Θέσπιση ατομικών διοικητικών πράξεων πολεοδομικού περιεχομένου ως άσκηση πολιτικής εξουσίας με τυπικό νόμο και δικαστικός έλεγχος



Σχετικά έγγραφα
Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Σελίδα 1 από 5. Τ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» Άρθρο 1. Σύσταση και συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

θέμα: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Α. Εισαγωγή -λόγοι δημιουργίας ΑΔΑ -οι ΑΔΑ πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Δεύτερη Γραπτή Εργασία. Διοικητικό Δίκαιο. Θέμα

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

16350/12 ΑΓΚ/γπ 1 DG D 2A

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Μάθημα: «Συνταγματικό Δίκαιο, » Διδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα Ιεραρχικός έλεγχος - εποπτεία

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΛΕΞΗ 1 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΠΡΟΣ. Την Εκτελεστική Επιτροπή της «Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών. Γιατρών Ελλάδας» (ΟΕΝΓΕ)

ΑΔΑ: 0Η-063Β ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Μ.Δ.Υ.Δ.Α.Σ. ΕΥΒΟΙΑΣ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

PUBLIC ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες,27Μαΐου 2014 (OR.en) 10296/14 LIMITE JUR321 JAI368 POLGEN75 FREMP104

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4308, 9/12/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΝΟΜΟ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

Διοικητικό Δίκαιο. Λήξη ισχύος διοικητικής πράξης, ανάκληση διοικητικής πράξης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

Σχολιασμός απόφασης 893/2004 Ε Τμήμα. Α. Ιστορικό

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ

Γενικά το Διοικητικό Δίκαιο εξετάζει αν η πράξη ή η ενέργεια ή η παράλειψη πράξης ή ενέργειας, του διοικητικού οργάνου, είναι σύμφωνη με τον νόμο.

Transcript:

Θέσπιση ατομικών διοικητικών πράξεων πολεοδομικού περιεχομένου ως άσκηση πολιτικής εξουσίας με τυπικό νόμο και δικαστικός έλεγχος της Βασιλικής Χρήστου * Τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια έχει τεθεί με έμφαση το ζήτημα της θέσπισης από τον νομοθέτη ατομικών διοικητικών πράξεων πολεοδομικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος με τυπικό νόμο. 1 Έτσι τη δεκαετία του 1990 εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι σημαντικών έργων με τυπικό νόμο (του αεροδρομίου των Σπάτων, της Ζεύξης Ρίου-Αντιρρίου, της Περιφερειακής Λεωφόρου Υμηττού κ.λπ.), ενώ πρόσφατα η πολεοδόμηση συγκεκριμένων εγκαταστάσεων (π.χ. του σταδίου της ΑΕΚ και του Mall) επιχειρήθηκε με τυπικό νόμο, ο οποίος μάλιστα εξαντλούσε τη διοικητική διαδικασία έκδοσης πράξεων εκτέλεσης. Η νομοθετική αυτή πρακτική ήρθε ως αντίδραση σε νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, το οποίο σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ακύρωνε διοικητικές πράξεις που έβλαπταν το περιβάλλον, αφενός διευρύνοντας την έννοια του εννόμου συμφέροντος στην περιβαλλοντική δίκη, αφετέρου αναδεικνύοντας τη σκέψη ενός πολεοδομικού κεκτημένου, με βάση το οποίο απαγορευόταν η χειροτέρευση των οικιστικών συνθηκών ή του φυσικού περιβάλλοντος απολύτως, χωρίς συνεκτίμηση των εμπλεκομένων οικονομικών συμφερόντων. Η πολιτική εξουσία από την πλευρά της προέκρινε τη λύση του τυπικού νόμου για την περιβαλλοντική και οικοδομική αδειοδότηση και την πολεοδομική ρύθμιση των εν λόγω έργων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκηθεί ο ακυρωτικός έλεγχος, ο οποίος στρέφεται ευθέως μόνο κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης (και όχι * Ειδική Επιστήμων Νομικής Αθηνών. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για τον σχολιασμό του καθηγητή κ. Α. Μανιτάκη στο πλαίσιο του συμποσίου του Ομίλου Μάνεση σε προγενέστερη γραπτή μορφή του κειμένου αυτού, αλλά και για τις παρατηρήσεις των καθηγητών κ.κ. Ν. Αλιβιζάτου, Γ. Δρόσου, Π. Σούρλα, Γ. Τασόπουλου, καθώς και της κ. Χ. Χατζή, επί της προφορικής ανάπτυξης της εισήγησής μου στο συμπόσιο του Ομίλου Μάνεση. 1 Πρβλ. και Παύλου-Μιχαήλ Ευστρατίου, Νομοθετικός καθορισμός όρων για την προστασία του περιβάλλοντος και δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για το νέο Διεθνές Αεροδρόμιο της Αθήνας στα Σπάτα και την Ζεύξη Ρίου- Αντιρρίου, ΔτΑ 4 /1999, σ. 845 επ., Αθανάσιος Τσεβάς, Θέσπιση διοικητικής πράξης με νόμο, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, 2004, σ. 463 επ., Βασιλικής Χρήστου, Μεταβολές των χρήσεων γης με τυπικό νόμο και δικαστικός έλεγχος. Σχόλιο στην ΣτΕ Ολ. 123/2007, ΕφημΔΔ 2007, σ. 148 επ., καθώς και Χρήστου Τσαϊτουρίδη, Οι ατομικές ρυθμίσεις με τυπικό νόμο & δικαστικός έλεγχος: ζητήματα δύναμης και δικαστικής προστασίας, εισήγηση στο 11 ο επιστημονικό συνέδριο του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα (υπό δημοσίευση). 1

