ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

137/2017 από το πρακτικό της 25 ης / τακτικής συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής Δήμου Αγιάς

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Βιβλίο IV του Ν.4412/2016. Εισηγήτρια: Καλλιόπη Παπαδοπούλου, Νομική Σύμβουλος ΔήμοςΝΕΤ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» Άρθρο 1. Σύσταση και συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Σχέδιο Νόµου. «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης. και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων» Άρθρο 1

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) Απόφαση υπ αριθμόν 983/2012

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΙΑΦΟΡΩΝ

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. Αρθρο: 1 Ημ/νία: Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

Α. ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 1383/2012. κατά των:α)... και β)..., κατοίκων..., τακτικών δημοτικών συμβούλων, στις ως άνω δημοτικές εκλογές, οι οποίοι δεν παρέστησαν.

Νομολογία 261/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο

ΣτΕ 2054/2018 [Λόγω επιγενόμενης ταυτοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων καταργείται η δίκη της αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξης εξαίρεσης από την κατεδάφιση]

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις επί του σχεδίου του ΒΙΒΛΙΟΥ IV (ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ):

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

ΠΟΛ /09/ Παροχή οδηγιών για την

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σελίδα 1 από 5 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το πρακτικό της 10 ης / τακτικής συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής

Νέες Διατάξεις για τη Διαμεσολάβηση. Δημήτριος Μάντζος Δικηγόρος ΥπΔΝ - Διαμεσολαβητής Εκτελεστικός Γραμματέας ΟΠΕΜΕΔ

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Άρθρο Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από τη λήξη της προθεσμίας

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

της..., κατοίκου Αλιβερίου Χαλκίδας, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΥΠΟΔΙΕΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α6

αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου που

ΣτΕ 2586/2011. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 350/2010 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου.

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ 1 ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΥΠΟΔΙΕΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3

ΘΕΜΑ: «Διευκρινίσεις σχετικά με τις επιδόσεις και τον χειρισμό δικαστικών προσφυγών κατά αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών»

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4158, 11/4/2008 NOMOΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΣτΕ 2302/2011. κατά του..., κατοίκου Βάρης Αττικής (...), ο οποίος δεν παρέστη.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Καλλιθέα

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ. I) Διοικητικό Εφετείο (ν. 702/1977)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1720-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 169 / 2014

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΞΑΜΗΝΟ Α ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ Α.Μ. : 1340201200415 ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2012-2013 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... σελ. 5 1.Συνταγματικές αρχές που διέπουν την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας σελ. 6 2.Ιστορικά στοιχεία... σελ.7 3.Νομοθετική ρύθμιση. σελ.9 4. Αρμοδιότητες του ΣτΕ. σελ.9 5. Σύνθεση. σελ.11 5.1 Ρύθμιση σελ.11 5.2 Μέλη του ΣτΕ.. σελ.11 5.3 Διορισμός και προαγωγή μελών. σελ.12 5.4 Αρμοδιότητες μελών σελ.13 5.5 Αρμοδιότητες της Ολομέλειας και των Τμημάτων του ΣτΕ σελ.14 5.5.1 Ρύθμιση σελ.15 5.5.2 Τα Τμήματα του ΣτΕ.. σελ.17 6. Ένδικα βοηθήματα.. σελ.21 6.1 Ορισμός. σελ.21 6.2 Τα ένδικα βοηθήματα ενώπιον του ΣτΕ... σελ.21 6.3 Η αίτηση ακυρώσεως... σελ.22 2

6.3.1Ορισμός...σελ.22 6.3.2Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως. σελ.22 6.3.3 Λόγοι ακυρώσεως. σελ.23 6.4 Η αίτηση αναιρέσεως.. σελ.24 6.4.1 Ορισμός σελ.24 6.4.2 Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης Αναιρέσεως. σελ.24 6.4.3 Λόγοι αναιρέσεως σελ.25 7. Η άσκηση των ένδικων βοηθημάτων. σελ.26 7.1 Το δικόγραφο σελ.26 7.2 Οι διάδικοι. σελ.27 7.3 Αναστολή.. σελ.27 7.4 Προδικασία σελ.28 7.4.1 Εισηγητές.σελ.28 7.4.2 Προεξέταση..σελ.29 7.4.3 Υποχρεώσεις της διοικητικής αρχής κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση ακυρώσεως σελ.29 7.4.4 Εισήγηση σελ.30 7.4.5 Παρέμβαση..σελ.30 7.4.6 Παραίτηση του αιτούντος σελ.31 7.4.7 Βίαιη διακοπή της δίκης σελ.31 3

7.4.8 Η κύρια διαδικασία σελ.31 7.4.9 Η συζήτηση..σελ.32 7.4.10 Οι αποφάσεις σελ.32 7.4.11 Συνέπειες των αποφάσεων...σελ.33 7.4.12 Απορριπτικές αποφάσεις.. σελ.33 7.4.13 Αποτελέσματα κυρωτικών αποφάσεων.. σελ.34 7.4.14 Αποτελέσματα αναιρετικών αποφάσεων...σελ.34 7.4.15 Αποτελέσματα υπαλληλικής προσφυγής...σελ.35 7.4.16 Κύρος αποφάσεων. σελ.35 7.4.17Διόρθωση και ερμηνεία των αποφάσεων...σελ. 36 ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... σελ. 37 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... σελ. 38 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ. 39 4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Όπως κάθε μορφή εξουσίας, έτσι και η δημόσια διοίκηση πρέπει να ελέγχεται, ώστε να μην αυθαιρετεί, καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο το συνταγματικό σύστημα κατανομής των λειτουργιών. Η επέκταση των τομέων, των αρμοδιοτήτων και των οργάνων της δημόσιας διοίκησης καθώς και η αύξηση της σημασίας των αποφάσεων της, στη σύγχρονη εποχή, αύξησαν τον κίνδυνο διαφθοράς και αυθαιρεσίας των φορέων της, καθιστώντας πιο αναγκαίο από ποτέ τον έλεγχο της, για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Ο έλεγχος της δημόσιας διοίκησης στην ελληνική έννομη τάξη έχει τέσσερεις μορφές: α) τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, β) τον διοικητικό αυτοέλεγχο, γ) τον πολιτικά ουδέτερο έλεγχο του Συνηγόρου του πολίτη και δ) τον δικαστικό έλεγχο. Ο δικαστικός έλεγχος ασκείται από τα διοικητικά δικαστήρια και συγκεκριμένα, όπως ορίζει το Σύνταγμα στο άρθρο 94 : «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Ο δικαστικός έλεγχος είναι ο νομικός έλεγχος της διοίκησης. Είναι δηλαδή κατά κύριο λόγο έλεγχος νομιμότητας και μόνο δευτερευόντως έλεγχος σκοπιμότητας. Τα όρια του όμως είναι σχετικά στενά, καθώς τα διοικητικά δικαστήρια που τον ασκούν δε δικάζουν αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν προσφυγής του θιγομένου και προς προάσπιση μόνο των δικών του (ίδιων) συμφερόντων. Την ανώτερη θέση εκ των διοικητικών δικαστηρίων κατέχει το Συμβούλιο της Επικρατείας ( ΣτΕ). Το ΣτΕ ελέγχει κατ αναίρεση τις αποφάσεις των κατώτερων του τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, συγχρόνως όμως λειτουργεί και ως δικαστήριο 1 ου βαθμού σχετικά με τις αιτήσεις ακυρώσεως κατά διοικητικών πράξεων και ορισμένες διοικητικές διαφορές ουσίας, προπάντων τις υπαλληλικές λεγόμενες προσφυγές. 5

Με την παρούσα εργασία γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί η οργάνωση και η λειτουργία του ΣτΕ, καθώς και να αναδειχθεί ο ρόλος του και η θέση του στη σύγχρονη ελληνική δικαιοσύνη. 1.Συνταγματικές αρχές που διέπουν την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας Το ΣτΕ είναι δικαστήριο κι όπως όλα τα δικαστήρια, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται από ορισμένες αρχές που διέπουν τη συνολική δικαστική λειτουργία και εγγυώνται το ελάχιστο όριο αντικειμενικότητας κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Οι αρχές αυτές είναι οι εξής: α) Η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης: Κατοχυρώνεται από το άρθρο 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος που ορίζει ότι : «1.H δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.». Οι δικαστές δηλαδή δεν υπόκεινται σε καμία κρατική ή εξωκρατική δέσμευση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά ενεργούν ελεύθερα βασιζόμενοι μόνο στο νόμο (κοινό ή συνταγματικό) και τη συνείδησή τους. β) Η αρχή της παροχής έννομης προστασίας : Κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι : «Kαθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.» γ) Η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή : Κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 του Συντάγματος, που ορίζει ότι : «Kανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν.». Δηλαδή δεν μπορεί καμία εξουσία να μεταθέσει τον δικαστή που κατά το νόμο έχει τεθεί σε μια συγκεκριμένη 6

