συνέχεια η Α άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά των Β και Γ ως υπόχρεων εις ολόκληρον (ΑΚ 481) αξιώνοντας το ποσό των 70.000 ευρώ που αναγκάστηκε να καταβάλει ως αποζημίωση στον επενδυτή Ε λόγω εσφαλμένων επενδυτικών συμβουλών. Την ιστορική βάση της αγωγής αποζημιώσεως αποτέλεσε ο ισχυρισμός ότι είχαν παρασχεθεί προφανώς εσφαλμένες επενδυτικές συμβουλές. Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν την αγωγή και ισχυρίστηκαν ότι είχαν ενεργήσει νόμιμα. Το δικαστήριο θεώρησε υφίσταται δεδικασμένο από την εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση για το κύρος της καταγγελίας ως προς το θέμα της πλημμελούς εκπλήρωσης των υπηρεσιών και έκανε δεκτή την αγωγή αποζημιώσεως πλήρως. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη. Στη συνέχεια ο Β που επιθυμούσε να δώσει ένα τέλος στην υπόθεση ενόψει νέας επαγγελματικής σχέσεως που είχε καταρτίσει, κατέβαλε το ποσό των 70.000 ευρώ στην Α και άσκησε αγωγή κατά του Γ με αίτημα να του καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ. Ο Γ αρνήθηκε την αγωγή υποστηρίζοντας ότι προεχόντως (κατά 90%) για τη ζημία είναι ο Β. Από την πλευρά του ο Β
ανταπάντησε ότι το θέμα αυτό έχει κριθεί από τις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις στις δίκες με την Α. α. Νομίμως έκρινε το δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την πρώτη αγωγή καταγγελίας ως προς το δεύτερο σκέλος; β. Νομίμως έκρινε το δεύτερο δικαστήριο που είχε επιληφθεί της αγωγής αποζημιώσεως με την παραδοχή ότι υπάρχει δεδικασμένο από την πρώτη απόφαση; γ. Πως συνδέονται οι Β και Γ ως εναγόμενοι στη δεύτερη δίκη του άρχισε με αγωγή της Α; δ. Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β ότι το θέμα της κατανομής της ευθύνης έχει κριθεί από τις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις; Θέμα Γ Η Α άσκησε (με το ίδιο δικόγραφο) αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά των Β, Γ και Ε. Ειδικότερα άσκησε αγωγή κατά του Β ως εργολάβου οικοδομών, κατοίκου Αθηνών, του Γ ως κυρίου του ακινήτου (υπό ανέγερση πολυκατοικίας), κατοίκου Χαλκίδας, όπου βρισκόταν και το υπό ανέγερση ακίνητο και της Ε ως ασφαλιστικής εταιρείας με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η Ε ασφάλιζε τον β για τον κίνδυνο από την εκτέλεση του έργου ανοικοδόμησης της πολυκατοικίας. Με την αγωγή ο Α ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλλουν ολόκληρο το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση για την καταστροφή του αυτοκινήτου του που ήταν σταθμευμένο κάτω από την πολυκατοικία συνεπεία πτώσης οικοδομικών υλικών. Ο Γ άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του Β και ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή του Α ως προς αυτόν (Β), ενώ ο Β άσκησε προσεπίκληση κατά της Ε και ζήτησε να υποχρεωθεί να καταβάλει αυτή (δηλαδή η Ε) στον Α ό,τι υποχρεωθεί να καταβάλει αυτός στον Α. Ο Α την ημέρα της δικασίμου με τις προτάσεις του ζήτησε να καταδικαστούν όλοι οι εναγόμενοι να του καταβάλουν ολόκληρο το ως άνω ποσό ενώ ο Γ ισχυρίστηκε ότι το δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο. α. Παραδεκτώς στρέφεται η αγωγή κατά της Ε με βάση το παραπάνω ιστορικό και τις αναφερόμενες ιδιότητες των διαδίκων; β. Είναι νόμιμος ο ισχυρισμός του Γ περί της κατά τόπο αναρμοδιότητας του δικαστηρίου; γ. Είναι