Σοφοκλέους Αντιγόνη ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΣΜΗΝΗ ΧΟΡΟΣ ΑΙΜΟΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ Μετά το θάνατο του Οιδίποδα, οι γιοί του Ετεοκλής και Πολυνείκης αποφάσισαν να κρατήσουν αυτοί την εξουσία βασιλεύοντας ένα χρόνο ο ένας και ένα ο άλλος. Τον πρώτο χρόνο βασίλεψε ο Ετεοκλής αλλά όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του, δεν το έκανε και ο Πολυνείκης τότε πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους συμμάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Σε μονομαχία αλληλοσκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και τότε την εξουσία πήρε ο αδελφός της Ιοκάστης και γαμπρός του Οιδίποδα, ο Κρέοντας. Αυτός διέταξε να θάψουν με τιμές τον υπερασπιστή της Θήβας, τον Ετεοκλή, αλλά να αφήσουν άταφο, τον Πολυνείκη. Η αδελφή τους Αντιγόνη όμως θεωρεί ότι αυτή η διαταγή είναι ενάντια στους θείους νόμους και αποφασίζει να την παραβεί και να τον θάψει μόνη της. Πρόλογος (στ. 1-99) KEIMENO ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα, ἆρ' οἶσθ' ὅ τι Ζεὺς τῶν ἀπ' Οἰδίπου κακῶν ὁποῖον οὐχὶ νῷν ἔτι ζώσαιν τελεῖ; Οὐδὲν γὰρ οὔτ' ἀλγεινὸν οὔτ' ἄτης ἄτερ οὔτ' αἰσχρὸν οὔτ' ἄτιμόν ἐσθ' ὁποῖον οὐ τῶν σῶν τε κἀμῶν οὐκ ὄπωπ' ἐγὼ κακῶν. Καὶ νῦν τί τοῦτ' αὖ φασι πανδήμῳ πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγὸν ἀρτίως; Ἔχεις τι κεἰσήκουσας; ἤ σε λανθάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά; 10 ΙΣΜΗΝΗ Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος, Ἀντιγόνη, φίλων οὔθ' ἡδὺς οὔτ' ἀλγεινὸς ἵκετ', ἐξ ὅτου δυοῖν ἀδελφοῖν ἐστερήθημεν δύο, μιᾷ θανόντων ἡμέρᾳ διπλῇ χερί ἐπεὶ δὲ φροῦδός ἐστιν Ἀργείων στρατὸς ἐν νυκτὶ τῇ νῦν, οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον, οὔτ' εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ' ἀτωμένη. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πολυαγαπημένη μου αδελφή, Ισμήνη, άραγε γνωρίζεις αν υπάρχει καμιά από τις συμφορές που μας κληροδότησε ο Οιδίποδας και δεν την έστειλε ο Δίας σε μας τις δύο όσο ακόμα ζούμε; Γιατί δεν υπάρχει τίποτε ούτε δυσάρεστο, ούτε χωρίς συμφορά, ούτε αισχρό, ούτε επονείδιστο, το οποίο εγώ να μην έχω δει μέσα στα δικά σου και τα δικά μου βάσανα. Και τώρα τι είναι πάλι αυτή η διαταγή που λένε ότι διακήρυξε ο στρατηγός, πριν από λίγο σε ολόκληρη την πόλη; Ξέρεις τίποτε και έχεις ακούσει; Ή μήπως σου διαφεύγει ότι απειλούν τους αγαπημένους μας κακά που ταιριάζουν στους εχθρούς; ΙΣΜΗΝΗ Σε μένα, τουλάχιστον, Αντιγόνη, καμιά είδηση για τους αγαπημένους μας δεν έφτασε ούτε ευχάριστη, ούτε δυσάρεστη, αφότου δύο εμείς, στερηθήκαμε τα δύο μας αδέλφια που σκοτώθηκαν σε μια μέρα με αμοιβαίο φόνο από τη στιγμή όμως που ο στρατός των Αργείων τράπηκε σε φυγή τη νύχτα αυτή, τίποτε δεν περισσότερο δεν ξέρω, ούτε ότι είμαι πιο ευτυχισμένη, ούτε πιο δυστυχισμένη.
