ΑΡΘΡΟ 1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΙ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ. Με την Ασφαλιστική Σύμβαση αυτή, ασφαλίζονται οι κίνδυνοι που ρητά αναφέρονται στο Ασφαλιστήριο και μόνο. Καλύπτονται οι δαπάνες για την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του Ασφαλιζομένου οι οποίες οφείλονται σε πράξεις ή παραλείψεις του στα πλαίσια των καλυπτομένων δραστηριοτήτων του, και οι οποίες: 1. προκλήθηκαν κι εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του Ασφαλιστηρίου και εκδηλώθηκαν και αναγγέλθηκαν εντός της διάρκειας του ή εντός περιόδου πέντε (5) ετών από την ημερομηνία του συμβάντος. 2. αφορούν ζημιές που εκδηλώθηκαν και αναγγέλθηκαν κατά την διάρκεια ισχύος του Ασφαλιστηρίου και προκλήθηκαν και εμφανίστηκαν κατά τη διάρκειά του ή κατά τη διάρκεια της αναδρομικής περιόδου κάλυψης, στις περιπτώσεις που υφίσταται αναδρομική περίοδος κάλυψης και αναφέρεται ρητά στο Ασφαλιστήριο. Σε περίπτωση που ένα γεγονός (αμελής πράξη ή παράλειψη του Ασφαλιζόμενου) προκαλέσει περισσότερες από μία απαιτήσεις αποζημίωσης, τότε όλες μαζί θα θεωρούνται και θα αντιμετωπίζονται σαν περίπτωση μιας ζημιάς, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ζημιωθέντων, το πλήθος των απαιτήσεων και το χρόνο έγερσής τους. Όλες οι απαιτήσεις αποζημίωσης θα θεωρούνται ότι έχουν γίνει στο χρονικό σημείο που η πρώτη από αυτές εγείρεται κατά του Ασφαλιζομένου. ΑΡΘΡΟ 2. ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Η Ασφαλιστική Σύμβαση καταρτίστηκε και ισχύει με βάση την Πρόταση Ασφάλισης που έχει υποβάλλει στην PRIME INSURANCE COMPANY LIMITED INSURANCE LTD (που στο εξής θα λέγεται η «Εταιρία») ο Λήπτης της Ασφάλισης και/ή Ασφαλιζόμενος, συμπληρωμένη πλήρως και με ακρίβεια, καθώς και τις έγγραφες απαντήσεις σε όποια συμπληρωματική πληροφορία του έχει ζητηθεί. Τα ασφάλιστρα υπολογίζοντα ανάλογα. Κατά τη σύναψη της Ασφαλιστικής Σύμβασης, ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενος υποχρεώνεται να δηλώνει κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει και που είναι αντικειμενικά σημαντικό για την εκτίμηση του κινδύνου από την Εταιρία, καθώς επίσης και να απαντά σε κάθε σχετική ερώτηση. Σε οποιαδήποτε περίπτωση που κάποιο περιστατικό ή στοιχείο αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου δεν δηλωθεί στην Εταιρία ή δηλωθεί πλημμελώς, εφαρμόζεται το Αρθρο 3 του Ν.2496/97. Η Εταιρία διατηρεί το δικαίωμα να επιθεωρεί τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο σε λογικές ημέρες και ώρες, ειδικά πριν την αποδοχή του ή όταν επιχειρούνται μεταβολές του. ΑΡΘΡΟ 3. ΙΣΧΥΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ Οι υποχρεώσεις της Εταιρίας, του Λήπτη της Ασφάλισης ή/και του Ασφαλιζόμενου καθορίζονται από την Ασφαλιστική Σύμβαση, η οποία αποτελείται από: α) την Πρόταση Ασφάλισης, β) το Ασφαλιστήριο, γ) τους Γενικούς και Ειδικούς Όρους και δ) τις Πρόσθετες Πράξεις, που εκδίδονται, με βάση τις τροποποιήσεις της Ασφαλιστικής Σύμβασης που συμφωνούν τα δύο μέρη. Όρος που δεν περιλαμβάνεται σε κάποιο από τα πιο πάνω τμήματα της Ασφαλιστικής Σύμβασης, δεν ισχύει. Οι Ειδικοί Όροι είναι πιο ισχυροί από τους Γενικούς, εκεί που διαφοροποιούνται από αυτούς. Η Ασφάλιση ισχύει για το χρονικό διάστημα που αναγράφεται στο Ασφαλιστήριο με την προϋπόθεση ότι τα ασφάλιστρα καταβάλλονται εμπρόθεσμα. Σε περίπτωση που δεν εξοφληθεί ολόκληρο το ασφάλιστρο ή η