Περίληψη : Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη ιδρύθηκε από μέλος της δυναστείας των Κομνηνών στην Κωνσταντινούπολη, από την Άννα Δαλασσηνή, τη μητέρα του αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κομνηνού. Η εκκλησία της μονής, χαρακτηριστική των τάσεων της κομνήνειας ναοδομίας, σώζεται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή με την ονομασία Eski Imaret Camii. Χρονολόγηση 11ος αιώνας Γεωγραφικός εντοπισμός Κωνσταντινούπολη, 10η ρεγεώνα, κοντά στον Κεράτιο κόλπο Ονομασίες Eski Imaret Camii 1. Ίδρυση και κτήτορας Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη ήταν καθίδρυμα της Άννας Δαλασσηνής, μητέρας του αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κομνηνού. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με απόλυτη βεβαιότητα η χρονολογία της ανέγερσής της, όμως κατά πάσα πιθανότητα η Άννα Δαλασσηνή οικοδόμησε τη μονή της στην αρχή της διακυβέρνησης του γιου της, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία και έγινε αυτοκράτορας την 1η Απριλίου 1081. Ήδη το 1087 η μονή είχε οπωσδήποτε αποπερατωθεί και άρχισε να λειτουργεί, διότι τότε μνημονεύονται κτήματα τα οποία είχε από παλαιότερα δωρίσει η βασιλομήτωρ στο καθίδρυμά της. Βάσει στοιχείων γνωρίζουμε ότι η μονή του Χριστού Παντεπόπτη έως το 1187 είχε στην κατοχή της τα νησιά Λέρο, Λειψώ (Λειψοί) και Φαρμακός (Φαρμακονήσι), 1 όμως δεν μπορούν να αναφερθούν με ακρίβεια τα κτήματα που έλαβε η μονή ούτε να προσδιοριστεί η έκτασή τους. Η Άννα Δαλασσηνή, ως μια από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της αυτοκρατορίας την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Αλεξίου Κομνηνού, είχε τη δυνατότητα να κάνει πλούσιες δωρεές στη μονή που είχε πρόσφατα ανεγείρει, καθώς και σε άλλα ιδρύματα. 2 Ιδιαίτερα γίνεται αντιληπτή η μέριμνα της Άννας Δαλασσηνής η μονή του Χριστού Παντεπόπτη καθώς και η μονή Μυρελαίου στην Κωνσταντινούπολη (καθίδρυμα του αυτοκράτορα Ρωμανού Α Λεκαπηνού, που χτίστηκε το 920-922) να λάβουν σημαντικές δωρεές σε κτήματα. Για την οργάνωση της μονής του Παντεπόπτη δεν έχουν σωθεί στοιχεία. Η Άννα Δαλασσηνή αποσύρθηκε στο καθίδρυμά της μετά το 1095, όπου πέθανε και κηδεύτηκε στις αρχές του 12ου αιώνα. 2. Αφιέρωση του καθολικού Η αφιέρωση του καθολικού της μονής στο Χριστό Παντεπόπτη είναι μοναδική στη βυζαντινή ιστορία. Καμία άλλη μονή στην πρωτεύουσα (και, από όσο γνωρίζουμε, ούτε και κάπου αλλού στην αυτοκρατορία) από όσες ήταν αφιερωμένες στο Χριστό δεν έφερε το προσωνύμιο αυτό. Η απόφαση της Άννας Δαλασσηνής να αφιερώσει την εκκλησία της στο Χριστό Παντεπόπτη φανερώνει σαφή θεολογική, αλλά επίσης και πολιτική θέση. Η Άννα Δαλασσηνή, η οποία έγινε μοναχή αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, του πρωτοβεστιάριου Ιωάννη Κομνηνού, στις 12 Ιουλίου 1067, φροντίζοντας την τύχη της οικογένειάς της και ασχολούμενη επιδέξια με την κοσμική πολιτική, ανακάλυψε στο προσωνύμιο αυτό του Χριστού την καλύτερη έκφραση των θέσεών της. Ο Χριστός Παντεπόπτης, από την αντίληψη και κρίση του οποίου τίποτε δεν μπορεί να διαφύγει, ήταν το κύριο στήριγμα της Άννας Δαλασσηνής στη μεγάλη πολιτική μάχη για υπεροχή στο εσωτερικό της βυζαντινής αριστοκρατίας κατά την έβδομη και την όδγοη δεκαετία του 11ου αιώνα. Ο Χριστός Παντεπόπτης είχε ιδιαίτερη συμβολική σημασία για την Άννα Δαλασσηνή, λειτουργώντας ως εγγύηση για την ορθότητα των θέσεων και των προσπαθειών της αλλά και ως κριτής στον οποίο θα εμπιστευόταν την τύχη των αντιπάλων της που προέρχονταν από τις ανταγωνιστικές αριστοκρατικές οικογένειες. Δημιουργήθηκε στις 4/2/2017 Σελίδα 1/7
