ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ του Ανέστη Ταρπάγκου Από μια γενική άποψη η ελληνική καπιταλιστική κοινωνία διαχωρίζεται σε τρεις σαφώς διαφοροποιημένες τάξεις, δηλαδή την αστική τάξη σ' όλες της τις εκφράσεις (βιομηχανική, εμπορική, κατασκευαστική κ.λπ.) που καλύπτει ένα ποσοστό περί το 6% του ΟΕΠ, τις μικροαστικές τάξεις και τα μικρομεσαία στρώματα (παραδοσιακές και νέες, των αστικών κέντρων και των αγροτικών περιοχών) που αντιπροσωπεύουν περί το 1/3 (33%) του ΟΕΠ, και τον κόσμο της μισθωτής εργασίας (από κοινού με τους ανέργους και τους ξένους εργάτες) που καλύπτει σχεδόν το 61% του ΟΕΠ (εργαζόμενοι μισθωτοί της καπιταλιστικής παραγωγής και του δημόσιου-κοινωφελούς τομέα της οικονομίας). [1] Ταυτόχρονα ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός διαφοροποιείται σε δύο αντιτιθέμενα αντικειμενικά ταξικά μπλοκ και συγκεκριμένα στον κυρίαρχο αστικό συνασπισμό εξουσίας που περιλαμβάνει από κοινωνική άποψη τις δυνάμεις της εργοδοσίας-καπιταλιστικής εξουσίας, το μεγαλύτερο μέρος των μικροαστικών τάξεων καθώς και μερίδες της μισθωτής εργασίας (λ.χ. τμήματα των μισθωτών απασχολουμένων στον κεντρικό κρατικό διοικητικό μηχανισμό) και στον κυριαρχούμενο λαϊκό συνασπισμό που περιλαμβάνει αντικειμενικά τους εργαζόμενους στην ιδιωτική οικονομία, στρώματα της μισθωτής εργασίας των δημόσιων υπηρεσιών και των κοινωφελών επιχειρήσεων, τους ανέργους, τους οικονομικούς μετανάστες, καθώς και ορισμένες μερίδες των μικρομεσαίων (αυτο-απασχολουμένων) στρωμάτων. [2] Παράλληλα, στο πολιτικο-κοινοβουλευτικό επίπεδο η σύγχρονη ελληνική κοινωνία διαφοροποιείται στο μπλοκ του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) που σε χοντρικές γραμμές συγκέντρωσαν στις τελευταίες εκλογές πάνω από το 85% της εκλογικής συναίνεσης και στον πολιτικό χώρο του αριστερού κινήματος στις διαφοροποιημένες του εκφάνσεις, που στον έναν ή στον άλλο βαθμό εκφράζουν μια αντιφιλελεύθερη τοποθέτηση (ΚΚΕ, ΣΥΝ, Ριζοσπαστική Αριστερά, ΔΗΚΚΙ) και που καλύπτει οριακά το 15% του εκλογικού σώματος. Οι πολιτικές δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού συγκεντρώνουν την εκλογική τους επιρροή στην αστική τάξη, στο μέγιστο μέρος των μικρομεσαίων στρωμάτων και σε σημαντικά τμήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, ενώ οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις εκπροσωπούν εκλογικά μερίδες της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και δευτερογενώς τμήματα των μικροαστικών τάξεων. [3] Τα ιδιαίτερα έτσι ταξικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού σε σχέση με τον ώριμο ευρωπαϊκό καπιταλισμό που κυριαρχεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αφ' ενός η σημαντική έκταση των μικροαστικών τάξεων (τόσο στα αστικά κέντρα όσο και κυρίως στην αγροτική ύπαιθρο όπου ο αγροτικός πληθυσμός καλύπτει το 16% του ΟΕΠ), όσο και από την άλλη πλευρά το γεγονός ότι στα πλαίσια του κόσμου της μισθωτής εργασίας η εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής αντιπροσωπεύει μόνον το 50% σε σχέση με τον εργαζόμενο κόσμο του δημόσιου-κοινωφελούς τομέα (21% της μισθωτής εργασίας), τον υπερδιογκωμένο άνεργο (κυρίως νεολαιίστικο) πληθυσμό (περί το 15% της μισθωτής εργασίας) και τους ξένους εργάτες (14% των μισθωτών εργαζομένων). Αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των ταξικών συσχετισμών στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία τόσο στο επίπεδο των μικρομεσαίων στρωμάτων όσο και στο πεδίο των δυνάμεων του κόσμου της μισθωτής. Έτσι, ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, που εμφανίζεται πλειοψηφικός συνολικά στον ΟΕΠ (58%) διαχωρίζεται σε τέσσερις σφαίρες-τμήματα (εργαζόμενοι στο δημόσιο-κοινή ωφέλεια, εργαζόμενοι στην ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή, άνεργοι και ξένοι εργάτες) με σαφώς διαφοροποιημένα κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Σελίδα 1 / 9
