Τροποποιηµένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
(Νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

PUBLIC LIMITE EL. Βρυξέλλες,20Ιουλίου2012(04.10) (OR.en) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΕΝΩΣΗΣ 12735/12 ADD1. Διοργανικόςφάκελος: 2006/0084(COD) LIMITE

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

02013R0883 EL

***I ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Έρευνες που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

***I ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0179/

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Γνώμη αριθ. 6/2014. (υποβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 325 ΣΛΕΕ)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 12 Φεβρουαρίου 2014 (OR. en) 5600/14 Διοργανικός φάκελος: 2011/0184 (APP)

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

PE-CONS 42/16 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Στρασβούργο, 26 Οκτωβρίου 2016 (OR. en) PE-CONS 42/ /0226 (COD) LEX 1679 STATIS 73 TRANS 381 CODEC 1412

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2018) 318 final.

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

P7_TA-PROV(2011)0032 Μηχανισμός χρηματοδότησης της αναπτυξιακής ***II

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 14 Μαρτίου 2014 (OR. en) 2013/0367 (COD) PE-CONS 46/14 STATIS 28 AGRI 144 CODEC 568. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Θέμα:

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Πρόταση Ο ΗΓIΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ

ΙΙΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Ελεγκτικό Συνέδριο. Νομική βάση. Δομή

Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. σχετικά με την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

9975/16 ΓΒ/ακι/ΕΚΜ 1 DRI

ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

5126/15 ΣΠΚ/γομ 1 DGB 3A LIMITE EL

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Εκδόθηκαν στις 4 Δεκεμβρίου Εγκρίθηκε 1

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0134(COD)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ * στην πρόταση της Επιτροπής

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

PE-CONS 36/16 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Στρασβούργο, 14 Σεπτεμβρίου 2016 (OR. en) PE-CONS 36/ /0279 (COD) LEX 1688 STATIS 54 COMPET 437 UD 173 CODEC 1115

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

P7_TA(2014)0226 Στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τρίτες χώρες (ανάθεση κατ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων) ***I

C /12 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. Βρυξέλλες, COM(2012) 172 final 2012/0085 (COD) Πρόταση

P7_TA(2010)0380 Χρηματοδοτικό μέσο για την προαγωγή της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου παγκοσμίως ***I

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση (16446/1/2010 C7-0427/2010),

ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ. Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας: Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (EΚ) αριθ. /2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

A8-0250/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 176/16 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

8529/17 ΘΚ/ριτ/ΠΜ 1 DRI

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ

A8-0251/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

SJ DIR 4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 18 Νοεμβρίου 2015 (OR. en) 2011/0901 B (COD) PE-CONS 62/15 JUR 692 COUR 47 INST 378 CODEC 1434

***II ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες της επιτροπής καταπολέµησης της απάτης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0232(COD)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

A8-0291/2 ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ * στην πρόταση της Επιτροπής

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Transcript:

EL EL EL

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 17.3.2011 COM(2011) 135 τελικό 2006/0084 (COD) Τροποποιηµένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση του κανονισµού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά µε τις έρευνες που πραγµατοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισµού (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1074/1999 SEC(2011) 343 τελικό EL EL

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης OLAF(«η Υπηρεσία») ιδρύθηκε το 1999. Οι βασικές πράξεις του νοµικού πλαισίου δυνάµει του οποίου λειτουργεί η Υπηρεσία είναι οι κανονισµοί (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου και (Ευρατόµ) αριθ. 1074/1999 2 του Συµβουλίου της 25ης Μαΐου 1999 που καθορίζουν τις λεπτοµέρειες διεξαγωγής των εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών που διεξάγει η Υπηρεσία, καθώς και η απόφαση 1999/352/EΚ, ΕΚΑΧ, Eυρατόµ της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 1999 για την ίδρυση της Υπηρεσίας 3. Το 2006, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για την τροποποίηση του κανονισµού 1073/1999 4. Η νοµοθετική πρόταση εστιάστηκε στην ενίσχυση της επιχειρησιακής αποτελεσµατικότητας και στη βελτίωση της διακυβέρνησης της Υπηρεσίας µε: τη βελτίωση της κυκλοφορίας των πληροφοριών µεταξύ της Υπηρεσίας, των ευρωπαϊκών θεσµικών οργάνων και οργανισµών, των κρατών µελών και των ατόµων που παρέχουν πληροφορίες, τη διασαφήνιση των σχέσεων µεταξύ της επιτροπής εποπτείας, της Υπηρεσίας, των θεσµικών οργάνων και των λοιπών οργάνων και οργανισµών, καθώς και τη δροµολόγηση ενός «διαρθρωµένου διαλόγου», µε τη συµµετοχή της επιτροπής εποπτείας, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συµβουλίου και της Επιτροπής, σε βασικά θέµατα διακυβέρνησης, την ενίσχυση των διαδικαστικών δικαιωµάτων των υπό έρευνα προσώπων (προβλέποντας διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να τηρούνται τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές έρευνες, καθώς και τον διορισµό συµβούλου ελεγκτή). Η πρόταση της Επιτροπής συζητήθηκε τόσο στο Συµβούλιο όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το τελευταίο εξέδωσε ψήφισµα στις 20 Νοεµβρίου 2008 5 σε πρώτη ανάγνωση στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης. Επίσης, κατέθεσε περίπου εκατό τροπολογίες στην πρόταση της Επιτροπής. Πολλές τροπολογίες έγιναν αποδεκτές από την Επιτροπή. Μετά από αίτηµα της τσεχικής Προεδρίας του Συµβουλίου (Ιανουάριος-Ιούνιος 2009), η Επιτροπή υπέβαλε, τον Ιούλιο του 2010, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συµβούλιο έγγραφο προβληµατισµού σχετικά µε τη µεταρρύθµιση της Υπηρεσίας 6. Το έγγραφο αυτό παρουσιάζει πιθανές λύσεις για την προώθηση της τρέχουσας νοµοθετικής διαδικασίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβε ευνοϊκή θέση τον Οκτώβριο του 2010 για το 1 2 3 4 5 6 ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1. ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8. ΕΕ L 136 της 31. 5.1999, σ. 20. COM (2006) 244. Νοµοθετικό ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Νοεµβρίου 2008 σχετικά µε πρόταση κανονισµού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου για την τροποποίηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά µε τις έρευνες που πραγµατοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης (OLAF), P6_TA-PROV(2008) 553. Για την προπαρασκευαστική έκθεση βλέπε A6-0394/2008. SEC(2010) 859. EL 2 EL

έγγραφο προβληµατισµού και ζήτησε από την Επιτροπή να κινήσει εκ νέου τη νοµοθετική διαδικασία. Στις 6 εκεµβρίου 2010, το Συµβούλιο εξέδωσε συµπεράσµατα σχετικά µε το έγγραφο προβληµατισµού που υπέβαλε η Επιτροπή. Η επιτροπή εποπτείας της OLAF συνέβαλε στη συζήτηση µε τις γνωµοδοτήσεις της για το έγγραφο προβληµατισµού και για τον σεβασµό των θεµελιωδών δικαιωµάτων και των διαδικαστικών εγγυήσεων στις έρευνες της OLAF. 7 Η Επιτροπή έχει καταρτίσει τροποποιηµένη πρόταση που λαµβάνει υπόψη τις θέσεις που έχουν διατυπωθεί µέχρι σήµερα και προσβλέπει στην υλοποίηση της τρέχουσας νοµοθετικής µεταρρύθµισης το συντοµότερο δυνατό. 2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ N/A 3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 3.1. Ενίσχυση της αποτελεσµατικότητας των ερευνών της Υπηρεσίας Η τροποποιηµένη πρόταση περιλαµβάνει νέες διατάξεις για µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα των ερευνών και για ενισχυµένη συνεργασία µε τα κράτη µέλη ώστε να επιταχυνθούν αποτελεσµατικά οι διαδικασίες των ερευνών. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή προτείνει την εξέταση της διάρκειας των ερευνών από την επιτροπή εποπτείας µε βάση τις πληροφορίες που παρέχει η Υπηρεσία. Σε περιπτώσεις αδυναµίας περάτωσης των ερευνών εντός 12 µηνών, η Υπηρεσία οφείλει να ενηµερώνει ανά εξάµηνο την επιτροπή εποπτείας σχετικά µε τους λόγους που εµποδίζουν την ολοκλήρωση της έρευνας. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστεί η πιο συνεχής παρακολούθηση της διάρκειας των ερευνών µέχρι την περάτωσή τους. Η τροποποιηθείσα πρόταση συµβάλλει περαιτέρω στο να καταστεί αποτελεσµατικότερο το έργο της Υπηρεσίας µε τη βελτίωση της συνεργασίας της και της ανταλλαγής πληροφοριών µε τα λοιπά θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµούς της ΕΕ, καθώς και µε τα κράτη µέλη σε όλα τα στάδια της διαδικασίας των ερευνών. Τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί των οποίων µέλος/µέλος του προσωπικού ή ο προϋπολογισµός αποτελεί αντικείµενο έρευνας πρέπει να ενηµερώνονται το συντοµότερο δυνατό από την Υπηρεσία. Με τον τρόπο αυτό, τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί έχουν τη δυνατότητα να λαµβάνουν προληπτικά διοικητικά µέτρα. Είναι εξάλλου υπεύθυνα να διασφαλίζουν τη βέλτιστη προστασία των οικονοµικών συµφερόντων της ΕΕ και να αποφεύγουν τη συνέχιση µιας παρατυπίας ή το ενδεχόµενο αύξησης της οικονοµικής ζηµίας. 7 Γνωµοδότηση αριθ. 2/2010 της 23ης Σεπτεµβρίου 2010 και γνωµοδότηση αριθ. 5/2010 της 29ης Νοεµβρίου 2010, που δηµοσιεύτηκαν στην ετήσια έκθεση της επιτροπής εποπτείας της OLAF (Ιούνιος 2009- εκέµβριος 2010) http://ec.europa.eu/anti_fraud/reports/sup_comm/2009-2010/activity-report-2009-2010_en.pdf EL 3 EL