πρώτη δόση, εφόσον έχει συμφωνηθεί η πληρωμή των ασφαλίστρων σε δόσεις κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης, η Ασφαλιστική Σύμβαση δεν ενεργοποιείται και συνεπώς δεν παράγει δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Η καθυστέρηση καταβολής μεταγενέστερης ληξιπρόθεσμης δόσης δίνει το δικαίωμα στην Εταιρία να καταγγείλει τη Σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στο Λήπτη της Ασφάλισης ή/και στον Ασφαλιζόμενο. Με την καταγγελία γίνεται γνωστό πως συνέχιση της καθυστέρησης καταβολής του ασφαλίστρου θα επιφέρει τη λύση της Σύμβασης μετά από ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση της δήλωσης Η Εταιρία έχει το δικαίωμα, μετά τη λήξη της περιόδου ασφάλισης, να αναπροσαρμόσει τα ασφάλιστρα και να τροποποιήσει τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης από την ημερομηνία ανανέωσης. Αν ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος δεν συμφωνεί με αυτή την αναπροσαρμογή ή τροποποίηση, μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση. Ωστόσο, αν ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενος πληρώσει τα ασφάλιστρα, τεκμαίρεται ότι αποδέχεται τα νέα ασφάλιστρα και όρους του Ασφαλιστηρίου. ΑΡΘΡΟ 4. ΕΠΙΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Κατά τη διάρκεια της Ασφαλιστικής Σύμβασης ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος υποχρεώνεται να δηλώσει στην Εταιρία, μέσα σε δεκατέσσερις (14) ημέρες από τότε που το αντιλήφθηκε, κάθε στοιχείο ή περιστατικό που μπορεί να επιφέρει σημαντική επίταση του κινδύνου, σε βαθμό που αν η Εταιρία το γνώριζε δεν θα είχε συνάψει τη Σύμβαση ή δεν θα την είχε συνάψει με τους ίδιους όρους. Σε περίπτωση παράλειψης της γνωστοποίησης, ισχύουν οι συνέπειες που προβλέπονται από το άρθρο 4 και τις παραγράφους 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 3 του Ν. 2496/97. Η Εταιρία, μόλις λάβει γνώση της επίτασης του κινδύνου, έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη Σύμβαση ή να ζητήσει την τροποποίησή της. ΑΡΘΡΟ 5. ΑΚΥΡΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Εκτός από τους λόγους που αναφέρονται σε άλλα άρθρα, η Ασφαλιστική Σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί από την Εταιρία, για λόγους που σχετίζονται, ενδεικτικά, με την πολιτική της σε σχέση με το συγκεκριμένο κίνδυνο, τεχνικές ανάγκες της, ή σε περιπτώσεις που ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος έχει καταδικαστεί για αδίκημα συγγενές με την απάτη περί των ασφαλειών. Η Εταιρία έχει δικαίωμα επίσης, να καταγγείλει τη Σύμβαση, σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του Λήπτη της Ασφάλισης ή/και του Ασφαλιζόμενου, ή αν αυτός τέθηκε κατά οποιονδήποτε τρόπο σε αναγκαστική διαχείριση. Ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος έχει και αυτός δικαίωμα να καταγγείλει τη Σύμβαση, αν η Εταιρία κηρύχθηκε σε πτώχευση, ή αν απαγορεύτηκε η ελεύθερη διάθεση μέρους ή του συνόλου των περιουσιακών της στοιχείων. Επίσης, μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, τόσο η Εταιρία, όσο και ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενος διατηρούν το δικαίωμα καταγγελίας της Σύμβασης. Σε αυτή την περίπτωση, όταν η καταγγελία γίνεται από το Λήπτη της Ασφάλισης, το ασφάλιστρο θα οφείλεται μέχρι το τέλος της ασφαλιστικής περιόδου. Η ακύρωση γίνεται με έγγραφη καταγγελία που, όταν ασκείται από την Εταιρία, τα αποτελέσματά της επέρχονται την 31η ημέρα από τότε που αυτή θα περιέλθει στο Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενο. Στην περίπτωση αυτή, επιστρέφονται τα ασφάλιστρα που αναλογούν στον υπόλοιπο χρόνο της ασφάλισης (μη δεδουλευμένα). Ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος έχει την υποχρέωση να επιστρέψει το Ασφαλιστήριο, παίρνοντας σχετική απόδειξη. ΑΡΘΡΟ 6. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ Αν το ασφαλιζόμενο έννομο συμφέρον έχει ασφαλιστεί για τον ίδιο κίνδυνο σε περισσότερες εταιρίες (πολλαπλή ασφάλιση), ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος οφείλει να γνωστοποιήσει εγγράφως και χωρίς καθυστέρηση τις ασφαλίσεις αυτές και τα ασφαλιστικά ποσά. Αν, εκτός από αυτή την ασφάλιση, συναφθεί και άλλη για τα ίδια ασφαλιστικά συμφέροντα ολικά ή μερικά, ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος έχει υποχρέωση να τη δηλώσει εγγράφως και χωρίς καθυστέρηση στην Εταιρία. Οι περισσότερες ασφαλίσεις είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ασφαλιστικής ζημιάς. Σε περίπτωση μη γνωστοποίησης της ύπαρξης άλλων ασφαλίσεων κατά το χρόνο σύναψης της Σύμβασης, η αποζημίωση θα περιορίζεται στο μέτρο που δεν καλύπτεται από προηγούμενη ασφάλιση. Η Εταιρία έχει δικαίωμα,
στην περίπτωση μη γνωστοποίησης των άλλων ασφαλίσεων, να καταγγείλει την Ασφαλιστική Σύμβαση, παρακρατώντας τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα. Κάθε ζημιά που τυχόν συμβεί στη διάρκεια ισχύος της Ασφαλιστικής Σύμβασης, θα βαρύνει την Εταιρία ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής της με τις άλλες Εταιρίες στον ασφαλιζόμενο κίνδυνο κι όχι σε ολόκληρο. Σε περίπτωση που ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος παραλείψει τη γνωστοποίηση με δόλο, η Εταιρία απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 2496/97. Αν οι περισσότερες Ασφαλιστικές Συμβάσεις έχουν συναφθεί με κοινή συμφωνία, με ή χωρίς κοινή συντονίστρια Ασφαλιστική Εταιρία, η κάθε Ασφαλιστική Εταιρία ευθύνεται κατ αναλογία του ασφαλιζόμενου σε αυτήν ποσοστού (συνασφάλιση). ΑΡΘΡΟ 7. ΔΙΑΔΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ Σε περίπτωση μεταβολής στο πρόσωπο του Λήπτη της Ασφάλισης ή/και του Ασφαλιζόμενου, τόσο η Εταιρία, όσο ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη Σύμβαση το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου έγινε γνωστή η διαδοχή. Η καταγγελία εκ μέρους της Εταιρίας επιφέρει αποτελέσματα μετά από δεκαπέντε (15) ημέρες, από τότε που αυτή περιήλθε στο Λήπτη της Ασφάλισης ή/και τον Ασφαλιζόμενο. Η Εταιρία απαλλάσσεται αν ο ασφαλιστικός κίνδυνος επήλθε πριν από την πάροδο της 30ήμερης προθεσμίας ή πριν επέλθουν τα αποτελέσματα της καταγγελίας που εμπρόθεσμα άσκησε και εφόσον αποδείξει ότι δεν θα είχε αναλάβει τον κίνδυνο, ή δεν θα τον είχε αναλάβει με τους ίδιους όρους αν γνώριζε τη διαδοχή. Τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Η τελευταία αυτή παράγραφος δεν εφαρμόζεται αν ο κίνδυνος επέλθει εντός τριάντα (30) ημερών από τη διαδοχή. ΑΡΘΡΟ 8. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΟΡΙΑ Η Ασφαλιστική Σύμβαση ισχύει αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα εκτός και εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά και αναφέρεται ρητά στο Ασφαλιστήριο. ΑΡΘΡΟ 9. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ Δεν καλύπτονται ζημιές ή απώλειες που έχουν προξενηθεί, άμεσα ή έμμεσα, από κάποιο ή σαν συνέπεια κάποιου από τα παρακάτω: 1. Από πράξη που δεν υπάγεται στην επαγγελματική δραστηριότητα του Ασφαλισμένου 2. Οποιοδήποτε εξ αμελείας λάθος ή παράλειψη οφειλομένης ενέργειας σχετικά με τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν και δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν καθ υπέρβαση των ορίων των επαγγελματικών υπηρεσιών ενός λογιστή και /ή ορκωτού λογιστή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τον κώδικα δεοντολογίας και των σχετικών κανονισμών. 3. Απαιτήσεις που προέρχονται από τις δραστηριότητες του Ασφαλισμένου ως Προέδρου ή μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ή του Εποπτικού Συμβουλίου ιδιωτικών επιχειρήσεων, ομίλων, εταιριών, συνεταιρισμών, συλλόγων, σωματείων, ενώσεων ή υπό την ιδιότητα του ως νομικού συμβούλου αυτών 4. Κάθε ευθύνη που ανελήφθη με οποιαδήποτε σύμβαση, συμφωνία, ρητή δήλωση ή εγγύηση, εκτός αν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη. 5. Χρεωκοπία ή πτώχευση του ασφαλιζομένου 6. Την επιστροφή προμηθειών ή άλλων αμοιβών, δαπανών ή εξόδων που καταβλήθηκαν από ή στον Ασφαλισμένο. 7. Τη φθορά ή καταστροφή περιουσιακών στοιχείων συμπεριλαμβανομένης της απώλειας χρήσης τους εξαιρουμένων ζημιογόνων γεγονότων που οφείλονται σε άδικη πράξη στα πλαίσια της ασφαλισμένης δραστηριότητας. 8. Απαιτήσεις που σχετίζονται με την εργασία του ασφαλιζομένου, ως Λογιστή, με σχέση εξηρτημένης εργασίας, σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, ορίζοντας ως τέτοιους για τους σκοπούς αυτής της σύμβασης τις τράπεζες και τα τραπεζικά ιδρύματα ( που παρέχουν οικονομικές και επενδυτικές υπηρεσίες με την ευρύτερη έννοια), όπως εμπορικές τράπεζες (συμπεριλαμβανομένων retail,
χονδρική πώληση, υποθήκες, Επενδύσεων και Εμπορικών τραπεζών), ταμιευτήρια και δανειοληπτικούς οργανισμούς, πιστωτικές ενώσεις και επενδυτικές ή αποταμιευτικής δραστηριότητας εταιρίες, ανταλλαγής χρημάτων, εκδότες ταξιδιωτικών επιταγών και όργανα πληρωμών, οικοδομικούς συνεταιρισμούς, χρηματομεσίτες, ασφαλιστικές εταιρίες, συνταξιοδοτικούς οργανισμούς κλπ. 9. Κάθε Απαίτηση που εγείρεται από ή κατά ή σε σχέση με οποιαδήποτε επιχείρηση / κοινοπραξία που δεν κατονομάζεται στο παρόν Ασφαλιστήριο, και η οποία ανήκει στον Ασφαλισμένο ή σε Εργαζόμενο, ή στην οποία ο Ασφαλισμένος ή οποιοσδήποτε Εργαζόμενος έχουν την ιδιότητα του μέλους της διοίκησης, εταίρου, στελέχους, διευθυντή ή Εργαζομένου, ή η οποία άμεσα ή έμμεσα ελέγχεται, λειτουργεί ή διοικείται από τον Ασφαλισμένο ή Εργαζόμενο. 10. Κάθε Απαίτηση για την οποία ο Ασφαλισμένος δικαιούται αποζημίωση βάσει άλλης ασφαλιστικής σύμβασης. 11. Πόλεμο, είτε έχει κηρυχθεί επίσημα, είτε όχι (πολεμικές πράξεις), εμφύλιο πόλεμο, επανάσταση, στάση, πραξικόπημα, κίνημα, ανταρσία, λαϊκές ή στρατιωτικές εξεγέρσεις, αντιστάσεις κατά της Αρχής, κατάσταση πολιορκίας και παρόμοιες περιπτώσεις. 12. Πυρηνικά όπλα ή υλικά κατασκευής τέτοιων όπλων, από ιονίζουσες ακτινοβολίες, από ραδιενεργό μόλυνση, από οποιοδήποτε πυρηνικό υλικό και από οποιοδήποτε πυρηνικό απόρριμμα ή κατάλοιπο από καύση πυρηνικού υλικού. Για την περίπτωση αυτής της εξαίρεσης, σαν καύση θεωρείται και κάθε αυτοδύναμη εξέλιξη (Process) πυρηνικής διάσπασης. 13. Ζημιές που οφείλονται σε γεγονότα τα οποία προϋπήρχαν της ασφάλισης. 14. Τρομοκρατικές ενέργειες, στάσεις, απεργίες, οχλαγωγίες, πολιτικές ταραχές. 15. Διαταγή οποιασδήποτε Αρχής. 