ΗΔΗΜΟΣΙΑ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ τοῦ μεγάλου Φράνσις Μπέικον 1 ἔληξε σὰν φτηνὴ παραβολὴ

Σχετικά έγγραφα
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Το παραμύθι της αγάπης

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ


Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

ΥΔΡΟΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ) Τίτλος διερεύνησης: Ποιοί παράγοντες επηρεάζουν το πόσο νερό συγκρατεί το χώμα;

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ - ΜΥΘΟΙ ΘΡΥΛΟΙ

Η πορεία προς την Ανάσταση...

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Κατανόηση προφορικού λόγου

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

Down. Πηγή: kosmos/item/ down- syndrome- pos- eipa- ston- gio- mou- pos- exei- syndromo- down

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ Λούρας, Μποζίκης, Πετρού, Θόδωρος, Μισὲρ Γιαννοῦτσος

Transcript:

Μπέρτολτ Μπρὲχτ ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ* ΗΔΗΜΟΣΙΑ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ τοῦ μεγάλου Φράνσις Μπέικον 1 ἔληξε σὰν φτηνὴ παραβολὴ τοῦ παραπλανητικοῦ ἀποφθέγματος: «Ἡ ἀδικία δὲν ξεπληρώνεται μὲ τίποτα». Ὡς ὕπατος δικαστὴς τοῦ βασιλείου, καταδικάστηκε γιὰ διαφθορὰ καὶ ρίχτηκε στὴ φυλακή. Οἱ ἐκτελέσεις, οἱ ἐκχωρήσεις ἐπιζήμιων μονοπωλίων, ἡ ἔκδοση ἐνταλμάτων παράνομων συλλήψεων καὶ ἡ ἐπιβολὴ ὑπαγορευμένων ἀπ αὐτὸν δικαστικῶν ἀποφάσεων συντελοῦν ὥστε τὰ χρόνια ποὺ χρημάτισε λόρδος καγκελάριος νὰ συ γκα ταλέ γονται ἀνάμεσα στὰ πιὸ ζοφερὰ καὶ εἰδεχθῆ τῆς ἀγγλικῆς ἱστορίας. Ἅμα τοῦ ἀφαιρέθηκε τὸ προσωπεῖο καὶ ὁμολόγησε τὰ πάντα, ἡ παγκόσμια φήμη του ὡς οὑμανιστῆ καὶ φιλοσόφου συνέτεινε ὥστε τὰ ἀδικήματά του νὰ γίνουν γνωστὰ πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ βασιλείου. Ὅταν, μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, τοῦ δόθηκε ἡ ἄδεια ν ἀποτραβηχτεῖ στὰ κτήματά του, ἦταν γέρος πιά. Τὸ σῶμα του εἶχε ἐξασθενήσει ἀπὸ τοὺς κόπους ποὺ τοῦ εἶχε στοιχίσει ἡ ἐξολόθρευση τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ τοῦ εἶχαν προξενήσει οἱ ἄλλοι γιὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. Μόλις ὅμως ἔφτασε στὸ σπίτι του, ἀφοσιώθηκε ὁλότελα στὴ σπουδὴ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Δὲν τὰ εἶχε καταφέρει νὰ κυριαρχήσει πάνω στοὺς ἀνθρώπους. Ὅ,τι τοῦ ἀπέμενε ἀπὸ ἐνεργητικότητα θὰ τὸ ἀφιέρωνε στὴν ἔρευνα τοῦ πῶς θὰ μποροῦσε καλύτερα νὰ κυριαρχήσει ἡ ἀνθρωπότητα πάνω στὶς δυνάμεις τῆς φύσεως. Οἱ ἔρευνές του, ἑστιασμένες σὲ ὠφέλιμα ζητήματα, τὸν ὁδηγοῦσαν κάθε τόσο ἀπὸ τὸ σπουδαστήριό του στὰ χωράφια, τοὺς κήπους καὶ τοὺς στάβλους τῶν κτημάτων του. Ὧρες ὁλόκληρες συζητοῦσε μὲ τοὺς κηπουροὺς γιὰ τὶς δυνατότητες βελτίωσης τῶν ὀπωροφόρων δέντρων ἢ ὑποδείκνυε στὶς ὑπηρέτριες πῶς νὰ μετροῦν τὴν ποσότητα γάλακτος ποὺ ἔδινε καθεμιὰ ἀγελάδα. Μέσα σὲ ὅλ αὐτά, ἕνας μικρὸς σταβλίτης τράβηξε τὴν προσοχή του. Κάποιο πανάκριβο ἄλογο εἶχε ἀρρωστήσει, καὶ τὸ ἀγόρι ἔδινε, δυὸ τρεῖς φορὲς τὴ μέρα, ἀναφορὰ στὸν φιλόσοφο. Ὁ ζῆλος καὶ ἡ παρατηρητικότητά του ἔθελξαν τὸν γέρο. Ὅταν ὅμως ἕνα βράδυ πῆγε στὸ στάβλο, εἶδε μιὰ γριὰ νὰ στέκεται πλάι στὸ ἀγόρι καὶ τὴν ἄκουσε νὰ λέει: «Εἶναι κακὸς ἄνθρωπος, νὰ τὸν προσέχεις. Ἂν καὶ μεγάλος ἄρχο - ντας ποὺ ἔχει χρήματα μὲ τὸ τσουβάλι, εἶναι κακός. Εἶναι τ ἀφεντικό σου καὶ γι αὐτὸ νὰ κάνεις σωστὰ τὴ δουλειά σου, ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶς πὼς εἶναι κακός». Ὁ φιλόσοφος δὲν ἄκουσε τὴν ἀπάντηση, ἐπειδὴ ἔκανε ἀπότομα μεταβολὴ κι ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του, ὡστόσο δὲν παρατήρησε τὴν ἑπόμενη μέρα καμιὰν ἀλλαγὴ στὴ στάση τοῦ ἀγοριοῦ ἀπέναντί του. Ἀφοῦ γιατρεύτηκε τὸ ἄλογο, ὁ ἀφέντης φώναζε συχνὰ τὸ ἀγόρι νὰ τὸν συνοδέψει στοὺς περιπάτους του καὶ τοῦ ἀνέθετε μικρὰ καθήκοντα. Σιγὰ σιγὰ συνήθισε νὰ συζητᾶ μαζί του γιὰ κάποια πειράματα. Στὶς συζητήσεις αὐτὲς δὲν διάλεγε τὶς λέξεις ποὺ οἱ ἐνήλικες νομίζουν συνήθως πὼς ταιριάζουν στὴν κατανόηση τῶν παιδιῶν, παρὰ τοῦ μιλοῦσε ὅπως θὰ μιλοῦσε σ ἕναν μορφωμένο. Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε συναναστραφεῖ τὶς μεγαλύτερες διάνοιες καὶ σπάνια εἶχε γίνει κατανοητός, ὄχι ἐπειδὴ ἦταν πάρα πολὺ ἀσαφής, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν πάρα πολὺ σαφής. Ἔτσι, δὲν ἀνησυχοῦσε γιὰ τὶς δυσκολίες τοῦ 1. Francis Bacon, βαρόνος τοῦ Βέρουλαμ (Verulam), ὑποκόμης τοῦ Σαὶντ Ὤλμπανς (Saint Albans), στὴν Ἑλλάδα παλαιότερα γνωστὸς ὡς Φραγκίσκος Βάκων (Λονδίνο 1561-1626) ἄγγλος φιλόσοφος. Συνέδεσε μὲ καινοτόμο τρόπο τὴν ἀνθρώπινη πρόοδο μὲ τὴν πρόοδο τῆς γνώσης, προτείνοντας μιὰ ταξινόμηση τῶν ἐπιστημῶν (Novum Organum, 1620) καὶ ἀναπτύσσοντας ἐμπειριοκρατικὲς ἀντιλήψεις (Instauratio magna, 1623). Διετέλεσε καγκελάριος τῆς Ἀγγλίας κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Ἰακώβου Α. (Σ.τ.Μ.)

