ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙV. Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Σχετικά έγγραφα
Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής. Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Αριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21 ο / ΑΠΟΦΑΣΗ 836/2012

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ (ΑΡΘΡΟ 88ΚΠΟλΔ) Η νομική φύση και η λειτουργία του στην ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η ιδιότητα του διαδίκου σε αντιδιαστολή με την ιδιότητα του τρίτου

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 36/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

Α. Υποχρέωση προσκόμισης εγγυητικής επιστολής

Πίνακας περιεχομένων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Ατελώς (Άρθρο 30 του ν. 40: ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ÚÌÂÓÔappleÔ ÏÔ. ΕΤΟΣ 68o ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014

1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περιεχόμενα. Πίνακας: Διεκδίκηση κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων ενώπιον του ΙΚΑ Διαφορές που αφορούν την υπαγωγή στην ασφάλιση...

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Το εκκλητό των δικαστικών αποφάσεων

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου.

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 5024/2015 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Κατά το άρθρο 517 ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων, οι οποίοι ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 1/2014. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς

Transcript:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2. ΕΦΕΣΗ 3. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ 4. ΑΝΑΙΡΕΣΗ 5. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Β. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΕΦΕΣΗ 2. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ 3. ΑΝΑΙΡΕΣΗ 4. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2. ΕΦΕΣΗ 3. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ 4. ΑΝΑΙΡΕΣΗ 5. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Β. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΕΦΕΣΗ 2. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ 3. ΑΝΑΙΡΕΣΗ 4. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ ΙV. Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2. ΕΦΕΣΗ 3. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ 4. ΑΝΑΙΡΕΣΗ 1

5. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Β. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΕΦΕΣΗ 2. ΑΝΑΙΡΕΣΗ 3. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ V. Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2. ΕΦΕΣΗ 3. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ 4. ΑΝΑΙΡΕΣΗ 5. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Β. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2. ΕΦΕΣΗ 3. ΑΝΑΙΡΕΣΗ 4. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ VI. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΑΝΑΓΚΑΙΩΝ ΟΜΟΔΙΚΩΝ 3. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΑΛΗΘΟΥΣ ΚΥΡΙΟΥ Η ΝΟΜΕΑ 4. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 491 ΚΠολΔ 5. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ Β. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΑΝΑΓΚΑΙΩΝ ΟΜΟΔΙΚΩΝ 2. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΑΛΗΘΟΥΣ ΚΥΡΙΟΥ Η ΝΟΜΕΑ 3. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 491 ΚΠολΔ 4. Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ VIΙ. Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Β. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 2

VIII. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ IΧ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 3

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η νομιμοποίηση για την άσκηση ενδίκων μέσων στις υποκειμενικά σύνθετες δίκες αποτελεί ένα νομικό ζήτημα μείζονος σημασίας τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο, ενώ για την οριοθέτηση των ενεργητικά και παθητικά νομιμοποιούμενων προσώπων κρίσιμη είναι η υπαγωγή τους στην έννοια των κύριων διαδίκων (αρχικών ή επιγενόμενων) και η διαφοροποίησή τους από τα πρόσωπα που εμπίπτουν στα διευρυμένα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου. Ο παραπάνω διαχωρισμός είναι σημαντικός, καθώς μόνον οι αρχικοί ή επιγενόμενοι διάδικοι έχουν αυτοτελές δικαίωμα ασκήσεως τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων, ενώ όσοι υπάγονται στα διευρυμένα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και παραμένουν τρίτοι νομιμοποιούνται κατά κανόνα σε άσκηση τριτανακοπής. Πιο αναλυτικά υποκειμενικά σύνθετες δίκες είναι οι ακόλουθες: α) η ομοδικία, απλή και αναγκαία, όπου οι ομόδικοι ως κύριοι διάδικοι, νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά στην άσκηση ενδίκων μέσων, β) η κύρια παρέμβαση, η άσκηση της οποίας διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της αρχικής δίκης και καθιστά τον τρίτο-παρεμβαίνοντα κύριο-επιγενόμενο διάδικο σε σχέση προς τη δίκη επί της κυρίας παρεμβάσεώς του, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται αυτός ενεργητικά και παθητικά στην άσκηση ενδίκων μέσων, γ) η πρόσθετη παρέμβαση (απλή και αυτοτελής), η οποία δεν καθιστά τους τρίτους-παρεμβαίνοντες κύριους- επιγενόμενους διαδίκους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν αυτοί να ασκήσουν ένδικα μέσα αυτοτελώς, αλλά μόνον προς το συμφέρον του υπέρ ου, με μοναδική διαφοροποίηση ότι ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων τυγχάνει μεγαλύτερης διαδικαστικής ανεξαρτησίας έναντι του υπέρ ου, δ) η προσεπίκληση αναγκαίων ομοδίκων και η προσεπίκληση αληθούς κυρίου ή νομέα που διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης και καθιστά -με μόνη την παραδεκτή άσκησή της- τα προσεπικαλούμενα πρόσωπα κύριους-επιγενόμενους διαδίκους, που νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά στην άσκηση ενδίκων μέσων, ε) η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή, με την οποία ο δικονομικός εγγυητής, εφόσον παρέμβει, καθίσταται ως προς τη συγκεκριμένη ιδιότητά του κύριος-επιγενόμενος διάδικος στην κύρια δίκη και, άρα, νομιμοποιείται στο πλαίσιο της δίκης των ενδίκων μέσων, και στ) η ανακοίνωση της δίκης, η οποία, έχοντας αμυντικό χαρακτήρα, δεν διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης και, άρα, ο προς ον η ανακοίνωση-τρίτος, εφόσον παρέμβει, μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα αποκλειστικά προς το συμφέρον του υπέρ ου και όχι αυτοτελώς. 4

