Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις Αριστοτέλους Πολιτικά Παρασκευή Γ. Αραβοσιτά Πτυχιούχος Φιλόλογος Εθνικ. Καποδ. Πανεπ. π. Αθηνών Κ α β ά λ α 2016
Αριστοτέλους Πολιτικά Απρίλιος 2016
Πολιτικά 1011 Περιληπτική απόδοση περιεχοµένου Στο Γ βιβλίο των Πολιτικών του ο Αριστοτέλης διατύπωσε τη βασική του θέση ότι οι πολλοί ως σύνολο ασκούν την πολιτική εξουσία πιο συνετά και πιο ωφέλιµα από ό,τι οι λίγοι αλλά άριστοι, γιατί συνολικά, «αθροιστικά», έχουν πολλαπλάσια αρετή και εξυπνάδα, καθώς τα µόρια αρετής και φρόνησης που διαθέτει ο καθένας πολίτης αθροίζονται (αθροιστική θεωρία). Αφού εξέτασε τα ορθά πολιτεύµατα (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία) και τις παρεκκλίσεις τους (τυραννία, ολιγαρχία, δηµοκρατία), εστίασε στο τέλος στη βασιλεία. Στην αρχή του βιβλίου κάνει αναφορά στην έννοια γένος και τα είδη της και µε εφαρµογή στην πολιτική τέχνη και επιστήµη διαχωρίζει τέσσερις λειτουργίες της προς έρευνα: 1. Να βρούµε ποιο είδος πολιτεύµατος είναι κατάλληλο για τον αντίστοιχο λαό 2. Να βρούµε το τέλειο πολίτευµα για τον τέλειο λαό 3. Να βρούµε το είδος του πολιτεύµατος που είναι αποδεκτό γενικά για τους περισσότερους λαούς 4. Να βρούµε το πολίτευµα ή τα πολιτεύµατα, που χωρίς να είναι ούτε τέλεια ούτε γενικά αποδεκτά, ταιριάζουν σε έναν λαό, που θα είναι ευχαριστηµένος και µε χαµηλότερο επίπεδο πολιτικής ζωής (και που κατά συνέπεια, θα άντεχε µια ολιγαρχία ή ένα κατώτερο είδος δηµοκρατίας ή ακόµα και µία τυραννία). Και τούτο γιατί δεν πρέπει να υποδεικνύουν οι νοµοθέτες το άριστο πολίτευµα αλλά το δυνατό, καθώς και εκείνο που εφαρµόζεται ευκολότερα και ισχύει στις περισσότερες πόλεις. Νοµίζουν µερικοί πως ένα µόνο είδος δηµοκρατίας υπάρχει κι ένα είδος ολιγαρχίας, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο πολιτικός πρέπει να γνωρίζει τις διαφορές των πολιτευµάτων, πόσα είναι και πώς καταρτίζονται. Οι νόµοι πρέπει να τίθενται ανάλογα µε το πολίτευµα. Πολίτευµα είναι η οργάνωση των εξουσιών της πόλης, µε ποιο τρόπο κατανέµονται, ποιο είναι το κυρίαρχο όργανο στην πόλη και ποιος ο σκοπός κάθε κοινωνίας. Μετά την αναφορά των τεσσάρων λειτουργιών της πολιτικής επιστήµης, θα περιµέναµε ίσως από τον Αριστοτέλη να τις αναλύσει. Γυρίζει όµως στη σηµασία του διαχωρισµού των παραλλαγών των πολιτευµάτων και στην ανεύρεση του αριθµού των παραλλαγών τούτων, σύµφωνα µε την κατάταξη που έκανε
Πολιτικά 1012 στο Γ βιβλίο. Με βάση εκείνη την κατάταξη προχωρεί για να θέσει νέο πρόγραµµα έρευνας. Με τη φράση «πρώτη µεθόδω» αναφέρεται προφανώς στα βιβλία Β και Γ και περισσότερο στο Γ. Στο βιβλίο, λοιπόν, αρχίζει «η δεύτερη µελέτη των πολιτευµάτων» που συνεχίζεται στα βιβλία Ε και Ζ. Μας ξαφνιάζει η δήλωση πως το άριστο πολίτευµα είναι τόσο η βασιλεία όσο και η αριστοκρατία, πολιτεύµατα υπαρκτά, άρα όχι το ιδανικό πολίτευµα, πράγµα που υποδηλώνεται στα βιβλία Η και Θ, που ασχολούνται αποκλειστικά µε το ιδανικό πολίτευµα. Φαίνεται όµως πως αναφέρεται στο τέλος του Γ βιβλίου όπου δηλώνει πως το τέλειο πολίτευµα έχει αριστοκρατικό ή βασιλικό χαρακτήρα. Πρέπει, παρόλα αυτά, να παραδεχτούµε πως ο Αριστοτέλης λέει κατά καιρούς διαφορετικά πράγµατα, που δεν είναι πάντα συµβατά µεταξύ τους. Τώρα, λοιπόν, θα µιλήσουµε για το πολίτευµα που έχει το κοινό όνοµα «πολιτεία», και για τα υπόλοιπα, την ολιγαρχία, τη δηµοκρατία και την τυραννίδα. Πρέπει να καθορίσουµε: 1. Πόσες είναι οι διαφορές των πολιτευµάτων κι αν υπάρχουν περισσότερα είδη δηµοκρατίας και ολιγαρχίας 2. Ποιο είναι το προτιµότερο και πιο συγγενικό πολίτευµα µε το άριστο 3. Ποιο είναι το προτιµότερο και για ποιες πόλεις 4. Με ποιο τρόπο πρέπει να εγκαθιστά, εκείνος που το θέλει, τούτα τα πολιτεύµατα και 5. Πώς φθείρονται και πως διατηρούνται τα πολιτεύµατα καθώς και για ποιες αιτίες γίνονται τούτα. Αιτία των πολλών µορφών πολιτευµάτων είναι πως τα µέρη που αποτελούν την πόλη είναι περισσότερα του ενός. Γιατί πολίτευµα είναι η κατανοµή των εξουσιών και τούτες τις µοιράζονται οι πολίτες είτε σύµφωνα µε την ισχύ τους είτε σύµφωνα µε κάποια µορφή ισότητας. Φαίνεται, λοιπόν, πως υπάρχουν δύο κύρια πολιτεύµατα, η δηµοκρατία και η ολιγαρχία. Σύµφωνα µε αυτή τη διάκριση τα σωστά πολιτεύµατα είναι ένα µε δύο το πολύ και τα υπόλοιπα είναι παρεκβάσεις. Πραγµατική δηµοκρατία είναι όταν κατέχουν την εξουσία οι ελεύθεροι και φτωχοί, που είναι οι περισσότεροι. Αντίθετα, ολιγαρχία όταν οι πλούσιοι και ευγενείς, που είναι οι λιγότεροι.