Η Άννα Δαλασσηνή αντιλαμβανόταν το συγκεκριμένο προσωνύμιο του Χριστού με αυτή την έννοια, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι κατέστη μία από τις βασικές λέξεις-κλειδιά τις επόμενες δεκαετίες. Το προσωνύμιο αυτό του Χριστού, το οποίο απαντάται εξαιρετικά σπάνια στην παλαιότερη βυζαντινή εκκλησιαστική λογοτεχνία, 3 απέκτησε βαρύνουσα σημασία από την εποχή κατά την οποία η Άννα Δαλασσηνή το πρόβαλε αφιερώνοντας στο Χριστό Παντεπόπτη τη μοναστηριακή της εκκλησία. Ήδη στα Διδάγματα του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού προς τον γιο του Ιωάννη τις Μούσες, κείμενο το οποίο γράφτηκε στα τέλη της διακυβέρνησης του Αλεξίου Κομνηνού ή στις αρχές της βασιλείας του γιου του Ιωάννη (περ. 1118), η λέξη «παντεπόπτης» καταλαμβάνει ιδιαίτερα σημαντική θέση. Στο έργο αυτό ο «παντεπόπτης» έχει ελαφρώς απειλητική σημασία, όπως το αντιλαμβάνεται και το χρησιμοποιεί και η Άννα Δαλασσηνή ο Αλέξιος Κομνηνός συμβουλεύει το γιο του να είναι δίκαιος, διότι ο Χριστός είναι Παντεπόπτης και από Αυτόν τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί. Το επίθετο «παντεπόπτης» είχε ιδιαίτερη σημασία και για τις επόμενες γενεές των Κομνηνών, αναφέρεται δε και στα μέσα του 12ου αιώνα στο τυπικό της μονής της Παναγίας της Κοσμοσώτειρας, κοντά στην πόλη Φέρες της Θράκης, την οποία ανήγειρε ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος, τρίτος γιος του αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κομνηνού. Αυτός ο πρώην στασιαστής κατά του αδελφού του Ιωάννη Β Κομνηνού παραιτήθηκε από την αρχική του σκέψη να ενταφιαστεί στη μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ανακαίνισε και ήταν αφιερωμένη στο Χριστό Σωτήρα, και αποφάσισε να αποσυρθεί στη Θράκη. Στο τυπικό της νέας του μονής, ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος προβάλλει τους κόπους του για την ανέγερση της μονής καθώς και τις δυσκολίες της ζωής του, εναποθέτοντας όλες τις ελπίδες του στο Χριστό Παντεπόπτη και στην Παναγία, την οποία επίσης αποκαλεί «παντεπόπτρια». 4 Έτσι προέβαλε και αυτός την πολιτική βαρύτητα του προσωνυμίου του Χριστού «παντεπόπτης», το οποίο η Άννα Δαλασσηνή, η «μητέρα των Κομνηνών», καθιέρωσε με την επιβολή της στη βυζαντινή πολιτική και καθημερινή ζωή. Οι απόγονοί της με την επανάληψη του προσωνυμίου «παντεπόπτης» επικαλούνταν και το δικό της κύρος και την πολιτική κληρονομιά. 