και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Το παραμύθι της αγάπης

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!


2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Οι προσωπικοί στόχοι καθενός μπορούν κατά καιρούς να αποτελούν και να καθορίζουν το success story της ζωής του για μια μικρή ή μεγάλη περίοδο.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Η Αλφαβητοχώρα. Γιώργος Αμπατζίδης. Ελλάδα. A sea of words 5 th year

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ο Φώτης και η Φωτεινή

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Ο Ray Mesterio είναι ένας εξαιρετικός παλαιστής που ξέρει πολλές τεχνικές. Φοράει συνέχεια μια χρωματιστή μάσκα κι έτσι δεν ξέρουμε πώς είναι το

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Ο Θάνατος του Johnny Stompanato

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Transcript:

Ρώμη Μάρκιος

Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Ρώμη - Μάρκιος» Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε. - Αθήνα 2011 Νίκος Μπατσιούλας Επιμέλεια Κειμένου Παναγιώτης Ηλιόπουλος Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Πανόρμου 83, Τ.Κ. 115 24 - Αθήνα Τηλ.: 2103315186, Fax: 2103315134 e-mail: info@batsioulas.gr url: www.batsioulas.gr ISBN: 978-960-6813-11-5 ΑΘΗΝΑ 2011

Νίκος Μπατσιούλας Ρώμη Μάρκιος

Στην οικογένειά μου, που πάντα με στηρίζει

Περιεχόμενα I. Άνγκους 13 ΙΙ. Αριμίνιουμ 21 ΙΙΙ. Σέξτος και Φίλωνας 27 IV. Σικίνιοι 79 V. Ενηλικίωση 103 VI. Πεδίο του Μαρς 139 VIΙ. Μάρκελλος 167 VIΙI. Συρακούσες 223 IX. Απουλία 257 X. Λίβια 307 XΙ. Αριάδνη 357 XII. Ζάμα 393 XIII. Κυνός Κεφαλές 439 XIV. Μούτινα 483 XV. Ρώμη 511 Χρονολόγιο 529

Vae Victis! (Αλλοίμονο στους ηττημένους) Βρέννος, Γαλάτης πολέμαρχος, 390 π.χ., μετά τη νίκη των Γαλατών επί των Ρωμαίων

I Άνγκους «Ο Αννίβας έρχεται!» «Τρέξτε να σωθείτε!» «Θεοί, λυπηθείτε μας!» «Ο Αννίβας έρχεται!» Άνοιξα τα μάτια μου. Η μυρωδιά του ξεραμένου αίματος, του δικού μου αίματος, ανακατεμένου με τα κάτουρά μου, έκαναν την ατμόσφαιρα στο μικρό δωμάτιο αποπνιχτική. Ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο χωμάτινο δάπεδο και το στεγνό στόμα μου έχασκε ακουμπώντας στην πατημένη σκόνη. Προσπάθησα να βγάλω λίγο σάλιο, μπας και δροσίσω τον λαιμό μου. Μάταια, ο ξερός λαιμός μου διαμαρτυρήθηκε και άρχισα να βήχω με μανία. Αναγκαστικά όλοι οι μύες του σώματός μου άρχισαν να λειτουργούν και ο πόνος από τη χαρακωμένη μου πλάτη έκανε το κεφάλι μου να σπάσει. Ασυναίσθητα κουλουριάστηκα, φέρνοντας τα γόνατά μου στο ύψος του στήθους και το κεφάλι κοντά στα γόνατα. Αμέσως τινάχτηκα προς τα πίσω σφαδάζοντας, πλέον, από τον αφόρητο πόνο. Το μαστίγιο του Φέστου πρέπει να είχε κάνει καλή δουλειά. Έσφιξα τα δόντια ενώ ο βήχας δεν 13

Νίκος Μπατσιούλας με είχε αφήσει ακόμα. Ανάσαινα γρήγορα και προσπαθούσα να βήχω με κλειστό το στόμα και να παραμένω ακίνητος. Μετά από λίγο, κατάφερα να χαλαρώσω. Δεν έπρεπε να φωνάξω. Δεν ήθελα να φωνάξω. Πόση ώρα -ή μήπως μέρες- ήμουν αναίσθητος, δεν ξέρω. Αισθανόμουν τις πληγές μου να βγάζουν ακόμα αίμα, αλλά αυτό θα οφειλόταν μάλλον στις κινήσεις που έκανα πριν. Πίσω από τους τοίχους οι κραυγές των Ρωμαίων για τον ερχομό του Αννίβα συνεχίζονταν, μαζί με ένα βουητό, θαρρείς σαν από σμήνος μελισσών, το οποίο ήταν θρήνοι και μοιρολόγια. Αυτό σήμαινε ένα πράγμα, ο Αννίβας νίκησε και ερχόταν στη Ρώμη! Όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν. Και δεν εννοώ την ήττα των Ρωμαίων, άλλωστε ο Αννίβας έδειξε τις ικανότητές του σε όλες τις προηγούμενες μάχες και ιδιαίτερα σε αυτές στον ποταμό Τρέβια και τη λίμνη Τρασιμένη, αλλά το να μπορέσει ο Καρχηδόνιος στρατηγός να έρθει τόσο γρήγορα μετά τη μάχη μπροστά από τα τείχη της Ρώμης για να την καταλάβει. Λίγο πριν το συμβάν με τη Λίβια και την τιμωρία από τον Φέστο, ο ρωμαϊκός στρατός και ο Αννίβας ήταν στρατοπεδευμένοι για δύο ημέρες στην Απουλία, κοντά σε μια μικρή πόλη, τις Κάννες, και δεν είχε γίνει κάποια εχθροπραξία. Σίγουρα θα ήθελε τουλάχιστον δέκα μέρες για να κερδίσει την όποια μάχη, να ξεκουράσει τον στρατό του και να έρθει στη Ρώμη και δεν έπρεπε να ήμουν ξαπλωμένος εδώ τόσο πολύ. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε αναταραχή. Δεν ξέρω αν γύρισε ο αφέντης, αλλά τα νέα της ήττας αρκούσαν. Ο μεγάλος γιος της οικογένειας, ο διάδοχος των Σικινίων, το καμάρι του αφέντη, ο Λούσιος Σικίνιος, ήταν μέλος 14

Ρώμη, Μάρκιος της νέας αυτής ρωμαϊκής στρατιάς και όλοι θα ετοίμαζαν τις δεήσεις στους θεούς για να γυρίσει πίσω σώος ή θα ξεκινούσαν να θρηνήσουν τον χαμό του. Η πόρτα του δωματίου που με είχαν άνοιξε. Ήταν η μάνα μου. Με δάκρυα στα μάτια, που μάλλον ήταν για εμένα και όχι για τους Ρωμαίους, έσκυψε από πάνω μου, χάιδεψε το κεφάλι μου και άρχισε να περιποιείται τις πληγές μου. Αφέθηκα στο γλυκό της άγγιγμα και έκλεισα τα μάτια. Όμως, πρέπει να τα πάρω από την αρχή. Ποτέ δεν ήμουν καλός στα γράμματα και δεν θα έπρεπε να ξεκινήσω από τη μέρα που άλλαξε τη ζωή μου. Είμαι ο Σέξτος Σικίνιος Μάρκιος ή Μάρκιος ή Άνγκους και αυτή είναι η ιστορία μου. Γεννήθηκα ελεύθερος, έγινα σκλάβος ενός αφέντη, μετά σκλάβος της Ρώμης και τώρα σκλάβος του εαυτού μου, των τύψεων και των αναμνήσεών μου. Αγάπησα, πόνεσα, μόχθησα, ταξίδεψα, έκανα φίλους και εχθρούς, αλλά κυρίως σκότωσα Οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες από αίμα και δάκρυα γιατί πρώτα από όλα είμαι ο Μάρκιος ο πολεμιστής. Ξεκινάω, λοιπόν, να γράψω την ιστορία μου, όχι για τις επόμενες γενιές, ούτε για τους απογόνους μου, αλλά για εμένα, μήπως και βρω την ησυχία που ψάχνω μετά από εκείνο το πρωινό στη Μούτινα. Γι αυτό θα γράψω όπως έζησα, όπως αισθάνομαι, όπως ξέρω, με τη ρωμαϊκή πειθαρχία της λεγεώνας και τη λιτή ζωή του στρατιώτη και όχι με τον ελληνικό, όμορφο τρόπο που πάσχιζε να μου μάθει ο αγαπημένος μου Φίλωνας. 15

Νίκος Μπατσιούλας Οι γονείς μου ανήκαν στη γαλατική φυλή των Βόιων, που κατοικούσε τότε από τη δεξιά πλευρά του ποταμού Πάδου στη βόρεια Ιταλία έως και πέρα από τις Άλπεις προς τα βορειοανατολικά. Ο πατέρας μου λεγόταν Γουίνφρεντ, που στη γλώσσα των Βόιων σημαίνει «ο φίλος της ειρήνης» και, σύμφωνα με τις νοσταλγικές ιστορίες που μου έλεγε η μάνα μου στα παιδικά μου χρόνια, το όνομά του αντικατόπτριζε ακριβώς και τη συμπεριφορά του. Παρά τον πολεμικό χαρακτήρα της φυλής του, ήταν φιλήσυχος, ασχολιόταν κυρίως με τα ζωντανά του και απέφευγε να μπλέκει σε αψιμαχίες. Οι συγχωριανοί του τον σέβονταν, αν και δεν ήταν πολεμιστής όπως αυτοί, και πολλές φορές κατέφευγαν στις συμβουλές του, παρά το νεαρό της ηλικίας του, αφού μπορούσε να συμβιβάσει ακόμα και τις πιο δύσκολες περιπτώσεις. Βέβαια, δεν έμενε και αυτός αμέτοχος στις πολεμικές συγκρούσεις της φατρίας του ή του λαού του, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο στους Γαλάτες. Το παρουσιαστικό του ήταν το αντίθετο από αυτό που έκανε. Ήταν ψηλός, ο ψηλότερος από τους άλλους της φατρίας του, με πολύ μεγάλη φυσική δύναμη, με μακριά ξανθά μαλλιά και, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της μάνας μου, ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει και θα έβλεπε ποτέ. Το 521 από την ίδρυση της Ρώμης 1, ένας μεγάλος λιμός χτύπησε την περιοχή που έμεναν και ανάγκασε τον πατέρα μου και πολλούς συγχωριανούς του να ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι προς τον νότο. Στόχος τους ήταν να περάσουν τις Άλπεις και να φτάσουν στην εύφορη κοιλάδα του Πάδου, στη σημερινή εντός των Άλπεων Γαλατία, όπου οι 1 Η ίδρυση της Ρώμης υπολογίζεται το 753 π.χ., οπότε το 521 από την ίδρυση της Ρώμης είναι το έτος 233 π.χ. 16