Ο μισθωτός εργαζόμενος κόσμος στην κεντρική κρατική διοίκηση (Υπουργεία Παιδείας, ΠΕΧΩΔΕ, Οικονομικών, Σώματα Ασφαλείας κ.λπ.), καθώς και στους ΟΤΑ, στο δημόσιο νοσηλευτικό σύστημα, στα ΝΠΔΔ και στις Κοινωφελείς Επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΛΤΑ, Δημόσιες Συγκοινωνίες κ.ά.) που φτάνει στις 600.000, δηλαδή στο 21% του συνολικού κόσμου της μισθωτής εργασίας και στο 13% του ΟΕΠ συνεχίζει και απολαμβάνει στην μεγάλη του πλειονότητα ένα «προνοιακό εργασιακό καθεστώς» (μονιμότητα απασχόλησης, αμβλυμμένοι παραγωγικοί ρυθμοί, χαλαρή ιεραρχική υπαγωγή, μειωμένοι χρόνοι εργασίας). Αυτό το γεγονός, μέσα στο πλαίσιο της γενικευμένης επιδείνωσης των εργασιακών συνθηκών στην καπιταλιστική παραγωγή, οδηγεί την πλειονότητα των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα σε μια σχετική διαδικασία «μικροαστικοποίησης», πράγμα που αντανακλάται ευθέως και στην πρακτική των κοινωνικών τους αντιπροσωπεύσεων (ΑΔΕΔΥ για τη δημοσιοϋπαλληλία και ΓΣΕΕ για την Κοινή Ωφέλεια), και που εκφράζεται σε μια στάση «συναινετισμού» στον καπιταλιστικό ευρωπαϊκό «εκσυγχρονισμό» και στον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό. Βέβαια ο «προνοιακός χαρακτήρας» του εργασιακού καθεστώτος στις δημόσιες επιχειρήσεις οδεύει προς την αποψίλωση στη διάρκεια της πρώτης 10ετίας του 21ου αιώνα δια μέσου των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας, επικοινωνιών κ.λπ., ωστόσο όμως και σ' αυτήν την περίπτωση θα παραμένει ένα ευρύτατο στρώμα εργαζομένων στο δημόσιο (περί τις 450.000) που θα συνεχίσει να απολαμβάνει αυτό το ευνοϊκό εργασιακό καθεστώς. [4] Από την άλλη πλευρά, ο εργαζόμενος κόσμος της οικονομικής μετανάστευσης (άνω των 400.000 στα 1996 με τάσεις σταδιακής μεγέθυνσης), παρ' όλες τις διαδικασίες σχετικής «νομιμοποίησης» ορισμένων τμημάτων του, εμφανίζει εξ αιτίας του «εξαρτημένου» χαρακτήρα του, συστηματικές τάσεις υποταγής-καθήλωσης, που τον κρατούν σε απόσταση από όποια ταξική συλλογική κοινωνική διεργασία. Άλλωστε η σε μεγάλο μέρος απασχόλησή τους σε μικρομεσαίες επιχειρηματικές δραστηριότητες λειτουργεί ακυρωτικά για την ενιαία κοινωνική ταξική τους οργάνωση με τον ελληνικό εργατικό πληθυσμό, πέραν προφανώς της αναγκαίας διεκδίκησης των κατώτατων όρων εργασιακής απασχόλησης (κατώτατα ημερομίσθια, κοινωνική ασφάλιση). Ο κόσμος της ανεργίας όλων των μορφών (δομικής, νεολαιίστικης, στατικής, τεχνολογικής) φτάνει στις 440.000 άτομα, δηλαδή προσεγγίζει το 15% της συνολικής μισθωτής εργασίας και το 10% του ΟΕΠ της χώρας. Ωστόσο ο άνεργος κόσμος συνθλίβεται κοινωνικά από την ίδια του την παραγωγική αδρανοποίηση, οδηγείται σε στάσεις ενδο-εργατικού ανταγωνισμού, αδυνατεί να ασκήσει επαρκή κοινωνική πίεση και να έχει διαπραγματευτική ισχύ (λ.χ. αποδέχεται αναγκαστικά τις μορφές μερικής απασχόλησης σε μειωμένες αποδοχές). Η πίεση που αντικειμενικά ασκεί στον ενεργό εργαζόμενο κόσμο της ιδιωτικής οικονομίας είναι ασφυκτική, επιφέροντας την ενίσχυση των τάσεων υποταγής του στην εργοδοτική εξουσία. Άλλωστε οι συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία, παραδοσιακά και σήμερα, όπως η εκτενής οικογενειακή υποστήριξη των νέων ανέργων ή η στήριξη των ανέργων σε ημιαγροτικές απασχολήσεις κατά τρόπο πρόσκαιρο-μεταβατικό, λειτουργούν ως αμορτισέρ για την απορρόφηση ενός μέρους των κοινωνικών εντάσεων που προκαλεί η μαζική και παρατεταμένη ανεργία. [5] Ο κόσμος της «καθεαυτό» εργατικής τάξης των μισθωτών εργαζομένων στην ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή (βιομηχανία, κατασκευές, συγκοινωνίες, εμπόριο, επισιτισμός κ.