Active voice verbs First group: Κλείνω: Present tense: κλείνω, κλείνεις, κλείνει, κλείνουμε, κλείνετε, κλείνουνε. Simple future tense: θα κλείσω, θα κλείσεις, θα κλείσει, θα κλείσουμε, θα κλείσετε, θα κλείσουνε. Simple past: έκλεισα, έκλεισες, έκλεισε, κλείσαμε, κλείσατε, έκλεισαν (κλείσανε) Φτάνω: Present tense: φτάνω, φτάνεις, φτάνει, φτάνουμε, φτάνετε, φτάνουνε. Simple future tense: θα φτάσω, θα φτάσεις, θα φτάσει, θα φτάσουμε, θα φτάσετε, θα φτάσουνε. Simple past: έφτασα, έφτασες, έφτασε, φτάσαμε, φτάσατε, έφτασαν (φτασανε) Αρχίζω: αρχίζω, αρχίζεις, αρχίζει, αρχίζουμε, αρχίζετε, αρχίζουνε. θα αρχίσω, θα αρχίσεις, θα αρχίσει, θα αρχίσουμε, θα αρχίσετε, θα αρχίσουνε. Simple past: άρχισα, άρχισες, άρχισε, αρχίσαμε, αρχίσατε, άρχισαν (αρχίσανε) Τελειώνω: τελειώνω, τελειώνεις, τελειώνει, τελειώνουμε, τελειώνετε, τελειώνουνε. θα τελειώσω, θα τελειώσεις, θα τελειώσει, θα τελειώσουμε, θα τελειώσετε, θα τελειώσουνε. Simple past: τελείωσα, τελείωσες, τελείωσε, τελειώσαμε, τελειώσατε, τελείωσαν (τελειώσανε) Δουλεύω: Present tense: δουλεύω, δουλεύεις, δουλεύει, δουλεύουμε, δουλεύετε, δουλεύουνε. Smple future: θα δουλέψω, θα δουλέψεις, θα δουλέψει, θα δουλέψουμε, θα δουλέψετε, θα δουλέψουνε. Simple past: δούλεψα, δούλεψες, δούλεψε, δουλέψαμε, δουλέψατε, δούλεψαν (δουλέψανε) Ανοίγω: Present tense: ανοίγω, ανοίγεις, ανοίγει, ανοίγουμε, ανοίγετε, ανοίγουνε. Future tense: θα ανοίξω, θα σνοίξεις, θα ανοίξει, θα ανοίξουμε, θα ανοίξετε, θα ανοίξουνε. Simple past: άνοιξα, άνοιξες, άνοιξε, ανοίξαμε, ανοίξατε, άνοιξαν (ανοίξανε) Μένω: Present tense: μένω, μένεις, μένει, μένουμε, μένετε, μένουνε. Simple future: θα μείνω, θα μείνεις, θα μείνει, θα μείνουμε, θα μείνετε, θα μείνουνε. Simple past (past perfective): έμεινα, έμεινες, έμεινε, μέναμε, μένατε, έμειναν (μένανε) Έχω: Present tense: έχω, έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουνε. Simple future; θα έχω, θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουνε. Simple past: είχα, είχες, είχε, είχαμε, είχατε, είχανε