Πολιτικά 1013 Ποια είναι, λοιπόν, τα είδη των πολιτευµάτων και σε τι διαφέρουν µεταξύ τους; Αντί να απαντήσει ευθέως σε αυτό, παρεκκλίνει στο ερώτηµα : Γιατί υπάρχουν πολλά πολιτεύµατα αντί ένα µόνο; Έτσι µελετά τα µέρη του κράτους, γιατί αυτά καθορίζουν τις πολλές µορφές πολιτευµάτων και ανάλογα µε το µέρος που ασκεί την εξουσία, εγκαθίσταται και διαφορετικής µορφής πολίτευµα. Ακολουθεί η εκτενής αναφορά οκτώ διακριτών µερών του κράτους. Αφού, λοιπόν, υπάρχουν πολλά είδη µερών, θα υπάρχουν περισσότερα είδη δήµων και επιφανών πολιτών, άρα και περισσότερα είδη δηµοκρατίας και ολιγαρχίας. ιακρίνονται, λοιπόν, πέντε είδη δηµοκρατίας: 1. Επικρατεί η ισότητα ανεξαρτήτως εισοδήµατος 2. Τα αξιώµατα κατέχονται ανάλογα µε το εισόδηµα 3. Όλοι οι πολίτες συµµετέχουν στην εξουσία, αλλά κυριαρχεί ο νόµος 4. Μετέχουν όλοι στα αξιώµατα, αλλά κυριαρχεί ο νόµος 5. Τα λοιπά δικαιώµατα είναι τα ίδια, αλλά κυρίαρχη είναι η πλειοψηφία κι όχι ο νόµος. Σ αυτό το τελευταίο εµφανίζονται οι δηµαγωγοί και οι κόλακες. Αυτοί είναι οι υπαίτιοι που τα ψηφίσµατα έχουν µεγαλύτερη ισχύ από τους νόµους. Έτσι καταλύεται κάθε αρχή. Αυτή η κατάσταση δεν µπορεί ουσιαστικά να θεωρηθεί δηµοκρατία, γιατί δεν γίνεται ένα ψήφισµα να έχει καθολική ισχύ. Από τα είδη της ολιγαρχίας διακρίνονται τέσσερα: 1. Στις αρχές αναδεικνύονται µόνον αυτοί που έχουν µεγάλα εισοδήµατα. 2. Όσοι έχουν µεγάλα εισοδήµατα και όσοι εκλέγονται από αυτούς για την πλήρωση κενών θέσεων. 3. Όταν ο γιος διαδέχεται στο αξίωµα τον πατέρα. 4. Εκτός από το προηγούµενο, συµβαίνει να κυριαρχεί η γνώµη των αρχόντων κι όχι του νόµου (δυναστεία). Πάντως πολλές φορές ένα πολίτευµα φαίνεται δηµοκρατικό, αλλά στην πράξη είναι ολιγαρχικό, και το αντίστροφο. Αυτό συµβαίνει κυρίως στις µεταπολιτεύσεις. Εποµένως τα είδη δηµοκρατίας και ολιγαρχίας είναι ανάλογα µε τα µέρη του δήµου που συµµετέχουν στην εξουσία. Έτσι στη δηµοκρατία, όταν κυριαρχούν οι γεωργοί και οι µεσαίοι εισοδηµατίες, το πολίτευµα
Πολιτικά 1014 είναι δηµοκρατικό και κυριαρχούν οι νόµοι. Όταν η καταγωγή δεν είναι κώλυµα, αλλά όσοι µπορούν να µη εργάζονται συµµετέχουν, πάλι κυριαρχούν οι νόµοι. Τρίτο είδος εκείνο που όλοι οι ελεύθεροι πολίτες δικαιούνται, αλλά λιγότεροι συµµετέχουν, κυριαρχώντας οι νόµοι. Και τέταρτο είναι αυτό που διαµορφώθηκε εσχάτως στις πόλεις, να µετέχουν όλοι στη διακυβέρνηση αφού πλειοψηφεί ο λαός, κυριαρχώντας έτσι οι φτωχοί στο πολίτευµα, κι όχι οι νόµοι. Ανάλογα προς τις πολιτικές ανάγκες είναι και τα είδη της ολιγαρχίας. Πρώτο είδος, όταν οι περισσότεροι έχουν περιουσία, κυριαρχεί ο νόµος. Όταν είναι λιγότεροι µε µεγαλύτερες περιουσίες, τότε απαιτούν µεγαλύτερη ισχύ, αλλά χρειάζονται και το νόµο. Όταν συγκεντρωθούν µεγαλύτερες περιουσίες σε ακόµη λιγότερα χέρια, τότε τα αξιώµατα τα µοιράζονται µεταξύ τους. Τέλος, όταν οι περιουσίες αυξηθούν κατά πολύ, καθώς και η επιρροή των ολίγων, αυτή η δυναστεία πλησιάζει στη µοναρχία και κυρίαρχοι γίνονται τα άτοµα κι όχι οι νόµοι. Θα περίµενε κάποιος, τώρα, αφού ο Αριστοτέλης ολοκλήρωσε το πρώτο