ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: Η απουσία του κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΑΜΠΡΟΣ Χ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΑΡΓΙΩΤΗΣ (Α.Ε.Μ. 600716) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015 1
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Περιεχόμενα 2 1 Εισαγωγή 3 I. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο 3 II. Το δικαίωμα εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου από τον συνήγορό του 6 III. Η άσκηση του δικαιώματος εκπροσωπήσεως 14 2 Η απουσία του κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο I. Η αναβολή της δευτεροβάθμιας δίκης 16 II. 1. Η δικονομική μεταχείριση της εφέσεως σε περίπτωση απουσίας του εκκαλούντος κατηγορουμένου από το δικαστήριο 26 2. Ανυποστήρικτη έφεση και επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων 30 3. Η έκδοση απόφασης παρά την απουσία του εκκαλούντος κατηγορουμένου 32 4. Ανυποστήρικτη έφεση και απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου 43 5. Η απουσία του κατηγορουμένου στην μετ αναίρεση δίκη 45 6. Η δικονομική μεταχείριση της εφέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου σε περίπτωση απουσίας του κατά την μετ αναβολή δικάσιμο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο 49 7. Απαράδεκτη και ανυποστήρικτη έφεση 58 III. Δυνατότητες ανατροπής της απόφασης που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη: 1. Αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας 66 2. Αίτηση ακυρώσεως απόφασης 76 3. Αίτηση αναιρέσεως 78 2
1 Εισαγωγή Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η παρουσίαση της διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο όταν απουσιάζει ο κατηγορούμενος από αυτό. Οι σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ προβλέπουν, βεβαίως, διαφορετικές έννομες συνέπειες αλλά και διαφορετική εξέλιξη της διαδικασίας όταν ο κατηγορούμενος παρίσταται στο ακροατήριο του δικαστηρίου, που δικάζει σε δεύτερο βαθμό, από αυτές που επέρχονται όταν εκείνος απουσιάζει. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων που ο κατηγορούμενος απουσιάζει από τη συζήτηση του ενδίκου μέσου που ο ίδιος άσκησε, είναι επόμενο αυτό να απορρίπτεται. Παρ όλα αυτά, κατ εξαίρεση στον ΚΠΔ προβλέπονται περιπτώσεις όπου παρά την απουσία εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση. Σημείο αναφοράς για τη διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν απουσιάζει ο εκκαλών κατά τη συζήτηση της έφεσης αποτελεί το άρθρο 501 ΚΠΔ. Συνοπτικά, η παραπάνω διάταξη ορίζει τις προϋποθέσεις της αναβολής της συζήτησης, τη δυνατότητα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο της επιλογής του, τη συνέπεια της μη εμφάνισής του στο ακροατήριο την ορισμένη, για τη συζήτηση της έφεσής του, δικάσιμο. Επίσης, αναφορά γίνεται και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος εμφανίζεται είτε αυτοπροσώπως είτε δια συνηγόρου κατά την έναρξη της συζήτησης αλλά στη μετ αναβολή δικάσιμο απουσιάζει. Το ζήτημα της δικονομικής μεταχείρισης της θέσης του κατηγορουμένου στην περίπτωση αυτή προκάλεσε έντονη διχογνωμία κυρίως στη νομολογία του Αρείου Πάγου με αποτέλεσμα τη λύση στο παραπάνω πρόβλημα να δώσει η Ολομέλεια του Ακυρωτικού δικαστηρίου. Ι. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο. Η παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως για την οποία παραπέμφθηκε σε αυτό αποτελεί, κατά κύριο λόγο, δικαίωμά του αλλά και νόμιμη υποχρέωσή του. Η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο δικαστήριο εξυπηρετεί δύο σκοπούς: αφενός τη διευκόλυνση του δικαστηρίου στην προσπάθεια της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας και αφετέρου συμβάλλει στην εμπέδωση και την επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης. Οι παραπάνω στόχοι 3
αποτελούν, παράλληλα, και αιτήματα του ίδιου του θεσμού της ποινικής δικής. Κατ ακρίβεια, η αναζήτηση και ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας αποτελεί λογική προϋπόθεση για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης, η οποία επέρχεται, κατά τεκμήριο, μέσω της έκδοσης μιας ορθής και δίκαιης απόφασης. Με την αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου στο δικαστήριο διασφαλίζεται το δικαίωμα της ακροάσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 20 του Συντάγματος. Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι το δικαίωμα της αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του κατηγορουμένου αποτελεί μια από τις πτυχές του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, το οποίο απορρέει από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ καθιερώνει ένα γενικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί δικαίως, από το οποίο, κατ ακολουθία, απορρέει μια σειρά επιμέρους δικαιωμάτων των οποίων η άσκηση προϋποθέτει, λογικά, την παρουσία του κατηγορουμένου στο δικαστήριο. Ακόμη στην παρ. 3 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπίσει τον εαυτό του είτε αυτοπροσώπως είτε αναθέτοντας την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του. Επιπροσθέτως, ρητή κατοχύρωση του παραπάνω δικαιώματος του κατηγορουμένου υφίσταται στο άρθρο 14 παρ. 3 δ ΔΣΑΠΔ το οποίο ορίζει ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα μπορεί να παρίσταται στη δίκη και να υπερασπισθεί τον εαυτό του αυτοπροσώπως. Επιπλέον η ζωντανή παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο συνέχεται με μια σειρά από δικαιώματα τόσο του ιδίου όσο και άλλων διαδίκων, κυρίως του πολιτικώς ενάγοντος, αλλά αποτελεί και προϋπόθεση για την πλήρη εφαρμογή αρχών που διέπουν την ποινική δίκη όπως αυτή ρυθμίζεται στον ΚΠΔ 1. Δεν πρέπει να θεωρείται συνεπώς συμπτωματική η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να προβλέψει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ως υποχρέωσή του. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι: Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση. Από την παραπάνω διάταξη, επομένως, προκύπτει ότι η παρουσία του κατηγορουμένου συνιστά και υποχρέωσή του προκειμένου να καταστεί ευχερής για το δικαστήριο η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Συνεπώς, με βάση τα όσα γίνονται δεκτά στα πλαίσια της γενικής θεωρίας του δικαίου, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο συνιστά λειτουργικό δικαίωμα. 1 Σχ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης σελ. 432. 4