Ρώμη, Μάρκιος πρώτοι Βόιοι είχαν έρθει πριν από εκατόν πενήντα περίπου χρόνια. Οι φήμες που έφταναν στο χωριό τους έλεγαν για τον πλούτο και τις απέραντες, εύφορες πεδιάδες της περιοχής. Ο πατέρας μου ήταν τότε είκοσι χρονών και η μάνα μου δεκαεφτά. Ήταν παντρεμένοι τρία χρόνια και παρά το γεγονός ότι η μητέρα μου ήταν ήδη σε προχωρημένη εγκυμοσύνη πήραν τη δύσκολη απόφαση. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, το κρύο σου διαπερνούσε τα κόκαλα και οι προμήθειές τους ελάχιστες. Όμως, πίσω τους δεν είχαν ελπίδα επιβίωσης και αυτό τους έδινε κουράγιο. Ήταν σίγουρα μια απελπισμένη προσπάθεια. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, μέσα στα χιονισμένα βουνά, γεννήθηκα εγώ. «Πώς θα το ονομάσεις;», ρώτησε ένας από τους συνοδοιπόρους του, τον πανευτυχή που απέκτησε γιο πατέρα μου. «Αυτός θα είναι ο Άνγκους, ο δυνατός. Θα είναι δυνατός γιατί θα επιζήσει από αυτή την πορεία μας και θα συνεχίσει τη γενιά μου». Έτσι λοιπόν πήρα το πρώτο μου όνομα, που στη γλώσσα τον Βόιων σημαίνει ο άνθρωπος που κατέχει πρωτόγνωρη δύναμη. Ο πατέρας μου είχε μιλήσει προφητικά. Παρά το χαρούμενο γεγονός της γέννησής μου, πολλοί δεν ευχαριστήθηκαν, αφού η μάνα μου ήδη είχε αρχίσει να τους καθυστερεί και ήθελαν να περάσουν όσο πιο γρήγορα τα βουνά. Έτσι, πολλοί αποφάσισαν να συνεχίσουν και να μη μας περιμένουν. Αυτοί που έμειναν δίπλα μας ήταν κάποιοι λιγοστοί συγγενείς, που υπολόγιζαν τον πατέρα μου ως τον αρχηγό τους, περισσότερο για το θάρρος και την αισιοδοξία που έδειχνε παρά για την ηλικία του. Από τους περίπου τριακόσιους που ξε- 17

Νίκος Μπατσιούλας κίνησαν από το χωριό τους, έμειναν πλάι τους μόνο οι είκοσι. Αυτό δεν τους πτόησε και ξεκίνησαν τη δύσκολη κατάβαση των βουνών. Μετά από δεκαπέντε κοπιαστικές μέρες, ακολουθώντας πορεία προς τον νότο, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια, έφτασαν στις αρχές μιας μεγάλης πεδιάδας που διέσχιζε ένας μεγάλος ποταμός. Όσο την πλησίαζαν δεν είχε σταματήσει να βρέχει με μανία και είχαν αποπροσανατολιστεί. Είχαν χαθεί και δεν ήταν σίγουροι για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν για να φτάσουν στην πεδιάδα του Πάδου. Ακόμη δεν ήταν σίγουροι για το αν ήταν σε εχθρικό ή φιλικό έδαφος και το μέγεθος της ομάδας τους οπωσδήποτε δεν θα τρόμαζε κανέναν. Αποφάσισαν να προχωρήσουν προς τα νοτιοδυτικά, αφού πρώτα περνούσαν τον ποταμό που είχε φουσκώσει από τη βροχή και τους έφραζε τον δρόμο. Υπήρχαν δύο επιλογές, να γυρίσουν πίσω ψάχνοντας να βρούνε την πηγή του ή κάποιο ρηχό σημείο και στη συνέχεια να ξανακατέβουν ή να προχωρήσουν στην πεδιάδα ελπίζοντας να βρούνε κάποια γέφυρα ή πέρασμα. Αποφάσισαν να μη γυρίσουν προς τα πίσω. Άρχισαν να περπατούν κατά μήκος του ποταμού και μετά από δύο μέρες και αρκετές προφυλάξεις κατάφεραν να μάθουν πού βρίσκονταν, παίρνοντας το θάρρος και ρωτώντας έναν γέρο χωρικό που ζούσε μόνος του σε μια μικρή αγροικία. Ήταν σε γαλατικό έδαφος που ανήκε στη φυλή των Βενέτι, αλλά είχαν βγει εκτός πορείας κατά πολύ. Απείχαν περίπου μια μέρα από τη θάλασσα, την οποία και κανένας τους δεν είχε δει ποτέ και δεν ήξερε τι ήταν, και έπρεπε να στραφούν προς τα νότια για μισή μέρα, όπου και θα μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό, και στη συνέχεια προς τα δυτικά. 18

Ρώμη, Μάρκιος Το σούρουπο φτάσαμε στο πέρασμα. Εκεί μας επιτέθηκαν. Ήταν γύρω στους σαράντα, πάνοπλοι και αγριεμένοι. Ήταν πειρατές από την Ιλλυρία που είχαν βγει προς αναζήτηση σκλάβων στις γαλατικές ακτές. Τότε δεν είχε ξεκινήσει ακόμα ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ των Ρωμαίων και των Ιλλυριών πειρατών και οι τελευταίοι λυμαίνονταν τις ακτές και τα νερά της Αδριατικής, προς όφελος, βεβαίως, και της Ρώμης που μαζί με τις ελληνικές πόλεις ήταν οι βασικοί αγοραστές των σκλάβων που έπιαναν. Μας χτύπησαν ακριβώς την ώρα που περνάγαμε τον ποταμό. Οι μισοί από εμάς, μαζί με εμένα και τη μάνα μου, είχαμε ήδη περάσει απέναντι, ενώ ο πατέρας μου και ο θείος μου ήταν ακόμα στην απέναντι όχθη και βοηθούσαν τους υπόλοιπους. Αυτοί οι δύο ήταν και οι μόνοι που πρόλαβαν να τραβήξουν τα σπαθιά τους. Στον θείο μου έπεσαν τρεις και τον ξεκοίλιασαν αμέσως. Ο πατέρας μου ήταν πιο γρήγορος και απέφυγε την πρώτη επίθεση με μόνο τραύμα ένα κόψιμο στο αριστερό χέρι. Κατάφερε ένα χτύπημα στην κοιλιά ενός από τους αντιπάλους του ρίχνοντάς τον στο ποτάμι και προσπάθησε να το περάσει για να φτάσει σε εμάς. Αυτό ήταν και το λάθος του. Γύρισε την πλάτη του στους διώκτες του και έγινε αργός εξ αιτίας του νερού. Δέχθηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι, έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή και έπεσε στο νερό, που άρχισε να τον παρασέρνει. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε η μάνα μου. Τους υπόλοιπους μας έδεσαν με αλυσίδες και μας μετέφεραν προς την ακτή που είχαν το πλοίο τους. Εμένα με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της η μάνα μου όλη την ώρα. Θα μπορούσαν να με είχαν σκοτώσει ή να με πετάξουν στο ποτάμι, αλλά όπως έλεγε η μάνα μου ο θεός του ποτα- 19

Νίκος Μπατσιούλας μού με προστάτεψε. Εγώ πιστεύω ότι ήθελαν να δουν τι τιμή θα πιάναμε μάνα και γιος, ενώ αν ο αγοραστής ήθελε μόνο τη μάνα μου, απλώς θα με ξεφορτώνονταν αργότερα. Στο πλοίο, μας κατέβασαν στο αμπάρι. Εκεί βρίσκονταν ήδη καμιά τριανταριά άλλοι, άντρες και γυναίκες. Μετά από δύο-τρεις μέρες φτάσαμε σε ένα ρωμαϊκό λιμάνι. Κανένας δεν ήξερε φυσικά πού ήμασταν, αλλά όπως έμαθα αργότερα βρισκόμασταν στη ρωμαϊκή αποικία του Αριμίνιουμ 2. 2 Αριμίνιουμ: σημερινό Ρίμινι. 20

ΙΙ - Αριμίνιουμ «Φίλωνα, τι λες; Αυτή φαίνεται να μας κάνει». «Σίγουρα είναι πολύ όμορφη, αφέντη. Να ξεκινήσω το παζάρι;» Ο Σέξτος Σικίνιος έκανε ένα νεύμα στον Φίλωνα και πλησίασαν στην πλατφόρμα με τους σκλάβους. Ο δουλέμπορος μόλις είδε τη λευκή καλοδουλεμένη τήβεννο και τα κόκκινα σανδάλια του Σέξτου, αμέσως έστρεψε την προσοχή του σε αυτούς και είπε, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση: «Αφέντη μου, περάστε. Σήμερα έχουμε εκλεκτούς σκλάβους από τη Γαλατία. Έχουμε δυνατούς άντρες, όμορφες γυναίκες, τους καλύτερους που θα βρείτε σε όλο το Αριμίνιουμ. Πείτε μου, είδατε κάτι που σας άρεσε;» και έδειξε προς την πλατφόρμα. Όλη η λεία των πειρατών από τις προηγούμενες μέρες στεκόταν πάνω σε αυτή την ξύλινη κατασκευή. Όλοι οι νέοι σκλάβοι ήταν όρθιοι, γυμνοί, με μόνο τους ρούχο μια ξύλινη ταμπέλα που κρεμόταν με ένα σκοινί από το λαιμό τους και έγραφε τα προτερήματά τους, την ηλικία και την καταγωγή τους. Κάπου ανάμεσα σε όλους αυτούς 21