θέση για την ικανοποίηση συμφερόντων διαφορετικών απ αυτών που ορίζει ο νόμος. δ) Η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των δικαστηρίων: Κατοχυρώνεται από το άρθρο 93 παρ. 2του Συντάγματος, που ορίζει ότι : «Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων». Η αρχή αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου και εξασφαλίζει πως η δίκη που τελείται σύμφωνα με αυτή είναι πράγματι «δίκαιη δίκη». ε) Η αρχή της δημόσιας απαγγελίας των αποφάσεων των δικαστηρίων : Κατοχυρώνεται από το άρθρο 93 παρ. 3 εδ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι : «Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση.». στ) Η αρχή της δημοσίευσης της γνώμης της μειοψηφίας : Κατοχυρώνεται από το άρθρο 93 παρ. 3 εδ. 3 του Συντάγματος, που ορίζει ότι : «Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της.». Οι αρχές δ, ε, στ δεν εφαρμόζονται κατά την αρμοδιότητα του ΣτΕ να επεξεργάζεται τα κανονιστικά διατάγματα, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 2 του Συντάγματος. 2.Ιστορικά στοιχεία Το Συμβούλιο της Επικρατείας ιδρύθηκε αρχικά στην Ελλάδα το 1835 κατ απομίμηση του γαλλικού θεσμού του Conseil d État. Είχε τόσο γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί σχεδίων διαταγμάτων, όσο και δικαστική δικαιοδοσία. Καταργήθηκε με το άρθρο 102 του Συντάγματος του 1844 καθώς κρίθηκε ως θεσμός φιλομοναρχικός. Οι γνωμοδοτικές του 7

αρμοδιότητες κατελήφθησαν, ενώ οι δικαστικές μεταβιβάστηκαν στα πολιτικά Εφετεία και τον Άρειο Πάγο. Ανασυστάθηκε με ασθενή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (136 ψήφοι υπέρ της ανασυστάσεως, 123 κατά και 10 λευκές) με τα άρθρα 84-86 του Συντάγματος του 1864. Η αρμοδιότητά του ήταν νομοπαρασκευαστική, περιοριζόμενη στην «Παρασκευή και βάσανο των νομοσχεδίων» και συγκεκριμένα μόνο αυτών που εγκρίνονταν κατ αρχήν απ τη Βουλή. Η αντιμετώπιση όμως του νέου αυτού θεσμού δεν ήταν ευνοϊκή. Έτσι η κατάργηση του ΣτΕ ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα με το νόμο της 25-11- 1865 ( «περί καταργήσεως του ΣτΕ και ακυρώσεως των άρθρων 83-86 του Συντάγματος» 1 ). Την εκ νέου ανασύσταση του ΣτΕ προέβλεψαν τα άρθρα 82-86 του Συντάγματος του 1911. Η πραγματοποίηση όμως της ανασύστασης αυτής εμποδίστηκε αφενός από τους Βαλκανικούς πολέμους και αφετέρου από την κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Το ΣτΕ με τη σύγχρονη μορφή του προβλέφτηκε με τα άρθρα 102-114 του Συντάγματος του 1927. Η νομοθετική ρύθμιση ακολούθησε τον ν. 3713/1928 «Περί Συμβουλίου της Επικρατείας», της Κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, που έχει έκτοτε τροποποιηθεί πολλές φορές. Στις 17 Μαΐου 1929 έγινε επίσημη έναρξη των δημόσιων συνεδριάσεων τα ου ΣτΕ, με τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν στη θέση του πρώτου του Προέδρου 2. Το ΣτΕ όπως οργανώθηκε με το Σύνταγμα του 1929 έχει διφυή χαρακτήρα. Είναι αφενός διοικητικό όργανο με συμβουλευτική αρμοδιότητα και αφετέρου διοικητικό δικαστήριο. Έκτοτε το ΣτΕ λειτούργησε ανελλιπώς συμβάλλοντας πανθομολογουμένως στον έλεγχο των παρανομιών της διοίκησης και στην εδραίωση της αρχής της νομιμότητας. 1.Βλ Στασινόπουλο όπ. π., σ. 138 2. Για τις ομιλίες του Ραντιβάν και του Ελ. Βενιζέλου, βλ. λεπτομέρειες σε Στασινόπουλο όπ. π., σ. 140 υποσημείωση 1.) 8

3.Νομοθετική ρύθμιση Η νομοθετική ρύθμιση του ΣτΕ εμπεριέχεται στο προεδρικό διάταγμα 18/1989, το οποίο κωδικοποίησε το νομοθετικό διάταγμα 170/1973, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί από τους νόμους 702/1977 και 1470/1984. Έκτοτε το π.δ. τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε πολλές φορές, μεταξύ άλλων με τους ν.2145/1993, 2161/1993, 2479/1997, 2721/1999, 9444/2001, 3038/2002, 3226/2004, 3772/2009, 3900/2012 και 4055/2012. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων του ΣτΕ σε Τμήματα ρυθμίζεται με το π.δ. 361/2001. Η εσωτερική λειτουργία και ο τρόπος διεξαγωγής των εργασιών του ΣτΕ καθορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό του, ο οποίος ψηφίζεται με απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Σήμερα ισχύει ο υπ αριθμόν 123247 Εσωτερικός Κανονισμός, ο οποίος αποδίδει την υπ αριθμόν 9/2008 απόφαση του ΣτΕ σε Ολομέλεια και Συμβούλιο (ΦΕΚ 2323/13.11.2008). 4. Αρμοδιότητες του ΣτΕ Το ΣτΕ έχει, ως δικαστήριο, δικαστικές κυρίως αρμοδιότητες. Η κυριότερη διοικητική του αρμοδιότητα είναι «H επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα» (άρθρο 95 παρ. 1 στοιχ. δ ), δηλαδή εκείνων που περιέχουν απρόσωπους κανόνες δικαίου 3. 3. Δεν υπόκεινται σε επεξεργασία οι ατομικές πράξεις γενικού περιεχομένου πχ. τροποποιητικά διατάγματα σχεδίου πόλεως, όταν δε θεσπίζουν όρους και περιορισμούς δόμησης. (ΣτΕ 4067/1980). 9

Τέτοια είναι τα διατάγματα που εκδίδονται βάσει του άρθρου 43 του Συντάγματος : 1) χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση (παράγραφος 1 ) και 2) βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης ( παράγραφοι 2, 4 ) 4.Στη δικαστική (δικαιοδοτική) αρμοδιότητα του ΣτΕ ανήκει κατά το Σύνταγμα: α) «Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου» (ακυρωτική αρμοδιότητα). β) «Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει.» (αναιρετική αρμοδιότητα). γ) «H εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ' αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους» ( ουσιαστική αρμοδιότητα). Το ΣτΕ είναι κατ αρχήν αρμόδιο (σύμφωνα με το Σύνταγμα) για την εκδίκαση των «ακυρωτικών υποθέσεων», την άσκηση δηλαδή του ακυρωτικού ελέγχου των διοικητικών διαφορών, ενώ τα τακτικά δικαστήρια είναι κατ αρχήν αρμόδια (σύμφωνα με το Σύνταγμα) για την εκδίκαση των «διοικητικών διαφορών ουσίας», για την άσκηση δηλαδή του ουσιαστικού ελέγχου των διοικητικών διαφορών. Παρ όλα αυτά το Σύνταγμα παρέχει κάποιες εξαιρέσεις στις παραπάνω αρμοδιότητες του ΣτΕ και των τακτικών δικαστηρίων, υπάγοντας τον ουσιαστικό έλεγχο ορισμένων υποθέσεων στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΣτΕ 5 και την εκδίκαση κατηγοριών υποθέσεων της ακυρωτικής διαδικασίας του ΣτΕ σε άλλου βαθμού τακτικά διοικητικά δικαστήρια, «ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους», ενώ «το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει» 6. Επιπλέον, σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται 4.Το ΣτΕ θεωρεί ότι δεν υπόκεινται σε επεξεργασία τα διατάγματα που αφορούν την έγκριση ή τροποποίηση των καταστατικών των ιδιωτικών ιδρυμάτων ( ΑΚ 108), επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά είναι ατομικές διοικητικές 5. Άρθρα 18 παρ. 5 τελευτ. εδάφ., 65 παρ. 6, 103 παρ. 4 Συντ. 6. Άρθρο 95 παρ. 3 10