Στις επόμενες ενότητες επιχειρείται μια διεξοδική παράθεση των ειδικότερων προβλημάτων που αναφύονται στο πλαίσιο της δίκης των ενδίκων μέσων αναφορικά με τις υποκειμενικά σύνθετες δίκες και έχουν απασχολήσει κατά καιρούς επιστήμη και νομολογία. ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση ενδίκων μέσων στα πλαίσια της απλής ομοδικίας είναι στενά συνυφασμένη με τη χωριστή δικονομική θέση των ομοδίκων μεταξύ τους και έναντι του κοινού αντιδίκου τους, και ειδικότερα α) με την ύπαρξη περισσότερων ανεξάρτητων και αυτοτελών δικών αντίστοιχων με τις υποκειμενικά σωρευμένες αγωγές-ενωμένων σε κοινή διαδικασία (75 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ) για λόγους καταρχήν οικονομίας της δίκης και περιορισμού των δικαστικών εξόδων και κατ αποτέλεσμα για λόγους αποφυγής σοβαρών δικαιοδοτικών αποκλίσεων σε ίδιες ή συγγενείς υποθέσεις, και β) με την αρχή της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των απλών ομοδίκων σύμφωνα με την οποία οι πράξεις ή οι παραλείψεις ενός ομοδίκου, ούτε ωφελούν, ούτε βλάπτουν τους λοιπούς (75 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ). 1 Συνακόλουθα, λόγω της ανεξάρτητης δικονομικής θέσης των απλών ομοδίκων 2 και της δυνατότητας διαδικαστικής απλά συνένωσης των περισσότερων δικών χωρίς επίδραση και στις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων, τα ένδικα μέσα μπορούν να ασκούνται από τους ομοδίκους αυτοτελώς ή και από κοινού. 1 Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση ΙΙα (1985), αριθ. 216 σ. 38-39 και αριθ. 217 σ. 39-40 - Μητσόπουλος, Η ομοδικία κατά το παρ ημίν δίκαιον, Δ 1979, σ. 167-170 Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Γενικό μέρος (1986), σ. 260-262 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι (2003), σ. 347-349 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000) 75 αριθ. 1-2 Αρβανιτάκης, Οι διάδικοι στην πολιτική και διοικητική δίκη (2005), σ. 57. 2 Βλ. Α.Π. 111/1999, ΕλλΔνη 1999, σ. 804-805: «επί απλής ομοδικίας η δικονομική θέση καθενός ομοδίκου είναι ανεξάρτητη έναντι των λοιπών και οι πράξεις και παραλείψεις του δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους. Γι αυτό η αγωγή ή η έφεση μπορεί να γίνει δεκτή ως προς τον ένα και να απορριφθεί ως προς τον άλλο ομόδικο.». 5