λπ.) μόλις και μετά βίας προσεγγίζει το 50% της συνολικής μισθωτής εργασίας και οριακά το 30% του συνολικού ΟΕΠ της χώρας. Ωστόσο, παρ' όλο το γεγονός ότι δεν αποτελεί πλειοψηφική κοινωνική δύναμη, εντούτοις αποτελεί το πολυπληθέστερο σχετικά τμήμα του ΟΕΠ, πολλαπλάσιο της κυριαρχούσας αστικής τάξης, αριθμητικά ισοδύναμο με τις πολύμορφες μικροαστικές τάξεις, και κυρίως αντιπροσωπεύει την κατ' εξοχήν παραγωγική καρδιά της ελληνικής οικονομίας και παραγωγής. Η εργατική τάξη του ιδιωτικού τομέα, ενώ αντιπροσωπεύει τη σημαντικότερη (αν όχι την αποκλειστική) παραγωγική δύναμη, εντούτοις αναπαράγεται μέσα σ' ένα καθεστώς «κοινωνικού φασισμού» (στέρησης των συνταγματικών εργατικών δικαιωμάτων), υφίσταται μια απροσμέτρητη παρατεταμένη εισοδηματική λιτότητα (λόγω της πίεσης του «εφεδρικού στρατού» των ανέργων), αναπτύσσει μια αναγκαστικά παραγωγική εντατικοποιημένη δραστηριότητα, βρίσκεται κάτω από μια ισχυρότατη αυταρχική επιβολή του διευθυντικού δικαιώματος της καπιταλιστικής εξουσίας. Έτσι η καθεαυτό εργατική τάξη της ιδιωτικής οικονομίας, ενώ διαδραματίζει κοινωνικά το νευραλγικό ρόλο της κύριας παραγωγικής δύναμης, εντούτοις βρίσκεται στη δυσμενέστερη κοινωνική κατάσταση από κάθε άποψη: Σε πλήρη ανασφάλεια απασχόλησης, σε Σελίδα 2 / 9
διαρκή εισοδηματική συμπίεση, υπό καθεστώς άμεσης εργοδοτικής καταστολής, στερημένη των συνταγματικών της ελευθεριών στο χώρο της άμεσης παραγωγής, χωρίς οργανικές εκπροσωπήσεις στο πολιτικό εποικοδόμημα, ολοκληρωτικά αποκομμένη από κάθε μηχανισμό άσκησης εξουσίας. Ουσιαστικά τροφοδοτεί με την παραγωγική της δραστηριότητα τόσο την κερδοφορία της επιχειρηματικής δράσης του κεφαλαίου όσο και τη λειτουργία των αστικών κρατικών μηχανισμών που με την παρέμβασή τους απεργάζονται τους όρους αναπαραγωγής της αλλοτρίωσής της. Πολύ περισσότερο που στη σημερινή συγκυρία στερείται και αυτών ακόμη των στοιχειωδέστερων συνδικαλιστικών-κοινωνικών της εκπροσωπήσεων αν δεν πρόκειται για «αντιπροσωπεύσεις» του «εργοδοτικού συνδικαλισμού» που συνιστά μηχανισμό καταστολής των εργατικών συμφερόντων. [6] Από την άλλη πλευρά, το δεύτερο ιδιαίτερο ταξικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στις σημερινές συνθήκες αφορά στους όρους αναπαραγωγής των διευρυμένων μικροαστικών τάξεων που καλύπτουν περί το 33% του ΟΕΠ. Ένα γενικό γνώρισμα της ελληνικής μικροαστικής διαστρωμάτωσης αφορά τη διπλή ροπή της αφ' ενός προς διαδικασίες οικονομικής παραφθοράς στα πλαίσια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και διεθνοποίησης (αγροτικός πληθυσμός με την εφαρμογή των ρυθμίσεων του ΠΟΕ, παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα των πόλεων) και αφ' ετέρου προς διαδικασίες ενσωμάτωσης στις κατευθύνσεις του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού (νέες μικροαστικές τεχνοκρατικές ελευθεροεπαγγελματικές μερίδες). Η παραφθορά των παραδοσιακών τμημάτων της μικροαστικής τάξης έτεινε δονητικά να τις ωθήσει προς στάσεις αντιπολιτευτικές έναντι του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού και των κυβερνητικών ρυθμίσεων (ενδεικτικές απ' αυτή την άποψη οι δυναμικές αγροτικές κινητοποιήσεις στο δεύτερο μισό της 10ετίας του 1990). Κι είναι ακριβώς σ' αυτό το επίπεδο που υπήρξε η «σωτήρια» γι' αυτές και για το σύστημα της αστικής ταξικής κυριαρχίας παρέμβαση του φαινομένου των οικονομικών μεταναστών σ' ολόκληρη την προηγούμενη 10ετία και μέχρι σήμερα. Έτσι, το δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ταξικής συγκρότησης είναι σ' ολόκληρη την τελευταία 10ετία του 1990 και σήμερα η «μετακύλιση» των συνεπειών της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και του κυβερνητικού νεοφιλελευθερισμού από σημαντικά τμήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων στους ξένους εργάτες. Μ' άλλες λέξεις, η παραφθορά ευρύτατων μερίδων του αγροτικού πληθυσμού και των επαγγελματοβιοτεχνών των αστικών κέντρων αντιμετωπίστηκε με την υπερεκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών, πράγμα που συνέβαλε τα μέγιστα, με την ενίσχυση της ίδιας της ελληνικής αστικής τάξης (η οποία δεν χρησιμοποιεί ξένο εργατικό δυναμικό στις μεγάλες επιχειρήσεις παρά εντελώς περιθωριακά), στην άμβλυνση των συνεπειών της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και νεοφιλελεύθερης πολιτικής στις παραδοσιακές μικροαστικές τάξεις της πόλης και της υπαίθρου. Αυτό το πολυσήμαντο οικονομικο-κοινωνικό γεγονός συνέβαλε στη διατήρηση της «συναίνεσης» της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης (που αντιπροσωπεύει τα 2/3 των συνολικών μικρομεσαίων στρωμάτων, δηλαδή ένα ποσοστό που προσεγγίζει το 25% περίπου του ΟΕΠ της χώρας) στο σύστημα της αστικής ταξικής κυριαρχίας και στην προσάρτησή της στον πολιτικό αστερισμό του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού. [7] Είναι αυτά τα ίδια τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα, που υπερεκμεταλλεύονται τους ξένους εργάτες, εκείνα τα οποία τροφοδοτούν τον «ρατσισμό-ξενοφοβία» και πάνω στα οποία εδράζεται πολιτικά η όποια «εθνικοπατριωτική» πολιτική κατεύθυνση. Το κοινωνικό-πολιτικό αυτό ρεύμα του μικροαστικού ρατσισμού βρίσκεται μακράν από το να επιδιώκει την εκδίωξη-απομάκρυνση των οικονομικών μεταναστών από την ελληνική οικονομία, το αντίστροφο μάλιστα συμβαίνει. Απεναντίας, βλέποντας την οποιαδήποτε κίνηση «νομιμοποίησης» ενός μέρους του ξένου εργατικού δυναμικού (το οποίο παρ' όλα αυτά είναι ολοσχερώς εξαρτημένο και πειθήνιο), αντιλαμβάνονται ότι θα χάσουν την αντίστοιχη δυνατότητα της υπερεκμετάλλευσής του (εξαγωγή απόλυτης υπεραξίας με την απασχόλησή του στην αγροτική παραγωγή και τις επαγγελματοβιοτεχνικές εκμεταλλεύσεις). Η τροφοδότηση έτσι της «μικρομεσαίας ξενοφοβίας» αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνον στην ακύρωση-ματαίωση των διαδικασιών αναγνώρισης των στοιχειωδών δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών και στην άσκηση τρομοκρατίας σε βάρος τους (η σύγχρονη δράση της Συνοριακής Αστυνομίας αντιπροσωπεύει ό,τι πιο αυταρχικό έχει να επιδείξει ο αστικός κατασταλτικός μηχανισμός σήμερα), προκειμένου να είναι δυνατή η ανεμπόδιστη υπερεκμετάλλευσή τους. Σελίδα 3 / 9
Από την άλλη πλευρά βέβαια η νέα μικροαστική τάξη των πόλεων που δεν έχει ανάγκη να προσφύγει σ' αυτές τις διαδικασίες (ελευθεροεπαγγελματίες, τεχνοκρατικά στρώματα κ.λπ.) ή αδυνατεί να το κάνει (λ.χ. εμπορικά καταστήματα όπου η χρησιμοποίηση ξένων εργατών ως εμποροϋπαλλήλων θα λειτουργούσε αρνητικά γι' αυτά), έχει προσχωρήσει σε γενικές γραμμές στις κατευθύνσεις του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού «εκσυγχρονισμού» εγκαταλείποντας προ πολλού τον μικροαστικό προοδευτικό μεταρρυθμισμό της περιόδου 1974-90. Η αλματώδης ανάπτυξη των υπηρεσιών όπως των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η δρομολόγηση της κατασκευής μεγάλων έργων κοινοτικής (κατά πλειοψηφία) χρηματοδότησης, η ιδιωτικοποίηση κοινωφελών δραστηριοτήτων όπως των υγειονομικών υπηρεσιών κ.λπ. έχουν δώσει πεδίο οικονομικής ανάπτυξης στις νέες μικροαστικές μερίδες (οικονομολόγοι, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.