3. Τοποθεσία Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη βρισκόταν στη 10η ρεγεώνα της Κωνσταντινούπολης, τμήμα της πόλης στο οποίο όλοι οι Κομνηνοί, αρχίζοντας από την Άννα Δαλασσηνή, έδιναν μεγάλη προσοχή. Το καθολικό μέχρι πρόσφατα ταυτιζόταν με βεβαιότητα με το Eski Imaret Camii, με την προϋπόθεση ότι μόνο αυτό διασώζεται από όλο το μοναστηριακό συγκρότημα. Ο Cyril Mango, 5 βάσει ενός στοιχείου που δεν είχε προηγουμένως μελετηθεί, προσπάθησε το 1998 να αποδείξει ότι η μονή του Χριστού Παντεπόπτη βρισκόταν λίγο βορειότερα και πιο κοντά στον Κεράτιο απ ό,τι εθεωρείτο, αλλά και η δική του άποψη παραμένει προς το παρόν εικασία. 4. Αρχιτεκτονική Η εκκλησία του Χριστού Παντεπόπτη (με την προϋπόθεση ότι η ταύτιση του Eski Imaret Camii είναι σωστή) ήταν ένας μεσαίου μεγέθους ναός (με εσωτερικές διαστάσεις 14,5 11 μ.). Πρόκειται για χαρακτηριστικό ναό του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου, με τέσσερα στηρίγματα για τον τρούλο. Ο ναός έχει τρεις αψίδες στα ανατολικά. Η κεντρική, ευρύτερη, είναι ημικυκλική εσωτερικά και πεντάπλευρη εξωτερικά, ενώ οι δύο πλευρικές, μικρότερες, είναι ημικυκλικές εσωτερικά και τρίπλευρες εξωτερικά. Ο τρούλος εδράζεται σε δωδεκάπλευρο τύμπανο, διαμέτρου 13 μ.: οι ακμές των πλευρών τονίζονται με κτιστούς κιονίσκους. Σε κάθε πλευρά ανοίγεται ένα αψιδωτό παράθυρο. Τα παράθυρα περιγράφονται σε ρηχότερα αψιδώματα, ενώ και οι κιονίσκοι φέρουν αψιδωτές οδοντωτές ταινίες που επιστέφουν τα βαθμιδωτά αψιδώματα των παραθύρων και διαμορφώνουν πτυχωτό το γείσο του τρούλου. Με τον τρόπο αυτό ο τρούλος διαμορφώνεται πλαστικά και δίνεται η εντύπωση ελαφρύτερων αναλογιών. Ο ναός έχει δύο νάρθηκες: έναν εξωνάρθηκα, που στεγάζεται χαμηλότερα από τον υπόλοιπο ναό και ήταν προφανώς προσθήκη της Παλαιολόγειας περιόδου, κι έναν εσωνάρθηκα. Και οι δύο ναρθηκες διαιρούνται εσωτερικά σε τρία μέρη που συνδέονται μεταξύ τους με αψιδωτά περάσματα. Τα διαμερίσματα των ναρθήκων στεγάζονται με σταυροθόλια, εκτός από το κεντρικό τμήμα του εξωνάρθηκα, που στεγάζεται με τρουλίσκο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπερώο που εκτείνεται Δημιουργήθηκε στις 4/2/2017 Σελίδα 2/7
πάνω από τον εσωνάρθηκα και τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα του κυρίως ναού. Στην ανατολική του πλευρά, κεντρικά (στο τύμπανο της δυτικής κεραίας του σταυρού), ανοίγεται ένα τρίβηλο προς τον κυρίως ναό, με τους λοβούς να χωρίζονται μεταξύ τους με μαρμάρινους κιονίσκους. Το υπερώο πρέπει να προοριζόταν για την κτήτορα. Στις γωνίες του ανοίγονταν μικροί χώροι, με παράθυρα προς τον κυρίως ναό, που πρόσφεραν μεγαλύτερη απομόνωση. Οι χώροι του υπερώου στεγάζονται με σταυροθόλια. 6 Στον κυρίως ναό, οι τέσσερις κίονες που πρέπει να αποτελούσαν αρχικά τα στηρίγματα του τρούλου αντικαταστάθηκαν κατά την Οθωμανική περίοδο με οκταγωνικούς πεσσούς. Η βόρεια και η νότια κεραία απέληγαν σε τρίλοβα ανοίγματα, που πλέον έχουν αντικατασταθεί με τοίχους. Στα τύμπανα πάνω από τα ανοίγματα αυτά ανοίγονταν δύο σειρές παραθύρων, όπως δείχνει η νότια πλευρά, που σώζεται στην αρχική μορφή της. Η κατώτερη σειρά περιλάμβανε τρία ισοϋψή μονόλοβα παράθυρα, ενώ στην ανώτερη σειρά το μεσαίο παράθυρο είναι ψηλότερο από τα πλευρικά. Στην ανατολική πλευρά βρίσκεται το τριμερές ιερό. Οι χώροι των παραβημάτων διευρύνονται με κόγχες στους βόρειους, δυτικούς και νότιους τοίχους τους και στεγάζονται με σταυροθόλια. Με σταυροθόλια