νόμιμο το αίτημα του Α που υποβλήθηκε με τις προτάσεις; δ. Είναι παραδεκτή η πρόσθετη παρέμβαση του Γ; ε. Είναι νόμιμη η προσεπίκληση της Ε από τον Β όπως αυτή διατυπώθηκε; Ιούνιος 2014 - Κλιμάκιο Α' (Ορφανίδης - Πανταζόπουλος - Σινανίδης) Θέμα 1ο Ο Α άσκησε το έτος 2010 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Β και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 240.000 ευρώ ως τίμημα πώλησης ηλεκτρονικού υπολογιστή καθώς και το ποσό των 100.000 ευρώ ως αμοιβή έργου. Με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις ο Α τροποποίησε την αγωγή του. Ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 170.000 ευρώ ως το τίμημα από την πώληση του ηλεκτρονικού υπολογιστή και το ποσό των 70.000 ευρώ ως προερχόμενο από σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Με τις επίσης εμπροθέσμως
κατατεθείσες προτάσεις της η Β ισχυρίσθηκε ότι το τίμημα για την πώληση του ηλεκτρονικού υπολογιστή πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό των 20.000 ευρώ επειδή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής παρουσίασε συγκεκριμένα πραγματικά ελαττώματα τα οποία η Β εξειδίκευσε στις προτάσεις της. Περαιτέρω, η Β με την προσθήκη - αντίκρουση στις κατατεθείσες προτάσεις της ισχυρίσθηκε ότι το δικαστήριο είναι πλέον καθ ύλη αναρμόδιο, μετά τον ως άνω περιορισμό του αιτήματος για την καταβολή του τιμήματος και πρέπει η αγωγή να παραπεμφθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Από την πλευρά του ο Α με την προσθήκη - αντίκρουση στις κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίσθηκε όπ η αξίωση για τη μείωση του τιμήματος του ηλεκτρονικού υπολογιστή έχει ήδη παραγραφεί λόγω παρόδου της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπει ο νόμος. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής είχε παραδοθεί από το έτος 2005. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της καταβολής του τιμήματος πώλησης και δέχθηκε το αίτημα της καταβολής του ποσού των 70.000 ευρώ από τη σύμβαση των ανεξάρτητων υπηρεσιών. α) Ορθώς ασκήθηκε η αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο εν όψει των αρχικώς αιτούμενων ποσών; β) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για τον ισχυρισμό της Β ως προς την καθ' ύλην αναρμοδιότητά του; γ) Πώς χαρακτηρίζονται οι ισχυρισμοί των Α και Β για τη μείωση του τιμήματος και την παραγραφή και ποιος φέρει το βάρος απόδειξής τους; δ) Είναι ορθή η απόφαση του δικαστηρίου για την καταβολή του ποσού των 70.000 ευρώ; ε) Πως μπορεί να συμμετάσχει στη δίκη ο ομόρρυθμος εταίρος της εταιρείας Β; Θέμα 2ο Ο Α εκμίσθωσε στον Β διαμέρισμα κυριότητάς του προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία. Μετά από λίγους μήνες ο Α ασκεί στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικασθεί να του αποδώσει το μίσθιο λόγω φθορών που προκάλεσε σ' αυτό. Ο Β αρνήθηκε την αγωγή. Υπέρ του Α πρόσθετη παρέμβαση άσκησε ο σύλλογος μικροϊδιοκτητών που αποτελεί νομικό πρόσωπο και έχει καταστατικό σκοπό την προστασία των συμφερόντων μικροϊδιοκτητών. Το δικαστήριο προβληματίσθηκε. αν ο Β λόγω του νεαρού της ηλικίας του είχε ικανότητα για δικαστική παράσταση, συγχρόνως όμως θεωρεί την αγωγή ως προφανώς ουσία αβάσιμη, καθότι δεν διαπίστωσε την ύπαρξη φθορών κατά την αποδεικτική διαδικασία. Τελικώς εκδίδει απόφαση με την οποία αφήνει ρητά ανεξέταστο το θέμα της ικανότητας για δικαστική παράσταση του Β και απορρίπτει ως ουσία αβάσιμες αγωγές και πρόσθετη παρέμβαση. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη. Παρά την εξέλιξη αυτή ο Α ασκεί νέα αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση για τις φθορές στο μίσθιο. Ο Β αντέταξε κατά τη συζήτηση της δεύτερης αγωγής την ύπαρξη δεδικασμένου για το θέμα των φθορών. α) Παραδεκτώς άσκησε πρόσθετη παρέμβαση ο Σύλλογος Ιδιοκτητών; β) Είναι ορθή η απόφαση του Δικαστηρίου;
γ) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β για ύπαρξη δεδικασμένου; δ) Αν υποτεθεί, ότι η πρώτη αγωγή απορριπτόταν ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, θα μπορούσε να ανακληθεί ή να προσβληθεί με ένδικα μέσα. Θέμα 3ο Ο ηλικίας 17 ετών Α ασκεί αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού κατά του Β με αίτημα την καταβολή του ποσού των 1.000 ευρώ που αποτελούσε το τίμημα από την αγορά ηλεκτρικής κιθάρας. Στην αγωγή επικαλείται ότι οι γονείς του δεν είχαν συμφωνήσει στην κατάρτιση της συμβάσεως πωλήσεως και ως εκ τούτου αιτείται την επιστροφή του σχετικού ποσού επιστρέφοντας συγχρόνως την ηλεκτρική κιθάρα. Ο Β αμυνόμενος κατά της αγωγής ισχυρίζεται ότι δεν επιθυμεί να επικαλεσθεί την έλλειψη δικαστικής ικανότητας του Α. α) Τι θα πράξει το Δικαστήριο; β) Η απάντηση θα ήταν διαφορετική αν ο Α είχε αγοράσει την κιθάρα με χρήματα που του είχαν δοθεί προς ελεύθερη διάθεση; γ) Η απάντηση είναι διαφορετική στη βάση του ερωτήματος (α) αν οι γονείς εγκρίνουν την όλη διεξαγωγή της δίκης από τον Α; δ) Απέκτησε την ιδιότητα του ενάγοντος ο Α; ε) Η απάντηση είναι διαφορετική αν ο Α είναι αλλοδαπός και κατά το δίκιο της ιθαγένειας του έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα; Να απαντηθούν δύο από τα τρία θέματα. Ιούνιος 2014 - Κλιμάκιο Β (Τσικρικάς - Τριανταφύλλου - Δεληκωστόπουλος - Κατηφόρης) Θέμα 1ο Το πιστωτικό ίδρυμα Π ενάγει την ετερρόρυθμη εταιρεία Ε για την καταβολή ποσού δανείου 100.000 ευρώ, το οποίο είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο στις 31.1.2014. Η αγωγή κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο στις 2.3.2014 και επιδίδεται στο Π στις 30.5.2014. Στο μεταξύ ο ομόρρυθμος εταίρος της Ε, ο Ο ασκεί αγωγή κατά του Π με αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας οφειλής κατά της Ε. Η αγωγή κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο στις 5.4.2014 και επιδίδεται στο Π στις 25.4.2014. Κατά τη συζήτηση της αγωγής του Π κατά της Ε το Π προσκομίζει νομίμως την έγγραφη σύμβαση του δανείου. Η Ε προς αντίκρουση της αγωγής, επικαλείται με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της ότι η οφειλή από το δάνειο δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, διότι είχε συμφωνηθεί προφορικά ετήσια παράταση. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της Ε καταθέτει ο μάρτυρας Μ. α) Επηρεάζει η αγωγή του Π κατά της Ε την εκδίκαση της αγωγής του Ο κατά του Π, β) Είναι παραδεκτή η κατάθεση του Μ; γ) Εάν έπειτα από την άσκηση της αγωγής του το Π εκχωρήσει την απαίτησή του στον Ρ, πώς επιδρά η εκχώρηση στην εξέλιξη της δίκης;
