ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΜΕ ΝΕΑ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ.



Σχετικά έγγραφα
01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Νεοκλασική μορφολογία και βασικές αρχές δόμησης

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΒΑΡΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ

ΘΕΜΑ: «ΜΙΚΡΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ»

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Πανεπιστήμιο Κύπρου Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος Πρόγραμμα Αρχιτεκτονικής ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ.

ΕΡΓΟ: ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΩΔΩΝΟΣΤΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΝΟΙΚΟΥ

Γενικό Λύκειο Καρπερού Δημιουργική Εργασία: Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟΥ>> ΠΕΡΙΟΧΗ:ΚΑΣΤΑΝΙΑ ΔΗΜΟΣ ΣΕΡΒΙΩΝ-ΝΟΜΟΣ ΚΟΖΑΝΗΣ

Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Δραπετσώνας & Τροιζήνας Μεθάνων. Λόφος Μουσών. Φύλλα εργασίας

ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

Υπόγειο δίκτυο πρόσβασης Ένα νέο έδαφος

Κείμενο Εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού στο Πελέντρι. Ελληνικά

Η Λίνδος απέχει 50 χλμ. νότια από την πόλη της Ρόδου. Ο οικισμός διατηρεί το χρώμα και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Κυρίαρχο στοιχείο ο

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Το οικόπεδο που μας δίνεται να αναπτύξουμε την κτιριακή σύνθεση χαρακτηρίζεται από την έντονη κλίση προς τη θάλασσα

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙ ΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ

Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία της Μάκρης

Τα προσκυνήματα του Δεκαπενταύγουστου από την Τήνο μέχρι την Αμοργό

Το Μεσαιωνικό Κάστρο Λεμεσού.

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Ο ΔΗΜΟΣ ΜΑΣ. Γιώργος Ε 1

ΡΑΠΤΗΣ ΠΤΕΛΕΑ ΛΕΙΒΑΔΑΚΙ

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

ΕΠΙ ΑΥΡΟΣ. Είμαι η ήμητρα Αλεβίζου, μαθήτρια του Βαρβακείου ΠΠ Γυμνασίου και θα σας παρουσιάσω το Ωδείο και το μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου...

ι. ΣΤΑΔΙΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ιι. ΣΤΑΔΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ιιι. ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ & ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

ΑΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ

Πανεπιστήμιο Κύπρου ΑΡΗ 311. Τμήμα Αρχιτεκτονικής Εαρινό Εξάμηνο 2013 ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ. Χωριό: Πέρα Ορεινής Θέμα μελέτης: Προσόψεις.

ΑΔΑ: 4ΙΙΒΕΜ-Β8 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2016 Εκκλησίες της Σωτήρας. Πρόγραμμα Μαθητικών Θρησκευτικών Περιηγήσεων «Συνοδοιπόροι στα ιερά προσκυνήματα του τόπου μας»

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΕΜΠΤΗ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011

ΣΕΡΙΦΟΣ H Αρχιτεκτονική της Σερίφου

Σημειώστε εδώ την απάντησή σας

Ομάδα «Αναποφάσιστοι» : Αθανασοπούλου Ναταλία, Μανωλίδου Εβίτα, Μήτση Βασιλική, Στέφα Αναστασία

ΕΚΘΕΣΗ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΥ ΚΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥΠΟΛΗ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΩΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Ω Ν Κ Τ Ι Ρ Ι Ω Ν - Σ Υ Ν Ο Λ Ω Ν

ΟΜΟΔΟΣ ΟΨΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ. χατζηπέτρου_ελένη. Περιοχές-Όψεις

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΝΑΟΣ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

οκ _ τόπους παρεμβάσεις τοπίου για την ανάδειξη του παραλιακού μετώπου του Ναυπλίου

Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Ξενοδοχείο 4* «Virginia Hotel» εκτός Σχεδίου Δήμος Ρόδου

ΘΕΜΑ: «ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ»

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

«ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΦΑΓΕΙΩΝ, ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΩΣ ΑΙΘΟΥΣΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ»

Στο εν λόγω τεύχος παρουσιάζονται οι εκλαϊκευμένες κατευθύνσεις δόμησης σε τέσσερα παραρτήματα, ως εξής:

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙ ΕΣ

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Τίρυνθας

Το Φρούριο της Καντάρας. Κατεχόμενη Κύπρος

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΧΕΔΙΩΝ. Το οικόπεδο μας ανήκει στον κύριο Νίκο Δαλιακόπουλο καθώς και το γειτονικό οικόπεδο.

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΡΑΠΤΗ. Γενική άποψη του οικισμού. Το άνοιγμα στη θέα. Η περιοχή μελέτης

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

ισόγειο βρίσκεται άλλοτε σε άμεση επαφή με το υπόγειο και άλλοτε το χρησιμοποιεί σαν βοηθητικό χώρο εξωτερικά προσπελάσιμο από το κεντρικό

«Α σ τ ι κ ό π ε ρ ι β α λ λ ο ν τ ι κ ό μ ο ν ο π ά τ ι Λ α υ ρ ί ο υ»

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

3. Οροι όµησης ιαταξη Κατασκευής στο οικόπεδο

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΞΑΠΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ. Στρατηγική Συν-Κατοίκησης

Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία. Μάθημα 3

Ιερός Ναός Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών.

ΘΕΜΑ: «Προτάσεις για την Τουριστική Ανάπτυξη και προβολή της Τοπικής Κοινότητας Στράτου» Κύρια πύλη δευτερεύουσα πύλη πύλη Ακρόπολης Παραποτάμια πύλη

Προστατευόμενα μνημεία και χώροι, στην Υπάτη και την ευρύτερη περιοχή

ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΟΡΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. που γέννησες και ανάθρεψες τους γονείς και τους παππούδες μας.

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

1.- Η πρόταση αφορά στην οργάνωση ενός συνόλου κατοικιών η οποία διαμορφώνει συγχρόνως ένα συνεχές σύστημα δημόσιων, υπαίθριων χώρων και χώρων πρασίνο

ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ. Αρχ. Ολυμπία

Θέμα: ΟΡΓΑΝΩΣΗ & ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

2. τα ρωμαϊκά, που το λούκι έχει μετασχηματιστεί σε επίπεδο και έχει ενσωματωθεί στο καπάκι

Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ. Αρχαία Νικόπολη

Ο Ιερός Ναός του Αγ. Παντελεήμονος στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

ΘΕΜΑ: «ΜΙΚΡΗ ΕΞΟΧΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΜΕ ΞΕΝΩΝΑ»

Γοτθική εποχή. Ανδρουλάκη Ειρήνη Καθηγήτρια εικαστικός, MA art in education

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

Αρχιτεκτονική ανάλυση παραδοσιακών κτιρίων και συνόλων Ε.Μ.Π. - ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ - ΔΙΑΤΟΜΕΑΚΟ ΜΑΘΗΜΑ 5ΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ( ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ )

4. ΗΜΟΣ ΣΠΕΡΧΕΙΑ ΑΣ

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΝΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Αρχιτεκτονική. Περιβαλλοντική αρχιτεκτονική

Σχεδιασμός αρχιτεκτονικών σχεδίων

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ ΕΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΧΕΔΙΩΝ. Το οικόπεδο μας ανήκει στον κύριο Νίκο Δαλιακόπουλο καθώς και το γειτονικό οικόπεδο.

Φρούρια, Κάστρα Κέρκυρα. Παλαιό Φρούριο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα. Ιστορία Κατασκευών

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΜΕ ΝΕΑ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ. ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ: ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Α.Μ :30978 ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Α.Μ :30464 ΚΑΤΡΗΣ ΛΟΥΚΑΣ Α.Μ :31710 ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Α. ΜΠΟΥΡΜΠΑΧΑΚΗ ΣΥΝΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Ι. ΒΙΔΑΛΗ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΛΙΟΣ 2010

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ. 1.1 ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΣΕΛ: 3-8 1.2 ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΕΛ: 9-12 1.3 ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΣΕΛ: 13-19 1.4 ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΣΕΛ: 20-26 1.5 ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΞΩΚΑΣΤΡΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΣΕΛ: 27-46 1.6 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΣΕΛ: 47-50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ 2.1 ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΕΛ:51-53 2.2 ΕΡΓΑ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΕΛ: 54 2.3 ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΣΕΛ: 55-58 2.4 ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΣΕΛ: 59-64 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ. 3.1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ. ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΣΕΛ: 66-68 3.2 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΣΕΛ:69 3.3 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΕΛ:70-71 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΣΔΕΧΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ. 4.1 ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗΣ 1:400 ΚΑΙ 1:100 ΣΕΛ: 73-82 4.2 ΣΧΕΔΙΑ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 1:400 ΚΑΙ 1:100 ΣΕΛ: 84-94 4.3 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΣΕΛ: 95 4.4 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΣΕΛ: 96 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ:97 1

EIΣΑΓΩΓΗ Στα πλαίσια της πτυχιακής αυτής εργασίας, εργασθήκαμε με απώτερο στόχο την ανάπλαση και την ανάδειξη του Κάστρου της Αστυπάλαιας, των ιστορικών αξιών του μνημείου καθώς και την βελτίωση της ποιότητας της σχέσης μεταξύ του χώρου και των κατοίκων του νησιού και των επισκεπτών του. Eπιλέχθηκε το κάστρο της Αστυπάλαιας διότι υπήρξε το κέντρο ζωής των κατοίκων του νησιού ενώ πλέον είναι ένα μάλλον παραμελημένο ιστορικό σύνολο που δεν θυμίζει σε τίποτα την παλιά του αίγλη. Ο σκοπός μας δεν είναι άλλος από την ευαισθητοποίηση των τοπικών φορέων για την ανάδειξη του και επαναφορά του ως ένα σημαντικό στοιχειό στην ζωή των κατοίκων και ευρύτερα του νησιού. Πιο συγκεκριμένα η πρόταση μας αναλύεται ως εξής : Προστασία και ανάδειξη του ιστορικού και φυσικού περιβάλλοντος του κάστρου. Ανάπλαση του χώρου με προγράμματα κοινωνικής συμμετοχής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Προσφορά εξυπηρετήσεων στους επισκέπτες και απόδοση του χώρου στους πολίτες για την βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων, πραγματοποιήθηκαν οι παρακάτω μελέτες: Τοπογραφική αποτύπωση του χώρου του μνημείου σε κλίμακα 1:100 και σύνταξη χάρτη χρήσεων γης. Γεωτεχνική έρευνα του βράχου θεμελίωσης και του υπεδάφους του μνημείου για την εξαγωγή των σχετικών συμπερασμάτων. Αρχιτεκτονική, λειτουργική και κατασκευαστική τεκμηρίωση του μνημείου, με σχέδια αρχιτεκτονικής αποτύπωσης σε κλίμακα 1:100 και 1:50 και κείμενα, που βασίστηκαν κυρίως σε επιτόπια μελέτη καθώς και αξιοποίησης στοιχείων υπάρχουσας βιβλιογραφίας. Φωτογραφική (απεικόνιση)τεκμηρίωση του μνημείου(κτιριακό ιστορικό σύνολο), με αναλυτική φωτογράφιση όλων των επιμέρους τμημάτων του και απεικόνιση της σημαντικότερης εξωτερικής του όψης. (Αρχιτεκτονική )πρόταση που περιλαμβάνει: τον εντοπισμό των απαιτούμενων άμεσων (διορθωτικών)σωστικών ενεργειών και (υποστηρικτικών)στερεωτικών επεμβάσεων του μνημείου και την διατύπωση γενικής πρότασης διατήρησης, προστασίας και αναδείξεως του με εντοπισμό ειδικών σημείων ενδιαφέροντος

