ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 16 ΜΑΪΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΠΕΝΤΕ (5) ΚΕΙΜΕΝΟ Διονύσιος Σολωμός Ὁ Κρητικός 1 [18.]... Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ ἀκρογιάλι «Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!» Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ ἄλλο Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο 5 Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,1 Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν. 2 [19.] Πιστέψετε π ὅ,τι θά πῶ εἶν ἀκριβή ἀλήθεια, Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια, Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας, Μά τήν ψυχή πού μ ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας. 5 (Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω, Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένους2 κράζω: «Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει; Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει. Καπνός δέ μένει ἀπό τή γῆ νιός οὐρανός ἐγίνη 10 Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ αὐτήνη. Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί τῆς τρέμαν τά λουλούδια Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της, Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά μπει στό κορμί της Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος, Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος Καί τώρα ὀμπρός3 τήν εἴδαμε ὀγλήγορα σαλεύει Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»). 1 αντήχαν = αντηχούσαν. 2 ἀχνός = αμυδρή φιγούρα, έτοιμη να σβήσει. 3 τώρα ομπρός = μόλις, πριν από λίγο. 4 σκίρτησε = «σκιρτούσε»: αναταρασσόταν, χοχλός =κοχλασμός, βράσιμο. 5 πάστρα =καθαρότητα, διαύγεια. 6 ἐστένεψε = επιβλήθηκε (στην φύση), την ανάγκασε.
3 [20.] Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή... Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει,4 Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,5 Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ ἄστρα 5 Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε6 τή φύση Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν ἀφήσει. Δέν εἶν πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας, Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ ἔσφιξε κι ἐχάρη, 10 Ἐσειότουν τ ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει, Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη. Ἔτρεμε τό δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της, Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α1. Να αναφέρετε ονομαστικά τρία από τα κύρια θέματα της Επτανησιακής Σχολής και για το καθένα να γράψετε ένα παράδειγμα από το ποιητικό κείμενο του Διονυσίου Σολωμού που σας δόθηκε. Μονάδες 15 Β1. Σύμφωνα με την Ελένη Τσαντσάνογλου, ένα από τα γνωρίσματα του σολωμικού έργου είναι ότι ο ποιητής συνθέτει τη φυσική και τη μεταφυσική πραγματικότητα. α) Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε δύο εικόνες του κειμένου που να επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. (μονάδες 10) β) Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής επιλέγει να αναγάγει στο απόσπασμα 2 [19.] τη λυρική του αφήγηση σε επίπεδο μεταφυσικό; (μονάδες 10). Μονάδες 20 Β2. Στο απόσπασμα 3 [20.] ο Σολωμός αναπτύσσει το μοτίβο της σιγής του κόσμου πριν από τη θεία επιφάνεια. Να βρείτε δύο εκφραστικά μέσα με τα οποία αποδίδεται το μοτίβο αυτό στο συγκεκριμένο απόσπασμα (μονάδες 10) και να τα αναλύσετε (μονάδες 10). Μονάδες 20 Γ1. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους: α) «Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!» Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ ἄλλο Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο (σε μία παράγραφο 80 100 λέξεων) (μονάδες 15) β) Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της, Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά μπει στό κορμί της (σε μία παράγραφο 60-80 λέξεων) (μονάδες 10) Μονάδες 25
Δ1. Στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά «Ο Όρκος» ο Μάνθος (ήρωας της Κρητικής επανάστασης των ετών 1866-1869, που έχει σκοτωθεί στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου) απευθύνεται στην ετοιμοθάνατη αγαπημένη του. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα αυτό του Μαρκορά με το κείμενο του «Κρητικού» που σας δόθηκε. Μονάδες 20 Ἄκου, Εὐδοκιά!1 Σὰν ἔπαψαν στὸ οὐράνιο περιγιάλι Τοῦ φτάσιμού μας ᾑ χαραίς2 ὠιμέ! τὰ μύρια κάλλη, Ποῦ3 μ ἕνα βλέμμα ἐξάνοιξα4 τριγύρου σκορπισμένα, Χλωμὰ καὶ κρύα μοῦ φάνηκαν, θυμούμενος ἐσένα. Ἐπῆρα δρόμο μακρυνό. Σὰν πότε θὰ σὲ φέρῃ Στὴν ἀγκαλιά μου ὁ Θάνατος ρωτοῦσα κάθε ἀστέρι, Καὶ ὀμπρὸς ἀπέρναα5 κ ἔκανα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση Τὸ ἀγαπητό σου τ ὄνομα γλυκὰ νὰ ἠχολογήσῃ. Σὲ πλάγι οὐράνιο, ποῦ ψυχὴ δὲν ἤτανε κἀμμία, Θλιμμένος χάμου ἐκάθισα. Στὴ μοναξιὰ τὴ θεία Τὰ πρῶτα τῆς ἀγάπης μας εὐτυχισμένα χρόνια Μοῦ φτερουγιάζανε ὀμπροστά, σὰν τόσα χελιδόνια. Στὰ μέρη, ποὖχαν μᾶς ἰδῇ6 τόσαις φοραὶς ἀντάμα, Ὁ νοῦς μου ξαναγύριζε κ ἰδὲς θαυμάσιο πρᾶμα! Ὅ,τι θωροῦσε ὁ λογισμὸς ἔπαιρνε σῶμα ὀμπρός μου, Ὁποῦ7 δὲν εἶναι πρόσκαιρο, σὰν τ ἄλλα ἐδῶ τοῦ κόσμου.... Ὤ! πᾶμε, ἀγάπη μου γλυκειά! πᾶμε, ὁ καιρὸς μᾶς βιάζει! Δὲν εἶναι χόρτο ἢ λούλουδο ποῦ ἐκεῖ νὰ μὴ σὲ κράζῃ Ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια ἡ μάννα σου καὶ ὁ δοξαστός σου κύρης Τὴ θεία φτεροῦγα τῆς ψυχῆς ἀκαρτεροῦν νὰ γύρῃς. Πᾶμε! ὁ καλὸς Ἡγούμενος8, οἱ Κρητικοί μας ὅλοι Θὰ ἰδῇς ποῦ θἄρχωνται συχνὰ στ ὡραῖο σου περιβόλι, Καὶ θ ἀγροικήσῃς ἀπ αὐτούς, ποῦ γύρω μαζωμένοι Στὴ χλωρασιὰ9 θὰ κάθωνται, τί μάχαις ἔχουν γένῃ, Καὶ πόσα ἐβάψαν αἵματα κάθε βουνὸ τῆς Κρήτης, Πρὶν σκύψῃ πάλε στὸ ζυγὸ τὴν ἔρμη κεφαλή της. Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Ο Όρκος του Μαρκορά, Εκδόσεις Κανάκη, σσ. 140-141. 1. Εὐδοκιά: το όνομα της αγαπημένης του Μάνθου 2. ᾑ χαραίς: οι χαρές 3. ποῦ: που 4. ἐξάνοιξα: είδα, διέκρινα 5. ἀπέρναα: περνούσα 6. ποὖχαν μᾶς ἰδῇ: που μας είχαν δει 7. Ὁποῦ: που 8. Ἡγούμενος: ο ηγούμενος του Αρκαδίου 9. χλωρασιά: βλάστηση, πρασινάδα
