ΕΣΠΕΡΙΝΟ Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς (τρις). (Όλοι μαζί) Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. Αγιασθήτω το όνομά σου. Ελθέτω η Βασιλεία Σου. Γενηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον. Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Ἀμήν. Κάνε με μια ειρηνική καρδιά, δίχως απαιτήσεις, ικανοποιημένης και με το λίγο. Κι αν ο κήπος μου θα πρέπει να χεί μονάχα ένα χόρτο ανάμεσα σε δύο πέτρες, κάνε με ν αγαπήσω αυτό το χόρτο, Θεέ μου. (Αμέσως διαβάζεται ο 103 ος ψαλμός και σε μετάφραση στίχο στίχο)
103 Ψαλμός 1 2 3 4 5 6 Ευλόγει η ψυχή μου, τόν Κύριον! Κύριε ο Θεός μου εμεγαλύνθης σφοδρα. Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φώς ως ιμάτιον. Εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν, ο στεγάζων εν ύδασιν τα υπερώα αυτού. Ο τιθείς νέφη τήν επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων. Ο ποιών τούς Αγγέλους αυτού πνεύματα, και τούς λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα. Ο θεμελιών τήν γήν επί τήν ασφάλειαν αυτής, ου κλιθήσεται εις τόν αιώνα τού αιώνος. Δοξολόγει ακατάπαυστα, ω ψυχή μου, τον Κύριον, Κύριε και Θεέ μου, ασύγκριτον και άφθαστον είναι το μεγαλείον σου. Ως άλλο ιμάτιον περιεβλήθης την δόξαν και μεγαλοπρέπειαν, Συ, που ακτινοβολείς ολόγυρά σου το φως, ωσάν να το έχης ενδυθύ ως ένδυμα απλώνεις τον ουρανόν από το ένα άκρον του ορίζοντος έως εις το άλλο, ωσάν πολύτιμον δερμάτινον κάλυμμα σκηνής. Ο Κύριος είναι εκείνος, ο οποίος στεγάζει τα ανώτερα στρώματα του ουρανού με ύδατα νεφών. Αυτός που επιβαίνει επάνω εις τα νέφη ως εις πολυτελή ταχέα άρματα, αυτός που περιπατεί ταχέως φερόμενος επάνω εις τας πτέρυγας των ανέμων. Αυτός είναι εκείνος ο οποίος έπλασε τους αγγέλους ταχείς ως τους ανέμους και τους ασωμάτους λειτουργούς του δραστηρίους και φωτεινούς σαν την φλόγα του πυρός, Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εστερέωσεν ασφαλή την γην επί θεμελίων απαρασαλεύτων, ώστε ποτέ εις τον αιώνα να μη κλονισθή Ψυχή μου ευλόγα το Θεό. Κύριε, πόσο μεγάλος είσαι. Δοξολογία και μεγαλοπρεπεί ντύθηκες και σα να ναι μανδύας το φως επάνω σου τυλίγεις. Κι απλώνεις τον ουρανό σαν τέντα και στεγάζεις με νερά τ ανώγια σου. Εσύ που κάνεις άρμα τα σύννεφα και περπατάς με τα φτερά του αγέρα. Που κάνεις τους αγγέλους σου πνοές ανέμου κι αυτούς που σε υπηρετούν φλόγες φωτιάς. Που θεμελειώνεις την γη γερά στη βάση της, απ όπου ποτέ της δεν θα κινηθεί.