Νίκος Μπατσιούλας ήταν η μάνα μου, με εμένα στη σφιχτή αγκαλιά της. Αργότερα στη ζωή μου, είδα πολλές φορές σκλαβοπάζαρο, είτε στην αγορά κάποιας πόλης, είτε μετά από μια μάχη, άρα ξέρω καλά πώς θα δείχναμε τότε. Φοβισμένοι, ντροπιασμένοι, χωρίς ίχνος χαμόγελου και ελπίδας. Τι έγινε όμως εκείνη τη μέρα, το ξέρω καλά από τον μετέπειτα δεύτερο πατέρα και παιδαγωγό μου, τον πιστό σκλάβο του Σέξτου, τον Φίλωνα. «Ενδιαφερόμαστε για τη Γαλάτισσα», είπε ο Φίλωνας. «Είναι γερή;» «Είναι γερή και, όπως βλέπεις αφέντη μου, είναι και πολύ όμορφη» είπε ο δουλέμπορος, ενώ ένα πονηρό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του. «Θέλετε να τη δείτε καλύτερα;» συνέχισε. Ο Σέξτος με ένα νεύμα τού έδειξε να προχωρήσει. Ο δουλέμπορος έβγαλε την πινακίδα που κάλυπτε το στητό στήθος της, της έφτιαξε τα μαλλιά προς τα πίσω, ώστε να φαίνεται το όμορφο πρόσωπό της και έκανε μια κίνηση να με πάρει από την αγκαλιά της, για να μπορέσει ο υποψήφιος αγοραστής να θαυμάσει εξ ολοκλήρου τη σφριγηλότητα και νεανικότητα του κορμιού της. Όμως, μόλις η μάνα μου κατάλαβε ότι πάνε να της πάρουνε το παιδί της μέσα από τα χέρια, έβγαλε μια κραυγή που κατάφερε να στρέψει τα περισσότερα μάτια της αγοράς πάνω της, και με τράβηξε προς το μέρος της για να με προστατέψει. Η ίδια έκανε ένα μικρό βήμα προς τα πίσω, όσο της επέτρεπαν οι αλυσίδες που είχε στα πόδια, και έσκυψε λίγο, βάζοντάς με κάτω από τα στήθια της, στο ύψος της κοιλιάς της. Ευθύς ο δουλέμπορος, προσβεβλημένος, την άρπαξε από το χέρι, ενώ εκείνη πάλευε να με κρατήσει στην αγκαλιά της με το άλλο, και 22

Ρώμη, Μάρκιος σήκωσε το χέρι του για να τη χτυπήσει, αλλά το νεύμα του Σέξτου τον έκανε να σταματήσει. Με το χέρι ακόμα στον αέρα και τη μάνα μου σε στάση άμυνας, γύρισε προς τον Σέξτο και τον Φίλωνα και είπε: «Είναι λίγο ατίθαση ακόμα, αλλά σας διαβεβαιώ ότι θα μάθει» «Αυτό θα ρίξει την τιμή, ξέρεις» είπε ο Φίλωνας. «Αλλά άσ τη, προς το παρόν. Το παιδί είναι δικό της;» Ο δουλέμπορος έκανε έναν μορφασμό, που μάλλον θα οφειλόταν στην παρατήρηση του Φίλωνα για την τιμή, και είπε: «Αν μη τι άλλο δικό της πρέπει να είναι, για να το προστατεύει έτσι. Αν θέλετε την παίρνετε, με ή χωρίς αυτό, στην ίδια τιμή» Στο μεταξύ είχε έρθει και ένας από τους βοηθούς του δουλέμπορου και είχε σταθεί απειλητικά πίσω μας, σε περίπτωση που η μάνα μου επιχειρούσε να προβάλει αντίσταση ξανά. «Το μωρό δεν πρέπει να είναι δύο μηνών», είπε ο Φίλωνας, «αν είναι δικό της, θα έχει γάλα. Δες και πες μας!» Ο δουλέμπορος απόρησε με το περίεργο αίτημα. Έκανε ένα νεύμα στον βοηθό του ο οποίος γράπωσε τη δύσμοιρη γυναίκα που δεν καταλάβαινε τίποτα. Την έστησε πάλι όρθια. Έτσι όπως ήταν ακινητοποιημένη, της έπιασε το αριστερό βυζί και άρχισε να το ζουλάει με δύναμη. Η μάνα μου ούρλιαξε από τον πόνο ενώ το γάλα της είχε αρχίσει να τρέχει. Ο δουλέμπορος γύρισε προς τον Φίλωνα και τον Σέξτο, με τον τελευταίο να χαμογελάει ικανοποιημένος. «Ρώτησέ τη πώς τη λένε» είπε ο Σέξτος στον δουλέμπορο, απευθυνόμενος σε αυτόν για πρώτη φορά. 23

Νίκος Μπατσιούλας Αυτός κοίταξε τον βοηθό του, ο οποίος ρώτησε τη μάνα μου στη γλώσσα της. «Ρόσγουεν» ψέλλισε η μάνα μου. «Σημαίνει λευκό ρόδο» είπε ο βοηθός, ενώ ο δουλέμπορος τον κοίταζε εκνευρισμένος που απευθύνθηκε στον Σέξτο απευθείας. Ο πελάτης φαινόταν αρκετά πλούσιος για να φύγει προσβεβλημένος από έναν σκλάβο. «αφέντη» συμπλήρωσε αυτός και χαμήλωσε τα μάτια καταλαβαίνοντας το σφάλμα του. Το πρόσωπο του Σέξτου είχε έναν μορφασμό αηδίας που κανείς δεν ήξερε αν ήταν για τον σκλάβο που του απευθύνθηκε ή για το όνομα που άκουσε. «Αφού είναι λουλούδι και έχει και όνομα λουλουδιού, πες της ότι από εδώ και πέρα θα τη λένε Φλόρια», είπε προς τον βοηθό, και γυρνώντας προς τον Φίλωνα: «Διαπραγματεύσου την τιμή!» «Αφέντη μου, τι θα κάνουμε το μωρό;» ρώτησε ο Φίλωνας. «Α, ναι, είναι και αυτό Άσε το σε αυτόν εδώ να το κάνει ότι θέλει». «Αφέντη μου, συγχώρεσέ με αλλά μπορεί να μας συμφέρει να το κρατήσουμε» είπε χαμηλόφωνα ο Φίλωνας με έναν έντονο προβληματισμό στο πρόσωπό του. «Πρώτον, αν την πάρουμε από το παιδί της τώρα, μπορεί να της κοπεί το γάλα και τότε δεν θα κάνουμε τη δουλειά μας. Κι έπειτα» συνέχισε χαμηλώνοντας κι άλλο τη φωνή του και πλησιάζοντας προς τον Σέξτο, «είναι στην ίδια τιμή με τη μάνα του. Μπορούμε να τον εκπαιδεύσουμε, όπως έχουμε σκεφτεί να κάνουμε με τον Νέριο, και να κερδίσουμε έναν καλό σκλάβο στο μέλλον». «Ναι, αλλά ο Νέριος είναι άλλο. Αυτός είναι βάρβα- 24

Ρώμη, Μάρκιος ρος, αυτοί δεν κάνουν για γράμματα, υπολογισμούς και εμπόριο» αντέταξε ο Σέξτος. «Σίγουρα αφέντη μου, αλλά δεν θα μεγαλώσει με τους υπόλοιπους βάρβαρους, ακόμα και η γλώσσα που θα μάθει θα είναι η δική μας. Και ένας βάρβαρος σκλάβος που θα μεγαλώσει μέσα στην οικία σου θα είναι καλύτερος από έναν που ενδεχομένως να αγοράσουμε αργότερα και θα πρέπει να του τα μάθουμε όλα σε μεγαλύτερη ηλικία. Τελικά, αν αποδειχθεί ότι η ράτσα του δεν μπορεί να μάθει καμία τέχνη ή γράμματα, τον στέλνουμε στα χωράφια, στα πλοία ή τον ξεφορτωνόμαστε αργότερα». «Πρόσεξε Φίλωνα γιατί εσύ θα τον αναλάβεις. Αν έχω ένα αγρίμι στο σπίτι μου, θα την πληρώσεις εσύ!» Ο Φίλωνας έκανε μια μικρή υπόκλιση συγκατάθεσης και γύρισε προς τον δουλέμπορο για να διαπραγματευτεί την τιμή μας. Μετά από μερικά παζάρια, στα οποία ο Φίλωνας ήταν από τους καλύτερους που θα γνωρίσει ποτέ η Ρώμη, η τιμή κατέληξε στα χίλια τετρακόσια δηνάρια, όχι και άσχημα αν σκεφτεί κανείς ότι ένας δυνατός Γαλάτης έπιανε τότε περίπου εξακόσια με οκτακόσια δηνάρια και μια όμορφη σκλάβα, όπως η μάνα μου, πάνω από δύο χιλιάδες. Λίγο πριν μας κατεβάσουν από την πλατφόρμα, ο Σέξτος με σαφέστατα καλύτερη διάθεση από πριν, κυρίως λόγω της τιμής που πέτυχε ο Φίλωνας, ρώτησε τον σκλάβο του δουλέμπορου: «Ρώτα τη πώς λένε το παιδί». «Άνγκους» απάντησε η μάνα μου, στον ίδιο τόνο που είχε απαντήσει και πριν. Αυτή τη φορά ο σκλάβος δεν έκανε το λάθος να μιλή- 25

Νίκος Μπατσιούλας σει, όμως ο Σέξτος που πλέον είχε ευθυμήσει τον ρώτησε τι σήμαινε το όνομά μου. «Μοναδική δύναμη, αφέντη» απάντησε ο σκλάβος. «Μα τον Γιούπιτερ, αυτοί οι Γαλάτες είναι διασκεδαστικοί!» αναφώνησε ο Σέξτος με ένα χαμόγελο στα χείλη του. «Επομένως έχουμε μπροστά μας έναν τρομερό πολεμιστή!» είπε και έδειξε προς το μέρος μου. «Εμείς θα τον φωνάζουμε λοιπόν Μάρκιο, από τον θεό του πολέμου 1» Γύρισε την πλάτη ενώ συνέχιζε να χαμογελάει και ο Φίλωνας έριξε έναν μανδύα σε εμένα και τη μάνα μου, που στο μεταξύ την είχαν λύσει από τις αλυσίδες που την ένωναν με τους υπόλοιπους της φυλής της, και τον ακολουθήσαμε. Προορισμός μας η Ρώμη και το σπίτι του πατρίκιου Σέξτου Σικίνιου Πατέρκουλου. Έτσι λοιπόν πήρα και το δεύτερό μου όνομα και από ελεύθερος έγινα σκλάβος για πρώτη φορά. 1 Ο θεός του πολέμου για τους Ρωμαίους (αντίστοιχος με τον Άρη της ελληνικής μυθολογίας) ήταν ο Μαρς. 26