στεγάζονται και τα γωνιακά διαμερίσματα του κυρίως ναού. 7 Ο ναός συνδυάζει στοιχεία της ναοδομίας της εποχής των Μακεδόνων με νεωτερισμούς που θα αποτελέσουν χαρακτηριστικά της κομνήνειας ναοδομίας. Τα νέα στοιχεία διακρίνονται κυρίως στην εξωτερική διαμόρφωση και διακόσμηση του ναού. Τα βαθμιδωτά αψιδώματα που διαρθρώνουν τους τοίχους, η διαμόρφωση της κεντρικής αψίδας με κόγχες και παράθυρα, το πτυχωτό γείσο του τρούλου με την οδοντωτή ταινία και η διακόσμηση με κεραμοπλαστικά κοσμήματα και χρήση λίθου μαρτυρούν τις εξελίξεις στη ναοδομία του 11ου αιώνα. Στην τοιχοδομία του ναού έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, που θα γενικευτεί τις επόμενες δεκαετίες στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην ανωδομή έχουν τοποθετηθεί για διακοσμητικούς λόγους λαξευμένοι λίθοι κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στα πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία περιλαμβάνονται μαίανδροι και ανθέμια, ενώ τα γείσα τονίζονται με οδοντωτές ταινίες. 8 5. Μεταγενέστερη ιστορία Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη λόγω της θέσης της και του πλούτου της είχε σημαντικό ρόλο και κατά τους μεταγενέστερους αιώνες. Χρησιμοποιήθηκε συχνά (όπως και η κοντινή μονή του Χριστού Παντοκράτορα) για τον περιορισμό εκεί επιφανών αξιωματούχων. Μετά την άλωση της Πόλης από τους ιππότες της Δ Σταυροφορίας, η μονή περιήλθε στους βενεδικτίνους της μονής San Giorgio Maggiore, ενώ μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς ξαναγύρισε στα χέρια των ορθοδόξων. Οι μοναχοί του Παντεπόπτη αναφέρονται κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου και του γιου του Ανδρόνικου Β σε σχέση με το αρσενιατικό ζήτημα: Το 1268 οι μοναχοί της μονής του Χριστού Παντεπόπτη, ένθερμοι αρσενιάτες, ήταν οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι του πατριάρχη Ιωσήφ και του ίδιου του Μιχαήλ Η. Από τις τάξεις των μοναχών αυτής της μονής προήλθε και ο πατριάρχης Αθανάσιος (1289-1293 και 1303-1309). 9 Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί, για τις ανάγκες του οποίου χτίστηκε ένας μιναρές στη νοτιοδυτική γωνία του ναού. Κτήρια της μονής χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι της ιερατικής σχολής και του πτωχοκομείου (Imaret, εξ ου και η τουρκική ονομασία του ναού) του Φατίχ τζαμί, του τεμένους του Μωάμεθ του Πορθητή (στη θέση της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων). Τα διάφορα κτήρια της μονής θεωρείται ότι σταδιακά καταστράφηκαν από πυρκαγιές, ενώ και ο μιναρές της Οθωμανικής περιόδου δε σώζεται σήμερα, παρά μόνο στο επίπεδο της θεμελίωσης. Το 1970 το μνημείο αναστηλώθηκε. 10 1. Miklosich, F. Müller, J. (επιμ.), Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana 6 (Wien 1890), σελ. 26-27 και 32-33. 2. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l Empire byzantin 1: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Œcuménique 3: Les églises et les monastères 2 (Paris 1969), σελ. 513. Δημιουργήθηκε στις 4/2/2017 Σελίδα 3/7