τυπικού νόμου), ή και να καταργούνται εκκρεμείς δίκες λόγω νομοθετικής κατάργησης εκδοθεισών διοικητικών πράξεων. Αυτή η νομοθετική πρακτική γεννά ερωτήματα ως προς τον σεβασμό της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών. 2 Προκύπτει έτσι το ερώτημα του κανονιστικού περιεχομένου της αρχής αυτής ή τουλάχιστον του αυτοτελούς κανονιστικού περιεχομένου της αρχής αυτής. Υπάρχει παραβίαση της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, ιδίως από την πλευρά του νομοθέτη, η οποία βρίσκεται πέραν της παραβίασης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ή της παραβίασης κάποιας ουσιαστικής συνταγματικής διάταξης; Το παραπάνω ερώτημα τίθεται σε ένα εξαιρετικά δύσκολο θεωρητικό πεδίο. Η δυνατότητα εννοιολογικής και ποιοτικής διάκρισης των εξουσιών έχει από παλαιά αμφισβητηθεί. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης ανέφερε για παράδειγμα ότι οι λειτουργίες διαφέρουν ποσοτικώς περισσότερο και όχι κατά κυριολεξία ποιοτικώς, δεδομένου ότι είναι κατ ουσίαν νομοθετικές και ταυτόχρονα εκτελεστικές. Τούτο διευκρίνιζε ως εξής: κάθε κρατική πράξη είναι αφενός μεν νομοθετική, εφόσον θέτει κανόνα δικαίου, από τον οποίον έλκουν την ισχύ τους οι ιεραρχικώς υποδεέστερες δυνάμει αυτού ενεργούμενες πράξεις, αφετέρου δε εκτελεστική, ως αποτελούσα εκτέλεση ιεραρχικώς υπερτέρου κανόνα, ο οποίος καθορίζει τις προϋποθέσεις της ισχύος της, βάσει του οποίου και εκδίδεται. 3 Ακόμη πιο ριζικά ο Απόστολος Παπαλάμπρου, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, το 1963 σημείωνε ότι η λειτουργική διάκριση των εξουσιών είναι «δόγμα λογικώς αδύνατον» 4. Τούτο διότι οποιαδήποτε πολιτειακή πράξη επιτελεί ταυτόχρονα νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία: κάθε νομική πράξη που επιφέρει μεταβολή στη νομική κατάσταση επιτελεί νομοθετική λειτουργία, ενώ κάθε νομική πράξη είναι ταυτόχρονα και εκτελεστική, στο βαθμό που εκτελεί τον ιεραρχικά ανώτερο κανόνα δυνάμει του οποίου θεσπίζεται. Επίσης, συνεχίζει ο Παπαλάμπρου, υποστηρίζεται βέβαια ότι με τη δικαστική απόφαση δεν τίθεται νέος κανόνας δικαίου, αντίθετα διαπιστώνεται προϋφιστάμενη νομική κατάσταση, εφόσον όμως η διαπίστωση αυτή είναι αυθεντική, και ο αντίστοιχος κανόνας δικαίου ισχύει δυνάμει της δικαστικής απόφασης, ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη της 2 Αφήνουμε για την ώρα κατά μέρος το ζήτημα της ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της ισότητας δια της θεσπίσεως ατομικού νόμου που είναι ταυτόχρονα και lex specialis σε σχέση με τις διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις νόμων που διέπουν αντίστοιχες περιστάσεις. 3 Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, 1960, σ. 361-362. 4 Απόστολος Παπαλάμπρου, Το ζήτημα των «επεμβάσεων» της νομοθετικής εξουσίας εις τα «έργα» της δικαστικής, Τιμητικός Τόμος επί της 125ετηρίδι του Αρείου Πάγου, Αθήνα 1963, σ. 125 επ., 126. 2