και αποκατάσταση ορισμένων σημαντικών (ή) χαρακτηριστικών ή καλύτερα διατηρημένων κτισμάτων της περιμέτρου του κάστρου. Η μελέτη που προσδιορίζει τα απαιτούμενα δίκτυα υποδομής για την υλοποίηση των αρχιτεκτονικών προτάσεων για τη προστασία και την ανάδειξη του κάστρου. Κατά την έναρξη μελέτης ανάδειξης του κάστρου, κρίθηκε απαραίτητη από την ομάδα μελέτης, η αναζήτηση στοιχείων του εσωτερικού πολεοδομικού ιστού, του άλλοτε πυκνοκατοικημένου κάστρου ως απαραίτητο στοιχείο ιστορική και αρχιτεκτονικής τεκμηρίωσης αλλά και ως προϋπόθεση για την διατύπωση πρότασης ανάδειξης του. Το έργο ανασκαφής (που δεν ολοκληρώθηκε στο σύνολο του κάστρου λόγο έλλειψης οικονομικών πόρων) αποκάλυψε ένα σχεδόν απόλυτα διατηρούμενο πολεοδομικό ιστό και ένα εντυπωσιακής τεχνικής σύστημα απορροής οβριών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΙΟΥ 2

1.1 ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ. Η μικρή χερσόνησος που προβάλλει ανατολικά και χωρίζει το σημερινό λιμάνι του νησιού στα βόρεια από τον κόλπο του λιβαδιού στα νότια, επιστέφεται από βραχώδη λόφο ύψους περίπου 130μ. Οι πλαγιές του είναι πολύ απότομες και μόνο η νοτιοδυτική είναι κάπως ομαλότερη παρέχοντας την πιο φυσική πρόσβαση στην κορυφή του. Στον λόφο αυτό δεσπόζει το μεσαιωνικό κάστρο έκτασης περίπου τεσσάρων στρεμμάτων. Κρίνοντας από τα λείψανα αρχαίων κτιρίων στη βορεινή πλευρά του λόφου και από το πλήθος αρχιτεκτονικών μελών και επιγραφικών μνημείων που είτε είναι εντειχισμένα σε διάφορα νεώτερα οικοδομήματα, είτε έχουν κατά καιρούς περισυλλέγει, μπορεί κανείς με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι η χρήση του λόφου ανάγεται στους αρχαίους χρόνους. Πολυγωνικός αναλημματικός τοίχος στην βορεινή επίσης πλευρά του λόφου μπορεί να χρονολογείται ακόμη και στον πέμπτο αιώνα π.χ. Από τα αν και περιορισμένα, αυτά αρχαιολογικά στοιχεία προκύπτει ότι ο λόφος μάλλον αποτελούσε την ακρόπολη της αρχαίας Αστυπάλαιας. Χαμηλότερα στις κυλίνδρες, όπως αποκαλούν οι ντόπιοι τις πλαγιές ως τη θάλασσα, έχουν εντοπισθεί κατά καιρούς με την εκτέλεση διαφόρων έργων, αρχιτεκτονικά λείψανα ρωμαϊκών χρόνων. Σημαντικός αριθμός ρωμαϊκών δεξαμενών διάσπαρτων στις πλάγιες και τα σχετιζόμενα με αυτές ψηφιδωτά δάπεδα υποδηλώνουν σχετικά πυκνή κατοίκηση της περιοχής κατά την ρωμαιοκρατία. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες για την χρήση του χώρου κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Η γεωγραφική θέση της Αστυπάλαιας στην ανατολική παρυφή του νησιωτικού συγκροτήματος των Κυκλάδων, συχνά τη συνέδενε στενά με την τύχη των νησιών αυτών. Στον μεσαίωνα το νησί ήταν στενά συνδεδεμένο με την Αμοργό. Κατά τη λατινοκρατία ανήκε στις ίδιες λατινικές οικογένειες που κατείχαν την Αμοργό, ενώ στη Μονή Χαζοβιωτίσσης τον 16 ο αιώνα ανήκε ακόμη ένα μεγάλο τμήμα του. 3

Χάρτης της Αστυπάλαιας κατά τον περιηγητή Francesco Piacenza. Αντίγραφο από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη <<Δωδεκάνησα>>. Τόμος Β Αθήνα 1947 Χάρτης της Αστυπάλαιας κατά τον περιηγητή Gioseppe Rosaccio Αντίγραφο από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη <<Δωδεκάνησα>>. Τόμος Β Αθήνα 1947 4

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δ Σταυροφορίας το 1204, κατά τον μελετητή των μεσαιωνικών μνημείων της Δωδεκανήσου G. Gerola ο Δούκας του Αρχιπελάγους Marco Sanudo παραχώρησε την Αστυπάλαια στον Giovanni I. Querini. Ο βυζαντινός στρατηγός Λικάριος ανακατέλαβε το νησί το 1269 και προφανώς υπό την αιγίδα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου, ο Giovanni I. Querini φέρεται ότι ξαναπήρε την Αστυπάλαια στις πρώτες δεκαετίες του 14 ου αιώνα. Στα 1341 το νησί λεηλατήθηκε από τους Τούρκους του Αιδινίου υπό τον Umur Pasha και ερημώθηκε. Όταν τον Ιούλιο του 1394 ο προσκυνητής Niccolo da Mortoni από την Κάπουα έπιασε στην Αστυπάλαια βρήκε το νησί ακόμη ακατοίκητο και κατεστραμμένο από την Τουρκική επιδρομή, αλλά είδε εκεί φρούριο με επάλξεις και άγρια ζώα του δρυμού. Η μαρτυρία αυτή είναι πολύ σημαντική για την χρονολόγηση του κάστρου, το οποίο πρέπει να υπήρχε πριν από την Τουρκική λεηλασία του νησιού στα 1341. Η νεότερη έρευνα αμφισβητεί την πρώιμη κατοχή της Αστυπάλαιας από την οικογένεια Querini, η οποία ζούσε στη Βενετία, και την τοποθετεί στα 1413, οπότε έγινε και ο επανεποικισμός του νησιού. Συγκεκριμένα, μετά το διορισμό του ως διοικητή των Τήνου και Μυκόνου (1411) ο Giovanni IV (zanachi) Querini από την Κρήτη, αγόρασε την Αστυπάλαια και δίνοντας στον εαυτό του τον τίτλο του <<κόμητα της Αστυνέας>> (προφανώς σε αντιδιαστολή προς την αρχαία Αστυπάλαια) προχώρησε στον αποικισμό του νησιού μεταφέροντας οικογένειες από την Τήνο και την Μύκονο. Η Γαληνότατη όμως μη ανεχθείσα την ενέργεια αυτή ως <<αιτία καταστροφής και ερήμωσης αυτών τούτων των δικών μας νησιών>> και μάλιστα με πλοία της Δημοκρατίας, επέβαλε στον Querini πρόστιμο διακοσίων δουκάτων για κάθε άτομο που μετακινήθηκε με τον τρόπο αυτό και δεν επέστρεψε αμέσως με όλη του την περιουσία στα νησιά του. Σε ανάμνηση του επαναποικισμού της Αστυπάλαιας τοποθετήθηκε μέσα στο κάστρο η επιγραφή <<Johannes Quirinus comes Astyneae qui eo primus duxit accolas anno MCCCXIII die XXX martii translationis Sancti Quirini>> (ο Ιωάννης Querini κόμης της Αστυνέας, ο οποίος πρώτος εδώ οδήγησε εποίκους το έτος 1413 ημέρα τριακοστή του Μάρτιου της μεταστάσεως του Αγίου Quirini). Την επιγραφή αυτή πολλοί εξέλαβαν ως κτητορική και παροδηγήθηκαν τοποθετώντας την ίδρυση του κάστρου στη χρονολογία αυτή, ενώ αυτό, καθώς είδαμε, προϋπήρχε. 5