16. Πράξεις ή παραλείψεις που προκλήθηκαν από δόλο του Λήπτη της Ασφάλισης ή του Ασφαλιζομένου ή πράξεις που είναι αντίθετες προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, των προσώπων που συνοικούν μαζί τους ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων τους ή των προσώπων που έχουν προστηθεί από αυτούς. 17. Παράνομες ή αξιόποινες πράξεις καθώς και πράξεις του Λήπτη της Ασφάλισης και/ή του Ασφαλιζόμενου, όταν αυτός βρίσκεται υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών ή οινοπνευματωδών ποτών. 18. Μη τήρηση συμβατικών υποχρεώσεων του Λήπτη της Ασφάλισης και/ή του Ασφαλιζόμενου καθώς και οποιαδήποτε ευθύνη του ή αύξηση επέκτασης του εύρους της Αστικής του Ευθύνης λόγω οποιασδήποτε συμβάσεως στην οποία έχει προσχωρήσει ή συνάψει με τρίτους, συμπεριλαμβανομένων και των συμβάσεων οι οποίες περιλαμβάνουν ρήτρες προβλεπόμενης αποζημίωσης, ποινικές ρήτρες ή ρήτρες εγγύησης καλή εκτέλεσης. 19. Ζημιές που προκαλούνται από πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά δυσφήμηση (απλή ή συκοφαντική) ή έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή προσωπικότητας ή την παραβίαση δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. 20. Πρόστιμα οποιασδήποτε αιτιολογίας ή προελεύσεως. 21. Αξιώσεις που αφορούν οποιεσδήποτε έμμεσες ή μελλοντικές οικονομικές ζημιές ως επακόλουθες του ζημιογόνου γεγονότος συμπεριλαμβανομένης και της απώλειας κερδών. 22. Ζημιές που οφείλονται ή σχετίζονται με ηλεκτρομαγνητικά πεδία ή με εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εκπέμπονται από γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή από συσκευές οι οποίες λειτουργούν με ηλεκτρική ενέργεια. 23. Ζημιές που προκλήθηκαν από φθορά, διαγραφή, κλοπή, αλλοίωση, ή πρόσβαση ή έλλειψη πρόσβασης, ή παρεμβολή σε ηλεκτρονικώς τηρούμενο αρχείο του Ασφαλισμένου ή τρίτου, που προκλήθηκαν πλήρως ή μερικώς από οποιοδήποτε «ιό» (virus) ή σε μηχανολογική ή ηλεκτρική βλάβη / διακοπή / δυσλειτουργία της ηλεκτρικής ισχύος ή βλάβη των τηλεπικοινωνιών ή του δορυφορικού συστήματος ή από οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν είναι εταίρος, διευθυντής ή Εργαζόμενος του Ασφαλισμένου. 24. Ζημιές που οφείλονται ή σχετίζονται με τον αμίαντο ή τα παράγωγα του καθώς και με υλικά ή προϊόντα τα οποία περιέχουν αμίαντο. 25. Ζημιές που προκαλούνται από ρύπανση ή μόλυνση κάθε είδους στο έδαφος, στην ατμόσφαιρα ή σε οποιαδήποτε υδάτινη οδό ή υδάτινο σώμα.
26. Ζημιές που οφείλονται ή σχετίζονται με υπερχείλιση αποχετεύσεων, σεισμό, κατολίσθηση, πλημμύρα, καταιγίδα, θύελλα ή άλλα φυσικά φαινόμενα. 27. Ζημιές που σχετίζονται με την ιδιοκτησία, λειτουργία ή χρήση αυτοκίνητων, μοτοποδηλάτων, μοτοσυκλετών, οποιουδήποτε είδους οχημάτων, σκαφών, αεροσκαφών και αγροτικών μηχανημάτων. 28. Ζημιές που οφείλονται ή σχετίζονται με προϊόντα καπνού, νικοτίνης ή τα παράγωγα τους συμπεριλαμβανομένης και της ευθύνης που απορρέει από θάνατο, εθισμό, παροξυσμό, νοητική ανησυχία, σωματική διαταραχή ή επιδείνωση οποιασδήποτε ασθένειας, πάθησης ή τραύματος, που θα προκληθεί ή θα ενισχυθεί από προϊόντα καπνού καθώς και της ευθύνης από την παραγωγή, επεξεργασία, διάθεση, διαφήμιση ή με άλλο τρόπο προώθηση των προϊόντων αυτών. ΑΡΘΡΟ 10. ΓΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΗΠΤΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ή/ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΖΗΜΙΑΣ Σε περίπτωση ζημιάς, ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και ο Ασφαλιζόμενος έχει υποχρέωση: 1. Να ειδοποιήσει την Εταιρία, μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από τότε που αντιλήφθηκε το ζημιογόνο γεγονός. 