δ) Εάν η αγωγή του Π απορριφθεί τελεσιδίκως ως νόμω αβάσιμη και στη συνέχεια ο εκδοχέας Ρ ασκήσει νέα αγωγή κατά του εγγυητή Σ προς καταβολή του εν λόγω ποσού, τί θα αποφασίσει επ' αυτής το δικαστήριο; Θέμα 2ο Οι Α, Β. Γ και Δ είναι συγκύριοι ενός ακινήτου αξίας 300 000 ευρώ, το οποίο βρίσκεται στο Αγρίνιο. Ο Α ασκεί αγωγή διανομής του ακινήτου στο Πολυμελές Πρωτοδίκείο Αθηνών. Εναγόμενοι στην αγωγή είναι οι Β και Γ. Σύμφωνα με την αγωγή οι συγκύριοι απέκτησαν το ακίνητο, μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πατέρα τους Π, κατοίκου Αθηνών κατά το χρόνο του θανάτου του. Ημερομηνία δικασίμου ορίστηκε η 10η Ιουνίου 2014. Με τις προτάσεις του ο Α ζήτησε, συμπληρωματικά, 50.000 ευρώ που του όφειλε από δάνειο ο Β. Αντίγραφο της αγωγής επιδόθηκε κανονικά στον Β, ενώ λόγω της απουσίας του Γ από την κατοικία του κατά τον χρόνο της επιδόσεως ο δικαστικός επιμελητής εγχειρίζει αντίγραφο της αγωγής στον αδελφό του Γ τον Σ ο οποίος είχε έρθει να τον επισκεφθεί. Οι Α και Β παρίστανται κανονικά κατά τη δικάσιμο της αγωγής, ενώ ο Γ απουσιάζει. Το δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής. α) Είναι το δικαστήριο καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής; β) Ασκείται παραδεκτώς η αγωγή; Εάν θεωρείτε ότι υπάρχει ζήτημα παραδεκτού, με ποιον τρόπο μπορεί να θεραπευθεί; γ) Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο επί του συμπληρωματικού αιτήματος του Α; δ) Ορθώς κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής; Θέμα 3ο Ο Α ασκεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή κατά του Β με αίτημα την καταδίκη του στην καταβολή δύο ληξιπρόθεσμων οφειλών, ύψους 10 000 ευρώ από σύμβαση πωλήσεως και 17.000 ευρώ από σύμβαση δανείου αντιστοίχως. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο Β με τις προτάσεις του περιορίζεται στην προβολή των εξής ισχυρισμών: (α) ισχυρίζεται ότι δεν είναι καθ ύλην αρμόδιο το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, (β) ομολόγησε ότι όφειλε στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ ως τίμημα πωλήσεως, ταυτόχρονα όμως ισχυρίσθηκε ότι είχε εξοφλήσει την απαίτηση αυτή με την καταβολή του οφειλόμενου ποσού, χωρίς ωστόσο να λάβει εξοφλητική απόδειξη από τον Α και (γ) αρνήθηκε τη σύναψη συμβάσεως δανείου με τον Α. αναφέροντας ότι «σιγά μην είχα ανάγκη τα χρήματα του Α». Με την προσθήκη-αντίκρουση επί των προτάσεων τους, ο μεν Α παραδέχθηκε ότι κατεβλήθη από τον Β ποσό 10.000 ευρώ, ισχυριζόμενος όμως ότι η καταβολή αφορούσε την εξόφληση άλλου ισόποσου, χρέους του Β προς αυτόν, ο δε Β ισχυρίσθηκε ότι η αξίωση του Α από τη σύμβαση πωλήσεως είχε παραγραφεί πριν από την άσκηση της αγωγής. 1. Ποια θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου, αν υποτεθεί ότι δεν συντρέχει κάποια βάση για τη θεμελίωση της κατά τόπον αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών; 2. Τί θα αποφανθεί το δικαστήριο σε σχέση με τον ισχυρισμό του Β περί ελλείψεως καθ' ύλην αρμοδιότητας; Το ζήτημα της καθ' ύλην αρμοδιότητας θα μπορούσε να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αν δεν προβαλλόταν αντίστοιχος ισχυρισμός από τον εναγόμενο;