και ασκούνται, περεταίρω «όπως νόμος ειδικότερα ορίζει» (άρθρο 95 παρ. 4), ενώ η διοίκηση οφείλει να «συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις». (άρθρο 95 παρ. 5). Αντίστοιχα με τις αρμοδιότητες αυτές είναι και τα ένδικα βοηθήματα που μπορούν να ασκηθούν ενώπιον του ΣτΕ : η αίτηση ακυρώσεως, η προσφυγή και η αίτηση αναιρέσεως. Το ΣτΕ είναι επίσης αρμόδιο για την εκδίκαση εφέσεων κατ ακυρωτικών αποφάσεων των τριμελών διοικητικών εφετείων. 5. Σύνθεση 5.1 Ρύθμιση Οι ρυθμίσεις σχετικά με τη συγκρότηση, την οργάνωση και τις αρμοδιότητες του ΣτΕ βρίσκονται στο πρώτο μέρος του π.δ. 18/1989 (άρθρα 1-14). Σχετικές διατάξεις εμπεριέχει και το π.δ. 361/2001 σχετικά με την κατανομή των υποθέσεων σε Τμήματα, καθώς και ο Εσωτερικός Κανονισμός του ΣτΕ. 5.2 Μέλη του ΣτΕ Το ΣτΕ αποτελείται σήμερα κατά τον νόμο από τον Πρόεδρο, 10 Αντιπροέδρους, 53 Συμβούλους της Επικρατείας, 56 παρέδρους και 50 εισηγητές. Αποτελείται δηλαδή από 166 δικαστές. Επιπλέον, περιλαμβάνει τους υπαλλήλους της γραμματείας (τον προϊστάμενο της γραμματείας, τους προϊσταμένους των τμημάτων της γραμματείας και τους λοιπούς δικαστικούς υπαλλήλους). Παρ όλα αυτά το άρθρο 1 του π.δ. 18/1989 ορίζει ως μέλη του ΣτΕ μόνο τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τους Συμβούλους (64 μέλη). Τα μέλη του προεδρείου, οι σύμβουλοι, οι πάρεδροι και οι εισηγητές είναι δικαστικοί λειτουργοί κατά την έννοια του άρθρου 88 παράγραφος 1 του Συντάγματος και συνεπώς είναι ισόβιοι και έχουν την ιδιότητα του τακτικού δικαστή, ενώ κατά το άρθρο 87 παρ. 1, απολαμβάνουν δικαστικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. 11

5.3 Διορισμός και προαγωγή μελών Η σταδιοδρομία στο Συμβούλιο της Επικράτειας αρχίζει με τον διορισμό εκ των αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δικαστών στην θέση του εισηγητή και προχωρεί με την προαγωγή σε πάρεδρο και σε συμβούλιο, ενδεχομένως δε σε αντιπρόεδρο και πρόεδρο του Συμβουλίου. Οι διοριζόμενοι ως εισηγητές υπόκεινται, ύστερα από διετή δοκιμαστική υπηρεσία, σε κρίση της ολομέλειας του Συμβουλίου σε σχετικά με την υπηρεσιακή τους επάρκεια, οπότε ή κρίνονται ως ανεπαρκής και απολύονται ή ως επαρκείς και γίνονται ισόβιοι δικαστές. Η προαγωγή στην θέση του παρέδρου και του συμβούλου προϋποθέτει ορισμένο χρόνο υπηρεσίας στο κατώτερο βαθμό 7 και γίνεται μετά προηγούμενη απόφαση του Ανώτερου Δικαστηρίου Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης προτείνει την έκδοση διατάγματος περί της παραγωγής εκτός αν διαφωνεί, οπότε μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα της ολομέλεια του Συμβουλίου. Σ αυτήν μπορεί να προσφύγει εντός πέντε ημερών και ο εισηγητής ή πάρεδρος που δεν κρίθηκε προακτέος. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας δεσμεύουν τον Υπουργό. Επίσης μετά την αναθεώρηση του 2001 το αναθεωρηθέν άρθρο 88 παρ. 6 εδ. 3 συντ. όρισε ότι «οι δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων προάγονται στο βαθμό του Συμβούλου και της Επικρατείας και στο ένα πέμπτο των θέσεων, όπως νόμος ορίζει». Ο ν. 3068/2002 (άρθρα 7 επ.) καθόρισε τις λεπτομέρειες της διαδικασίας προαγωγής, η οποία επιτρέπεται σε προέδρους εφετών ή εφέτες διοικητικών δικαστηρίων με εφτά έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη και εφόσον δεν συμπληρώνουν το εξηκοστό δεύτερο έτος ηλικίας τους την 31 Δεκεμβρίου του έτους κενώσεως ή συστάσεως της θέσεως. 7. Κατά τον ιδρυτικό του ΣτΕ νόμο 3713/1928 9άρθρο 3), ως Σύμβουλοι Επικρατείας δε διορίζονται μόνο υπηρετούντες πάρεδροι, αλλά και υπουργοί, πρεσβευτές, καθηγητές Πανεπιστημίου, ανώτατοι δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, νομικοί σύμβουλοι του κράτους, ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι και δικηγόροι. 12

Η προαγωγή γίνεται κατ απόλυτη εκλογή, βάσει των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης, στο οποίο ως εισηγητής ορίζεται από τα μέλη του, ένας αντιπρόεδρος ή σύμβουλος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο δικαστικός λειτουργός, που δεν κρίθηκε προακτέος, έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. 8 Στις θέσεις των αντιπροέδρων και του προέδρου του Συμβουλίου προάγονται οι αντιπρόεδροι ή σύμβουλοι ύστερα από ορισμένο χρόνο υπηρεσίας. Η προαγωγή γίνεται με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου 9, χωρίς την συμμετοχή δικαστικού συμβουλίου. 5.4 Αρμοδιότητες μελών α) Ο Πρόεδρος του ΣτΕ έχει την γενική διεύθυνση των εργασιών τουπροΐσταται της Ολομέλειας του δικαστηρίου, ενώ επίσης μπορεί να προεδρεύει σε οποιοδήποτε από τα Τμήματα 10. (Ο Πρόεδρος του ΣτΕ Συμβουλίου, το εκπροσωπεί στις σχέσεις με τις δημόσιες αρχές και είναι ακόμα τακτικό μέλος και προεδρεύον στο Ανώτατο δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης). β) Οι επτά Αντιπρόεδροι αναπληρώνουν κατά σειρά αρχαιότητας τον Πρόεδρο και προΐστανται των έξι τμημάτων του Συμβουλίου. Αναπληρώνονται από τους Συμβούλους κατά σειρά αρχαιότητας 11. 8. Άρθρα 11 ν. 3068/2002, 68 παρ. 8 ΚΟΔ/ΚΔΛ 9. Άρθρο 90 παρ.5 Συντ. 10. Άρθρο 2 παρ. 1-3 π.δ. 170/1973 (= άρθρο 2 παρ. 1-3 κωδ. Π.δ. 18/1989) 11. Άρθρο 2 παρ. 2-3 π.δ. 170/1973 (= άρθρο 2 παρ. 2-4 κωδ. Π.δ. 18/1989) 13

γ) Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας είναι κατά το νόμο τα μόνα «μέλη» του ΣτΕ 12. Πράγματι ενώ συμμερίζονται το έργο της εισηγήσεως των υποθέσεων με τους Παρέδρους, μόνοι οι Σύμβουλοι έχουν αποφασιστική ψήφο κατά τη λήψη της αποφάσεως 13 και μόνο Σύμβουλοι μπορούν να προάγονται στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του δικαστηρίου 14. δ) Οι Πάρεδροι εκτελούν αυτοτελώς έργο εισηγητή και μετέχουν στις συνεδριάσεις (τόσο στις δημόσιες, όσο και στις διασκέψεις) τόσο του Συμβουλίου με συμβουλευτική ψήφο 15, εκτός κατά την επεξεργασία κανονιστικών διαταγμάτων, οπότε έχουν αποφασιστική ψήφο 16. ε) Οι Εισηγητές βοηθούν τους Συμβούλους και τους Παρέδρους στην προπαρασκευή και διάγνωση των υποθέσεων 17, αλλά δε συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου. 5.5 Αρμοδιότητες της Ολομέλειας και των Τμημάτων του ΣτΕ Το Συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητές του με διάφορους δικαστικούς σχηματισμούς : την Ολομέλεια και τα έξι τμήματά του ( Α, Β, Γ, Δ, Ε και Στ ) 18. Η αρμοδιότητα της Ολομέλειας καθορίζεται απευθείας από το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος και το προεδρικό διάταγμα 18/1989, ενώ η αρμοδιότητα των έξι Τμημάτων από διατάγματα που εκδίδονται προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του ΣτΕ. 12. Άρθρο 1 ν.δ. 170/1973 (= άρθρο 1 κωδ. Π.δ. 18/1989). 13. Άρθρο 34 παρ.1 ν.δ. 170/1973 (= άρθρο 34 παρ. 1 κωδ. π.δ. 18/1989). 14. Άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., 1 ν.δ. 170/1973 (= άρθρο 1 κωδ. π.δ. 18/1989). 15. Άρθρο 3 παρ.2 ν.δ. 170/1973 (= άρθρο 3 παρ. 2 κωδ. π.δ. 18/1989 16. Άρθρο 1 παρ.4 ν.δ. 1470/1984 (= άρθρο 10 παρ. 3 κωδ. π.δ. 18/1989), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 ν. 1968/1991. 17. Άρθρο 3 παρ.3 ν.δ. 170/1973 (= άρθρο 3 κωδ. π.δ. 18/1989). 18. Άρθρο 7 ν.δ. 170/1973 (= άρθρο 7 κωδ. π.δ. 18/1989). 14