2. Ανεξάρτητα από τις ενέργειες των Αρχών, τις οποίες οφείλει να ειδοποιήσει αμέσως μόλις μάθει το ζημιογόνο γεγονός, να κάνει κάθε ενέργεια που θα έκανε για το συμφέρον του, με σκοπό τον περιορισμό της ζημιάς, ενεργώντας σα να μην ήταν ασφαλισμένος, σύμφωνα με την καλή πίστη και τις συναλλακτικές συνήθειες ενός επιμελούς προσώπου. Τα σχετικά έξοδα, εφόσον δικαιολογούνται από τις περιστάσεις, βαρύνουν την Εταιρία. Αν η αποζημίωση καλύπτει μέρος μόνο της ζημιάς, η Εταιρία οφείλει να αποδώσει ανάλογο μέρος των εξόδων, εκτός αν τα έξοδα δημιουργήθηκαν αποκλειστικά μετά από δικές της οδηγίες. 3. Να μην αλλάξει την πραγματική κατάσταση που σχηματίζεται μετά τη ζημιά, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση της Εταιρίας. 4. Να παρέχει κάθε δυνατή και εύλογη βοήθεια στους εκπροσώπους ή στους πραγματογνώμονες της Εταιρίας, για τη διαπίστωση του ατυχήματος και την εκτίμηση των ζημιών. 5. Να παραδώσει γραπτή έκθεση (δήλωση ζημιάς), που να περιλαμβάνει την περιγραφή της αιτίας της ζημιάς, την καταγραφή των πραγματικών περιστατικών και όλων των πληροφοριών που σχετίζονται με αυτή, καθώς και λεπτομερή περιγραφή των ζημιών ή απωλειών και το κόστος αυτών. 6. Να ενημερώσει αμέσως την Εταιρία για οποιοδήποτε γεγονός ή οποιαδήποτε απαίτηση αποζημίωσης τρίτου ή οποιοδήποτε περιστατικό μπορεί να οδηγήσει σε απαίτηση. Η ενημέρωση πρέπει να είναι γραπτή και να περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες για τον προσδιορισμό της ευθύνης και του ύψους της τυχόν απαίτησης, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που θα ζητήσει η Εταιρία. 7. Να προωθεί, μέσα σε οκτώ (8) ημέρες στην Εταιρία κάθε δικαστικό ή εξώδικο έγγραφο, που αφορά την επέλευση του κινδύνου, από όπου και αν προέρχεται αυτό. 8. Να μην προβεί σε οποιασδήποτε μορφής ενέργεια, που θα σημαίνει αποδοχή ή απόκρουση ή αναγνώριση ή συμβιβασμό ή διακανονισμό απαίτησης Τρίτου, χωρίς τη γραπτή συναίνεση της Εταιρίας. Η Εταιρία έχει δικαίωμα να αναλάβει και να χειριστεί κατά την κρίση της, στο όνομα του Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενου, την απόκρουση ή το διακανονισμό απαίτησης ή να επιδιώξει στο όνομά του, αλλά για δικό της όφελος, την αποκατάσταση οποιασδήποτε ζημιάς ή την ικανοποίηση οποιασδήποτε αξίωσης αποζημίωσης, μέχρι το όριο ευθύνης της και αφού τον ειδοποιήσει σχετικά. Η Εταιρία έχει την πλήρη διακριτική ευχέρεια να προβεί στη διεξαγωγή οποιωνδήποτε δικαστικών αγώνων ή σε διακανονισμό οποιασδήποτε απαίτησης. Ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενος οφείλει να παρέχει κάθε πληροφορία ή ειδική βοήθεια, που η Εταιρία θα κρίνει αναγκαία και θα ζητήσει από αυτόν.
Η υπαίτια παράβαση από το Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενο των παραπάνω υποχρεώσεών του παρέχει στην Εταιρία το δικαίωμα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημιάς της. ΑΡΘΡΟ 11. ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΖΗΜΙΑΣ 1. Η αποζημίωση υπολογίζεται και καθορίζεται, σε περίπτωση ευθύνης για πρόκληση υλικών ζημιών, με βάση την αξία που έχουν τα ζημιωθέντα αντικείμενα κατά το χρόνο της ζημιάς. Καμία άλλη αξία, όπως προσωπική ή συναισθηματική, δεν λαμβάνεται υπόψη. 