ἀγοριοῦ, ἀλλὰ τὸ διόρθωνε ὑπομονετικά, ὅταν αὐτὸ πάσχιζε νὰ χρησιμοποιήσει ἄγνωστές του λέξεις. Ἡ κύρια ἄσκηση γιὰ τὸ ἀγόρι ἦταν νὰ περιγράφει τὰ πράγματα ποὺ ἔβλεπε καὶ τὶς διαδικασίες ποὺ παρακολουθοῦσε. Ὁ φιλόσοφος ἔδειχνε στὸ ἀγόρι πόσο πολλὲς λέξεις ὑπάρχουν καὶ πόσο πολλὲς χρειάζονται γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ περιγράψουμε ἕνα πράγμα ἔτσι ποὺ αὐτὸ νὰ καθίσταται σχεδὸν ἀναγνωρίσιμο ἀπὸ τὴν περιγραφή του καὶ πάνω ἀπ ὅλα νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ μετὰ τὴν περιγραφή ἐπίσης, ὅτι ὑπάρχουν μερικὲς λέξεις ποὺ εἶναι καλύτερο νὰ μὴν τὶς χρησιμοποιοῦμε, ἐπειδὴ κατὰ βάθος δὲν σημαίνουν τίποτα, ὅπως π.χ. «καλό», «κακό», «ὡραῖο» κ.λπ. Τὸ ἀγόρι σύντομα κατάλαβε ὅτι τὸ νὰ λέει πὼς ἕνα σκαθάρι εἶναι «ἄσχημο» δὲν ἔχει καὶ πολὺ νόημα. Ἀκόμα καὶ τὸ ἐπίθετο «γρήγορο» δὲν ἀρκεῖ, ἀφοῦ πρέπει νὰ προσδιορίσεις μὲ ποιὰ ταχύτητα μετακινεῖται σὲ σχέση μὲ τ ἄλλα πλάσματα τοῦ μεγέθους του καὶ τί τοῦ ἐπιτρέπει αὐτό. Τοποθετοῦσαν τὸ σκαθάρι σ ἕνα ἐπικλινὲς καὶ λεῖο ἐπίπεδο, ἔκαναν θόρυβο γιὰ νὰ τὸ βάλει στὰ πόδια, τοῦ ἔβαζαν τροφὲς γιὰ νὰ τὶς πλησιάσει. Κι ἅμα εἶχαν ἀσχοληθεῖ πολὺ μαζί του, τὸ σκαθάρι ἔχανε «γρήγορα» τὴν ἀσχήμια του. Μιὰ φορὰ ἔβαλε ὁ φιλόσοφος τὸ ἀγόρι νὰ περιγράψει ἕνα ψωμὶ ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι ὅταν τὸ συνάντησε. «Ἐδῶ μπορεῖς ἄνετα νὰ χρησιμοποιήσεις τὴ λέξη καλὸ» εἶπε ὁ γέρος, «ἐπειδὴ τὸ ψωμὶ φτιάχτηκε γιὰ νὰ τρώγεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸ ἢ κακὸ γι αὐτούς. Γιὰ τὰ μεγάλα ὅμως πράγματα ποὺ ἔχει δημιουργήσει ἡ φύση καὶ ποὺ δὲν ἔχουν καθορισμένο σκοπό, ποὺ δὲν προσδιορίζονται ἀποκλειστικὰ γιὰ ἀνθρώπινη χρήση, μόνο γι αὐτὰ εἶναι ἀνόητο νὰ ἀρκεῖται κανεὶς σὲ παρόμοιες λέξεις». Τὸ ἀγόρι σκέφτηκε τί τοῦ εἶχε πεῖ ἡ γιαγιά του γιὰ τὸν μιλόρδο. Γοργὰ ἔκανε προόδους ὡς πρὸς τὴν ἀντίληψη, ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ κατανοηθεῖ ἀναγόταν πάντοτε σὲ πρόδηλα ζητήματα: τὸ ἄλογο γιατρεύτηκε λόγω τῶν μέσων ποὺ χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴ γιατρειά του, καὶ τὸ δέντρο ἐκεῖνο μαράζωνε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη κατάλληλων φροντίδων. Καταλάβαινε ἐξάλλου ὅτι ἔπρεπε νὰ κρατάει κανεὶς εὔλογη ἀμφιβολία