3. Την εποχή πριν από την ανέγερση της μονής από την Άννα Δαλασσηνή, ο Μιχαήλ Ψελλός σε ένα ποίημά του αναφέρει το προσωνύμιο αυτό του Χριστού, το οποίο θα καταστεί σημαντικό μετά την ανέγερση της μονής της Άννας Δαλασσηνής. Βλ. Michaelis Pselli Poemata, Westerink, L. G. (επιμ.) (Stuttgart Leipzig 1992), αρ. 56, στ. 125. Πρβλ. και τον Κωνσταντίνο Μανασσή, ο οποίος χρησιμοποιεί το επίθετο «παντεπόπτης» στο Χρονικό του, βλ. Constantini Manassis Breviarum chronicum, Lampsidis, O. (επιμ.) (Aθήνα 1996), σελ. 130, στ. 2367 και 243, στ. 4461), και στο ποίημα για την πρεσβεία στην Αντιόχεια, βλ. Horna, K. (επιμ.), Das Hodoiporikon des Konstantin Manasses, Byzantinische Zeitschrift 13 (1904), σελ. 333. 4. Γράφει ο Ισαάκιος στο τυπικό της μονής του: «Εὔ χομαι οὖ ν τῷ παντεπόπτῃ Θεῷ παραταθῆ ναι τὸ ἐ πίλοιπον τῆ ς ἡμετέρας ζωῆ ς εἰ ς ἀποπλήρωσιν ἀσφαλεστέραν τῶν διατεταγμένων καὶ εἰ ς ἀνέγερσιν τῶν ἐ ν τῇ Αἴ νῳ» (Τυπικόν Κοσμοσωτείρας, στ. 1294-1296) και παραπάνω, στην αρχή του κειμένου: «...τῇ πρὸς τὴ ν ἡ μῶν εὐ εργέτιδά τε Θεοτόκον καὶ κοσμοσώτειραν, ἣ ν οὕ τως ἐ ν ἅπασιν ἀρραγῆ συνεργὸν προκαλούμεθα, ἐ πειδήπερ ὦ πανόπτρια παμβασίλισσα, λέξαιμι τῇ σῇ ἐ πικουρίᾳ τὰ τοῦ ἀθλίου κατὰ τὸ παρὸν νοός μου γεννήματα και βουλήματα» (ό.π., στ. 15-17). Για την πλέον πρόσφατη έκδοση του τυπικού, βλ. Παπάζογλου, Γ., «Τυπικόν Ισαακίου Αλεξίου Κομνηνού της μονής Θεοτόκου της Κοσμοσωτείρας», Θρακική Βιβλιοθήκη 3 (1994), σελ. 33-154. 5. Mango C., Where at Constantinople was the Monastery of Christos Pantepoptes?, Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 20 (1998), σελ. 87-88. 6. Mathews, T. F., The Byzantine Churches of Istanbul: A Photographic Survey (University Park London 1976), σελ. 59. 7. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture 4 (New Haven London 1986), σελ. 361 Mathews, T. F., The Byzantine Churches of Istanbul: A Photographic Survey (University Park London 1976), σελ. 59. Για μια συνοπτική παρουσίαση της αρχιτεκτονικής του μνημείου, βλ. επίσης και Freely, J. Çakmak, A. S., Byzantine Monuments of Istanbul (Cambridge New York 2004), σελ. 204-206. 8. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture 4 (New Haven London 1986), σελ. 361 Mango, C., Byzantine Architecture (London 1986), σελ. 134. 9. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'empire byzantin 1: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Œcuménique 3: Les églises et les monastères 2 (Paris 1969), σελ. 514. 10. Mathews, T. F., The Byzantine Churches of Istanbul: A Photographic Survey (University Park London 1976), σελ. 59. Βλ. επίσης Freely, J. Çakmak, A. S., Byzantine Monuments of Istanbul (Cambridge New York 2004), σελ. 204. Βιβλιογραφία : Krautheimer R., Early Christian and Byzantine Architecture, 4 ed., Yale University Press, New Haven London 1986, Krautheimer, R. Ćurčić, S. (rev.) Cheynet J.-C., Vannier J.F., Études prosopographiques, Paris 1986, Byzantina Sorbonensia 5 Mathews T.F., The Byzantine Churches of Istanbul. A Photographic Survey, University Park London 1976 Müller-Wiener W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion Konstantinupolis Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs., Tübingen 1977 Freely J., Cakmak A.S., Byzantine Monuments of Istanbul, Cambridge New York 2004 Janin R., La géographie ecclésiastique de l'empire byzantin 3. Les églises et les monastères, Paris 1953 Ousterhout R.G., "Some Notes on the Construction of Christos ho Pantepoptes (Eski Imaret Camii) in Istanbul", Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 16, 1991-92, 47-56 Δημιουργήθηκε στις 4/2/2017 Σελίδα 4/7