5.5.1 Η Ολομέλεια του ΣτΕ α) Σύνθεση Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικράτειας διακρίνεται στην «δικάζουσα» και την «εν συμβουλίω». Η δικάζουσα ολομέλεια, αποτελείται από τον πρόεδρο τους αντιπροέδρους, τους συμβούλους, δύο παρέδρους και τον γραμματέα. Για την ύπαρξη απαρτίας απαιτείται πάντως να παρίστανται 25 μέλη με αποφασιστικό ψήφο 19. Ο αριθμός των μελών πρέπει πάντοτε να διατηρείται περιττός και γι αυτό αν τα προσερχόμενα στη συνεδρίαση μέλη σχηματίζουν άρτιο αριθμό, αποχωρεί ο νεώτερος σύμβουλος. Αν όμως αυτός είναι εισηγητής στη δικαζόμενη υπόθεση, τότε αποχωρεί ο αμέσως αρχαιότερος του, ώστε να διατηρηθεί ο περιττός αριθμός 20. Στην σύνθεση μετέχουν και δύο αναπληρωματικά μέλη με δικαίωμα ψήφου καθώς και ένας πάρεδρος, οι οποίοι μετέχουν στις διασκέψεις, στις ψηφοφορίες όμως έχουν συμμετοχή μόνο εάν κωλύεται ή απουσιάζει τακτικό μέλος ή πάρεδρος. Εφόσον τα αναπληρωματικά μέλη συμμετείχαν σε ψηφοφορία το κωλυόμενο τακτικό μέλος ή ο πάρεδρος δεν μετέχει στις επόμενες διασκέψεις επί της υποθέσεως 21. Η ολομέλεια συνέρχεται εν συμβουλίω όταν δεν δικάζει αλλά αποφαίνεται η γνωμοδότη επί δικαστικών ή διοικητικών ζητημάτων και η σύγκλησή της γίνεται από τον Πρόεδρο. Η σύγλκηση είναι υποχρεωτική όταν ζητηθεί εγγράφως από το 1/3 των μελών. Αποτελείται από την πλειοψηφεί τουλάχιστον των μελών του Συμβουλίου (πρόεδρο, αντιπροέδρους και συμβούλους), αλλά συνολικά σε περιττό αριθμό (τουλάχιστον 33 μέλη το συμβουλίου). Στην συνεδρίαση μετέχουν οι πάρεδροι με συμβουλευτική γνώμη, καθώς και ο γραμματέας, μόνο αν κληθούν από τον πρόεδρο. 19. Άρθρο 26 ν. 3719/2008 (= άρθρο 8 παρ.1 εδ. 2 κωδ. π.δ. 18/1989). 20. Άρθρο 8 παρ. 1 ν.δ. 170/1973 (= άρθρο 8 κωδ. π.δ. 18/1989), όπως αντικαταστάθηκε από με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1968/1991. 21. Άρθρο 26 ν. 3719/2008 (= άρθρο 8 παρ.1 εδ. 5-8 κωδ. π.δ. 18/1989). 15

β) Αρμοδιότητες Η Ολομέλεια έχει ειδικές αρμοδιότητες οριζόμενες, όπως προαναφέρθηκε, περιοριστικά στο άρθρο 100 του Συντάγματος και στο άρθρο 14 του προεδρικού διατάγματος 18/1989. Υπό τη συνηθισμένη της σύνθεση είναι αρμόδια μόνο για υποθέσεις που εισάγει σ αυτήν ο Πρόεδρος του ΣτΕ ή (συνηθέστερη περίπτωση) της παραπέμπει ένα από τα τμήματα. Συγκεκριμένα η Ολομέλεια είναι αρμόδια: 1) για κάθε υπόθεση, ακόμα και αν έχει εισαχθεί ήδη ενώπιον τμήματος, την οποία ο πρόεδρος του ΣτΕ εισάγει ενώπιον αυτής «λόγω μείζονος σπουδαιότητος, προκειμένου ιδίως περί θεμάτων γενικοτέρας σημασίας». Ο πρόεδρος πρέπει βέβαια να ασκεί αυτή την αρμοδιότητα με σύνεση και μέτρο, γιατί ειδάλλως μπορεί να κατηγορηθεί ότι επεμβαίνει στην κατά νόμο κατανομή των αρμοδιοτήτων στα Τμήματα, καθώς και σ αυτό το δικαίωμα του νόμιμου δικαστή. 2) για κάθε ζήτημα, ή υπόθεση, την οποία παραπέμπει με απόφασή του τμήμα με πενταμελή ή επταμελή σύνθεση, πάλι «λόγω μείζονος σπουδαιότητος, προκειμένου ιδίως περί θεμάτων γενικοτέρας σημασίας». Η παραπομπή αυτή είναι προαιρετική, απαγορεύεται δε μάλιστα στο τμήμα υπό πενταμελή σύνθεση, αν η υπόθεσή τού παραπέμφθηκε με απόφαση τμήματος υπό επταμελή σύνθεση (εκτός από τη μεθεπόμενη περίπτωση). 3) για κάθε υπόθεση που παραπέμπει τμήμα στην ολομέλεια, γιατί διαφωνεί με την παραπομπή σ αυτό της υποθέσεως από άλλο τμήμα (αποθετική σύγκρουση αρμοδιοτήτων). 4) Για κάθε υπόθεση, στην οποία τμήμα φέρεται προς λήψη αποφάσεως διαφορετικής από απόφαση του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια τυπικού νόμου, στην περίπτωση αυτή η παραπομπή είναι υποχρεωτική για το τμήμα. Υποχρεωτική για το τμήμα είναι η παραπομπή της υποθέσεως στην ολομέλεια όταν κρίνει διάταξη νόμου αντισυνταγματική και δεν έχει αποφανθεί προηγουμένως η ολομέλεια ( η υποχρεωτική παραπομπή εφαρμόζεται και κατά την επεξεργασία κανονιστικών διαταγμάτων) 16

Αν η υπόθεση εισαχθεί ενώπιον της ολομέλειας από τον πρόεδρο του Συμβουλίου, η ολομέλεια εκδικάζει εξ ολοκλήρου την υπόθεση. Αν συντρέχει περίπτωση παραπομπής στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, προβαίνει στην παραπομπή αυτήν. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η ολομέλεια μπορεί, αφού επιλύσει τα θέματα με την γενικότερη σημασία, να δικάσει εξ ολοκλήρου την υπόθεση ή να την παραπέμψει προς εκδίκαση στο αρμόδιο τμήμα. 5.5.2 Τα Τμήματα του ΣτΕ α) Σύνθεση Τα τμήματα του συμβουλίου συνεδριάζουν δημόσια και λειτουργούν με πενταμελή ή επταμελή σύνδεση καθοριζόμενη ανάλογα με την σπουδαιότητα της ασκούμενης αρμοδειότητας. Όταν συνεδριάζουν ως δικαστήριο αποτελούνται εκάστοτε από τον πρόεδρό τους ή προεδρεύοντα σύμβουλο, δύο ή τέσσερεις άλλους συμβούλους και δύο παρέδρους, καθώς και τον γραμματέα του εκάστοτε τμήματος Κανονική είναι η πενταμελής σύνθεση, ενώ στην επταμελή σύνθεση ανήκει η εκδίκαση υποθέσεων που εισάγονται σ αυτό απ τον Πρόεδρο του τμήματος ή παραπέμπονται σ αυτό από την πενταμελή σύνθεση. Το Ε τμήμα που είναι μεταξύ άλλων αρμόδιο για την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων, συντίθεται, όταν ασκεί αυτήν την αρμοδιότητα, από τον προεδρεύοντα σύμβουλο, έναν ακόμα σύμβουλο, έναν τουλάχιστον πάρεδρο ( ο οποίος κατά την άσκηση των καθηκόντων του αυτών έχει αποφασιστική ψήφο) και τον γραμματέα. Όταν ένα τμήμα συνέρχεται «εν συμβουλίω» έχει πενταμελή σύνθεση, με το γραμματέα συμμετέχοντα μόνο αν κληθεί από τον πρόεδρο του τμήματος. β) Τμήμα Διακοπών 22 Από την 1 η Ιουλίου έως και την 15 η Σεπτεμβρίου, κάθε έτους, διακόπτονται οι τακτικές εργασίες του ΣτΕ (δικαστικές διακοπές). 22. Άρθρο 11 π.δ. 18/1989 άρθρο 7 Εσωτερικού κανονισμού του ΣτΕ. 17