στάδιο του προγράµµατός του (δηλ. να περιγράψει τις διάφορες µορφές ολιγαρχίας και δηµοκρατίας), να προχωρήσει στο δεύτερο βήµα, δηλ. «ποιο είναι το περισσότερο γενικά αποδεκτό πολίτευµα;». Το αναβάλλει, όµως, για να ασχοληθεί µε τις υπόλοιπες µορφές πολιτευµάτων, εκτός δηµοκρατίας και ολιγαρχίας. Εδώ πρόκειται να µιλήσει για τέσσερα πολιτεύµατα, ενώ στο βιβλίο Γ είχε απαριθµήσει έξι (τα τρία ορθά, δηλ. βασιλεία, αριστοκρατία και «πολιτεία», και τις τρεις παρεκβάσεις τους δηλ. τυραννία, ολιγαρχία και δηµοκρατία). Τα τέσσερα είναι µοναρχία, ολιγαρχία, δηµοκρατία και αριστοκρατία. Αµέσως µετά όµως προσθέτει το πέµπτο πολίτευµα, την «πολιτεία» και ως έκτο αναφέρεται η τυραννία. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο αριστοκρατικό του οποίου τα µέλη δεν πρέπει να είναι απλώς «καλά» αλλά τα «καλύτερα» και πως το όριο που τα καθορίζει δεν είναι µεταβλητό, αλλά το ένα και µοναδικό όριο της ηθικής αξίας. Από το κάπως µπερδεµένο χωρίο προκύπτει πως υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές µορφές αριστοκρατικού πολιτεύµατος. Πρώτη και καλύτερη εκείνη που στηρίζεται στην αρετή και µόνο. εύτερη η µορφή του πολιτεύµατος της Καρχηδόνας, που στηρίζεται στον πλούτο και στο πλήθος. Τρίτη είναι το πολίτευµα της Σπάρτης, που στηρίζεται στο πλήθος και στην αρετή. Τέταρτη, τέλος, είναι η µορφή εκείνων των µεικτών πολιτευµάτων που στηρίζονται στο πλήθος λιγότερο από το πολίτευµα της Σπάρτης, κι εµφανίζουν, εποµένως, τάση προς ολιγαρχία.
Πολιτικά 1015 Ακολούθως εκθέτει τις απόψεις του περί της πολιτείας. Η πολιτεία είναι συγκερασµός ολιγαρχίας και δηµοκρατίας. Συνηθίζουν να ονοµάζουν πολιτείες τα πολιτεύµατα που κλίνουν προς τη δηµοκρατία, και αριστοκρατίες όσα κλίνουν προς την ολιγαρχία. Επειδή δε η αριστοκρατία απονέµει την υπεροχή στους άριστους πολίτες, γι αυτό λένε πως οι ολιγαρχίες αποτελούνται από αγαθούς πολίτες, λόγω ευγενικής καταγωγής και παιδείας. Βάση του αριστοκρατικού πολιτεύµατος θεωρείται η απονοµή της πολιτικής υπεροχής στους ενάρετους, γιατί απαραίτητος όρος της αριστοκρατίας είναι η αρετή, της ολιγαρχίας ο πλούτος και της δηµοκρατίας η ελευθερία. Το όνοµα πολιτεία διεκδικούν τα περισσότερα πολιτεύµατα, καθώς προσπαθούν να συνδυάσουν τα δικαιώµατα πλουσίων και φτωχών, πλούτου και ελευθερίας. Επειδή τρεις είναι οι παράγοντες που διεκδικούν ίσα πολιτικά δικαιώµατα, η ελευθερία, ο πλούτος και η αρετή( γιατί το τέταρτο, η ευγενική καταγωγή είναι αποτέλεσµα αρετής και πλούτου), είναι φανερό πως τον συνδυασµό των δύο, ευπόρων και απόρων, πρέπει να τον αποκαλούµε πολιτεία, τον δε συνδυασµό των τριών να τον αποκαλούµε αριστοκρατία. Εκείνο που έχει στο µυαλό του είναι η σταδιακή µετεξέλιξη της «πολιτείας» σε αριστοκρατία. Αναρωτιέται γιατί τα µεικτά πολιτεύµατα, τύπου «πολιτείας», καταλήγουν συχνά σε αριστοκρατικά. Ο µόνος λόγος για τη χρήση του όρου «αριστοκρατία» είναι η αναγνώριση της αρετής ως µοναδικού κριτηρίου ή έστω ως ενός από τα κριτήρια σύστασης του πολιτεύµατος. Ακολούθως εξετάζει πώς από τη δηµοκρατία και