Για το λόγο αυτό η ενηµέρωσή τους είναι απολύτως αναγκαία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες δεν µπορεί να διασφαλιστεί ο εµπιστευτικός χαρακτήρας της έρευνας (όταν για παράδειγµα αυτή αφορά το ανώτατο διαχειριστικό ή πολιτικό επίπεδο θεσµικού οργάνου, οργάνου ή οργανισµού), η Υπηρεσία πρέπει να χρησιµοποιεί κατάλληλα εναλλακτικά µέσα ενηµέρωσης. Όσον αφορά την πρόσβαση της Υπηρεσίας στις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί, δυνάµει του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισµού 1073/1999, η Υπηρεσία εξακολουθεί να έχει άµεση πρόσβαση, χωρίς προειδοποίηση, σε κάθε πληροφορία που κατέχουν τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί η οποία συνδέεται µε το αντικείµενο της έρευνας, µε την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ισχύουν δυνάµει της νοµικής βάσης για την ίδρυση της Ευρωπόλ 8. Η εν λόγω τροποποιηµένη πρόταση επιβεβαιώνει και αναπτύσσει περαιτέρω την προσέγγιση de minimis της πρότασης του 2006, καθώς και την πολιτική µηδενικής ανοχής έναντι της απάτης: όσον αφορά την έναρξη ερευνών, η Υπηρεσία πρέπει να λαµβάνει υπόψη τις προτεραιότητες της πολιτικής ερευνών και την ανάγκη αποτελεσµατικής χρησιµοποίησης των πόρων της Υπηρεσίας. Όσον αφορά ειδικά τις εσωτερικές έρευνες, η Υπηρεσία πρέπει να εξετάζει εάν οι έρευνες του είδους αυτού διενεργούνται καλύτερα από το ενδιαφερόµενο θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµό ή από την ίδια την Υπηρεσία. Επιπλέον, σε υποθέσεις στις οποίες η Υπηρεσία, µετά τη διενέργεια της εσωτερικής έρευνας, εκτιµά ότι λόγω της φύσεως των γεγονότων και της κλίµακας της οικονοµικής ζηµίας, τα εσωτερικά µέτρα επιτρέπουν την καταλληλότερη παρακολούθηση, πρέπει να διαβιβάζει την υπόθεση στην Υπηρεσία Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής (IDOC) ή στα ενδιαφερόµενα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµούς αντί να την αποστέλλει στις αρµόδιες εθνικές δικαστικές αρχές. Για τον λόγο αυτό, στην τροποποιηµένη πρόταση αποσαφηνίστηκε η πολιτική de minimis (υποθέσεις στις οποίες η Υπηρεσία αποφασίζει να µην κινήσει διαδικασία έρευνας ή να µην διαβιβάσει τα πορίσµατά της στις αρµόδιες εθνικές δικαστικές αρχές). Κατά την εφαρµογή της πολιτικής de minimis, η Υπηρεσία πρέπει να εφαρµόζει συγκεκριµένες κατευθυντήριες γραµµές, όπως προτάθηκε από το Συµβούλιο στα συµπεράσµατά του της 6ης εκεµβρίου 2010. Για να ενισχυθεί η συνεργασία µεταξύ της Υπηρεσίας και των αρµοδίων αρχών των κρατών µελών, το κάθε κράτος µέλος πρέπει να ορίσει µία αρχή (υπηρεσία συντονισµού της καταπολέµησης της απάτης) για να συνδράµει την Υπηρεσία στη συνεργασία της µε τις αρµόδιες εθνικές αρχές. Τούτο δεν σηµαίνει την ίδρυση νέας αρχής. Από την κτηθείσα εµπειρία προκύπτει ότι λόγω των διαφορετικών δοµών που υπάρχουν σε κάθε κράτος µέλος, συχνά, σε ένα συγκεκριµένο κράτος µέλος, η Υπηρεσία αντιµετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες να απευθυνθεί στην αρµόδια αρχή. Η τακτική παρακολούθηση είναι ιδιαίτερα σηµαντική για τις εσωτερικές έρευνες, προκειµένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα ανάληψης πειθαρχικής δράσης ή άλλων µέτρων από την IDOC ή από αντίστοιχες υπηρεσίες σε άλλα θεσµικά όργανα, όργανα ή οργανισµούς. Προτείνεται συνεπώς, µετά από αίτηµα της Υπηρεσίας, να υποβάλλουν τα κράτη µέλη εκθέσεις σχετικά µε τη συνέχεια που έχει δοθεί στις πληροφορίες που τους έχει διαβιβάσει 8 Απόφαση 2009/371/ ΕΥ του Συµβουλίου της 6ης Απριλίου 2009, ΕΕ L 121, σ. 37. EL 4 EL