διαπιστώσεως, η δικαστική απόφαση θέτει τον κανόνα και αποτελεί ταυτόχρονα πράξη νομοθετική και εκτελεστική. 5 Παρά τη δυσχέρεια εννοιολογικής και κατά συνέπεια λειτουργικής διάκρισης των εξουσιών το Σύνταγμα μάς δίνει ως δεδομένη την τριμερή οργανική διάκριση των εξουσιών, δηλαδή την επιταγή της κατανομής της κρατικής αρμοδιότητας σε τρία διακριτά μεταξύ τους όργανα, τα οποία μπορούν βεβαίως, κατά τον τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα, να συνεργάζονται και να αλληλοεξισορροπούνται. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ ότι μπορεί να αναζητηθεί αυτοτελές κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών με αναγωγή στις απώτατες δικαιολογητικές αρχές της διακρίσεως των εξουσιών, που δεν είναι άλλες από την αρχή της ελευθερίας και την αρχή της ισότητας, όπως εξειδικεύονται στις επιμέρους θεμελιώδεις ελευθερίες. Δεν μπορώ εδώ να αναλύσω την ηθική αυτή δικαιολόγηση της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, νομίζω όμως ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε κατ αρχήν ως προς αυτήν. Στο θέμα που εξετάζεται ειδικότερα εν προκειμένω, της θέσπισης διοικητικών πράξεων (ιδίως ατομικών) δια τυπικού νόμου, η διάσταση της επέμβασης στη σφαίρα της δικαστικής εξουσίας και στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας έχει μετά από νομολογιακές περιπέτειες δεκαετιών καταστεί σαφής. 6 Ένα ζήτημα, το οποίο δεν έχει ακόμη φωτίσει η θεωρία και η πράξη είναι η διάσταση της επέμβασης του νομοθέτη στο έργο της εκτελεστικής λειτουργίας, ιδίως δε στο σκέλος της διοικητικής λειτουργίας. Πρέπει κατά την άποψη μου να συνειδητοποιήσουμε ότι και η διάκριση ανάμεσα σε νομοθετική και διοικητική λειτουργία εξυπηρετεί, όπως και η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας, την αρχή της ελευθερίας και της ισότητας. Όπως η δικαστική εξουσία έχει καθήκον ίσης και αμερόληπτης εφαρμογής του γενικού νόμου στη συγκεκριμένη προς κρίση περίπτωση που άγεται ενώπιόν της, έτσι και η διοικητική λειτουργία έχει καθήκον ουδετερότητας και αντικειμενικής εφαρμογής του νόμου, της γενικής θελήσεως, στο σύνολο των περιπτώσεων εφαρμογής του νόμου, καθώς συνολικά (και όχι περιπτωσιολογικά, όπως όταν επιλαμβάνεται η δικαστική εξουσία), η εφαρμογή του νόμου αποτελεί κατά τη θεσμική ισορροπία του Συντάγματος δική της αρμοδιότητα. Βεβαίως η διοίκηση δεν έχει τις ίδιες εγγυήσεις, όπως η δικαστική εξουσία, για την αμερόληπτη εφαρμογή του νόμου, έχει όμως καθήκον της αντικειμενικότητας, γεγονός που επιτρέπει στη συνέχεια στη δικαστική εξουσία να καταπιάνεται μόνο με εκείνες τις περιπτώσεις εφαρμογής του νόμου, στις οποίες η διοίκηση παραβίασε το καθήκον της. 5 Παπαλάμπρου, ό.π., σ. 127. 6 Βασιλικής Χρήστου, Από την κύρωση στη θέσπιση διοικητικών πράξεων με νόμο, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2010, υπό έκδοση, σ. 57 επ. 3