την ολιγαρχία προέρχεται η καλούµενη πολιτεία και πώς πρέπει αυτή να εγκαθίσταται. Παίρνει τις διαφορές των δύο και τα γνωρίσµατα, και συνθέτει την πολιτεία. Πρώτος συνδυασµός να τίθεται πρόστιµο στους πλούσιους και αποζηµίωση στους φτωχούς για τη συµµετοχή τους στα κοινά. εύτερος είναι να λαµβάνεται ο µέσος όρος των διατάξεων του κάθε πολιτεύµατος. Τρίτος τρόπος είναι από δύο διατάξεις να πάρουµε ένα µέρος από τον ολιγαρχικό νόµο και το άλλο από το δηµοκρατικό. Όρος σωστής ανάµειξης δηµοκρατίας και ολιγαρχίας είναι το να µπορεί κάποιος να ονοµάζει αδιακρίτως το ίδιο πολίτευµα και δηµοκρατικό και ολιγαρχικό. Τότε η ανάµειξη είναι σωστή. Τέτοιο είναι το πολίτευµα των Λακεδαιµονίων. Στη συνέχεια γίνεται µικρή αναφορά στην τυραννίδα, συγκρίνοντάς τη µε τη βασιλεία και διακρίνοντας δύο είδη τυραννίδας, ανάλογα µε το πόσο αυθαίρετα εγκαθίστανται, πάντως και τα δύο εγκαθίστανται νόµιµα. Ενώ το τρίτο είδος τυραννίδας είναι το κατεξοχήν τυραννικό πολίτευµα, η
Πολιτικά 1016 µοναρχία, η οποία εξουσιάζει ανεύθυνα τους πολίτες και φροντίζει µόνο το δικό της συµφέρον. Ο Αριστοτέλης αρχίζει τώρα την ανάλυση του δεύτερου ερωτήµατος στο πρόγραµµά του: «Ποιο είναι το πιο παραδεκτό, πέρα από το ιδανικό, πολίτευµα;». Παρατηρούµε πως συνδέει το πολίτευµα µε τον τρόπο ζωής. εν το θεωρεί απλά και µόνο κατανοµή εξουσιών, αλλά και τρόπο ζωής που σκοπό έχει την επίτευξη κάποιας ποιότητας ζωής. Αυτό το πολίτευµα να µη απαιτεί αρετή ανώτερη του µέσου όρου ούτε παιδεία που προϋποθέτει πολλά χαρίσµατα και πλούτη, αλλά έναν τρόπο ζωής που µπορούν να συµµεριστούν οι περισσότεροι άνθρωποι και να το δεχθούν οι περισσότερες πόλεις. Γι αυτό θα στηριχθεί στη γνωστή από τα Ηθικά ευτυχία που στηρίζεται στην αρετή κι αυτή στη µεσότητα. Βάσει αυτών των όρων κρίνουµε την πόλη και το πολίτευµα. Σε όλες τις πόλεις διακρίνουµε τρία είδη πολιτών, τους πολύ πλούσιους, τους πολύ φτωχούς και την τρίτη τάξη ανάµεσά τους. Η µεσαία τάξη ευκολότερα πειθαρχεί στη λογική, ενώ οι άλλες δύο εκτρέφουν ή αλαζόνες ή τιποτένιους. Με αυτές τις τελευταίες η πόλη καταντά πόλη αφεντάδων και δούλων κι όχι ελεύθερων ανθρώπων. Έτσι χάνεται η φιλία και η κοινωνική αλληλεγγύη. Αυτά τα προσόντα διαθέτει η µεσαία τάξη. Η πολιτική κοινωνία που αποτελείται από µεσαίους είναι άριστη, γιατί αυτοί ζουν ήσυχα, ούτε τους άλλους επιβουλεύονται ούτε οι άλλοι τους επιβουλεύονται. Η µεσαία τάξη δεν επαναστατεί, οι δηµοκρατίες είναι πιο ασφαλείς και διαρκούν περισσότερο από τις ολιγαρχίες. Απόδειξη πως από τη µεσαία τάξη προέρχονται οι καλύτεροι νοµοθέτες (Σόλων, Λυκούργος, Χαρώνδας). Είναι φανερό, λοιπόν, γιατί οι περισσότερες πόλεις είναι άλλες δηµοκρατικές κι άλλες ολιγαρχικές. Γιατί σ αυτές η µεσαία τάξη είναι συχνά ολιγάριθµη και πάντα εγκαθίσταται πολίτευµα που δεν αποβλέπει στο γενικό συµφέρον και στην ισότητα των πολιτών, αλλά ως επινίκειο βραβείο, εγκαθιστά πολίτευµα που να δίνει υπεροχή στην τάξη του. Αναγκαστικά καλύτερο πολίτευµα είναι εκείνο που πλησιάζει πολύ στη µορφή του µέσου πολιτεύµατος και χειρότερο εκείνο που απέχει περισσότερο. Εδώ ταυτίζει µάλλον το αριστοκρατικό µε την πολιτεία. Ο Αριστοτέλης ακολούθως προχωρεί στο τρίτο στάδιο του προγράµµατος µελέτης που έκανε, δηλαδή στο ποιο πολίτευµα και τι είδους συµφέρει, σε ποιους και τι είδους ανθρώπους. Γενική αρχή: Πρέπει να είναι ισχυρότερη η µερίδα της πόλης που θέλει το πολίτευµα αµετάβλητο, από τη µερίδα που θέλει να το µεταβάλλει. Κάθε πόλη
