Ο νέος εθνικολαϊκισμός ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Αυτό που αποκαλείται «ο λαϊκισµός» δεν είναι της αρ- µοδιότητας των επικοινωνιολόγων, ούτε των ειδικών αναλυτών, δηµοσιογράφων ή µεντιακών πολιτολόγων, ταγµένων να σχολιάζουν τις έρευνες γνώµης και τα ε- κλογικά αποτελέσµατα. Η λέξη «λαϊκισµός», που κυκλοφόρησε στη Γαλλία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 µέσω της θεαµατικής σκηνοθεσίας της αντιπαράθεσης µεταξύ του Μπερνάρ Ταπί και του Λε Πεν, θάλλει. Γοητεύει πάντα τους εραστές των ρευστών εννοιών που τυγχάνουν εφαρµογής σε ένα άπειρο σύνολο φαινοµένων. Και ικανοποιεί τους «τροµερούς απλουστευτές» που χρησιµοποιούν τις πολιτικές λέξεις ως ρόπαλα. Γι αυτό οι χρήστες του δεν δοκιµάζουν ποτέ την ανάγκη να τον ορίσουν, και ούτε βέβαια να τον κατασκευάσουν ως λειτουργική έννοια ή ως κατανοητικό υπόδειγ- µα των πολιτικών φαινοµένων. Επίσης, η λέξη δεν α- νήκει µόνο στους ιστορικούς ή στους εξειδικευµένους [ 33 ]
Pierre-André Taguieff κοινωνιολόγους στη µελέτη των κοµµάτων ή των λεγό- µενων λαϊκιστικών κινηµάτων, που επιχειρούν να ρίξουν γέφυρες ανάµεσα στις αναλύσεις τους για τις πολιτισµικές και πολιτικές µορφές του λαϊκισµού. Όπως παλιότερα η λέξη «φασισµός», ο «λαϊκισµός» διατήρησε στις επιστηµονικές µελέτες που τον χρησιµοποιούν για να ορίσουν το αντικείµενό τους την πολεµική φόρτιση και την επικριτική λειτουργία που χαρακτηρίζουν τις χρήσεις του στην τρέχουσα πολιτική και µεντιακή γλώσσα. Ο ιστορικός Μωρίς Αγκυλόν (Maurice Agulhon), διερωτώµενος το 1997 για την πρόσφατη τότε επιτυχία της λέξης «λαϊκισµός» διατύπωνε ως υπόθεση ότι «σίγουρα χρειάζεται µια λέξη για να υποδεικνύει την οικογένεια των επικίνδυνων δηµαγωγών». Επικίνδυνοι φυσικά για τη «δηµοκρατία». Εδώ είναι σαν να υποθέτουµε ότι στην «καλή» χρήση του λαού από τους αυθεντικούς «δηµοκράτες» αντιτίθεται µία «κακή» χρήση του λαού από τους «κάλπικους» δηµοκράτες που είναι οι πραγµατικοί δηµαγωγοί. Οι πρώτοι θεωρείται ότι υπερασπίζονται τις δηµοκρατικές ελευθερίες, οι δεύτεροι ότι παρακινούνται από ενορµήσεις ή αυταρχικά σχέδια. Στη µια περίπτωση, η αγάπη του λαού είναι αρετή, στην άλλη είναι διαστροφή, µία αποµίµηση, ένας περισσότερο ή λιγότερο διαστροφικός δόλος. Στο εξής, η δηµοφι- [ 34 ]
Ο νέος εθνικολαϊκισμός λία εµφανίζεται διφορούµενη: κρίνεται «καλή» όταν «ανέρχεται» προς το δηµοκρατικό (ή ρεπουµπλικανικό) ιδεώδες, «κακή» όταν «κατέρχεται» ή «εκτρέπεται» προς τη δικτατορία. Όπως κι αν έχει, φαίνεται εξαρχής ότι δεν αποφεύγονται οι αξιολογικές κρίσεις ούτε οι µανιχαϊκές αναπαραστάσεις όταν χρησιµοποιείται σήµερα η λέξη «λαϊκισµός». Στις κοινές του χρήσεις, που παραπέµπουν σε φαινόµενα που δεν έχουν πλέον καµία σχέση µε το λαϊκισµό των διανοουµένων που ήταν ο «ρωσικός λαϊκισµός», ο όρος ανακαλεί σήµερα δύο σύνολα διακριτών αναπαραστάσεων: από τη µία πλευρά, ό,τι συµβατικά αποκαλείται, επισείοντας τον φόβο και την προσήκουσα ταραχή, «άκρα δεξιά», στις αποδεδειγµένες ή υποτιθέ- µενες εκδηλώσεις της στην Ευρώπη, και, από την άλλη πλευρά, τα ζητήµατα που τίθενται