προτοῦ νὰ βεβαιωθεῖ πὼς οἱ παρατηρηθεῖσες ἀλλαγὲς ὀφείλονταν στὶς μεθόδους ποὺ εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ. Μόλις καὶ μετὰ βίας κατανοοῦσε τὴν ἐπιστημονικὴ σημασία τῆς συλλογιστικῆς τοῦ μεγάλου Μπέικον, ὅμως τὸ ἐνθουσίαζε ἡ ἔκδηλη ὠφελιμότητα ὅλων αὐτῶν τῶν ἐγχειρημάτων. Αὐτὸ καταλάβαινε ἀπὸ τὸν φιλόσοφο, ὅτι δηλαδὴ ἡ νέα ἐποχὴ εἶχε ἀνατείλει γιὰ τὸν κόσμο. Σχεδὸν καθημερινὰ αὔξαινε ἡ γνώση τῆς ἀνθρωπότητας. Καὶ κάθε γνώση μέτραγε γιὰ τὴν ἐπαύξηση τῆς εὐζωίας καὶ τῆς εὐτυχίας. Ὁδηγὸς ἦταν ἡ ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη ἐξερευνοῦσε τὸ σύμπαν, ὅ,τι ὑπῆρχε πάνω στὴ γῆ: φυτά, ζῶα, χῶμα, νερὸ καὶ ἀέρας, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ προκύψει μεγαλύτερο ὄφελος ἀπ αὐτά. Σημαντικὸ δὲν εἶναι τὸ τί σκεφτόμαστε, ἀλλὰ τί γνωρίζουμε. Ἡ πίστη μας εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη, ἡ γνώση μας πάρα πολὺ μικρή. Γι αὐτὸ πρέπει ὅλα νὰ τὰ δοκιμάσουμε, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια, νὰ μιλᾶμε μόνο γιὰ ὅ,τι ἔχουμε δεῖ μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια καὶ γιὰ ὅ,τι μπορεῖ νὰ ἔχει ὁποιαδήποτε χρησιμότητα. Αὐτὴ ἦταν ἡ νέα δοξασία, καὶ ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι στρέφονταν πρὸς αὐτήν, ἕτοιμοι μὲς στὸν ἐνθουσιασμό τους νὰ ἀναλάβουν τὰ νέα καθήκοντα. Τὰ βιβλία διαδραμάτιζαν σπουδαῖο ρόλο σ αὐτὲς τὶς ζυμώσεις, ἀκόμα κι ἂν πολλὰ ἀπ αὐτὰ ἦταν κακά. Τὸ ἀγόρι συναισθανόταν ὅτι ἔπρεπε ν ἀποκτήσει πρόσβαση στὰ βιβλία, ἂν ἤθελε νὰ συγκαταλέγεται ἀνάμεσα σ ἐκείνους ποὺ ἀναλάμβαναν τὰ νέα καθήκοντα. Δὲν ἔφτανε βέβαια ποτὲ ὣς τὴ βιβλιοθήκη τοῦ σπιτιοῦ. Ὄφειλε νὰ περιμένει τὸν μιλόρδο στοὺς στάβλους. Τὸ πολὺ πολύ, ἂν ὁ γέρος εἶχε μέρες νὰ φανεῖ, μποροῦσε νὰ πάει νὰ τὸν συναντήσει στὸ πάρκο. Ἐντούτοις ὅλο καὶ μεγάλωνε ἡ περιέργειά του γιὰ τὸ σπουδαστήριο, ὅπου κάθε νύχτα ἔφεγγε ἡ λάμπα γιὰ πολλὴν ὥρα. Ἀπὸ μιὰ βατουλιὰ ποὺ βρισκόταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ ἐκεῖ, μποροῦσε νὰ βλέπει τὰ ράφια μὲ τὰ βιβλία. Ἀποφάσισε νὰ μάθει ἀνάγνωση. Τοῦτο δὲν ἦταν βέβαια ἁπλό. Ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας, στὸν ὁποῖο εἶπε τὴν ἐπιθυμία του, τὸ κοίταξε ὅπως θὰ κοίταζε μιὰν ἀράχνη σὲ στρωμένο τραπέζι. 2