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α1. Μοτίβο της φύσης: Ενότητα 3 [20.] «Ἁκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή. «Κι ἡ θάλασσα, που σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει» Μοτίβο της θρησκείας: Ενότητα 2 [19.] «Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος, Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος» Μοτίβο της γυναίκας: Ενότητα 2 [19.] «Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει;» Β1. α) Η σύνθεση της φυσικής με τη μεταφυσική πραγματικότητα αποτελούν μια βασική σολωμική τεχνική που αναδεικνύεται με χαρακτηριστικό τρόπο στις συγκεκριμένες ενότητες. Μια εικόνα του κειμένου που αναδεικνύει τη σύνθεση αυτή, εντοπίζεται στο τέλος της ενότητας 1 [18.], στο οποίο η τρικυμία ανάγεται σε βιβλική καταστροφή με ένα συνδυασμό από οπτικές και ηχητικές εικόνες και τη συμμετοχή όλων των στοιχείων της φύσης («τά πέλαγα κι ὁ οὐρανός οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά») στο γεγονός αυτό. Έτσι δημιουργείται μια γέφυρα με το μεταφυσικό τοπίο της ενότητας 2 [19.], η οποία αφενός προετοιμάζει τον αναγνώστη για τον οραματισμό της Έσχατης Κρίσης και αφετέρου εξαίρει την πάλη του ήρωα με τα στοιχεία της φύσης. Μια άλλη εικόνα αποτύπωσης της σύνθεσης εντοπίζεται στην ενότητα 2[19.] και στην απόδοση του παραδείσιου τοπίου, το οποίο, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Δημ. Μαρωνίτη «εγκοσμιώνεται. Τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί επίμονα ανακαλούν επίγειες μνήμες: «ψηλά πρωί λουλούδια θύρα τραγούδια». Το αισθητικό αποτέλεσμα αυτής της γήινης απόδοσης είναι η αίσθηση της οικειότητας του αναγνώστη με το μεταφυσικό τοπίο, με αποτέλεσμα η ποιητική αφήγηση να προσλαμβάνει ζωντάνια, αμεσότητα, παραστατικότητα, που επαυξάνουν την αναγνωστική συγκίνηση. Β1. β) Η μεταφυσική διάσταση της λυρικής αφήγησης αποτυπώνει την ικανότητα του ήρωα να βιώνει υπερβατικές εμπειρίες και να υπερβαίνει τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, όπως στο συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται ικανός «να δει»την Έσχατη Κρίση και να αναχθεί στον άδηλο, μεταφυσικό χρόνο της Δευτέρας Παρουσίας. Έτσι, ο ποιητής αναδεικνύει τη συμβολική διάσταση του ήρωά του ως «αλαφροῒσκιωτου» που θα παρουσιαστεί στη συνέχεια ικανός να βιώσει την οπτική εμπειρία της φεγγαροντυμένης και την ηχητική εμπειρία του «γλυκύτατου ηχού», που είναι απρόσιτες στον κοινό άνθρωπο. Παράλληλα, ο οραματισμός έχει παρηγορητική, «παραμυθητική» λειτουργία για τον ήρωα που βρίσκεται
στην κατάσταση της έσχατης ένδειας, της απόλυτης δυστυχίας και μοναξιάς, ως προσδοκία επανένωσης με την αγαπημένη στην αιώνια ζωή. Β2. Στην ενότητα 3 [20.] παρουσιάζεται η απότομη μεταβολή της φύσης, δεδομένου ότι η θαλασσοταραχή «Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή... βράζει» μετατρέπεται σε απόλυτη νηνεμία «Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα». Πρόκειται για το λογοτεχνικό μοτίβο «της σιγής του κόσμου», πριν από μια θεία Επιφάνεια, εν προκειμένω την εμφάνιση της φεγγαροντυμένης μπροστά στον Κρητικό. Στο πλαίσιο αυτό αξιοποιούνται αφενός η αντίθεση ανάμεσα στους στίχους 2 και 3 «Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή... πάστρα» και αφετέρου η επανάληψη «Ἡσύχασε» και «ἡσυχία» που αποδίδουν με ενάργεια την αιφνιδιαστική μεταβολή της φύσης, η οποία τρέμει και «υποκλίνεται» στο μεγαλείο της θεάς. Επιπρόσθετα, στους στίχους 7-8 «Δέν εἶν πνοή περνώντας» με μία έξοχη λυρική εικόνα και με την αποφατική παρομοίωση «Δέν εἶν.» αναδεικνύεται η απόλυτη ηρεμία της φύσης αφού στη θάλασσα πνέει άνεμος με ένταση λιγότερη ακόμα και από