Πολιτικά 1017 αποτελείται από ποσότητα και ποιότητα. Ποιότητα εννοεί την ελευθερία, τον πλούτο, την παιδεία και την ευγενή καταγωγή, ποσότητα δε την αριθµητική υπεροχή του πλήθους. Όπου υπερτερεί η ποσότητα κι ανάλογα µε το είδος έχουµε τα είδη της δηµοκρατίας. Όπου επικρατεί η ποιότητα των ευπόρων και εξεχόντων πολιτών, φυσικό πολίτευµα είναι η ολιγαρχία. Πάντα όµως ο νοµοθέτης πρέπει να αποβλέπει στη µεσαία τάξη. Όσο καλύτερα συνδυασθούν τα στοιχεία µιας πόλης, τόσο µονιµότερο θα είναι το πολίτευµα. Οι υπερβολικές αξιώσεις των πλουσίων µάλλον παρά των φτωχών καταστρέφουν την πόλη. Πέντε είναι τα τεχνάσµατα που επινοούνται προσφυώς από τις ολιγαρχίες σε βάρος του δήµου. Τα σχετικά µε την εκκλησία του δήµου, µε τα αξιώµατα, µε τα δικαστήρια, µε τον οπλισµό και µε τα στρατιωτικά γυµνάσια. Σε αυτά κυρίως επιβάλλονται πρόστιµα στους πλούσιους για µη συµµετοχή, ενώ οι φτωχοί έχουν το δικαίωµα να µη συµµετέχουν, χωρίς να πληρώνουν πρόστιµο. Έτσι οι φτωχοί δεν συµµετέχουν. Τέτοιες σοφιστείες εφαρµόζουν και οι δηµοκρατίες. Ορίζουν αποζηµίωση για τους φτωχούς όταν συµµετέχουν, χωρίς πρόστιµο για τη µη συµµετοχή. Για σωστή ανάµειξη των τακτικών αυτών πρέπει να χορηγείται µισθός στους φτωχούς για συµµετοχή και πρόστιµο στους πλούσιους για µη συµµετοχή. Γιατί οι φτωχοί προτιµούν να είναι ήσυχοι και να µη συµµετέχουν στα πολιτικά αξιώµατα, µε τον όρο όµως να µη τους περιφρονούν και να µη κινδυνεύει η περιουσία τους. Σε κάθε πολίτευµα υπάρχουν τρεις παράγοντες που πρέπει να εναρµονιστούν µεταξύ τους: Πρώτον το σώµα που συσκέπτεται για τα κοινά, δεύτερο το σώµα των δηµοσίων αρχών και τρίτο το δικαστικό σώµα. Κυρίαρχο σώµα είναι το πρώτο, που συσκέπτεται και αποφασίζει για θέµατα πολέµου ή ειρήνης, για συµµαχίες, νόµους, εξορίες και για την εκλογή των αρχών. Υπάρχουν δηµοκρατικά συστήµατα λειτουργίας αυτού του σώµατος και ολιγαρχικά. Τα δηµοκρατικά επιδιώκουν όλοι να αποφασίζουν για όλα ή κάποιες υποθέσεις διευθετούνται από ειδικές αρχές. Στα ολιγαρχικά κυρίως αποφασίζουν για όλα οι λίγοι ή διαφοροποιούνται ανάλογα µε την περιουσία ή την καταγωγή. Όταν όµως οι υπεύθυνοι για µερικά ζητήµατα άρχοντες εκλέγονται µε ψηφοφορία και οι υπόλοιποι ορίζονται µε κλήρο ή από καταλόγους, τότε το πολίτευµα είναι εν µέρει αριστοκρατικό κι εν µέρει δηµοκρατικό, δηλ. είναι «πολιτεία». Τελικά ο Αριστοτέλης φαίνεται να περιγράφει πως όλοι έχουν δικαίωµα να αποφασίζουν για κάποια ζητήµατα, ενώ για κάποια άλλα το έχουν µερικοί µόνο, δηλ. είναι δυνατόν να έχει ο λαός συµβουλευτική ψήφο και οι άρχοντες αποφασιστική. Αυτά για το βουλευτικό σώµα που ασκεί κυρίαρχη εξουσία στην πολιτεία.