ΙΙΙ Σέξτος και Φίλωνας Ο Σέξτος Σικίνιος Πατέρκουλος τον καιρό που με αγόρασε ήταν ήδη τριάντα έξι χρονών και η γυναίκα του μόλις είχε γεννήσει τον τρίτο τους γιο. Οι Σικίνιοι ήταν από τις παλιότερες οικογένειες στη Ρώμη αλλά η περίοδος της δύναμής τους είχε περάσει προ πολλού. Σύμφωνα με τα αρχεία της πόλης ο τελευταίος Σικίνιος που είχε αναλάβει την υπατεία ήταν ο Τίτος Σικίνιος Σαμπίνος, ο οποίος είχε ζήσει τουλάχιστον διακόσια πενήντα χρόνια πριν από τον Σέξτο. Έκτοτε η οικογένεια βρίσκονταν σε μια διαρκή παρακμή, με αποτέλεσμα κατά τη γέννηση του Σέξτου να διατηρεί μόνο ελάχιστα κτήματα και να μην ξεχωρίζει από μια οποιαδήποτε μέση οικογένεια πληβείων, παρά μόνο στην καταγωγή και τον τίτλο του πατρικίου που έφερε ο πατέρας του Σέξτου, Μάνιος. Ο τελευταίος έβρισκε διέξοδο από τα οικονομικά του προβλήματα στον στρατό, επιδιώκοντας τα λάφυρα μετά από μια μεγάλη νίκη, και κατατασσόταν οικειοθελώς σε όποιον στρατό συγκροτούσαν οι εκάστοτε ύπατοι από τους πρώτους. Αν και δεν ήταν ο κορυφαίος πολεμιστής, ήταν ανδρείος και σκληραγωγημένος και είχε τον σεβα- 27

Νίκος Μπατσιούλας σμό των ανωτέρων του, ενώ από όσους τον ήξεραν θεωρείτο τυχερός, αφού σε όλες τις μάχες που είχε συμμετάσχει ο ρωμαϊκός στρατός είχε βγει νικητής. Πράγματι, είχε πάρει μέρος στην πολιορκία του Αγγριγγέντουμ 1 και τη μεγάλη μάχη που ακολούθησε, όπου οι Ρωμαίοι είχαν κερδίσει τους Καρχηδόνιους και εν τέλει είχαν καταλάβει την πόλη, και στη μεγάλη ναυμαχία στο ακρωτήρι Έκνομους, όπου πάλι οι Ρωμαίοι είχαν θριαμβεύσει επί των ιδίων εχθρών. Τα λάφυρα που έφερε πίσω από το Αγγριγγέντουμ και οι διηγήσεις από τη ναυμαχία άλλαξαν για πάντα τη ζωή και τις βλέψεις του νεαρού τότε Σέξτου. Το Αγγριγγέντουμ ήταν ελληνική πόλη στη Σικελία και είχε τότε συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους, στον πρώτο τους μεγάλο πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων. Μετά από πολιορκία και σκληρή μάχη οι λεγεώνες μπήκαν νικηφόρα στην πόλη, την οποία κατέκαψαν και πούλησαν ολόκληρο τον πληθυσμό της σκλάβους. Μέσα σε όσα κατάφερε να αρπάξει ο Μάνιος ήταν και δύο ξεχωριστά αντικείμενα, που ήταν και τα μόνα που δεν πούλησε για να πληρώσει τους πιστωτές του. Το ένα ήταν ένας μικρός ορειχάλκινος κρατήρας, περίπου ένα πόδι 2 ψηλός, που παρίστανε τον θεό Διόνυσο των Ελλήνων να ξεκουράζεται πλάι στη γυναίκα του Αριάδνη, μετά την ερωτική τους πράξη, περιτριγυρισμένοι από την ακολουθία του θεού, τις Μαινάδες. Το δεύτερο ήταν ένα λεπτεπίλεπτο χρυσό διάδημα με τη μορφή ανθισμένων άνθεων, μια μίξη χρυσού, σμάλτου και γυαλιού. Φυσικά ο κρατήρας από το Αγγριγγέντουμ δεν συγκρινόταν με τίποτα με αυτούς 1 Αγγριγγέντουμ: Ακράγαντας. 2 1 ρωμαϊκό πόδι: περίπου 29,3 εκατοστά. 28

Ρώμη, Μάρκιος που είχαν στο σπίτι τους αλλά ούτε και με όσους άλλους υπήρχαν στην αγορά ή σε σπίτια φίλων της οικογενείας, ενώ το διάδημα αποτελούσε το τελειότερο πράγμα που είχε δει ποτέ ο Σέξτος. Από τη στιγμή που τα αντίκρυσε και τα έπιασε κατάλαβε ότι η δύναμη και ο πλούτος της τέχνης αυτής ήταν απεριόριστα και ότι αυτή βρισκόταν ανεξερεύνητη από τους Ρωμαίους στην ανατολή, στις δωρικές, αχαϊκές, ιωνικές και μακεδονικές πόλεις. Από τις διηγήσεις του πατέρα του από τη μεγάλη ναυμαχία στο ακρωτήρι Έκνομους, ξανά εναντίον των θαλασσοκρατόρων Καρχηδονίων, απέκτησε μια ιδιαίτερη αγάπη προς τη θάλασσα, όχι τόσο ως προς το ίδιο το ταξίδι πάνω σε αυτή, όσο ως μέσον για την επίτευξη των ολοένα αυξανόμενων φιλοδοξιών του. Η τύχη του Μάνιου τον εγκατέλειψε το 499 από την ίδρυση της Ρώμης, τη χρονιά που ύπατοι ήταν ο Νομπιλίορ και ο Πάουλλος 3. Τότε οι Ρωμαίοι, που συνέχιζαν να μάχονται τους Καρχηδόνιους κοντά στα δέκα χρόνια, αποφάσισαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αφρική. Σίγουροι ότι το κατά πολύ ανώτερο πεζικό τους δεν θα είχε πρόβλημα με τον καρχηδονιακό στρατό, κατέβασαν στην Τύνιδα περίπου δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες και πεντακόσιους ιππείς υπό την ηγεσία του Μάρκου Ατίλιου Ρέγκουλου. Ο Μάνιος ήταν ένας από αυτούς, δεν θα μπορούσε να λείπει άλλωστε από μια μάχη που αν κερδιζόταν θα του απέφερε λάφυρα από τη φημισμένη και πλούσια Καρχηδόνα. Όμως οι Ρωμαίοι δεν είχαν υπολογίσει σε έναν μισθοφόρο από τη Σπάρτη, τον Ξάνθιππο. Οι Καρχηδόνιοι βλέποντας ότι δεν είχαν τύχη απέναντι στο ρωμαϊκό πεζικό, αποφάσισαν να στραφούν στη 3 255 π.χ. 29

Νίκος Μπατσιούλας βοήθεια της πιο φημισμένης πολεμικής σχολής και τον έκαναν στρατηγό τους. Ο Ξάνθιππος έκανε κάτι που οι Καρχηδόνιοι φοβούνταν να κάνουν όλα αυτά τα χρόνια: μάχη σε ανοιχτό πεδίο. Οι Ρωμαίοι θεώρησαν ότι έκανε λάθος, αφού το πεζικό τους θα μπορούσε εύκολα να αναπτυχθεί, και θεωρούσαν τη νίκη τους δεδομένη. Όμως ο Ξάνθιππος είχε καταλάβει κάτι που ούτε οι Ρωμαίοι αλλά ούτε και οι ίδιοι οι Καρχηδόνιοι είχαν αντιληφθεί. Η δύναμη του καρχηδονιακού στρατού ήταν το ιππικό τους, και πολύ περισσότερο οι τρομεροί πολεμικοί ελέφαντες. Και αυτά για να δράσουν ήθελαν χώρο, που σε όλες τις προηγούμενες μάχες δεν είχαν. Τοποθέτησε τους εκατό του ελέφαντες μπροστά από το πεζικό του, μοίρασε τους τέσσερις χιλιάδες ιππείς του στις δύο πλευρές και ξεκίνησε τη μάχη. Το αποτέλεσμα ήταν η ολοκληρωτική ήττα των Ρωμαίων που έχασαν σχεδόν όλο το ιππικό τους και δώδεκα χιλιάδες άνδρες, ενώ ο Ρέγκουλος, παλιότερα ύπατος της Ρώμης, πιάστηκε αιχμάλωτος. Μαζί με αυτή τη μάχη, οι Ρωμαίοι έχασαν και κάθε ελπίδα να τελειώσουν τον πόλεμο σε αφρικανικό έδαφος. Ο Μάνιος δεν γύρισε ποτέ. Σύμφωνα με τους ρωμαϊκούς νόμους, εφόσον κάποιος δεν γυρνούσε από τον πόλεμο σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα θεωρείτο νεκρός και ανοιγόταν η διαθήκη του. Ο διάδοχος στην αρχηγία της οικογένειας ήταν ο θείος του Σέξτου, ο Βίμπιος, μικρότερος αδερφός του πατέρα του, αφού τόσο ο Σέξτος όσο και ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν ακόμα ανήλικοι, κάτω των δεκαέξι ετών. Ο Σέξτος ήταν δεκατριών, και ο αδερφός του έναν χρόνο μεγαλύτερος. Ο Βίμπιος ήταν άξιος συνεχιστής της μακράς παράδοσης των Σικινίων, που από την εποχή του 30