Είναι γεγονός ότι αυτή η διάσταση της διοικητικής λειτουργίας είναι παραγκωνισμένη. Μερικές φορές γερμανοί δημοσιολόγοι χαρακτηρίζουν τη διοικητική εξουσία ως κατά μία έννοια «ξεχασμένη» εξουσία 7, από την άποψη ότι στο Σύνταγμα εμφανίζεται μάλλον άμορφη, με αποτέλεσμα ο νομοθέτης να είναι αυτός, ο οποίος καθορίζει την οργάνωση και δομή της, με εξαίρεση το κυβερνητικό σκέλος της εκτελεστικής εξουσίας, για το οποίο το Σύνταγμα (και το ελληνικό και το γερμανικό) προβλέπει ειδικά. Αυτή η παρατήρηση θυμίζει τη σκέψη του Ν.Ι. Σαριπόλου, στην οποία στηρίζει το επιχείρημά του για την υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι των άλλων εξουσιών. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έν αυταίς [τις τρεις κρατικές εξουσίες] όμως υπερέχει η νομοθετική, ουχί διότι έξεστιν αυτή επεμβαίνειν ή κωλύειν την των δύο άλλων ανεξάρτητον ενέργειαν, αλλά διότι η εξουσία αύτη εστίν η βάσις της πολιτικής οργανώσεως, τα δ έργα αυτής προκατάρχονται πάσης κυβερνητικής ενεργείας, και εξουσίαν έχει μέχρι τινός μεταρρυθμίσαι τον οργανισμόν της δικαστικής και της εκτελεστικής, χωρίς του δύνασθαι ταύτας, καν ενωθώσιν εις κοινήν σύμπραξιν, επιχειρήσαι τη οργανώσει της νομοθετικής, ης η σύστασις μένει αμετάβλητος εφόσον και ο θεμελιώδης της πολιτείας θεσμός, το Σύνταγμα». 8 Και αν αυτή η σκέψη του Σαριπόλου περί της αρμοδιότητας της νομοθετικής εξουσίας ισχύει με πολύ περισσότερους συνταγματικούς φραγμούς για τη δικαστική εξουσία, στο πεδίο οργάνωσης της διοικήσεως ο νομοθέτης έχει πράγματι μεγαλύτερα περιθώρια οργάνωσης. Ο Σαρίπολος όμως είναι σαφής: ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει και να κωλύει την ανεξάρτητη ενέργεια των άλλων δύο εξουσιών. Από την άλλη δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι στο ζήτημα που μας απασχολεί, της θέσπισης ατομικών διοικητικών πράξεων με τυπικό νόμο, οι νομοθετικές επεμβάσεις, στο έργο της δικαστικής εξουσίας αφενός, και της διοικητικής λειτουργίας αφετέρου, είναι εν πολλοίς συγκοινωνούντα δοχεία: επειδή ο δικαστικός έλεγχος διοικητικών πράξεων είναι ευρύτερος από τον δικαστικό έλεγχο του νόμου, κάθε φορά που ο νομοθέτης ασκεί διοικητικό έργο με νομοθετικές πράξεις, αφαιρεί ύλη όχι μόνο από την εκτελεστική, αλλά και από την δικαστική εξουσία. Έτσι η διδασκαλία και του διοικητικού δικαίου, και φυσικά η νομολογία έχουν θέσει κάποια όρια στη νομοθετική πρακτική της θέσπισης διοικητικών πράξεων με νόμο, περισσότερο βέβαια από τη σκοπιά του σεβασμού του έργου της δικαστικής εξουσίας. Έτσι γίνεται δεκτό ότι, ενώ η αρμοδιότητα του νομοθέτη να θεσπίζει κανόνες δικαίου αποκλείει τα άλλα 7 Friedrich Schnapp, Der Verwaltungsvorbehalt, VVDStRL 43 (1982), σ. 172 επ., 176. 8 Ν.Ι. Σαρίπολος, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, τ. 1, 1874, σ. 171. 4