λπ.) οι οποίες ως εκ τούτου στηρίζουν αντικειμενικά τις σύγχρονες νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις. Απ' αυτή την άποψη οι διαδικασίες κοινωνικής ενσωμάτωσης της νέας μικροαστικής τάξης δημιουργούν προσομοιώσεις της ελληνικής κοινωνίας προς αυτές του ώριμου ευρωπαϊκού καπιταλισμού, εξού και ο έντονα φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός αυτών των κοινωνικών στρωμάτων. [8] Αυτά τα δύο κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα αντιπροσωπεύουν δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού έναντι των ευρωπαϊκών χωρών του ώριμου καπιταλισμού (όπου παρ' όλη την αναδιάρθρωση και τον νεοφιλελευθερισμό λειτουργούν αριστερά κόμματα εργατικής κατεύθυνσης όπως η Ιταλική Κομμουνιστική Επανίδρυση και η Γαλλική Ριζοσπαστική Αριστερά και μεταρρυθμιστικά μαζικά συνδικάτα στον ευρωπαϊκό πυρήνα Γαλλίας - Γερμανίας - Ιταλίας). Αυτά τα δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθιστούν πανίσχυρο εκλογικά το νεοφιλελεύθερο δικομματισμό όσο και εξαιρετικά ηγεμονική κοινωνικά την καπιταλιστική επιχειρηματική εξουσία. Πρόκειται: Αφ' ενός για την περιορισμένη κοινωνική εμβέλεια της «καθεαυτό» εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής με την παράλληλη «μικροαστικοποίηση» της μισθωτής εργασίας στο δημόσιο τομέα, όσο και την εξουδετέρωση του 1/3 της μισθωτής εργασίας (ανέργων και μεταναστών) από την ίδια της την οικονομική και θεσμική κατάσταση. Και αφ' ετέρου, για την οικονομική στήριξη που απολαμβάνει η ελληνική παραδοσιακή μικροαστική τάξη από την υπερεκμετάλλευση των ξένων εργατών, πράγμα που επιφέρει τη «συναίνεσή» της στον νεοφιλελεύθερο δικομματισμό και την πρόσκαιρη «διάσωσή» της από τη λαίλαπα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Με δεδομένο έτσι το γεγονός της ολοσχερούς ενσωμάτωσης των μικροαστικών τάξεων στον αστικό συνασπισμό εξουσίας (οι παραδοσιακές μερίδες λόγω της υπερεκμετάλλευσης των ξένων εργατών, τα νέα ελευθεροεπαγγελματικά στρώματα εξ αιτίας των οικονομικών δυνατοτήτων που διανοίγονται μπροστά τους, τα στρώματα της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης του δημόσιου τομέα λόγω του «προνοιακού εργασιακού καθεστώτος» που συνεχίζουν να απολαμβάνουν) καθίσταται ατελέσφορη και άγονη η όποια αριστερή στρατηγική εδράζεται στην κυρίαρχη ηγεμονία μικροαστικών επιδιώξεων στην «καθεαυτό» εργατική τάξη (καπιταλιστική παραγωγή, άνεργοι και μετανάστες). Υπ' αυτή την κοινωνικο-ταξική έννοια είναι αναποτελεσματικές οι πολιτικές της «αντιμονοπωλιακής» συμμαχίας-μετώπου του ΚΚΕ και του «προοδευτικού εκσυγχρονισμού» του ΣΥΝ, που βασίζονται σε τακτικές μετώπου και συμμαχίας, ηγεμονίας και κυριαρχίας, μερίδων των παραδοσιακών και νέων μικροαστικών τάξεων με την «καθεαυτό» εργατική τάξη. Η αριστερή κοινωνικο-ταξική στρατηγική στις δεδομένες σημερινές συνθήκες δεν μπορεί παρά να πατήσει μονομερώς στο έδαφος, όσο ακανθώδες και δυσμενές κι αν εμφανίζεται στη σύγχρονη συγκυρία, του κόσμου της «καθεαυτό» εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής. [9] Διαμορφώνονται έτσι στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία δύο σαφώς διαφοροποιημένα κοινωνικο-ταξικά μπλοκ που δεν τέμνονται κατά κανέναν τρόπο με τις αντιλήψεις των «αντιμονοπωλιακών μετόπων» (συμπαράταξη συλλήβδην μισθωτής εργασίας - μικροαστικών στρωμάτων - μικρομεσαίων επιχειρηματιών απέναντι στην κυριαρχία των «πολυεθνικών μονοπωλίων»). Οι δύο αυτοί συνασπισμοί (εξουσίας και κυριαρχούμενος) εμφανίζονται πληθυσμιακά σχεδόν ισοδύναμοι, τη στιγμή μάλιστα που ο αστικός συνασπισμός εξουσίας έχει διαταξικά χαρακτηριστικά: Το σύνολο των μερίδων της αστικής τάξης, η πλειοψηφία των παραδοσιακών Σελίδα 4 / 9