7 8 9 10 11 12 Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί των ορέων στήσονται ύδατα. Από επιτιμήσεώς σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν. Αναβαίνουσιν όρη, και καταβαίνουσι πεδία εις τόπον, όν εθεμελίωσας αυτά. Όριον έθου, ό ου παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γήν. Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ανάμεσον των ορέων διελεύσονται ύδατα. Ποτιούσι πάντα τα θηρία τού αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών. Άβυσσος υδάτων την σκεπάζει ως ιμάτιον, και επάνω εις τα όρη έχουν σταθή υπό την μορφήν χιόνος τα ύδατα. Όταν όμως αντηχήση η προσταγή σου, Κύριε, τα ύδατα θα υποχωρήσουν, θα φύγουν, θα κατεβούν εις τας πεδιάδας, θα καταλήξουν εις τας θαλάσσας. Η βροντερά φωνή σου τα αναγκάζει να αποχωρήσουν και να φανή η ξηρά Ανυψώνονται τα όρη προς τα άνω και αι πεδιάδες φέρονται προς τα κάτω, το καθένα εις τους τόπους, όπου συ τα εθεμελίωσες. Έθεσες όριον ανάμεσα εις την θάλασσαν και την ξηράν, το οποίον τα ύδατα της θαλάσσης δεν θα υπερβούν, ούτε θα επιστρέψουν πλένον να κατακλύσουν την γην. Αυτός είναι, που έστειλε και καθώρισε τας πηγάς να αναβλύζουν ανάμεσα εις τας φάραγγας και έτσι διά μέσου των ορέων διέρχονται τα ύδατά των. Τα ύδατα αυτά ποτίζουν τα θηρία της υπαίθρου και οι άγριοι όνοι σβήνουν την δίψαν των εις αυτά. Άβυσσος άλλωτε την σκέπαζε σαν ρούχο, μα τα νερά επάνω στα βουνά στάθηκαν. Στο μάλωμα σου φύγαν τρομαγμένα κι απ της φωνής σου τη βροντή δείλιασαν. Ανέβηκαν βουνά και κατέβηκαν κάμπους και στάλθηκαν στο τόπο που τα θεμελίωσες. Σύνορο τους έβαλες που δεν θα το περάσουν, ούτε θα γυρίσουν πίσω να σκεπάσουν τη γη. Συ στέλνεις πηγές στις λαγκαδιές ανάμεσα από τα βουνά περνούνε ποτάμια. Ποτίζουν όλα τα ζώα του αγρού και τ άγρια γαιδουράκια ξεδιψάνε.
13 14 15 16 17 18 Επ αυτά τα πετεινά τού ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν. Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού, από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γή. Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι, και χλόην τή δουλεία των ανθρώπων. Τού εξαγαγείν άρτον εκ τής γής και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Τού ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει. Χορτασθήσεται τα ξύλα τού πεδίου, αι κέδροι τού Λιβάνου, άς εφύτευσας. Επάνω εις τα δένδρα, που φυτρώνουν και μεγαλώνουν πλησίον εις τα ύδατα, τα πτηνά του ουρανού κτίζουν τας φωλεάς των και από τους γύρω βράχους σκορπίζουν το κελάδημά των. Ο Κύριος είναι, που ποτίζει τα ξηρά βουνά με τας βροχάς του ουρανού. Από την βροχήν, που είναι έργον των χειρών σου, Κύριε, θα χορταίνη πάντοτε η γη. Ο Κύριος είναι που διατάσσει και αναβλαστάνει από την γην το χόρτον διά τα φυτοφάγα ζώα και η χλόη διά την εξυπηρέτησιν των αναγκών του ανθρώπου, ώστε να βγάζη η γη και να προμηθεύεται ο άνθρωπος από αυτήν άρτον, Αλλά και οίνον που ευφραίνει την καρδίαν του ανθρώπου. Έλαιον προς τροφήν, ώστε να γίνεται ιλαρόν το πρόσωπον του ανθρώπου και άρτον, ο οποίος θα στηρίζη την καρδίαν του. Θα χορτάσουν από ύδατα τα δένδρα της υπαίθρου, όπως και αι πελώριοι κέδροι του Λιβάνου, τας οποίας συ ο ίδιος ο Θεός εφύτευσες. Πλάι στα νερά τα πουλιά κατασκηνώνουν και μέσα από τις πέτρες κελαιδουν. Από τ ανώγια σου εσύ ποτίζεις τα βουνά με τη βροχή, απ το καρπό των έργων σου όλη η γη χορταίνεις. Και κάνεις να βλασταίνει χόρτο για τα ζωντανά και χλόη για τις ανάγκες των ανθρώπων. Για να μπορεί να βγάλει την τροφή του απ τη γη και το κρασί που ευφραίνει την καρδία του. Και το λάδι που κάνει ν ακτινοβολεί το πρόσωπό του και το ψωμί που την καρδιά στηλώνει. Όλα τα δέντρα του αγρού χορταίνουν τη βροχή σου, χορταίνουν και οι κέδροι του Λιβάνου που φύτεψες.