όργανα, και η διοίκηση θεσπίζει κανόνες δικαίου μόνον υπό τους όρους ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, ο νομοθέτης δεν κωλύεται βέβαια να θεσπίζει ατομικό νόμο, αλλά σε εξαιρετικές περιστάσεις. Μάλιστα ο Στασινόπουλος αναφέρει ότι δεν διακρίνεται μόνο ο νόμος σε τυπικό και ουσιαστικό, αλλά και η διοικητική πράξη. Έτσι νόμος, ο οποίος ψηφίζεται από το νομοθετικό όργανο, αλλά δεν περιέχει κανόνες δικαίου, αφενός αποτελεί εξαίρεση, διότι οι τυπικοί νόμοι είναι κατά κανόνα και ουσιαστικοί, αφετέρου αποτελεί τυπικό νόμο μεν, ουσιαστική διοικητική πράξη δε. 9 Την ανάγκη συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων για την έκδοση ατομικού τυπικού νόμου επιβεβαίωσε κ αι αξίωσε και πρόσφατα η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας στην υπόθεση εγκατάστασης του σταδίου της ΑΕΚ. 10 Μάλιστα, σύμφωνα με αυτήν τη νομολογία ο δικαστής, οφείλει στην αιτιολογική έκθεση του νόμου και στις προπαρασκευαστικές εργασίες αυτού να εκθέσει τις σχετικές εξαιρετικές περιστάσεις και ο δικαστής έχει αρμοδιότητα να ελέγξει αυτήν την αιτιολογία, ώστε να αποφανθεί, εάν συνέτρεχε η προϋπόθεση έκδοσης τυπικού νόμου. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι από τη στιγμή που ο νομοθέτης οικειοποιείται τμήματα της κρατικής δράσης, τα οποία παραδοσιακά εντάσσονταν στο δικαστικά ελεγκτό διοικητικό έργο, εξελίσσεται και διευρύνεται και ο δικαστικός έλεγχος. Έτσι επιβάλλεται στο νομοθέτη ένα βάρος αιτιολογίας σχετικά με την άσκηση της αρμοδιότητάς του, το οποίο πρέπει να συντρέχει όχι μόνο ως ουσιαστική, αλλά και ως διαδικαστική προϋπόθεση για την ψήφιση τυπικού νόμου. 11 Συνεπώς, όσο βαθαίνει η παρέμβαση του νομοθέτη στο έργο της εκτελεστικής λειτουργίας, τόσο βαθαίνει ο δικαστικός έλεγχος επί της νομοθετικής πράξης. Αυτή η διεργασία έχει ως αποτέλεσμα να αντισταθμίζεται το έλλειμμα δικαστικού ελέγχου που κατ αρχήν απειλεί να επιφέρει η νομοθετική επέμβαση, δεν αποζημιώνεται όμως η θεσμική υποχώρηση της διοικητικής λειτουργίας από παραδοσιακά πεδία δράσης της. Στο βαθμό μάλιστα που οι «εξαιρετικές» επεμβάσεις του νομοθέτη έχουν τελικά προσλάβει συστηματικό χαρακτήρα γύρω από τον κύκλο των έργων (δημοσίων ή ιδιωτικών) με σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην οικονομία, ακόμη και αν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (που εξασφαλίζει η καλή γνώση της δικονομίας) καταλείπονται περιθώρια δικαστικού ελέγχου, δεν παύει να αφαιρείται από την εκτελεστική εξουσία 9 Μιχαήλ Στασινόπουλος, Μαθήματα διοικητικού δικαίου, Αθήνα, 1957, σ. 58. 10 ΣτΕ 1567/2005 (Ε Τμήμα), ΣτΕ 1847/2008 (Ολ.), η τελευταία με σχόλιο του Βασίλη Κονδύλη, ΤοΣ 2008, σ. 721 επ. 11 Για την εμβάθυνση του δικαστικού ελέγχου αιτιολογίας, όταν ο νομοθέτης αναλαμβάνει διοικητικό έργο, βλ. Χρήστου, ό.π., σ. 151-154. 5