3. Θα μπορούσε ο Β. προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί εξοφλήσεως της απαιτήσεως του Α, να προσκομίσει επιστολή του ίδιου (Β) προς τον Α. στην οποία δηλώνει ότι κατέβαλε το ποσό των 10.000 ευρώ; 4. Ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως ως προς τους ισχυρισμούς, τους οποίους προβάλλουν ο ενάγων και ο εναγόμενος με την αγωγή, τις προτάσεις τους και την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών τους; 5. Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς τον ισχυρισμό του Β περί παραγραφής της αξιώσεως του Α. Θα πρέπει να δοθεί απάντηση στα δύο από τα τρία θέματα. Σεπτέμβριος 2014 - Κλιμάκιο Β (Τσικρικάς - Τριανταφύλλου - Δεληκωστόπουλος - Κατηφόρης) Θέμα 1ο Ο Α κάτοικος Βόλου ασκεί αγωγή κατά του Β, κατοίκου Λάρισας, με αίτημα την απόδοση ενός ακινήτου ευρισκομένου στη Λαμία και αξίας 30.000 ευρώ, το οποίο του το είχε εκμισθώσει, έπειτα από καταγγελία της σύμβασης μισθώσεως λόγω καθυστερήσεως καταβολής οφειλόμενων μισθωμάτων Με την ίδια αγωγή ζητεί και την καταδίκη Β στην καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων, συνολικού ποσού 10.000 ευρώ. Το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται στο ποσό των400 ευρώ. Η αγωγή ασκείται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο Β με τις προτάσεις του ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται οφειλή μισθωμάτων που να δικαιολογεί την καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως, καθώς επίσης ότι σε κάθε περίπτωση η καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική. Ο Α με την προσθήκη-αντίκρουση επί των προτάσεών του μετατρέπει το αίτημα της αγωγής του και ζητεί την αναγνώριση της οφειλής του Β προς καταβολή των μισθωμάτων. Με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, ασκεί παρέμβαση ο Γ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι ο εκμισθωτής του ακίνητου και ζητεί την απόδοσή του σε αυτόν. Με τον ίδιο τρόπο ασκεί παρέμβαση υπέρ του Β ο υπομισθωτής Υ. α) Ασκείται η αγωγή στο καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο; β) Ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών του Β; γ) ΤΙ θα αποφανθεί το δικαστήριο επί της μετατροπής του αιτήματος της αγωγής από τον Α; δ) Πως χαρακτηρίζετε τις παρεμβάσεις των Γ και Υ; ε) Καθιστούν οι παρεμβάσεις αυτές δυνατή τη συμμετοχή των Γ και Υ στην εκκρεμή δίκη; Θέμα 2ο Ο Α άσκησε αγωγή κατά των οφειλετών του, Β και Γ, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν εις ολόκληρον ως αποζημίωση από αδικοπραξία για θετική ζημία και διαφυγόντα κέρδη το ποσό των 60.000 ευρώ. Προς αντίκρουση της αγωγής του Α, ο Β ισχυρίσθηκε με τις προτάσεις του ότι το χρέος από την αδικοπραξία είχε ήδη αποσβεσθεί δια της καταρτίσεως συμβάσεως αφέσεως χρέους (454 ΑΚ). Ο ενάγων Α αντέτεινε με την
προσθήκη-αντίκρουση ότι η οφειλή δεν αποσβέσθηκε, διότι η σύμβαση αφέσεως χρέους ήταν καταπλεονεκτική και άρα άκυρη (ΑΚ 179) Προς απόδειξη του τελευταίου ισχυρισμού ο Α προσκομίζει την ένορκη βεβαίωση του Μ. Σε σχέση πάντα με την αγωγή του Α, ο εναγόμενος Γ θεώρησε ότι ο Α θα έπρεπε να είχε στραφεί και κατά του Δ ως συνοφειλέτη εις ολόκληρον. Για να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του Δ στη δίκη ο Γ κατέθεσε πριν τη συζήτηση της αγωγής δικόγραφο στο δικαστήριο, το οποίο και χαρακτήρισε ως προσεπίκληση. Το δικόγραφό αυτό το κοινοποίησε νομίμως στον προσεπικαλούμενο Δ ο οποίος όμως δεν προέβη σε καμία ενέργεια σχετικά Το δικαστήριο έκρινε ότι οι αγωγικοί ισχυρισμοί του Α ήταν αόριστοι. α) Πώς χαρακτηρίζονται δικονομικώς οι ισχυρισμοί των Β και Α με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση αντίστοιχα και ποιος διάδικος φέρει το βάρος απόδειξης; β) Είναι δυνατή η απόδειξη του ισχυρισμού του