ΑΝ. Ἤιδη καλῶς καί σ' ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν τοῦδ' οὕνεκ' ἐξέπεμπον, ὡς μόνη κλύοις. Τί δ' ἔστι; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ' ἔπος. 20 ΑΝ. Οὐ γὰρ τάφου νῷν τὼ κασιγνήτω τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ' ἀτιμάσας ἔχει; Ἐτεοκλέα μέν, ὡς λέγουσι, σὺν δίκῃ χρῆσθαι δικαιῶν καὶ νόμῳ, κατὰ χθονὸς ἔκρυψε τοῖς ἔνερθεν ἔντιμον νεκροῖς τὸν δ' ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι μηδὲ κωκῦσαί τινα, ἐᾶν δ' ἄκλαυτον, ἄταφον, οἰωνοῖς γλυκὺν θησαυρὸν εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς. 30 Τοιαῦτά φασι τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα σοὶ κἀμοί, λέγω γὰρ κἀμέ, κηρύξαντ' ἔχειν, καὶ δεῦρο νεῖσθαι ταῦτα τοῖσι μὴ εἰδόσιν σαφῆ προκηρύξοντα, καὶ τὸ πρᾶγμ' ἄγειν οὐχ ὡς παρ' οὐδέν, ἀλλ' ὃς ἂν τούτων τι δρᾷ, φόνον προκεῖσθαι δημόλευστον ἐν πόλει. Οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή. Τί δ', ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ' ἐν τούτοις, ἐγὼ λύουσ' ἂν εἴθ' ἅπτουσα προσθείμην πλέον; 40 ΑΝ. Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει. Ποῖόν τι κινδύνευμα; ποῖ γνώμης ποτ' εἶ; ΑΝ. Εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί. Ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ', ἀπόρρητον πόλει; ΑΝ. Τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν, ἢν σὺ μὴ θέλῃς, ἀδελφόν οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ' ἁλώσομαι. ΑΝ. Ήμουν σίγουρη και γι αυτό σε φώναξα έξω από τις πόρτες του ανακτόρου, για να το ακούσεις μόνη. Μα τι συμβαίνει; Γιατί δείχνεις ότι κάποια είδηση σε βασανίζει. ΑΝ. Ο Κρέων από τα δύο μας αδέλφια τον ένα δεν έκρινε άξιο να ταφεί και τον άλλο ανάξιο; Τον Ετεοκλή, όπως λένε, αφού του φέρθηκε με δίκαιη κρίση και σύμφωνα με τη θρησκευτική συνήθεια διέταξε να τον θάψουν κάτω από τη γη ώστε να είναι τιμημένος ανάμεσα στους νεκρούς του κάτω κόσμου αλλά το κορμί του Πολυνείκη, ο οποίος πέθανε με αξιολύπητο τρόπο λένε ότι έχει διακηρυχθεί στους πολίτες κανείς να μην το θάψει και να μη το κλάψει, αλλά να το αφήσουν άταφο και άκλαυτο, ευχάριστο εύρημα για τα όρνια που λαίμαργα ψάχνουν για την τροφή τους. Τέτοια λένε πως έχει διακηρύξει δημόσια ο «καλός» Κρέοντας για σένα και για μένα, φαντάσου και για μένα, και λένε ότι έρχεται εδώ για να τα διακηρύξει δημόσια ώστε να είναι καθαρά σε όσους δεν ξέρουν, και το ζήτημα δεν το θεωρεί κάτι ασήμαντο, αλλά αυτόν που θα κάνει κάτι απ αυτά τον περιμένει θάνατος με δημόσιο λιθοβολισμό μπροστά στους πολίτες. Έτσι έχουν για σένα τα πράγματα και γρήγορα θα δείξεις αν είσαι από ευγενική γενιά και γενναία στο ήθος ή τιποτένια από ευγενική γενιά. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, δύστυχη, με το να χαλαρώνω ή να σφίγγω τον κόμπο, τι θα όφελος θα μπορούσα να φέρω; ΑΝ. Σκέψου αν θα με βοηθήσεις και θα συνεργαστείς μαζί μου. Για ποια επικίνδυνη πράξη μιλάς; Τι τάχα έχεις μέσα στο μυαλό σου; ΑΝ. (Σκέψου) αν θα σηκώσεις το νεκρό για ταφή με αυτό εδώ το χέρι. Αλήθεια, σκέφτεσαι να τον θάψεις, αν και απαγορεύεται ρητά στους πολίτες; ΑΝ. Τον δικό μου βέβαια και τον δικό σου αδελφό, αν εσύ δε θέλεις, γιατί δεν θα κατηγορηθώ ότι τον πρόδωσα. Ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος; Ω, εσύ που τολμάς φοβερά,, ενώ το έχει απαγορεύσει ο Κρέοντας; ΑΝ. Ἀλλ' οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν μ' εἴργειν μέτα. Οἴμοι φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ' ἀπώλετο, 50 πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί ΑΝ. Αλλά αυτός δεν έχει κανένα δικαίωμα να με εμποδίσει να θάψω τους δικούς μου. Αλίμονο σκέψου, αδελφή μου, πόσο μισητός και ντροπιασμένος μας χάθηκε ο πατέρας, αφού χτύπησε δυνατά ο ίδιος τα δυο του μάτια με το ίδιο του το χέρι για τα αμαρτήματα που μόνος του έφερε στο φως.
ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος, πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον τρίτον δ' ἀδελφὼ δύο μίαν καθ' ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον κοινὸν κατειργάσαντ' ἐπαλλήλοιν χεροῖν. Νῦν δ' αὖ μόνα δὴ νὼ λελειμμένα σκόπει ὅσῳ κάκιστ' ὀλούμεθ', εἰ νόμου βίᾳ ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν. 60 Ἀλλ' ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ' ὅτι ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα ἔπειτα δ' οὕνεκ' ἀρχόμεσθ' ἐκ κρεισσόνων καὶ ταῦτ' ἀκούειν κἄτι τῶνδ' ἀλγίονα. Ἐγὼ μὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζομαι τάδε, τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα. ΑΝ. Οὔτ' ἂν κελεύσαιμ' οὔτ' ἄν, εἰ θέλοις ἔτι πράσσειν, ἐμοῦ γ' ἂν ἡδέως δρῴης μέτα. 70 Ἀλλ' ἴσθ' ὁποία σοι δοκεῖ, κεῖνον δ' ἐγὼ θάψω καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν. Φίλη μετ' αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα, ὅσια πανουργήσασ' ἐπεὶ πλείων χρόνος ὃν δεῖ μ' ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε. Ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσομαι σοὶ δ' εἰ δοκεῖ, τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ' ἀτιμάσασ' ἔχε. Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος. ΑΝ. Σὺ μὲν τάδ' ἂν προὔχοι', ἐγὼ δὲ δὴ τάφον 80 χώσουσ' ἀδελφῷ φιλτάτῳ πορεύσομαι. Οἴμοι ταλαίνης, ὡς ὑπερδέδοικά σου. ΑΝ. Μὴ 'μοῦ προτάρβει τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον. Ἀλλ' οὖν προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενὶ τοὔργον, κρυφῇ δὲ κεῦθε, σὺν δ' αὕτως ἐγώ. ΑΝ. Οἴμοι, καταύδα πολλὸν ἐχθίων ἔσῃ σιγῶσ', ἐὰν μὴ πᾶσι κηρύξῃς