μικροαστικών στρωμάτων (που βασίζουν την κοινωνική τους αναπαραγωγή στην υπερεκμετάλλευση των μεταναστών), η πλειονότητα των νέων ελευθεροεπαγγελματικών (τεχνοκρατικών) μικροαστικών τάξεων, πλατειά στρώματα του κρατικού μηχανισμού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα («προνοιακό εργασιακό καθεστώς»), συνολικά ένα ποσοστό που προσεγγίζει σχεδόν το 50% του ΟΕΠ. Μάλιστα οι κοινωνικές τάξεις που απαρτίζουν τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας διαθέτουν τις ισχυρότερες κοινωνικές οργανώσεις (ΣΕΒ, ΣΤΕΗΤ, Επιστημονικά και Τεχνικά Επιμελητήρια, ΑΔΕΔΥ, ΓΣΕΕ κ.λπ.). Από την άλλη πλευρά, ο κυριαρχούμενος λαϊκός συνασπισμός εμπερικλείει κατ' εξοχήν την «καθεαυτό» εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής (που η παρατεταμένη πολιτική της εισοδηματικής λιτότητας και μαζικής ανεργίας έχει οδηγήσει στην υπαγωγή της σ' ένα είδος καθεστώτος «κοινωνικού φασισμού»), τον άνεργο κόσμο, τους ξένους εργάτες και ορισμένα τμήματα των παραγωγικών δημόσιων επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων μικροαστικών στρωμάτων, που αθροιστικά καλύπτουν το άλλο 50% περίπου του ΟΕΠ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τάξεις αυτές του κυριαρχούμενου λαϊκού μπλοκ εμφανίζουν το χαμηλότερο δυνατό βαθμό κοινωνικής οργάνωσης, είτε εξ αιτίας του καθεστώτος κοινωνικής καταστολής στο οποίο υπάγονται (εργατική τάξη της ιδιωτικής οικονομίας), είτε εξ αιτίας της υποδεέστερης οικονομικής (άνεργοι) και θεσμικής (μετανάστες) κατάστασης στην οποία αναπαράγονται. Ουσιαστικά αυτές οι κοινωνικές τάξεις που αποτελούν την παραγωγική καρδιά της ελληνικής οικονομίας είναι «εξαφανισμένες» από το γενικό πολιτικό λεξιλόγιο, από τον λόγο των ΜΜΕ (τηλεοπτικών και εντύπων), από τον οικονομικό τύπο, όπως και συνολικά από τους θεσμούς του αστικού πολιτειακού εποικοδομήματος. Ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος δικομματισμός υπάρχει και λειτουργεί για την προάσπιση, προαγωγή και επιβολή των συμφερόντων των αστικών κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων, μέσα από τη διασφάλιση των αναγκαίων συμμαχιών (κύρια με τη μεγάλη πλειονότητα των μικροαστικών τάξεων), όπως επίσης και τη «συναίνεση» σημαντικών στρωμάτων του κυριαρχούμενου λαϊκού συνασπισμού. Απεναντίας η Αριστερά δεν μπορεί να υπάρχει παρά ως η πολιτική έκφραση, ο ιδεολογικός διαφωτιστής, ο κοινωνικός οργανωτής των ταξικών συμφερόντων (άμυνας, μεταρρυθμισμού, καθολικής χειραφέτησης) των κοινωνικών δυνάμεων του κυριαρχούμενου λαϊκού μπλοκ. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει ή λειτουργεί στρεβλά στο πεδίο του ελληνικού αριστερού κινήματος στο βαθμό που: Το μεν παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα, ενώ έχει ως κοινωνική του αναφορά τον κόσμο της εργατικής τάξης, των ανέργων, των αυτοαπασχολουμένων, ηγεμονεύεται εντούτοις πολιτικο-ιδεολογικά από τις επιδιώξεις μικρομεσαίων στρωμάτων και μικροαστικών μερίδων (που εντάσσονται ταξικά στα πλαίσια του κυρίαρχου κοινωνικού μπλοκ), με αποτέλεσμα τη «στρέβλωση», αναποτελεσματικότητα και ενδεχόμενη «ακύρωση» των εργατικών λαϊκών του εκπροσωπήσεων. [10] Το δε «ανανεωτικό» αριστερό κίνημα, ενώ αντίστοιχα αναφέρεται σε δυνάμεις του κόσμου της μισθωτής εργασίας (κυρίως του δημόσιου και κοινωφελούς τομέα της οικονομίας), εντούτοις ηγεμονεύεται ασφυκτικά από τις στοχεύσεις και πρακτικές μερίδων των νέων μικροαστικών (τεχνοκρατικών) τάξεων με αποτέλεσμα την πολιτική και ιδεολογική επικράτηση «εκσυγχρονιστικών» κατευθύνσεων, που αναπαράγουν σταθερά την αποστασιοποίησή