Ανάλογη είναι και η λειτουργία της απολογίας του κατηγορουμένου, η οποία αποτελεί προσωποπαγές δικαίωμά του αλλά και αποδεικτικό μέσο που εκτιμάται από το δικαστήριο, όπως το άρθρο 177 ΚΠΔ ορίζει. Συμπληρωματικά προς την παραπάνω νόμιμη υποχρέωση προς εμφάνιση του κατηγορουμένου, παρέχεται, σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ, η δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει την προσωπική εμφάνισή του, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για την ανεύρεση της αλήθειας, και στη συνέχεια, αν δεν εμφανιστεί και πάλι ο κατηγορούμενος, μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, η οποία εκτελείται ακόμη και κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως του δικαστηρίου. Μοναδική προϋπόθεση για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο αποτελεί η σχετική βούλησή του ώστε η παρουσία του να είναι εκούσια. Αντίθετα, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να διατάξει την προσωρινή απομάκρυνση του κατηγορουμένου από το ακροατήριο. Έτσι, κατά το άρθρο 347 ΚΠΔ αν ο κατηγορούμενος δυσχεραίνει με την απρεπή συμπεριφορά του τη διεξαγωγή της δίκης, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή ή οριστική απομάκρυνσή του από τη διαδικασία. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 360 ΚΠΔ, αν το δικαστήριο πεισθεί ότι η παρουσία του κατηγορουμένου θα εμπόδιζε την ειλικρινή κατάθεση κάποιου μάρτυρα ή συγκατηγορουμένου, μπορεί με απόφασή του να διατάξει την προσωρινή απομάκρυνση του κατηγορουμένου από το ακροατήριο. Η διαδικασία, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις, διεξάγεται με την παρουσία του συνηγόρου του. Στον ΚΠΔ προβλέπονται επίσης διατάξεις κατά τις οποίες η δίκη μπορεί να διεξαχθεί χωρίς την φυσική παρουσία του κατηγορουμένου, είτε με δική του ευθύνη, όταν δηλαδή επιλέξει να αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της δίκης οπότε, κατά το άρθρο 344 ΚΠΔ, η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς αυτόν ή όταν αποφασίσει να εκπροσωπηθεί από τον συνήγορό του κατά το άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ είτε για λόγους ανεξάρτητους με την πραγματική του βούληση, όταν, δηλαδή, εξαιτίας σοβαρής ασθένειας που πρόκειται να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα και το γεγονός αυτό βεβαιώνεται από γιατρό, το δικαστήριο, κατ άρθρο 348 ΚΠΔ, συνεχίζει τη διεξαγωγή της δίκης, επιτρέποντας την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο 2. 2 Σχ. Μπουρμάς ΚΠΔ Μαργαρίτη ΙΙ σελ. 1479. 5
Από τα παραπάνω, συνεπώς, προκύπτει ο κανόνας ότι η ποινική δίκη, κατά τη βούληση του νομοθέτη, πρέπει να διεξάγεται με την αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου, που αποτελεί, άλλωστε, το κεντρικό πρόσωπο της ποινικής διαδικασίας σε όλα τα στάδια αυτής και κατ εξαίρεση με την απουσία του όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραπάνω διατάξεων. ΙΙ. Το δικαίωμα εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου από τον συνήγορό του. Το καθήκον της αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του κατηγορουμένου, που προβλέπεται από το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠΔ, περιορίστηκε σημαντικά μετά από ορισμένες, σχετικά πρόσφατες, νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες επιχειρηθήκαν προς το σκοπό της εναρμόνισης των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ προς την ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύει σήμερα, ο κατηγορούμενος μπορεί να επιλέξει την ανάθεση της εκπροσώπησής του στη δίκη από συνήγορο της επιλογής του, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία του ίδιου στο ακροατήριο. Ομοίως, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δίκης, δεν απαιτείται να είναι δικαιολογημένη η απουσία του κατηγορουμένου προκειμένου να του επιτραπεί αυτή η εκπροσώπηση. Έτσι, η σχέση κανόνα και εξαίρεσης, που συναγόταν από την συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 340 ΚΠΔ, φαίνεται πως ανατράπηκε με συνέπεια η υποχρέωση αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου και το δικαίωμα εκπροσώπησής του από τον συνήγορό του να αποτελούν ισοδύναμες εναλλακτικές δυνατότητες για τον ίδιο. Από διαχρονικής απόψεως η διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ υπέστη τις εξής τροποποιήσεις: Κατά την εισαγωγή του ΚΠΔ το δικαίωμα εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου από συνήγορο αναγνωριζόταν μόνο όταν η κατηγορία αφορούσε πταίσμα ή πλημμέλημα για το οποίο απειλούνταν ποινή φυλακίσεως μέχρι 3 μηνών. Στη συνέχεια, με το άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 1653/1986 το παραπάνω δικαίωμα επεκτάθηκε και στα πλημμελήματα των οποίων η απειλούμενη ποινή ήταν μέχρι 6 μηνών, ενώ με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2408/1996 η παραπάνω δυνατότητα αναγνωρίστηκε και για τα πλημμελήματα με ποινή μέχρι ενός έτους. Η πρώτη από τις πλέον ουσιώδεις τροποποιήσεις εισήχθη με το άρθρο 24 του ν. 3160/2003, με το οποίο επεκτάθηκε, αδιακρίτως, σε όλα τα πλημμελήματα η δυνατότητα εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου από συνήγορο. Ταυτόχρονα, με το άρθρο 48 του ίδιου νόμου παρόμοια τροποποίηση επήλθε και στο άρθρο 501 παρ. 1 6
εδ. α ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος μπορεί να εκπροσωπείται από τον συνήγορό του, με τους όρους του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ, και κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν η κατηγορία αφορά πλημμέλημα. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι και πριν την συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση, γινόταν δεκτή η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από πληρεξούσιο δικηγόρο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ 3. Επιπλέον, με την παρ. 2 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου καταργήθηκε η μέχρι τότε ισχύουσα παρ. 3 του άρθρου 501 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο για να επιτρέψει, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο έπρεπε να πειστεί ότι αυτός δεν μπόρεσε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως για λόγους ανωτέρας βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια 4. Έτσι, μετά την τροποποίηση του ν. 3160/2003 η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο στη δευτεροβάθμια δίκη δεν ήταν δυνατή μόνο επί κακουργημάτων. Με το άρθρο 13 του ν. 3346/2005 το δικαίωμα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου επεκτάθηκε και στα κακουργήματα, με το σκεπτικό ότι το άρθρο 6 παρ. 3 γ ΕΣΔΑ δεν διακρίνει σχετικά και, επομένως, ο περιορισμός του εν λόγω δικαιώματος μόνο στα πλημμελήματα ήταν αδικαιολόγητος. Αντίστοιχα, και στο πλαίσιο της κατ έφεση δίκης επιτρέπεται έκτοτε, πάντοτε, η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου ανεξάρτητα από τον πλημμεληματικό ή κακουργηματικό χαρακτήρα της κατηγορίας, καθώς το άρθρο 501 παρ. 1 ΚΠΔ παραπέμπει στο άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύει. Προάγγελο της παραπάνω νομοθετικής μεταβολής αποτέλεσαν ορισμένες δικαστικές αποφάσεις δικαστηρίων της ουσίας αλλά και του Αρείου Πάγου, ο οποίος κλήθηκε να αποφανθεί για τη συμβατότητα των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ προς την ΕΣΔΑ, που καθιέρωναν την υποχρέωση αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δέχθηκε ότι το, συστατικό της δίκαιης δίκης, δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το δικαίωμά του να έχει συνήγορο υπερασπίσεως, περιλαμβάνει και το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν δεν επιθυμεί να εμφανισθεί αυτοπροσώπως 5. Η καθιέρωση του δικαιώματος εκπροσωπήσεως του 3 Σχ. Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα τ. ΙΙΙ, σελ. 392. 4 Η παρ. 3 είχε προστεθεί στο άρθρο 501 ΚΠΔ με το άρθρο 19 του ΝΔ 2493/1953 και τροποποιήθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 24 παρ. 2 του ΝΔ 4090/1960. Σχ. Μαργαρίτης, ό.π. σελ. 388, 393. 5 Πρόκειται για την υπ αριθμ. 9/2002 ΟλΑΠ ΠοινΔικ 2002/1236, η οποία αναλυτικά δέχθηκε τα εξής: «με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε με το ΝΔ 52/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη και στην παρ. 3 περιπτ. γ του άρθρου αυτού προβλέπεται ειδικότερα ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του. Από τις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., όπως ερμηνεύτηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), προκύπτει καταρχήν ότι το συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το δικαίωμά του να έχει συνήγορο υπερασπίσεως, περιλαμβάνει και το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν δεν 7
κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της υποθέσεώς του στο ακροατήριο, ανεξάρτητα από τον πλημμεληματικό ή κακουργηματικό χαρακτήρα της κατηγορίας, επιδοκιμάστηκε από μεγάλο μέρος της θεωρίας του ποινικού δικονομικού δικαίου 6. Τα κυριότερα επιχειρήματα της άποψης αυτής είναι, ότι το δικαίωμα της ακροάσεως είναι υπέρτερο από εκείνο της αυτοπρόσωπης παρουσίας του στην ποινική δίκη με αποτέλεσμα η ερήμην του κατηγορουμένου διεξαγωγή της διαδικασίας ή η, άνευ συνδρομής άλλου λόγου, απόρριψη του ενδίκου μέσου που άσκησε να προσκρούει στο παραπάνω δικαίωμα που κατοχυρώνεται και συνταγματικά 7. Εκτός από τη συγκεκριμένη παραδοχή, που όπως προαναφέρθηκε, αποτέλεσε τον ουσιαστικό λόγο για την τροποποίηση των όρων και της έκτασης του δικαιώματος εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από τον συνήγορό του, προβάλλονται και κάποια επιμέρους πλεονεκτήματα της γενικευμένης, πλέον, δυνατότητας ασκήσεως του παραπάνω δικαιώματος. Υποστηρίζεται ότι το παραπάνω δικαίωμα είναι κοινωνικά ωφέλιμο διότι απαλλάσσει τους πολίτες από το άγχος της διεξαγωγής της ποινικής δίκης, η οποία είναι πιθανό να τους απορρυθμίζει από τις επαγγελματικές και κοινωνικές τους δραστηριότητες. Επιπλέον, προβάλλεται η εκτίμηση ότι θα συμβάλλει στη μείωση επιθυμεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως. Ο εθνικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται από τις εν λόγω διατάξεις να αποθαρρύνει, με μέτρα που αυτός επιλέγει, την αδικαιολόγητη απουσία του κατηγορουμένου, ενόψει της σημασίας που έχει για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στην ποινική διαδικασία, τα μέτρα αυτά όμως δεν μπορούν να καταλύουν το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπισθεί τον εαυτό του, εκπροσωπούμενος από συνήγορο υπερασπίσεως. Το δικαίωμα αυτό είναι υπέρτερο από την ανάγκη αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη και συνεπώς ο εθνικός νομοθέτης δεν δικαιούται να τιμωρεί τον κατηγορούμενο με την αποστέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του με συνήγορο και όταν ακόμη η απουσία του είναι ηθελημένη και αδικαιολόγητη. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου στη δίκη είναι δυνατό να εξασφαλισθεί με άλλα μέσα και όχι με την στέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 21.1.1999 στην υπόθεση Geyseghem κατά Βελγίου, της 13.2.2001 στην υπόθεση Krombach κατά Γαλλίας, και της 20-3-2001, στην υπόθεση Goedhart κατά Βελγίου καθώς και η από 28.3.2000 απόφαση του ΔΕΚ (Ολομ.) στην υπόθεση Krombach κατά Bamberski).». Στην ίδια πορεία είχε κινηθεί νωρίτερα η ΠεντΕφΑθ 1148/2002 (με σύμφωνη εισαγγελική αγόρευση Ζύγουρα) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 6 Ενδ. Αναγνωστόπουλος, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση και δικαστική ακρόαση του κατηγορουμένου, ΝοΒ 2002 σελ. 491 επ., ο ίδιος, Η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης, ΠοινΧρ 2004 σελ. 5 επ., Παπαδαμάκης, Η νομολογία του Αρείου Πάγου στο χώρο της Ποινικής Δικονομίας υπό το φως των προβλέψεων της ΕΣΔΑ, ΠοινΔικ 2004 σελ. 583, Τσιρίδης, Ζητήματα εφαρμογής του Ν.3160/2003 ΠοινΔικ 2003 σελ. 1121 επ., Ζαχαριάδης, Οι δικονομικές διατάξεις του νομοσχεδίου «για την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και άλλες διατάξεις» ΠοινΔικ 2005 σελ. 195 επ., Μπουρμάς ΚΠΔ Μαργαρίτη ΙΙ σελ. 1479 επ., Λάππας ΠΛογ 2002 σελ. 2687 επ. 7 Σχ. Αναγνωστόπουλος, ό.π. ΠοινΧρ 2004 σελ. 5. 8
των συνεχών αναβολών των δικών και θα αποσυμφορήσει τα ακροατήρια με απώτερη συνέπεια την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας 8. Από την άλλη πλευρά, ένα μέρος της ποινικής θεωρίας και πράξης τάχθηκε ευθέως κατά της παραπάνω νομοθετικής επιλογής αλλά και κατά της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που είχε προηγηθεί. Η κριτική που ασκήθηκε είχε ως σημείο αναφοράς τις σχετικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που εκδόθηκαν πριν την παραπάνω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Η αντίρρηση επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι από αυτές δεν προκύπτει σαφώς ότι ο Έλληνας νομοθέτης όφειλε να προβλέψει, υποχρεωτικά, ένα γενικό δικαίωμα εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου, ανεξάρτητα δηλαδή από τη φύση της υποθέσεως για την οποία δικάζεται. Επιπλέον, αντίθετη επιχειρηματολογία διατυπώθηκε και σε σχέση με τη συμφωνία της νέας ρύθμισης του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ με υφιστάμενες διατάξεις του δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου αλλά και με γενικότερες επιλογές του νομοθέτη. Κατ αρχάς διατυπώθηκε η αντίρρηση ότι το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. γ ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και της ανάθεσης της υπεράσπισής του σε συνήγορο της επιλογής του, δεν περιλαμβάνει και το δικαίωμά του να εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν δεν επιθυμεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως 9. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι σχετικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, τις οποίες επικαλέστηκε ο Άρειος Πάγος, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 501 παρ. 3 ΚΠΔ, όπως ίσχυε, ήταν αντίθετο στο άρθρο 6 παρ. 3 εδ. γ της ΕΣΔΑ, δεν αναφέρουν ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να αναθέτει την υπεράσπισή του σε πληρεξούσιο δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει, ανάλογα με την επιθυμία του να παρουσιαστεί ή όχι στο δικαστήριο 10. Αντίθετα, σημειώνεται σε ορισμένες από τις αποφάσεις αυτές ότι δεν πρέπει να θεωρείται, άνευ ετέρου, αντίθετη στην ΕΣΔΑ η επιλογή ενός συμβαλλόμενου κράτους να θεσπίζει μέτρα για 8 Σχ. Μπουρμάς, ό.π. σελ.1480. 9 Σχ. Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 189, ο οποίος θεωρεί ότι η παραπάνω 9/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έπρεπε πρωτίστως να διερευνήσει αν η απόρριψη ως ανυποστήρικτης της έφεσης του καταδικασθέντος που δεν εμφανίστηκε στο εφετείο, ήταν σύμφωνη με το άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. 10 Σχ. Κονταξής, Παρατηρήσεις στην ΟλΑΠ 9/2002 ΠοινΔικ 2002 σελ. 1238. Αντ. Σιάννου ΠειρΝ 2011 σελ. 238 επ., η οποία επισημαίνει ότι: Εμμέσως όμως η νομολογία του ΕΔΔΑ αυτό δέχεται, καθώς σε ορισμένες αποφάσεις δέχεται εκπροσώπηση απόντος κατηγορουμένου ακόμη και όταν η απουσία του είναι αδικαιολόγητη. 9