τάδε. Θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις. χρή. ΑΝ. Ἀλλ' οἶδ' ἀρέσκουσ' οἷς μάλισθ' ἁδεῖν με Εἰ καὶ δυνήσῃ γ' ἀλλ' ἀμηχάνων ἐρᾷς. 90 ΑΝ. Οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι. Και έπειτα η μάνα και γυναίκα, διπλό όνομα, πεθαίνει ντροπιασμένη με πλεκτή θηλιά και τρίτη συμφορά, οι δύο μας αδελφοί, που αλληλοσκοτώθηκαν οι δυστυχισμένοι μέσα σε μια μέρα με χέρια που σήκωσαν ο ένας ενάντια στον άλλο, βρήκαν αμοιβαίο θάνατο. Και τώρα πάλι σκέψου πόσο ατιμωτικά θα χαθούμε εμείς οι δυο που έχουμε μείνει ολομόναχες, αν παραβιάζοντας το νόμο, αψηφήσουμε την απόφαση ή τη βασιλική εξουσία. Αλλά πρέπει να σκεφθείς και το εξής, ότι δηλαδή γεννηθήκαμε γυναίκες, που δεν μπορούμε να τα βάζουμε με άντρες και έπειτα (πρέπει να σκεφθείς) ότι κυβερνιόμαστε από ισχυρότερους ώστε να υπακούμε σε αυτά και σε ακόμη οδυνηρότερα από αυτά. Εγώ λοιπόν, παρακαλώντας αυτούς που βρίσκονται στον κάτω κόσμο να με συγχωρήσουν, επειδή κάνω αυτά χωρίς τη θέλησή μου, θα υπακούσω στους άρχοντες. Γιατί το να κάνει κανείς πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις του είναι εντελώς ανόητο. ΑΝ. Ούτε θα σε παρακαλούσα, ούτε, αν ήθελες ακόμη να με βοηθήσεις, θα δεχόμουν, εγώ τουλάχιστον, τη σύμπραξή σου με ευχαρίστηση. Αλλά έχε όποια γνώμη θέλεις, εγώ όμως εκείνον θα τον θάψω θα είναι ωραίο για μένα να θάψω τον αδελφό μου και να πεθάνω. Μαζί του αγαπημένη θα αναπαύομαι πλάι σε αγαπημένο, αφού διαπράξω ιερή παρανομία γιατί είναι περισσότερος ο χρόνος που πρέπει να αρέσω στους θεούς του κάτω κόσμου παρά σε όσους βρίσκονται εδώ πάνω. Γιατί εκεί θα βρίσκομαι αιώνια κι αν εσύ το θεωρείς σωστό, περιφρόνα όσα είναι τίμια για τους θεούς. Εγώ βέβαια, δεν τα περιφρονώ, αλλά από τη φύση μου είμαι ανίκανη να ενεργώ ενάντια στη θέληση των πολιτών. ΑΝ. Εσύ αυτά να προφασίζεσαι εγώ όμως θα πάω να φτιάξω τάφο ( να σωρεύσω χώμα και να σηκώσω τύμβο) για τον αγαπημένο μου αδελφό. Αλίμονο, δυστυχισμένη! Πόσο φοβάμαι για σένα. ΑΝ. Μη φοβάσαι για μένα για τη δική σου μοίρα φρόντιζε. Αλλά τουλάχιστον μην αποκαλύψεις αυτό το σχέδιο σε κανέναν, αλλά κράτησέ το μυστικό, έτσι θα κάνω και εγώ. ΑΝ. Αλίμονο, διακήρυξέ το σε όλους πολύ πιο μισητή θα είσαι αν σωπάσεις και δε διακηρύξεις αυτά εδώ σε όλους. Έχεις θερμή καρδιά για κρύα πράγματα. ΑΝ. Αλλά ξέρω ότι είμαι αρεστή σε εκείνους που περισσότερο πρέπει να αρέσω. Αν θα έχεις και τη δύναμη επιδιώκεις όμως τα ακατόρθωτα. ΑΝ. Λοιπόν, όταν πια δεν θα έχω δύναμη, θα σταματήσω.
Ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα. ΑΝ. Εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρῇ μὲν ἐξ ἐμοῦ, ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσῃ δίκῃ. Ἀλλ' ἔα με καὶ τὴν ἐξ ἐμοῦ δυσβουλίαν παθεῖν τὸ δεινὸν τοῦτο πείσομαι γὰρ οὐ τοσοῦτον οὐδὲν ὥστε μὴ οὐ καλῶς θανεῖν. Ἀλλ', εἰ δοκεῖ σοι, στεῖχε τοῦτο δ' ἴσθ' ὅτι ἄνους μὲν ἔρχῃ, τοῖς φίλοις δ' ὀρθῶς φίλη. Καθόλου δεν πρέπει όμως να επιδιώκει κανείς τα ακατόρθωτα (αδύνατα). ΑΝ. Αν συνεχίσεις να λες αυτά, θα μισηθείς από μένα και δίκαια θα σε μισεί για πάντα ο νεκρός. Αλλά άφησε εμένα και τη δική μου αφροσύνη να πάθω αυτό το φοβερό γιατί τίποτε τόσο φοβερό δε θα πάθω, ώστε να μην πεθάνω έντιμα. Αλλά, αν έτσι κρίνεις, προχώρα (πήγαινε) όμως αυτό να ξέρεις, ότι πηγαίνεις ασυλλόγιστη αλλά αληθινά αγαπημένη στους αγαπημένους σου. ΚΡΕΩΝ KEIMENO παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καὶ μὲ μεστῶσαι λέγων, 280 μὴ φευρεθῇς ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα. λέγεις γὰρ οὐκ ἀνεκτὰ δαίμονας λέγων πρόνοιαν ἴσχειν τοῦδε τοῦ νεκροῦ πέρι. πότερον ὑπερτιμῶντες ὡς εὐεργέτην ἔκρυπτον αὐτόν, ὅστις ἀμφικίονας ναοὺς πυρώσων ἦλθε κἀναθήματα καὶ γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν; ἢ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰσορᾷς θεούς; οὔκ ἔστιν. ἀλλὰ ταῦτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐρρόθουν ἐμοί 290 κρυφῇ, κάρα σείοντες, οὐδ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον, ὡς στέργειν ἐμέ. ἐκ τῶνδε τούτους ἐξεπίσταμαι καλῶς παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε. οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων τόδ ἐκδιδάσκει καὶ παραλλάσσει φρένας χρηστὰς πρὸς αἰσχρὰ πράγματ ἵστασθαι βροτῶν πανουργίας δ ἔδειξεν ἀνθρώποις ἔχειν 300 καὶ παντὸς ἔργου δυσσέβειαν εἰδέναι. ὅσοι δὲ μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε, χρόνῳ ποτ ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην. ἀλλ εἴπερ ἴσχει Ζεὺς ἔτ ἐξ ἐμοῦ σέβας, εὖ τοῦτ ἐπίστασ, ὅρκιος δέ σοι λέγω εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα τοῦδε τοῦ τάφου εὑρόντες ἐκφανεῖτ ἐς ὀφθαλμοὺς ἐμούς, οὐχ ὑμὶν Ἅιδης μοῦνος ἀρκέσει, πρὶν ἂν ζῶντες κρεμαστοὶ τήνδε δηλώσηθ ὕβριν, Α Επεισόδιο (στ. 280-331) ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Πάψε, προτού με γεμίσεις με οργή με τα λόγια σου, μην αποδειχτείς άμυαλος αν και είσαι γέρος. Γιατί δεν υποφέρεσαι όταν λες ότι νοιάζονται οι θεοί για τούτο το νεκρό. Λες να τον έθαβαν τιμώντας τον σαν ευεργέτη τους αυτόν που ήρθε να κάψει τους περίστυλους ναούς τους, τ' αφιερώματά τους (285), να ερημώσει τη γη και να καταλύσει τους νόμους; Ή μήπως βλέπεις οι θεοί να τιμούν τους κακούς; Δεν είναι δυνατό αλλά από την πρώτη στιγμή της βασιλείας μου κάποιοι που με δυσκολία υπέφεραν τη διαταγή μου σιγομουρμούριζαν εναντίον μου (290) κρυφά, κουνώντας το κεφάλι και δεν έβαζαν υπάκουα τον τράχηλο κάτω από το ζυγό ώστε να πειθαρχήσουν σε μένα. Κάποιοι απ' αυτούς γνωρίζω πολύ καλά ότι τα έκαναν αυτά παρασυρμένοι με χρήματα. Γιατί κανένας θεσμός σαν το χρήμα (295) δεν φύτρωσε μέσα