Η Αστυπάλαια, σύνδεσμος ανάμεσα στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, συχνά χρησίμευε ως βάση πειρατών, επάνω στο θαλάσσιο δρόμο που διασχίζοντας τη Δωδεκάνησο συνέδεε την Αίγυπτο με τα μεγάλα λιμάνια της Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Hayriddin Barbarossa, και μετά από πολλές εχθρικές επιδρομές, η Αστυπάλαια περιήλθε σε οθωμανική διοίκηση το 1537. Η χρονολογία αυτή σημάδεψε τη διακοπή των δεσμών της με τις Κυκλάδες και το σταδιακό προσανατολισμό της προς την ανατολή. Νέα ερήμωση γνώρισε το νησί μετά την αναγνώριση της οθωμανικής κυριαρχίας από τη Βενετία στις 2 Οκτωβρίου 1540. Αργότερα εποικίστηκε εκ νέου, αλλά από Αλβανούς αυτή τη φορά. Όμως ο Ισπανός τυχοδιώκτης και πειρατής Alonso de Conteras περιγράφει την παραμονή του στην Αστυπάλαια (μετά το1630) ως εξής : << έφτασα σένα νησί που έχει το όνομα Σταμπάλια, έντονα κατοικημένο από Έλληνες. Δεν βρίσκεται εκεί ούτε Τούρκος διοικητής ούτε άλλος καπετάνιος ή κυβερνήτης παρά ένας Έλληνας εμπιστευμένος από τον Καπουδάν Πασά >>. Η συνοπτική αυτή αναδρομή στην ιστορία της Αστυπάλαιας κρίθηκε απαραίτητη γιατί σε μεγάλο βαθμό πρέπει να σχετίζεται και με τη ιστορία της αρχαίας ακρόπολης και του μεταγενέστερου κάστρου της. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ορατά σήμερα σημάδια των τυχόν αλλαγών ή επεμβάσεων στο κάστρο είναι πολύ πιθανό να οφείλεται στην ανεπάρκεια της έρευνας και μία ανασκαφική εξερεύνηση μελλοντικά θα μπορούσε να δώσει απάντηση σε πολλά ερωτηματικά. Το κάστρο της Αστυπάλαιας ήταν κατοικημένο ως το 1956, όταν ο μεγάλος σεισμός με επίκεντρο τη Σαντορίνη, μετέτρεψε σε σωρούς ερειπίων πολλά από τα σπίτια του. Από τις μαρτυρίες προγενέστερων επισκεπτών του γνωρίζουμε ότι ήταν πυκνά κατοικημένο και κατά την έκφραση των Dawkins και Wace, «ήταν ένας λαβύρινθος στενών δρομίσκων και ακανόνιστων αυλών». Ακόμη, στα 1930 η Marica Montesanto περιγράφει ότι <<τα παμπάλαια σπίτια, πιο ψηλά από το συνηθισμένο τύπο της νησιώτικης κατοικίας, για την εκμετάλλευση στο έπακρο του διαθέσιμου χώρου, σχηματίζουν πολύ στενά δρομάκια γεμάτα μυστήριο, που χάνονται, ανεβαίνουν, σένα λαβύρινθο που στην πρώτη ματιά αποπροσανατολίζει>>. Όπως συμβαίνει και σε άλλα μεσαιωνικά κάστρα των νησιών του Αιγαίου, το τείχος αποτελείται από τον εξωτερικό τοίχο ιδιαίτερα ψηλών σπιτιών που είναι θεμελιωμένα επάνω στο βράχο ή σε πέτρινες κτιστές επικλινείς κατασκευές ανάμεσα σε εξάρματα του βράχου. Πρόκειται για τα παλαιότερα σπίτια του κάστρου γνωστά ως << ξώκαστρα>>. Ήταν σχεδόν όλα τριώροφα, και με δύο ή τρεις μονόχωρες κατοικίες το καθένα, μπορούσαν να στεγάζουν από δυο ή τρεις οικογένειες. 6

Η σειρά αυτή των ξώκαστρων σπιτιών διαμόρφωνε την ακανόνιστη εξωτερική όψη του κάστρου, τη μονοτονία της οποίας διέκοπταν τα ανοίγματα παραθύρων και οι ξύλινοι εξώστες που κυρίως ανοίχτηκαν τον 18 ο αιώνα. Είναι η περίοδος κατά την οποία φαίνεται ότι και το εσωτερικό του κάστρου καλύφθηκε με πυκνότατη δόμηση, ώστε να δίνει την εικόνα του λαβύρινθου. Τότε έγιναν και πολλές επεκτάσεις των σπιτιών καθ ύψος και άρχισε η σταδιακή επέκταση του οικισμού και εκτός του κάστρου. Αναφέρεται ότι μέσα στο κάστρο λειτουργούσαν και εργαστήρια αγγειοπλαστικής, ξυλουργεία και σιδηρουργεία για τις ανάγκες των κατοίκων του που κάποτε έφτασαν μέχρι και τις 4000 ψυχές. Όπως συνέβαινε και σε πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου, στέρνες εξασφάλιζαν την ύδρευση των σπιτιών, ενώ λέγεται ότι υπήρχε υπόγειο αποχετευτικό δίκτυο με πήλινους σωλήνες που συνέδεε τα σπίτια με τον κεντρικό αγωγό και οδηγούσε τα απόβλητα εκτός του κάστρου από τη νότια πλευρά. Η είσοδος στο κάστρο γίνεται από τη νοτιοδυτική πλευρά μέσω διαβατικού στεγασμένου με σταυροθόλια. Επάνω στα σταυροθόλια αυτά είναι κτισμένη η μια από τις δύο εκκλησίες του, η Ευαγγελίστρια ή Παναγιά του Κάστρου. Μια δεύτερη εκκλησία λίγο νοτιότερα, ο Αϊ-Γιώργης, με τον ακάλυπτο χώρο μπροστά στην είσοδο του, αποτελούσε το κέντρο των κοινωνικών εκδηλώσεων των καστρινών. Οι δύο αυτές εκκλησίες αποτελούσαν και τους πυρήνες των δύο γειτονιών του κάστρου. Ανάμεσα στα κτίρια που ξεχωρίζουν είναι και ο τετράγωνος πύργος στο νότιο άκρο του κάστρου, μετά το ναό του Αϊ-Γιώργη γνωστός ως <<Σαράι>>. Έχει περίμετρο 18 μέτρων και σώζεται σε ύψος τεσσάρων ορόφων. Από τα κοινά σπίτια τα περισσότερα, κυρίως της ανατολικής πλευράς και όλα του κεντρικού τμήματος, κατεδαφίστηκαν μετά τον σεισμό του 1956. Διατηρήθηκαν μόνο εκείνα που αποτελούσαν το κάστρο κατά την βόρεια, δυτική και νότια πλευρά. Πολλά από αυτά αντιστεκόμενα στο χρόνο και στα στοιχεία της φύσης διατηρούνται ακόμη σε αρκετό ύψος και σώζουν πολλά από τα αρχιτεκτονικά τους γνωρίσματα. Καλύτερα διατηρημένα είναι τα σπίτια της νοτιοδυτικής πλευράς μεταξύ των δύο εκκλησιών. Από αυτά ξεχωρίζουν δυο στην γειτονία του Αϊ- Γιώργη, το αρχοντικό του <<Γιατρού>> και το αρχοντικό του <<Αγά>> στα οποία σώζονται ακόμη λείψανα των ξυλόγλυπτων οροφών τους. Πολλά στοιχεία της αρχιτεκτονικής τους διατηρούν επίσης ορισμένα σπίτια βορείως της εισόδου. 7

Η σημερινή εικόνα στο εσωτερικό του κάστρου δεν έχει καμιά σχέση με εκείνη των τελευταίων επισκεπτών του πριν από το σεισμό. Η διευθέτηση των υλικών κατεδάφισης των σπιτιών μετά τον σεισμό δημιούργησε μια μεγάλη και άχαρη επίπεδη επιφάνεια στο κεντρικό και το ανατολικό τμήμα του κάστρου που ούτε υποψία αφήνει για την λαβυρινθώδη προσεισμική εικόνα. Τυχόν μελλοντικές εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης των υφισταμένων κτισμάτων θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τον προσεισμικό ιστό του εντός του κάστρου οικισμού ο οποίος θα πρέπει να αποκατασταθεί, οπτικά τουλάχιστον, και στοιχεία από την ιστορία αυτού του οχυρωματικού έργου να έλθουν στο φως. Υπάρχουσα παλαιότερη αποτύπωση τμήματος του Κάστρου. 1.Είσοδος, 2.Παναγία του Κάστρου, 3.Καφενέιο, 4. Αϊ Γιώργης, 5.Μπλάτσα, 6.Σεράι, 7.Αρχοντικό του «Γιατρού», 8. Αρχοντικό του «Αγά». 8

1.2 ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ Όπως αναλύεται στο προηγούμενο κεφάλαιο με τον επανεποικισμό του έρημου φέουδου της Αστυπάλαιας στα 1413 υπό τον Giovanni IV Queering αρχίζει και η ιστορία του οικισμού, η εξέλιξη του οποίου οδήγησε στην σημερινή Χώρα πρωτεύουσα του νησιού. Οι ιστορικές μαρτυρίες από κείμενα ή επιγραφές σε συνδυασμό με τα οικοδομικά λείψανα του Κάστρου, καθιστούν δυνατή την διατύπωση κάποιων απόψεων για την αρχική μορφή του πρώτου πυρήνα της Χώρας ενός ακόμη παραδείγματος οχυρωμένου Μεσαιωνικού οικισμού στο Αιγαίο. Το Κάστρο της Αστυπάλαιας αποτελεί τυπικό οχυρωμένο οικισμό η οχύρωση του οποίου δημιουργείται με την παράθεση και την σύγχρονη ανέγερση, όπως πιστοποιείται από την παρατήρηση της δομής τους, των περιμετρικών μονάδων κατοικίας. Με παρόμοιο τρόπο είναι κατασκευασμένα και άλλα κάστρα στο Αιγαίο, όπως εκείνο της Κιμώλου, το έξω Κάστρο της Σίφνου κλπ. Το κυριότερο, χαρακτηριστικό του Κάστρου είναι η θέση του πάνω στο φυσικό έξαρμα, η μορφή του οποίου επιδρά άμεσα στο ίδιο, καθώς του προσφέρει ισχυρά προτερήματα από την άποψη της οχύρωσης. Ενώ δηλαδή συνήθως οι εξωτερικοί τοίχοι των κατοικιών στα κάστρα είναι τελείως τυφλοί ή έχουν πολύ μικρά ανοίγματα, στην Αστυπάλαια η ύπαρξη του φυσικού, κατακόρυφου σχεδόν και ψηλού βράχου προσφέρει τη δυνατότητα διαμόρφωσης, εξ αρχής, όπως φαίνεται, σε αρκετά σημεία, παραθύρων και σε ορισμένα σημεία ακόμη και θυρών για την προσπέραση σε βοηθητικούς χώρους. Το επίμηκες, ακανόνιστο επίσης σχήμα του πλατώματος του Κάστρου έπαιξε πιθανότατα κάποιο ρόλο στη γενική πολεοδομική διάρθρωση του οικισμού που, όσο μπορεί κανείς να κρίνει από τα σωζόμενα λείψανα, διακρίνεται από έλλειψη κανονικότητας και κάποια σχετική αταξία, που δεν είναι συχνή σε εξ αρχής κατασκευασμένους οικισμούς. Σχετικά με τη διάρθρωση του οικισμού στο εσωτερικό του Κάστρου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα σωζόμενα στοιχεία είναι ανεπαρκή για την διασαφήνιση της οργάνωσης του πολεοδομικού ιστού, της χωροθέτησης των ειδικών λειτουργιών, όπως οι εκκλησίες, ή των χώρων που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή κλπ. Έτσι είναι άγνωστο το αν στη θέση του ναού του Αγ.Γεωργίου υπήρχε από παλιά κάποια εκκλησία, αν η «Μπλάτσα», το κοινωνικό κέντρο του Κάστρου, όπως είναι γνωστό από τα τελευταία χρόνια, καταλάμβανε τη θέση κάποιας αντίστοιχης πλατείας του 15 ου αι. κ.α. Άλλωστε και η ίδια η αρχική μορφή των κατοίκων στο σύνολο τους δεν είναι απόλυτα γνωστή, καθώς δεν γνωρίζουμε τι αλλαγές είχε υποστεί το κέλυφος με την μορφή κατεδάφισης, προσθήκης ή αντικατάστασης επιμέρους τμημάτων του ως την εποχή της εγκατάλειψης και μερικής καταστροφής του. Ορισμένα από τα θέματα αυτά, δεδομένης της κακής κατάστασης διατηρήσεως του ίδιου του αντικειμένου, φαίνεται ότι δεν θα είναι πλέον δυνατό να λυθούν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταξύ των στοιχείων του Κάστρου που, χωρίς αμφιβολία, ανάγονται στις παλαιότερες φάσεις του παρουσιάζει η περιοχή της πύλης. 9