19 20 21 22 23 24 25 Εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι, τού ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών. Όρη τα υψηλά ταις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς. Εποίησε σελήνην εις καιρούς. Ο ήλιος έγνω τήν δύσιν αυτού. Έθου σκότος, και εγένετο νύξ. Εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία τού δρυμού. Σκύμνοι ωρυόμενοι τού αρπάσαι, και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς. Ανέτειλεν ο ήλιος, και συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται. Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού, και επί τήν εργασίαν αυτού έως εσπέρας. Εις τους κλάδους των δένδρων τα μικρά στρουθία στήνουν τας φωλεάς των, επάνω δε από αυτάς προεξέχει υψηλότερα κτισμένη η φωλεά του τσικνιά (αστερίου). Τα υψηλά χλοερά βουνά ώρισεν ο Κύριος ως τόπον κατοικίας των ελάφων, τα δε πετρώδη άδενδρα μέρη ως καταφύγιον των λαγωών. Ο Κύριος εδημιούργησε την σελήνην, διά να προσδιορίζη τας εποχάς. Ο ήλιος γνωρίζει το σημείον, εις το οποίον θα δύση. Συ, Κύριε, έθεσες το σκοτάδι και γίνεται νύκτα. Κατά το διάστημα αυτής τριγυρίζουν εις τα δάση και τας πεδιάας τα άγρια θηρία και αναζητούν την τροφήν των. Εξέρχονται ανά τα δάση βρυχώμενα τα μικρά των λεόντων, διά να αρπάσουν την μικρά των λεόντων, διά να αρπάσουν την λείαν των και ο βρυχηθμός των είναι δέησις προς τον Θεόν, διά να τους δώση τροφήν. Όταν ανατέλλη ο ήλιος, τα άγρια θηρία συγκεντρώνονται εις τις σπηλιές των, διά να κοιμηθούν. Τότε, περί την ανατολήν του ηλίου, εξέρχεται ο άνθρωπος εις το έργον του. Θα ασχοληθή με τας εργασίας του έως την εσπέραν, Εκεί πλέκουν τις φωλιές τους τα πουλιά κι ανάμεσα τους ξεχωρίζει η φωλιά του ερωδιού. Όρισες τα ψηλά βουνά για τα ελάφια, τις πέτρες καταφύγιο για τους λαγούς. Έφτιαξες το φεγγάρι σημάδι των καιρών, ο ήλιος ξέρει κατά που θα γύρει. Ρίχνεις σκοτάδι κι απλώνεται η νύχτα μέσα της τριγυρνούν όλα τα αγρίμια του δρυμού. Και τα μικρά λιοντάρια με μουγγρητά ζητούν να πάρουν την τροφή τους από το χέρι του Θεού. Μα να ανέτειλε ο ήλιος και μαζεύτηκαν και πάνε να τρυπώσουν στις σπηλιές τους. Χαράματα τώρα θα βγει ο άνθρωπος και στη δουλειά του θα σκύψει ως το βράδυ.