την αποτροπή της φυγοδικίας του κατηγορουμένου. Τα μέτρα αυτά δεν θα πρέπει πάντως να οδηγούν στην στέρηση του δικαιώματος υπεράσπισης, καθώς, εκτός των άλλων, με τον τρόπο αυτό προσβάλλεται το δικαίωμα της ακρόασης του κατηγορουμένου. Κρίσιμος παράγοντας, σύμφωνα με την ίδια συλλογιστική, που οδήγησε το ΕΔΔΑ στη λήψη των σχετικών αποφάσεων αποτελεί το εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλομένων κρατών που στο συγκεκριμένο χώρο διαφέρει ουσιωδώς από την ρύθμιση του ΚΠΔ. Επομένως, η μεταφορά των λύσεων που δόθηκαν από το ΕΔΔΑ στις συγκεκριμένες υποθέσεις δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιες και στην εθνική μας έννομη τάξη 11. Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι σε μερικές από τις υποθέσεις που το ΕΔΔΑ καταδίκασε κάποιο κράτος για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, επειδή το εθνικό δικαστήριο δεν επέτρεψε την εκπροσώπηση του απόντος κατηγορουμένου από συνήγορο, επρόκειτο για διαδικασία στην οποία θα κρίνονταν νομικά ζητήματα για τα οποία ούτως ή άλλως δεν είναι αναγκαία η παρουσία του κατηγορουμένου στο μέτρο που αντικείμενό της δεν είναι η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας 12. Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα της εκπροσωπήσεως, ως ειδική έκφανση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, δεν μπορεί να έχει απόλυτο χαρακτήρα καθώς κανένα δικαίωμα δεν προστατεύεται απόλυτα από την ΕΣΔΑ, γεγονός που τόνισε και το ΕΔΔΑ στις σχετικές αποφάσεις του. Πέραν των παραπάνω, αντιρρήσεις εκφράστηκαν από τμήμα της θεωρίας και για λόγους που ανάγονται στην εσωτερική έννομη τάξη και σχετίζονται τόσο με τη συστηματική ένταξη του δικαιώματος εκπροσώπησης, όπως αυτό διευρύνθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 3346/2005, στις ρυθμίσεις του ΚΠΔ αλλά και τη συμφωνία του με τη φύση της ποινικής δίκης, ως θεσμού που αποβλέπει στην επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης μέσω της αναζήτησης και εύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας. 11 Σχ. Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 190 σημ. 401, ο οποίος επισημαίνει τις ιδιορρυθμίες του Ολλανδικού δικαίου που προσδιόρισαν το περιεχόμενο των αποφάσεων Lala και Pelladoach κατά της Ολλανδίας. Επίσης Κονταξής, ό.π. ΠοινΔικ 2002 σελ. 1238. Στην άποψη των παραπάνω συγγραφέων παρατηρείται (από την Σιάννου, ό.π.) ότι παραγνωρίζει πως άλλες αποφάσεις, και ιδίως κατά της Γαλλίας (λ.χ. η υπόθεση Poitrimol κατά Γαλλίας), της οποίας το σύστημα κυρώσεων ήταν παρόμοιο με όσα προέβλεπαν τα άρθρα 432 επ. ΚΠΔ, αποτέλεσαν τη βάση για τη διαμόρφωση της νομολογίας του ΕΔΔΑ. 12 Στην υπόθεση Geyseghem κατά Βελγίου, ΠραξΛογΠΔ 2001/121 το Εφετείο απέρριψε αίτημα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου σε δίκη κατά την οποία θα προέβαλε ισχυρισμό περί παραγραφής της πράξης ενώ στην υπόθεση Krombach κατά Γαλλίας, ΠραξΛογΠΔ 2002/299 το δικαστήριο δεν επέτρεψε την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου με συνήγορο, ο οποίος θα προέβαλε ισχυρισμό για την ύπαρξη δεδικασμένου. 10
Ειδικότερα, μια από τις σημαντικότερες συνέπειες που επέρχονται με τη διεξαγωγή της δίκης απόντος του κατηγορουμένου εντοπίζονται στην αποδεικτική διαδικασία και στην αδυναμία της να οδηγήσει στην ανεύρεση της αλήθειας. Δεδομένου ότι η απολογία του κατηγορουμένου αποτελεί εκτός από δικαίωμά του και αποδεικτικό μέσο, γεγονός που προκύπτει από το άρθρο 178 περ. δ και 366 ΚΠΔ, η απουσία του από το ακροατήριο σημαίνει ότι το δικαστήριο στερείται ενός πολύ σημαντικού μέσου για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης. Επίσης, ο κατηγορούμενος που επιλέγει να μην εμφανιστεί στο ακροατήριο παραιτείται σιωπηρά από μια σειρά προσωποπαγών δικαιωμάτων του, με σημαντικότερο αυτό της απολογίας του, όπως προαναφέρθηκε, τα οποία δεν μπορεί να ασκήσει αντ αυτού ο συνήγορός του 13. Ούτε βεβαίως μπορεί ο συνήγορος που εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο να εξεταστεί κατ αντιπαράσταση προς άλλον μάρτυρα κατά το άρθρο 225 παρ. 1 ΚΠΔ 14. Με την καθιέρωση του δικαιώματος εκπροσωπήσεως σε κάθε δίκη, προβλήματα δημιουργούνται και σε σχέση με την άσκηση των δικαιωμάτων των υπολοίπων διαδίκων. Σύμφωνα με το άρθρο 99 ΚΠΔ, ο πολιτικώς ενάγων, και ο συνήγορός του, δικαιούται να απευθύνει ερωτήσεις και στη συνέχεια να υποβάλλει παρατηρήσεις. Ομοίως, και ο συγκατηγορούμενος δια του προέδρου μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο προκειμένου να διευκρινιστεί οποιοδήποτε ζήτημα. Οι εξηγήσεις του συνηγόρου που εκπροσωπεί τον απόντα κατηγορούμενο προφανώς δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις απαντήσεις του ίδιου του κατηγορουμένου, γεγονός που έχει ως συνέπεια η απουσία του τελευταίου να περιορίζει και τα δικαιώματα των υπολοίπων διαδίκων 15. Οι συνέπειες της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου επεκτείνονται και στην ορθή εφαρμογή διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου με κυριότερη αυτή του άρθρου 79 παρ. 3 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνει υπόψιν, εκτός από τη βαρύτητα του εγκλήματος, και την 13 Υπ αυτή την έννοια ορθά έχει κριθεί ότι οι εξηγήσεις που δίδει ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν επέχουν θέση απολογίας του κατηγορουμένου και η μη λήψη αυτής υπόψιν από το δικαστήριο δεν θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως (ενδ. ΑΠ 92/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 253/2013, ΑΠ 903/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 14 Σχ. Λίβος, Διαδικασία στο ακροατήριο και εκπροσώπηση του κατηγορουμένου κατ αυτήν ΠοινΧρ 2006 σελ. 1000 επ. ιδ. 1001, Δημητράτος, Η αρχή της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου και η δια πληρεξουσίου παράσταση στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα ΠοινΧρ 2003 σελ. 574 επ. 15 Λίβος, ό.π. σελ. 1001. 11