Στα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση του Κάστρου της Αστυπάλαιας, τον 15 ο, 16 ο και 17 ο αι, είναι σαφές ότι οι συνθήκες ζωής στο Αρχιπέλαγος, με τις συνεχείς πειρατικές επιδρομές και λεηλασίες από Τούρκους και Χριστιανούς κουρσάρους, σε συνδυασμό με την οικονομική εξαθλίωση των πληθυσμών, που επέφερε η ασταθής πολιτική κατάσταση, κάθε άλλο παρά επέτρεπαν την ανάπτυξη των οικισμών και την επέκτασή τους έξω από τους μεσαιωνικούς οχυρωμένους πυρήνες. Πολύ πιθανότερος φαίνεται ο αυστηρός περιορισμός των κατοίκων στα Κάστρα, που παρείχαν στοιχειώδη ασφάλεια με παθητική, τις περισσότερες φορές, άμυνα. Στα χρόνια αυτά της ζωής του Κάστρου, οι εξελίξεις στο ίδιο το κέλυφος του είναι άγνωστες. Αλλοιώσεις είναι πολύ φυσικό να δεχθούμε ότι θα έγιναν δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος και της οπωσδήποτε περιορισμένης αντοχής των ευπαθέστερων τουλάχιστον κατασκευών του συνόλου, όπως οι στεγάσεις, οι τοίχοι των ανώτερων ορόφων και οι δευτερεύουσες, βοηθητικές κατασκευές χωρίς να αποκλείονται και σοβαρότερες επεμβάσεις. Στο δεύτερο μισό του 18 ου αι. και ως τα 1830, που σταμάτησε οριστικά η πειρατεία γεγονός που βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρέπει να έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του οικισμού συγχρόνως με κάποια οικονομική άνοδο πραγματοποιήθηκε η πρώτη επέκταση του οικισμού έξω από το Κάστρο. Έμμεσα με την ανάπτυξη και την μορφή της επέκτασης του οικισμού, σχετίζεται ενδεχομένως και η ίδρυση, λίγο μετά τα μέσα του 18 ου αι. του Μοναστηριού της Παναγίας της Πορταϊτισσας στα Νότια του Κάστρου, που στα επόμενα χρόνια, καθώς εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο, απετέλεσε πόλο έλξης για την ίδια την εξέλιξη του οικισμού. Για τις διαδοχικές φάσεις εξέλιξης του οικισμού εκτός του Κάστρου κάποιες ενδείξεις παρέχει ο πολεοδομικός ιστός, η μορφή του οποίου όμως συναρτάται άμεσα και με την μορφολογία του εδάφους. Είναι πολύ πιθανόν, η πρώτη επέκταση του οικισμού να έγινε στην περιοχή μπρος από την είσοδο του Κάστρου, προς τη γειτονιά του Καράη, ενώ σε επόμενες ενδεχομένως φάσεις εξέλιξης ανάγονται οι επεκτάσεις του οικισμού προς την Μεγάλη Παναγιά και προς την Πορταϊτισσα. 10

Δρόμος στην Αστυπάλαια. Αντίγραφο από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «Δωδεκάνησα». Τόμος Β Αθήνα 1947. Παλιά σπίτια στο Κάστρο. Αντίγραφο από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «Δωδεκάνησα». Τόμος Β Αθήνα 1947. 11

Η εποχή κατά την οποία ο πολεοδομικός ιστός του παλιού οικισμού της Χώρας αποκρυσταλλώθηκε, στη σημερινή του μορφή δεν μας είναι γνωστή. Φαίνεται ωστόσο ότι αυτό συντελέστηκε στο δεύτερο μισό του 19 ου αι, εποχή κατά την οποία το Κάστρο διατηρούσε ακόμη καίρια θέση στην ζωή της Χώρας, ως περιοχή κατοικίας των παλιών αρχοντικών οικογενειών του νησιού. Στην εποχή ακριβώς αυτή εντοπίζονται ορισμένες ποιοτικές αλλαγές στο κέλυφος του, που ενώ δεν είχαν επιπτώσεις στην συνολική του μορφή άλλαξαν σε επιμέρους σημεία τις λειτουργίες του. Η κατεδάφιση του παλιού οχυρωματικού πύργου και η ίδρυση στη θέση του, του Μητροπολιτικού ναού του Κάστρου, με συμμετοχή αρχόντων και συντεχνιών, είναι μια σημαντική αλλαγή του χαρακτήρα που αντικατοπτρίζει την αλλαγή του χαρακτήρα του Κάστρου και της κοινωνίας του. Εξ άλλου αλλαγές στον τομέα της κατοικίας στο εσωτερικό του Κάστρου, με τη δημιουργία αρχοντικών σπιτιών που προέκυψαν με τη συνένωση παλιών μονάδων, πρέπει να αναχθούν, όπως τουλάχιστον φαίνεται από το σπίτι του Γιατρού, στην εποχή αυτή. Στον εκτός του Κάστρου οικισμό είναι, όπως φαίνεται, εγκατεστημένοι, την εποχή αυτή, οι εύποροι έμποροι ή ναυτικοί, στους οποίος ανήκουν τα μεγάλα σπίτια με την προσεγμένη κατασκευή και τα νεοκλασικά ή νεοαναγεννησιακά μορφολογικά στοιχεία. Το εμπορικό κέντρο της Χώρας την ίδια εποχή φαίνεται ότι αναπτύσσεται σιγά σιγά στην περιοχή του Καράη, μαζί με το κοινωνικό κέντρο του έξω από το Κάστρο οικισμού, χωρίς βέβαια, όπως φαίνεται, να ατονεί ακόμη το παλαιότερο κοινωνικό κέντρο στο διαβατικό του Κάστρου. Η κατάληψη του νησιού από τους Ιταλούς στα 1912 αποτελεί αρχή των σύγχρονων φάσεων εξέλιξης του οικισμού της Χώρας. Η έκταση του οικισμού δεν μεταβλήθηκε αισθητά. Το Κάστρο συνεχίζει να αποτελεί οργανικό μέρος του οικισμού, μεταβάλλεται όμως σιγά σιγά, όπως φαίνεται, η κοινωνική του δομή. Δεν αποτελεί πια, τη σπουδαιότερη γειτονιά του οικισμού. Το κοινωνικό και εμπορικό κέντρο παρέμειναν και στην διάρκεια της Ιταλικής κατοχής στην ίδια με της τελευταίας περιόδου της Τουρκοκρατίας θέση, στου Καράη. Σε διάφορα ακόμη σημεία του οικισμού εντοπίζονται καταστήματα η έναρξη λειτουργίας των οποίων ανάγεται στην εποχή αυτή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Αστυπάλαια δοκιμάστηκε αρκετά, ενώ κατά τις εχθροπραξίες δεν έλειψαν και οι καταστροφές. Τέλος, στο διάστημα της αναταραχής που προηγήθηκε της οριστικής ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, στα 1948, άρχισαν να εκδηλώνονται οι πρώτες τάσεις εξέλιξης, που αντικατοπτρίστηκαν με την ανάπτυξη της Χώρας. Από τα πρώτα ήδη μεταπολεμικά χρόνια αρχίζει η εγκατάλειψη, με γρήγορο ρυθμό, του Κάστρου και η καταστροφή των σπιτιών του, με σκοπό τον προσπορισμό οικοδομικού υλικού για την κατασκευή των νέων κατοίκων στην επέκταση του οικισμού. Το έργο της καταστροφής είχε ήδη προχωρήσει, πολύ, όταν επενέβη η Αρχαιολογική Υπηρεσία με εργασίες μεταξύ των ετών 1950 1953. Δυστυχώς ο σεισμός του 1956 επεξέτεινε την καταστροφή με ολέθρια για το μνημείο αποτελέσματα. 12

1.3 ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Το Κάστρο ο πρώτος οικιστικός πυρήνας της Χώρας καταλαμβάνει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, την επιφάνεια του βραχώδους εξάρματος που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου του οικισμού. Οι σχεδόν κατακόρυφες πλευρές του φυσικού σχηματισμού, με ποικίλο κατά την περίμετρο ύψος, σχηματίζουν ένα σχεδόν επίπεδο επίμηκες πλάτωμα με μέγιστες διαστάσεις 120Χ40 45μ περίπου. Η μορφή και οι διαστάσεις της φυσικά οχυρωμένης αυτής θέσης, στάθηκαν καθοριστικές για τα αντίστοιχα στοιχεία του Κάστρου. Ο μεσαιωνικός οικισμός αναπτύχθηκε σ ολόκληρη την ελεύθερη επιφάνεια του πλατώματος ακολουθώντας σχεδόν απόλυτα τα όρια του. Σε ορισμένα σημεία, τη φυσική διαμόρφωση συμπληρώνουν αντερείσματα, όχι τόσο για να δεχθούν επιχωματώσεις, με σκοπό να αυξήσουν τη διατιθέμενη επιφάνεια, αλλά κυρίως για λόγους στατικούς ή αμυντικούς. Τα αντερείσματα έχουν άλλοτε κατακόρυφη και άλλοτε ελαφρά κεκλιμένη την ελεύθερη επιφάνεια τους. Δεν είναι απίθανο ορισμένα από αυτά αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στο οχύρωμα για τους λόγους που αναφέρθηκαν, μετά ενδεχομένως από σεισμούς ή άλλες αιτίες. Το ίδιο το Κάστρο αποτελείτο από ένα πυκνοκτισμένο σύνολο σπιτιών, τα περιμετρικά ή «ξώκαστρα», τα οποία με τους συνεχείς εξωτερικούς τους τοίχους σχηματίζουν τον αμυντικό δακτύλιο. Το γενικό σχήμα του είναι κανονικό, ενώ το περιμετρικό τείχος έχει σε κάτοψη μορφή τεθλασμένης γραμμής, τα επιμέρους τμήματα της οποίας αντιστοιχούν στους εξωτερικούς τοίχους των μονάδων της κατοικίας. Η βορειοανατολική πλευρά κυρίως παρουσιάζει την μορφή αυτή, ενώ η νοτιοδυτική έχει περισσότερο το σχήμα μιας ελεύθερης καμπύλης με πολύ λιγότερες θλάσεις. Στο Νότιο μόνο άκρο του Κάστρου, πάνω δηλαδή από το μοναστήρι της Παναγίας της Πορταϊτισσας, υπάρχει ένα ισχυρό στοιχείο, προέχον από την κάτοψη του συνόλου με την μορφή Πύργου. Οι εξωτερικοί τοίχοι του δεν θεμελιώνονται στο φυσικό βράχο αλλά στο επίπεδο του γύρω εδάφους. Το κτίσιμο είναι γνωστό με το όνομα «Σαράι». Τον εσωτερικό χώρο του Κάστρου κατελάμβαναν τα εσωτερικά «Καστρινά» σπίτια αφήνοντας ελάχιστους ελεύθερους χώρους για κυκλοφορία. 13