του από τις κύριες ταξικές δυνάμεις του κυριαρχούμενου λαϊκού συνασπισμού (ιδιαίτερα την εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής). [11] Η έδραση έτσι της ελληνικής Αριστεράς σε τμήματα των μικροαστικών τάξεων (που κοινωνικά και οικονομικά εντάσσονται στο εσωτερικό του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας, αν και σε θέσεις υποδεέστερες και με αντιθέσεις προς τις ηγεμονικές μερίδες της αστικής τάξης) και η αναφορά της στα εργαζόμενα, άνεργα, μεταναστευτικά στρώματα, κατά τρόπο στρεβλό και δευτερογενή, στερεί από το αριστερό κίνημα τον πρωταρχικό του ρόλο ως πολιτικού εκφραστή, κοινωνικού οργανωτή και ιδεολογικού διαφωτιστή των ταξικών δυνάμεων του κυριαρχούμενου κοινωνικού συνασπισμού. Η εγγενής αυτή αντιφατικότητα της ελληνικής Αριστεράς βρίσκεται ουσιαστικά στην αφετηρία της πολιτικής της περιθωριοποίησης και της κοινωνικής της αναποτελεσματικότητας. Σελίδα 5 / 9
Η αυτοτελής πολιτική έκφραση, ο μαρξιστικός κριτικός διαφωτισμός, η κοινωνική (συνδικαλιστική) οργάνωση της «καθεαυτό» εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής αποτελούν έτσι μέγιστα ζητούμενα στη σύγχρονη πολιτική και οικονομική συγκυρία. Πολύ περισσότερο που το καθεστώς «κοινωνικού φασισμού» στο οποίο αυτή έχει υπαχθεί, όπως και η οικονομική και θεσμική «αναπηρία» των ανέργων και των ξένων εργατών, έχουν προκαλέσει την κοινωνική-συνδικαλιστική της αποδιάρθρωση, πράγμα που καθιστά εξαιρετικά δυσχερή τη στοιχειώδη της υποκειμενικοποίηση και αυτόνομη προβολή της στο πολιτικό προσκήνιο. Μ' αυτή την έννοια η ανταπόκριση σ' αυτές τις πρωταρχικές αναγκαιότητες δεν μπορεί παρά να είναι κυρίαρχο αντικείμενο παρέμβασης του αριστερού κινήματος αν θέλει να επιβεβαιώνεται ως τέτοιο. Σε αντίθεση με την πολιτική του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού που μπορεί να βρίσκει εκλογική απήχηση-«συναίνεση» και σε πλατειά στρώματα των κυριαρχούμενων εργαζομένων τάξεων, η Αριστερά δεν μπορεί να έχει αυτή τη διαταξική εμβέλεια, δεν μπορεί να έχει επιρροή και έδραση παρά στις υποτελείς ταξικές κοινωνικές δυνάμεις: Η αναφορά σε πλατειά πλειοψηφικά κοινωνικά μέτωπα διαταξικού χαρακτήρα («προοδευτικά» ή «αντιμονοπωλιακά») ανήκει στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας, που συστηματικά διαψεύδεται από την ίδια την πολιτική πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, κριτήριο φερεγγυότητας και αποτελεσματικότητας των αριστερών σχηματισμών όσο και των εγχειρημάτων ριζοσπαστικού επαναπροσδιορισμού του αριστερού κινήματος είναι η πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική τους επικέντρωση στις ταξικές δυνάμεις του κυριαρχούμενου κοινωνικού συνασπισμού, κατά τρόπο μετωπικό και ταυτόχρονα ανασυνθετικό και στο πεδίο της κοινωνικής άμυνας, και στο επίπεδο του πολιτικού μεταρρυθμισμού και σ' εκείνο της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής χειραφέτησης. Η αυτόνομη συνθετική ανάδειξή τους στο προσκήνιο (συνδικαλιστικά, πολιτικά, θεωρητικά) είναι η μόνη που μπορεί να τροποποιήσει τους συσχετισμούς των δυνάμεων και να επιφέρει σημαντικές ρωγμές στον επικρατούντα αδιατάρακτο νεοφιλελεύθερο δικομματισμό. Γιατί ακριβώς θα αναδείξει τις οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις στο μοναδικό, πραγματικό και γόνιμο για την Αριστερά πεδίο της ταξικής αντιπαράθεσης-πόλωσης των δύο κοινωνικών μπλοκ (κυριαρχίας και υπαγωγής), ή μ' άλλες λέξεις στο επίπεδο των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων εκμετάλλευσης και υποταγής, κυριαρχίας και αλλοτρίωσης. ΤΑΞΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟυ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟς (Απασχολούμενοι + Άνεργοι + Μετανάστες) 4.600.000 100,00% 1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞη 270.000 6% 1. -Α. Καπιταλιστική επιχειρηματική εργοδοσία 1. -Β. Μικρομεσαίοι εργοδότες 110.000 160.000 41% 59% 2% 4% Σελίδα 6 / 9
2. ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙα 1.500.000 33% 2. -Α. Παραδοσιακή μικρομεσαία αγροτική τάξη 2. -Β. Παλιά και νέα μικροαστικά στρώματα των πόλεων 720.000 780.000 48% 52% 16% 17% 3. ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑς 2.840.000 61% 3. -Α. Μισθωτοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Κεντρική Διοίκηση, Δημόσιες Επιχειρήσεις κ.λπ.) 3. -Β. Εργαζόμενοι μισθωτοί στην καπιταλιστική παραγωγή (Βιομηχανία, κατασκευές, επισιτισμός κ.ά.) 3. -Γ. Άνεργο Εργατικό Δυναμικό 3. -Δ. Μετανάστες - Ξένοι Εργάτες 600.000 1.400.000 440.000 400.000 21% 50% 15% 14% 13% 30% Σελίδα 7 / 9
10% 8% [1] Μια θέση γενικά αποδεκτή που για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αναπτύσσεται εκτενώς από τον Π. Παπαδόπουλο, Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987. [2] Η ταξική συγκρότηση των δύο αντιτιθέμενων κοινωνικών συνασπισμών εκτίθεται αναλυτικά στο Α. Ταρπάγκος «Αντικαπιταλιστική πολιτική και ταξική διαστρωμάτωση», Πριν, 18 Ιουνίου 1995. [3] Σχετικά Α. Ταρπάγκος «Η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού στη συγκυρία των βουλευτικών εκλογών 2000», Θέσεις, τ. 71, Απρίλιος-Ιούνιος 2000. [4] Γι' αυτόν τον ρόλο των εργαζομένων στρωμάτων στο δημόσιο τομέα βλ. Α. Ταρπάγκος «Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά απέναντι στον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό», Θέσεις, τ. 60, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1997. [5] Πρόσφατη ανάλυση για το ζήτημα: Γ. Ντούρος - Γ. Στρατής «Αιτίες εμφάνισης της ανεργίας και οι επιπτώσεις της στην εργατική τάξη» στο Κ.Μ.Ε, Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2000. [6] Πλήρη και επεξεργασμένα στοιχεία για τη σύνθεση της σύγχρονης μισθωτής εργασίας, την εργατική τάξη κ.λπ. δίνονται στην ανάλυση του Ν. Κυρίτση «Οι αλλαγές στην εργατική τάξη 1961-1996», στο Κ.Μ.Ε, Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2000. [7] Έγκαιρα και τεκμηριωμένα αναλύθηκε αυτό το φαινόμενο σε: Α. Ταρπάγκος «Ξένοι εργάτες και ελληνική κοινωνία», Πριν, 28 Απριλίου 1996. [8] Για την ένταξη αυτή των μικροαστικών τάξεων στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας βλ. Α. Ταρπάγκος: «Κοινωνικές συμμαχίες και ταξικά μπλοκ στον αστερισμό της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς», στο ΟΝΕ: Μια εναλλακτική προσέγγιση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1999. [9] Για την τεκμηρίωση και απόδειξη αυτής της ηγεμονίας βλ. Α. Ταρπάγκος: «Μικροαστική και αστική ηγεμονία στο ελληνικό αριστερό λαϊκό κίνημα», Θέσεις, τ. 41, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1992. [10] Πρόσφατες σχετικές κριτικές τοποθετήσεις: Α. Ταρπάγκος «Αντιμονοπωλιακή συμμαχία και πολιτική ή αντικαπιταλιστικό μέτωπο και στρατηγική;», Κομμουνιστική Επιθεώρηση 2000, Έκτακτο τεύχος, όπως εξίσου Α. Ταρπάγκος «ΚΚΕ: Με τα μονοπώλια, με τον μικρομεσαίο καπιταλισμό ή με την εργατική τάξη;», Μανιφέστο, Δεκέμβριος 2000. Σελίδα 8 / 9
[11] Άλλωστε αυτή η ιστορική αποστασιοποίηση της «ανανεωτικής» εκδοχής του ελληνικού αριστερού κινήματος θεωρητικοποιήθηκε και ιδεολογικά με τις ανεδαφικές και ανυπόστατες αναλύσεις του Κ. Τσουκαλά, όπως στο «Για τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής κοινωνίας», σε Κοινωνική δομή και Αριστερά, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1990. Σελίδα 9 / 9