«Μπὰς καὶ θέλεις νὰ διαβάζεις τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου στὶς ἀγελάδες;» τὸ ρώτησε δύσθυμος. Καὶ τὸ ἀγόρι μποροῦσε νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του τυχερὸ ποὺ ξεμπέρδεψε χωρὶς νὰ φάει ἕνα σκαμπίλι. Επρεπε νὰ ἐπιλέξει ἄλλο δρόμο. Στὸ σκευοφυλάκιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ, ὅπου μποροῦσες νὰ μπεῖς ἂν προσφερόσουν νὰ τραβήξεις τὸ σκοινὶ τῆς καμπάνας, ὑπῆρχε ἕνα λειτουργικὸ βιβλίο. Ἂν κατάφερνες νὰ μάθεις ποιὸ ἐδάφιο ἔψελνε ὁ ἐφημέριος κατὰ τὴ λειτουργία, θὰ ἦταν ἴσως δυνατὸν ν ἀνακαλύψεις ἕνα συσχετισμὸ ἀνάμεσα στὰ λόγια καὶ τὰ γράμματα. Ἔτσι λοιπὸν ἄρχισε τὸ ἀγόρι ν ἀποστηθίζει, τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας, τὶς λατινικὲς λέξεις ποὺ ἔψελνε ὁ ἐφημέριος, ἢ τουλάχιστον κάποιες ἀπ αὐτές. Ὅμως ὁ ἐφημέριος δὲν πρόφερε τὶς λέξεις καθαρὰ καὶ πολὺ συχνὰ δὲν διάβαζε τὴ λειτουργία. Ὕστερα πάντως ἀπὸ λίγο καιρό, τὸ ἀγόρι ἦταν σὲ θέση νὰ ψέλνει μετὰ τὸν ἐφημέριο τὴν ἀρχὴ μερικῶν ὕμνων. Ὁ σταβλάρχης τὸν τσάκωσε τὴ στιγμὴ μιᾶς τέτοιας ἐξάσκησης πίσω ἀπὸ τὸν ἀχυρώνα καὶ τοῦ τὶς ἔβρεξε γιὰ τὰ καλά, νομίζοντας ὅτι τὸ ἀγόρι ἤθελε νὰ παρωδήσει τὸν ἱερέα. Γι αὐτὸ ἔφαγε ὁ μικρὸς τὶς φάπες του. Τὸ ἀγόρι δὲν εἶχε κατορθώσει ἀκόμη ν ἀνακαλύψει στὸ λειτουργικὸ βιβλίο τὸ ἐδάφιο ὅπου βρίσκονταν οἱ λέξεις ποὺ ἔψελνε ὁ ἱερέας, ὅταν συνέβη μιὰ μεγάλη συμφορὰ ποὺ σύντομα θὰ ἔθετε τέρμα στὶς προσπάθειές του. Ὁ μιλόρδος προσβλήθηκε ἀπὸ θανατηφόρα ἀσθένεια. Ὅλο τὸ φθινόπωρο ὁ γέρος ἦταν ἀδιάθετος καί, ἅμα ἔφτασε ὁ χειμώνας, ἐνῶ δὲν εἶχε ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία του, ἐπιχείρησε νὰ ἐπισκεφτεῖ μὲ ἀνοιχτὸ ἕλκηθρο ἕνα ἀγρόκτημα μερικὰ μίλια μακριά. Ἄφησαν τὸ ἀγόρι νὰ πάει μαζί του. Στεκόταν στὸ πίσω μέρος τῶν ὀλισθητήρων, πλάι στὸ κάθισμα τοῦ ἁμαξᾶ. Ἡ ἐπίσκεψη εἶχε πιὰ τελειώσει καὶ ὁ γέρος βάδιζε βαριὰ πρὸς τὸ ἕλκηθρο, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν οἰκοδεσπότη, ὅταν εἶδε στὸ δρόμο ἕνα σπουργίτι πεθαμένο ἀπὸ τὸ κρύο. Στάθηκε καὶ τὸ ἀναποδογύρισε μὲ τὸ μπαστούνι του. «Πόση ὥρα νὰ βρίσκεται ἐδῶ, κατὰ τὴ γνώμη σας;» τὸν ἄκουσε νὰ ρωτάει τὸν οἰκοδεσπότη τὸ ἀγόρι ποὺ ἔτρεχε χοροπηδηχτὰ ξοπίσω του μὲ μιὰ θερμοφόρα ζεστὸ νερό. Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀπὸ μία ὥρα ὣς μία ἑβδομάδα, μπορεῖ καὶ περισσότερο». Ὁ γέρος συνέχισε τὸ δρόμο του, βυθισμένος στὶς σκέψεις του, ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε πολὺ ἀφηρημένος τὸν οἰκοδεσπότη. «Ἡ σάρκα του εἶναι ἀκόμη ἐντελῶς φρέσκια, Ντίκ», εἶπε στρεφόμενος πρὸς τὸ ἀγόρι ἅμα ξεκίνησε τὸ ἕλκηθρο. Διατρέξανε μεγάλη ἀπόσταση ἀρκετὰ γρήγορα, ἐπειδὴ ἔπεφτε ἤδη τὸ βράδυ πάνω ἀπ τοὺς χιονισμένους ἀγρούς, καὶ τὸ ψύχος δυνάμωνε γοργά. Περνώντας ἀπὸ τὴ μεγάλη αὐλόθυρα τοῦ ἀγροκτήματος, πάτησαν μιὰ κότα ποὺ τὸ εἶχε προφανῶς σκάσει ἀπὸ τὸ κοτέτσι. Ὁ γέρος εἶχε παρακολουθήσει τὶς προσπάθειες τοῦ ἁμαξᾶ ν ἀποφύγει τὴν κότα ποὺ πηλαλοῦσε μ ἁπλωμένες φτεροῦγες, ὅταν ὅμως ἐκεῖνος δὲν τὰ κατάφερε, τὸν πρόσταξε νὰ σταματήσουν. Βγαίνοντας μὲ δυσκολία μέσ ἀπὸ τὶς κουβέρτες καὶ τὶς γοῦνες του, κατέβηκε ἀπ τὸ ἕλκηθρο καί, ἀκουμπώντας μὲ τὸ μπράτσο του πάνω στὸ ἀγόρι, ἐπέστρεψε, παρ ὅλες τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ ἁμαξᾶ λόγω τοῦ κρύου, στὸ μέρος ὅπου βρισκόταν πεσμένη ἡ κότα. Εἶχε ψοφήσει. Ὁ γέρος εἶπε στὸ παιδὶ νὰ τὴν περιμαζέψει. «Βγάλ της τὰ ἐντόσθια», τὸ πρόσταξε. «Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αὐτὸ στὴν κουζίνα;» ρώτησε ὁ ἁμαξάς, καθὼς ἔβλεπε τὸν ἀφέντη του νὰ ἐκτίθεται στὸν ψυχρὸ ἄνεμο, ἔτσι εὔθραυστος ποὺ ἦταν. «Οχι, καλύτερα νὰ γίνει ἐδῶ», εἶπε ὁ φιλόσοφος. «Ὁ Ντὶκ πρέπει νὰ ἔχει σίγουρα ἕνα μαχαίρι πάνω του, κι ἐπιπλέον χρειαζόμαστε χιόνι». Τὸ ἀγόρι ἔκανε ὅ,τι τὸ προστάξανε, κι ὁ γέρος ποὺ φαινόταν νὰ ἔχει ξεχάσει τὴν ἀρρώστια του καὶ τὸ κρύο ἔσκυψε γιὰ νὰ πάρει ὁ ἴδιος μὲ κόπο μιὰ χούφτα χιόνι ποὺ τὸ ζούπηξε προσεχτικὰ στὸ ἐσωτερικὸ τῆς κότας. Τὸ ἀγόρι ἐννόησε. Πῆρε κι αὐτὸ χιόνι καὶ τὸ ἔδωσε τοῦ δασκάλου του ποὺ παραγέμισε μ αὐτὸ τὴν κότα. 3