η Υπηρεσία. Για να αποφευχθεί η άσκοπη διοικητική επιβάρυνση των κρατών µελών, η τροποποιηµένη πρόταση προβλέπει ότι τα κράτη υποβάλλουν στην Υπηρεσία, µετά από αίτηµά της, εκθέσεις σχετικά µε τις ενέργειες που αναλήφθηκαν και την πρόοδο που σηµειώθηκε µετά τη διαβίβαση πληροφοριών από την Υπηρεσία. Για να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η συνεργασία µεταξύ της Υπηρεσίας, της Eυρωπόλ και της Eurojust, λαµβάνοντας υπόψη την προοπτική ενδεχόµενων περαιτέρω αλλαγών στις αρµοδιότητές τους, καθώς και µε τις αρµόδιες αρχές τρίτων χωρών και µε διεθνείς οργανισµούς, προτείνεται να περιληφθεί στον κανονισµό διάταξη που παρέχει στην Υπηρεσία τη δυνατότητα να προβαίνει σε διοικητικές ρυθµίσεις µε τις εν λόγω οντότητες για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών. Παρόµοια ρύθµιση συνεργασίας υφίσταται ήδη µεταξύ της Υπηρεσίας και της Eurojust. Σύµφωνα µε την απόφαση του Συµβουλίου σχετικά µε τη σύσταση της Eurojust, η Eurojust µπορεί να συµφωνεί µε την Επιτροπή όσον αφορά τις πρακτικές λεπτοµέρειες 9. Η Υπηρεσία έχει επίσης συµφωνήσει παρόµοιες ρυθµίσεις µε ορισµένες τρίτες χώρες. Όσον αφορά την Eυρωπόλ, από το 2010 έχει τεθεί σε ισχύ νέα συµφωνία πλαίσιο η οποία ορίζει ότι η Eυρωπόλ συνάπτει εργασιακές ρυθµίσεις µε την Υπηρεσία. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεσπιστεί αντίστοιχος κανόνας για την Υπηρεσία. Σύµφωνα µε την απόφαση του Συµβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για τον καθορισµό της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής ράσης (2010/427/EΕ) η οποία προβλέπει στο άρθρο 3 παράγραφος 4 τη συνεργασία της ΕΥΕ µε την OLAF, όλα τα θεσµικά όργανα οφείλουν να παρέχουν στους υπαλλήλους της OLAF την αναγκαία υποστήριξη για την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Οι λεπτοµέρειες της συνεργασίας της OLAF µε τις αρχές τρίτων χωρών πρέπει να καθοριστούν σε µνηµόνια συµφωνίας µε την ΕΥΕ και τις αρµόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Μολονότι ο Γενικός ιευθυντής της Υπηρεσίας εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος για την έναρξη και τη διεξαγωγή των ερευνών, πρέπει να επικουρείται από εσωτερικό όργανο το οποίο θα συµβουλεύεται κατά την έναρξη έρευνας, πριν από την περαίωση έρευνας και όποτε το κρίνει αναγκαίο. Για να διασαφηνιστούν οι εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε σχέση µε το ρόλο του Γενικού ιευθυντή της Υπηρεσίας, ο Γενικός ιευθυντής µπορεί επίσης να αναθέτει εγγράφως την άµεση εκτέλεση των ερευνών σε µεµονωµένα µέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας. Η θητεία του Γενικού ιευθυντή δεν πρέπει να είναι ανανεώσιµη ώστε να ενισχύεται η ανεξαρτησία του. Ο τίτλος του «Γενικού ιευθυντή» ο οποίος καθιερώθηκε µε την πρόταση του 2006, διατηρείται. Τούτο είναι απαραίτητο προκειµένου να αντικατοπτρίζεται το καθεστώς της OLAF ως Γενικής ιεύθυνσης της Επιτροπής και να διακρίνεται ο Γενικός ιευθυντής τα µέλη της οµάδας των ανωτέρων στελεχών που φέρουν το βαθµό του διευθυντή. Για να διασφαλιστεί η συνέχεια, και λαµβανοµένης υπόψη της πρόσφατης εµπειρίας, στην τροποποιηµένη πρόταση προβλέπονται κανόνες αναπλήρωσης. Η διάκριση µεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών πρέπει να περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθµό. Τούτο θα διευκολύνει τη διεξαγωγή των ερευνών. Όπως προκύπτει από την κτηθείσα εµπειρία, οι έρευνες µπορούν να ξεκινήσουν ως εξωτερικές και στη συνέχεια να εξελιχθούν σε εσωτερικές ή αντιστρόφως. υνάµει του ισχύοντος νοµικού πλαισίου, τα άτοµα για τα οποία διενεργούνται εσωτερικές έρευνες έχουν καθήκον να συνεργάζονται µε την Υπηρεσία σύµφωνα µε τον Κανονισµό Υπηρεσιακής Κατάστασης ή το 9 Απόφαση του Συµβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 1 (άρθρο 11 παρ. 3). EL 5 EL

Πρωτόκολλο περί Προνοµίων και Ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εξουσίες της Υπηρεσίας για διεξαγωγή ερευνών αποτυπώνονται µε µεγαλύτερη σαφήνεια όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες. Ο σεβασµός των διαδικαστικών και των θεµελιωδών δικαιωµάτων των υπό έρευνα προσώπων πρέπει να είναι πλήρης, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για εξωτερική έρευνα. 3.2. Η διακυβέρνηση της Υπηρεσίας: εξισορρόπηση µεταξύ ανεξαρτησίας και υποχρέωσης λογοδοσίας της Υπηρεσίας Η ενισχυµένη διακυβέρνηση, σε συνδυασµό µε τη θέσπιση διαδικασίας ελέγχου και διατάξεων για τη ροή των πληροφοριών µεταξύ της Υπηρεσίας και των ενδιαφεροµένων θεσµικών και λοιπών οργάνων και οργανισµών, θα συµβάλει στην επίτευξη εξισορρόπησης µεταξύ της ανεξαρτησίας και της υποχρέωσης λογοδοσίας της Υπηρεσίας. Η επιτροπή εποπτείας της Υπηρεσίας θα εξακολουθήσει να διασφαλίζει ότι η Υπηρεσία εκπληρώνει την αποστολή της µε πλήρη ανεξαρτησία. Επιπλέον, διασαφηνίζεται περαιτέρω ο ρόλος της επιτροπής εποπτείας. Πρέπει να της δοθεί ρητή εντολή παρακολούθησης των ανταλλαγών πληροφοριών µεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσµικών και λοιπών οργάνων και οργανισµών και των εξελίξεων όσον αφορά την εφαρµογή των διαδικαστικών εγγυήσεων. Πρέπει επίσης να παρακολουθεί µε γενικό και συστηµατικό τρόπο τις εξελίξεις όσον αφορά τη διάρκεια των ερευνών χωρίς να παρεµβαίνει στη διεξαγωγή τους. Όσον αφορά το διορισµό των µελών της επιτροπής εποπτείας, προβλέπεται η σταδιακή ανανέωσή τους ώστε να διαφυλαχθεί η εµπειρογνωµοσύνη της. Πρέπει να ζητείται η γνώµη της επιτροπής εποπτείας όσον αφορά το διορισµό του Γενικού ιευθυντή και τον ορισµό του (των) αναπληρώνοντος (- ων) ιευθυντή (-ών), ενώ πρέπει επίσης να ενηµερώνεται για τις διαβιβάσεις πληροφοριών στις δικαστικές αρχές. Σήµερα, αντί για έναν τυπικά διαρθρωµένο διάλογο µεταξύ της επιτροπής εποπτείας και των θεσµικών οργάνων σχετικά µε τη λειτουργία της Υπηρεσίας στον τοµέα των ερευνών, προτείνεται η περιοδική ανταλλαγή απόψεων για τη βελτίωση της διακυβέρνησης της Υπηρεσίας µε παράλληλο σεβασµό της επιχειρησιακής της ανεξαρτησίας. Το Συµβούλιο, στα συµπεράσµατά του της 6ης εκεµβρίου 2010, υπογραµµίζει επίσης ότι ένας τυπικά διαρθρωµένος διάλογος θα µπορούσε να αποδυναµώσει την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας. Στην ουσία, η λιγότερο τυπική προσέγγιση ευθυγραµµίζεται µε την αρχική πρόθεση της Επιτροπής για αυξηµένη διακυβέρνηση µε παράλληλη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας όσον αφορά τη διεξαγωγή των ερευνών της. Η ανταλλαγή απόψεων θα πραγµατοποιείται µεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συµβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, µε τη συµµετοχή της Υπηρεσίας και της επιτροπής εποπτείας. Η εν λόγω ανταλλαγή απόψεων αναµένεται να συµβάλει στην ανταλλαγή πληροφοριών και γνωµών µεταξύ των ενδιαφερόµενων φορέων µε στόχο τη βελτίωση της αποτελεσµατικότητας της δράσης της Υπηρεσίας. Η ανταλλαγή απόψεων δεν πρέπει να συνιστά παρέµβαση στη διεξαγωγή των ερευνών και πρέπει να συνδέεται µε τις στρατηγικές προτεραιότητες των πολιτικών της Υπηρεσίας για τις έρευνες, τις εκθέσεις για τις δραστηριότητες της επιτροπής εποπτείας και του Γενικού ιευθυντή της Υπηρεσίας, τις σχέσεις µεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσµικών και λοιπών οργάνων και οργανισµών της ΕΕ επίσης τις σχέσεις µεταξύ της Υπηρεσίας και των αρµοδίων αρχών των κρατών µελών και την αποτελεσµατικότητα του έργου της Υπηρεσίας όσον αφορά τις έρευνες, καθώς και την αποτελεσµατικότητα της επιτροπής εποπτείας. Ευθυγραµµιζόµενη µε τις γνώµες που διατυπώνουν τα θεσµικά όργανα, EL 6 EL