προσωπικότητα του εγκληματία. Η παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο συμβάλλει στην προσπάθεια διάγνωσης, από το δικαστήριο, της ενοχής του και στην ορθή επιμέτρηση της ποινής ακόμη και όταν επιλέγει να μην απολογηθεί, κάνοντας χρήση του δικαιώματος σιωπής, που του παρέχει ο νόμος. Αντίθετα, όταν η διαδικασία διεξάγεται χωρίς τη φυσική παρουσία του κατηγορουμένου, εκ των πραγμάτων, το δικαστήριο υποχρεούται να προβεί σε κρίσεις υποθετικές για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, γεγονός που βρίσκεται εκτός της φιλοσοφίας του ποινικού μας συστήματος 16. Εκτός των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, η καθιέρωση της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου, ιδίως στις πιο βαριές μορφές εγκλημάτων, έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη νομική φύση της ποινικής δίκης και τους σκοπούς που επιδιώκονται μέσω αυτής. Από την μία πλευρά η επικοινωνία μεταξύ των παραγόντων της δίκης συμβάλλει στην εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης, η οποία πρέπει να επιτυγχάνεται μέσα από τη διαδικασία στο ακροατήριο, ενώ και η αυτεπάγγελτη αναζήτηση της αλήθειας από το δικαστήριο πρέπει να πραγματοποιείται με συνεκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου. Σε διαφορετική περίπτωση, υφίσταται ο κίνδυνος η κοινωνική ειρήνευση να επιδιώκεται με βίαιο τρόπο εκτός του ακροατηρίου 17. Επίσης, η παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο λειτουργεί αποτρεπτικά για την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων από τον ίδιο, καθώς η ποινική δίκη έχει αφ εαυτής στιγματιστικό χαρακτήρα για τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος, που τελέστηκε ανεξάρτητα από την αθωωτική ή καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου 18. Από τις δύο αντίθετες απόψεις που διατυπώθηκαν σε θεωρητικό επίπεδο, ορθότερη πρέπει να θεωρηθεί η δεύτερη, που δέχεται ότι ήταν εσφαλμένη η γενική καθιέρωση του δικαιώματος εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συνδρομή ειδικών όρων οι οποίοι να δικαιολογούν αυτή την εκπροσώπηση και χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε διάκριση ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκλήματος που φέρεται προς εκδίκαση. 16 Λίβος, ό.π. σελ. 1003, Δημητράτος, ό.π. σελ. 575. 17 Λίβος, ό.π. σελ. 1003, 1004. 18 Κονταξής, ΚΠΔ σελ. 2167, Λίβος, ό.π. σελ. 1003, Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 190. 12
Ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή μη των αντιρρήσεων που προβλήθηκαν για το αληθές νόημα της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 εδ. γ της ΕΣΔΑ, σε σχέση με την υποχρέωση νομοθετικής καθιέρωσης του δικαιώματος εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου, και τη συνακόλουθη ερμηνεία αυτής από το ΕΔΔΑ σε συναφείς υποθέσεις, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο δικονομικός νομοθέτης θα μπορούσε να μεταρρυθμίσει τις σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ, έτσι ώστε και τις διεθνείς συμβάσεις να σέβεται και τη νομική φύση της ποινικής δίκης να μην παραβλέπει. Αντίθετα, η επιλογή του να επιτρέψει την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από το συνήγορό του σε κάθε δίκη, είχε ως αποτέλεσμα η διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ να εμφανίζεται αντίθετη σε μια σειρά άλλων διατάξεων του ίδιου νομοθετήματος, διαρρηγνύοντας έτσι τη συστηματική του ενότητα 19. Σύμφωνα με τα παραπάνω, από τη θεωρία υποστηρίχθηκε ότι θα μπορούσε λ.χ. να προβλεφθεί νομοθετικά ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του κατηγορουμένου αυτός θα δικάζεται χωρίς την παρουσία συνηγόρου, με την παράλληλη πρόβλεψη, όμως, της επανεκδικάσεως της υποθέσεώς του στον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας, μετά τη σύλληψη ή την εμφάνισή του, με τη φυσική παρουσία του αυτή τη φορά και με την συμπαράσταση του συνηγόρου του 20. Άλλη λύση που δεν θα ερχόταν σε αντίθεση με την ΕΣΔΑ θα ήταν η δυνατότητα του δικαστηρίου να αποφαίνεται για την αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο όταν δεν εμφανίζεται αυτοπροσώπως σ αυτό ο κατηγορούμενος και ταυτόχρονα να διατάζει την κατάπτωση της εγγυοδοσίας που του έχει επιβληθεί αλλά και τη σύλληψη και την προσωρινή του κράτηση 21. Συμπερασματικά, πρέπει να σημειωθεί ότι τουλάχιστον στις δίκες που αφορούν κακουργηματικές πράξεις, λόγω της βαρύτητάς τους αλλά και λόγω της μη ύπαρξης δυνατότητας μετατροπής της απειλούμενης από το νόμο ποινής πρέπει να τίθεται ως κανόνας η αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και μόνο κατ εξαίρεσιν να είναι επιτρεπτή η εκπροσώπησή του από συνήγορο. Η δυνατότητα αυτή είναι εφικτή και στο πλαίσιο του ισχύοντος δικαίου, μέσω της 19 Σχ. Δεληδήμος, Περιπτώσεις υποχρεωτικής εμφάνισης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο υπό τη ρύθμιση του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ, ΠοινΧρ 2013 σελ. 637 επ., Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 191. 20 Σχ. Σιάννου, ό.π., η οποία σημειώνει ότι μια τέτοια λύση δε θα ήταν αντίθετη στην ΕΣΔΑ και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ ενώ με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται το ενδεχόμενο παραγραφής της πράξης. 21 Συναφές ήταν το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 435 παρ. 1 γ ΚΠΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 36 του. Ν. 3160/2003. Σχ. με τα παραπάνω Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 190, 191. 13
ευχέρειας που παρέχει ο νόμος στο δικαστήριο να διατάσσει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια 22. ΙΙΙ. Η άσκηση του δικαιώματος εκπροσώπησης. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το άρθρο 501 παρ.1 ΚΠΔ παραπέμπει στο άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ, και επομένως δεν αμφισβητείται ότι η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου είναι δυνατή και στην κατ έφεση δίκη 23. Μετά τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές των Ν. 3160/2003 και 3346/2005 η εκπροσώπηση εκτείνεται σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα. Επίσης, μετά την κατάργηση της προϊσχύσασας παρ.3 του άρθρου 501 ΚΠΔ με το άρθρο 48 του Ν. 3160/2003 δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η ύπαρξη λόγου ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος προκειμένου να επιτραπεί η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από το συνήγορό του 24. Μοναδική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος εκπροσώπησης του κατηγορουμένου στη διαδικασία στο ακροατήριο είναι η ύπαρξη σχετικής έγγραφης δήλωσής του προς το συνήγορό του για να παραστεί στο δικαστήριο προς υπεράσπισή του. Η πληρεξουσιότητα, όπως προκύπτει από τα άρθρα 501 παρ.1, 340 παρ.2 και 42 παρ.2 ΚΠΔ πρέπει να είναι ειδική, αναφερόμενη σε συγκεκριμένη υπόθεση, χωρίς να είναι αρκετή η γενική εντολή εκπροσώπησης 25. Δεν απαιτείται, επομένως, να υπάρχει ξεχωριστή εντολή για κάθε δικάσιμο, αρκεί να αναφέρεται στη σχετική έγγραφη δήλωση ότι αυτή καλύπτει κάθε μετ αναβολή δικάσιμο. Επί ποινή απαραδέκτου πρέπει να σημειώνεται στο σώμα του εγγράφου η ακριβής διεύθυνση κατοικίας του εξουσιοδοτούντος, καθώς δεν είναι δυνατή η άσκηση του σχετικού 22 Σχ. Λίβος, ό.π. σελ. 1004 ο οποίος θεωρεί ότι στα σοβαρά εγκλήματα η εκπροσώπηση πρέπει να επιτρέπεται, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είτε συνιστά για τον ίδιο δυσανάλογο κακό είτε όταν δεν παρακωλύει την άσκηση των δικαιωμάτων των άλλων διαδίκων. 23 Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ο κατηγορούμενος μπορεί να εκπροσωπείται ακόμη και όταν δεν είναι εκκαλών, όπως συμβαίνει όταν την έφεση άσκησε ο εισαγγελέας. Σχ. Μαργαρίτης, ό.π. σελ. 397 και σημ. 54. 24 Σχ. Μαργαρίτης, ό.π. σελ. 396. 25 Η αναφορά πάντως στην έγγραφη δήλωση για την παροχή εντολής προς άσκηση ενδίκου μέσου δεν εκτείνεται και στην εκπροσώπηση κατά τη συζήτησή του. Σχ. ΑΠ 1541/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 14