από «τη δηµοκρατία», ζητήµατα πολιτικής φιλοσοφίας, πολιτικής θεωρίας και πολιτικής ανθρωπολογίας, ανοίγοντας έναν χώρο συζητήσεων όπου η ιδέα της «άµεσης δηµοκρατίας» έχει ε- πανέλθει στην ηµερήσια διάταξη, ειδικότερα µε την προσφυγή στις δηµοψηφισµατικές διαδικασίες ή τις πρακτικές της διαβουλευτικής ή συµµετοχικής δηµοκρατίας, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο. Πρέπει όµως να αναγνωρίσουµε ότι οι φιλόσοφοι απέφυγαν, µε σπάνιες [ 35 ]
Pierre-André Taguieff εξαιρέσεις (µεταξύ αυτών η Σαντάλ Ντελσόλ-Chantal Delsol), να θίξουν σοβαρά αυτό το µε άσχηµα οριζόµενο περίγραµµα αντικείµενο, που παρουσιάζει το µειονέκτηµα να µην είναι µέρος των εννοιών που κλασικά συζητούνται από τους πολιτικούς φιλόσοφους. Θα ξεπεράσουµε µε κατανόηση την περίπτωση των αµπελοφιλοσόφων που µε κάθε σοβαρότητα αποφαίνονται ότι ο λαϊκισµός είναι η συγκίνηση, ενώ η δηµοκρατία είναι ο ορθός λόγος. Ως γνωστόν, η προσφυγή στη συγκίνηση, ή ακριβέστερα στο συναισθηµατικο-φαντασιακό, συναντάται παντού στην πολιτική επικοινωνία. Τα ίδια ισχύουν και για την αντίθεση µεταξύ γνώµης και γνώσης, µεταξύ δόξας και πραγµατικής (ή ορθολογικής) γνώσης: εξαιρουµένων των γλυκών ουτοπιστών που πιστεύουν ότι µια επιστηµονική πολιτική είναι εφικτή, τελείως ανεξάρτητη από το πεδίο των γνωµών, όλοι οι λογικοί δηµοκράτες γνωρίζουν ότι οι λαϊκιστές και οι εχθροί τους είναι ταγµένοι να αντιµάχονται σε γοητεία και πειθώ στο εσωτερικό του βασιλείου της κοινής γνώ- µης. Οι λαϊκιστές δεν βρίσκονται περισσότερο από την πλευρά της κοινής γνώµης από ό,τι οι ανταγωνιστές και αντίπαλοί τους, οι οποίοι φτιάχνουν τα προγράµµατά τους µε το µάτι στραµµένο στα αποτελέσµατα των δηµοσκοπήσεων. Η λέξη «λαϊκισµός» όµως απέκτησε αυτές τις [ 36 ]
Ο νέος εθνικολαϊκισμός µειωτικές χρήσεις που από τη δεκαετία του 1980 εκτόπισαν τις άλλες παλιές και µη απαξιωτικές χρήσεις της (προσδιορίζοντας µία κίνηση προς το λαό, ένα πολιτισµικό ενδιαφέρον για τον «κοσµάκη», κλπ.). Γνωρίζουµε τα παιχνίδια της επικόλλησης µιας ταµπέλας που υπαγορεύονται από τους άγραφους νόµους του υποκειµενισµού, οι οποίοι κάνουν τους προσδιορισµούς «λαϊκές» και «λαϊκιστικές» να στριφογυρίζουν, όπως το υπογράµ- µισε ο πολιτολόγος Ζαν Λεκά (Jean Leca): «Όταν συµφωνώ µε τις λογικές γνώµες του λαού, αυτές είναι λαϊκές. Όταν δεν συµφωνώ, αυτές είναι λαϊκιστικές και υ- ποστηρίζω ότι του είναι εγχαραγµένες από κακούς ποι- µένες, ανάλογους των δηµαγωγών που τούµπαραν τα αρχαία πλήθη, τους οποίους αυτός είναι, δυστυχώς!, προδιατεθειµένος να ακούει σε ορισµένες περιστάσεις.» Αυτοί οι οποίοι διατείνονται ότι µελετούν το «λαϊκισµό» ή τους «λαϊκισµούς» είναι καταρχάς οι ειδικοί, α- ναγνωρισµένοι ερευνητές, δηµοσιογράφοι ή ειδικοί των τηλεοπτικών πλατώ, της «άκρας δεξιάς», κατηγορία ρευστή ποικίλου εύρους που παρακολουθεί τις φιγούρες των εχθρών που θέλει να στιγµατίσει. Οι περισσότεροι από αυτούς πέρασαν από το ένα αντικείµενο στο άλλο, χωρίς να τροποποιήσουν στο ελάχιστο τα αναλυτικά τους εργαλεία, ούτε την αγωνιστική τους οπτική, που [ 37 ]