«Θὰ διατηρηθεῖ πολλὲς ἑβδομάδες φρέσκια» εἶπε ζωηρὰ ὁ γέρος, «ἂν τὴν ἀκουμπήσουμε πάνω στὶς κρύες πλάκες τοῦ ὑπογείου». Διάνυσε μὲ τὰ πόδια τὴν ἀπόσταση μέχρι τὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ, κουρασμένος κι ἀκουμπώντας βαριὰ στὸ ἀγόρι, ποὺ κουβαλοῦσε παραμάσχαλα τὴν παραγεμισμένη μὲ χιόνι κότα. Ὅταν μπῆκε στὸν προθάλαμο, τὸ κρύο τὸν ἔκανε νὰ ριγήσει. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἔμεινε στὸ κρεβάτι μὲ ὑψηλὸ πυρετό. Στενοχωρημένο τὸ ἀγόρι, περιφερόταν παντοῦ μήπως κι ἁρπάξει τὸ ἀφτί του κάτι γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ δασκάλου του. Χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἡ ζωὴ στὸ μεγάλο ἀγρόκτημα συνεχιζόταν ἀδιατάρακτα. Τὴν τρίτη μόνο μέρα ὑπῆρξε κάποια μεταβολή. Κάλεσαν τὸ ἀγόρι στὸ σπουδαστήριο. Ὁ γέρος ἦταν ξαπλωμένος σ ἕνα στενὸ ξύλινο κρεβάτι, σκεπασμένος μὲ πολλὲς κουβέρτες, ὅμως τὰ παράθυρα ἦταν ὀρθάνοιχτα καὶ γι αὐτὸ ἔκανε κρύο. Ἐντούτοις ὁ ἄρρωστος ἔδειχνε νὰ καίει. Μὲ πολὺ ἀδύναμη φωνὴ ζήτησε νὰ πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν παραγεμισμένη μὲ χιόνι κότα. Τὸ ἀγόρι τοῦ ἀνέφερε ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ μοιάζει τὸ ἴδιο φρέσκια. «Πολὺ καλά», εἶπε ὁ γέρος εὐχαριστημένος. «Ἔλα ξανὰ σὲ δυὸ μέρες νὰ μοῦ δώσεις ἀναφορά». Φεύγοντας, τὸ ἀγόρι λυπήθηκε ποὺ δὲν τοῦ εἶχε πάει νὰ δεῖ τὴν κότα. Ὁ γέρος φαινόταν λιγότερο ἄρρωστος ἀπ ὅσο ὑποστήριζε τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό. Δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, τὸ ἀγόρι ἄλλαζε τὸ παλαιὸ χιόνι μὲ φρέσκο, καὶ ἡ κότα εἶχε παραμείνει ἄθικτη, ὅταν ἦρθε ἡ στιγμὴ νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸν ἄρρωστο. Συνάντησε ἐντελῶς ἀσυνήθιστα ἐμπόδια. Γιατροὶ εἶχαν καταφτάσει ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Ὁ διάδρομος βούιζε ἀπὸ φωνὲς ψιθυριστές, ἐπιτακτικὲς ἢ ὑποταγμένες, κι ἔβλεπες παντοῦ ἄγνωστα πρόσωπα. Κάποιος ὑπηρέτης ποὺ ἔφερνε στὸ δωμάτιο τοῦ ἀρρώστου ἕνα δίσκο καλυμμένο μὲ μεγάλο πανί, ἔδιωξε τὸ ἀγόρι μὲ σκαιότητα. Ἐπανειλημμένα, ὅλο τὸ πρωὶ κι ὅλο τὸ ἀπόγευμα, μάταια προσπάθησε τὸ ἀγόρι νὰ φτάσει ὣς τὸ δωμάτιο τοῦ ἀρρώστου. Οἱ ξένοι γιατροὶ ἔδειχναν ὅτι σκόπευαν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὸν πύργο. Τοῦ φαίνονταν σὰν μεγάλα μαῦρα πουλιὰ ποὺ χιμοῦσαν σ ἕναν ἄρρωστο ποὺ εἶχε καταντήσει ἀνυπεράσπιστος. Πρὸς τὸ βράδυ, κρύφτηκε σ ἕνα δωμάτιο τοῦ διαδρόμου ὅπου ἔκανε πολὺ κρύο. Ετρεμε ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν παγωνιά, ἀλλὰ τὸ θεωροῦσε αὐτὸ εὐνοϊκό, ἐπειδὴ ἔπρεπε ἡ κότα νὰ διατηρηθεῖ ὁπωσδήποτε κρύα πρὸς ὄφελος τοῦ πειράματος. Τὴν ὥρα τοῦ δείπνου, τραβήχτηκε κάπως ἡ μαύρη αὐτὴ πλημμυρίδα, καὶ τὸ ἀγόρι μπόρεσε νὰ τρυπώσει στὸ δωμάτιο τοῦ ἀρρώστου. Ὁ ἄρρωστος βρισκόταν ὁλομόναχος, ἀφοῦ ὅλοι εἶχαν πάει γιὰ φαγητό. Δίπλα στὸ κρεβάτι του ὑπῆρχε μιὰ λάμπα νυκτὸς μὲ πράσινο ἀμπαζούρ. Τὸ πρόσωπο τοῦ γέρου εἶχε ἀλλόκοτα συρρικνωθεῖ καὶ ἦταν χλωμὸ σὰν τὸ κερί. Τὰ μάτια του ἦταν κλειστά, ὅμως τὰ χέρια του ἀναδεύονταν νευρικὰ πάνω στὴν κολλαριστὴ κουβέντα. Μὲς στὸ δωμάτιο ἔκανε πολὺ ζέστη, γιατὶ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστά. Τὸ ἀγόρι ἔκανε μερικὰ βήματα πρὸς τὸ κρεβάτι, κρατώντας σφιχτὰ τὴν κότα, καὶ εἶπε πολλὲς φορὲς χαμηλόφωνα: «Μιλόρδε», ἀλλὰ δὲν ἔλαβε ἀπάντηση. Ὡστόσο ὁ ἄρρωστος δὲν ἔμοιαζε νὰ κοιμᾶται, ἀφοῦ τὰ χείλη του σάλευσαν πότε πότε σὰν νὰ μιλοῦσε. Ὁ Ντίκ, πεπεισμένος γιὰ τὸ πόσο σημαντικὸ ἦταν νὰ παραδώσει τὰ πορίσματα τοῦ πειράματος, ἀποφάσισε νὰ ξυπνήσει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀρρώστου. Προτοῦ ὅμως νὰ τραβήξει τὴν κουβέρτα ἀφοῦ προηγουμένως χρειάστηκε ν ἀποθέσει σὲ μιὰ πολυθρόνα τὸ κουτὶ μὲ τὴν κότα, κάποιος τὸν βούτηξε ἀπὸ πίσω καὶ τὸν ἔσυρε πέρα. Ἕνας χοντρὸς μὲ γκρίζο πρόσωπο τὸν κοιτοῦσε σὰν νά βλεπε ἕναν δολοφόνο. Τὸ ἀγόρι εἶχε τὴν ἑτοιμότητα νὰ τοῦ ξεφύγει καί, ἁρπάζοντας μ ἕνα ἅλμα τὸ κουτί, τινάχτηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα. Στὸ διάδρομο τοῦ φάνηκε πὼς ὁ θαλαμηπόλος ποὺ ἀνέβαινε τὴ σκάλα τὸν πῆρε εἴδηση. Αὐτὸ ἦταν πολὺ δυσάρεστο. Πῶς ν ἀποδείξει ὅτι εἶχε ἔρθει μὲ διαταγὴ τοῦ μιλόρδου γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση ἑνὸς σημαντικοῦ πειράματος; Ὁ γέρος βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν πλήρη ἐξουσία τῶν γιατρῶν, γεγονὸς ποὺ τὸ μαρτυροῦσαν τὰ κλειστὰ παράθυρα τοῦ δωματίου. 4