Mango C., "Where at Constantinople was the Monastery of Christos Pantepoptes?", Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 20, 1998, 87-88 Stanković V., Komnini u Carigradu (1057-1185). Evolucija jedne vladarske porodice, Beograd 2006 Δικτυογραφία : Eski Imaret Mosque http://www.archnet.org/library/sites/one-site.jsp?site_id=7170 The Byzantine Churches of Istanbul - IFA Christos ho Pantepoptes http://www.nyu.edu/gsas/dept/fineart/html/byzantine/index.htm?http&&&www.nyu.edu/gsas/dept/fineart/html/byzantine/09.htm Γλωσσάριo : αρσενιάτες, οι Οπαδοί και υποστηρικτές του πατριάρχη Αρσένιου Αυτωρειανού, ο οποίος είχε αφορίσει το Μιχαήλ Η Παλαιολόγο. Ο Μιχαήλ κατόρθωσε το 1265 να απαλλαγεί από τον Αρσένιο έκτοτε οι οπαδοί του Αρσενίου βρίσκονταν σε ρήξη με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και δεν αναγνώριζαν τους διαδόχους του στον πατριαρχικό θρόνο. Πολιτικά ήταν οπαδοί της δυναστείας των Λασκάρεων και αντίπαλοι της δυναστείας των Παλαιολόγων. Η έριδα λύθηκε το 1284, με τη μεταφορά των λειψάνων του Αρσενίου στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης από τον Ανδρόνικο Β Παλαιολόγο. αψίδα, η Γενικά, καμπύλη ή τοξοειδής απόληξη ή διαμόρφωση τοίχου. Επίσης, τοξοειδής κατασκευή μνημειακού ή μη χαρακτήρα. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αψίδα ονομάζεται η κόγχη του Ιερού Βήματος, η κάτοψη της οποίας μπορεί να είναι ημικυκλική, πεταλόμορφη, ορθογώνια ή και πολυγωνική εξωτερικά. Η αψίδα συνήθως προεξέχει στο ανατολικό άκρο του ναού. Στο εσωτερικό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Αψίδες που εξέχουν ανατολικά του ναού μπορούσαν να έχουν και τα διαμερίσματα εκατέρωθεν του Ιερού (παραβήματα), συνήθως μικρότερες από την κεντρική αψίδα. γωνιακά διαμερίσματα, τα Στους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς, πρόκειται για τα μικρά διαμερίσματα που διαμορφώνονται στα κενά εκατέρωθεν των κεραιών του σταυρού, έτσι ώστε ο σταυρικός πυρήνας του ναού να εγγράφεται σε τετράγωνο. Καλύπτονταν με φουρνικά ή με σταυροθόλια. εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός, ο Τύπος ναού στον οποίο το εσωτερικό διατάσσεται σε τέσσερις καμάρες που σχηματίζουν σταυρό το κεντρικό σημείο όπου συγκλίνουν οι καμάρες (κεραίες του σταυρού) στεγάζεται με τρούλο. Ο σταυρός εγγράφεται στην τετράγωνη κάτοψη του οικοδομήματος με τη βοήθεια 4 γωνιακών διαμερισμάτων. Ανάλογα με τον αριθμό των στηριγμάτων του τρούλου (κιόνων και πεσσών) χαρακτηρίζεται δικιόνιος (ή δίστυλος), τετρακιόνιος (τετράστυλος) ή οκτάστυλος. εξωνάρθηκας, ο Στενόμακρος χώρος κλειστός ή ημιυπαίθριος (στοά) που βρίσκεται δυτικά του νάρθηκα. Πρόκειται δηλαδή για ένα δεύτερο προθάλαμο του ναού που βρίσκεται μπροστά από την πρόσοψη