Πολιτικά 1018 Με τα παραπάνω συνδέεται και το δεύτερο µέρος του πολιτεύµατος, το σώµα των «αρχών», των εξουσιών. Κι αυτό έχει διαφορές ανάλογες µε τον αριθµό των εξουσιών, µε την αρµοδιότητά τους και µε τη χρονική διάρκεια της θητείας τους. Πρέπει να γνωρίζουµε µε πόσους τρόπους µπορούν να διευθετηθούν όλα αυτά τα θέµατα και στη συνέχεια να εφαρµοστεί η λύση που ταιριάζει σε κάθε είδος πολιτεύµατος. Η πολιτική κοινωνία χρειάζεται επιστάτες πολλών ειδών (χορηγούς, ιερείς, κήρυκες, αιρετούς πρεσβευτές). Υπάρχουν υπηρεσίες που αφορούν όλους τους πολίτες (στρατηγοί) κι άλλες που αφορούν µέρος των πολιτών (γυναικονόµος, παιδονόµος). Αρχές πρέπει να ονοµάζουµε εκείνες που έχουν νόµιµο δικαίωµα να συσκέπτονται για ορισµένα θέµατα, να αποφασίζουν και κυρίως να διατάσσουν. Γιατί το δικαίωµα του διατάσσειν είναι το κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας. Στις µεγάλες πόλεις και είναι δυνατόν και πρέπει να υπάρχει µία αρχή για κάθε υπηρεσία. Στις µικρές πόλεις όµως αναγκαστικά αναθέτουν σε λίγα πρόσωπα πολλές εξουσίες. Καλό είναι να µη παραβλέπεται πως για κάποια θέµατα πρέπει να δηµιουργούνται διάφορα όργανα, ανάλογα µε τις τοπικές συνθήκες και για κάποια άλλα πρέπει να υπάρχει παντού µια και µόνη κυρίαρχη εξουσία. Βλέπουµε ότι γίνεται εδώ µια πρώτη νύξη για διάκριση κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης. ιερωτάται, η διάκριση των υπηρεσιών πρέπει να καθορίζεται ανάλογα µε το αντικείµενό τους ή ανάλογα µε τις ιδιότητες των ανθρώπων; Επίσης, διαφορετική πρέπει να είναι στη δηµοκρατία, στην ολιγαρχία, στην αριστοκρατία και στη µοναρχία ή να είναι ίδιες παντού οι εξουσίες; Στις αριστοκρατίες τις κατέχουν οι εκπαιδευµένοι, στις ολιγαρχίες οι πλούσιοι και στις δηµοκρατίες οι ελεύθεροι. Σε κάθε σύστηµα όµως υπάρχουν και ιδιαίτερες αρχές, όπως για παράδειγµα ο θεσµός των προβούλων. Αυτή η αρχή δεν είναι δηµοκρατική, γιατί µόνο η βουλή αρµόζει στη δηµοκρατία. Όπου υπάρχουν και οι δύο θεσµοί, οι πρόβουλοι είναι ισχυρότεροι από τους βουλευτές, γιατί είναι λίγοι. Άρα ο θεσµός των προβούλων είναι ολιγαρχικός, ενώ του βουλευτή δηµοκρατικός. Η δύναµη της βουλής καταργείται στις δηµοκρατίες όπου ολόκληρος ο λαός συνέρχεται στην εκκλησία του δήµου κι αποφασίζει για όλα τα θέµατα. Μετέπειτα προσπαθεί να εξετάσει πώς γίνεται η ανάδειξη των αρχών. Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί όροι που συνδυαζόµενοι δίνουν όλους τους σχετικούς τρόπους: α) Ποιοι εκλέγουν τις αρχές; β) Ποιοι είναι οι εκλεγόµενοι; γ) Με ποιο τρόπο εκλέγονται; Από κάθε όρο προκύπτουν τρεις διαφορετικές απόψεις. Εκλέγουν όλοι οι πολίτες ή µερικοί; Εκλεγόµενοι είναι όλοι ή µερικοί; Η εκλογή γίνεται µε ψηφοφορία ή
Πολιτικά 1019 κλήρωση; Ο Αριστοτέλης παίρνει την πρώτη επιλογή δυνατοτήτων (αν θα είναι όλοι ή µερικοί από τους πολίτες) και περιγράφει τέσσερις τρόπους κατά τους οποίους µπορεί να εκλέγονται όλοι, και στη συνέχεια άλλους τέσσερις κατά τους οποίους µπορεί να εκλέγονται µερικοί. Περιγράφει, λοιπόν, οκτώ τρόπους σχετικούς µε την πρώτη επιλογή. Προσθέτει όµως και άλλες δύο επιλογές δυνατοτήτων (εκλέξιµοι να είναι όλοι ή µερικοί, και η διαδικασία ανάδειξης να γίνεται µε εκλογή ή µε κλήρωση). Έτσι εξαντλεί και τις τρεις δυνατότητες της πρώτης επιλογής. Υπάρχουν όµως και οι δυνατότητες συγκερασµού των επιλογών που είναι τρεις. Ο Αριστοτέλης παίρνει την πρώτη (όλοι οι πολίτες να εκλέγουν από ένα τµήµα) και ασχολείται µε τους τέσσερις δυνατούς τρόπους, χωρίς να συνεχίζει στην ανάλυση των δύο άλλων. Τούτοι οι τέσσερις τρόποι µαζί τους οκτώ παραπάνω αποτελούν τους δώδεκα τρόπους που αναφέρονται στο τέλος. Πρέπει να προστεθεί πως δεν διασαφηνίζει τους τέσσερις τρόπους του πρώτου συγκερασµού επιλογών, µόνο τους υποθέτει. Μπορούµε όµως να αναπλάσουµε τον συγκερασµό του «όλοι» µε το «µερικοί»: 1. Από όλους µε εκλογή 2. Από όλους