Εἶδε πράγματι ἕναν ὑπηρέτη νὰ διασχίζει τὴν αὐλὴ καὶ νὰ πηγαίνει πρὸς τοὺς στάβλους. Παραιτήθηκε λοιπὸν τοῦ βραδινοῦ του καὶ κρύφτηκε στὸν ἀχυρώνα, ἀφοῦ προηγουμένως ἄφησε τὴν κότα στὸ ὑπόγειο. Ἡ ἀπειλὴ τῆς ἀνάκρισης τάραξε τὸν ὕπνο του. Τὸ ἑπόμενο πρωί, μὲ πολὺ δισταγμὸ πρόβαλε ἀπὸ τὸν κρυψώνα του. Κανένας δὲν ἀσχολήθηκε μαζί του. Ἕνα φοβερὸ πηγαινέλα κυριαρχοῦσε παντοῦ. Ὁ μιλόρδος εἶχε πεθάνει πρὸς τὸ πρωί. Ὅλη τὴ μέρα, τὸ ἀγόρι γυρόφερνε πέρα δῶθε ἄναυδο σὰν νὰ εἶχε δεχτεῖ χτύπημα στὸ κεφάλι. Εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε διόλου νὰ παρηγορηθεῖ γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ δασκάλου του. Ὅταν, ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, κατέβηκε στὸ ὑπόγειο μὲ μιὰ λεκάνη χιόνι, ἡ λύπη ποὺ ἔνιωθε μεταβλήθηκε σὲ λύπη γιὰ τὸ ἀνολοκλήρωτο πείραμα, καὶ ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα πάνω ἀπὸ τὸ κουτί. Τί θὰ ἀπογινόταν ἡ μεγάλη ἐφεύρεση; Ἐπιστρέφοντας στὴν αὐλή τὰ πόδια του τὰ ἔνιωθε τόσο βαριὰ ποὺ κοίταζε νὰ δεῖ μήπως οἱ πατημασιές του στὸ χιόνι ἦταν βαθύτερες ἀπ ὅσο συνήθως, διαπίστωσε πὼς οἱ γιατροὶ ἀπὸ τὸ Λονδίνο δὲν εἶχαν ἀκόμη φύγει. Οἱ ἅμαξές τους ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ. Παρ ὅλη τὴν ἀπώθησή του γι αὐτούς, ἀποφάσισε νὰ τοὺς ἐνημερώσει γιὰ τὴν ἐφεύρεση. Ἦταν σοφοὶ ἄνθρωποι καὶ σίγουρα θὰ ἀναγνώριζαν τὴν ἐμβέλεια τοῦ πειράματος. Πῆγε νὰ φέρει τὸ μικρὸ κουτὶ μὲ τὴν κατεψυγμένη κότα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπ τὸ μαγγανοπήγαδο ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ πέρασε ἕνας ἀπὸ τοὺς κυρίους, ἕνας κοντόχοντρος, ὄχι καὶ πολὺ φοβερὸς στὴν ὄψη ἄντρας. Τὸ ἀγόρι ξεπρόβαλε καὶ τοῦ ἔδειξε τὸ κουτί. Στὴν ἀρχὴ δὲν μπόρεσε νὰ προφέρει λέξη, ὕστερα ὅμως κατόρθωσε νὰ ἐκθέσει τὴν ὑπόθεση μὲ ἀσυνάρτητες φράσεις. «Ὁ μιλόρδος τὴ βρῆκε ψόφια πρὶν ἀπὸ ἕξι μέρες, ἐξοχότατε. Τὴν παραγεμίσαμε μὲ χιόνι. Ὁ μιλόρδος πίστευε ὅτι μποροῦσε νὰ διατηρηθεῖ φρέσκια. Δεῖτε το καὶ μόνος σας! Διατηρήθηκε ὁλόφρεσκια». Ὁ κοντόχοντρος ἄντρας κοίταζε ἔκπληκτος τὸ κουτί. «Κι ἔπειτα;» ρώτησε. «Δὲ χάλασε», εἶπε τὸ ἀγόρι. «Ὥστε ἔτσι!» εἶπε ὁ κοντόχοντρος ἄντρας. «Δεῖτε το καὶ μόνος σας», εἶπε τὸ ἀγόρι φορτικά. «Τὸ βλέπω», εἶπε ὁ κοντόχοντρος ἄντρας καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του καί, κουνώντας τὸ κεφάλι του, συνέχισε τὸ δρόμο του. Ἐμβρόντητο τὸ ἀγόρι, τὸν ἀκολούθησε μὲ τὸ βλέμμα του. Δὲν κατάφερε νὰ κατανοήσει τὸν κοντόχοντρο ἄντρα. Μπὰς καὶ ὁ γέρος δάσκαλος δὲν εἶχε προκαλέσει τὸ θάνατό του ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἕλκηθρο, μ ἐκεῖνο τὸ κρύο ποὺ ἔκανε, γιὰ νὰ βάλει μπρὸς τὸ πείραμα; Μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια εἶχε μαζέψει τὸ χιόνι ἀπὸ κάτω. Ἦταν ἕνα γεγονὸς αὐτό. Ἀργὰ ἐπέστρεψε πρὸς τὴν πόρτα τοῦ ὑπογείου, ὅμως σταμάτησε ἀκριβῶς μπροστά της, ἔκανε ἀπότομα στροφὴ κι ἔτρεξε στὴν κουζίνα. Βρῆκε τὸν μάγειρα πολὺ ἀπασχολημένο, ἐπειδὴ περίμεναν γιὰ τὸ δεῖπνο φιλοξενούμενους ποὺ θὰ ἐρχόντουσαν ἀπὸ τὴ γύρω περιοχὴ γιὰ τὴν κηδεία. «Τί θέλεις μ αὐτὸ τὸ πτηνό;» γκρίνιαξε ὁ μάγειρας ἐκνευρισμένος. «Εἶναι τελείως κατεψυγμένο». «Δὲν πειράζει» εἶπε τὸ ἀγόρι, «ὁ μιλόρδος ἔλεγε ὅτι δὲν πειράζει». Ὁ μάγειρας κοίταξε μιὰ στιγμὴ τὸ παιδὶ ἀφηρημένα μ ἕνα μεγάλο τηγάνι στὸ χέρι, πῆγε σοβαρὸς πρὸς τὴν πόρτα, προφανῶς γιὰ νὰ πετάξει κάτι ἔξω. Τὸ ἀγόρι τὸν ἀκολούθησε γεμάτο ζῆλο μὲ τὸ κουτὶ στὸ χέρι. «Δὲ θὰ μπορούσαμε ἄραγε νὰ τὴ δοκιμάσουμε;» εἶπε παρακαλεστικά. Ὁ μάγειρας ἔχασε τὴν ὑπομονή του. Μὲ τὰ στιβαρά του χέρια ἅρπαξε τὴν κότα καὶ μὲ ὅλη του τὴ φόρα τὴν ἐκσφενδόνισε στὴν αὐλή. «Μὰ δὲν ἔχεις τίποτ ἄλλο στὸ μυαλό;» οὔρλιαξε ἐκτὸς ἑαυτοῦ. «Καὶ ἡ ἐξοχότητά του νά χει πεθάνει!» Τὸ ἀγόρι μάζεψε θυμωμένο τὴν κότα ἀπὸ κάτω κι ἀπομακρύνθηκε. Οἱ δύο ἑπόμενες μέρες πέρασαν μὲ τὶς προετοιμασίες τῆς κηδείας. Τὸ ἀγόρι εἶχε πολλὰ 5