της εκκλησίας. καθολικό, το Ο κεντρικός ναός ενός μοναστηριού, στον οποίο τελούνται οι βασικές τελετουργίες επίσης εκεί καθορίζεται ποιο θα είναι το κατά κύριο λόγο τιμώμενο ιερό πρόσωπο και, άρα, ο προστάτης της μονής. Στις περισσότερες περιπτώσεις όλα τα υπόλοιπα κτήρια της μονής αναπτύσσονται γύρω από το καθολικό και το οικοδομικό συγκρότημα απομονώνεται με περίβολο. Εντός του περιβόλου συχνά υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι ναοί ή παρεκκλήσια. κτήτορας, ο Κληρικός ή λαϊκός ο οποίος συμβάλλει οικονομικά προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ένα συγκεκριμένο οικοδόμημα (ή οικοδομικό πρόγραμμα), έργο τέχνης κ.λπ. Στην περίπτωση του οικοδομήματος ο κτήτορας συνδέεται συνήθως με το έργο μέσω κάποιας ειδικής νομικής σχέσης (κατοχή, νομή, επικαρπία ή άλλο). νάρθηκας, ο Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική νάρθηκας ονομάζεται ο εγκάρσιος προθάλαμος στη δυτική πλευρά ενός ναού. Σε αυτόν παρέμεναν οι κατηχούμενοι και εκεί εκτελούνταν ορισμένες πράξεις της λειτουργίας. Ο προθάλαμος τοποθετείται μπροστά από το μεσαίο και τα πλάγια κλίτη ως εσωνάρθηκας ή μπροστά από την πρόσοψη της εκκλησίας ως εξωνάρθηκας. O εξωνάρθηκας μπορεί να έχει τη μορφή ανοιχτής κιονοστήρικτης στοάς. παστοφόριο (παράβημα), το Παστοφόρια ή παραβήματα ονομάζονται οι δύο χώροι που πλαισιώνουν ως βοηθητικά δωμάτια την αψίδα με το Ιερό Βήμα των παλαιοχριστιανικών ή βυζαντινών εκκλησιών. Το βόρειο ή το αριστερό παστοφόριο λέγεται πρόθεση, ενώ το νότιο ή δεξί διακονικό (και αργότερα σκευοφυλάκιο). πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία, η Δημιουργήθηκε στις 4/2/2017 Σελίδα 5/7
Τεχνική τοιχοδομίας στην οποία μικρές πέτρες ή ισόδομοι λίθοι περικλείονται από τούβλα οριζόντια και κάθετα τοποθετημένα σε μονή ή διπλή σειρά. Η πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία εξυπηρετεί αισθητικούς σκοπούς χάρη στο αποτέλεσμα αρμονικής διχρωμίας που δημιουργεί. πρωτοβεστιάριος, ο (και πρωτοβεστιαρίτης) Ανώτερος αυλικός, υπεύθυνος του βασιλικού βεστιαρίου, της βασιλικής ιματιοθήκης. Το αξίωμα απονεμόταν σε ανώτατους αξιωματούχους και μελλοντικούς αυτοκράτορες. Αρχικά ο πρωτοβεστιάριος ήταν υπεύθυνος για το αυτοκρατορικό ιματιοφυλάκιο. Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, οπότε το αξίωμα εξελίσσεται σε τιμητικό τίτλο, ο ρόλος του πρωτοβεστιαρίου μεταβάλλεται: εμφανίζεται πλέον ως επικεφαλής στρατευμάτων, ως υπεύθυνος για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με σκοπό την υπογραφή ειρήνης, καθώς και για τη διερεύνηση υποθέσεων συνωμοσίας κατά του αυτοκράτορα. Το 14ο αιώνα ο τίτλος παραχωρείται ιεραρχικά ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τα υψηλότερα αξιώματα. σταυροθόλιο, το Θόλος ο οποίος στέγαζε τετράγωνους ή ορθογώνιους χώρους και προέκυπτε από την αλληλοτομία δύο ημικυλινδρικών καμαρών ίσης διαμέτρου και ύψους. Οι τεμνόμενες καμάρες σχηματίζουν ένα σταυρό, ισόπλευρο όταν πρόκειται για τη στέγαση τετράγωνων χώρων. τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, η Τεχνική τοιχοδομίας που χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή σειρών