µε κλήρωση 3. Από µερικούς µε εκλογή 4. Από µερικούς µε κλήρωση. Από τις τρεις εξουσίες αποµένει να ασχοληθούµε µε τη δικαστική. Τα δικαστήρια διαφέρουν µεταξύ τους σε τρία σηµεία, δηλαδή ποιοι τα απαρτίζουν, τι δικαιοδοσία έχουν και µε ποιο τρόπο αναδεικνύονται οι δικαστές. Ας δούµε, πρώτα, πόσα είδη δικαστηρίων υπάρχουν. Τούτα είναι οκτώ: 1. Το περί ευθυνών 2. Το αρµόδιο για αδικήµατα κατά του δηµοσίου 3. Το αρµόδιο για αδικήµατα κατά του πολιτεύµατος 4. Το αρµόδιο για αµφισβητήσεις προστίµων από άρχοντες και ιδιώτες 5. Το αρµόδιο για χρηµατικές διαφορές ιδιωτών κυρίως για τα µεγάλα ποσά 6. Το αρµόδιο για φόνους 7. Το αρµόδιο για ξένους
Πολιτικά 1020 8. Το αρµόδιο για µικρές χρηµατικές διαφορές. εν θα ασχοληθούµε όµως µε όλα τούτα τα δικαστήρια, παρά µόνο µε τα «πολιτικά», γιατί η κακή τους οργάνωση προκαλεί διχόνοιες και ανατροπές πολιτευµάτων. Υπάρχουν τέσσερις τρόποι διορισµού δικαστών από όλους τους πολίτες: 1. Όλοι να κρίνουν όλες τις υποθέσεις, εκλεγµένοι 2. Όλοι να κρίνουν όλες τις υποθέσεις, µε κλήρο 3. Όλοι να κρίνουν όλες τις υποθέσεις και για άλλες 4. Για συγγενείς υποθέσεις άλλοι δικαστές να κληρώνονται και άλλοι να ψηφίζονται. Άλλοι τόσοι είναι οι τέσσερις τρόποι διορισµού δικαστών, όταν εκλέγονται µόνο από µερικούς πολίτες. Μπορούν όµως να συνδυασθούν ανά δύο, για παράδειγµα, οι δικαστές για µερικές υποθέσεις µπορούν να εκλεγούν από το σύνολο των πολιτών, ενώ για άλλες από µερικές τάξεις µόνον. Έτσι καθορίστηκαν όλοι οι τρόποι σύνθεσης των δικαστηρίων. Από αυτά τα πρώτα, όπου όλοι οι πολίτες δικάζουν όλες τις υποθέσεις, είναι δηµοκρατικά, τα δεύτερα, όπου οι δικαστές προέρχονται από µερικές µόνο τάξεις, είναι ολιγαρχικά και τα τρίτα είναι αριστοκρατικά και πολιτικά σύµφωνα µε την άριστη πολιτεία, όπου άλλες υποθέσεις δικάζονται από δικαστές του συνόλου των πολιτών, κι άλλες µερικών τάξεων. Από πρώτη όψη τα τρία αυτά είδη αρχών εξουσιών µοιάζουν να είναι ταυτόσηµα µε τη νοµοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας. Το «συσκεπτόµενο» όµως σώµα του Αριστοτέλη δεν ήταν νοµοθετικό (παρόλο που είχε και νοµοθετική λειτουργία), ασκούσε κυρίως εκτελεστική και σε κάποιο ανώτατο βαθµό, δικαστική εξουσία. Έτσι και οι «αξιωµατούχοι», παρόλο που είχαν εκτελεστική ισχύ, δεν αποτελούσαν «εκτελεστική κυβέρνηση» µε τη σύγχρονη έννοια, το «συσκεπτόµενο» τµήµα είχε απόλυτη εξουσία επάνω τους. Τέλος, οι δικαστικοί δεν αποτελούσαν µόνιµο δικαστικό σώµα, αλλά εκλέγονταν ή κληρώνονταν από το λαό. Ο αναγνώστης δεν πρέπει να συγχέει τα παραπάνω µε τη διάκριση των εξουσιών του Μοντεσκιέ ή τη σύγχρονη Βρετανική ή Αµερικανική πρακτική.
Πολιτικά 1081 Αποσπάσµατα Αποσπάσµατα προς συζήτηση «Γιατί όπου οι δηµοκρατίες στηρίζονται στο νόµο, δεν νοείται να υπάρξει δηµαγωγός και διευθύνουν τα κοινά οι καλύτεροι από τους πολίτες. Όπου όµως, οι νόµοι δεν είναι κυρίαρχοι, εκεί εµφανίζονται δηµαγωγοί. Τότε το πλήθος γίνεται απόλυτος µονάρχης, ένας µονάρχης που αποτελείται από πολλούς, γιατί οι πολλοί είναι κυρίαρχοι, όχι ο καθένας χωριστά, αλλά όλοι µαζί». (Μαζικοποίηση). «Οι κόλακες κοντά στο τύραννο κι οι δηµαγωγοί στις δηµοκρατίες έχουν την ίδια ισχύ. Τούτοι είναι οι υπαίτιοι που τα ψηφίσµατα έχουν µεγαλύτερη ισχύ από τους νόµους, µε το να ζητούν τη γνώµη του πλήθους για τα πάντα. Εφόσον, αφού κατηγορήσουν τους άρχοντες, ισχυρίζονται πως πρέπει να τους δικάσει το πλήθος, που αποδέχεται την πρόκληση µε µεγάλη ευχαρίστηση. Κι έτσι καταλύεται κάθε αρχή». (Λαϊκισµός). «Ας µη ξεχνάµε, πως σε πολλά µέρη έχει συµβεί να µοιάζει δηµοκρατικό το πολίτευµα λόγω των συνηθειών και της παιδείας των ανθρώπων, ενώ δεν είναι δηµοκρατικό σύµφωνα µε τους νόµους. Έτσι και σε άλλα µέρη, ενώ σύµφωνα µε το νόµο το πολίτευµα είναι δηµοκρατικό, η συµπεριφορά κι οι συνήθειες των ανθρώπων το κάνουν να µοιάζει ολιγαρχικό. Τούτο συµβαίνει συνήθως µετά από µεταπολιτεύσεις. Οι αρχηγοί της µεταπολίτευσης δεν µεταβάλλουν αµέσως το πολίτευµα αλλά καρπούνται τα πλεονεκτήµατα που τους δίνουν οι προϋπάρχοντες νόµοι, έτσι ώστε, ενώ οι τελευταίοι παραµένουν σε ισχύ, οι ίδιοι είναι οι κυρίαρχοι της πόλης». (Σηµερινές «δηµοκρατίες»). «Φαίνεται πως είναι αδύνατον να ευνοµείται η πόλη, στην οποία δεν επικρατούν οι άριστοι αλλά οι διεφθαρµένοι πολίτες, όπως φαίνεται αδύνατον να επικρατούν οι άριστοι πολίτες σε µια πόλη που δεν