νὰ κάνει, νὰ ζεύει καὶ νὰ ξεζεύει ἄλογα, καὶ τὴ νύχτα, ἀφοῦ ξανάβαζε φρέσκο χιόνι στὸ κουτί, κοιμόταν μὲ τὰ μάτια σχεδὸν ἀνοιχτά. Τὰ πάντα τοῦ φαίνονταν ἀπελπιστικὰ καὶ ἡ νέα ἐποχὴ τελειωμένη. Τὴν τρίτη ὅμως μέρα, τὴ μέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, φρεσκοπλυμένο καὶ ντυμένο μὲ τὰ καλά του, ἔνιωσε ἀλλαγμένη τὴ διάθεσή του. Ἦταν μιὰ ὡραία, φωτεινὴ χειμωνιάτικη μέρα, κι ἀπὸ τὸ χωριὸ ἀκούγονταν οἱ καμπάνες νὰ χτυποῦν. Γεμάτο καὶ πάλι ἐλπίδες, κατέβηκε στὸ ὑπόγειο κι ἐξέτασε, ὥρα πολλὴ καὶ μὲ προσοχή, τὸ ζῶο μέσα στὸ κουτὶ ποὺ τὸ γέμισε μὲ ἁγνό, λευκὸ χιόνι ἔπειτα πῆρε τὸ κουτὶ παραμάσχαλα καὶ κίνησε γιὰ τὸ χωριό. Σφυρίζοντας χαρούμενο, μπῆκε στὴ χαμηλὴ κουζίνα τῆς γιαγιᾶς του. Αὐτὴ τὸ εἶχε ἀναθρέψει, καθὼς οἱ γονεῖς του εἶχαν πεθάνει νωρίς, καὶ γι αὐτὸ τῆς εἶχε ἐμπιστοσύνη. Χωρὶς νὰ τῆς δείξει στὴν ἀρχὴ τὸ περιεχόμενο τοῦ κουτιοῦ, διηγήθηκε στὴ γριὰ ποὺ ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴν κηδεία τὸ πείραμα τοῦ μιλόρδου. Ἐκείνη τὸ ἄκουσε ὑπομονετικά. «Μὰ αὐτὸ τὸ ξέρουν οἱ πάντες», εἶπε σὲ λίγο. «Τὸ κρύο τὰ κάνει νὰ ξυλιάζουν κι ἔτσι νὰ διατηροῦνται γιὰ ὁρισμένο χρόνο. Τί τὸ ἰδιαίτερο βρίσκεις σ αὐτό;» «Νομίζω ὅτι μποροῦμε ἀκόμα καὶ νὰ τὴ φᾶμε», ἀποκρίθηκε τὸ ἀγόρι, προσπαθώντας νὰ πάρει ὅσο γίνεται πιὸ ἀδιάφορο ὕφος. «Νὰ φᾶμε, λέει, μιὰ κότα ποὺ ψόφησε ἐδῶ καὶ μιὰ ἑβδομάδα τώρα; Mὰ εἶναι δηλητηριασμένη!» «Γιατί; Ἂν δὲν ἄλλαξε ἀπὸ τότε ποὺ φόφησε; Τὴ σκότωσε τὸ ἕλκηθρο τοῦ μιλόρδου, ἄρα ἦταν ὑγιής». «Ὅμως μέσα της, μέσα της εἶναι χαλασμένη», εἶπε ἡ γριά, χάνοντας κάπως τὴν ὑπομονή της. «Δὲν τὸ πιστεύω», εἶπε τὸ ἀγόρι ἀποφασιστικὰ μὲ τὰ καθαρά του μάτια προσηλωμένα στὴν κότα. «Μέσα της εἶχε χιόνι ὅλον αὐτὸ τὸν καιρό. Νομίζω πὼς θὰ τὴ βράσω». Ἡ γριὰ θύμωσε. «Θά ρθεις μαζί μου στὴν κηδεία», εἶπε γιὰ νὰ κλείσει τὴ συζήτηση. «Ἀρκετὰ ἔκανε ἡ ἐξοχότητά του γιὰ σένα ἔτσι ποὺ νὰ μπορεῖς, θαρρῶ, ν ἀκολουθήσεις ὅπως ἁρμόζει τὸ φέρετρό του». Ὁ Ντὶκ δὲν τῆς ἀποκρίθηκε. Τὴν ὥρα ποὺ ἐκείνη ἔδενε ἕνα μαῦρο μαντίλι στὸ κεφάλι της, ἔβγαλε τὴν κότα ἀπ τὸ κουτί, φύσηξε γιὰ νὰ διώξει τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω της καὶ τὴν ἀκούμπησε πάνω σὲ δύο κούτσουρα μπροστὰ στὸ τζάκι. Ἔπρεπε νὰ τὴν ἀποψύξει. Ἡ γριὰ δὲν τὸν κοίταζε πιά. Σὰν ἑτοιμάστηκε, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ βγῆκε ἀποφασιστικὰ μαζί του ἀπὸ τὸ σπίτι. Γι ἀρκετὸ διάστημα τὴν ἀκολούθησε ὑπάκουα. Ἦταν κόσμος πολὺς στὸ δρόμο, ἄντρες καὶ γυναῖκες ποὺ πήγαιναν στὴν κηδεία. Ξαφνικὰ ἔβγαλε μιὰ κραυγὴ πόνου. Τὸ ἕνα του πόδι εἶχε χωθεῖ σ ἕνα σωρὸ χιόνι. Τὸ τράβηξε μορφάζοντας, πῆγε κουτσαίνοντας ἴσαμε μιὰ κοτρώνα τοῦ ἀγροῦ, κάθισε καὶ τὸ ἔτριβε. «Τὸ τραμπούληξα», εἶπε. Ἡ γριὰ τὸν κοίταξε καχύποπτα καὶ εἶπε: «Μπορεῖς μιὰ χαρὰ νὰ περπατήσεις». «Ὄχι», εἶπε τὸ ἀγόρι δύστροπα. «Ἂν ὅμως δὲ μὲ πιστεύεις, μπορεῖς νὰ κάτσεις πλάι μου καὶ νὰ περιμένεις νὰ περάσει». Ἡ γριὰ κάθισε δίπλα του χωρὶς νὰ πεῖ λέξη. Ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας κύλησε. Χωριάτες περνοῦσαν ἀπὸ μπροστά τους, ὅλο καὶ λιγότεροι ἐννοεῖται. Μονάχα οἱ δυό τους κάθονταν πεισμωμένοι στὴν παρυφὴ τοῦ δρόμου. Ἔπειτα εἶπε ἡ γριὰ σοβαρά: «Μὰ δὲ σοῦ μαθε ὁ μιλόρδος ὅτι δὲν κάνει νὰ λέμε ψέματα;» Τὸ ἀγόρι δὲν ἀποκρίθηκε. Ἡ γριὰ σηκώθηκε ἀναστενάζοντας γιατὶ ἄρχιζε νὰ κρυώνει πολύ. «Ἂν δὲν ἔρθεις σὲ δέκα λεπτὰ» εἶπε, «θὰ πῶ τοῦ ἀδελφοῦ σου νὰ σοῦ μαυρίσει τὸν πισινό». Καὶ πάνω σ αὐτά, ξαναπῆρε τρεκλίζοντας τὸ δρόμο γιὰ νὰ προλάβει τὸν ἐπικήδειο λόγο. 6