Κατά τις δικαστικές διακοπές λειτουργούν τρία τμήματα, διαρκείας 25 ημερών το καθένα, τα οποία συγκροτούνται με απόφαση της Ολομέλειας τον Μάιο, κατά το δυνατόν ισομερώς Στα τμήματα αυτά προεδρεύουν αντιπρόεδροι, οι οποίοι ορίζονται κατά προτίμηση μεταξύ εκείνων που δε προΐστανται των τμημάτων. γ) Κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα του ΣτΕ Η κατατομή των υποθέσεων του ΣτΕ στα έξι προβλεπόμενα τμήματα και οι αρμοδιότητες του καθενός απ αυτά καθορίζονται στο π.δ. 361/2001. Στο άρθρο 14 παρ. 1 του π.δ. 361/2001 ορίζεται πλέον ότι με απόφαση της Ολομέλειας καθορίζονται οι κατηγορίες υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα κάθε τμήματος. Τεκμήριο αρμοδιότητας έχει το Δ Τμήμα. Οι ημέρες των συνεδριάσεων κάθε τμήματος ορίζονται στο άρθρο 2 του Εσωτερικού κανονισμού του ΣτΕ. Όταν ένα τμήμα κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει την υπόθεση στον πρόεδρο του ΣτΕ. Αυτός με πράξη του επιλύει το ζήτημα της αρμοδιότητας δεσμευτικά και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα (άρθρο 14 παρ. 6 π.δ. 361/2001) Υπόθεση που εισήχθη λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια ή στην επταμελή σύνθεση τμήματος, μπορεί να εισαχθεί με νεώτερη πράξη του οικείου προέδρου στο αρμόδιο τμήμα, είτε στην πενταμελή σύνθεση αντιστοίχως. Τμήμα Α : Κατά το π.δ. 361/2001 στο Α Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές σχετικά με την κοινωνική προστασία γενικά και ιδίως την κοινωνική ασφάλεια, τη στεγαστική ή άλλου είδους αποκατάσταση του αστικού ή αγροτικού πληθυσμού, την αναγνώριση της ιδιότητας και την προστασία των 18

αναπήρων, των θυμάτων πολέμου και των πολεμιστών γενικά, εφόσον δεν πρόκειται για τοποθέτηση, απόλυση ή άλλη μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης όλων αυτών ως υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπών προσώπων δημοσίου δικαίου. Πρόκειται δηλαδή για τον κοινωνικοασφαλιστικό σχηματισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επίσης το Α Τμήμα εκδικάζει διαφορές σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, εκτός αν πρόκειται για διαφορές με αντικείμενο τις κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες υπάγονται στο Στ Τμήμα. Τμήμα Β : Στο Β Τμήμα υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές από την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους φόρους, δασμούς, εισφορές, τέλη και συναφή δικαιώματα του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τα λογιστικά βιβλία, την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, τα σήματα και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Το Β Τμήμα είναι δηλαδή ο φορολογικός σχηματισμός του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τμήμα Γ : Στο Γ Τμήμα υπάγονται διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την οργάνωση και λειτουργία της Διοικήσεως, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των ιδρυμάτων ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και τη συγκρότηση, εκλογή, διορισμό και μεταβολές όλων των οργάνων αυτών. ακόμα οι διαφορές σχετικά με το διορισμό ή την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά των δικαστών, διοικητικών και στρατιωτικών λειτουργών και υπαλλήλων, των κληρικών, των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού γενικά του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων 19

Δημοσίου Δικαίου, ανεξάρτητα από τη φύση της υπηρεσιακής σχέσης με την οποία συνδέεται, την πρόσληψη και γενικά την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, καθώς και του προσωπικού ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας του ΣΤ Τμήματος για την εκδίκαση των μισθολογικών τους διαφορών. Επίσης το Γ Τμήμα εκδικάζει διαφορές που αφορούν την εισαγωγή και κατάσταση γενικά μαθητών των παραγωγικών σχολών, επίσης και των λειτουργών των ανωτέρω υπαλλήλων και τη μεταβολή της κατάστασης των έφεδρων αξιωματικών. ακόμα διαφορές σχετικά με την εκλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των ιδρυμάτων ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης,τους μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές υπότροφους και μετεκπαιδευομένους, τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους, υποθηκοφύλακες, δικαστικούς επιμελητές, επιμελητές ανηλίκων, ορκωτούς ελεγκτές λογιστές εκτελωνιστές και χρηματιστές. Τέλος το Γ Τμήμα είναι αρμόδιο και για την εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως που αφορούν τον έλεγχο του κύρους των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών ( κατά την ορολογία του ν.3252/2010 για τις εκλογές των ΟΤΑ και β βαθμού). Τμήμα Δ : Στο Δ τμήμα υπάγονται οι διαφορές που αφορούν την άσκηση κάθε είδους επαγγέλματος ή επιχείρησης, τις επιδοτήσεις και κάθε είδους ενισχύσεις για αναπτυξιακούς σκοπούς, τους πρόσφυγες και λοιπούς αλλοδαπούς, την ιθαγένεια, τις συγκοινωνίες και τα αυτοκίνητα. Στο Τμήμα αυτό υπάγονται και οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης σύμβασης του Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Επιπλέον το Δ Τμήμα έχει επικουρική αρμοδιότητα, υπάγονται δηλαδή σ αυτό οι διαφορές που δεν ανήκουν στα άλλα τμήματα. Τμήμα Ε : Στο Ε Τμήμα ανήκουν διαφορές που αφορούν την χωροταξία και πολεοδομία και γενικά τη δόμηση, τη προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, την ίδρυση και λειτουργία βιομηχανικών 20

,βιοτεχνικών και μηχανολογικών, κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων, καθώς και ξενοδοχείων, τα μεταλλεία και τα λατομεία, τον αιγιαλό και την παραλία, την εγκατάσταση κεραιών ραδιοφωνίας, τηλεόρασης και μέσων επικοινωνίας γενικά.. Το Ε Τμήμα έχει και διοικητικές αρμοδιότητες, δηλαδή την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων και την έγκριση κάθε διαχειριστικής δαπάνης. Τμήμα ΣΤ : Στο ΣΤ Τμήμα υπάγονται οι διαφορές που αφορούν τις διοικητικές συμβάσεις, με την επιφύλαξη των αποσπαστών πράξεων (για τις οποίες αρμόδιο είναι το Δ Τμήμα), τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και τις επιτάξεις, ανεξάρτητα από το όργανο που τις κηρύσσει, εκτός αν σχετίζονται με την χωροταξία και την πολεοδομία, οπότε αρμόδιο είναι το Ε Τμήμα, τη στρατολογία και τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) και χρηματικές αξιώσεις που συνδέονται με την πρόσληψη, υπηρεσιακή κατάσταση και λύση της σχέσεις του προσωπικού του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Επίσης το Τμήμα αυτό εκδικάζει διαφορές από τη διοικητική εκτέλεση γενικά, ανεξάρτητα από τη νομοθεσία που διέπει το σχετικό τίτλο. 6. Ένδικα βοηθήματα 6.1 Ορισμός Ένδικο βοήθημα ονομάζεται κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας που υποβάλλεται ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου. 6.2 Τα ένδικα βοηθήματα ενώπιον του ΣτΕ Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος ενώπιον του ΣτΕ επιτρέπονται τα ένδικα βοηθήματα της αίτησης αναιρέσεως των τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, της αίτησης 21

