Στον Λένο και τον Μηνά
Περιεχόμενα Κεφάλαιο πρώτο... 11 ÇTο βλέμμα και το άγγιγμαè... 13 ÇΤρελά ερωτευμένοιè... 18 ÇΤο στοιχειωμένο ξενοδοχείο Η εξαφάνισηè... 22 Κεφάλαιο δεύτερο... 33 ÇΟ θίασος της Στέλλας και η φυγή του ΒασίληÈ... 35 ÇΗ Βίκη, η γιαγιά και ο πατέρας τηςè... 53 ÇΤα μαύρα μάτια σου...è... 57 ÇΠερατζάδες στα κουτούκιαè... 62 ÇΤα όνειρά της τον τρόμαζανè... 69 ÇΠολλά ÒγιατίÓ μαζεύτηκαν...è... 73 ÇΣφίγγα και βαρυπενθούσα η ΠηνελόπηÈ... 80 Κεφάλαιο τρίτο... 89 ÇΣυνάντηση με τον Μανώλη τον κουζουλό και τον Βασίλη ΠετρόπουλοÈ... 91 ÇΣυγκλονιστικές αποκαλύψειςè... 99 ÇΟ κύριος Μανιάτης θυμάται και υποπτεύεταιè... 107 ÇΦόνος εκ προμελέτηςè... 121 ÇΤο τρομερό μαντάτοè... 129 ÇΟ Βασίλης παραφρονεί Η Πηνελόπη ομολογείè... 135 Κεφάλαιο τέταρτο... 143 ÇΣατανική γυναίκαè... 145 ÇΓενναίο κορίτσιè... 151 ÇΣοκ για τον κύριο Μανιάτη και τον κύριο ΘωμαΐδηÈ... 160 ÇΤα μαύρα μάτια σου...è... 171 Στίχοι τραγουδιών... 184
Κεφάλαιο πρώτο
ÇTο βλέμμα και το άγγιγμαè Σπανιες ΟΙ ΠΑΡΕΕΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΕΙ στα βραχάκια. Οι περισσότεροι προτιμούσαν την οργανωμένη πλαζ, με τις ξαπλώστρες, τις πολύχρωμες ομπρέλες, το μπαράκι, ένα μικρό εστιατόριο, τα ντους έξω απ τις τρεις καμπίνες. Έτσι, η παραλία λίγο πιο κάτω απ το ξενοδοχείο είχε τις ερημιές και τις μελαγχολίες της. Κάποιοι όμως τις λάτρευαν αυτές τις ερημιές. Η Ελπίδα είχε αράξει στο γνωστό, κάπως βραχώδες στέκι της, σε μια λακκούβα αναπαυτική. Είχε έρθει πριν από πέντε μέρες. Λάτρευε το νησί και το απόμερο ξενοδοχείο με τη θάλασσα δίπλα. 13
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ήταν ό,τι ζητούσε για να ξεκουράσει το μυαλό της απ τα δύσκολα λογιστικά της εταιρείας όπου δούλευε. Άκουγε το κυματάκι που έσκαγε στα βράχια. Ένιωθε τον ήλιο να αγκαλιάζει το κορμί της. Ώρα να πέσω, σκέφτηκε. Να πέσω στον γκρεμό; Τι βλακείες Τέτοια αστεία έλεγε ο άντρας της, όταν απελπιζόταν απ τους πόνους στον ώμο του. Ξαφνικά, αισθάνθηκε να σκοτεινιάζει ο ουρανός. Άνοιξε τα μάτια της. Ένας άντρας στεκόταν από πάνω της. «Χίλια συγγνώμη, σας τρόμαξα;» Η Ελπίδα ανασηκώθηκε. «Όχι δηλαδή». Τον κοίταξε περίεργα λες και τον ήξερε. «Εδώ κι εσείς; Εννοώ στο ξενοδοχείο», είπε. «Ναι, μόλις ήρθαμε. Η γυναίκα μου τακτοποιεί τις βαλίτσες. Εσείς; Μόνη;» «Ναι». Συνέχισε να τον κοιτάζει. Ένιωθε να μην μπορεί να τραβήξει το βλέμμα της από πάνω του. Ξαφνικά, άρχισε να μιλά και τα λόγια της έπεφταν σαν ριπές. «Ο άντρας μου έμεινε στην Αθήνα. Πρέπει να κάνει μπάνια στη λίμνη της Βουλιαγμένης, 14
ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΟ ιαματικά, ξέρετε Του το σύστησε ο γιατρός του για τους πόνους Ο ώμος του, ξέρετε Όλο το χειμώνα υπέφερε. Η κόρη μου είναι στον Πόρο με τη φίλη της Μα τι σας λέω κι εγώ τώρα συγγνώμη συγγνώμη» Σταμάτησε απότομα. Σηκώθηκε βιαστικά, μάζεψε στα γρήγορα τα πράγματά της, μουρμούρισε αμήχανα «Με περιμένουν» κι έφυγε σαν κυνηγημένη. Έφτασε στο ξενοδοχείο και βούλιαξε σαν βαρίδι σε μια πολυθρόνα κοντά στην πισίνα. ÒΟ ουρανός σκοτείνιασε ο θάνατος ο θάνατος;ó Ανατρίχιασε. «Μα τι έπαθα; Τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Τι βλακείες Πού τα διάβασα όλ αυτά; Τι αναστάτωση! Η καρδιά μου πονάει, δεν είμαι καλά». Έκλεισε τα μάτια της, τα ξανάνοιξε. «Μυρσίνη, Μυρσίνη!» φώναξε. «Μυρσίνη» Ο άντρας ήρθε τρέχοντας κοντά της. Την άκουσε που φώναζε. Γονάτισε μπροστά της. «Τι πάθατε; Θέλετε κάτι; Λίγο νερό; Να σας φέρω λίγο νερό;» «Ευχαριστώ μην ανησυχείτε», είπε με σβησμένη φωνή και σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω». 15
ΝΤΟΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ «Όχι!» του ξέφυγε αυθόρμητα και την κράτησε απ το χέρι. Στο άγγιγμά του ανατρίχιασε. «Σε παρακαλώ μη φύγεις», είπε. Η Ελπίδα ξανακάθισε, χωρίς να πει λέξη. Σιωπηλά είχε δώσει την απάντησή της, ενώ ένιωθε να κολυμπά σε κύματα αγριεμένα. Ωστόσο σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Τα αγριεμένα κύματα ηρέμησαν απότομα. Χαμογέλασε. «Επιτέλους! Είσαι καλά;» «Καλά είμαι». «Καιρός να συστηθούμε. Παύλος Θωμαΐδης». «Ελπίδα». «Ελπίδα ;» «Μανιάτη». «Χαίρω πολύ». «Κι εγώ». Δεν χρειάστηκε τίποτ άλλο. Μια στιγμή. Μόνο μια στιγμή, ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα κι ένα χαμόγελο. «Θα σε περιμένω πέρα απ τα βράχια, μην αργήσεις», είπε ο Παύλος. «Δεν θα αργήσω», απάντησε η Ελπίδα χωρίς καν να το σκεφτεί. 16
ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΟ Τον παρακολουθούσε που έφευγε. Όταν χάθηκε από τα μάτια της, σηκώθηκε. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί κοντά του. Καθώς απομακρυνόταν άκουγε από το διπλανό ταβερνάκι ένα αγαπημένο τραγούδι. Πάρε με απόψε, πάρε με Στα μαγικά φτερά σου Πάρε με απόψε, πάρε με Μέσα στην αγκαλιά σου 17