η ανταλλαγή απόψεων θα χαρακτηρίζεται από ευελιξία: θα πραγµατοποιείται περιοδικά ή µετά από αίτηµα ενός εκ των προαναφερόµενων οργάνων, της Υπηρεσίας ή της επιτροπής εποπτείας. Ένας από τους κύριους στόχους της τροποποιηµένης πρότασης είναι η περαιτέρω ενίσχυση των διαδικαστικών δικαιωµάτων των προσώπων που αφορούν οι έρευνες της Υπηρεσίας (άρθρο 7α). Οι διαδικαστικές εγγυήσεις είναι σκόπιµο να καταστούν σαφέστερες και πιο διαφανείς και να εφαρµόζονται σε όλες τις έρευνες, εσωτερικές και εξωτερικές, που διεξάγει η Υπηρεσία. Οι εν λόγω εγγυήσεις σέβονται τα θεµελιώδη δικαιώµατα που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ένωσης. Η πρόταση προβλέπει κοινά διαδικαστικά δικαιώµατα τόσο για τις εσωτερικές όσο και για τις εξωτερικές έρευνες (το δικαίωµα του υπό έρευνα προσώπου να καταστήσει γνωστές τις απόψεις του πριν εξαχθούν συµπεράσµατα που αναφέρονται ονοµαστικά σε αυτό, το δικαίωµά του να λάβει σύνοψη των θεµάτων που αφορούν οι έρευνες και να κληθεί να τα σχολιάσει, το δικαίωµα της συνδροµής από πρόσωπο της επιλογής του κατά την κατάθεση, το δικαίωµα να χρησιµοποιήσει γλώσσα της ΕΕ της επιλογής του, την αρχή ότι κάθε πρόσωπο για το οποίο διενεργείται έρευνα έχει το δικαίωµα της µη αυτοενοχοποίησης). Η πρακτική εφαρµογή των εν λόγω δικαιωµάτων πρέπει να αντικατοπτρίζεται στο εγχειρίδιο των διαδικασιών της Υπηρεσίας για τις έρευνες (εγχειρίδιο OLAF) όπως εγκρίθηκε από το Γενικό ιευθυντή. Στην πρόταση του 2006, η Επιτροπή πρότεινε τον διορισµό συµβούλου ελεγκτή στον οποίο να µπορούν να παραπεµφθούν οι υποθέσεις προκειµένου να διατυπώσει την ανεξάρτητη γνώµη του σχετικά µε τις διαδικαστικές εγγυήσεις. Για να αποφευχθεί τυχόν επικάλυψη µε τα καθήκοντα της επιτροπής εποπτείας και για να αποφευχθούν πρόσθετες επίσηµες δοµές, και να διασφαλίζεται παράλληλα ένας αποτελεσµατικός, αποδοτικός και ανεξάρτητος χειρισµός των ατοµικών προσφυγών, η Επιτροπή προτείνει σήµερα να θεσπιστεί διαδικασία ελέγχου από τον Γενικό ιευθυντή στο εσωτερικό της Υπηρεσίας. Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία θα ανατεθεί η διαδικασία ελέγχου πρέπει να ενεργούν µε πλήρη ανεξαρτησία. Ο Γενικός ιευθυντής της Υπηρεσίας θα υποβάλλει έκθεση στα θεσµικά όργανα σχετικά µε τα ληφθέντα µέτρα για την εφαρµογή της διαδικασίας ελέγχου. Όσον αφορά το θεµελιώδες δικαίωµα της προστασίας των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 8 του Χάρτη και στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ, η τροποποιηµένη πρόταση προβλέπει διασαφηνίσεις και αναλυτικότερες διατάξεις για την εφαρµογή των αρχών του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 45/2011 10, ιδίως την υποχρέωση της OLAF να ορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδοµένων. Οι ανακοινώσεις της Υπηρεσίας στο κοινό πρέπει να διαφυλάττουν τον εµπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών και το τεκµήριο της αθωότητας ενώ πρέπει πάντα να είναι αµερόληπτες και διατυπωµένες προσεκτικά. Το άρθρο 8 του ισχύοντος κανονισµού προβλέπει υποχρεώσεις όσον αφορά τον εµπιστευτικό χαρακτήρα και την προστασία των δεδοµένων. 10 Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 18ης εκεµβρίου 2000, σχετικά µε την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισµούς της Κοινότητας και σχετικά µε την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδοµένων αυτών, ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1-22. EL 7 EL

Ο Γενικός ιευθυντής πρέπει να εγκρίνει, µετά από διαβούλευση µε την επιτροπή εποπτείας, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαδικασία ελέγχου, τον υπεύθυνο προστασίας δεδοµένων της Υπηρεσίας, καθώς και το εγχειρίδιο διαδικασιών που προαναφέρθηκε. Το εν λόγω εγχειρίδιο περιλαµβάνει κατευθυντήριες γραµµές για την πρακτική εφαρµογή των διοικητικών ερευνών από την Υπηρεσία. εδοµένου ότι οι αρµοδιότητες της EΥΡΑTOM θα καλύπτονται δυνάµει του άρθρου 325 ΣΛΕΕ που συνιστά τη νέα νοµική βάση για τον κανονισµό 1073/1999 µετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, ο κανονισµός (Ευρατόµ) 1074/1999 πρέπει συνεπώς να καταργηθεί. 4. ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Το συνηµµένο στην πρόταση δηµοσιονοµικό δελτίο αναφέρει ότι δεν θα υπάρξει επίπτωση στον προϋπολογισµό της ΕΕ. 5. ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ N/A EL 8 EL

Τροποποιηµένη Πρόταση 2006/0084 (COD) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση του κανονισµού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά µε τις έρευνες που πραγµατοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισµού (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1074/1999 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 325, σε συνδυασµό µε τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατοµικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α, Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νοµοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια, Έχοντας υπόψη τη γνώµη του Ελεγκτικού Συνεδρίου 11, Έχοντας υπόψη τη γνώµη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας εδοµένων 12, Αποφασίζοντας σύµφωνα µε τη συνήθη νοµοθετική διαδικασία, Εκτιµώντας τα ακόλουθα: (1) Λαµβανοµένης υπόψη της σηµασίας που έχουν τα µέτρα πρόληψης για την προστασία των οικονοµικών συµφερόντων της Ένωσης και δεδοµένου ότι αποτελούν συστατικά στοιχεία της καταπολέµησης της απάτης και της διαφθοράς, χρειάζεται να διευκρινιστεί ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέµησης της Απάτης («η Υπηρεσία») κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάµει του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 13. Η Υπηρεσία, µε βάση την επιχειρησιακή της εµπειρία, πρέπει επίσης να συµβάλει στον σχεδιασµό και την ανάπτυξη µεθόδων πρόληψης και καταπολέµησης της απάτης στο επίπεδο της Ένωσης και να στηρίξει κοινές δράσεις καταπολέµησης της απάτης που αναλαµβάνονται από κράτη µέλη σε εθελοντική βάση. (2) Για να ενισχυθεί η αποτελεσµατικότητα της δράσης της Υπηρεσίας στον τοµέα των ερευνών και λαµβανοµένων υπόψη των αξιολογήσεων των δραστηριοτήτων της από τα όργανα της Ένωσης, ιδίως της έκθεσης αξιολόγησης του Απριλίου 2003 από την 11 12 13 ΕΕ C [ ], [ ], σ. [ ]. ΕΕ C [ ], [ ], σ. [ ]. ΕΕ L 136 της 31.5. 1999, σ. 1. EL 9 EL