2. ΕΦΕΣΗ Σύμφωνα με το γενικό κανόνα του άρθρου 516 ΚΠολΔ ο εν όλω ή εν μέρει ηττηθείς στην πρωτόδικη δίκη διάδικος νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει έφεση. Ενόψει της αρχής της αυτοτέλειας που χαρακτηρίζει τη διεξαγωγή της δίκης κάθε απλού ομοδίκου, ο ομόδικος ασκεί έφεση είτε μόνος είτε από κοινού με άλλους 3. Η δυνατότητα άσκησης κοινής έφεσης από περισσότερους προϋποθέτει καταρχήν την πλήρωση των προϋποθέσεων του παραδεκτού της έφεσης 4 μεμονωμένα για κάθε απλό ομόδικο, ενώ είναι άνευ σημασίας το αν η πρωτόδικη απόφαση κατά της οποίας βάλλει η έφεση περιέχει καταδίκη καθενός ομοδίκου για διαφορετικούς λόγους 5. Αντίστοιχα, ο αντίδικος των απλών ομοδίκων, ο οποίος νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει έφεση, δεν υποχρεούται να απευθύνει την έφεσή του κατά όλων των απλών ομοδίκων στην πρωτόδικη δίκη, αλλά μπορεί να εφεσιβάλει μόνο εκείνους ως προς τους οποίους έχει συμφέρον να εξαφανίσει ή να μεταρρυθμίσει την πρωτόδικη απόφαση. Η απόφαση θεωρείται ότι δεν έχει προσβληθεί ως προς τους λοιπούς 6 και μπορεί να καταστεί τελεσίδικη ως προς αυτούς μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης των τακτικών ενδίκων μέσων. 7 Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που η πρωτόδικη απόφαση αποφαίνεται οριστικά για έναν ή περισσότερους από τους απλούς ομοδίκους και μη οριστικά ως προς τους υπολοίπους, οπότε και η δίκη περατώνεται οριστικά ως προς ορισμένους μόνο διαδίκους; Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ ΚΠολΔ «Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη». Η διάταξη αυτή στοχεύει κατά κύριο λόγο στην αποφυγή κατάτμησης της διαφοράς μεταξύ των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και είναι συγγενής με τη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ που αποτρέπει την κατάτμηση της διαφοράς μεταξύ των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων. Ο κίνδυνος κατάτμησης δεν ελλοχεύει, όμως, στην περίπτωση της απλής ομοδικίας, στην οποία ενώνονται σε κοινή διαδικασία περισσότερες έννομες σχέσεις δίκης, 3 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 516 αριθ. 2. 4 Για τις επιμέρους προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων μέσων βλ. αναλυτικά Κεραμέα, Ένδικα μέσα (2004), σ. 23-45. 5 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην (Ανατύπωση 1998), σ. 209-212. 6 Σαμουήλ, Η έφεση (2003), αρ. 46 σ. 29. 7 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 213. 6