Α με την ένορκη βεβαίωση του Μ; γ) Ορθά χαρακτηρίζεται ως προσεπίκλησή το δικόγραφο του Γ; δ) Ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της ενέργειας του Γ ως προς τον Δ; ε) Πώς οφείλει το δικαστήριο να ενεργήσει εφόσον κρίνει ότι οι αγωγικοί ισχυρισμοί του Α δεν είναι επαρκώς ορισμένοι; Ποιες δυνατότητες έχει ο Α προς άρση της αοριστίας των ισχυρισμών του; Θέμα 3ο Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) που οφείλει σύνταξη στη Β σε περίπτωση θανάτου του συζύγου αυτής Α ασκεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή ακυρώσεως του μεταξύ αυτών (Α και Β) γάμου (ΑΚ 1378 αρ. 11) προκειμένου ν απαλλαγεί από τη σχετική υποχρέωσή του. Ο Α και Β ήταν και είναι διαρκώς κάτοικοι Θεσσαλονίκης. Με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους οι Α και Β περιορίστηκαν στην άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής. Το δικαστήριο προβληματίστηκε ως προς το αν το ΙΚΑ έχει ενεργητική νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής συγχρόνως όμως θεώρησε την αγωγή ως προφανώς ουσία αβάσιμη. Τελικώς εκδίδει απόφαση με την οποία αφήνει ρητά ανεξέταστο το θέμα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως και του εννόμου συμφέροντος και απορρίπτει ως ουσία αβάσιμη την αγωγή. α) Είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών; β) Οι εναγόμενοι θα μπορούσαν να ισχυρισθούν παραδεκτώς με την προσθήκη - αντίκρουση στις κατατεθείσες προτάσεις τους ότι πρέπει να ανασταλεί η εκδίκαση της αγωγής εωσότου περατωθεί η δίκη επί άλλης αγωγής του ΙΚΑ κατά των ιδίων (Α και Β), υπό την αυτή ιδιότητα, με ίδιο αίτημα και ίδια ιστορική αιτία; γ) Είναι ορθή η απόφαση του δικαστηρίου. Η απάντηση θα ήταν διαφορετική αν οι εναγόμενοι με τις κατατεθείσες προτάσεις τους είχαν επικαλεσθεί την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως και εννόμου συμφέροντος του ΙΚΑ;
Σεπτέμβριος 2014 - Κλιμάκιο Α' (Ορφανίδης - Πανταζόπουλος - Σινανίδης) Θέμα 1ο Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β, κατοίκου Αθηνών, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ ως αμοιβή από τη σύμβαση εκτέλεσης έργου (διόρθωση και συντήρηση του ανελκυστήρα), που συνήφθη στην Κόρινθο. Την ημέρα της δικάσιμου δεν εμφανίστηκε ο Α, αλλά ο παραδεκτώς ασκήσας πρόσθετη παρέμβαση (υπέρ του Α) στη δίκη Γ, στον οποίον ο Α είχε εκχωρήσει την απαίτησή του μετά την άσκηση της αγωγής του. Ο Β με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις του υποστήριξε α) ότι το δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο, διότι η σύμβαση είχε συναφθεί στην Κόρινθο, β) ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς ο Α διότι ο ίδιος (ο Β) δεν συνήψε τη σύμβαση έργου με αυτόν, αλλά με τον Α, γ) ότι επικουρικώς προβάλλει ένσταση συμψηφισμού κατά της απαίτησης του Α, επικαλούμενος ισόποση απαίτηση, του πατέρα του Ε κατά του Α από δάνειο. Ταυτόχρονα, ο Β άσκησε ανταγωγή κατά του Γ και ζήτησε να του καταβάλει το ποσό των 260.000 ευρώ από αδικοπραξία, όπως εξειδικεύεται με το δικόγραφο της ανταγωγής. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του Α, χωρίς να εισέλθει στην εξέταση των ισχυρισμών τον Β, επικαλούμενο την ερημοδικία του Α, όπως επίσης απέρριψε την ανταγωγή του Β ως ουσία αβάσιμη. α) Έπραξε ορθώς το δικαστήριο ως προς την αγωγή; β) Πως χαρακτηρίζετε τον ισχυρισμό του Β για την αρμοδιότητα και πώς κρίνετε τη βασιμότητά του; γ) Πώς χαρακτηρίζετε τον ισχυρισμό του Β για τη μη ύπαρξη νομιμοποιήσεως; δ) Παραδεκτώς προτάθηκε η ένσταση συμψηφισμού ε) Έπραξε ορθώς το δικαστήριο ως προς την απόρριψη της ανταγωγής ως ουσία αβάσιμης; Θέμα 2ο Ο Α άσκησε κατά του Β ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας λόγω εικονικότητας μιας σύμβασης πώλησης ακινήτου που καταρτίστηκε στην Αθήνα. Ο Β ισχυρίστηκε νομίμως με τις προτάσεις του ότι α) το δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο, διότι είναι κάτοικος Λαμίας, και σε κάθε περίπτωση διότι το ακίνητο κείται στην Κόρινθο, β) για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης από το δικαστήριο ως προς την ιστορική βάση της αγωγής δεν θα πρέπει να εξεταστούν μάρτυρες, κατ 393 παρ. 2 ΚΠολΔ το οποίο απαγορεύει την εξέταση των μαρτύρων κατά του περιεχομένου εγγράφου όπως εδώ της σύμβασης πώλησης ακινήτου. Επιπλέον ο Β άσκησε ανταγωγή με αυτοτελές δικόγραφο που επιδόθηκε στον Α εμπρόθεσμα και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός να του καταβάλει το ποσό των 54.000 ευρώ από αδικοπραξία, όπως εξειδικεύεται με το δικόγραφο της ανταγωγής. Ο Α ισχυρίστηκε προς απόκρουση της ανταγωγής του Β ότι το δικαστήριο είναι καθ ύλην αναρμόδιο, διότι η ανταγωγή υπάγεται λόγω ποσού στη υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Το δικαστήριο, αν και είχε αμφιβολία για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής δέχτηκε εν μέρει αυτήν ως κατ ουσίαν βάσιμη. α) Τι θα αποφασίσει το Δικαστήριο για τους πιο πάνω ισχυρισμούς των Α και Β; β) Αν υποτεθεί ότι η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη, Τι θα πράξει το δικαστήριο ως προς την ανταγωγή; γ) Ορθώς έπραξε το δικαστήριο που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή;
Θέμα 3ο Ο Α ασκεί στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Ο, των ομόρρυθμων εταίρων της γ και Δ και του συνοφειλέτη της (της εταιρείας Ο) εις ολόκληρον Ε και ζητεί να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας ληξιπρόθεσμη οφειλή ύψους 50.000 ευρώ από σύμβαση δανείου. Κατά την ημέρα της δικασίμου παρίστανται ο ενάγων Α και οι Ο, Δ και Ε εκ των εναγομένων. Αντίθετα, δεν παρέστη ο Γ ο οποίος είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Κατά τη συζήτηση, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, ο Α υπέβαλε στο δικαστήριο την έγγραφη σύμβαση δανείου. Από την πλευρά τους, με τις προτάσεις τους και προφορικώς κατά τη συζήτηση, η εναγόμενη Ο ομολόγησε την ιστορική βάση της αγωγής, ο εναγόμενος Δ αντέκρουσε την αγωγή με τον ισχυρισμό ότι η επίδικη οφειλή δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, διότι είχε συμφωνηθεί προφορικά ετήσια παράταση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου, ενώ ο εναγόμενος Ε αρνήθηκε την κατάρτιση της συμβάσεων δανείου. Προς απόδειξη των ισχυρισμών των Δ και Ε κατέθεσαν οι μάρτυρες Μ και Ν αντιστοίχως. α) Ποιος βαρύνεται με την απόδειξη της καταρτίσεως της συμβάσεων δανείου; β) Ξ απάντηση θα ήταν διαφορετική αν η έγγραφη σύμβαση δανείου προσκομιζόταν από την Ο; γ) Ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών των εναγομένων επί της αγωγής; δ) Είναι παραδεκτή η εξέταση των μαρτύρων Μ και Ν ε) Μπορεί το δικαστήριο να εκδώσει κοινή για όλους τους εναγομένους απόφαση επί της ουσίας της υποθέσεως;