Επιτροπή και της ειδικής έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου αριθ. 1/2005 14 σχετικά µε τη διαχείριση της Υπηρεσίας, πρέπει να διευκρινιστούν και να βελτιωθούν ορισµένες πτυχές της διεξαγωγής των ερευνών της Υπηρεσίας και ορισµένα µέτρα που δύναται να λάβει κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της. Έχουν ανατεθεί στην Υπηρεσία αρµοδιότητες διενέργειας των ελέγχων και εξακριβώσεων που προβλέπει ο κανονισµός (Ευρατόµ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συµβουλίου της 11ης Νοεµβρίου 1996 15 σχετικά µε τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή µε σκοπό την προστασία των οικονοµικών συµφερόντων της Ένωσης από απάτες και λοιπές παρατυπίες, στο πλαίσιο εσωτερικών ερευνών και υποθέσεων απάτης που συνδέονται µε συµβάσεις που αφορούν χρηµατοδότηση εκ µέρους της Ένωσης. Για το λόγο αυτό, η Υπηρεσία πρέπει να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές µε εξωτερικές έρευνες που έχουν στη διάθεσή τους τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί της Ένωσης. (3) Οι τρόποι δράσης που δύναται να εφαρµόσει η Υπηρεσία κατά τις εξωτερικές έρευνες πρέπει να διασαφηνιστούν στις περιπτώσεις που στο ισχύον σύστηµα διαπιστώθηκαν νοµικές ασάφειες και να ενισχυθούν στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες µόνο µια πιο αποτελεσµατική δράση της Υπηρεσίας µπορεί να διασφαλίσει τη διεξαγωγή αξιόπιστων εξωτερικών ερευνών. (4) Τα σχετικά µε τις έρευνες καθήκοντα της Υπηρεσίας πρέπει να ασκούνται µε την επιφύλαξη των λειτουργιών δηµοσιονοµικού και λογιστικού ελέγχου των λοιπών υπηρεσιών της Επιτροπής, ιδίως των κύριων διατακτών, που προσδιορίζονται στις ειδικές ανά τοµέα νοµοθεσίες. (5) Πρέπει να προσδιοριστούν µε σαφήνεια οι υποχρεώσεις της Υπηρεσίας όσον αφορά το καθήκον της να ενηµερώνει τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµούς της Ένωσης για τις διεξαγόµενες έρευνες σε περίπτωση που κάποιο µέλος ή µέλος του προσωπικού ενέχεται στα υπό έρευνα πραγµατικά περιστατικά ή εφόσον απαιτηθούν ενδεχοµένως προληπτικά διοικητικά µέτρα ή µέτρα ποινικού δικαίου για την προστασία των οικονοµικών συµφερόντων της Ένωσης. (6) Λαµβάνοντας υπόψη τα σηµαντικά οφέλη από την ενίσχυση της συνεργασίας µεταξύ της Υπηρεσίας, της Ευρωπαϊκής Αστυνοµικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) και της Eurojust, πρέπει να παρασχεθεί στην Υπηρεσία η δυνατότητα να συµφωνεί σε διοικητικές ρυθµίσεις µε τις δύο αυτές υπηρεσίες. Για να ενισχυθεί η συνεργασία µεταξύ της Eurojust, της Υπηρεσίας και των αρµοδίων αρχών των κρατών µελών σχετικά µε πραγµατικά περιστατικά για τα οποία µπορεί να διενεργηθεί δικαστική έρευνα, η Υπηρεσία πρέπει να ενηµερώνει την Eurojust ιδίως για τις υποθέσεις που αφορούν εικαζόµενη παράνοµη δραστηριότητα που πλήττει τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης και η οποία αφορά σοβαρές µορφές εγκλήµατος. (7) Η επιχειρησιακή αποτελεσµατικότητα της Υπηρεσίας εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τη συνεργασία µε τα κράτη µέλη. Είναι απαραίτητο να προσδιορίσουν τα κράτη µέλη τις αρµόδιες αρχές τους οι οποίες δύνανται να παράσχουν στην Υπηρεσία την απαιτούµενη συνδροµή κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Σε περίπτωση που ένα κράτος µέλος δεν έχει συστήσει σε εθνικό επίπεδο ειδικευµένη υπηρεσία µε αποστολή 14 15 Ειδική έκθεση αριθ. 1/2005 (ΕΕ C 202 της 18.8.2005, σ. 1) που εγκρίθηκε από το Συµβούλιο Συµπεράσµατα της 8ης Νοεµβρίου 2005. ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2. EL 10 EL

το συντονισµό της προστασίας των οικονοµικών συµφερόντων της Ένωσης και την καταπολέµηση της απάτης, πρέπει να οριστεί αρχή (υπηρεσία συντονισµού για την καταπολέµηση της απάτης) η οποία θα διασφαλίζει την αποτελεσµατική συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών µε την Υπηρεσία. (8) Πρέπει να θεσπιστούν σαφείς κανόνες οι οποίοι, ενώ θα επιβεβαιώνουν την κύρια αρµοδιότητα της Υπηρεσίας στη διεξαγωγή εσωτερικών ερευνών σε υποθέσεις όπου πλήττονται τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης, θα επιτρέπουν παράλληλα στα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµούς της Ένωσης να διενεργούν ταχέως τέτοιες έρευνες σε περιπτώσεις που η Υπηρεσία αποφασίσει να µην παρέµβει. (9) Για να βελτιώσει την αποτελεσµατικότητά της, η Υπηρεσία πρέπει να γνωρίζει ποια συνέχεια δόθηκε στα αποτελέσµατα των ερευνών της. Οι αρµόδιες αρχές των κρατών µελών και τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί της Ένωσης πρέπει λοιπόν να υποβάλλουν στην Υπηρεσία, µετά από αίτηµά της, εκθέσεις σχετικά µε τη δράση που αναλήφθηκε και την πρόοδο που σηµειώθηκε µε βάση τις πληροφορίες που διαβίβασε η Υπηρεσία. (10) Είναι απαραίτητο, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, να διευκρινιστούν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που εφαρµόζονται κατά τις έρευνες που διενεργεί η Υπηρεσία. Στο πλαίσιο της διευκρίνισης των διαδικαστικών εγγυήσεων πρέπει να ληφθεί υπόψη η διοικητική φύση των ερευνών της Υπηρεσίας. (11) Για να ενισχυθεί η προστασία των ατοµικών δικαιωµάτων των υπό έρευνα προσώπων, δεν πρέπει κατά το τελικό στάδιο της έρευνας να καταρτίζονται συµπεράσµατα στα οποία να γίνεται ονοµαστική αναφορά στο υπό έρευνα πρόσωπο χωρίς να του έχει δοθεί προηγουµένως η δυνατότητα να προβεί σε σχολιασµό των πράξεων που το αφορούν. Εφόσον ένα µέλος, µέλος του προσωπικού ή φυσικό πρόσωπο εκτιµά ότι στην περίπτωσή του δεν τηρήθηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις, πρέπει να έχει το δικαίωµα να υποβάλει αίτηση γνωµοδότησης στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισµένα µε τη διαδικασία ελέγχου που θεσπίζεται από τον παρόντα κανονισµό. (12) Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι τα πραγµατικά περιστατικά που έφερε στο φως η τελική έκθεση της εσωτερικής έρευνας επισύρουν ενδεχοµένως ποινική δίωξη, οι σχετικές πληροφορίες πρέπει να διαβιβαστούν στις εθνικές δικαστικές αρχές του οικείου κράτους µέλους, εκτός εάν υφίστανται εσωτερικά µέτρα που επιτρέπουν να δοθεί καταλληλότερη συνέχεια, λαµβανοµένης υπόψη της φύσης των πράξεων και της κλίµακας του οικονοµικού αντίκτυπου. (13) Ο σεβασµός των θεµελιωδών δικαιωµάτων των υπό έρευνα προσώπων πρέπει να διασφαλίζεται ανά πάσα στιγµή, ιδίως όταν παρέχονται πληροφορίες σχετικά µε διεξαγόµενες έρευνες. Η παροχή πληροφοριών σχετικά µε τις έρευνες της Υπηρεσίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συµβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, είτε σε διµερές επίπεδο, είτε στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων, γίνεται µε σεβασµό του εµπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών, των νόµιµων δικαιωµάτων των υπό έρευνα προσώπων και, ενδεχοµένως, των εθνικών διατάξεων που διέπουν τις δικαστικές διαδικασίες. Η επεξεργασία των πληροφοριών που διαβιβάζονται ή λαµβάνονται κατά τη διάρκεια των ερευνών πρέπει να γίνεται σύµφωνα µε τη νοµοθεσία της Ένωσης για την προστασία των δεδοµένων. Η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας και της ανάγκης γνώσης. EL 11 EL