14

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ Η προσπέλαση του Κάστρου γίνεται από τη Νοτιοδυτική μακρά πλευρά του, κοντά στο δυτικό άκρο της. Παρά το γεγονός ότι το ύψος του φυσικού βράχου είναι στο σημείο αυτό είναι αρκετά μεγάλο σχετικά με άλλα της περιμέτρου, η επιλογή της θέσης για τη δημιουργία εδώ της πύλης έγινε για να δυσκολεύεται η κατά μέτωπο επίθεση από τον εχθρό στην είσοδο. Πραγματικά, λόγω ακριβώς του ύψους, η κατ ευθείαν ανάβαση στο επίπεδο της πύλης είναι αδύνατη. Ένας ειδικά διαμορφωμένος ανηφορικός δρόμος, παράλληλος με το τείχος, οδηγεί στην πύλη η οποία είναι διαμορφωμένη σ ένα συγκεκριμένο τμήμα του περιμετρικού δακτυλίου του Κάστρου, που σαφώς διακρίνεται από τα εκατέρωθεν, τα οποία περιλαμβάνουν κατοικίες, τόσο από πλευράς λειτουργίας όσο και από πλευράς κατασκευής. Την άνω στάθμη του τμήματος αυτού του δακτυλίου, στο ύψος δηλαδή του πρώτου ορόφου των κατοικιών, καταλαμβάνει σήμερα ο ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της Παναγίας του Κάστρου. Η διαμόρφωση της μνημειώδους Δυτικής όψεως του ναού διακρίνει το τμήμα αυτό από το σύνολο της όψης του Κάστρου. Ωστόσο το ανώτερο αυτό τμήμα, που αντιστοιχεί στο ναό διαφοροποιείται, τόσο κατασκευαστικά όσο και μορφολογικά και από την αντίστοιχη όψη της κατώτερης στάθμης, που περιλαμβάνει την πύλη και μία στέρνα το στόμιο της οποίας βρίσκεται σήμερα στο εσωτερικό του ναού με άγνωστη ακριβή μορφή και διαστάσεις. Στη διαμόρφωση της όψης αυτής έχει χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση : μεγάλων δηλαδή διαστάσεων λιθόπλινθοι, αλλά και αρχιτεκτονικά μέλη, ενεπίγραφοι λίθοι ακόμη και γλυπτά, όπως ένα μεγάλο άγαλμα λέοντος, δυστυχώς πολύ κατεστραμμένο. Η κατασκευή διακόπτεται χωρίς «τελείωμα» στη στάθμη του ορόφου, όπου αρχίζει η όψη του ναού. Μια ογκώδης λίθινη και δύο μικρότερες από οπλισμένο σκυρόδεμα αντηρίδες ενισχύουν την κλονισμένη μετά τους σεισμούς του 1956 όψη της πύλης με μεγάλη αισθητική ζημία του συνόλου. Η πύλη, τα θυρόφυλλα της οποίας δεν διατηρούνται πια, διαμορφώνεται σε εσοχή υποχώρησης όψης της κατώτερης στάθμης, με πλάτος 1,30 και βάθος 2,50 μ περίπου. Στο Βόρειο δυτικό τοίχο του διαδρόμου αυτού, είναι λαξευμένος σ ένα λιθόπλινθο, θυρεός με τρία κρινάνθεμα. Τη διαφορά στάθμης από το εξωτερικό έδαφος ως την πύλη, κατά το μήκος δηλαδή του διαδρόμου, καλύπτουν σκαλοπάτια από σκυρόδεμα. Με πλάκα από σκυρόδεμα γίνεται σήμερα και η κάλυψη του διαδρόμου. Η κατασκευή έχει αντικαταστήσει την αντίστοιχη παλιά που έφερε «καταχύστρα» ή «φονιά». Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ 15

Στο εσωτερικό του Κάστρου οδηγεί ένα επίμηκες διαβατικό με διαστάσεις 3 4Χ11μ περίπου, το οποίο καλύπτεται με τρία σταυροθόλια, που φέρουν έντονα προεξέχουσες τετραγωνικής διατομής νευρώσεις. Δύο παραστάδες στα άκρα και δύο ημικίονες φέρουν τις νευρώσεις κατά μήκος του Βορειοδυτικού τοίχου. Στην απέναντι πλευρά αντίστοιχη κατασκευή δεν υπάρχει, ο τοίχος είναι ενιαίος και συνεχής. Ο θόλος του Νοτιοδυτικού τμήματος του τελευταίου προς το εσωτερικό σταυροθόλιο προεκτείνεται σε ένα δεύτερο μικρότερο διαβατικό, προς έναν από τους δρόμους του εσωτερικού δικτύου του Κάστρου και ταυτόχρονα, μέσω λίθινης κλίμακας, προσφέρει προσπέλαση στον στενό χώρο που λειτουργεί ως χώρος εκτόνωσης του υπερκείμενου ναού της Παναγίας. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΑΒΑΤΙΚΟΥ Από το εσωτερικό του διαβατικού είσοδο είχαν επίσης ο πρώτος προς τα Βορειοδυτικά χώρος κατοικίας, καθώς και το παλιό καφενείο του Κάστρου, που κατελάμβανε το προς το εξωτερικό τείχος τμήμα της ίδιας πλευράς. Η προσπέλαση προς τον χώρο του πρώην καφενείου είναι σήμερα αδύνατη, καθώς η είσοδος τειχίστηκε από τον τοίχο αντιστήριξης του ναού της Παναγίας, που σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις κατασκευάστηκε (ή ανακατασκευάστηκε) μετά τους σεισμούς του 1957. Στο εσωτερικό του διαβατικού την διαμόρφωση του χώρου συμπληρώνουν λίθινα πεζούλια, που χρησίμευαν για την στάση και ανάπαυση των Καστρινών στο σημαντικό αυτό κοινωνικό κέντρο του Κάστρου. Τα προς το εσωτερικό του Κάστρου ορατά τμήματα των όψεων του διαβατικού δεν παρουσιάζουν την καθαρότητα της μορφής που συναντάτε στο εξωτερικό. Τα λείψανα των ερειπωμένων σπιτιών του Κάστρου, που αποτελούσαν την συνέχεια του ανατολικού ογκώδους πεσσού τον οποίο ορίζουν τα δύο τμήματα του διαβατικού αφ ενός και η μορφή του αντίστοιχου ναού της Παναγίας, δίνουν έντονα πλαστική εντύπωση. Στο τμήμα πάνω από την έξοδο του εγκάρσιους σκέλους του διαβατικού διαπιστώνεται, κάτω από τα αλλεπάλληλα ασβεστώματα, κατασκευή όμοια με εκείνη της κατώτερης στάθμης εξωτερικά. 16

Σ ένα από τους λιθόπλινθους είναι λαξευμένοι δύο ασπιδόμορφοι θυρεοί. Ο ένας φέρει ανάγλυφες εννέα ημισφαιρικές προεξοχές, ενώ ο άλλος και πάλι τρία κρινάνθεμα. Στο αριστερό άκρο του λίθου είναι χαραγμένη η κτητορική του Κάστρου επιγραφή του 1413. Η ακανονιστία και η ασάφεια που παρατηρείται στην εσωτερική αυτή πλευρά του κτίσματος στο οποίο εντάσσεται η πύλη, πιστοποιεί την ασυνέχεια μεταξύ της κατώτερης στάθμης και του υπερκείμενου ναού, που έχει ήδη παρατηρηθεί στο εξωτερικό. Είναι προφανές ότι η ανέγερση του ναού της Παναγίας αποτελεί μεταγενέστερη επέμβαση των μέσων του 19 ου αι. που αλλοίωσε ριζικά την περιοχή της πύλης του Κάστρου. Πιθανότατα το κτίσμα, το ανώτερο τμήμα του οποίου κατεδαφίστηκε για να κτισθεί ο ναός, ήταν ένας μεγάλος οχυρωματικός πύργος, στοιχείο συνηθέστατο σε οχυρωμένους οικισμούς. Ο πύργος πιθανότατα θα λειτουργούσε ως έσχατο καταφύγιο των κατοίκων ή ως κατοικία του άρχοντα όταν βρισκόταν στο νησί. Εξηγείται έτσι η ισχυρότατη κατασκευή από αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση, η ασυνέχεια που παρουσιάζει με τα γειτονικά σπίτια, που οπωσδήποτε είναι κτισμένα από ευτελέστερη κατασκευή, και ο εξοπλισμός του με στέρνα που τον καθιστά αυτάρκη κατά το δυνατόν σε περίπτωση λειτουργίας του ως έσχατο καταφύγιο. 17