26 27 28 29 30 Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας! επληρώθη η γή τής κτίσεώς σου. Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωροςε εκεί ερπετά ών ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων. Εκεί πλοία διαπορεύονται, δράκων ούτος, όν έπλασας εμπαίζειν αυτή. Πάντα πρός σέ προσδοκώσι, δούναι τήν τροφήν αυτών εις εύκαιρον, δόντος σου αυτοίς συλλέξουσιν. Ανοίξαντός σου τήν χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. Αποστρέψαντος δέ σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται. Πόσον μεγαλειώδη είναι, Κύριε, τα έργα σου! Όλα τα εδημιούργησες με άπειρον σοφίαν. Η γη είναι γεμάτη από τα πολυάριθμα κτίσματά σου, που μαρτυρούν την πανσοφίαν, την παντοδυναμίαν και την αγαθότητά σου. Εμπρός μας απλώνεται αυτή η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος. Εκεί υπάρχουν αναρίθμητα ψάρια, εντός αυτής ζούν και κινούνται μικρά και μεγάλα ζώα. Αυτήν διασχίζουν προς διαφόρους διευθύνσεις τα πλοία. Εκεί ζη το μέγα θαλάσσιον κήτος, το οποίον συ έπλασες τόσον ισχυρόν, ώστε να εμπαίζη τα κύματα της θαλάσσης. Όλα αυτά τα ζώα του ουρανού και της γης και της θαλάσσης από σε περιμένουν να τους δώσης εις την κατάλληλον ώραν την τροφήν των. Όταν δε συ τους την δώσης εκείνα θα σπεύσουν να την συλλέξουν. Όταν εν τη αγαθότητί σου ανοίγης το πλουσιόδωρον χέρι σου, τα σύμπαντα γεμίζουν από τα αγαθά σου. Πόσο μεγάλα είναι τα έργα Σου, Κύριε. Όλα με σοφία τα έχεις κάνει. Γέμισε η γη από τα πλάσματα Σου. Αυτή η μεγάλη και απέραντη θάλασσα. Εκεί αναρίθμητα ερπετά, ζώα μικρά, μεγάλα. Εκεί καράβια αρμενίζουν και ο μεγάλος δράκοντας που έπλασες για να την αψηφάει. Όλα από Σένα προσδοκούν να στείλεις την τροφή στην ώρα της. Όταν τους δώσεις, τη μαζεύουν. Έτσι κι ανοίξεις το χέρι σου όλα γεμίζουν αγαθά αν στρέψεις αλλού το πρόσωπο σου τρομάζουν.
31 32 33 34 35 36 Αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι, και εις τόν χούν αυτών επιστρέψουσιν. Εξαποστελείς το πνεύμα σου, και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον τής γής. Ήτω η δόξα Κυρίου εις τούς αιώνας. Ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού. Ο επιβλέπων επί τήν γήν, και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων, και καπνίζονται. Άσω τω Κυρίω εν τή ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δέ ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω. Όταν όμως αποστρέψης το πρόσωπόν σου, θα καταληφθούν τα πάντα από ταραχήν και τρόμον. Τους αφαιρείς την ζωογόνον πνοήν και σβήνουν από την ζωήν και επιστρέφουν εις το χώμα, από το οποίον επλάσθησαν. Αποστέλλεις όμως πάλιν εις αυτά το ζωογόνον πνεύμα σου και αναδημιουργούνται και τοιουτοτρόπως ξανακαινουργώνεις το πρόσωπον της γης. Ας είναι, λοιπόν, η δόξα του Κυρίου αιωνία και ο Κύριος ας ευφραίνεται βλέπων την σκοπιμότητα και ωραιότητα των θαυμασίων έργων του. Ο Κύριος είναι τόσον ισχυρός, ώστε ρίπτει ένα βλέμμα εις την γην και την κάμνει να τρέμη. Εγγίζει μόνον τα όρη και εκείνα πυρακτώνονται και καπνίζονται. Θα ψάλλω εις όλην μου την ζωήν προς τον Κύριον. Και θα ευφραίνωμαι δοξολογών αυτόν. Είθε να δοκιμάζω πάντοτε ιδιαιτέραν γλυκύτητα και χαράν, διαλεγόμενος προς τον Κύριον. Και θα ευφραίνωμαι δοξολογών αυτόν. Αν πάρεις πίσω την πνοή σου θα χαθούν και θα γυρίσουνε ξανά στο χώμα. Αν πάλι στείλεις το πνεύμα σου θα ξαναζωντανέψουνε και νέο πρόσωπο στη γη θα δώσεις. Ας είναι αιώνια η δόξα του Θεού ας χαίρεται ο Κύριος για τα έργα του. αυτός που έτσι και ρίξει μια ματιά στη γη την κάνει να σαλεύει, αν ακουμπήσει λίγο τα βουνά καπνίζουν. Ας δοξάζω τον Κύριο σ όλη μου τη ζωή, ας ψάλλω γι αυτόν όσο υπάρχω. Κι ας του είναι ευχάριστη αυτή η δοξολογία, όσο για μένα χαρά μου είναι ο Κύριος.