(14) Ο Γενικός ιευθυντής µεριµνά ώστε σε κάθε ανακοίνωση πληροφοριών στο κοινό να λαµβάνονται υπόψη τα νόµιµα δικαιώµατα των υπό έρευνα προσώπων. (15) Λόγω του ύψους των κοινοτικών κονδυλίων που διατίθενται στον τοµέα της εξωτερικής βοήθειας, του αριθµού των ερευνών που διενεργούνται από την Υπηρεσία στον τοµέα αυτό και της υφιστάµενης διεθνούς συνεργασίας για τις ανάγκες των ερευνών, η Υπηρεσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητεί µέσω διοικητικών ρυθµίσεων πρακτική βοήθεια από τις αρµόδιες αρχές τρίτων χωρών και από διεθνείς οργανισµούς κατά την άσκηση των καθηκόντων της. (16) Κρίνεται σκόπιµο να αναθεωρηθούν τα κριτήρια και η διαδικασία διορισµού των µελών της επιτροπής εποπτείας και να προσδιοριστούν περαιτέρω τα καθήκοντα της επιτροπής εποπτείας που απορρέουν από την εντολή της. (17) Για να διασφαλιστεί η δυνατότητα της επιτροπής εποπτείας να εκπληρώνει αποτελεσµατικά την αποστολή της, πρέπει η ανεξάρτητη λειτουργία της γραµµατείας της να διασφαλίζεται από την Υπηρεσία. (18) Πρέπει να πραγµατοποιείται περιοδικά ανταλλαγή απόψεων µεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συµβουλίου και της Επιτροπής. Η εν λόγω ανταλλαγή απόψεων πρέπει να καλύπτει τις στρατηγικές προτεραιότητες των πολιτικών για τις έρευνες και την αποτελεσµατικότητα του έργου της Υπηρεσίας χωρίς να συνιστά κατά κανένα τρόπο παρέµβαση στην ανεξαρτησία της Υπηρεσίας κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της. (19) Για να ενισχυθεί η πλήρης ανεξαρτησία όσον αφορά τη διεύθυνση της Υπηρεσίας, ο Γενικός ιευθυντής πρέπει να διορίζεται για επταετή, µη ανανεώσιµη θητεία. (20) Από την εµπειρία που έχει αποκτηθεί από την επιχειρησιακή πρακτική συνάγεται ότι θα ήταν σκόπιµο να έχει ο Γενικός ιευθυντής της Υπηρεσίας τη δυνατότητα να µεταβιβάζει την άσκηση ορισµένων εκ των αρµοδιοτήτων του σε ένα ή περισσότερα µέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας. Για να διασφαλιστεί η συνέχεια πρέπει επίσης να προβλεφθούν σαφείς κανόνες αναπλήρωσης. (21) Ο Γενικός ιευθυντής πρέπει να υποβοηθείται στο έργο του από εσωτερικό όργανο το οποίο θα συµβουλεύεται. (22) Ο Γενικός ιευθυντής πρέπει να έχει τη δυνατότητα έκδοσης εγχειριδίου διαδικασιών µε κατευθυντήριες γραµµές για την πρακτική εφαρµογή των διοικητικών ερευνών.από την Υπηρεσία. (23) Η υφιστάµενη διάταξη για το δικαστικό έλεγχο πρέπει να διαγραφεί δεδοµένου ότι το περιεχόµενό της συµπεριλήφθηκε στο άρθρο 90α του Κανονισµού Υπηρεσιακής Κατάστασης. (24) Ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1073/99 πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί αναλόγως. (25) Μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία επεκτείνει την εφαρµογή του άρθρου 325 ΣΛΕΕ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατοµικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ), οι κανόνες που διέπουν τις έρευνες που διενεργεί η Υπηρεσία όσον αφορά την Ένωση πρέπει να έχουν εφαρµογή και όσον αφορά την ΕΥΡΑΤΟΜ. Ο κανονισµός (Ευρατόµ) αριθ. 1074/99 σχετικά µε τις έρευνες που πραγµατοποιούνται EL 12 EL

από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης (OLAF) 16 πρέπει συνεπώς να καταργηθεί. (26) Ο παρών κανονισµός λαµβάνει πλήρως υπόψη την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισµός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών. (27) Ο παρών κανονισµός σέβεται τα θεµελιώδη δικαιώµατα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 41, 47 και 48, ΕΞΕ ΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 1. Ο κανονισµός (EΚ) αριθ. 1073/1999 τροποποιείται ως εξής: (1) Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 1 Στόχοι και καθήκοντα 1. Προκειµένου να ενισχυθεί η καταπολέµηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνοµης δραστηριότητας εις βάρος των οικονοµικών συµφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατοµικής Ενέργειας (εφεξής η «Ένωση» όταν απαιτείται από το κείµενο), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης, η οποία δηµιουργήθηκε µε την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόµ της Επιτροπής (στο εξής η «Υπηρεσία»), ασκεί τις αρµοδιότητες διενέργειας ερευνών που ανατίθενται στην Επιτροπή από: (α) τους κανόνες και κανονισµούς της Ένωσης που ισχύουν στους τοµείς αυτούς και (β) τις συµφωνίες συνεργασίας και αµοιβαίας συνδροµής που έχει συνάψει η Ένωση µε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισµούς στους τοµείς αυτούς. 2. Η Υπηρεσία επικουρεί τα κράτη µέλη στην οργάνωση στενής και τακτικής συνεργασίας µεταξύ των αρµοδίων αρχών τους, προκειµένου να συντονίζουν τη δράση τους που αποσκοπεί στην προστασία των οικονοµικών συµφερόντων της Ένωσης από την απάτη. Η Υπηρεσία συµβάλλει στο σχεδιασµό και στην ανάπτυξη των µεθόδων πρόληψης και καταπολέµησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνοµης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης. Η Υπηρεσία προάγει και συντονίζει, µε τα κράτη µέλη και µεταξύ των κρατών µελών, τις ανταλλαγές επιχειρησιακής εµπειρίας και βέλτιστων διαδικαστικών πρακτικών στον τοµέα της προστασίας των οικονοµικών συµφερόντων της Ένωσης, και στηρίζει επίσης κοινές δράσεις καταπολέµησης της απάτης που αναλαµβάνουν τα κράτη µέλη σε προαιρετική βάση. 16 ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8. EL 13 EL

3. Η Υπηρεσία διενεργεί διοικητικές έρευνες µε σκοπό την καταπολέµηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνοµης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης εντός των θεσµικών οργάνων, οργάνων και οργανισµών που ιδρύθηκαν από τις συνθήκες ή βάσει αυτών (εφεξής τα "θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί"). Για τον σκοπό αυτό διερευνά σοβαρά πραγµατικά περιστατικά συνδεόµενα µε την άσκηση των επαγγελµατικών καθηκόντων, οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης που µπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχοµένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των µελών των θεσµικών και λοιπών οργάνων, των διευθυντικών στελεχών των οργανισµών ή των µελών του προσωπικού των θεσµικών οργάνων, οργάνων και οργανισµών που δεν υπόκεινται στον κανονισµό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και στο καθεστώς που εφαρµόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης («µέλη ή µέλη του προσωπικού»). (2) Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 2 Κατά την έννοια του παρόντος κανονισµού: Ορισµοί ως «διοικητικές έρευνες» (εφεξής «έρευνες») νοούνται όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις και ενέργειες που πραγµατοποιούνται από την Υπηρεσία, σύµφωνα µε τα άρθρα 3 και 4, προκειµένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 1 και να αποδεικνύεται, ενδεχοµένως, ο παράνοµος χαρακτήρας των ελεγχόµενων δραστηριοτήτων. Οι έρευνες αυτές δεν θίγουν την αρµοδιότητα των κρατών µελών όσον αφορά την ποινική δίωξη. ως «υπό έρευνα πρόσωπο» νοείται το πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει παρατυπία ή απάτη και, ως εκ τούτου, αποτελεί αντικείµενο έρευνας από την Υπηρεσία. ως «κανονισµός υπηρεσιακής κατάστασης» νοείται ο κανονισµός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρµόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης 17.» (3) Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: 17 ΕΕ L 56, της 4.3.1968. EL 14 EL