18

Από το αρχικό οικοδόμημα διατηρήθηκε η κατώτερη στάθμη και ορισμένα λείψανα της ανωδομής που εντάχθηκαν στο κτίσμα του ναού. Από τα υπόλοιπα κτίσματα που συνέθεταν αρχικά το συγκρότημα του οικισμού του Κάστρου ένα μικρό ποσοστό διατηρείται σήμερα. Το κάστρο παρουσιάζει γενική εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης με την εξαίρεση των δύο εκκλησιών, της Παναγίας και Αγίου Γεωργίου που διατηρούνται ακόμη. Από τα ξώκαστρα σπίτια σε καλύτερη κατάσταση διατηρούνται εκείνα της Νοτιοδυτικής πλευράς, στο τμήμα της από το ναό της Παναγίας του Κάστρου ως τον Άγιο Γεώργιο. Δύο ακόμη ομάδες ξώκαστρων σπιτιών στα Βορειοδυτικά της πύλης και στο απέναντι από αυτήν τμήμα της βορειοανατολικής πλευράς, διατηρούνται σε μέτρια κατάσταση. Από τα καστρινά σπίτια διατηρούνται λείψανα μιας ομάδας στην περιοχή ανάμεσα στους δύο ναούς. Στο νότιο άκρο του Κάστρου διατηρείται το «Σαράι», που περιελάμβανε μία ή δύο κατοικίες. Τον περιμετρικό δακτύλιο, συνθέτουν στα σωζόμενα τμήματα χώροι επιμήκεις με αναλογίες και διαστάσεις ποικίλες, λόγω του ακανόνιστου σχήματος του διαθέσιμου χώρου, με εφαπτόμενες τις μακρές πλευρές του ώστε να είναι κατά κανόνα στενομέτωποι. Εξαίρεση αποτελεί ο 7 ος προς νότο της πύλης χώρος, που έχει τοποθετηθεί με το μήκος κάθετος στους υπόλοιπους και είναι πλατυμέτωπος. Η αλλαγή αυτή της κατεύθυνσης, που εξυπηρετεί στην τοποθέτηση είναι χαρακτηριστικός της ελευθερίας που διαπιστώνεται στη γενική σύνθεση των χώρων του Κάστρου. Πλατυμέτωποι μπορεί ενδεχομένως να χαρακτηρισθούν ακόμη ορισμένοι χώροι, οι αναλογίες των οποίων είναι κοντά στο τετράγωνο, όπως ο βορειότερος της ομάδας των σωζόμενων στη Βορειοανατολική πλευρά σπιτιών. Γενικά όπως ακριβώς παρατηρείται και στα ξώκαστρα σπίτια έτσι και στα καστρινά, η μορφή, το σχήμα καθώς και οι διαστάσεις των χώρων, ποικίλλουν καθιστώντας φανερή την έλλειψη κανονικού σχεδιασμού ή τουλάχιστον ισοκατανομής της επιφάνειας μεταξύ τους. 19

1.4 ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ Όταν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αι. ο παλιός οικισμός της Αστυπάλαιας είχε πάρει σχεδόν τη σημερινή του έκταση και μορφή, σε πολεοδομικό επίπεδο αλλά και γενική εικόνα, μέσα στα όριά του ή σε άμεση σχέση με τις παρυφές του, υπήρχαν τριάντα μία εκκλησίες. Από τις εκκλησίες αυτές σήμερα πέντε έχουν κατεδαφισθεί, ενώ από όσες τότε βρίσκονταν στις παρυφές του οικισμού μία μόνο ακόμη παραμένει, μετά την επέκταση του τελευταίου, έξω από τον πολεοδομικό ιστό. Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ Ο ναός της Παναγίας του Κάστρου, αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, η νεότερη από τις δύο εκκλησίες του Κάστρου, κάποτε ενοριακή, είναι μία από τις πιο σεβαστές αλλά και αξιόλογες εκκλησίες της Χώρας. Καταλαμβάνει το χώρο ανάμεσα στα ξώκαστρα σπίτια του Κάστρου πάνω από το διαβατικό της πύλης, σε θέση δηλαδή περίοπτη, τόσο από το εσωτερικό του Κάστρου όσο και από τον οικισμό. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μορφή και τα ιστορικά στοιχεία του κτίσματος φανερώνουν τις ιδιαίτερα υψηλές προθέσεις του. Ο ναός κτισμένος, σύμφωνα με την επιγραφή στο υπέρθυρο της κύριας εισόδου, του στα 1853, κατέλαβε τη θέση ενός παλιότερου κτίσματος, πιθανότατα πύργου, τμήμα του οποίου ήταν το διαβατικό της πύλης και η δεξαμενή, ενσωματώνοντας ορισμένα λείψανα της ανωδομής του. Τυπολογικά ο ναός ανήκει στις μονόκλιτες τρουλαίες βασιλικές. Πρόκειται για επίμηκες κτίσμα εσωτερικών διαστάσεων 10.60Χ6.40μ., χωρίς την εξωτερικά πεντάπλευρη κόγχη του ιερού. Ο κεντρικός χώρος του ναού, μονοσήμαντος, έντονα κατακόρυφος και εξαιρετικά τονισμένος, τόσο από την ίδια του την κτιριολογική διάρθρωση όσο και από την διακόσμηση, στεγάζεται με μεγάλο, δωδεκάπλευρο εξωτερικά, τρούλο διαμέτρου 5.30μ.. Με τη μεσολάβηση των τεσσάρων σφαιρικών τριγώνων τα φορτία του μεταφέρονται σε τέσσερα ημικυκλικά τόξα, το μέτωπο των οποίων παρουσιάζει μικρή υποχώρηση. Στα ανατολικά καταλήγει στο Άγιο Βήμα, η στέγαση του οποίου γίνεται με μικρού μήκους ημικυλινδρικό θόλο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια μείωσης του ανοίγματος του θόλου, με τυφλά αψιδώματα, στα βόρεια και νότια πέρατα του χώρου. Τα τυφλά αυτά αψιδώματα δεν καταλήγουν ψηλά σε τόξο, αλλά σε δύο κοιλόκυρτα φουρούσια, που φέρουν ένα μικρό ευθύγραμμο στοιχείο. Στα Δυτικά διαμορφώνεται μια διώροφη διάταξη, με κατασκευή, εν μέρει τουλάχιστον, ανεξάρτητη από εκείνην του κεντρικού χώρου. Ένας λίθινος κίονας, τοποθετημένος στο μέσον του πλάτους της προς την Ανατολική πλευρά του, φέρει τρία τόξα, δύο προς Βορρά και Νότο και ένα προς Δύση, που με τη σειρά τους φέρουν το πάτωμα του ορόφου. Η διάταξη επαναλαμβάνεται στον όροφο. Ο τελευταίος είναι επιπεδόστεγος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η φέρουσα κατασκευή, συμπεριλαμβανομένων και των τριών τόξων του πατώματος του ορόφου, είναι ελαφρά. Η χωροθέτηση του ναού ανάμεσα στα σπίτια του δακτυλίου του Κάστρου και η τοποθέτηση της Δυτικής του όψης προς το εξωτερικό επέβαλαν τη δημιουργία ενός στενού χώρου στα Νότια του ναού, από τον οποίο γίνεται η προσπέλαση της κύριας στάθμης του τελευταίου και, μέσω μίας κλίμακας, των δύο χώρων που διαμορφώνονται σε ψηλότερη στάθμη και έχουν χρήση γυναικωνίτη. 20

Κάστρο Παναγία. Κάτοψη. Από το βιβλίο «ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ. Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική της χώρας» Αθήνα 1994. Κάστρο Παναγία. Κάτοψη. Από το βιβλίο «ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ. Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική της χώρας» Αθήνα 1994. 21

Η αντιμετώπιση της εξωτερικής εμφάνισης του ναού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι δύο διαθέσιμες όψεις του κτιρίου, η Ανατολική και η Δυτική είχαν εξ αιτίας της διάρθρωσης τους, αλλά και κυρίως της θέσης του κτιρίου, διαφορετική σημασία, γεγονός το οποίο φαίνεται σαφώς στη μορφολόγησή τους. Η πρώτη στραμμένη προς το εξωτερικό του Κάστρου και δεδομένης της εξαιρετικής στενότητας του χώρου, ελάχιστα ορατή, έχει μορφολογηθεί με τρόπο απλούστατο, συνεπή με την κατασκευή και σύμφωνο με την «παραδοσιακή αιγαιοπελαγίτικη» μορφολογία. Επίπεδες ή καμπύλες, απλές, αδιάρθρωτες επιφάνειες και ανοίγματα, χωρίς ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία είναι τα χαρακτηριστικά της. Κάστρο Παναγία. Δυτική όψη. Από το βιβλίο «ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ. Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική της χώρας» Αθήνα 1994. 22