Pierre-André Taguieff τους οδηγεί να δαιµονοποιούν, πριν από κάθε έρευνα, ή παρά τα αποτελέσµατα των ερευνών τους, όποιον τους φαίνεται ότι αξίζει να βαπτισθεί «λαϊκιστής». Στοχεύουν κατά προτεραιότητα τους «κακούς οδηγητές», τους «κακούς ποιµένες», που καταγγέλλονται ως αναίσχυντοι δη- µαγωγοί. Ως εάν όλοι οι διακηρυγµένοι µη λαϊκιστές η- γέτες να ήταν καλοί οδηγητές ή συνετοί κυβερνήτες, ικανοί και υπεύθυνοι. Στις αλαζονικές και χειραφετηµένες ελίτ που ζουν σε χώρο και εδάφη χωρίς σύνορα, η επικριτική χρήση του όρου «λαϊκισµός» συµβαδίζει συχνά µε την περιφρόνηση του λαού, περιφρόνηση διακηρυγµένη, αναδιπλασιασµένη από τον φόβο των κακών κλίσεων που αποδίδονται προς εκείνους οι οποίοι παραµένουν προσηλωµένοι στην πατρίδα τους, αισθάνονται ριζωµένοι και κληρονόµοι µιας µακράς ιστορίας, και θέλουν να διατηρήσουν την πολιτισµική τους ταυτότητα. Οι ιθύνουσες ελίτ δεξιάς και αριστεράς εγκατέλειψαν το λαό, ή ακριβέστερα τον «µικρό λαό», την «πλέµπα» ή το «κατωφερές µέρος» του λαού (εργάτες, εργατουπαλλήλους, κλπ.), ο οποίος πλέον δεν τους ενδιαφέρει. Η «δηµοφοβία» των ελίτ, πέρα από τη διάκριση α- ριστερά/δεξιά, δεν είναι ξένη µε τον προσηλυτισµό τους στη νεο-θρησκεία της «ποικιλοµορφίας». Η περιφρόνηση του λαού µεταφράζεται µε τη διάδοση µιας [ 38 ]
Ο νέος εθνικολαϊκισμός νέας φιγούρας τοποθετηµένης στη διασταύρωση του «επικίνδυνου πλήθους» και των ανησυχητικών «µικρών Λευκών» εκ φύσεως οπαδών του νόµου του Λύντς: ο εκ καταγωγής «προλετάριος», ο «µάπας», που θεωρείται σκληρός, «αντιδραστικός» και ρατσιστής. Στη Γαλλία θεωρείται ότι ψηφίζει το Εθνικό Μέτωπο. Πράγµα το οποίο επιβεβαιώνεται κατά προσέγγιση από τις έρευνες γνώµης και τα εκλογικά αποτελέσµατα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι λαϊκές τάξεις σπρώχτηκαν προς το Εθνικό Μέτωπο, στη συνέχεια κατηγορήθηκαν ότι είναι δυνάµει λεπενικές. Στην εργατική τάξη, η απώλεια εµπιστοσύνης και η διεύρυνση της δυσπιστίας έναντι των µεγάλων κοµµάτων µεταφράσθηκαν στην αποχή ή την ψήφο στο Εθνικό Μέτωπο: στα τέλη Νοεµβρίου του 2011, τα αποτελέσµατα δηµοσκόπησης για την πρόθεση της εργατικής ψήφου στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών [του 2012] έφεραν πρώτη την Μαρίν Λε Πεν µε 43%, µπροστά από τον Νικολά Σαρκοζύ (22%) και τον Φρανσουά Ολάντ (20%). Το φαινόµενο αναλύθηκε και κατηγοριοποιήθηκε από ορισµένους πολιτολόγους µεταξύ 1995 και 1999: «αριστερολεπενισµός» (Πασκάλ Περρινώ-Pascal Perrineau), ακό- µα και «εργατο-λεπενισµός» (Νόννα Μάγιερ-Nonna Mayer). Από τότε, το να είναι κάποιος αντιρατσιστής [ 39 ]
Pierre-André Taguieff ισοδυναµούσε µε το να είναι αντιλεπενικός. Ήταν σαν να υποστηρίζει κάποιος ότι ο «λαϊκός ρατσισµός» µονοπωλείτο κατά κάποιο τρόπο, εκφραζόταν και γινόταν αντικείµενο πολιτικής εκµετάλλευσης από ένα και µοναδικό κόµµα, το Εθνικό Μέτωπο, τον καθαυτό τύπο του ακροδεξιού κόµµατος. Το πράγµα περιπλέχθηκε όταν ο χαρακτηρισµός του ηγέτη του ως «λαϊκιστή» διαδόθηκε ως κάτι το απολύτως προφανές στον µεντιακό χώρο. Στο εξής, το να είναι κάποιος αντιλεπενικός σή- µαινε ότι είναι αντιλαϊκιστής. [ 40 ]