φεύγω φεύγω, φεύγεις, φεύγει, φεύγουμε, φεύγετε, φεύγουνε. θα φύγω, θα φύγεις, θα φύγει, θα φύγουμε, θα φύγετε, θα φύγουνε. Simple past: έφυγα, έφυγες, έφυγε, φεύγαμε, φεύγατε, έφυγαν (φεύγανε) τρώω τρώω, τρως, τρώει, τρώμε, τρώτε, τρώνε θα φάω, θα φας, θα φάει, θα φάμε, θα φάτε, θα φάνε έφαγα, έφαγες, έφαγε, φάγαμε, φάγατε, έφαγαν (φάγανε) ψωνίζω Present tense: ψωνίζω, ψωνίζεις, ψωνίζει, ψωνίζουμε, ψωνίζετε, ψωνίζουνε. Simple future: θο, ψωνίσω, θα ψωνίσεις, θα ψωνίσει, θα ψωνίσουμε, θα ψωνίσετε, ψωνίσουνε. ψώνισα, ψώνισες, ψώνισε, ψωνίσαμε, ψωνίσατς, ψώνισαν (ψωνίσανε). χορεύω Present tense: χορεύω, χορεύεις, χορεύει, χορεύουμε, χορεύετε, χορεύουνε. Simple future: θα χορέψω, θα χορέωεις, θα χορέψει, θα χορέψουμε, θα χορέψετε, θα χορέψουνε. χόρεψα, χόρεψες, χόρεψε, χορέψαμε, χορέψατς, χόρεψαν (χορέψανε). φτιάχνω φτιάχνω, φτιάχνεις, φτιάχνει, φτιάχνουμε, φτιάχνετε, φτιάχνουνε, θα φτιάξω, θα φτιάξεις, θα φτιάξει, θα φτιάξουμε, θα δτιαξετε, θα φτιάξουνε. έφτιαξα, έφτιαξες, έφτιαξε, εφτιάξαμε, εφτιάξατε, έφτιαξαν (εφτιάξανε). πλένω πλένω, πλένεις, πλένει, πλένουμε, πλένετε, πλένουνε. θα πλύνω, θα πλύνεις, θα πλύνει, θα πλύνουμε, θα πλύνετε, θα πλύνουνε. έπλυνα, έπλυνες, έπλυνε, επλύναμε, επλύνατε, έπλυναν (επλύνανε). στέλνω στέλνω, στέλνεις, στέλνει, στέλνουμε, στέλνετε, στέλνουνε. θα στείλω, θα στείλεις, θα στείλει, θα στείλουμε, θα στείλετε, θα στείλουνε. έστειλα, έστειλες, έστειλε, στείλαμε, στείλατε, έστειλαν (στείλανε).
Παίρνω Παίρνω, παίφνεις, παίρνει, παίρνουμε, παίρνετε, παίρνουνε. θα πάρω, θα πάρεις, θα πάρει, θα πάρουμε, θα πάρετε, θα πάρουνε. πήρα, πήρες, πήρε, πήραμε, πήρατε, πήρανε. φέρνω φέρνω, φέρνεις, φέρνει, φέρνουμε, φέρνετε, φέρνουνε. θα φέρω, θα φέρεις, θα φέρει, θα φέρουμε, θα φέρετε, θα φέρουνε. έφερα, έφερες, έφερε, φέραμε,φέρατε, έφεραν (εφέρανε). δίνω δίνω, δίνεις, δίνει, δίνουμε, δίνετε, δίνουνε. θα δώσω, θα δώσεις, θα φώσει, θα δώσουμε, θα δώσετε, θα δώσουνε. έδωσα, έδωσες, έδωσε, δώσαμε, δώσατε έδωσαν (δώσανε). βρίσκω βρίσκω, βρίσκεις, βρίδκει, βρίσκουμε, βρίσκετε, βρίσκουνε. θα βρω, θα βρεις, θα βρει, θα βρούμε, θα βρείτε, θα βρουνε. βρήκα, βρήκες, βρήκε, βρήκαμε, βρήκατε, βρήκανε. μπαίνω μπαίνω, μπαίνεις, μπαίνει, μπαίνουμε, μπαίνετε, μπαίνουνε. θα μπω θα μπεις, θα μπει, θα μπούμε, θα μπείτε, θα μπουνε. μπήκα, μπήκες, μπήκε, μπήκαμε, μπήκατε, μπήκανε. πίνω πίνω, πίνεις, πίνει, πίνουμε, πίνετε, πίνουνε. θα πιω, θα πιεις, θα πιει, πιούμε, θα πιείτε, θα πιουνε. ήπια, ήπιες, ήπιε, πίαμε πίατε, ήπιαν (πίανε). βλέπω βλέπω, βλέπεις, βλέπει, βλέπουμε, βλέπετε, βλέπουνε. θα δω, θα δεις, θα δει, θα δούμε, θα δείτε, θα δουνε.