δικαιώματος από πρόσωπα αγνώστου διαμονής. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος κρατείται, αρκεί να αναφέρεται ο τόπος κράτησής του χωρίς να είναι αναγκαία η αναγραφή της διεύθυνσης κατοικίας του. Ως προς την υπογραφή του εξουσιοδοτούντος, αρκεί να βεβαιώνεται η γνησιότητά της από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο, ο οποίος μπορεί να είναι και ο ίδιος ο συνήγορος υπεράσπισης που θα εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο στο δικαστήριο. Επειδή, πλέον, μοναδική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος εκπροσώπησης αποτελεί η ύπαρξη έγγραφης δήλωσης του κατηγορουμένου με τα παραπάνω στοιχεία, υποστηρίζεται ότι δεν είναι αναγκαία η έκδοση παρεμπίπτουσας αποφάσεως από το δικαστήριο με την οποία γίνεται δεκτή η εκπροσώπησή του από τον παριστάμενο συνήγορο υπεράσπισης 26. Όπως ορίζει το άρθρο 340 παρ.2 ΚΠΔ ο συνήγορος που εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο «ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι αυτόν». Έτσι, μπορεί να ασκεί κάθε δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος, εκτός από τα λεγόμενα προσωποπαγή δικαιώματα, τα οποία μόνο από τον ίδιο το φορέα τους μπορούν να ασκηθούν. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση προσωποπαγούς δικαιώματος είναι, όπως προαναφέρθηκε, η απολογία κατ άρθρο 366 ΚΠΔ, η οποία είναι προφορική και άμεση και, κατά συνέπεια, μόνο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο μπορεί να δοθεί ενώ οι τυχόν εξηγήσεις που δίνει ο συνήγορος στο δικαστήριο δεν εμπίπτουν στην έννοια της απολογίας καθώς, εκτός των άλλων, ο ίδιος δεν έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου 27. Σύμφωνα με τα παραπάνω, όταν παρίσταται ο συνήγορος του κατηγορουμένου ο τελευταίος «θεωρείται παρών», σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 2 εδ.γ ΚΠΔ. Πρακτική συνέπεια της παραπάνω θεωρήσεως είναι ότι επέρχονται όλες οι συνέπειες της κατ αντιμωλία δίκης. Έτσι, για την έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως δεν απαιτείται επίδοση της αποφάσεως 26 Σχ. Ανδρέου, Η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από το συνήγορό του, Μια λαθεμένη τακτική των ποινικών δικαστηρίων στην επί του ακροατηρίου διαδικασία, ΠοινΔικ 2012 σελ. 248 επ. Όμως παρά τη νομοθετική αλλαγή, η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου εξακολουθεί να έχει ως προϋπόθεση την ειδική εντολή του κατηγορουμένου προς τούτο, την οποία το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει. Συνεπώς, ανεξάρτητα από το αν είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εσφαλμένη τακτική, καθώς έχει νομοθετικό έρεισμα. Σε κάθε περίπτωση, με εξαίρεση την περίπτωση υποβολής αιτήματος αναβολής για λόγο που ανάγεται στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης, η έκδοση ή μη παρεμπίπτουσας δεν φαίνεται να έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες. 27 Σχ. Μαργαρίτης, ό.π. σελ. 400. Από τη νομολογία ενδ. ΑΠ 92/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 253/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1877/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 15
στον κατηγορούμενο 28. Επιπλέον, κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε, δεν επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου περιλαμβάνει όχι μόνο οτιδήποτε αφορά την ουσία της υποθέσεως αλλά και την υποστήριξη του παραδεκτού (λ.χ. εμπροθέσμου) της ασκηθείσας εφέσεως 29. Τέλος, από πλευράς αναιρετικού ελέγχου της σχετικής κρίσεως του δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί ότι όταν το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου από το συνήγορό του παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος προσκόμισε ειδική εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 2 εδ. β ΚΠΔ, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, καθώς με τον τρόπο αυτό παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ, που αφορούν την εμφάνιση και εκπροσώπηση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στη συνέχεια αν το δικαστήριο απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Η ΚΠΔ) 30. 2 Η απουσία του κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο Ι. Η αναβολή της δευτεροβάθμιας δίκης. Σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1 ΚΠΔ: «Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανιστεί για λόγους ανωτέρας βίας κλπ.». Λόγοι που σχετίζονται με τους διαδίκους ή που εμφανίζονται πριν ή κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας στο ακροατήριο καθιστούν, πολύ συχνά, αναγκαία τη μετάθεση της συζητήσεως της υποθέσεως σε μελλοντικό χρονικό σημείο. Από την έννοια της αναβολής της δίκης 28 Η προθεσμία αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, από την επομένη της καταχώρησης της τελεσίδικης απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Σχ. Μαργαρίτης, Ένδικα μέσα τ. Ι, σελ. 116. Από τη νομολογία ενδ. ΑΠ 77/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 29 Αντ. ΠλημΑθ ΠοινΧρ 1998/296. 30 Μαργαρίτης, Ένδικα μέσα τ. ΙΙΙ, σελ. 400. Σχ. η ΑΠ 436/2010 ΠοινΧρ 2011/133 με την οποία αναιρέθηκε απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία απέρριψε αίτημα εκπροσώπησης της κατηγορουμένης για το λόγο ότι η εξουσιοδότηση προς το συνήγορό της δεν υπογράφηκε από την ίδια ενώπιον του έτσι ώστε αυτός να μπορεί να βεβαιώσει τη γνησιότητα της υπογραφής αλλά απεστάλη προς αυτόν μέσω τηλεομοιοτυπίας (FAX). Ο ΑΠ δέχθηκε ότι δεν είναι απαραίτητο να γίνει παρόντος του κατηγορουμένου η βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του. 16
πρέπει να διακρίνεται εκείνη της διακοπής της δίκης, οπότε και η δίκη συνεχίζεται στο πλαίσιο της ίδιας δικασίμου αλλά σε άλλη ημέρα και ώρα στο διαδικαστικό σημείο που είχε διακοπεί και πάντοτε με την ίδια σύνθεση δικαστηρίου 31. Από την αναβολή λόγω ανωτέρας βίας του άρθρου 349 ΚΠΔ, διάταξη στην οποία παραπέμπει το άρθρο 501 ΚΠΔ πρέπει να διακρίνεται και η αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις του άρθρου 352 παρ.3 ΚΠΔ, η οποία ζητείται και διατάσσεται μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας προκειμένου να καλυφθούν υφιστάμενα κενά στο αποδεικτικό υλικό (λ.