σημαντική ύλη. Και μπορεί κατά τον Ν.Ι. Σαρίπολο η νομοθετική εξουσία να έχει την πρωτοκαθεδρία, αλλά και η εκτελεστική ιδιαζόντως φέρει το όνομα «αρχή» «δια το μέγεθος του κύκλου της ενεργείας, δια το πολύ της δυνάμεως» 12. Τι μέγεθος όμως και τι δύναμη της καταλείπεται, όταν οι οικοδομικές άδειες για μεγάλες κατασκευές εκδίδονται δια νόμου; Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει κατά της συστηματικής αυτής απίσχνασης της εκτελεστικής λειτουργίας μέσω των νομοθετικών παρεμβάσεων με ένα εννοιολογικό και ένα λειτουργικό επιχείρημα: Αν δεχτούμε ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών παραβιάζεται κάθε φορά που μια εξουσία παρεμβαίνει σε πεδία, που συγκροτούν το εννοιολογικό περιεχόμενο της άλλης, τότε ο νομοθέτης, συστηματικά παρεμβαίνοντας σε μια αρμοδιότητα εκτέλεσης, κωλύει το έργο της εκτελεστικής λειτουργίας. Η δε σκέψη περί τεκμήριου αρμοδιότητας του νομοθέτη δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση που είναι σαφές ότι η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων συνιστά πράξη εκτέλεσης, αρά ξεκάθαρα ανατίθεται από το Σύνταγμα στην εκτελεστική εξουσία. Το τεκμήριο αρμοδιότητας θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο, εάν μια κρατική ενέργεια ανήκε σε μια γκρίζα ζώνη, στην οποία δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί με σαφήνεια, αν συγκεκριμένη κρατική ενέργεια συνιστούσε θέσπιση κανόνος δικαίου ή υπαγωγή πραγματικού σε συγκεκριμένη έννομη συνέπεια. Από λειτουργική σκοπιά θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι παραβιάζεται η διάκριση των λειτουργιών, όταν ένα όργανο και μάλιστα κατά παρέκκλιση από το συνήθως συμβαίνον ασκεί μια αρμοδιότητα, την οποία άλλο κρατικό όργανο είναι καταλληλότερο να την ασκήσει (και στην πραγματικότητα την ασκεί τουλάχιστον από το 1923, όταν εκδόθηκε το πρώτο νομοθέτημα σχετικά με τη διαδικασία της πολεοδόμησης). Έτσι λόγω της εξειδικευμένης τεχνοκρατικής γνώσης της η Διοίκηση είναι καταλληλότερη και περισσότερο αποτελεσματική στο να εγκρίνει και να τροποποιεί σχέδια πόλεως (άρα ακόμη και κανονιστικές ρυθμίσεις πολεοδομικού περιεχομένου). Σύμφωνα δε με μια πιο σύγχρονη ανάγνωση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, σκοπός της δεν είναι μόνο η αποφυγή συγκέντρωσης της εξουσίας, αλλά και η επίτευξη ορθότητας και αποτελεσματικότητας της κρατικής δράσης. 13 Έτσι στοιχείο του κράτους δικαίου δεν είναι μόνο η κατανομή των αρμοδιοτήτων, αλλά και η δίκαιη κατανομή των αρμοδιοτήτων από την άποψη της ορθότητας και της αποτελεσματικότητας της κρατικής δράσης, όπου η αποτελεσματικότητα εντός του δικαιοκρατικού συντάγματος δεν επιτρέπεται να επιτυγχάνεται με 12 Σαρίπολος, ό.π., σ. 540. 13 BVerfGE 68, 1. 6