είδα, είδες, έιδε, είδαμε, είδατε, είδανε. λέω λέω, λες, λέει, λέμε, λέτε, λένε. θα πω, θα πεις, θα πει, θα πούμε, θα πείτε, θα πουνε. είπα, είπες, είπε, είπαμε, είπαυε, είπανε. γυρίζω γυρίζω, γυρίζεις, γυρίζει, γυρίζουμε, γυρίζετε, γυρίζουνε. θα γυρίσω, θα γυρίσεις, θα γυρίσει, θα γυρίσουμε, θα γυρίσετε, θα γυρίσουνε. γύρισα, γύρισες, γύρισε, γυρίσαμε, γυρίσατε, γύρισαν (γυρίσανε). καπνίζω καπνίζω, καπνίζεις, καπνίζει, καπνίζουμε, καπνίζετε, καπνίζουνε. θα καπνίσω, θα καπνίσεις, θα καπνίσει, θα καπνίσουμε, θα καπνίσετε, θα καπνισουνε. κάπνισα, κάπνισες, κάπνισε, καπνίσαμε, καπνίσατε, κάπνισαν (καπνίσανε). διαβάζω διαβάζω, διαβάζεις, διαβάζει, διαβάζουμε, διαβάζετε, διαβάζουνε. θα διαβάσω, θα διαβάσεις, θσ δισβάσει, θα διαβάσουμε, θα διαβάσετε, θα διαβάσουνε. διάβασα, διάβασες, διάβασε, διαβάσαμε, διαβάσατε διάβασαν (διαβάσανε). πληρώνω πληρώνω, πληρώνεις, πληρώνει, πληρώνουμε, πληρώνετε, πληρώνουνε. θα πληρώσω, θα πληρώσεις, θα πληρώσει, θα πληρώσουμε, θα πληρώσετε, θα πληρώσουνε. πλήρωσα, πλήρωσεα, πλήρωσε, πληρώσαμε, πληρώσατε, πλήρωδαν (πληρώσανε). μαγειρεύω μαγειρεύω, μαγειρεύεις, μαγειρεύει, μαγειρεύουμε, μαγειρεύετε, μαγειρεύουνε. θα μαγειρέψω, θα μαγειρέψεις, θα μαγειρέψει, θα μαγειρέψουμε, θα μαγειρέψετε, θα μαγειρέψουνε. μαγείρεψα, μαγείρεψες, μαγείρεψε, μαγειρέψαμε, μαγειρέψατε, μαγείρεψαν (μαγειρέψανε).