Ρώμη, Μάρκιος Τίτου Σικίνιου Σαμπίνου, του τελευταίου ύπατου της οικογενείας, δεν είχαν κάνει τίποτα για να διακριθούν. Ακόμη, δεν είχε καν αυτή τη σπίθα τυχοδιωκτισμού του Μάνιου, αφού δεν έβρισκε τίποτα χρήσιμο και ενδιαφέρον στον πόλεμο και έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να μην επιστρατευτεί. Η οικονομική κατάσταση των Σικινίων ήταν πολύ άσχημη πολύ πριν ο Μάνιος φύγει για την εκστρατεία και ο Βίμπιος φαινόταν και ήταν ανίκανος να κάνει οποιαδήποτε κίνηση για να τη βελτιώσει. Μετά από δύο χρόνια ανέχειας είχε καταφέρει να συρρικνώσει την περιουσία της οικογένειας στο ελάχιστο και είχε πουλήσει τα περισσότερα κτήματα και αντικείμενα που είχε συγκεντρώσει ο Μάνιος, μεταξύ των οποίων και τον κρατήρα και το διάδημα από το Αγγριγγέντουμ. Ο Σέξτος και ο αδερφός του ήταν εξοργισμένοι και πλέον δούλευαν στα λιγοστά τους χωράφια σαν σκλάβοι του Βίμπιου, αλλά οι νόμοι της Ρώμης, ως γνωστόν, είναι σαφέστατοι: ο αρχηγός της φαμίλιας έχει απόλυτο δικαίωμα πάνω σε όλα τα μέλη και όλες οι αποφάσεις του πρέπει να εκτελούνται. Ακριβώς αυτά τα δικαιώματα άσκησε ο Βίμπιος, όταν λίγο μετά την ενηλικίωση του αδερφού του Σέξτου τον πούλησε σκλάβο για να μπορέσει να εξοφλήσει κάποιους από τους πιστωτές του. Αν και ο Βίμπιος δεν έκανε κάτι ασυνήθιστο, αφού οι Ρωμαίοι έχουν αυτό το δικαίωμα με νόμο για αιώνες, από τον ιδρυτή της πόλης Ρωμύλο, ο Σέξτος δεν του το συγχώρεσε, αλλά παράλληλα ήξερε πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να έφτανε και η δική του σειρά. Η επίσημη εκδοχή για τον θάνατο του Βίμπιου είναι ότι ένα βράδυ μέθυσε τόσο πολύ που πνίγηκε στον ίδιο 31

Νίκος Μπατσιούλας του τον εμετό. Το γεγονός ξένισε όσους τον συναναστρέφονταν, αφού παρά τα ελαττώματά του δεν έπινε σχεδόν ποτέ τόσο όσο να μεθύσει και ιδιαίτερα στο σπίτι του, ενώ όλα ήταν πολύ βολικά για τον Σέξτο που θα ενηλικιωνόταν σε λιγότερο από έναν μήνα. Παρά τους διάφορους ψίθυρους που ακούστηκαν κανένας δεν κατηγόρησε κανέναν, αφού ο Βίμπιος δεν ήταν ο άνθρωπος που θα έλειπε από οποιονδήποτε. Εκτός φυσικά από τους πιστωτές του οι οποίοι έβλεπαν πλέον όλες τις ελπίδες τους για να πάρουν τα χρήματά τους πίσω να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του νεαρού διαδόχου. Ο Σέξτος βρέθηκε επομένως στα δεκαέξι του χρόνια να είναι ο πάτερ φαμίλιας των Σικινίων. Από εκείνη τη στιγμή απέκτησε και το προσωνύμιο που θα τον χαρακτήριζε στην υπόλοιπή του ζωή, το Πατέρκουλος, αυτός που έγινε αρχηγός της οικογένειάς του πολύ νέος. Τα μόνα του υπάρχοντα ήταν το σπίτι της φαμίλιας στη Ρώμη και δύο κτήματα λίγο έξω από αυτή, τα οποία δεν ήταν και ό,τι καλύτερο διέθετε η πεδιάδα, καθώς και ο ξεφτισμένος του τίτλος του πατρίκιου, που δεν υπολόγιζε κανένας, αφού όλη η Ρώμη γνώριζε το είδος των ανδρών που έβγαζαν οι Σικίνιοι. Στο σπίτι έμενε όλη η φαμίλια, που είχε και αυτή συρρικνωθεί και απαρτιζόταν από τον ίδιο, τη μάνα του, τη μικρότερη κατά τέσσερα χρόνια αδερφή του και τη γυναίκα του Βίμπιου με τα δύο τους παιδιά, ένα αγόρι στα δώδεκα και ένα κορίτσι που κόντευε στα δεκατέσσερα. Ούτε σκλάβος, ούτε υπηρέτης. Από τους πελάτες 4 της φατρίας πίστευε ότι μπορούσε να 4 Πελάτες μιας ρωμαϊκής οικογένειας πατρικίων ήταν οικογένειες πληβείων που παραδοσιακά ακολουθούσαν και στήριζαν τους πατρικίους αλλά και βοηθούνταν από αυτούς. 32

Ρώμη, Μάρκιος υπολογίζει μόνο σε δύο ολιγομελείς οικογένειες οι οποίες τότε βοηθούσαν κυρίως στα κτήματά τους, πιο πολύ γιατί ήταν πιστοί στις παραδόσεις τους, παρά γιατί είχαν κάποιο όφελος από αυτά. Δύο μέρες μετά την ενηλικίωσή του, άρχισαν να καταφθάνουν στο σπίτι του οι πιστωτές του Βίμπιου, που πλέον ήταν και δικοί του. Όλοι τους τον είχαν δει στις διάφορες επισκέψεις τους στο σπίτι, αλλά η εικόνα του μικρού άτολμου παιδιού, την οποία είχαν παλαιότερα, είχε τώρα αντικατασταθεί με αυτή ενός αγέρωχου και σοβαρού νέου. Ντυμένος με μια, φθηνή είναι η αλήθεια, λευκή τήβεννο και τα κόκκινα σανδάλια που έδειχναν ότι είναι πατρίκιος, τους περίμενε με σταθερό βλέμμα, που τους κοιτούσε κατάματα, και την απαιτούμενη ευγένεια. Ήταν μετρίου αναστήματος, αδύνατος, με κοντά σγουρά ξανθά μαλλιά. Δεν ήταν αυτό που θα έλεγε κάποιος Γανυμήδη και σίγουρα η μυτερή του μύτη και πηγούνι δεν βοηθούσαν. Όμως όσοι ήταν χρόνια στις αγορές και στα παζάρια, και οι πιστωτές του ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, μπορούσαν να διακρίνουν μέσα στα μαύρα του μάτια την αποφασιστικότητα, το θάρρος, την ενέργεια και τη φιλοδοξία του. Μετά από αρκετά παζάρια κατάφερε να πάρει μια πίστωση χρόνου, την οποία πλήρωσε με επιπλέον τόκους, ενώ κατάφερε από κάποιους να αποσπάσει ακόμα και κάποια μικρά νέα δάνεια. Στο τέλος όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Ο Σέξτος γιατί είχε κερδίσει τον χρόνο που επιζητούσε και οι πιστωτές του γιατί, εκτός του ότι είχαν πετύχει καλύτερους όρους, έβλεπαν έναν Σικίνιο που ίσως μπορούσε κάποτε να τους ξεχρεώσει. Μετά από τις συναντήσεις με τους πιστωτές του, ο Σέξτος έπρεπε να δράσει πολύ γρήγορα. Η πρώτη του 33

Νίκος Μπατσιούλας κίνηση ήταν να πάρει τη γυναίκα του Βίμπιου και τον γιο του και να τους πουλήσει σκλάβους. Στη συνέχεια πήρε την κόρη του Βίμπιου και ξεκίνησε για το λιμάνι της Ανκόνας, στα ανατολικά της Ρώμης. Σύμφωνα με τις φήμες, το πρώτο πράγμα που έκανε εκεί ήταν να βρει το χειρότερο μπουρδέλο του λιμανιού και να τους την πουλήσει. Δεν γνωρίζω αν ήταν όντως το χειρότερο, αλλά σίγουρα ο Σέξτος με αυτόν τον τρόπο ξεφορτώθηκε ό,τι είχε σχέση με τον Βίμπιο και τη γενιά του, με καλό κέρδος μάλιστα, γιατί η νεαρή του ξαδέρφη ήταν παρθένα και φημολογείτο ότι διέθετε ιδιαίτερο κάλλος. Άλλωστε, σε αντίθεση με τους απογόνους του Μάνιου, αυτοί του Βίμπιου θεωρούνταν εξαιρετικής ομορφιάς, οπότε σίγουρα θα έπιασαν καλή τιμή. Ο Σέξτος φαίνεται ότι είχε επεξεργαστεί το σχέδιό του πολύ καιρό, ή τουλάχιστον ένα μέρος αυτού. Αντί να πάει στο κεντρικό λιμάνι της Ρώμης, την Όστια, αποφάσισε να διανύσει εκατόν ενενήντα στάδια 5 για να ξεκινήσει τη νέα του ζωή από το ελληνικό λιμάνι της Ανκόνας. Βέβαια, από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να δοκιμάσει την τύχη του σε ελληνικό λιμάνι, θα μπορούσε να κινηθεί νοτιότερα προς το Μπρουντίζιουμ, που είναι και πιο κοντά στην Ελλάδα. Ίσως η μεγαλύτερη απόσταση που έπρεπε να διανύσει, ίσως το ότι είχε καταληφθεί από τους Ρωμαίους μερικά χρόνια πριν, κανείς δεν ξέρει τι τον ώθησε στην Ανκόνα που ήταν αποικία των Συρακουσών και το όνομά της προέρχεται από το ακρωτήρι στα νότια της που μοιάζει με αγκώνα και που ουσιαστικά είναι και η μόνη προστασία του λιμανιού της. Παρά το γεγονός ότι η πόλη είχε αποδεχθεί τη ρωμαϊκή ηγε- 5 280 χλμ. 34