Τὸ ἀγόρι περίμενε ὥσπου ν ἀπομακρυνθεῖ ἀρκετὰ ἡ γριὰ κι ὕστερα σηκώθηκε ἀργά. Πῆρε τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση, ἀλλὰ κοίταζε κάθε τόσο πίσω του, κουτσαίνοντας ἀκόμη γιὰ ὁρισμένο διάστημα. Ὅταν ἕνας φράχτης τὸν ἔκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια τῆς γριᾶς, ξανάρχισε νὰ περπατάει κανονικά. Μέσα στὴν καλύβα, κάθισε δίπλα στὴν κότα καὶ τὴ χάζευε γεμάτος προσμονή. Θὰ τὴν ἔβαζε νὰ βράσει στὴν κατσαρόλα καὶ θὰ ἔτρωγε μιὰ φτερούγα της. Τότε θὰ ἔβλεπε ἂν ἦταν ἢ δὲν ἦταν δηλητηριασμένη. Βρισκόταν ἀκόμη καθισμένος, ὅταν ἀκούστηκαν μακριὰ τρεῖς κανονιοβολισμοί. Τοὺς εἶχαν ρίξει πρὸς τιμὴν τοῦ Φράνσις Μπέικον, βαρόνου τοῦ Βέρουλαμ, ὑποκόμη τοῦ Σαὶντ Ὤλμπανς, τέως λόρδου καγκελάριου τῆς Ἀγγλίας, ποὺ εἶχε γεμίσει ἀποτροπιασμὸ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του κι ἄλλους πάλι τοὺς εἶχε γεμίσει ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὶς ὠφέλιμες ἐπιστῆμες. * Tίτλος πρωτοτύπου «Das Experiment». Kalendergeschichten, ἐκδ. Rowohlt (rororo Taschenbuch), 1962, σσ. 31-44. Ἡ μετάφραση αὐτὴ ἔχει ἐπίσης δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Νέα Πορεία, ἔτος ΝΑ, τχ 602-604, Ἀπρ.-Ἰούν. 2005, σσ. 88-96. 7