Πολιτικά 1082 Αποσπάσµατα ευνοµείται. εν είναι ευνοµία το να υπάρχουν σωστοί νόµοι αλλά να µην τους υπακούει κανείς. Πρέπει λοιπόν να παραδεχθούµε πως ένα είδος ευνοµίας είναι το να υπακούουν στους υπάρχοντες νόµους κι άλλο το να υπάρχουν σωστοί νόµοι, τους οποίους να υπακούουν οι πολίτες (υπάρχει και η περίπτωση να υπακούουν οι πολίτες σε κακώς κείµενους νόµους). Εδώ υπάρχουν δύο ενδεχόµενα :ή υπακούουν σε νόµους σχετικά σωστούς ή σε νόµους απολύτως σωστούς». ( Η ισχύς των νόµων ). «Γιατί, αν σωστά όρισα στα Ηθικά πως η ευτυχία έγκειται στην ανεµπόδιστη άσκηση της αρετής και αρετή είναι η µεσότητα, τότε άριστη είναι η ζωή εκείνου που ζει στη µεσότητα, σε εκείνη µάλιστα την µεσότητα που µπορεί να φτάσει κάθε άνθρωπος. Βάσει τούτων των όρων, αρετής και κακίας, πρέπει να κρίνουµε την πόλη και το πολίτευµα. Γιατί το πολίτευµα µπορεί να θεωρηθεί τρόπος ζωής της πόλης. Τότε (όταν κυριαρχούν πλούσιοι ή φτωχοί) η πόλη καταντά πόλη δούλων και αφεντάδων και όχι ελεύθερων ανθρώπων. Καταντά πόλη όπου οι πρώτοι αισθάνονται φθόνο και οι δεύτεροι καταφρόνια. Και τούτα τα αισθήµατα απέχουν πολύ από τα αισθήµατα φιλίας και κοινωνικής αλληλεγγύης, η κοινωνία θεµελιώνεται όµως στη φιλία, αφού κανείς δεν θέλει να γίνει ούτε καν συνοδοιπόρος µε τον εχθρό του. Μέγα ευτύχηµα είναι λοιπόν το να έχουν οι πολίτες µεσαίες περιουσίες, που να επαρκούν όµως για τις ανάγκες τους. Όπου µερικοί έχουν πολύ µεγάλες περιουσίες και µερικοί απολύτως καµιά, εκεί το πολίτευµα καταντά είτε οχλοκρατία, είτε άκρατη ολιγαρχία ή τυραννία». (Σηµασία της µεσαίας τάξης). «Ως βάση πρέπει να βάλουµε µια γενική αρχή: πρέπει να είναι ισχυρότερη η µερίδα της πόλης που θέλει το πολίτευµα αµετάβλητο, από την µερίδα που θέλει να το µεταβάλλει. Κάθε πόλη αποτελείται από ποιότητα και ποσότητα. Ποιότητα εννοώ την ελευθερία, τον πλούτο, την παιδεία και την ευγενή καταγωγή, ποσότητα δε την αριθµητική υπεροχή του πλήθους. Όσο καλύτερα συνδυαστούν τα στοιχεία µιας πόλης, τόσο µονιµότερο θα είναι το πολίτευµα. Η υπερβολικές αξιώσεις των πλουσίων µάλλον παρά των φτωχών καταστρέφουν την πόλη». (Πολιτική σταθερότητα).
Πολιτικά 1091 Επίλογος Επίλογος Τελειώνοντας, επισηµαίνουµε ότι στους δύο αιώνες του βίου του ελλαδικού κρατιδίου, η προπαγανδιστική πλαστογράφηση της ιστορίας και η παρακµιακή ξιπασιά εµπέδωσαν στην πλειονότητα των Ελλήνων την αντιστροφή των δεδοµένων της πραγµατικότητας: Ότι η ιστορική συνέχεια της αρχαιοελληνικής πολιτισµικής κληρονοµιάς κατορθώθηκε όχι στον µέγα εξελληνισµένο κόσµο της ρωµαϊκής «οικουµένης» και µε τα ιλιγγιώδη επιτεύγµατά του, αλλά στη µεταρωµαϊκή ύση, την βίαια εποικισµένη από τα πρωτόγονα βαρβαρικά φύλα. Επόµενο είναι ότι η ελληνική κατανόηση του Αριστοτέλη θα παραµένει πάντοτε ασύµβατη µε τη δυτική, χρηστική εργαλειακή ανάγνωσή του. Η αρχαία ελληνική δηµοκρατία θα είναι πάντοτε κάτι ριζικά διαφορετικό από την «αντιπροσωπευτική» δυτική, τη θεµελιωµένη στο «ατοµικό δικαίωµα» και όχι στο «κοινόν άθληµα». Ο ελληνικός τρόπος του βίου ήταν πάντοτε κοινωνιοκεντρικός, ο δυτικός θωρακισµένα ατοµοκεντρικός. Ελληνική είναι η προτεραιότητα της σχέσης, δυτική η σιγουριά της σύµβασης. Η αλήθεια για τον Έλληνα είναι εµπειρική βεβαιότητα, για τον δυτικό νοητική πεποίθηση. Αυτές είναι κάποιες θέσεις του Χρήστου Γιανναρά, τις οποίες προσυπογράφω, σχετικά µε τη σηµερινή πολιτική πραγµατικότητα στην Ελλάδα.