ακυρώσεως των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και η προσφυγή της ουσίας. 6.3 Η αίτηση ακυρώσεως 6.3.1Ορισμός: Η αίτηση ακυρώσεως είναι το ένδικο βοήθημα που ασκείται με ορισμένες προϋποθέσεις ενώπιον του ΣτΕ, ή ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ειδική αρμοδιότητα και με το οποίο επιδιώκεται η παροχή έννομης προστασίας μέσω της ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης για ορισμένους λόγους που ανάγονται στην εσωτερική ή εξωτερική της νομιμότητα. 6.3.2Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως : 1.Ειδικές προϋποθέσεις: Τις ειδικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως και γενικότερα των ένδικων βοηθημάτων καθορίζουν οι διατάξεις που ισχύουν κατά τον χρόνο της έκδοσης της διοικητικής πράξης. Αυτές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στις υποκειμενικές ( δηλαδή αυτές που αναφέρονται στον αιτούντα και ορισμένες ενέργειές του. Σ αυτές περιλαμβάνονται η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, η τήρηση της ορισμένης προθεσμίας και η άσκηση της τυχόν προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής.) και στις αντικειμενικές (αυτές δηλαδή που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη πράξη και στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σ αυτές περιλαμβάνονται η φύση της προσβαλλόμενης πράξης και η έλλειψη παράλληλης προσφυγής.) 2. Γενικές υποκειμενικές προϋποθέσεις: Αυτές πρέπει να συντρέχουν παράλληλα με τις ειδικές προϋποθέσεις για την άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος. Διακρίνονται στις εξής: α) Ικανότητα διαδίκου : 22

Την ικανότητα αυτή την έχουν όλοι όσοι κατά τον ΑΚ έχουν ικανότητα δικαίου ή προσωπικότητα (ΑΚ 34), δηλαδή όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα ανεξαρτήτως των επιμέρους χαρακτηριστικών τους. Η ικανότητα διαδίκου στην περίπτωση της αίτησης ακυρώσεως συνίσταται στη δυνατότητα υποβολής της αίτησης. β) Ικανότητα για δικαστική παράσταση : Η ικανότητα για δικαστική παράσταση συνίσταται στη δυνατότητα εκείνου που έχει ικανότητα διαδίκου να επιχειρεί κάθε διαδικαστική πράξη στο δικό του όνομα. Ικανότητα για δικαστική παράσταση έχουν όλα τα φυσικά πρόσωπα που κατά τον ΑΚ έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα. γ) Το έννομο συμφέρον : Το έννομο συμφέρον συνίσταται στη χρησιμότητα που έχει η νομική ρύθμιση για τον αιτούντα( αποκατάσταση της νομικής του κατάστασης που διαταράχθηκε από μια διοικητική πράξη) η οποία μπορεί να επέλθει με την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης πράξης ή την ακύρωση της παράληψης. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως υπάρχει όταν συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: i) η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη στον αιτούντα και ii)ο αιτών υφίσταται τη βλάβη αυτή για ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου, δηλαδή να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη. 6.3.3 Λόγοι ακυρώσεως : Σύμφωνα με το άρθρο 48 του π.δ. 18/1989 λόγοι που θεμελιώνουν την αίτηση ακυρώσεως και συνεπώς επιφέρουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης είναι: α) η αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την πράξη (δηλαδή η έλλειψη νόμιμης ικανότητας της διοικητικής αρχής να εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη) 23

β) η παράβαση ουσιώδους τύπου που χει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης γ) η παράβαση του περιεχομένου διάταξης νόμου δ) η κατάχρηση εξουσίας 6.4 Η αίτηση αναιρέσεως 6.4.1 Ορισμός : Η αίτηση αναιρέσεως είναι το ένδικο μέσο που ασκείται στο ΣτΕ, με το οποίο επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας από άποψη ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, μιας τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου. 6.4.2 Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναιρέσεως : Εκτός από τις γενικές υποκειμενικές προϋποθέσεις για την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος ( βλ. παραπάνω 6.3.2, 2) για την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις οι εξής ειδικές υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις: α) Το έννομο συμφέρον: Το έννομο συμφέρον για να ασκήσει την αίτηση αναιρέσεως έχει αυτός που ήταν διάδικος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που είναι δεκτική αναίρεσης και βλάπτεται απ αυτήν. β) Η προθεσμία : Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να ασκηθεί απ αυτόν που έχει έννομο συμφέρον, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 60 ημερών, που παρατείνεται κατά 30 μέρες για όσους διαμένουν εκτός της χώρας. Είναι επίσης δυνατόν να καθοριστούν με ειδικές διατάξεις βραχύτερες ή μακρύτερες 24

προθεσμίες. Σε καμία όμως περίπτωση η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την πάροδο τριών μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. γ) Ο χαρακτήρας της αναιρεσιβαλλόμενης πράξης : Σε αίτηση αναιρέσεως υπόκεινται μόνο οι δικαστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων 6.4.3 Λόγοι αναιρέσεως Ο θεσμός της αναιρετικής δίκης δεν έχει ως σκοπό την εν νέου, σε τρίτο βαθμό διερεύνηση και κρίση κατ ουσίαν της υπόθεσης. Σ αυτήν εξετάζεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση από πλευράς όχι ουσιαστικής κρίσης, αλλά νομικών της ελαττωμάτων. Με την βασική αυτή αποστολή της αναιρετικής δίκης συμπορεύονται οι λόγοι αναιρέσεως καθ εαυτοί, οι οποίοι όλοι αφήνουν άθικτη την απόφαση επί της ουσίας του δικαστή της τελεσίδικης απόφασης. Για τον αναιρετικό όμως δικαστή υφίσταται και ένας άλλος ουσιώδης περιορισμός. Δεν έχει εξουσία να αναζητήσει και να ελέγξει όλα ή τα όποια νομικά ελαττώματα παρουσιάζει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του ουσιαστικού δικαστή. Ο νόμος δεν επιτρέπει αναιρετικό έλεγχο «επί παντός», αλλά μόνο για ορισμένα ελαττώματα μπορεί να αποφανθεί αναιρετικά και αυτά είναι όσα εντάσσονται στου «λόγους αναιρέσεως» που έχει προβλέψει ο νόμος. Έτσι στο σύστημα του δικαίου μας έχουμε συγκεκριμένους και ειδικούς λόγους αναιρετικού ελέγχου και αυτοί όπως προβλέπονται από το άρθρο 56 του π.δ. 18/1989 είναι οι εξής : α) Υπέρβαση καθηκόντων ή καθ ύλην αναρμοδιότητα του διοικητικού δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. β) Μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεση του δικαστηρίου (σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες). γ) Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (δηλαδή μη τήρηση των κανόνων διοικητικής δικονομίας που προβλέπονται για την εκδίκαση της υπόθεσης). δ) Εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει την επίδικη σχέση. 25

ε) Ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων τελεσίδικων αποφάσεων που είναι αντιφατικές μεταξύ τους στην ίδια υπόθεση και για τους ίδιους διαδίκους. Κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως είναι ότι ο έλεγχος, περισσότερο απ ότι συμβαίνει στην αίτηση ακυρώσεως, διατηρείται στο επίπεδο των νομικών σφαλμάτων της απόφασης και όχι της διακρίβωσης αν υπάρχουν ή όχι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Η κρίση του δικαστηρίου, που περιέχει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, για πραγματικά περιστατικά δεν ελέγχεται από τον αναιρετικό δικαστή και δεν εντάσσεται σε κανένα από τους λόγους αναιρέσεως. Με την αίτηση ακυρώσεως παραδεκτώς προβάλλεται «η πλάνη περί τα πράγματα» και μπορεί έτσι ενδεχομένως να διεισδύσει ο ακυρωτικός δικαστής και να ερευνήσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την αντικειμενική ύπαρξη των πραγματικών γεγονότων, που προϋποθέτει η εφαρμογή του κανόνα δικαίου από το διοικητικό όργανο. Για τον δικαστή της αναιρέσεως όμως, η κρίση του δικαστή της ουσίας ως προς την διαπίστωση πραγματικών γεγονότων εκφεύγει κάθε ελέγχου και είναι απρόσβλητη. 7. Η άσκηση των ένδικων βοηθημάτων 7.1 Το δικόγραφο Τα ένδικα βοηθήματα (αίτηση ακυρώσεως, αίτηση αναιρέσεως και προσφυγή) ενώπιον του ΣτΕ ασκούνται με την κατάθεση του δικογράφου (δηλαδή του εγγράφου που καταρτίζεται από τον διάδικο ή από τον νόμιμο αντιπρόσωπο του, ή τον πληρεξούσιό του για τη διενέργεια μιας διαδικαστικής πράξης και κατατίθεται στο δικαστήριο ή επιδίδεται στον άλλο διάδικο). Το δικόγραφο πρέπει να περιλαμβάνει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία είναι: το όνομα και η διεύθυνση αυτού που ασκεί το ένδικο βοήθημα, την προσβαλλόμενη πράξη, ή απόφαση, τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίζεται η άσκηση του ένδικου βοηθήματος, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται με έννομο συμφέρον και χρονολογία. Η κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως και της προσφυγής γίνεται με παράδοση του πρωτοτύπου του δικογράφου στη γραμματεία του ΣτΕ η σε οποιαδήποτε δημόσια διοικητική αρχή (π.χ. Αστυνομικό Τμήμα), ή σε δικαστική αρχή (π.χ. ειρηνοδικείο) για αποστολή στο ΣτΕ. 26