τη θυσία των εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Με αυτήν τη λογική η θέσπιση, ακόμη και κανονιστικών, πολεοδομικών ρυθμίσεων από τον μη τεχνοκρατικά υποστηριζόμενο νομοθέτη παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Το παραπάνω μπορεί να φαίνεται λιγότερο ή περισσότερο πειστικό, είναι πολλές άλλωστε οι πτυχές της αρχής της διάκρισης των εξουσιών που θα μπορούσαν να συζητηθούν ακόμη, προτού καταλήξει κανείς σε οριστικά συμπεράσματα. Πέρα όμως από τα παραπάνω, η επιλογή της νομοθετικής αντί της εκτελεστικής διαδικασίας για τη θέσπιση ατομικής και εξαντλητικής πολεοδομικής ρύθμισης με νόμο συνιστά πλήγμα για το κράτος δικαίου και για άλλους λόγους. Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας θέσπισης πολεοδομικής ρύθμισης προβλέπονται στάδια υποβολής γραπτών ενστάσεων, οι οποίες άλλοτε απαντώνται απλώς γραπτά, άλλοτε συζητώνται δημόσια και με κλήσεις των ενδιαφερομένων στα δημοτικά συμβούλια. Άρα προβλέπονται διαδικασίες διαβούλευσης, συμμετοχής και ακρόασης των ενδιαφερομένων κατοίκων. Τούτο εξυπηρετεί το κράτος δικαίου και το δικαίωμα ακροάσεως και αναφοράς, τη στιγμή που τα σχέδια πόλεως επηρεάζουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, αλλά και τη δημοκρατική αρχή, διότι σε τελική ανάλυση με τις ενστάσεις προβάλλονται συγκεκριμένα επιχειρήματα σχετικά με ένα ζήτημα βαθύτατα πολιτικό: την οργάνωση μιας βιώσιμης και λειτουργικής ζωής στην πόλη. Περαιτέρω, η νομοθετική παρέμβαση αποκλείει και την επεξεργασία του σχετικού προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο Επικρατείας. Αποκλείει δηλαδή το θεσμικό αντίβαρο της συμμετοχής ενός οργάνου που θα ελέγξει τη νομιμότητα του σχεδίου πόλεως με το συγκεκριμένο τρόπο: όχι ως δικαστικό όργανο, αλλά με όλη την εμπειρία ενός δικαστικού οργάνου που επιλαμβάνεται σε σχετικές διαφορές. Παράλειψη δε διαδικασιών συμμετοχής σημαίνει συγκεντρωτισμό της εξουσίας. Θα μπορούσε βεβαίως και στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας να ακολουθηθούν εφάμιλλες διαδικασίες συμμετοχής και διαβούλευσης. Τότε θα ικανοποιούνταν οι παραπάνω απαιτήσεις κράτους δικαίου και δημοκρατικής αρχής, εφόσον βεβαίως η νομοθετική υπεισέλευση παρέμενε εξαιρετική. Διαφορετικά θα συνιστούσε απορρόφηση της εκτελεστικής λειτουργίας από τη νομοθετική με ανατροπή της θεσμικής ισορροπίας του Συντάγματος, αλλά και του χαρακτήρα του πολιτεύματος από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε κυβερνώσα Βουλή. Τέλος θα ήθελα να θίξουμε άλλο ένα ζήτημα διεύρυνσης του δικαστικού ελέγχου ενόψει της απορρόφησης της δικαστικά ελεγκτής διοικητικής ύλης από τον νομοθέτη. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση Mall, επί της οποίας τον περασμένο χρόνο εκδόθηκε απόφαση του Ε Τμήματος 7