Ρώμη, Μάρκιος μονία για τριάντα περίπου χρόνια, οι Ρωμαίοι, καταλαβαίνοντας τη σπουδαιότητα του λιμανιού, την άφησαν να διατηρήσει την ελληνική γλώσσα ως επίσημη και να εκδίδει δικό της νόμισμα. Η επιρροή των ελληνικών λαφύρων του Μάνιου, του κρατήρα και του διαδήματος, φαίνεται ότι ήταν ακατάβλητη στο μυαλό του Σέξτου και η ιδέα που του έτρωγε τα σωθικά όλον αυτόν τον καιρό ήταν να μπορέσει να εμπορευθεί αντίστοιχης ποιότητας και κάλλους έργα απ ευθείας με κάποιο εργαστήρι ελληνικής πόλης. Εκείνο όμως το σημείο ήταν και το μέρος του σχεδίου που δεν μπορούσε να ελέγξει. Δεν ήξερε καθόλου ελληνικά, δεν ήξερε τίποτα από πλοία ή εμπόριο, ούτε σε ποια ελληνική πόλη έπρεπε να πάει, ούτε τι να εμπορευθεί, ενώ αυτή ήταν η πρώτη φορά που έφευγε μακριά από τη Ρώμη. Ακόμη, μολονότι είχε μαζέψει ένα καλό ποσό από τους πιστωτές του και από την πώληση των παιδιών και της γυναίκας του Βίμπιου, δεν ήξερε αν αυτό ήταν αρκετό. Άρχισε να περιδιαβαίνει άσκοπα στα σοκάκια της πόλης, με την απογοήτευση να αρχίζει να τον κυριεύει. Μετά από κάποια ώρα, έφτασε σε μια μικρή πλατεία που τη στόλιζε μια περίτεχνη κρήνη. Είχε διψάσει. Την ώρα που έσκυβε να πιει νερό, με την άκρη του ματιού του είδε έναν ναό. Δεν πρόλαβε να βάλει μια γουλιά στο στόμα του και τινάχτηκε προς τα πίσω. Είχε βλασφημήσει! Όλες αυτές τις μέρες, εκτός από τα τυπικά της ανάδειξής του σε αρχηγό της οικογενείας, δεν είχε κάνει ούτε μια δέηση, μια σπονδή ή έστω μια προσευχή στους θεούς. Αποφάσισε να μπει στον ναό μπροστά του. Όμως πώς θα μπορούσε να προσευχηθεί σε ξένους, ελληνικούς θεούς, και όχι στους δικούς του; «Αν ο Θεός θέλει να σε 35

Νίκος Μπατσιούλας βοηθήσει, τότε είναι ο ίδιος παντού, με όποιο όνομα και αν τον φωνάζεις» σκέφτηκε. Ήταν μια φράση που θα επαναλάμβανε συνέχεια από τότε. Προχώρησε με σταθερό βήμα προς τον ναό, ανέβηκε τα πέντε σκαλιά μέχρι να φτάσει στους κίονες που τον περιστοίχιζαν και πέρασε στον πρόναο, ο οποίος ήταν ζωγραφισμένος με απαλό μπλε χρώμα, δίνοντάς σου την αίσθηση ότι ήσουν στον ουρανό. Ο Σέξτος, παρότι εντυπωσιάστηκε για ακόμη μια φορά, προτίμησε να περάσει στον κυρίως ναό, από το να καθίσει και να χαζέψει τον χώρο όπου βρισκόταν. Έπρεπε να εξιλεωθεί για τη βλασφημία του όσο πιο γρήγορα. Μέσα υπήρχε το άγαλμα μιας θεάς. Ήταν καθισμένη πάνω σε έναν βράχο σε σχήμα ανθρώπινου αγκώνα, με τα πόδια της να ακουμπάνε σε κύματα. Το αριστερό χέρι της θεάς ήταν ακουμπημένο στο αριστερό της πόδι, ενώ στο δεξί της κρατούσε ένα πλοίο. Το φόρεμά της ήταν βαμμένο πορφυρό και φορούσε ένα διάδημα ίδιο με τα τείχη μιας πόλης. «Πρέπει να είναι η θεά της πόλης» σιγομουρμούρισε ο Σέξτος και έσκυψε μπροστά στο άγαλμα. Δίπλα του έκαιγε θυμίαμα, προσφορά κάποιων πιστών, ενώ στα πόδια της θεάς ήταν απλωμένα διάφορα αγαθά, κυρίως φρούτα, λαχανικά, δημητριακά αλλά και υφάσματα, επίσης προσφορές. Ο Σέξτος τότε συνειδητοποίησε ότι δεν είχε φέρει μαζί του καμία προσφορά, αλλά και ούτε ήξερε αν θα έπρεπε να φερθεί σύμφωνα με τα ρωμαϊκά έθιμα ή αν έπρεπε να ακολουθήσει κάποιο άλλο τελετουργικό. Κοίταξε γύρω του, δεν ήταν κανένας. Αποφάσισε να κάνει ό,τι νόμιζε σωστό. Έτσι όπως ήταν πεσμένος στα γόνατα, άρχισε να λέει μια προσευχή στη γλώσσα του και να παρακαλεί την «άγνωστη» θεά να τον 36

Ρώμη, Μάρκιος συγχωρήσει για την ασέβειά του και την ύβρη που διέπραξε και να μεσολαβήσει στους υπόλοιπους θεούς για να τον συγχωρήσουν και αυτοί. Συνέχισε να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια λόγια για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή σταμάτησε και ξεκίνησε να παρακαλεί τη θεά να τον βοηθήσει στις μελλοντικές αποφάσεις του και στο νέο του εγχείρημα. Μόλις θεώρησε ότι είχε προσευχηθεί αρκετά έβαλε το χέρι του στο πουγκί του, έπιασε μερικά νομίσματα και, χωρίς να τα μετρήσει, τα άφησε μαζί με τις υπόλοιπες προσφορές. Σηκώθηκε ξαλαφρωμένος και βγήκε από τον ναό με διαφορετική διάθεση, είχε αρχίσει να πιστεύει ξανά στο σχέδιό του. Ήταν μεσημέρι και είχε αρχίσει να πεινάει. Κατέβηκε προς το λιμάνι και την αγορά της πόλης, όλο και κάτι θα έβρισκε εκεί. Προχωρώντας είδε στα αριστερά του ένα σκλαβοπάζαρο. Σταμάτησε και άρχισε να χαζεύει. Ήταν η ώρα που τελείωνε και ο κόσμος είχε αρχίσει να φεύγει, ενώ μόνο πέντε ή έξι σκλάβοι ήταν στην πλατφόρμα. «Οι πιο σκάρτοι» σκέφτηκε. Όντως, ήταν τρεις γέροι, γύρω στα πενήντα, μάλλον από τη Γαλατία, ένα κορίτσι κοντά στα πέντε, που μάλλον θα το είχαν χωρίσει από τη μάνα του γιατί μυξόκλαιγε όση ώρα τους κοίταγε, και ένας άνδρας γύρω στα τριάντα, ίσως Έλληνας. Πλησίασε τον άνδρα με περιέργεια, για να δει το ελάττωμα που τον είχε κρατήσει ακόμα στην πλατφόρμα. Στεκόταν γυμνός, με τα χέρια στο πλάι και με το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν ήταν ιδιαίτερα γυμνασμένος για να πεις ότι ήταν πολεμιστής και πρέπει να ήταν στο ίδιο ύψος με τον Σέξτο, ο οποίος είχε πλησιάσει αρκετά και παρατηρούσε τον σκλάβο από τη δεξιά του πλευρά. Τα πυκνά μαύρα του μαλλιά και γένια έκρυβαν το πρόσωπό 37

Νίκος Μπατσιούλας του, όχι όμως τόσο ώστε να μη φαίνεται η ταλαιπωρία και η κούρασή του. Τα μάτια του ήταν κλειστά και, έτσι όπως είχε γύρει το κεφάλι του προς τα εμπρός, νόμιζες πως θα πέσει. Ο Σέξτος μετακινήθηκε προς τα δεξιά για να κοιτάξει τον σκλάβο από μπροστά, ενώ ο δουλέμπορος τον παρατηρούσε από την άκρη της πλατφόρμας. Η ματιά του Σέξτου έπεσε πρώτα πάνω στην επιγραφή που ήταν κρεμασμένη πάνω στον άμοιρο αυτό, η οποία ήταν στα ελληνικά και δεν την κατάλαβε, και στη συνέχεια πρόσεξε το αριστερό του χέρι που ήταν κομμένο από τον καρπό. Το τραύμα δεν φαινόταν ακόμα να έχει επουλωθεί, άρα πρέπει να ήταν πρόσφατο. «Άχρηστος» σκέφτηκε ο Σέξτος και κίνησε να φύγει. «Τριακόσια δηνάρια» άκουσε πίσω του στα λατινικά. Γύρισε να δει ποιος μίλησε. Ήταν ο δουλέμπορος. «Τριακόσια δηνάρια μικρέ αφέντη, ειδική τιμή για εσάς» επανέλαβε ο δουλέμπορος κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Αυτός είναι ετοιμοθάνατος, δεν αξίζει ούτε πέντε ασσάρια 6» αποκρίθηκε ο Σέξτος και έκανε πάλι την κίνηση να φύγει. «Άρχοντά μου, είμαι σίγουρος πως με ένα καλό πιάτο φαΐ και λίγη ξεκούραση, αυτός ο σκλάβος θα κάνει όσο για δύο». «Και τότε γιατί δεν τον ταΐζεις και δεν τον ποτίζεις μόνος σου να διπλασιάσεις και την τιμή του;» ρώτησε ειρωνικά ο Σέξτος. «Δεν βλέπεις ότι δεν έχει καν χέρι; Τι δουλειά μπορεί να κάνει;» «Συγχώρεσέ με μικρέ αφέντη, αλλά μάλλον δεν ξέ- 6 Ασσάριο: Χάλκινο νόμισμα, το μικρότερο σε αξία. 1 δηνάριο ήταν 10 ασσάρια. 38