γυρεύω γυρεύω, γυρεύεις, γυρεύει, γυρεύουμε, γυρεύετε, γυρεύουνε. θα γυρέψω, θα γυρέψεις, θα γυρέψει, θα γυρέψουμε, θα γυρέψετε, θα γυρέψουνε. γύρεψα, γύρεψες, γύρεψε, γυρέψαμε, γυρέψατε, γύρεψαν (γυρέψανε). γράφω γράφω, γράφεια, φράφει, γράφουμε, γράφετε, γράφουνε. θα γράψω, θα γράψεις, θα γράψει, θα γράψουμε, θα γράψετε, θα γραψουνε. έγραψα, έγραψες έγραψε, γράψαμε, γράψατε, έγραψαν (γράψανε). κοιτάζω κοιτάζω, κοιτάζεις, κοιτάζει, κοιταζουμε, κοιτάζετε, κοιτάζουνε. θα κοιτάξω, θα κοιτάξεις, θα κοιτάξει, θα κοιτάξουμε, θα κοιτάξετε, θα κοιταξουνε. κοίταξα, κοίταξες, κοίταξε, κοιτάξαμε, κοιτάξατε, κοίταξαν (κοιτάξανε). παίζω παίζω, παίζεις, παίζει, παίζουμε, παίζετε, παίζουνε. θα παίξω, θα παίξεις, θα παίξει, θα παίξουμε, θα παίξετε, θα παίξουνε. έπαιξα, έπαιξες, έπαιξε, παίξαμε, παίξατε, έπαιξαν (παίξανε). προσέχω προσέχω, προσέχεις, προσέχει, προσέχουμε, προσέχετε, προσέχουνε. θα προσέξω, θα προσέξεις, θα προσέξει, θα προσέξουμε, θα προσέξετε, θα προσέξουνε. πρόσεξα, πρόσεξες, πρόσεξε, προρσέξαμε, προσέξατε πρόσεξαν (προσέξανε). τρέχω Present tense: τρέχω, τρέχεις, τρέχει, τρέχουμε, τρέχετε, τρέχουνε. Simple future: θα [τρέξω, τρέξεις, τρέξει, τρέξουμε, τρέξετε, τρέξουνε] Simple past: έτρεξα, έτρεξρς, έτρεξε, τρέξαμε, τρεξατε, έτρεξαν (τρέξανε). ψάχνω ψάχνω, ψάχνεις, ψάχνει, ψάχνουμε, ψάχνετε, ψάχνουνε θα [ψάξω, ψάξεις, ψάξει, ψαξούμε, ψαξείτε, ψαξουνε]
έψαξα, έψαξες, έψαξε, ψάξαμε, ψάξατε, έψαξαν (ψάξανε). αγοράζω αγοράζω, αγοράζεις, αγοράζει, αγοράζουμε, αγοράζετε, αγοράζουνε θα αγοράσω, θα αγοράσεις, θα αγοράσει, θα αγοράσουμε, θα αγοράσετε, θα αγοράσουνε αγόρασα, αγόρασες, αγόρασε, αγοράσαμε, αγοράσατε, αγόρασαν (αγοράσανε) δικάζω δικάζω, δεκάζεις, δεκάζει, δεκάζουμε, δεκάζετε, δεκάζουνε. θα [δικάσω, δικάσεις, δικάσει, δικάσουμε, δικάσετε, δικάσουνε] δίκασα, δίκασες, δίκασε, δικάσαμε, δικάσατε, δίκασαν (δικάσανε). βγαίνω βγαίνω, βγαίνεις, βγαίνει, βγαίνουμε, βγαίνετε, βγαίνουνε θα βγω, θα βγεις, θα βγει, θα βγούμε, θα βγείτε, θα βγουνε βγήκα, βγήκες, βγήκε, βγήκαμε, βγήκατε, βγήκαν. Second group verbs Μιλάω Present tense: μιλάω, μιλάς, μιλάει, μιλάμε, μιλάτε, μιλάνε. Simple future: θα μιλήσω, θα μιλήσεις, θα μιλήσει, θα μιλήσουμε, θα μιλήσετε, θα μιλήσουνε. Simple past tense: μίλησα, μίλησες, μίλησε, μιλήσαμε, μιλήσατε, μίλησαν (μιλήσανε) αγαπάω Present tense: αγαπάω, αγαπάς, αγαπάει, αγάπαμε, αγαπάτε, αγαπάνε. Simple future; θα αγαπήσω, θα αγαπήσεις, θα αγαπήσει, θα αγαπήσουμε, θα αγαπήσετε, θα αγαπήσουνε. Simple past tense: αγάπησα, αγάπησες, αγάπησε, αγαπήσαμε, αγαπήσατε, αγάπησαν (αψαπήσανε) πεινάω πεινάω, πεινάς, πεινάει, πεινάμε, πεινάτε, πεινάνε. θα πεινάσω, θα πεινάσεις, θα πρινάσει, θσ πεινάσουμε, θα πεινάσετε, θα πεινάσουνε.