2. Σε περίπτωση καλυπτόμενης ζημιάς, η Εταιρία έχει το δικαίωμα: α) είτε να αποζημιώσει το Λήπτη της Ασφάλισης ή/και τον Ασφαλιζόμενο, οπότε απαλλάσσεται από κάθε άλλη ευθύνη της, δικαστική ή εξώδικη, προς τους τρίτους, β) είτε να αποζημιώσει κατευθείαν τους τρίτους για τις αξιώσεις τους, εκτός αν ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενος δηλώσει εγγράφως ότι απαλλάσσει την Εταιρία από οποιαδήποτε υποχρέωσή της. 3. Η αποζημίωση πληρώνεται, αφού αφαιρεθεί η απαλλαγή που τυχόν έχει συμφωνηθεί. 4. Η Εταιρία έχει το δικαίωμα να κάνει κάθε έρευνα για τα αίτια της ζημιάς και για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε αυτή, όπως και για την ύπαρξη και την αξία της ασφαλιζόμενης περιουσίας, κατά το χρόνο του ατυχήματος. Έχει επίσης το δικαίωμα, δια μέσου των πραγματογνωμόνων της, να προβαίνει σε άμεσο έλεγχο των λογιστικών βιβλίων του Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενου και να ζητήσει από αυτόν να φέρει στα Γραφεία της ή στους πραγματογνώμονές της κάθε αποδεικτικό μέσο που νόμιμα είναι απαραίτητο ή και χρήσιμο για την εξακρίβωση των αιτιών και του ύψους της ζημιάς. Η υπαίτια παρακώλυση των παραπάνω δικαιωμάτων της Εταιρίας από το Λήπτη της Ασφάλισης ή/και τον Ασφαλιζόμενο παρέχει σε αυτήν το δικαίωμα να ζητήσει την αποκατάσταση κάθε ζημιάς της. 5. Η Εταιρία δεν είναι υποχρεωμένη σε καμία περίπτωση να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό μεγαλύτερο από το ασφαλιζόμενο. Η Εταιρία ευθύνεται μόνο για τις ζημιές που συνδέονται άμεσα με το ατύχημα, και δεν έχει καμία υποχρέωση για αποθετικές ζημιές ή για ζημιές από στέρηση νομής ή κατοχής του αντικειμένου που έπαθε ζημιά και για οποιαδήποτε έμμεση ζημιά (π.χ. διάλυση μίσθωσης κλπ) ή για μείωση αγοραστικής αξίας, έστω και αν αυτές προέρχονται από το ατύχημα. 6. Αν ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενου, είτε για δόλο είτε για βαριά αμέλεια, θέμα αποζημίωσης δεν γεννάται, προτού απαλλαγεί αμετάκλητα από την κατηγορία ή τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 7. Σε περίπτωση ύπαρξης διαδοχικών ή συνεχόμενων απαιτήσεων που οφείλονται στην ίδια αιτία, θα θεωρούνται όλες ως μία ζημιά ανεξαρτήτως του αριθμού των απαιτήσεων. Ως ημερομηνία της ζημιάς θα εκλαμβάνεται η ημερομηνία κατά την οποία θεμελιώνεται η πρώτη απαίτηση κατά του Ασφαλισμένου. ΑΡΘΡΟ 12. ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ 1. Η έκταση της ζημιάς και οι δαπάνες για την αποκατάστασή της, σε περίπτωση που τα μέρη διαφωνούν, προσδιορίζεται ή με διαιτησία ή δικαστικά (χωρίς να προηγηθεί διαιτησία), με κοινή συμφωνία των μερών. 2. Στην περίπτωση της διαιτησίας, κάθε μέρος ορίζει ένα διαιτητή και αυτοί ορίζουν έναν επιδιαιτητή. Όταν διαφωνούν για το πρόσωπο του επιδιαιτητή, αυτός ορίζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, που εφαρμόζει τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και των άρθρων 867 και επόμενων, του Κώδικα της Πολιτικής Δικονομίας. 3. Η διαδικασία της διαιτησίας δεν ασχολείται ποτέ με θέματα ύπαρξης ή μη ευθύνης και υποχρέωσης της Εταιρίας για την πληρωμή αποζημίωσης. 4. Αντικείμενο της διαιτησίας είναι: α) Ο προσδιορισμός της αιτίας, από την οποία προήλθε το ατύχημα, όσο αυτό είναι δυνατό. β) Η περιγραφή του ατυχήματος και η επαλήθευση της ακρίβειας των δηλώσεων του Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 των Γενικών Όρων, σε σχέση