«Άρθρο 3 Εξωτερικές έρευνες 1. Η Υπηρεσία ασκεί την αρµοδιότητα η οποία έχει ανατεθεί στην Επιτροπή µε τον κανονισµό (Ευρατόµ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, της πραγµατοποίησης επιτόπιων εξακριβώσεων και ελέγχων στα κράτη µέλη και, σύµφωνα µε τις ισχύουσες συµφωνίες συνεργασίας, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισµών. Στο πλαίσιο των καθηκόντων διεξαγωγής ερευνών, η Υπηρεσία πραγµατοποιεί τις εξακριβώσεις και ελέγχους που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισµού (ΕΚ, Ευρατόµ) αριθ. 2988/95 18 και στους τοµεακούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισµού αυτού, στα κράτη µέλη και, βάσει των ισχυουσών συµφωνιών συνεργασίας, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισµών. 2. Για να τεκµηριωθεί η ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνοµης δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1, σχετικά µε σύµβαση ή απόφαση επιχορήγησης ή σύµβαση που αφορά χρηµατοδότηση της Ένωσης, η Υπηρεσία µπορεί, σύµφωνα µε τις διατάξεις του κανονισµού (Ευρατόµ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις των οικονοµικών φορέων τους οποίους αφορά, άµεσα ή έµµεσα, αυτή η χρηµατοδότηση. 3. Κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων και ερευνών, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ενεργούν σύµφωνα µε τους κανόνες και πρακτικές που διέπουν τις διοικητικές έρευνες του οικείου κράτους µέλους, καθώς και µε τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει ο παρών κανονισµός. Μετά από αίτηµα της Υπηρεσίας, η αρµόδια αρχή του οικείου κράτους µέλους παρέχει στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την απαιτούµενη συνδροµή για την εκτέλεση της αποστολής τους, όπως αυτή προσδιορίζεται στη γραπτή εξουσιοδότηση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2. Το ενδιαφερόµενο κράτος µέλος µεριµνά ώστε οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας να µπορούν να έχουν πρόσβαση, υπό τις αυτές συνθήκες µε τις αρµόδιες αρχές του και σε πλαίσιο σεβασµού της εθνικής νοµοθεσίας, σε όλες τις πληροφορίες και την τεκµηρίωση σχετικά µε το θέµα που ερευνάται, οι οποίες είναι απαραίτητες για την αποτελεσµατική και αποδοτική διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων. 4. Τα κράτη µέλη ορίζουν µια υπηρεσία που διευκολύνει τον ορθό συντονισµό µεταξύ όλων των αρµοδίων αρχών σε εθνικό επίπεδο (εφεξής η «υπηρεσία συντονισµού της καταπολέµησης της απάτης»). Η εν λόγω υπηρεσία διασφαλίζει την αποτελεσµατική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών µε την Υπηρεσία. 18 EE L 312 της 23.12.1995, σ. 1-4. EL 15 EL

5. Κατά τη διάρκεια εξωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία δύναται να έχει πρόσβαση σε όλες τις συναφείς µε το υπό έρευνα θέµα πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί, στις περιπτώσεις που αυτό είναι απαραίτητο για να αποδειχθεί η ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνοµης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης. Για το σκοπό αυτό, εφαρµόζεται το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 4. 6. Η Υπηρεσία, σε περίπτωση που πριν από την έναρξη εξωτερικής έρευνας διαθέτει πληροφορίες από τις οποίες προκύπτει η ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνοµης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης, δύναται να ενηµερώνει σχετικά την αρµόδια υπηρεσία συντονισµού της καταπολέµησης της απάτης και τις αρµόδιες αρχές των ενδιαφεροµένων κρατών µελών και, κατά περίπτωση, τις αρµόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Με την επιφύλαξη των τοµεακών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ, Ευρατόµ) αριθ. 2988/95, οι εν λόγω αρχές διασφαλίζουν την ανάληψη κατάλληλης δράσης και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, διενεργούν έρευνες σύµφωνα µε το ισχύον εθνικό δίκαιο, στις οποίες µπορεί να συµµετέχει η Υπηρεσία. Τα ενδιαφερόµενα κράτη µέλη ενηµερώνουν την Υπηρεσία για τη δράση που ανέλαβαν και για τα πορίσµατά τους µε βάση τις πληροφορίες αυτές.». (4) Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής: α) Στην παράγραφο 1, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες διενεργούνται υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισµό και στις αποφάσεις που εκδίδονται από κάθε θεσµικό όργανο, όργανο και οργανισµό.» β) Στην παράγραφο 2, η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Η Υπηρεσία δύναται να ζητήσει προφορικές και γραπτές πληροφορίες από µέλη ή µέλη του προσωπικού των θεσµικών οργάνων, οργάνων και οργανισµών.» γ) Στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «3. Σύµφωνα µε τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισµό (Ευρατόµ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία µπορεί να πραγµατοποιεί επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις οικονοµικών φορέων τους οποίους αφορά άµεσα ή έµµεσα το θέµα, ώστε να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που σχετίζονται µε τα πραγµατικά περιστατικά που αποτελούν αντικείµενο εσωτερικής έρευνας.» δ) Οι παράγραφοι 4 έως 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείµενο: «4. Τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί ενηµερώνονται όταν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας διενεργούν έρευνα στις εγκαταστάσεις τους ή συµβουλεύονται κάποιο έγγραφο ή EL 16 EL

ζητούν πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9 του παρόντος κανονισµού, η Υπηρεσία δύναται να διαβιβάσει, ανά πάσα στιγµή, στο οικείο θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµό, τις πληροφορίες που συνέλεξε κατά τη διάρκεια των εσωτερικών ερευνών. 5. Τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί θεσπίζουν τις κατάλληλες διαδικασίες και λαµβάνουν τα αναγκαία µέτρα για να εξασφαλίσουν τον εµπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών. 6. Όταν από τις έρευνες προκύψει ότι µέλος ή µέλος του προσωπικού ενδέχεται να αποτελεί αντικείµενο εσωτερικής έρευνας, ενηµερώνεται σχετικά το οικείο θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµός. Σε έκτακτες περιπτώσεις, στις οποίες δεν µπορεί να διασφαλιστεί ο εµπιστευτικός χαρακτήρας της έρευνας, η Υπηρεσία χρησιµοποιεί κατάλληλα εναλλακτικά µέσα ενηµέρωσης. 7. Η απόφαση που λαµβάνει κάθε θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµός, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1, περιλαµβάνει ειδικότερα την υποχρέωση των µελών ή των µελών του προσωπικού των θεσµικών οργάνων, οργάνων και οργανισµών να συνεργάζονται υπεύθυνα µε την Υπηρεσία και να την ενηµερώνουν». (5) Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 5 Έναρξη των ερευνών 1. Η Υπηρεσία µπορεί να προβεί σε έναρξη έρευνας όταν υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες για διάπραξη πράξεων απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνοµης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης. Μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη ανώνυµες πληροφορίες. Κατά τη λήψη απόφασης για την έναρξη έρευνας ή όχι λαµβάνονται υπόψη οι προτεραιότητες της πολιτικής σε θέµατα ερευνών και το ετήσιο σχέδιο διαχείρισης της Υπηρεσίας που καθορίζονται σύµφωνα µε το άρθρο 12, παράγραφος 4. Στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης λαµβάνονται επίσης υπόψη η αποτελεσµατική χρήση των πόρων της Υπηρεσίας και η αναλογικότητα των µέσων που τίθενται σε εφαρµογή. Όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες, λαµβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ποιο θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµός βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να τις πραγµατοποιήσει µε βάση ιδίως: τη φύση των πράξεων, την πραγµατική ή την πιθανή δηµοσιονοµική επίπτωση της υπόθεσης και την προοπτική ενδεχόµενης δικαστικής παρακολούθησης. 2. Η απόφαση για την έναρξη ή µη έρευνας λαµβάνεται από τον Γενικό ιευθυντή. EL 17 EL