37 Εκλείποιεν αμαρτωλοί από τής γής, και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς. 38 Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον. Είθε να λείψουν εντελώς οι αμαρτωλοί από την γην και οι άνομοι, ώστε να μη υπάρχουν πλέον, αλλά να εξαφανισθούν εξ ολοκλήρου. Δοξολόγει, συ, ω ψυχή μου, τον Κύριον. Μακάρι να λείψουν απ τη γη οι αμαρτωλοί και οι άνομοι να χαθούν. Ψυχή μου, ευλόγα τον Θεό. Και όλοι μαζί ψάλλουν το τροπάριο: Ε υ λ ο γ η τ ό ς ε ι, Χ ρ ι σ τ έ ο Θ ε ό ς η μ ώ ν, ο π α ν σ ό φ ο υ ς τ ο υ ς α λ ι ε ί ς α ν α δ ε ί ξ α ς, κ α τ α π έ μ ψ α ς α υ τ ο ί ς τ ο Π ν ε ύ μ α τ ο ά γ ι ο ν, κ α ι δ ι ' α υ τ ώ ν τ η ν ο ι κ ο υ μ έ ν η ν σ α γ η ν ε ύ σ α ς, φ ι λ ά ν θ ρ ω π ε, δ ό ξ α σ ο ι. Στη συνέχεια ο Αρχηγός διαβάζει: Η προσευχή είναι συνομιλία με το Θεό. Έτσι, καθώς μιλάμε τώρα με το Θεό, ας τον ευχαριστήσουμε για όλα όσα μας έχει δώσει. Μας έδωσε τη ζωή και τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε κάτι. Μας έδωσες γονείς και φίλους για να μοιραζόμαστε μαζί τους τη χαρά κι τη λύπη. Ο Θεός έδωσε στο Ροβέρτο Μπέϊντεν Πάουελ την έμπνευση να ιδρύσει την Προσκοπική Κίνηση και σε μας την ευκαιρία να ανήκουμε σ αυτήν. Ο Θεός μας έδωσε το μεγαλύτερο δώρο Του, τον Μονογενή Του Υιό, που πέθανε για να μας δώσει τη ζωή. Γι αυτό το ανεκτίμητο δώρο, Σε ευχαριστούμε Κύριε (ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ)
Και όλοι μαζί ψάλλουν: Σε Σένα Πλάστη και Θεέ ετούτη τη στιγμή υψώνω με καρδιά και νου, παράκληση θερμή. Πατέρα ρίξε σπλαχνικά στα πλάσματά σου μια ματιά και φως σαν ουράνια χαραυγή σκόρπα απ'το θρόνο σου στη γη και φως στη γη, σκόρπα απ'το θρόνο σου στη γη. Και συνεχίζει ο Υπαρχηγός Τώρα ας πούμε στο Θεό για τον Κόσμο μας και τις ανάγκες του και για μας τους ίδιους. Προσευχόμαστε για το Γενικό μας Έφορο, τον Αρχηγό μας και για όσους υπηρετούν την Κίνηση μας, Κύριε Ιησού. Προσευχόμαστε για τους κυβερνήτες των Εθνών της γης, να τους κατευθύνεις στις μεγάλες αποφάσεις που έχουν να πάρουν για την ειρήνη του κόσμου, Κύριε Ιησού. Προσευχόμαστε για όλους που είναι μέλη της Παγκόσμιας Αδελφότητας και ιδιαίτερα για τη (Σχολή μας, Ομάδα μας) για όλες τις δραστηριότητες, τα σχέδιά μας για το μέλλον, την κατασκήνωση μας αυτή, Κύριε Ιησού. Προσευχόμαστε για όλους όσους είναι άρρωστοι, για τους ηθικά και σωματικά καταπονημένους, για τους γέροντες και για όσους ζούνε μόνοι Κύριε Ιησού. Προσευχόμαστε για μας τους ίδιους, ώστε να μπορούμε να είμαστε πιστοί στην Υπόσχεση και να κρατούμε το Νόμο μας, ν αγαπούμε Εσένα και τους ανθρώπους, καθώς παράγγειλες, Κύριε Ιησού. Άκουσε την προσευχή μας (ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ)
Και η Προσευχή (της Λεζάρ) Κάνε με τίμιο Θεέ μου, ίσιο στη σκέψη μου, καθαρό στο λόγο μου, απλό στη πράξη μου, και να είναι η ζωή μου καθαρή και στα πιο μικρά πράγματα ακόμη. Σ αυτόν που πεινά δώσε να φάει. Σ αυτόν που διψά δώσε να πιεί. Δώσε λίγη ευτυχία στους δυστυχισμένους, ένα καταφύγιο στον έρημο και την ειρήνη στους πεινασμένους. Κάνε ο πλούτος του ενός να λιγοστεύει τη φτώχεια του άλλου. Αυτός που τραγουδά, να τραγουδά μαζί μας. Αυτός που προσεύχεται, να προσεύχεται μαζί μας. Αυτός που οργώνει να οργώνει μαζί μας. Αυτός που κτίζει, να κτίζει μαζί μας και ο καθένας μας ν απολαμβάνει την προσφορά του άλλου και να χαίρεται.