παχύτερων και λεπτότερων τούβλων. Οι σειρές λεπτότερων πλίνθων εισέχουν ελαφρά και καλύπτονται με κονίαμα, δημιουργώντας εναλλαγές κόκκινων (πλίνθοι) και ανοιχτόχρωμων (κονίαμα) επιφανειών. τρούλος, ο Χαρακτηριστικό στοιχείο στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Πρόκειται για ημισφαιρικό θόλο στη στέγη των ναών, δηλαδή για μια κυλινδρική κατασκευή με ανοίγματα (παράθυρα) στο τύμπανο και με θολωτή στέγαση. Ο τρούλος εμφανίζεται ήδη στα Πρώιμα Βυζαντινά χρόνια, επικρατεί κατά τους Μέσους χρόνους και διαδίδεται ευρύτερα στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. τύμπανο, το 1. Η τριγωνική επιφάνεια που «κλείνει» το βάθος του αετώματος και συνήθως φέρει ανάγλυφη ή ολόγλυφη διακόσμηση (Αρχαιότητα). 2. Τύμπανο τόξου (Ρωμαϊκή-Βυζαντινή περίοδος): Επίπεδη επιφάνεια που βρίσκεται μέσα σε τόξο ή αρκοσόλιο, π.χ. πάνω από τη Βασίλειο Πύλη ανάμεσα στο νάρθηκα και τον κυρίως ναό. 3. Τύμπανο τρούλου (Βυζάντιο): Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αποτελεί ένα κυκλικό ή πολυγωνικό τμήμα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο ημισφαιρικός θόλος. τυπικόν, το Σύνολο κανονισμών που αφορούσαν τη διοικητική οργάνωση, το λειτουργικό τυπικό και τη συμπεριφορά σε ένα κοινοβιακό μοναστήρι. Τα μοναστικά τυπικά μπορούσαν ακόμα να περιλαμβάνουν τη βιογραφία του ιδρυτή και έναν κατάλογο της κινητής ή ακίνητης περιουσίας της μονής. Αποτελούν σημαντική πηγή για τη μελέτη της μοναστικής ζωής, ενώ φωτίζουν πολλές πτυχές της βυζαντινής κοινωνίας. Στα λειτουργικά τυπικά συγκαταλέγονται οι οδηγίες για τις καθημερινές ακολουθίες και τα διάφορα λειτουργικά βιβλία με στοιχεία για το χρόνο και τον τρόπο διάφορων εορτασμών. υπερώο, το Το υπερώο (ή γυναικωνίτης) είναι το ανώτερο διαμέρισμα του ναού πάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα, από όπου παρακολουθούσαν τη λειτουργία τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας τη Βυζαντινή περίοδο οπότε το «αυτοκρατορικό θεωρείο» είχε ειδική είσοδο και τη Νεότερη περίοδο οι γυναίκες. Πηγές Reinsch, D. R. Kambylis, A. (επιμ.), Annae Comnenae Alexias (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 40, Berlin New York 2001). Van Dieten, J. (επιμ.), Nicetae Choniatae historia (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, Berlin New York 1975). Miklosich, F. Müller, J. (επιμ.), Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana 6 (Wien 1890), σελ. 26 27, 32 33. Maas, P., Die Musen des Kaisers Alexios I, Byzantinische Zeitschrift 22 (1913), σελ. 348 370. Παπάζογλου, Γ., «Τυπικόν Ισαακίου Αλεξίου Κομνηνού της μονής Θεοτόκου της Κοσμοσωτείρας», Θρακική Βιβλιοθήκη 3 (1994), σελ. 33 154. Παραθέματα Δωρεές του Αλεξίου Α Κομνηνού προς τη μονή του Χριστού Παντεπόπτη ἔχει γὰρ οὑτωσὶ τὰ τῆς ὑποθέσεως, τὴν νῆσον Λέρον καὶ τὸ νησίδιον τὴν Λειψὼ καὶ τὴν ἑτέραν νῆσον τὴν Φαρμακὸν προεδωρήσατο τῇ μονῇ τοῦ Παντεπόπτου τὸ κράτος ἡμῶν ἐξ ὁλοκλήρου, καθὼς εἰσίν... Δημιουργήθηκε στις 4/2/2017 Σελίδα 6/7
Miklosich, F. Müller, J. (επιμ.), Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana 6 (Wien 1890), σελ. 26. Δημιουργήθηκε στις 4/2/2017 Σελίδα 7/7