χ. για να προσέλθει και να καταθέσει ουσιώδης μάρτυρας ή για να προσκομιστεί ουσιώδες έγγραφο). Συνεπώς, η αναβολή για ισχυρότερες αποδείξεις χορηγείται σε πιο προωθημένο στάδιο της ποινικής δίκης σε αντίθεση με την αναβολή λόγω ανωτέρας βίας κλπ., που κατά κανόνα χορηγείται πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας 32. Η αναβολή της ποινικής δίκης, συχνά, σε πρακτικό επίπεδο στοχεύει στη διασφάλιση των προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και στην πληρέστερη αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας μέσω της διασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του δικαστηρίου 33. Πέρα από την εγγυητική, για τον κατηγορούμενο, λειτουργία του θεσμού της αναβολής της ποινικής δίκης, σε εμπειρικό επίπεδο, η αντίρροπη τάση για ταχεία περάτωση της ποινικής διαδικασίας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη σχετική κρίση του δικαστηρίου, όταν τούτο καλείται να αποφανθεί σχετικά με το υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής. Συνεπώς, ουσιαστικά το δικαστήριο όταν κρίνει για τη χορήγηση ή μη της αναβολής ουσιαστικά προβαίνει σε στάθμιση μεταξύ δύο σκοπών: της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας από τη μία και της ταχείας περάτωσης της ποινικής δίκης, η οποία βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Λόγω του γεγονότος ότι οι δύο πιο πάνω θεμελιώδεις σκοποί της ποινικής δίκης, δεν τελούν σε σχέση αντίφασης μεταξύ τους το δικαστήριο μπορεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να επιλέγει τη λύση που θα αποτελεί συμβιβασμό μεταξύ τους, χωρίς να είναι, εκ των προτέρων, δεδομένη η πρόκριση της μιας αρχής έναντι της άλλης. 31 Σχ. Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 418 Κάβουρας, ΚΠΔ Μαργαρίτη ΙΙ σελ. 1534. 32 Δεν αποκλείεται, βέβαια, σημαντικά αίτια τα οποία να δικαιολογούν την αναβολή της δίκης, να προκύψουν και μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που τοποθετείται στην εξέταση του πρώτου αποδεικτικού μέσου. Σχ. Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 420. 33 Σχ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δίκαιο και Άρειος Πάγος σελ. 118, Πεπόνης, Η αναβολή της ποινικής δίκης ως ουσιώδης παράμετρος του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, ΠοινΧρ 2012 σελ. 132 επ. 17
Από την πλευρά του ο νομοθέτης θεωρώντας ότι οι αναβολές αποτελούν έναν από τους κυριότερους παράγοντες καθυστέρησης της ποινικής δίκης επιχείρησε, τα τελευταία ιδίως χρόνια, επανειλημμένες παρεμβάσεις στο άρθρο 349 ΚΠΔ 34. Με αυτές σκόπευε, κυρίως, στον αριθμητικό περιορισμό των χορηγούμενων αναβολών αλλά και στη χρησιμοποίηση της δυνατότητας διακοπής της δίκης αντί της αναβολής 35. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη επικρίθηκε, ορθά, από την πλειοψηφία της θεωρίας για το λόγο ότι το πρόβλημα της καθυστέρησης της ποινικής δίκης οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και ως εκ τούτου απαιτεί ευρύτερες και πιο μεθοδικές παρεμβάσεις για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Επιπλέον, το πρόβλημα της καθυστέρησης μιας δίκης δεν οφείλεται στη χορήγηση της αναβολής καθ εαυτής αλλά στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως, γεγονός που έχει ως αιτία του την υπερφόρτωση πολλών υποθέσεων που εκκρεμούν προς εκδίκαση 36. Δεν πρέπει να παραβλεφθεί, επίσης, το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των αναβολών οφείλεται σε λόγους άσχετους με το πρόσωπο του κατηγορουμένου 37. Επομένως, η στόχευση του περιορισμού των αναβολών του άρθρου 349 παρ.1 ΚΠΔ, ακόμη κι αν επιτευχθεί, δεν αναμένεται να επιφέρει δραστική λύση στο πρόβλημα της καθυστερήσεως της απονομής δικαιοσύνης, γεγονός που αποδεικνύεται από την μέχρι στιγμής πρακτική εφαρμογή της διατάξεως. Επομένως, το πρόβλημα της ταχύτητας της διεξαγωγής της δίκης δεν ήταν ορθό να 34 Το άρθρο 349 ΚΠΔ τροποποιήθηκε 11 φορές, όπως προκύπτει από τα δεδομένα της Τράπεζας Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Οι νόμοι αυτοί που επέφεραν αλλαγές στην παραπάνω διάταξη είναι οι: Ν. 1653/1986, 1941/1991, 2172/1993, 2331/1995, 3090/2002, 3160/2003, 3189/2003, 3346/2005, 3904/2010, 4055/2012, 4139/2013. 35 Με το άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 3160/2003 προβλέφθηκε ο αριθμητικός περιορισμός των αναβολών για λόγους ανωτέρας βίας σε τρεις. Με το άρθρο 16 του Ν. 3346/2005 τροποποιήθηκε η σχετική διάταξη και ορίστηκε ότι μπορεί να χορηγείται και άλλη αναβολή σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ήταν αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης. Με το άρθρο 20 παρ.1 του Ν. 3904/2010 τροποποιήθηκε εκ νέου το άρθρο 349 ΚΠΔ και ορίζεται μέχρι και σήμερα ότι αναβολή μπορεί να χορηγηθεί μόνο μία φορά μετά από αίτημα του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως. Επίσης μία φορά μπορεί να αναβληθεί η δίκη κατόπιν αιτήματος κάποιου από τους διαδίκους για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανωτέρας βίας. 36 Σχ. Συμεωνίδης, Η αναβολή της ποινικής δίκης σύμφωνα με το άρθρο 349 ΚΠΔ Κανονιστικά όρια και ερμηνευτική προσέγγιση, ΠοινΔικ 2004 σελ. 67 επ., ιδ. 68. 37 Σχ. Πεπόνης, ό.π. σελ. 133, ο οποίος σημειώνει το γεγονός ότι στο Εφετείο οι μισές υποθέσεις κάθε δικασίμου αναβάλλονται μετά τη δεύτερη ημέρα κάθε συνεδριάσεως, λόγω της αποχωρήσεως των δικηγόρων μετά τη δεύτερη διακοπή, πειθαρχώντας έτσι σε σχετική απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, ενώ παράγοντα καθυστερήσεως αποτελεί και η διακοπή των συνεδριάσεων στις 15.00 λόγω λήξεως του ωραρίου του γραμματέα της έδρας. 18
αντιμετωπιστεί με την μονόπλευρη μετάθεση του βάρους στον κατηγορούμενο και με τη συνακόλουθη περιστολή των δικαιωμάτων του 38. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να θεωρείται εσφαλμένος ο, εκ των προτέρων, καθορισμός από το νομοθέτη του αριθμού των επιτρεπόμενων αναβολών για λόγους ανωτέρας βίας. Εκτός της μη ανταποκρινόμενης στα πράγματα δυσπιστίας του νομοθέτη τόσο προς τον κατηγορούμενο όσο και προς τους δικαστές που καλούνται να αποφανθούν για την αποδοχή ή απόρριψη αιτημάτων αναβολής, πρέπει να σημειωθεί ότι η σχετική επιλογή θέτει ζητήματα αντιθέσεώς της προς διατάξεις ανώτερης τυπικής ισχύος, και κυρίως προς το άρθρο 20 Συντ. και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Καθώς η έννοια της ανωτέρας βίας ή οι σοβαροί λόγοι υγείας, κατά την έννοια του νόμου είναι γεγονότα απρόβλεπτα και επομένως μη μετρήσιμα, ενώ, από λογικής απόψεως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η εμφάνισή τους περισσότερες φορές από όσες προβλέπει ο νόμος. Η, άνευ ετέρου, απόρριψη του αιτήματος αναβολής θα έρχεται σε προφανή αντίθεση με τις προαναφερθείσες διατάξεις καθώς η αρχή «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα» θα παραβιάζεται σε βάρος του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο οφείλει να χορηγήσει αναβολή, αν διαπιστώσει τη συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας ακόμη και αν η υπόθεση έχει αναβληθεί ήδη δύο φορές, μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, θεωρώντας ανεφάρμοστη τη σχετική διάταξη του άρθρου 349 παρ.4 εδ.β ΚΠΔ ως αντισυνταγματική 39. Ασφαλώς, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι πολλά αιτήματα αναβολής υποβάλλονται παρελκυστικά από τον κατηγορούμενο για ποικίλους λόγους 40. Η ενδεδειγμένη λύση, όμως, στο παραπάνω πρόβλημα θα ήταν να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η κρίση για τη συνδρομή ή μη λόγου που να 38 Σχ. Μαργαρίτης, ό.π. σελ. 119 επ., Συμεωνίδης, ό.π. σελ. 68. 39 Υπέρ της παρακάμψεωςς της διατάξεως λόγω αντιθέσεώς της σε κανόνες ανώτερης τυπικής ισχύος οι: Συμεωνίδης, ό.