με την πραγματική κατάσταση, ανεξάρτητα από το αν η τυχόν ανακρίβεια σχετίζεται με το ατύχημα ή τις συνέπειες αυτού. γ) Η εκτίμηση του ύψους της ζημιάς, των ασφαλιζόμενων ευθυνών. 5. Πριν τελειώσει τελεσίδικα η διαιτησία, ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενος δεν έχει το δικαίωμα να κάνει αγωγή εναντίον της Εταιρίας. Σε αντίθετη περίπτωση η αγωγή είναι απαράδεκτη. Στην περίπτωση που γίνει δεκτή, δηλαδή μετά την απόφαση της διαιτησίας, θα επιδικάζονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής. 6. Λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της Εταιρίας είναι απαράδεκτη σε οποιοδήποτε στάδιο της διαιτησίας. 7. Η επιλογή της διαιτησίας σαν τρόπου εκτίμησης της ζημιάς και η συμμετοχή της Εταιρίας στη διεξαγωγή της, δεν έχει σε καμιά περίπτωση την έννοια ότι η Εταιρία αναγνωρίζει υποχρέωσή της για αποζημίωση. ΑΡΘΡΟ 13. ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ Η Εταιρία, αποζημιώνοντας το Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενο, αποκτά όλα τα δικαιώματα που αυτός έχει εναντίον τρίτου που ενδεχομένως είναι υπαίτιος της ζημιάς, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 2496/97. Παράλληλα, αυτός εκχωρεί από τώρα στην Εταιρία κάθε παρόμοιο δικαίωμά του και της δίνει το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να ενεργήσει εξώδικα ή δικαστικά, στο όνομά της ή και στο όνομά του, για αποζημίωσή της από τον τρίτο. Σε περίπτωση που, από υπαιτιότητα του Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενου, ματαιώθηκε η άσκηση του αναγωγικού της δικαιώματος, η Εταιρία απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της να καταβάλλει αποζημίωση. ΑΡΘΡΟ 14. ΔΩΣΙΔΙΚΙΑ - ΔΙΚΑΙΟ Συμφωνείται ρητά ότι για την επίλυση διαφορών που τυχόν προκύψουν από το Ασφαλιστήριο, αποκλειστικά αρμόδια είναι τα Δικαστήρια της Αθήνας και εφαρμοστέο δίκαιο είναι το Ελληνικό. ΑΡΘΡΟ 15. ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Η Ασφαλιστική Σύμβαση διαρκεί για όσο χρόνο έχει ορισθεί στο Ασφαλιστήριο. Αν, ένα μήνα τουλάχιστον πριν την αρχική ή μετά από ανανέωση λήξη της, κάποιο από τα Συμβαλλόμενα μέρη δεν ειδοποιήσει εγγράφως για το αντίθετο, η Ασφαλιστική Σύμβαση ανανεώνεται αυτόματα για ίσο χρονικό διάστημα κάθε φορά, με την προϋπόθεση προκαταβολής των τότε οφειλόμενων ασφαλίστρων. ΑΡΘΡΟ 16. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ Αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται μετά από τέσσερα (4) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν (άρθρο 10 του Ν. 2496/97). ΑΡΘΡΟ 17. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 1. Ο Λήπτης της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενος έχει την υποχρέωση να παίρνει τις εύλογες προφυλάξεις για την αποφυγή πρόκλησης ζημιών και να τηρεί χωρίς καμιά παρέκκλιση τους νόμους και τις διατάξεις που ισχύουν. 2. Όλα τα έξοδα για τη σύνταξη αυτής της Ασφαλιστικής Σύμβασης, για τη καταβολή τυχόν αποζημίωσης και κάθε άλλης πράξης που πηγάζει από αυτή (π.χ. έξοδα που τυχόν προβλέπονται από διατάξεις νόμων που ισχύουν κάθε φορά), βαρύνουν το Λήπτη της Ασφάλισης ή/και Ασφαλιζόμενο, όπως επίσης και όλα τα έξοδα στα οποία θα υποβληθεί η Εταιρία, από τις τυχόν κοινοποιημένες εκχωρήσεις ή από τις τυχόν κατασχέσεις στα χέρια της, σαν τρίτη. 3. Μεταβίβαση δικαιωμάτων, που πηγάζουν από αυτό το Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο, δεν είναι ισχυρή για την Εταιρία, εκτός αν έχει συγκατατεθεί εγγράφως.