πείνασα, πείνασες, πείνασε, πεινάσαμε, πεινάσατε, πείνασσν (πεινάσανε). περνάω Present tense: περνάω, περνάς, περνάεκ, περνάμε, μερνάτε, περνάνε. Simple future: θα περάσω, θα περάσεις, θα περάσει, θα περάσουμε, θα περάσετε, θα περάσουνε. Simple past tense: πέρασα, πέρασες, πέρασε, περάσαμε, περάσατε, πέρασαν (περάσαανε) απαντάω Present tense: απαντάω, απαντάς, απαντάει, απαντάμε, απαντάτε, απαντάνε. Simple future: θα απαντήσω, θα απαντήσεις θα απαντήσει, θα απαντήσουμε, θα απαντήσετε, θα απαντήσουνε. Simple past tense: απάντησα, απάντησες, απάντησε, απαντήσαμε, απαντήσατε, απάντησαν (απαντήσανε) ρωτάω Present tense: ρωτάω, ρωτάς, ρωτάει, ρωτάμε, ρωτάτε, ρωτάνε. Simple future: θα ρωτήσω, θα ρωτήσεις, θα ρωτήσει, θα ρωτήσουμε, θα ρωτήδετε, θα ρωτήσουνε, Simple past tense: ρώτησα, ρώτησες, ρώτησε, ρωτήσαμε, ρωτήατε, ρώτησαν (ρωτήδανε) ξεχνάω Present tense: ξεχνάω, ξεχνάς, ξεχνάει, ξεχνάμε, ξεχνάτε, ξεχνάνε. Simple future: θα ξεχάσω, θα ξεχάσεις, θα ξεχάσει, θα ξεχάσουμε, θα ξεχάσετε, θα ξεχάσουνε. Simple past tense: ξέχασα, ξέχασες, ξέχασε, ξεχάσαμε, ξεχάσατε, ξέχασαν (ξεχάσανε) ξυπνάω Present tense: ξυπνάω, ξυπνάς, ξυπνάει, ξυπνάμε, ξυπνάτε, ξυπνάνε. Simple future: θα ξυπνήσω, θα ξυπνήσεις, θα ξυπνήσει, θα ξυπνήσουμε, θα κυπνήσετε, θα ξυπνήσουνε. Simple past tense: ξύπνησα, ξύπνησες, ξύπνησε, ξυπνήσαμε, ξυπνήσατε, ξύπνησαν (ξυπνήσανε) πονάω: πονάω, πονείς, πονεί, πονούμε, πονείτε, πονουνε θα πονέσω, θα πονέσεις, θα πονέσει, θα πονέσουμε, θα πονέσετε, θα πονέσουν πόνεσα, πόνεσες, πόνεσς, πονέσαμε, πονέσατε, πόνεσαν (πονέσανε).
διψάω: διψάω, διψάς, διψάει, διψάμε, διψάτε, διψάνε θα διψάσω, θα διψάσεις, θα διψάσει, θα διψάσουμε, θα διψάσετε, θα διψάσουν δίψασα, δίψαασες, δίψασε, διψάσαμε, διψάσατε, δίψασαν (διψάσανε). γελάω: γελάω, γελάς, γελάει, γελάμε, γελάτε, γελάνε θα γελάσω, θα γελάσεις, θα γελάσει, θα γελάσουμε, θα γελάσετε, θα γελάσουν γέλασα, γέλασες, γέλασε, γελάσαμε, γελάσατε, γέλασαν (γελάσανε). κερνάω: κερνάω, κερνάς, κερνάει, κερνάμε, κερνάρε, κερνάνε θα κεράσω, θα κεράσεις, θα κεράσει, θα κεράσουμε, θα κεράσετε, θα κεράσουν κέρασα, κέρασες, κέρασε, κεράσαμε, κεράσατε, κέρασαν (κεράσανε). περπατάω: περπατάω, περπατάς, περπατάει, περπατάνε, περπατάτε, περπατάνε θα περπατήσω, θα περπατήσεις, θα περπατήσει, θα περπατήσουμε, θα περπατήσετε, θα περπατήσουν κοίταξα, κοίταξες, κοίταξε, κοιτάξαμε, κοιτάξατε, κοιταξαν (κοιτάξανε). Third group verbs μπορώ μπορώ, μπορείς, μπορεί, μπορούμε, μπορείτε, μπορούνε. θα μπορέσω, θα μπορέσεις, θα μπορέσει, θα μπορέσουμε, θα μπορέσετε, θα μπορέσουνε. μπόρεσα, μπόρεδςε, μπόρεσε, μπορέσαμε, μπορέσατε, μπόρεσαν (μπορέσανε). οδηγώ οδηγώ, οδηγείς, οδηγεί, οδηγούμε, οδηγείτε, οδηγουνε. θα οδηγήσω, θα οδηγήσεις, θα οδηγήσει, θα οδηγήσουμε, θα οδηγήσετε, θα οδηγήσουνε. οδήγησα, ογήγησες, ογήγηδε, οδηγήσαμε, οδηγήσατε, οδήγησαν (οδηγήσανε). ζω ζω, ζεις, ζει, ζούμε, ζείτε, ζούνε.
ζήσω, ζήσεις, ζήσει, ζήσουμε, ζήσετε, ζήσουνε. έζησα, έζησες, έζησε, ζήσαμε, ζήσατε, έζησαν (ζήσανε). αργώ αργώ, αργείς, αργεί, αργούμε, αργείτε, αργούνε. θα αργήσω, θα αργήσεις, θα αργήσει, θα αργήσουμε, θα αργήσουμε, θα αργήσετε, θα αργήσουνε. άργησα, άργησες, άργησε, αργήσαμε, αργήσατε, άργησαν (αργήσανε). τηλεφωνώ τηλεφωνώ, τηλεφωνείς, τηλεφωνεί, τηλεφωνούμε, τηλεφωνείτε, τηλεφωνούνε. θα τηλεφωνήσω, θα τηλεφωνήσεις, θα τηλεφωνήσει, θα τηλεφωνήσουμε, θα τηλεφωνήσετε, θα τηλεφωνήσουνε. τηλεφώνησα, τηλεφώνησες, τηλεφώνησε, τηλεφωνήσαμε, τηλεφωνήσατε, τηλεφώνησαν (τηλεφωνήσανε). ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθείς, ακολουθεί, ακολουθούμε, ακολουθείτε, ακολουθούνε. θα ακολουθήσα, θα ακολουθήσεις, θα ακολουθήσει, θα ακολουθήσουμε, θα ακολουθήσετε, θα ακολουθήσουνε. ακολούθησα, ακολούθησες, ακολούθησε, ακολουθήσαμε, ακολουθήσατε, ακολούθησαν (ακολουθήσανε). αδιαφορώ αδιαφορώ, αδιαφορείς, αδιαφορεί, αδιαφορούμε, αδιαφορείτε, αδιαφορούνε. αδιαφόρησα, αδιαφόρησες, αδιαφόρησε, αδιαφορήσαμε, αδιαφορήσατε, αδιαφόρησαν (αδιαφορήσανε). αναθεωρώ αναθεωρώ, αναθεωρείς, αναθεωρεί, αναθεωρούμε, αναθεωρείτε, αναθεωρούνε. θα αναθεωρήσω, θα αναθεωρήσεις, θα αναθεωρήσει, θα αναθεωρήσουμε, θα αναθεωρήσετε, θα αναθεωρήσουνε. αναθεώρησα, αναθεώρησες, αναθεώρησε, αναθεωρήσαμε, αβαθεωρήσατε, αναθεώρησαν (αναθεωρήσανε). προσπαθώ: προσπαθώ, προσπαθείς, προσπαθεί, προσπαθούμε, προσπαθείτε, προσπαθούνε θα προσπαθήσω, θα προσπαθήσεις, θα προσπαθήσει, θα προσπαθήσουμε, θα προσπαθήσετε, θα