Η απόφαση για έναρξη εσωτερικής έρευνας λαµβάνεται από τον Γενικό ιευθυντή, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή µετά από αίτηση ενδιαφερόµενου κράτους µέλους ή ενός εκ των θεσµικών οργάνων, οργάνων ή οργανισµών της Ένωσης. Η απόφαση για έναρξη εσωτερικής έρευνας λαµβάνεται από το Γενικό ιευθυντή, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή µετά από αίτηση του θεσµικού οργάνου, οργάνου ή οργανισµού στο οποίο πρόκειται να πραγµατοποιηθεί η έρευνα. 3. Ενόσω η Υπηρεσία διεξάγει µια εσωτερική έρευνα, τα οικεία θεσµικά όργανα, όργανα ή οργανισµοί δεν ξεκινούν παράλληλη διοικητική έρευνα για τα ίδια γεγονότα. 4. Σε διάστηµα δύο µηνών από την παραλαβή από την Υπηρεσία της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2, τη δεδοµένη χρονική στιγµή λαµβάνεται απόφαση αν θα κινηθεί διαδικασία έρευνας ή όχι. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται άµεσα στο κράτος µέλος, θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµό που υπέβαλε την αίτηση. Η απόφαση για µη έναρξη έρευνας πρέπει να αιτιολογείται. Σε περίπτωση που ένα µέλος ή µέλος του προσωπικού ενός θεσµικού οργάνου, οργάνου ή οργανισµού, ενεργώντας σύµφωνα µε το άρθρο 22α του κανονισµού υπηρεσιακής κατάστασης, παρέχει στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικά µε υπόνοια απάτης ή παρατυπίας, η Υπηρεσία τον/την ενηµερώνει σχετικά µε την απόφαση έναρξης έρευνας ή όχι για τα εν λόγω πραγµατικά περιστατικά. 5. Εάν η Υπηρεσία αποφασίσει να µην κινήσει διαδικασία εσωτερικής έρευνας, διαβιβάζει αµέσως τα διαθέσιµα στοιχεία στο οικείο θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµό ώστε να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες, σύµφωνα µε τους ισχύοντες σε αυτό κανόνες που εφαρµόζονται σ αυτό. Ενδεχοµένως, η Υπηρεσία συµφωνεί µε το εν λόγω θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµό σχετικά µε τα κατάλληλα µέτρα για την προστασία του απορρήτου της πηγής των πληροφοριών και ζητεί, κατά περίπτωση, να ενηµερωθεί για τις αναληφθείσες ενέργειες». (6) Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής: α) Οι παράγραφοι 1 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείµενο: «1. Ο Γενικός ιευθυντής της Υπηρεσίας διευθύνει την διεξαγωγή των ερευνών. Μπορεί να εκδίδει γραπτές οδηγίες προς µεµονωµένα µέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας όσον αφορά τη διεύθυνση της διεξαγωγής των ερευνών. Οι έρευνες διεξάγονται υπό τη διεύθυνσή του από µέλη του προσωπικού που ο ίδιος έχει ορίσει. 2. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ασκούν τα καθήκοντά τους αφού προσκοµίσουν γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους. Η εξουσιοδότηση εκδίδεται από τον Γενικό ιευθυντή και αναφέρει το αντικείµενο και τον σκοπό της έρευνας, τις νοµικές βάσεις για τη διενέργεια της έρευνας και τις εξουσίες για τη διεξαγωγή της που πηγάζουν από τις βάσεις αυτές. EL 18 EL

3. Τα κράτη µέλη µεριµνούν ώστε οι αρµόδιες αρχές τους να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, σύµφωνα µε τις εθνικές διατάξεις, την αναγκαία συνδροµή για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί φροντίζουν ώστε τα µέλη τους και τα µέλη του προσωπικού τους, να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την αναγκαία συνδροµή για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.» β) Η παράγραφος 5 γίνεται παράγραφος 4 και η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «5. Όταν από τις έρευνες προκύψει ενδεχόµενη σκοπιµότητα λήψης προληπτικών διοικητικών µέτρων για την προστασία των οικονοµικών συµφερόντων της Ένωσης, η Υπηρεσία ενηµερώνει το συντοµότερο δυνατό το οικείο θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµό για τη διεξαγόµενη έρευνα. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται περιέχουν τα εξής στοιχεία: α) την ταυτότητα κάθε µέλους ή µέλους του προσωπικού για το οποίο διεξάγεται έρευνα καθώς και περίληψη των εξεταζοµένων πράξεων β) κάθε πληροφορία που µπορεί να βοηθήσει το θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµό να αποφασίσει εάν είναι σκόπιµο να λάβει προληπτικά διοικητικά µέτρα για την προστασία των οικονοµικών συµφερόντων της Ένωσης γ) κάθε ειδικό µέτρο διασφάλισης του εµπιστευτικού χαρακτήρα που συνιστάται ιδίως σε υποθέσεις που συνεπάγονται τη χρήση µέσων έρευνας που εµπίπτουν στην αρµοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, ή, σε περίπτωση εξωτερικής έρευνας, στην αρµοδιότητα εθνικής αρχής, σύµφωνα µε το εθνικό δίκαιο που εφαρµόζεται στις έρευνες. Το οικείο θεσµικό όργανο, όργανο ή οργανισµός δύναται να λάβει ανά πάσα στιγµή οιοδήποτε κατάλληλο προληπτικό διοικητικό µέτρο και ενηµερώνει το ταχύτερο δυνατό την Υπηρεσία για την απόφαση λήψης τέτοιων µέτρων. 6. Σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται αδυναµία περάτωσης των ερευνών εντός 12 µηνών από την έναρξή τους, η Υπηρεσία ενηµερώνει ανά εξάµηνο την επιτροπή εποπτείας για τους λόγους που εµποδίζουν την περάτωσή τους.». (7) Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 7 Υποχρέωση ενηµέρωσης της Υπηρεσίας «1. Τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί ενηµερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Υπηρεσία για τις ενδεχόµενες περιπτώσεις απάτης ή διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνοµης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης. EL 19 EL

2. Τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί καθώς και τα κράτη µέλη, στο µέτρο που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν στην Υπηρεσία, κατόπιν αιτήσεώς της ή µε πρωτοβουλία τους, κάθε έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν σχετικά µε διεξαγόµενη έρευνα της Υπηρεσίας. 3. Τα θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί καθώς και τα κράτη µέλη, στο µέτρο που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν επιπλέον στην Υπηρεσία κάθε κρινόµενο ως σχετικό µε την υπόθεση έγγραφο και πληροφορία που κατέχουν, και που αφορά την καταπολέµηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνοµης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης. 4. Η Υπηρεσία, τα οικεία θεσµικά όργανα, όργανα και οργανισµοί και οι υπηρεσίες συντονισµού της καταπολέµησης της απάτης δύνανται να συµφωνήσουν διοικητικές ρυθµίσεις σχετικά µε τη διαβίβαση πληροφοριών στην Υπηρεσία.». (8) Παρεµβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 7α και 7β: «Άρθρο 7α ιαδικαστικές εγγυήσεις «1. H Υπηρεσία διενεργεί έρευνες για την ανεύρεση στοιχείων υπέρ ή κατά των ενεχοµένων προσώπων. Οι έρευνες διεξάγονται κατά τρόπο αντικειµενικό και αµερόληπτο, µε σεβασµό της αρχής του τεκµηρίου της αθωότητας και των διαδικαστικών εγγυήσεων που περιγράφονται λεπτοµερώς στο παρόν άρθρο. 2. Κάθε πρόσκληση σε κατάθεση, είτε πρόκειται για µάρτυρα είτε για υπό έρευνα πρόσωπο, αποστέλλεται µε προειδοποίηση δέκα εργάσιµων ηµερών η προθεσµία αυτή µπορεί να µειωθεί µε τη ρητή συγκατάθεση του καλούµενου σε κατάθεση προσώπου ή για δεόντως αιτιολογηµένους λόγους σχετικούς µε τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Η πρόσκληση περιέχει τον κατάλογο των δικαιωµάτων του προσώπου που καλείται σε κατάθεση. Η Υπηρεσία συντάσσει τα πρακτικά της κατάθεσης και παρέχει στο οικείο πρόσωπο δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά προκειµένου είτε να τα εγκρίνει ή να προσθέσει παρατηρήσεις. Το πρόσωπο που καταθέτει λαµβάνει αντίγραφο των πρακτικών της κατάθεσης. Οι κανόνες αυτοί δεν εφαρµόζονται για τη λήψη καταθέσεων στο πλαίσιο επιτοπίων ελέγχων. Σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, προκύψουν ενδείξεις ότι η έρευνα στρέφεται ενδεχοµένως κατά του πρόσωπου που καταθέτει, εφαρµόζονται άµεσα οι διαδικαστικοί κανόνες που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4. 3. Μόλις διαπιστωθεί στο πλαίσιο έρευνας ότι αυτή ενδέχεται να στρέφεται κατά µέλους ή µέλους του προσωπικού θεσµικού οργάνου, οργάνου ή οργανισµού, το εν λόγω µέλος ή µέλος του προσωπικού ενηµερώνεται, υπό την προϋπόθεση ότι η ενηµέρωση αυτή δεν βλάπτει τη διεξαγωγή της έρευνας. EL 20 EL