Ρώμη, Μάρκιος ρεις ελληνικά και δεν διάβασες την επιγραφή του. Αυτός ο Σικυώνιος μπορεί να μιλάει και να γράφει, εκτός από τα ελληνικά που είναι η γλώσσα του, και στα λατινικά αλλά και τα φοινικικά» είπε ο δουλέμπορος και συνέχισε: «Είμαι σίγουρος ότι ένας σκλάβος σαν αυτόν θα ήταν πολύ χρήσιμος σε έναν νεαρό πατρίκιο όπως εσείς» προφέροντας τη λέξη «πατρίκιος» λίγο τονισμένα. Ο Σέξτος ενοχλήθηκε από τον τόνο του δουλέμπορου αλλά κατάλαβε ότι μόνο τα κόκκινα σανδάλια που φόραγε και τα χρήματα που είχε δεν έφταναν για να πετύχει. Αν ξεκινούσε εμπόριο με τους Έλληνες εκείνη τη στιγμή και χωρίς κάποια βοήθεια, το μικρότερο κακό που θα πάθαινε ήταν να χάσει ό,τι είχε και δεν είχε και το μεγαλύτερο να καταλήξει νεκρός στον πάτο κάποιου λιμανιού ή ζωντανός πάνω σε μια πλατφόρμα, όπως αυτός ο δύσμοιρος μπροστά του. Ακόμη κατάλαβε ότι η άγνοιά του ήταν μεγαλύτερη από όσο νόμιζε, δεν ήξερε καν τι είναι η Σικυώνα, και το χειρότερο ότι το είχε καταλάβει και ο δουλέμπορος. «Ρώτησέ τον πώς τον λένε και τι δουλειά έκανε». «Με λένε Φίλωνα και ήμουν έμπορος από τη Σικυώνα» αποκρίθηκε ο σκλάβος σε τέλεια λατινικά απ ευθείας στον Σέξτο. Ο δουλέμπορος κοκκίνησε από τον θυμό του και έριξε μια με το μαστίγιό του στο πόδι του Φίλωνα. «Σκάσε σκύλε!» ούρλιαξε. «Θα μιλάς μόνο όταν σου λέω εγώ! Συγγνώμη αφέντη μου» συμπλήρωσε και γύρισε προς τον Σέξτο με ένα χαμόγελο που προσπαθούσε με κόπο να κρύψει τον θυμό του. Ο Σέξτος συνέχιζε να κοιτάει τον σκλάβο. Σίγουρα θα του ήταν χρήσιμος ένας σκλάβος με τέτοια προσόντα, αν 39

Νίκος Μπατσιούλας έμενε ζωντανός βεβαίως. Επίσης δεν φόραγε στο κεφάλι του το πίλεϊ 7, πράγμα που σήμαινε ότι ο έμπορος έλεγε την αλήθεια. Εκτός βέβαια αν οι Έλληνες δεν είχαν τις ίδιες συνήθειες με τους Ρωμαίους. «Σου δίνω εκατό δηνάρια» είπε ο Σέξτος. «Είναι λειψός και δεν ξέρει τη θέση του. Άσε που δεν νομίζω να ζήσει και πολύ». Ο δουλέμπορος άρχισε να χτυπιέται και να διαμαρτύρεται ότι ο Σέξτος τον κλέβει με τέτοια προσφορά, ξεκινώντας με αυτόν τον τρόπο το παζάρι για την τιμή του σκλάβου. Στο τέλος, με εκατόν πενήντα δηνάρια, ο Φίλωνας κατέβηκε από την πλατφόρμα, φόρεσε έναν άθλιο χιτώνα και στάθηκε πίσω από τον Σέξτο. Κρατιόταν όρθιος μετά βίας και ο Σέξτος αμέσως αισθάνθηκε ότι μόλις είχε πετάξει τα χρήματά του. Ήταν όμως ήδη αργά. «Είμαι ο Σέξτος Σικίνιος Πατέρκουλος. Πάμε» είπε και, χωρίς να γυρίσει να δει τον νέο του σκλάβο, ξεκίνησε. Ο Φίλωνας άρχισε και αυτός να ακολουθεί με αργούς ρυθμούς, σέρνοντας τα πόδια του. Ήδη στα πρώτα είκοσι βήματα και ενώ ο Σέξτος είχε ήδη προχωρήσει αρκετά, άρχισε να παραπατάει και στο τέλος πήγε στην άκρη του δρόμου και γονάτισε στο χώμα αποκαμωμένος. Ο Σέξτος είχε προχωρήσει λίγο ακόμα, όταν αισθάνθηκε ότι κανένας δεν τον ακολουθούσε. Γύρισε μεμιάς και κατευθύνθηκε οργισμένος προς τον Φίλωνα. Έφτασε από πάνω του, σήκωσε επιθετικά το χέρι του αλλά, πριν προλάβει να πει ή να κάνει οτιδήποτε, ο Φίλωνας γύρισε το κεφάλι του και με σταθερή και αποφασισμένη φωνή μίλησε: 7 Pillei: ειδικό καπέλο που φόραγαν οι Ρωμαίοι στους σκλάβους των οποίων τα προσόντα δεν μπορούσαν να εγγυηθούν. 40

Ρώμη, Μάρκιος «Νέε μου αφέντη, παλιότερα είχα πολλούς σκλάβους στην κατοχή μου, αλλά όπως φαίνεται εσύ δεν είχες. Ξέρω ότι ζω χάρη σε εσένα και αν ήθελες απλώς να πετάξεις εκατόν πενήντα δηνάρια για να με δεις να πεθαίνω σε αυτόν τον βρομερό δρόμο, δικαίωμά σου. Αν όχι, θα πρέπει να φροντίσεις την ιδιοκτησία σου για να σου αποδώσει, θα πρέπει να μου δώσεις νερό να ξεδιψάσω και φαΐ να στηλωθώ για να μπορέσω και εγώ να σου φανώ χρήσιμος». Ο Σέξτος έμεινε με το χέρι να αιωρείται. Μόλις είχε πάρει το πρώτο του μάθημα. «Εντάξει λοιπόν» είπε με έναν απροσδιόριστο μορφασμό. «Θα φας και θα πιείς». «Και εγώ κάποτε είχα έναν σκύλο αφέντη μου, και όταν του έμαθα να μην τρώει και να μην πίνει ψόφησε» απάντησε ο Φίλωνας και πριν προλάβει ο Σέξτος να απαντήσει συνέχισε: «Από ό,τι κατάλαβα δεν ξέρεις καθόλου ελληνικά Πάμε σε αυτήν εκεί την ταβέρνα να φάμε και να μου πεις τι δουλειά έχει ένας μορφονιός σαν εσένα εδώ πέρα αφέντη». Πήγαν για φαγητό στην ταβέρνα που υπέδειξε ο Φίλωνας. Ο Σέξτος έκατσε στο τραπέζι και ο Φίλωνας ανέλαβε να παραγγείλει και έκατσε στο πάτωμα δίπλα του. Αφού έφαγαν, ο μεν Σέξτος με πολύ όρεξη και ο Φίλωνας σαν ζώο, πήγαν σε μια διπλανή κρήνη όπου έκατσαν σαν δύο καλοί φίλοι. «Είπες ότι ήσουν έμπορος» ξεκίνησε την κουβέντα ο Σέξτος. «Ναι, έτσι είναι. Κατάγομαι από τη Σικυώνα, γνωρίζεις πού βρίσκεται;» Ο Σέξτος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. 41

Νίκος Μπατσιούλας «Είναι μια παλιά και ένδοξη πόλη μεταξύ της Κορίνθου και της Αχαΐας, στο νότιο μέρος της Ελλάδας» είπε με περηφάνεια και μελαγχολία. «Η οικογένειά μου αποτελείτο από τους γονείς μου και τη γυναίκα μου, με την οποία ήμουν δεκαπέντε χρόνια παντρεμένος. Ο πατέρας μου, όπως και ο πατέρας του και άλλες τρεις γενιές πριν ήταν όλοι έμποροι». «Παιδιά έχεις;» διέκοψε ο νεαρός Ρωμαίος. Ο Φίλωνας χαμήλωσε τα μάτια και με ένα αίσθημα ντροπής αποκρίθηκε: «Όχι» «Ούτε με κάποια σκλάβα;» συνέχισε να επιμένει ο Σέξτος. «Ούτε» «Τέλος πάντων, συνέχισε». «Με τον πατέρα μου είχαμε τέσσερα πλοία που ξεκινούσαν φορτωμένα με το φημισμένο λάδι και το εξαιρετικό κρασί της περιοχής, με προορισμό τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, την Κρήτη και την Καρχηδόνα. Στη συνέχεια, ανάλογα με τη διαδρομή, αφού πουλούσαν το αρχικό εμπόρευμα, αγόραζαν τοπικά αγαθά και συνέχιζαν για το επόμενο λιμάνι, συνεχίζοντας αυτή τη διαδικασία έως ότου επέστρεφαν στη βάση τους στο τέλος της περιόδου ναυσιπλοΐας. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά και ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό που είχαμε αναπτύξει πολύ καλές φιλικές σχέσεις με τον τύραννο της πόλης, τον Αβαντίδα. Ο πατέρας μου τον γνώριζε από παλιά και είχαμε κοιτάξει να επωφεληθούμε της γνωριμίας για να βοηθήσουμε τις δουλειές μας. Όμως ένα μήνα πριν, τα πάντα ανατράπηκαν στην πόλη, όταν ξέσπασαν ταραχές και οι κάτοικοι της πόλης ξεσηκώθηκαν». 42

Ρώμη, Μάρκιος Ο Φίλωνας έκανε μια μικρή παύση, ενώ τα μάτια του είχαν βουρκώσει. «Δεν είχατε καταλάβει τίποτα;» ρώτησε ο Σέξτος. «Όχι, η επανάσταση ήταν πολύ καλά οργανωμένη, τίποτα δεν έδειχνε ότι ο Αβαντίδας θα έχανε την εξουσία. Λογικό, αν σκεφτείς ότι τον τύραννο δολοφόνησε ο ίδιος του ο πατέρας, ο Πασέας, που ανέλαβε νέος άρχοντας της πόλης». «Μικρό το κακό, θα έλεγε κάποιος» διέκοψε ο Σέξτος. «Με τον πατέρα του δεν γνωριζόσασταν; Φαντάζομαι θα είχατε βρεθεί πολλές φορές». «Σε συμπόσια, αγώνες, πολλές φορές» συνέχισε ο Φίλωνας. «Όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν μας συμπαθούσε και τόσο, ή καλύτερα είχε πιο στενές σχέσεις με κάποιους από τους ανταγωνιστές μας που βρήκαν την ευκαιρία να μας βγάλουν εκτός αγοράς μια και καλή. Όσο για τον νέο τύραννο, θα μπορούσε να δημεύσει την περιουσία μας, που ήταν από τις πιο μεγάλες στην πόλη, επομένως θα ήταν όλοι τους κερδισμένοι. Ήταν μια εξέλιξη που δεν είχαμε προβλέψει με τον πατέρα μου.»το απόγευμα που άρχισαν οι φασαρίες ήμασταν όλοι μαζί στο σπίτι μας. Αρπάξαμε κάποια πουγκιά με χρήματα αλλά την ώρα που βγαίναμε από το σπίτι με κατεύθυνση προς το λιμάνι, πέντε οπλισμένοι μας περίμεναν. Σπρώξαμε τις γυναίκες πίσω στο σπίτι, βγάλαμε από τις θήκες δύο μικρά εγχειρίδια και ξεκινήσαμε την άνιση μάχη μαζί με τον πατέρα μου». Ο Φίλωνας σταμάτησε τη διήγησή του και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Ο νεαρός Ρωμαίος περίμενε ευγενικά τον συνομιλητή του να ξαναβρεί την ψυχραιμία του. 43