Κάνε να ξέρουμε να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, να συγχωρούμε και να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Κάνε μας τίμιους Θεέ μου, ίσιους στις σκέψεις μας, καθαρούς στους λόγους μας, απλούς στις πράξεις μας και να είναι η ζωή μας καθαρή και στα πιο μικρά πράγματα ακόμη. Σε ειδικές περιπτώσεις γίνεται και επανάληψη της Υπόσχεσης: Υπόσχεση. Ο Αρχηγός λέει: Όταν γίναμε Πρόσκοποι, δώσαμε μίαν Υπόσχεση. Είμαστε Πρόσκοποι μόνο όσο τηρούμε την Υπόσχεση αυτή. Για αυτό σας καλώ όλους (Πρόσκοποι, Ανιχνευτές, Βαθμοφόρους) να επαναλάβουμε την Υπόσχεσή μας (Όλοι υψώνουν το χέρι σε χαιρετισμό Υποσχέσεως και λένε μαζί: «Έχω υποσχεθεί στην τιμή μου να εκτελώ το καθήκον μου στον Θεό και την Πατρίδα να βοηθώ κάθε άνθρωπο σε κάθε περίσταση και να τηρώ το νόμο των Προσκόπων»
Και αμέσως, πάλι, όλοι μαζί: Κύριε Ιησού, Σου δίνω τα χέρια μου να δουλεύουν το έργο Σου. Σου δίνω τα πόδια μου να βαδίζουν στο Δρόμο Σου. Σου δίνω τη γλώσσα μου να λαλεί την Αλήθεια Σου. Όπως Εσύ μεγάλωσες στη Σοφία και στη Σύνεση, βοήθησε με να προοδεύω στη ζωή, σύμφωνα με το Νόμο και την Υπόσχεση, έτσι ώστε κι εγώ, όπως Εσύ, να μεγαλώσω μέσα στη Χάρη, με το Θεό και τους ανθρώπους. Φ ω ς ι λ α ρ ό ν ά γ ί α ς δ ό ξ η ς α θ α ν ά τ ο υ Π α τ ρ ό ς, ο υ ρ α ν ί ο υ, ά γ ί ο υ, μ ά κ α ρ ο ς, Ι η σ ο ύ Χ ρ ι σ τ έ, ε λ θ ό ν τ ε ς ε π ί τ η ν ή λ ί ο υ δ ύ σ ι ν, ί δ ό ν τ ε ς φ ω ς ε σ π ε ρ ι ν ό ν υ μ ν ο ύ μ ε ν Π α τ έ ρ α, Υ ί ό ν κ α ι Ά γ ι ο ν Π ν ε ύ μ α, Θ ε ό ν. Ά ξ ι ο ν σ ε ε ν π ά σ ι κ α ι ρ ο ί ς υ μ ν ε ί σ Θ α ι φ ω ν α ί ς α ι σ ί α ι ς, Υ ι έ Θ ε ο ύ, ζ ω ή ν ο δ ι δ ο ύ ς δ ι ό ο κ ό σ μ ο ς σ ε δ ο ξ ά ζ ε ι. Κλείνει ο Αρχηγός Αμήν