στους ανθρώπους αυτό και πόλεις κυριεύει, αυτό ξεσπιτώνει τους άνδρες, καθοδηγεί και διαστρέφει τις δίκαιες γνώμες των ανθρώπων ώστε να στρέφονται σε αισχρές πράξεις και δείχνει στους ανθρώπους να κάνουν πανουργίες (300) και κάθε ανόσιο έργο να γνωρίζουν. Οσοι όμως πληρώθηκαν και έκαναν αυτά αργά ή γρήγορα κατάφεραν ώστε να τιμωρηθούν. Αλλά αν τιμώ και σέβομαι τον Δία, γνώριζέ το καλά, με όρκο σου το λέω (305), αν δεν βρείτε και παρουσιάσετε μπροστά στα μάτια μου τον δράστη αυτής της ταφής, δεν θα είναι αρκετός για σας μόνος ο Άδης, πριν ζωντανοί στην κρεμάλα φανερώσετε αυτή την παρανομία
ἵν εἰδότες τὸ κέρδος ἔνθεν οἰστέον 310 τὸ λοιπὸν ἁρπάζητε, καὶ μάθηθ ὅτι οὐκ ἐξ ἅπαντος δεῖ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν. ἐκ τῶν γὰρ αἰσχρῶν λημμάτων τοὺς πλείονας ἀτωμένους ἴδοις ἂν ἢ σεσωσμένους. εἰπεῖν τι δώσεις ἢ στραφεὶς οὕτως ἴω; οὐκ οἶσθα καὶ νῦν ὡς ἀνιαρῶς λέγεις; ἐν τοῖσιν ὠσὶν ἢ πὶ τῇ ψυχῇ δάκνει; τί δὲ ῥυθμίζεις τὴν ἐμὴν λύπην ὅπου; ὁ δρῶν σ ἀνιᾷ τὰς φρένας, τὰ δ ὦτ ἐγώ. οἴμ ὡς λάλημα δῆλον ἐκπεφυκὸς εἶ. 320 οὔκουν τό γ ἔργον τοῦτο ποιήσας ποτέ. καὶ ταῦτ ἐπ ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς. φεῦ ἦ δεινὸν ᾧ δοκῇ γε καὶ ψευδῆ δοκεῖν. κόμψευέ νυν τὴν δόξαν εἰ δὲ ταῦτα μὴ φανεῖτέ μοι τοὺς δρῶντας, ἐξερεῖθ ὅτι τὰ δειλὰ κέρδη πημονὰς ἐργάζεται. ἀλλ εὑρεθείη μὲν μάλιστ ἐὰν δέ τοι ληφθῇ τε καὶ μή, τοῦτο γὰρ τύχη κρινεῖ, οὐκ ἔσθ ὅπως ὄψει σὺ δεῦρ ἐλθόντα με καὶ νῦν γὰρ ἐκτὸς ἐλπίδος γνώμης τ ἐμῆς 330 σωθεὶς ὀφείλω τοῖς θεοῖς πολλὴν χάριν. για να γνωρίσετε από πού πρέπει να ζητάτε το κέρδος (310) και στο εξής από κει να το αρπάζετε και για να μάθετε ότι δεν πρέπει να αγαπάτε το κέρδος από παντού. Γιατί από τα παράνομα κέρδη τους περισσότερους μπορείς να δεις να καταστρέφονται παρά να έχουν σωθεί. Θα μου επιτρέψεις να μιλήσω ή να σηκωθώ να φύγω χωρίς να πω τίποτε; (315) Δεν το καταλαβαίνεις ότι και τώρα μιλάς ενοχλητικά; Στ' αυτιά σου ή στην ψυχή σου ενοχλείσαι; Τι λοιπόν εξετάζεις πού βρίσκεται η ενόχλησή μου; Ο δράστης σε στενοχωρεί στην ψυχή, ενώ εγώ στα αυτιά. Πόσο φαίνεσαι ότι γεννήθηκες φλύαρος. (320) Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν έχω κάνει αυτή την πράξη. (Την έκανες) και μάλιστα πουλώντας την ψυχή σου για τα χρήματα. Αλίμονο! Είναι αλήθεια φοβερό να σχηματίζει εσφαλμένες αντιλήψεις εκείνος που παίρνει αποφάσεις. Κάνε τον έξυπνο με τη λέξη «δόξα» αν όμως δεν μου αποκαλύψετε τους δράστες αυτής της ταφής, θα ομολογήσετε (325) ότι τα ανέντιμα κέρδη φέρνουν συμφορές. Μακάρι να βρεθεί (ο δράστης) και κάτι περισσότερο αλλά είτε πιαστεί είτε όχι, γιατί αυτό η τύχη θα το αποφασίσει, με κανέναν τρόπο δεν θα με δείς να ξανάρθω εδώ. Γιατί και τώρα που σώθηκα χωρίς να το περιμένω και να το ελπίζω (330) χρωστάω στους θεούς μεγάλη ευγνωμοσύνη.