προσπαθήσουν προσπάθησα, προσπάθησες, προσπάθησε, προσπαθήσαμε, προσπαθήσατε, προσπάθησαν (προσπαθήσανε). παρακαλώ: παρακαλώ, παρακαλείς, παραλεί, παρακαλούμε, παρακαλείτε, παρακαλούν θα παρακαλέσω, θα παρακαλέσεις, θα παρακαλέσει, θα παρακαλέσουμε, θα παρακαλέσετε, θα παρακαλέσουν. Medio-passive & deponent verbs Fourth group & fifth group verbs έρχομαι έρχομαι, έρχεσαι, έρχεται, έρχόμαστε, έρχεστε, έρχονται. θα [έρθω, έρθεις, έρθει, έρθουνε, έρθετε, έρθουν]. γίνομαι γίνομαι, γίνεσαι, γίνεται, γινόμαστε, γίνεστε, γίνονται. θα [γίνω, γίνεις, γίνει, γίνουμε, γίνετε, γίνουνε] σκέφτομαι σκέφτομαι, σκέφτοσαι, σκεφτεται, σκεφτόμαστε, σκέφτεστε, σκέφτονται. θα [σκεφτώ, σκεφτείς, σκεφτεί, σκεφτούμε, σκεφτείτε, σκεφτούνε] κοιμάμαι κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάται, κοιμόμαστε, κοιμάστε ή κοιμόσαστε, κοιμούνται. θα [κοιμηθώ, κοιμηθείς, κοιμηθεί, κοιμηθούμε, κοιμηθείτε, κοιμηθούνε] λυπάμαι λυπάμαι, λυπάσαι, λυπάται, λυπόμαστε, λυπάστε ή λυπόσαστε, λυπούνται. θα [λυπηθώ, λυπηθείς, λυπηθεί, λυπηθούμε, λυπηθείτε, λυπηθούνε] θυμάμαι θυμάμαι, θυμάσαι, θυμάται, θυμόμαστε, θυμάστε ή θυμόσαστε, θυμούνται. θα [θυμηθώ, θυμηθείς, θυμηθεί, θυμηθούμε, θυμηθείτε, θυμηθούνε)
φοβάμαι θα [φοβηθώ, φοβηθείς, φοβηθεί, φοβηούμε, φοβηθείτε, φοβηθούνε] παντρεύομαι θα [παντρευτώ, παντρευτείς, παντρευτεί, πσντρευτούμε, παντρευτείτε παντρευτούνε] μπλέκομαι θα [μπλεχτώ, μπλεχτείς, μπλεχτεί, μπλεχτούμε, μπλεχτείτε, μπλεχτούνε] στηρίζομαι θα [στηριχτώ, στηριχτείς, στηριχτεί, στηριχτούμε, στηριχτείτε, στηριχτούνε] κρύβομαι θα [κρυφτώ, κρυφτείς, κρυφτεί, κρυφτούμε, κρυφτείτε, κρυφτούνε] χτενζίομαι θα [χτενιστώ, χτενιστείς, χτενιστεί, χτενιστούμε, χτενιστείτε, χτενιστούνε] ξυρίζομαι θα [ξυριστώ, ξυριστείς, ξυριστεί, ξυριστούμε, ξυριστείτε, ξυριστούνε] ετοιμάζομαι θα [ετοιμαστώ, ετοιμαστείς, ετοιμαστεί, ετοιμαστούμε, ετοιμαστείτε, ετοιμαστούνε] πλένομαι θα [πλυθώ, πλυθείς, πλυθεί, πλυθούμε, πλυθείτε, πλυθούνε] ντύνομαι θα [ντυθώ, ντυθείς, ντυθεί, ντυθούμε, ντυθείτε, ντυθούνε] σηκώνομαι θα [σηκωθώ, σηκωθείς, σηκωθεί, σηκωθούμε, σηκωθείτε, σηκωθούνε]