Αντίθετα, η Δυτική όψη αντιμετωπίσθηκε όχι απλά ως η εμφανής όψη του ναού, αλλά και ως στοιχείο ανάδειξης του Κάστρου ολόκληρου, στο οποίο τόσο καίρια θέση καταλαμβάνει. Η διάρθρωσή της ανταποκρίνεται σ εκείνη του ναού. Χρησιμοποιώντας ως βάση το διατηρούμενο τμήμα του παλαιότερου κτιρίου με την πύλη, η όψη του ναού οργανώνεται ως εξής : Τρεις παραστάδες, κάθε μία από τις οποίες διαιρείται από επίκρανο σε δύο καθ ύψος τμήματα, ορίζουν δύο κατακόρυφες ζώνες με διώροφη διάταξη. Οι κατώτερες στάθμες με ορθογώνια παράθυρα και κυκλικούς ψευτοφεγγίτες καταλήγουν σε ημικυκλικά τόξα, ενώ οι ανώτερες, με ορθογώνια επίσης παράθυρα σε συνεχή οριζόντιο κοσμήτη. Πάνω από τον τελευταίο, με χαμηλή οριζόντια ζώνη, στην οποία εντάσσονται τρεις κυκλικοί ψευτοφεγγίτες και αετώματα, ένα για κάθε ζώνη και παραστάδα, στρέφει την όψη. Πρόκειται για προσεγμένη κατασκευή με λαξευτά σε πωρόλιθο και μάρμαρο μορφολογικά στοιχεία. Η σύνθεση, προφανώς έργο λαϊκού τεχνίτη, όπως μαρτυρούν οι μορφολογικές ασυνέπειες κι αδυναμίες της, έχει νεοκλασικά και νεοαναγεννησιακά πρότυπα. Είναι γνωστή η διάδοση τέτοιων προτύπων στο χώρο του Αιγαίου, στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα στο δεύτερο μισό του 19 ου αι. Άλλωστε και στην ίδια τη Χώρα της Αστυπάλαιας υπάρχουν παραδείγματα αστικών σπιτιών με παρόμοιας έμπνευσης στοιχεία. Η προέλευση τους ενδέχεται να είναι η Ερμούπολη, αλλά κέντρα της ελεύθερης Ελλάδας ή του ευρύτερου χώρου. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βαριά γύψινη διακόσμηση του εσωτερικού. Σύγχρονη όπως φαίνεται, με το μαρμάρινο καλής τέχνης νεοκλασικό τέμπλο, που έγινε σύμφωνα με την επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την Ωραία Πύλη. ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΤΗΣ ΤΩΝ ΣΠΟΓΓΑΛΙΕΥΤΩΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΗΝΟΝ ΑΥΤΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ 1863 Καθώς και το μαρμάρινο δάπεδο. Αναλυτικότερα : Η διακόσμηση του εσωτερικού είναι ενδιαφέρουσα με τον συνδυασμό νεοκλασικών, ροκοκό, και παραδοσιακών τουρκικής επιρροής στοιχείων. Στο πρώτο ανήκουν οι κορινθιακοί διπλοί ημικίονες, στους οποίους καταλήγουν τα τόξα που φέρουν τον τραυλό, ο θριγκός και οι ραβδωτοί κορινθιακοί ημικίονες, που έχουν τοποθετηθεί στον άξονα καθενός από τα τρία τόξα, εκτός από το Ανατολικό. Σε ορισμένα φυτικής έμπνευσης διακοσμητικά μπορούν να εντοπιστούν επιδράσεις ροκοκό. Παραδοσιακά τέλος στοιχεία με τουρκική επιρροή αποτελούν, εκτός από τα γύψινα, με πολύχρωμα τζάμια, διαφράγματα των παραθύρων του τρούλου, τα σύνθετα από πολλά μικρότερα τόξα των ιδίων παραθύρων αλλά και των τυφλών αψιδωμάτων της κατώτατης ζώνης. Ενδέχεται τα τελευταία να έχουν αμεσότερη σχέση με την κατασκευή του ναού, αν συνδυαστούν με τα enogee τόξα των παραθύρων αλλά και κογχών του Ιερού και τα σύνθετα λίθινα τόξα της Νότιας θύρας. Η ενιαία απλουστευτική κάπως αντιμετώπιση και η αντίστοιχη εκτέλεση των ετερόκλητων στοιχείων της σύνθεσης καθιστούν δυνατή και ενδιαφέρουσα την συναγωγή τους σε ενιαίου σύνολο λαϊκής έμπνευσης. Όπως φαίνεται από τα σημεία συνάντησης τους, η διακόσμηση έγινε σύγχρονα ή αργότερα από το μαρμάρινο τέμπλο, χωρίς όμως πλήρη εξάρτηση από αυτό όσον αφορά τη μορφή και θέση των επιμέρους στοιχείων της. 23

Η κατασκευή του τέμπλου φανερώνει τεχνίτες με καλές επιδόσεις, στη λιθοξοϊκή σύνθεση που οργανώνεται ως εξής : Δεξιά και αριστερά από την Ωραία Πύλη, που ορίζει έναν τονισμένο κατακόρυφο άξονα με την προχώρηση του υπερκείμενου θριγκού και την κορύφωση της στέψης, διατάσσονται συμμετρικά ανά τρία μετακιόνια. Εκτός από το βορειότερο φράσσονται με θωράκια και δέχονται τις εικόνες. Ακολουθεί ο θριγκός, στην ανώτερη ζώνη του οποίου τοποθετούνται οι εικόνες του Δωδεκαόρτου και η σύνθεση ολοκληρώνεται με αέτωμα, στο μέσον του οποίου βρίσκεται ορθογωνικό βάθρο που φέρει τον μεγάλο μαρμάρινο επίσης σταυρό. Το δάπεδο καταλαμβάνει μόνον τον κεντρικό χώρο του ναού. Γύρω από ένα κεντρικό θέμα, ήλιο εγγεγραμμένο σε κύκλο και στη συνέχεια σε τετράγωνο, διατάσσονται κατά την διαγώνιο εναλλάξ πλάκες από λευκό και γκρι μπλε μάρμαρο, ώστε να σχηματίζουν ζατρίκιο. Το σύνολο πλαισιώνεται με ζώνη από γκρι μπλε μαρμαρόπλακες. Τα κινητά επίσης στοιχεία εξοπλισμού του ναού είναι αξιόλογα. Τα σπουδαιότερα είναι ο Δεσποτικός Θρόνος, το αναλόγιο και ένα προσκυνητάρι του 1865, με την εικόνα του Ευαγγελισμού. Πρόκειται για ένα λαϊκής ξυλογλυπτικής με σαφώς παραδοσιακή μορφολόγηση, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα διακοσμητικά στοιχεία του ναού. Αξίζει τέλος να αναφερθούν τα δύο μπρούτζινα μανουάλια, δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης. Όπως μαρτυρούν επιγραφές στα διακοσμημένα ξύλινα στηρίγματα των τριών κεριών του καθενός προέρχονται πιθανώς από το ναό της Παναγίας της Πορταϊτισσας. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Στο εσωτερικό του Κάστρου, ενταγμένος άλλοτε στον πυκνό πολεοδομικό ιστό, με προσανατολισμό Βορειοδυτικό Νοτιοανατολικό ελεύθερος σήμερα ανάμεσα στα ερείπια βρίσκεται ο δεύτερος ναός του Κάστρου, αφιερωμένος στη μνήμη του Αγ. Γεωργίου. Σύμφωνα με την χρονολογημένη επιγραφή στο υπέρθυρο της δυτικής θύρας του ο ναός χτίστηκε στα 1790. Πρόκειται για τρουλαία βασιλική εσωτερικών διαστάσεων 5,10Χ8.00μ. περίπου, χωρίς την κόγχη του ιερού και τον συνεχόμενο προς τα Δυτικά του νάρθηκα. Στο εσωτερικό τέσσερεις κεραίες, που στεγάζονται με οξυκόρυφους θόλους, οι Βόρειες και Νότιες, από τις οποίες έχουν περιορισμένο βάθος (0,40), φέρουν στη διασταύρωση τους τον τρούλο. Εξωτερικά ο τελευταίος είναι οκτάγωνος. Εδράζεται σε κυβικό βάθρο, κάτω από το οποίο αποκρύπτονται οι θόλοι των κεραιών, εκτός από την Ανατολική και τη Νότια που προβάλλουν ελεύθερες με εμφανή το θόλο τους. Η κόγχη του ιερού είναι ημικυκλική και στεγάζεται με εμφανές τεταρτοσφαίριο. Στη περιοχή του νάρθηκα, που έχει σχήμα σε κάτοψη τραπεζοειδές και φέρει στον όροφο γυναικωνίτη, το σχέδιο του ναού χάνει την κανονικότητα του. Η ακανονιστία αυτή καθώς και η στέγαση του γυναικωνίτη με δώμα οδηγεί στην υπόθεση ότι η περιοχή έχει υποστεί επεμβάσεις. Δεν είναι όμως απίθανο, να οφείλεται η ακανονιστία στην προσπάθεια ένταξης του κτίσματος στον υπάρχοντα ήδη ιστό του Κάστρου. Προς τα Δυτικά του νάρθηκα είναι διαμορφωμένος ανοικτός εξωνάρθηκας, ο οποίος στεγάζεται με σταυροθόλιο. Μια ξύλινη σκάλα στα Ανατολικά του εξωνάρθηκα οδηγούσε σε κατεδαφισμένο σήμερα κτίσμα στη στάθμη του ορόφου. 24

Ο Αι Γιώργης στο Κάστρο. Αντίγραφο από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «Δωδεκάνησα». Τόμος Β Αθήνα 1947. Κάστρο Αι Γιώργης. Κάτοψη Τομή κατά μήκος. Από το βιβλίο «ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ. Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική της χώρας». Αθήνα 1994. 25

Κατεδαφισμένο είναι επίσης το δίλοβο κωδωνοστάσιο με τα οξυκόρυφα τόξα και το χαρακτηριστικό τελείωμα στην κορυφή του. Το κωδωνοστάσιο ήταν κατασκευασμένο κατά μέγα μέρος από αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση. Η εξωτερική μορφή του ναού είναι απλή. Οι επιφάνειες παραμένουν επίπεδες, αδιάρθρωτες, συνεπείς με την κατασκευή. Οι όψεις ποικίλλονται μόνο από τα ορθογώνια παράθυρα και από τις σχετικά μεγάλες επιφάνειες των αρχαίων λίθων της κατασκευής, που διαγράφονται κάτω από τα ασβεστώματα. Την εξωτερική εμφάνιση του τρούλου ποικίλλουν εκτός από το κυμάτιο, που στέφει τις πλευρές του, οι πέτρες που είναι «φυτεμένες» στο ημισφαιρικό τμήμα του. Η εσωτερική διακόσμηση των επιφανειών του ναού είναι απλή καθώς αυτές παραμένουν αδιάρθρωτες, με ένα μόνο κυμάτιο που ορίζει την γένεση του τεταρτοσφαιρικού θόλου στο Άγιο Βήμα. Τις γενέσεις επίσης των τόξων των κεραιών του σταυρού ορίζουν λαξευτά λίθινα επίκρανα. Την αρχή και το τελείωμα του τύμπανου του τρούλου ορίζουν κοσμήτες. Κάποια προσοχή έχει δοθεί στη διαμόρφωση εσωτερικά των τεσσάρων παραθύρων του τρούλου, με παραστάδες που φέρουν επίκρανα και οξυκόρυφο τόξο. Το δάπεδο είναι στρωμένο με μεγάλα τεμάχια και πλάκες σκουρόχρωμου μαρμάρου. Το ενδιαφέρον ξυλόγλυπτο τέμπλο αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο στο εσωτερικό του ναού. Από τις εικόνες του, εκείνες του Χριστού και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, της λεγόμενης Ναζαρηνής Σχολής προέρχονται από το τέμπλο του ναού της Παναγίας Πορταϊτισσας. Στην αργυρή επένδυση της εικόνας του Αγ. Γεωργίου αναγράφεται η χρονολογία 1847. Η επένδυση της εικόνας της Θεοτόκου έχει γίνει στα 1877. Η αγία τράπεζα του ναού είναι επίσης ξύλινη χαρακτηριστικής μορφής χαμηλό κιγκλίδωμα. Αξιόλογο έργο λαϊκής ξυλογλυπτικής είναι ο Δεσποτικός Θρόνος. Απλούστερη τέλος είναι η κατασκευή του γυναικωνίτη ξύλινη επίσης. Προσοχή έχει δοθεί κυρίως στο ταμπλαδωτό στηθαίο. 26