Η αίτηση αναιρέσεως κατατίθεται στη γραμματεία του διοικητικού δικαστηρίου που έχει εκδώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και συντάσσεται σχετική πράξη επί του δικογράφου ή σε ιδιαίτερο έγγραφο, στην οποία πρέπει απαραιτήτως να αναφέρεται ο αριθμός πρωτοκόλλου και η ημερομηνία πρωτοκόλλησης στο βιβλίο εισερχομένων του δικαστηρίου, διαφορετικά δημιουργείται απαράδεκτο. Ακόμα το δικόγραφο πρέπει να φέρει τα νόμιμα ένσημα και να καταβάλλονται συγχρόνως τα τέλη εγγραφής στο πινάκιο, καθώς και τα τέλη των πρακτικών και της απόφασης και το παράβολο. Μαζί με το πρωτότυπο του δικογράφου υποβάλλονται και δύο αντίγραφα της προσβαλλόμενης ατομικής διοικητικής πράξης. Ο καθορισμός της δικασίμου είναι δυνατόν να καθυστερήσει, έως ότου υποβληθούν τα αντίγραφα. 7.2 Οι διάδικοι Μετά την άσκηση του ένδικου βοηθήματος αρχίζει η δίκη ενώπιον του ΣτΕ και καθίστανται διάδικοι. Στην περίπτωση της αίτησης ακυρώσεως και της υπαλληλικής προσφυγής, διάδικοι είναι ο αιτών ή ο προσφεύγων και ο Υπουργός στον οποίο υπάγεται η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ή το δημόσιο νομικό πρόσωπο, το όργανο του οποίου εξέδωσε την πράξη και ο Υπουργός που ασκεί εποπτεία αν έχει εγκρίνει την πράξη. Στην περίπτωση της αίτησης αναιρέσεως οι διάδικοι είναι τα ίδια πρόσωπα που υπήρξαν διάδικοι στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μαζί με όποιον άσκησε παρέμβαση. Το πρόσωπο που άσκησε το ένδικο βοήθημα για μια διοικητική πράξη δεν επιτρέπεται (απαράδεκτο) να προβεί σε δεύτερη αίτηση ακυρώσεως, αναιρέσεως, ή προσφυγής κατά της ίδιας πράξης ή τελεσίδικης απόφασης, εκτός αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της πρώτης αίτησης, οπότε θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Παρ όλα αυτά η άσκηση των ένδικων αυτών βοηθημάτων δεν αναστέλλει την εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης πράξης ή απόφασης. 7.3 Αναστολή 27

Όσον αφορά την αίτηση ακυρώσεως ειδικότερα, μετά την υποβολή της, μπορεί ο υπουργός ή το οποίο διοικεί το δημόσιο νομικό πρόσωπο που εξέδωσε την πράξη, να διατάξουν την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. Η αναστολή της προσβαλλόμενης πράξης μπορεί επίσης να ζητηθεί κατόπιν αίτησης στο ΣτΕ και από το πρόσωπο που έκανε την αίτηση ακυρώσεως, ή την υπαλληλική προσφυγή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η αίτηση αναστολής δικάζεται από επιτροπή που αποτελείται από τον πρόεδρο του ΣτΕ, ή του αρμόδιου τμήματος, ή νόμιμο αντιπρόσωπό τους, τον εισηγητή της υπόθεσης κι έναν σύμβουλο. Η αίτηση αναστολής στρέφεται κατά ρητής, ατομικής πράξης, η οποία δεν έχει ακόμα εκτελεστεί κατά το σημαντικότερο μέρος της και πρέπει να περιέχει συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι δικαιολογούν την αναστολή. Η αναστολή χορηγείται στις περιπτώσεις που η εκτέλεση της πράξης μπορεί με τη δημιουργία μιας πραγματικής κατάστασης να προκαλέσει ανεπανόρθωτη, ή δύσκολα επανορθώσιμη βλάβη, η οποία είναι άμεση και συγκεκριμένη, δε στηρίζεται σε δικαίωμα τρίτου και αποδεικνύεται από τον αιτούντα, ή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Η Διοίκηση δεσμεύεται από την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών για την αναστολή της πράξης, ενώ παράλληλα δεν επιτρέπεται η έκδοση νέας διοικητικής πράξης, η οποία χωρίς να αντικαθιστά την προσβληθείσα, αποσκοπεί απλώς στην εξουδετέρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος. Ο πρόεδρος του ΣτΕ ή του αρμόδιου τμήματος μπορεί με την κατάθεση της αίτησης να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως. Η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης σχετικά με την αίτηση αναστολής και μπορεί να ανακληθεί με πράξη του προέδρου του ΣτΕ, ή του αντιπροέδρου που την εξέδωσε μετά από αίτηση της διοικητικής αρχής ή τρίτου, ή και αυτεπαγγέλτως. Μετά την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, με την οποία η αίτηση αναστολής απορρίπτεται, ή γίνεται δεκτή, μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση για χορήγηση αναστολής, από αυτόν που άσκησε την αίτηση ακυρώσεως. Στην αίτηση αναιρέσεως δεν προβλέπεται διαδικασία αναστολής της εκτέλεσης της διοικητικής απόφασης που έχει αναιρεσιβληθεί, εκτός από εξαίρεση που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. 7.4 Προδικασία 7.4.1 Εισηγητές 28

Ο Πρόεδρος του ΣτΕ, μετά την κατάθεση του ένδικου βοηθήματος, όταν πρόκειται για υποθέσεις που υπάχθηκαν στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας, ή ο πρόεδρος του αρμόδιου τμήματος, όταν πρόκειται για υποθέσεις που έχουν υπαχθεί σ αυτό, ορίζει με πράξη του ως εισηγητή της υπόθεσης έναν σύμβουλο, ή έναν πάρεδρο οποιουδήποτε τμήματος, στην πρώτη περίπτωση, ή του αρμόδιου τμήματος στη δεύτερη περίπτωση, καθώς κι έναν εισηγητή ως βοηθό εισηγητή του συμβούλου, κι ενδεχομένως του παρέδρου αυτού. Με την ίδια πράξη ορίζεται και η δικάσιμος. Ο εισηγητής της υπόθεσης, με τη βοήθεια του βοηθού εισηγητή, αναλαμβάνει τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου που κρίνεται χρήσιμο για την εξέταση της υπόθεσης, καλώντας παράλληλα τους διαδίκους να καταθέσουν τυχόν ελλείποντα, χρήσιμα στοιχεία. 7.4.2 Προεξέταση Σύμφωνα με τις διατάξει του άρθρου 33 του ν. 2721/1999, προβλέπεται η προεξέταση (διήθηση), των ένδικων βοηθημάτων, η οποία γίνεται από πενταμελή σχηματισμό του αρμόδιου για την εκδίκαση τμήματος. Έτσι αν το ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο, ή αβάσιμο, ή έχει ασκηθεί χωρίς τις περεταίρω απαραίτητες προϋποθέσεις, μπορεί να απορριφθεί από αυτόν τον σχηματισμό, ή να παραπεμφθεί στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση έπειτα κοινοποιείται σ αυτόν που άσκησε το ένδικο βοήθημα, ο οποίος μπορεί (μέσα σε προθεσμία 30 ημερών) να υποβάλλει αίτηση συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση παύει να ισχύει η προηγούμενη απόφαση και η υπόθεση εισάγεται, με πράξη του προέδρου, προς συζήτηση στον αρμόδιο σχηματισμό. 7.4.3 Υποχρεώσεις της διοικητικής αρχής κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση ακυρώσεως Το Δημόσιο ή άλλο κρατικό νομικό πρόσωπο στο οποίο κοινοποιήθηκε η αίτηση ακυρώσεως, ή η υπαλληλική προσφυγή, έχει υποχρέωση να αποστείλει στον εισηγητή της υπόθεσης τον σχετικό με την υπόθεση φάκελο, τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την δικάσιμο έκθεση για την υπόθεση. Η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει τις απόψεις της διοίκησης για κάθε έναν από τους προσβαλλόμενους λόγους και να διευκρινίζει 29