αυτή που προκαλεί η μέλισσα περνώντας δίπλα από τον ανθό. Πρόκειται για μια αφύσικη άπνοια την οποία δεν μπορεί να συλλάβει ο απλός άνθρωπος, αλλά μόνο ο «αλαφροΐσκιωτος» ήρωας. Η γαλήνη, λοιπόν, είναι απόλυτη και καθολική, απλώνεται στην πλάση και οδηγεί τον Κρητικό στη διαπίστωση πως «Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση». Γ1. α) Στους στίχους 2-4 διαμορφώνεται το ποιητικό τοπίο. Παρουσιάζεται η τρικυμισμένη θάλασσα, ενώ η απουσία του φυσικού φωτός παραπέμπει στη νύχτα. Η υποβλητική εικόνα οριοθετεί το πλαίσιο δράσης και τις αντίξοες συνθήκες στις οποίες καλείται να επιβιώσει ο ήρωας με την αγαπημένη του. Ο ναυαγός απευθύνεται με επίκληση στο αστροπελέκι, ώστε αυτό με την στιγμιαία έστω λάμψη του να τον βοηθήσει κάτι να διακρίνει μέσα στην καταχνιά που τον κυκλώνει. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται να συνομιλεί με τα στοιχεία της φύσης και το φυσικό φαινόμενο προσωποποιείται. Αν και είναι φαινόμενο που φέρνει καταστροφή αποκαλείται «καλό» (επίθετο συχνό στον ποιητικό λόγο του Σολωμού) γιατί η λάμψη του μπορεί να φανεί χρήσιμη στο ναυαγό που παλεύει με τα κύματα. Η φύση εισάκουσε την επίκληση του ήρωα. Ο αριθμός τρία είναι κυρίαρχος και συμβολικός στο ποίημα, αποτελεί δε χαρακτηριστική επιρροή από τη λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι. Το φως από τα αστροπελέκια αποκαλύπτει και το άλλο πρόσωπο του έργου, την κορασιά και είναι υποβοηθητικό της σωτηρίας της. Γ1. β) Ο ήρωας αναζητεί εναγωνίως, ανάμεσα στις νεοαναστημένες ψυχές των νεκρών την «κορασιά», με σκοπό τη μεταθανάτια ερωτική συνάντηση μαζί της. Εκείνοι τον πληροφορούν πως ψάλλει αναστάσιμους ύμνους, με ευχάριστη διάθεση και συγχρόνως αναφέρονται στην ανυπομονησία της να ενσαρκωθεί, μαζί με τον αγαπημένο της για την αιώνια ζωή. Πρόκειται για την «ἐν σαρκί Ἀνάσταση νεκρῶν» την οποία πρεσβεύει η Ορθόδοξη εκκλησία (Ίωβ ΙΘ 26: «ἀναστήσει δέ τό δέρμα μου»)
Δ1. Τα δύο κείμενα παρουσιάζουν ευδιάκριτες συνάφειες και ομοιότητες. Στο παράλληλο κείμενο ο ήρωας παρουσιάζεται να έχει κρητική καταγωγή και υπήρξε γενναίος πολεμιστής, όπως και ο ήρωας στον Κρητικό «τί μάχαις ἔχουν γένῃ / Καί πόσο ἐβάψαν αἵματα κάθε βουνό τῆς Κρήτης». Ο ήρωας βρίσκεται ήδη στο παραδείσιο τοπίο, το οποίο εδώ δεν αποτελεί οραματισμό όπως στον «Κρητικό», αλλά πραγματικότητα εφόσον έχει σκοτωθεί στη μάχη. Ουσιώδης διαφορά είναι η αντίστροφη κατάσταση στα δυο ζεύγη καθώς στο παράλληλο κείμενο ο νεκρός είναι ο ήρωας και η αγαπημένη του ετοιμοθάνατη. Στο παράλληλο κείμενο, το μεταφυσικό τοπίο του παραδείσου αποτυπώνεται και εδώ με γήινες εικόνες μιας όμορφης φύσης («χελιδόνια χόρτο λούλουδο στ ὡραῑο σου περιβόλι»). Κεντρικό μοτίβο αποτελεί και εδώ η αγάπη του ήρωα για την αγαπημένη του, η αβάσταχτη μοναξιά του μακριά της και η προσδοκία της μεταθανάτιας ένωσής τους στην αιώνια ζωή «Σάν πότε θὰ σὲ φέρῃ / Στὴν ἀγκαλιά μου ὁ Θάνατος ρωτοῡσα κάθε ἀστέρι». ΚΡΙΤΙΚΗ Το κείμενο κρίνεται αναμενόμενο και οι ερωτήσεις εύληπτες. Καλύπτουν ευρύ φάσμα των ζητουμένων και είναι διαβαθμισμένης δυσκολίας για τους επαρκώς προετοιμασμένους υποψηφίους. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΙΧΕΛΑΚΟΥ ΠΟΠΗ, ΤΟΛΙΑ ΠΑΓΩΝΑ, ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