1.5 ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΞΩΚΑΣΤΡΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ. Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ Ο ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ Ο αρχικός τύπος του Aστυπαλίτικου σπιτιού είναι, όπως συμβαίνει στα Δωδεκάνησα, γενικά στο Αιγαίο αλλά και πολύ ευρύτερα, το μονόσπιτο, το μονόχωρο δηλαδή σπίτι. Στον βασικό αυτό τύπο ή σε άλλους που προέκυψαν από την εξέλιξη και συμπλήρωση του, ανήκουν στο σύνολο τους οι κατοικίες που κτίστηκαν στο Κάστρο αρχικά, στον οικισμό της χώρας στη συνέχεια, ως τα τελευταία χρόνια. Το Aστυπαλίτικο μονόχωρο σπίτι αποτελείται από ένα στενομέτωπο, ορθογώνιο χώρο, που στεγάζεται με ξύλινη οριζόντια κατασκευή ή λίθινο ημικυλινδρικό θόλο και εξωτερικά εμφανίζει επίπεδο δώμα. Οι αναλογίες των δύο πλευρών του κυμαίνονται γύρω στο 1:2, ενώ οι εσωτερικές διαστάσεις του είναι κατά μέσον όρο της τάξεως των 7μ. κατά το μήκος και των 3.5μ κατά το πλάτος, με αποκλίσεις προς τα πάνω και τα κάτω για τα πλουσιότερα και τα πτωχότερα σπίτια αντίστοιχα. Το μέγιστο άνοιγμα μεταξύ των δύο μακρών πλευρών καθορίζεται από το μήκος των διαθέσιμων ξύλινων δοκαριών, που χρησιμοποιούνται για να το γεφυρώσουν στην πρώτη ή δεύτερη στάθμη. Ανάλογα δεσμεύεται και το άνοιγμα του θόλου. Η είσοδος ανοίγεται στη στενή πλευρά του ορθογώνιου, απ όπου μόνο είναι δυνατός και ο φωτισμός του σπιτιού. Κοντά της, τις περισσότερες φορές σε γωνία, διαμορφώνεται μια εστία, που χρησιμεύει για την Παρασκευή του φαγητού και τη θέρμανση του σπιτιού και δίπλα ένα χαμηλό πεζούλι με κυμαινόμενες διαστάσεις και αναλογίες, που ενσωματώνει το στόμιο της δεξαμενής νερού, που υπάρχει σε κάθε σπίτι, της «γιστέρνας». Στο βάθος βρίσκεται ο χώρος του ύπνου. Αυτός, συνήθως, έχει τη μορφή μιας σύνθετης ξύλινης κατασκευής, σε δύο στάθμες, που από το όνομα των ξύλινων διακοσμημένων ραφιών που έχει στην όψη του, λέγεται κατ επέκταση ολόκληρος «κριντζόλα». Η ανώτερη στάθμη χωρίζεται σε δύο τμήματα. Στο ένα, το «κρεβάτι», κοιμάται το ανδρόγυνο και στο άλλο, τον «σεφά» ή «κρεβατσούλα», που είναι λίγο υπερυψωμένο και φράσσεται με λεπτό ξύλινο διάφραγμα, τον «ταβλάδο», τα παιδία. Η λειτουργία της «κριντζόλας» είναι σύνθετη. Στο κρεβάτι, που ήταν αρκετά ψηλό, ανέβαινες πατώντας σε διαφορετικά επίπεδα, που τα αποτελούσαν διάφορα σεντούκια. Το πρώτο επίπεδο ήταν ένα ξύλινο σκαλοπάτι, το παγκάλι, για να πατούνε τα πόδια. Από πάνω ήταν ο πάγκος στον οποίο έβαζαν τα φαγητά ή και ρούχα και στον οποίο κάθονταν, όταν γινόταν γάμος, ο γαμπρός και η νύφη. Μετά τον πάγκο πατούσες σ ένα μικρό καπελάκι, την καναβέτα, όπου έβαζαν σεντόνια, ρούχα και λεφτά κι έπειτα ανέβαιναν στο κρεβάτι, που περιβαλλόταν με ξυλόγλυπτο πλαίσιο κι έκλεινε με θραμπαλάδες. Έκλεινε πρώτα δηλαδή με σεντόνια κι έπειτα με πλεχτές κουρτίνες και υφαντές κουγιώτες. Στο πλαίσιο του κρεβατιού είχε τσεβρέδες με φούντες. 27

Πρόσοψη χαρακτηριστικού Αστυπαλιώτικου σπιτιού. Αντίγραφο από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «Δωδεκάνησα» Τόμος Β Αθήνα 1947. 28

Ο σεφάς έκλεινε με ξύλινο διαχωριστικό τοίχο προς το κρεβάτι κι έμπαινε κανείς σ αυτόν από μικρή πόρτα. Τόσο ο σεφάς όσο και το κρεβάτι είχαν ένα μικρό παραθυράκι για φωτισμό και αερισμό. Ο σεφάς έκλεινε με ξύλινο χώρισμα γεμάτο ξυλόγλυπτα ράφια στα οποία έβαζαν με μεγάλη φροντίδα τα υλικά του σπιτιού, φλιτζανάκια, πιάτα κλπ. που τα είχαν πιο πολύ για διακόσμηση και λιγότερο για χρήση. Κάτω απ το σεφά ήταν κενός χώρος. Απ αυτόν πήγαινες με πόρτα σένα κλειστό χώρο που ήταν κάτω από το κρεβάτι, τον αποκρέβατο. Εκεί φύλαγαν τα πιθάρια τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως σε πτωχότερα ή νεότερα σπίτια, στη θέση της κριντζόλας έχουμε μια πιο χαμηλή και απλή κατασκευή, τον σεφά που χωρίζει και αυτός το πίσω μέρος του σπιτιού, κατά το ύψος, σε δύο τμήματα, από το οποίο το ανώτερο προορίζεται κυρίως για ύπνο και το κατώτερο για αποθήκευση, σε αντιστοιχία με τον κρέβατο και τον αποκρέβατο της κριντζόλας. Το πρώτο επικοινωνεί οπτικά με τον υπόλοιπο χώρο, χωρίς να παρεμβάλλονται θραμπαλάδες (πετάσματα), ενώ το δεύτερο είναι συνήθως απομονωμένο με ξύλινο διάφραγμα, στο οποίο ανοίγεται μικρή είσοδος. Η προσπέλαση στο επίπεδο του ύπνου γίνεται από στενή και απότομη ξύλινη σκάλα, της οποίας η θέση ποικίλλει. Σπίτι Δ.Κυραννού στη γειτονιά Πάλος. Κάτοψη ισογείου. Α) σεφαδάκι, β) παραστά, γ) γκρούπια (πίθοι), δ) κελί για κότες, Αντίγραφο από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «Δωδεκάνησα». Τόμος. Β Αθήνα 1947. 29

Ο σεφάς είναι, οπωσδήποτε, λειτουργικά ατελέστερος και μορφολογικά απλούστερος από την κριντζόλα. Η τελευταία είναι, βέβαια, ελαφρά κατασκευή, φθάνει όμως μέχρι την οροφή και χαρακτηρίζεται από μεγάλο ποσοστό πλήρων έναντι κενών. Η οπτική απομόνωση του χώρου ύπνου, μέσω των θραμπαλάδων και του ταβλάδου, καθώς επίσης και η ιδιότυπη, απότομη προσπέλαση, όχι από σκάλα, αλλά μέσω του παγκαλιού, του πάγκου και της καναβέτας, συντελούν στην αντίληψη της κριντζόλας ως δισδιάστατου διαφράγματος, που σαφώς ορίζει τη λειτουργική διαφοροποίηση του εσωτερικού χώρου, σε περιοχές διαμονής υποδοχής φαγητού εργασίας και ύπνου, και τονίζει τον ιδιωτικό χαρακτήρα του τελευταίου, που σημειωτέων παρουσιάζεται εξειδικευμένος σε χώρο ύπνου των γονέων κρεβάτι και των παιδιών κρεβατσούλα ή σεφάς. Από την άποψη της λειτουργίας, η κριντζόλα αποτελεί, τελειοποίηση του σεφά. Πρόκειται ουσιαστικά και στις δύο περιπτώσεις για την ξύλινη ή ακόμη, σε ορισμένα παραδείγματα, μικτή, από λιθοδομή και ξύλο κατασκευή, που απαντά συνηθέστατα στα σπίτια του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου του Αιγαίου αλλά και γενικότερα. Ο χώρος ανάμεσα στην περιοχή του ύπνου και την είσοδο προορίζεται για την υποδοχή και διημέρευση. Κατά μήκος των μακρών πλευρών του σπιτιού, υπάρχει ξύλινο ράφι για την τοποθέτηση σκευών του σπιτιού, καθώς επίσης και εικονοστάσι. Χαμηλότερα διαμορφώνονται στον τοίχο εσοχές, κόγχες ή αβαθή ντουλάπια και, κάποτε, εντοιχίζονται πιθάρια, τα «γρούπια» για την αποθήκευση της οικοσκευής. Σε ορισμένες περιπτώσεις τόσο στο Κάστρο όσο και στο έξω απ αυτό, παλιό τμήμα του οικισμού, όταν πρέπει να διευθετηθούν θέματα ένταξης στον πολεοδομικό ιστό, προσπελάσεων κλπ. και εξ αιτίας της δεδομένης στενότητας του χώρου, το τυπικό Aστυπαλίτικο μονόσπιτο παρουσιάζεται σε διάφορες παραλλαγές, με μικρότερες ή μεγαλύτερες επιπτώσεις στην κτιριολογική του διάρθρωση. Λόγοι κυρίως προσπέλασης, οδηγούν σε αρκετές περιπτώσεις την διαμόρφωση της εισόδου σε κάποια από τις μακρές πλευρές του σπιτιού, στο άκρο ή το μέσον της. Το σπίτι γίνεται έτσι πλατυμέτωπο χωρίς ωστόσο ν αλλάζει η εσωτερική του δομή. Οι λειτουργίες της κατοικίας διατηρούν τη γνωστή, από τα τυπικά στενομέτωπα παραδείγματα, θέση τους. Η παραστιά βρίσκεται δίπλα στην θύρα και στο βάθος, στην πιο απομακρυσμένη από την είσοδο στενή πλευρά του σπιτιού, ο χώρος ύπνου με το σεφά ή την κριντζόλα. 30