του Συμβουλίου Επικρατείας στην επταμελή του σύνθεση, στην οποία η πλειοψηφία τριών δικαστών υποστήριξε την άποψη ότι είναι δυνατή ευθεία προσβολή νόμου με αίτηση ακυρώσεως, εφόσον ο νόμος αυτός θεσπίζει ατομικού περιεχομένου πολεοδομικές διατάξεις και δεν καταλείπει στάδιο διοικητικής εκτέλεσής του. Αυτή η απόφαση αποτελεί την κορύφωση της σύγκρουσης ανάμεσα σε πολιτική και δικαστική εξουσία με επίκεντρο την εγκατάσταση έργων (δημόσιων ή μη) με δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Βεβαίως, το ζήτημα της ευθείας προσβολής νόμου με αίτηση ακυρώσεως υπό προϋποθέσεις εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας. Το επιχείρημα της άποψης της πλειοψηφίας είναι ότι, ναι μεν το άρθρο 95 παρ. 1 Συντ. προβλέπει ότι με αίτηση ακυρώσεως προσβάλλονται εκτελεστές διοικητικές πράξεις (και όχι νόμοι), όμως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις καταργείται ο συνταγματικά κατοχυρωμένος ακυρωτικός έλεγχος και συρρικνώνεται αποφασιστικά η δικαστική προστασία, καθώς τα ένδικα βοηθήματα αστικού δικαίου ή η αγωγή αποζημίωσης κατά του δημοσίου δεν είναι αποτελεσματικά. Πράγματι τα τελευταία δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εξαφάνιση της παράνομης πράξης από τον νομικό κόσμο, ενώ, ιδίως στην περίπτωση των πράξεων που επιβαρύνουν το περιβάλλον, το κύριο αντικείμενο της προστασίας δεν είναι η αποζημίωση, αλλά κατ αρχήν η πρόληψη, και φυσικά η άρση της περιβαλλοντικής βλάβης. Περαιτέρω ακόμη και αν δεχτούμε ότι στο πλαίσιο του άρθρου 57 ΑΚ είναι δυνατόν να διαταχθεί η άρση της προσβολής, οι δυνατότητες παραδεκτής ασκήσεως του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος είναι πολύ πιο περιορισμένες από ότι στην περίπτωση της αιτήσεως ακυρώσεως, διότι είναι στενώτερη η κατανόηση του εννόμου συμφέροντος και της ενεργητικής νομιμοποίησης στην πολιτική δίκη. Όλα τα παραπάνω είναι ορθά και η παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας δεδομένη. Η ευθεία προσβολή (έστω και ατομικού) νόμου με αίτηση ακυρώσεως δεν παύει όμως να είναι μια λύση που αντιβαίνει στο γράμμα του Συντάγματος, ενώ συστηματικά βρίσκεται σε δογματική αντινομία με τον διάχυτο έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων. Ωστόσο είναι δυνατόν, νομίζω, να βρεθεί μια λύση που θα ικανοποιεί το αίτημα του δικαστικού ελέγχου χωρίς να καταφέρει ρωγμή στο σύστημα δικαστικού ελέγχου. Ήδη στην υπόθεση Mall μειοψηφία στήριξε την άποψη ότι ως προσβλητός με την αίτηση ακυρώσεως δεν θα έπρεπε να θεωρείται ο νόμος, αλλά η σιωπηρή έγκριση του νόμου εκ μέρους της Διοικήσεως με την έναρξη των υλικών ενεργειών. Αυτή είναι μια λύση που καθιστά και πάλι δυνατό τον δικαστικό έλεγχο. Ακόμη όμως και αυτή η λύση δεν μπορεί να αποζημιώσει για την συγκέντρωση της άσκησης νομοθετικού και εκτελεστικού έργου σε μια 8

πράξη, όπως ήδη τονίστηκε. Η διάκριση ανάμεσα σε αφηρημένο νόμο (που εξασφαλίζει απόσταση από τα πράγματα) και εκτέλεσή του που ορά τις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν παύει να έχει θεσμική σημασία για το κράτος δικαίου. 14 14 Αντώνης Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 133: «Η διάκριση, μάλιστα, μεταξύ νομοθετικής εξουσίας, εκτελεστικής και δικαιοσύνης έχει κάποια σημασία, μόνον όταν ο νόμος γίνει αντιληπτός ως κανόνας γενικός και μόνον όταν οι σχέσεις διοίκησης και διοικουμένου βασιστούν στην αρχή της διάκρισης της εξουσίας, η οποία θεσπίζει τον κανόνα δικαίου, από την εξουσία, η οποία τον εφαρμόζει». 9