σαφώς τα αντίστοιχα πραγματικά περιστατικά. Αν η διοίκηση καθυστερήσει ή παραλείψει να αποστείλει το φάκελο στο ΣτΕ, ή να παράσχει τις απαιτούμενες πληροφορίες, καθυστερώντας έτσι την εκδίκαση του ένδικου βοηθήματος, προβλέπεται ρητώς ειδικό πειθαρχικό αδίκημα των υπαιτίων υπαλλήλων. Το ΣτΕ μπορεί να εκδώσει και προδικαστική απόφαση με την οποία να διατάζει τη διοίκηση να αποστείλει το φάκελο ή τις πληροφορίες που ζητήθηκαν. Αν η διοίκηση εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις του ΣτΕ, δημιουργείται τεκμήριο ότι συνομολογεί τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρει ο αιτών. Κατά το στάδιο της προδικασίας οι αντίδικοι μπορούν να λάβουν γνώση του περιεχομένου του φακέλου της υπόθεσης και να ανταλλάξουν απόψεις με τον εισηγητή και το βοηθό εισηγητή, καθώς και να υποβάλλουν στοιχεία και υπομνήματα 23. 7.4.4 Εισήγηση Ο Εισηγητής και ο βοηθός Εισηγητής συντάσσουν εμπεριστατωμένη έκθεση (Εισήγηση), στην οποία εκτός από τα στοιχεία της υπόθεσης αναφέρουν και την αιτιολογημένη γνώμη τους. Η Εισήγηση περιλαμβάνει το ιστορικό της υπόθεσης και τα ζητήματα που προκύπτουν κι εξετάζει το παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος και τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως, ή αναιρέσεως, καθώς και τους λόγους που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Το αργότερο 15 «πλήρεις» 24 ημέρες πριν απ τη συζήτηση, εκείνος που άσκησε το ένδικο βοήθημα, μπορεί να υποβάλλει πρόσθετους λόγους ακυρώσεως, αναιρέσεως ή προσφυγής, συναφείς προς τους λόγους που έχουν ήδη προβληθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο ή νέους, πράξη που κρίνεται απαράδεκτη μετά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης από τον αρμόδιο σχηματισμό του ΣτΕ. 23. Πριν από τη δικάσιμο κάθε διάδικος μπορεί κατά την κρίση του να υποβάλλει υπομνήματα, αναπτύσσοντας σε αυτά τους ισχυρισμούς του, ή προσκομίζοντας νέα κρίσιμα στοιχεία για τη συμπλήρωση του φακέλου της υπόθεσης. Με τον τρόπο αυτό ο διάδικος που άσκησε το ένδικο βοήθημα αναπτύσσει τα επιχειρήματά του για την υποστήριξη των λόγων ακυρώσεως, αναιρέσεως, ή προσφυγής, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο αντίστοιχο δικόγραφο που έχει εκθέσει (ΣτΕ 1644/1997) 24. Με τον όρο «πλήρεις» νοείται ότι στην προθεσμία δεν περιλαμβάνονται οι ημέρες κατάθεσης και κοινοποίησης, καθώς και η μέρα συζήτησης. 30

7.4.5 Παρέμβαση Σε δίκη σχετική με αίτηση ακυρώσεως, ή υπαλληλική προσφυγή, μπορεί να παρέμβει και τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους αρχικούς διαδίκους, που με την παρέμβασή του αυτή μετατρέπεται και αυτό σε διάδικο. Η παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο που υποβάλλεται στη γραμματεία του ΣτΕ και κοινοποιείται με την επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, σε επίσημο αντίγραφο στους διαδίκους, το αργότερο 6 «πλήρεις» ημέρες πριν από τη συζήτηση. 7.4.6 Παραίτηση του αιτούντος Όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας, καθώς και στο ακροατήριο, πριν τη συζήτηση, εκείνος που άσκησε το ένδικο βοήθημα μπορεί να παραιτηθεί από αυτό. Η παραίτηση κατά το στάδιο της προδικασίας γίνεται με δήλωση προς τη γραμματεία του ΣτΕ, ή με δήλωση σε συμβολαιογράφο, που περιέρχεται στο ΣτΕ πριν την τελική συζήτηση. Στο ακροατήριο η παραίτηση γίνεται προφορικά. 7.4.7 Βίαιη διακοπή της δίκης Βίαιη διακοπή της δίκης επέρχεται : α) με τον θάνατο του προσώπου που άσκησε την αίτηση ακυρώσεως, ή, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, με τη διάλυσή ή κατάργηση του. β) με τον θάνατο του προσώπου που άσκησε την υπαλληλική προσφυγή γ) με τον θάνατο του φυσικού προσώπου, ή τη διάλυση ή κατάργηση του νομικού προσώπου που άσκησε αρχικά το σχετικό με την αναιρεσιβαλλόμενη πράξη ένδικο βοήθημα, είτε το πρόσωπο αυτό είναι ο αναιρεσείων, είτε ο αναιρεσίβλητος. Η δίκη που διακόπηκε συνεχίζεται μετά από σχετική δήλωση του προσώπου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία γίνεται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του ΣτΕ πριν από τη συζήτηση, ή προφορικά στο ακροατήριο. Αν δεν ζητηθεί κατά τα προαναφερόμενα, η συνέχιση της δίκης, η συζήτηση αναβάλλεται αυτεπαγγέλτως για εύλογο χρονικό διάστημα, για 31

να δοθεί σ εκείνους που έχουν έννομο συμφέρον ο χρόνος να πληροφορηθούν τη δίκη και να ενεργήσουν για τη συνέχισή της. 7.4.8 Η κύρια διαδικασία Η κύρια διαδικασία περιλαμβάνει τη συζήτηση στο ακροατήριο και την έκδοση της απόφασης. Κατά τη δικάσιμο, οι υποθέσεις προεκφωνούνται κατά το πινάκιο και στη συνέχεια συζητούνται μόνο εκείνες που δεν αναβάλλονται, ή εκείνες για τις οποίες η δίκη δεν καταργήθηκε ή δεν καταργείται λόγω παραίτησης από το δικόγραφο, ή λόγω βίαιης διακοπής. 7.4.9 Η συζήτηση Η συζήτηση της υπόθεσης αρχίζει με την ανάγνωση και ανάπτυξη από τον εισηγητή της σχετικής έκθεσης. Εν συνεχεία αγορεύει ο πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου που άσκησε την αίτηση ακυρώσεως ή την προσφυγή, αναπτύσσοντας τους λόγους που έχουν προβληθεί με το κύριο δικόγραφο, καθώς και με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων που τυχόν έχει κατατεθεί και κατόπιν ο πληρεξούσιος δικηγόρος του τυχόν παρεμβαίνοντος και ο δικαστικός αντιπρόσωπος της διοικητικής αρχής, ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του διάδικου δημόσιου νομικού προσώπου, που αναπτύσσουν επιχειρήματα για την απόρριψη του ένδικου βοηθήματος 25. 7.4.10 Οι αποφάσεις Μετά τη συζήτηση, η υπόθεση εισάγεται στη διάσκεψη του δικαστικού σχηματισμού που την εκδίκασε, στην οποία αναγκαία πρέπει να μετέχουν όλοι οι δικαστές που συμμετείχαν και στη συζήτηση. Στη διάσκεψη κάθε μέλος του δικαστηρίου εκφράζει την άποψή του κι έπειτα ακολουθεί ψηφοφορία των συμβούλων και του προέδρου ή του αντιπροέδρου. Παράλληλα, μόνο σε περίπτωση ύπαρξης μειοψηφίας, συντάσσεται 25. Η ερημοδικία, δηλαδή η μη παράσταση των διαδίκων κατά τη συζήτηση, βάση γενικής αρχής που διέπει τη διοικητική δικονομία, δεν ασκεί επιρροή εφόσον εχουν γίνει οι κοινοποιήσεις (ΣτΕ 3406/1978) και έχει προσκομισθεί πληρεξούσιο του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο. Έτσι η συζήτηση της υπόθεσης και η έκδοση της απόφασης γί νονται κανονικά (π.δ. 18/1989 άρθρο 28). 32