π. σελ. 72 επ., Πεπόνης, ό.π. σελ. 135. 40 Οι λόγοι αυτοί μπορεί λ.χ. να είναι: η χρονική μετάθεση των συνεπειών της πρωτόδικης απόφασης, όταν έχει χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση ή όταν ο κατηγορούμενος παραμένει ελεύθερος μετά από άσκηση αίτησης αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, στην αποφυγή της συγκεκριμένης σύνθεσης του δικαστηρίου, γεγονός που οδήγησε το νομοθέτη του Ν. 4055/2012 με το άρθρο 33 παρ.5 αυτού να ορίσει ότι η αναβολή γίνεται σε δικάσιμο στην οποία προεδρεύει ο ίδιος πρόεδρος που προήδρευε του δικαστηρίου που χορήγησε την αναβολή. Η παραπάνω ρύθμιση επειδή παρουσίασε προβλήματα στην πρακτική της εφαρμογή καταργήθηκε με το άρθρο 93 παρ.4 του Ν.4139/2013. Άλλοι λόγοι για την υποβολή παρελκυστικών αιτημάτων αναβολής είναι: προφανώς η συμπλήρωση ή προσέγγιση του χρόνου παραγραφής του εγκλήματος, στην εξασθένιση των αποδείξεων, στη διαπραγμάτευση με τον παθόντα, στην πάροδο χρόνου προς θεμελίωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ κλπ. Σχ. με τα παραπάνω Συμεωνίδης, ό.π. σελ. 68 σημ. 5. 19
δικαιολογεί την αναβολή της υποθέσεως, αφού ληφθούν υπόψιν όλες οι παράμετροι και οι συγκεκριμένες συνθήκες. Η αναβολή μπορεί να διαταχθεί, αυτεπαγγέλτως ή μετά από πρόταση του εισαγγελέα, για λόγους που σχετίζονται με τις ανάγκες της διαδικασίας. Επίσης, από το δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του κατηγορουμένου πηγάζει και το δικαίωμα αιτήσεως αναβολής προκειμένου να εμφανιστεί και να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του. Το κώλυμα κατά την παρ.1 του άρθρου 349 ΚΠΔ πρέπει να οφείλεται σε σοβαρούς λόγους υγείας ή σε ανωτέρα βία ενώ σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 349 ΚΠΔ, οι λόγοι υγείας για τους οποίους ζητείται η αναβολή πρέπει να αποδεικνύονται από δημόσιο έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, χωρίς να είναι αναγκαίο ο κατηγορούμενος να νοσηλεύεται την ημέρα του δικαστηρίου 41. Το δικαστήριο, πάντως, μπορεί να λάβει υπόψιν και οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση. Ως λόγος ανωτέρας βίας θεωρείται κάθε απρόβλεπτο γεγονός που δεν μπορεί να προβλεφθεί και να προληφθεί ούτε με μέσα άκρας σύνεσης και επιμέλειας. Χαρακτηριστική περίπτωση λόγου ανωτέρας βίας αποτελεί η απουσία του κατηγορουμένου στο εξωτερικό 42, ενώ υποχρεωτικό λόγο αναβολής αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 εδ. γ του Ν. 4139/2013, η συμμετοχή του κατηγορουμένου σε θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης. Όπως προαναφέρθηκε, ο νομοθέτης καθιέρωσε πρόσφατα τον αριθμητικό περιορισμό των αναβολών που χορηγούνται από το δικαστήριο. Έτσι, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 349 ΚΠΔ το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μια φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανωτέρας βίας και επίσης μόνο μια φορά μετά από αίτημα κάποιου από τους διαδίκους, ενώ σύμφωνα με την παρ.4 του ίδιου άρθρου δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους ως άνω λόγους και με τους ίδιους όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται. Βεβαίως, η παραπάνω απαγόρευση δεν συνοδεύεται από κάποια δικονομική κύρωση, με συνέπεια η υπέρβαση του αριθμού των δύο αναβολών να μην προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας 43. Από την παρ.3 του άρθρου 349 ΚΠΔ 41 Σχ. Κάβουρας, ό.π. σελ. 1537. 42 ΑΠ 92/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 43 Σχ. Συμεωνίδης, ο.π. σελ. 74, ο οποίος επισημαίνει ότι η άσκηση αναιρέσεως (από τον Εισαγγελέα) θα καθυστερούσε ακόμα περισσότερο την ολοκλήρωση της διαδικασίας, αντίθετα προς το σκοπό του νόμου. Προς την κατεύθυνση του ελέγχου εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ, με το άρθρο 32 παρ.2 του Ν. 3904/2010 προστέθηκε νέο εδάφιο στο άρθρο 84 παρ.7 του Ν. 1756/1988, το οποίο ορίζει ότι: Οι επιθεωρητές, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ελέγχουν υποχρεωτικά 20
συνάγεται ο επικουρικός χαρακτήρας της αναβολής έναντι της διακοπής της δίκης. Σύμφωνα με την ορθότερη ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων ο αριθμητικός περιορισμός των αναβολών ισχύει για κάθε διάδικο χωριστά. Κατά συνέπεια, το όριο των δύο αναβολών αφορά μόνο αιτήματα αναβολής που υποβλήθηκαν από τον ίδιο διάδικο. Στην παραπάνω αρίθμηση δεν υπάγεται, επίσης, ενδεχόμενη αναβολή που διατάχθηκε για κρείσσονες αποδείξεις. Εκτός αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψιν αναβολές που είχαν ως λόγο το πέρας του ωραρίου του γραμματέα της έδρας καθώς και την αποχή των δικηγόρων, όπως προκύπτει από την παρ. 7 του άρθρου 349 ΚΠΔ ή οι αναβολές που δόθηκαν λόγω μη μεταγωγής του κρατουμένου 44. Επομένως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως οι αναβολές μπορούν να υπερβούν τις δύο, χωρίς να τίθεται ζήτημα αντιθέσεως στη διάταξη της παρ.4 του άρθρου 349 ΚΠΔ. Ασφαλώς, είναι ορατό το ενδεχόμενο υποβολής παρελκυστικών αιτημάτων αναβολής από συγκατηγορούμενους, όμως το δικαστήριο θα μπορεί να διαγνώσει τη βασιμότητα ή μη των επικαλούμενων λόγων, ενώ η δυνατότητα της διακοπής της δίκης μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι η ενδεδειγμένη λύση. Δεδομένου ότι στο νόμο δεν ορίζεται ειδικός τρόπος υποβολής του αιτήματος αναβολής, αυτό μπορεί να τεθεί υπόψιν του δικαστηρίου με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο (λ.χ. με επιστολή, τηλεομοιοτυπία κλπ.). Ο πλέον συνηθισμένος τρόπος υποβολής του αιτήματος είναι μέσω απεσταλμένου από τον διάδικο προσώπου («άγγελος»), ο οποίος εξετάζεται ενόρκως και προσκομίζει έγγραφα που αποδεικνύουν το κώλυμα εμφανίσεως του κατηγορουμένου 45. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, η οποία ανακοινώνεται από το δικαστήριο στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και ενδεχομένως πραγματογνώμονες, ενώ κατά τη ρητή επιταγή του νόμου τις αποφάσεις περί αναβολών, που χορήγησαν τα δικαστήρια στα οποία μετείχαν οι επιθεωρούμενοι δικαστικοί λειτουργοί και κρίνουν περαιτέρω αν συντρέχει εξ αυτού του λόγου περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου τους.. Κριτική στην παραπάνω νομοθετική παρέμβαση από τον Πεπόνη, ό.π. ΠοινΧρ 2012 σελ. 134. 44 Σχ. Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 420 σημ. 498, Πεπόνης, Ο αριθμός αναβολών της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατ άρθρον 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ΠοινΧρ 2008 σελ. 572 επ., ο οποίος αναφέρει ότι: η τρίτη (δεύτερη μετά το Ν. 3904/2010) αναβολή είναι πράγματι τρίτη και αντιμετωπίζεται ως εξαιρετικής φύσεως τοιαύτη, μόνο εφόσον τη ζητάει ο ίδιος διάδικος που είχε ζητήσει και τις προηγούμενες δύο αναβολές, ποτέ όμως δεν είναι τρίτη για τον διάδικο που δεν είχε ασκήσει προηγουμένως, ο ίδιος άλλες δύο φορές το ίδιο δικαίωμα.. Επιφυλακτικός ως προς την παραπάνω ερμηνεία του άρθρου 349 ΚΠΔ ο Κάβουρας, ό.π. σελ. 1541. 45 Σχ. Ανδρουλάκης, ό.π. σελ. 419, ο οποίος αναφέρει ότι ο «άγγελος» καθίσταται οιονεί διάδικος στην περί αναβολής δίκη. 21