Νίκος Μπατσιούλας «Ο πατέρας μου έπεσε γρήγορα νεκρός από τα χτυπήματά τους, ενώ εγώ δέχθηκα μια σπαθιά στον καρπό μου» συνέχισε ο Φίλωνας ενώ κοιτούσε το κομμένο χέρι του. «Τρεις πιστοί σκλάβοι μου, που ήρθαν για βοήθεια, μου έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο για να ξεφύγω προς τον δρόμο και να χαθώ στα γύρω στενά που ήξερα καλά. Νόμιζα ότι με ακολουθούσαν και έκανα κάποιους κύκλους για να σιγουρευτώ ότι οι διώκτες μου με είχαν χάσει, έκοψα ένα κομμάτι από τον χιτώνα μου και έδεσα πρόχειρα το χέρι μου και γύρισα προς το σπίτι. Κρύφτηκα στο περιβόλι ενός γείτονα και παρατηρούσα τον όχλο, που διαδέχτηκε τους δολοφόνους, να λαφυραγωγεί το σπίτι μου. Είδα τους πιστούς μου σκλάβους νεκρούς δίπλα στον πατέρα μου και άκουγα τις φωνές της μάνας μου και της γυναίκας μου, οι οποίες μετατράπηκαν σε κραυγές μετά τη φωτιά που έβαλαν στο σπίτι. Τις έκαψαν ζωντανές» γύρισε προς τον Σέξτο με φωνή βραχνιασμένη από τη θλίψη. «Ήθελα να ορμήξω προς τα εκεί» συνέχισε πριν προλάβει να πει κάτι ο Ρωμαίος, «όμως συγκρατήθηκα. Έπρεπε να φύγω από την πόλη όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αλλιώς η τύχη μου ήταν σίγουρη.»η Σικυώνα είναι χτισμένη στους πρόποδες ενός τριγωνικού οροπεδίου και έχει τείχη μόνο από τη μπροστινή πλευρά, αφού από την πίσω της προστατεύεται από το βουνό. Στην κατάσταση που ήμουν δεν θα κατόρθωνα να ξεφύγω από το βουνό, επομένως η μόνη διέξοδος που σκέφτηκα ήταν από τις κεντρικές πύλες της πόλης, οι οποίες λογικά θα φρουρούνταν. Με δάκρυα στα μάτια κατευθύνθηκα προς την πύλη που οδηγούσε στο λιμάνι. Εκεί επικρατούσε αναρχία, άλλοι γιόρταζαν την ανα- 44

Ρώμη, Μάρκιος τροπή του τυράννου, άλλοι εξαγριωμένοι και οπλισμένοι με ρόπαλα και μαχαίρια έψαχναν να ικανοποιήσουν τον θυμό τους και άλλοι απλώς χάζευαν ή συζητούσαν. Οι περισσότεροι πάντως είχαν ήδη αρχίσει να πίνουν. Η είσοδος δεν φρουρείτο. Ακούμπησα σε έναν τοίχο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, για να σκεφτώ έναν τρόπο να περάσω. Εκείνη την ώρα πέρασε από δίπλα μου ένα κάρο με καλυμμένη την καρότσα του με μια προβιά. Ο οδηγός του ήταν ένας σκλάβος που το πρόσωπό του μου φαινόταν γνωστό, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ σε ποιόν ανήκε. Δεν ήξερα αν έπρεπε να εμπιστευθώ τη μνήμη μου ή να συνεχίσω να κρύβομαι όταν η προβιά ανασηκώθηκε κάπως και πρόβαλε το κεφάλι του γιατρού του Αβαντίδα. Ήμασταν μαζί στα περισσότερα συμπόσια του τυράννου και μας ένωνε βαθιά φιλία.»ο γιατρός μου ψιθύρισε να μπω κάτω από την προβιά, όπου βρίσκονταν ακόμα η γυναίκα του και οι δύο κόρες του. Ήμουν τόσο εξαντλημένος που θεώρησα την πρόσκληση θείο δώρο. Με τρόπο χώθηκα στο κάρο. Το σχέδιο ήταν ότι ο νέος σκλάβος του γιατρού θα έλεγε ότι κουβαλούσε τους σκοτωμένους φίλους του τυράννου που πήγαινε να τους πετάξει στα αγρίμια έξω από την πόλη για να μην τη μολύνουν. Μόλις το άκουσα μετάνιωσα αμέσως αλλά δεν είχα δυνάμεις για να κάνω κάτι άλλο και ο σκλάβος είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία του προς την έξοδο». «Και πέτυχε αυτό το σχέδιο;» ρώτησε απορημένα ο Σέξτος που τον είχε συνεπάρει η αφήγηση. «Για να είμαι εδώ, ναι. Παραδόξως βέβαια, αλλά οι περισσότεροι που άκουγαν τα νέα έφτυναν πάνω στην προβιά ή κλώτσαγαν, ευτυχώς στα πλάγια του κάρου 45

Νίκος Μπατσιούλας που ήταν αρκετά ψηλό. Ένας που ανασήκωσε το κάλυμμά μας είδε τον γιατρό που έκανε τον πεθαμένο και που ήταν γεμάτος με αίματα από την πληγή μου. Βλέπεις συνέχιζα να αιμοραγώ, παρά το δέσιμο που είχα κάνει στην πληγή μου και τους είχα λερώσει όλους όπως ήμασταν στριμωγμένοι. Έτσι ο ξένος που ήθελε να ελέγξει το περιεχόμενο του κάρου χαμογέλασε με ικανοποίηση και έφυγε.»με αυτόν τον ριψοκίνδυνο τρόπο καταφέραμε να βγούμε από την πόλη. Όταν βρισκόμασταν αρκετά στάδια από την πόλη, και ενώ το σκοτάδι μας έκρυβε, βγήκαμε από τον δρόμο για να αποφασίσουμε πού θα πηγαίναμε. Το λιμάνι της πόλης βρισκόταν περίπου τρία μίλια μακριά, είχε δικά του τείχη και θα φυλασσόταν, αλλά το κυριότερο δεν ξέραμε την κατάσταση που επικρατούσε εκεί. Επομένως η πιθανότητα να επιβιβαστούμε σε κάποιο από τα πλοία μου δεν υπήρχε, συν το γεγονός ότι η εποχή της ναυσιπλοΐας δεν είχε αρχίσει ακόμα και τα πληρώματα βρίσκονταν στα σπίτια τους. Η κοντινή Κόρινθος ήταν η επόμενη λύση, αλλά σίγουρα το πρωί οι άντρες του Πασέα θα μας προλάβαιναν, αφού ήμασταν αρκετά δυσκίνητοι. Ήμασταν απελπισμένοι. Στο μεταξύ ο σκλάβος, με εντολή του γιατρού, είχε ανάψει μια μικρή φωτιά και είχε ρίξει μέσα της τη λεπίδα του εγχειριδίου μου. Η πληγή μου χειροτέρευε και έπρεπε να την πυρακτώσουν». «Πόνεσες;» ρώτησε χαζά ο Σέξτος. Ο Φίλωνας έκλεισε απλώς τα μάτια και συνέχισε: «Ο σκλάβος μου έδωσε ένα κλαδί για να δαγκώσω και να μην ακουστεί η φωνή μου, με αγκάλιασε από πίσω, κλείνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος μου και 46

Ρώμη, Μάρκιος πάνω από τα μπράτσα μου, ώστε να με κρατάει όσο πιο σταθερό, και ο γιατρός με μια γρήγορη κίνηση πέρασε την καυτή λεπίδα πάνω από την πληγή. Ο αφόρητος πόνος με έριξε σε λήθαργο.»ξύπνησα από το ελαφρύ κούνημα του καραβιού. Νόμιζα πως όλα ήταν ένα κακό όνειρο και ότι βρισκόμουν σε ένα από τα πλοία μου. Ο πόνος στο χέρι με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήμουν στο αμπάρι ενός πλοίου, με τον γιατρό και αρκετούς άλλους, τους οποίους αναγνώριζα. Ήταν όλοι τους φίλοι και συνεργάτες του Αβαντίδα αλλά και δικοί μας. Ο γιατρός, περιχαρής, μου εξήγησε ότι ήμασταν σε ένα πλοίο με προορισμό τις Συρακούσες. Αφότου λιποθύμησα, πέρασε από δίπλα μας μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι ήταν οι τωρινοί μας συνταξιδιώτες. Αρχηγός τους ήταν ο Τηλέμαχος ο γιος του Διοκλή, που ήταν πολύ στενός φίλος του Αβαντίδα, και πήγαιναν προς το λιμάνι. Σύμφωνα με τον Τηλέμαχο, οι άντρες του Πασέα προσπαθούσαν να επαναφέρουν την τάξη στην πόλη και είχαν λίγο χρόνο για να ξεφύγουν. Οι πύλες του λιμανιού ήταν κλειστές, αφού ο Πασέας είχε φροντίσει να διαφυλάξει τα πολύτιμα πλοία της πόλης από τις ταραχές, αλλά υπήρχε ένα πλοίο από τις Συρακούσες που έφυγε από το λιμάνι μόλις αυτές ξεκίνησαν και είχε αράξει σε μια μικρή παραλία όχι μακριά από αυτό. Θα μπορούσαμε με αυτό να ξεφύγουμε και να πάμε σε κάποιο ασφαλές λιμάνι, αρκεί να είχαμε τα ναύλα. Δεν ήξερα αν είχες χρήματα πάνω σου και πλήρωσα και τα δικά σου ναύλα, φίλε μου είπε περήφανα ο γιατρός που συνέχιζε να περιποιείται το τραύμα μου με όσα μέσα είχε. Έχεις γερή κράση συμπλήρωσε, κοιτάζοντας το κομμένο μου χέρι. 47