αυτόν. 9 Συμπερασματικά, κάθε απλός ομόδικος είναι διάδικος της δικής του δίκης και τους. 10 Διάσπαση της υποκειμενικής ενέργειας του δεδικασμένου συνιστά η διάταξη χωρίς ωστόσο να επηρεάζεται ή να καταργείται η ανεξάρτητη δικονομική θέση κάθε ομοδίκου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η απόφαση, που γίνεται οριστική ως προς έναν ομόδικο, να μπορεί κατά το μέρος αυτό να προσβληθεί με έφεση και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση για τους λοιπούς ομοδίκους. 8 Θα ήταν, άλλωστε, παράλογο, ενώ ο απλός ομόδικος -λόγω της πολλαπλότητας των υποκειμένων των εννόμων σχέσεων της δίκης- δεν εμποδίζεται από το άρθρο 514 ΚΠολΔ να προβεί σε άσκηση χωριστής έφεσης μετά την έκδοση τελειωτικής απόφασης, να στερείται ωστόσο τη δικονομική αυτή δυνατότητα όταν η απόφαση καταστεί οριστική ως προς επιχειρεί ανεξάρτητα από τους υπολοίπους διαδικαστικές πράξεις που επηρεάζουν μόνο τη δική του επίδικη έννομη σχέση, με αποτέλεσμα η δικαστική απόφαση να μπορεί να προσλαμβάνει διαφορετικό περιεχόμενο και να καθίσταται τελεσίδικη ως προς κάθε μεμονωμένο απλό ομόδικο σε διαφορετικό χρόνο. Μάλιστα, το δεδικασμένο της αποφάσεως που εκδίδεται αφορά αποκλειστικά τη δίκη του κάθε ομοδίκου με τον αντίδικό του και δεν επεκτείνεται στις σχέσεις των ομοδίκων μεταξύ του άρθρου 537 ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία «Αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση, εφόσον δεν αποδέχτηκαν την πρωτόδικη απόφαση». Η διάταξη είναι εξαιρετική και τυγχάνει εφαρμογής μόνο στην απλή ομοδικία και ειδικότερα μόνο στην έφεση. Πιο αναλυτικά, στην περίπτωση αυτοτελούς άσκησης έφεσης από έναν ομόδικο 8 Σαμουήλ, Η έφεση, σ. 95-96 - Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, σ. 348-349 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), 75 αριθ. 1 - Μακρίδου, Έφεση κατά οριστικών και τελειωτικών αποφάσεων επί σωρεύσεως και συνεκδικάσεως αγωγών (άρθρ. 513 παρ. 1 ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 2006, σ. 981-984 Α.Π. 7/2003, ΕλλΔνη 2003, σ. 482 - ΕφΘεσ 2582/2001, Αρμ. 2003, σ. 208-210 αντίθετα Μητσόπουλος, Δ 1979, σ. 170 : η διεξαγωγή περισσότερων δικών σε κοινή διαδικασία σημαίνει μεταξύ άλλων και ότι απόφαση οριστική ως προς ένα ομόδικο δεν υπόκειται σε έφεση πριν την έκδοση οριστικής απόφασης και ως προς τους λοιπούς ομόδικους. 9 Μακρίδου, ΕλλΔνη 2006, σ. 983. 10 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 181-183 η ίδια, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, αρ. 216 σ. 38 Πίψου, Η επέκταση του δεδικασμένου από τις αποφάσεις του εφετείου κατά το άρθρο 537 ΚΠολΔ, Αρμ. 1988, σ. 178-179. 7

επεκτείνονται τα όρια του ευνοϊκού μόνο δεδικασμένου και στους ομοδίκους του εκκαλούντος, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις 11 : α) Να υπήρχε δεσμός ομοδικίας αρχικής ή επιγενόμενης- κατά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. 12 β) Να ηττήθηκαν πρωτοδίκως οι περισσότεροι ομόδικοι με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους, δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους. 13 Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κρίσιμο είναι να εξακριβώνεται για ποιο λόγο ηττήθηκαν πρωτοδίκως όλοι οι ομόδικοι, ποιο σφάλμα αποδίδεται από τον εκκαλούντα στην απόφαση και για ποιο λόγο γίνεται δεκτή η έφεση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λ.χ. αν περισσότεροι κληρονόμοι καταδικάστηκαν πρωτοδίκως στην πληρωμή χρέους του κληρονομούμενου υποχρέου και ένας ασκήσει έφεση, τότε η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου θα ισχύει έναντι όλων, αν το δικαστήριο δεχτεί ότι το χρέος του θανόντος είναι ανύπαρκτο ή παραγράφηκε, ενώ αντίθετα η απόφαση θα ισχύει μόνο έναντι του εκκαλούντος, αν το δικαστήριο δεχτεί ότι ο τελευταίος δεν ήταν κληρονόμος του θανόντος. 14 γ) Να ασκήθηκε παραδεκτή έφεση από έναν ή περισσότερους ομόδικους, όχι όμως από όλους, και στη συνέχεια να εκδόθηκε απόφαση που την έκανε δεκτή. Αν η έφεση έγινε μερικά δεκτά, τότε οι ομόδικοι δεν δεσμεύονται από το δυσμενές δεδικασμένο, αλλά δικαιούνται να ασκήσουν έφεση για το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που εξακολουθεί να τους βλάπτει. 15 11 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 186-190 Πίψου, Αρμ. 1988, σ. 181-190 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 537 αριθ. 2 Μπρακατσούλας, Έφεση και αναψηλάφηση, Θεωρία-Νομολογία-Πράξη (1991), σ. 285-287 Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα (1998), αρ. 2748, 2749, 2750 σ. 911 και αρ. 2751 και 2752 σ. 912 Σαμουήλ, Η έφεση, αρ. 1150-1152 σ. 436-441. 12 Κατά την ορθότερη άποψη το 537 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στην περίπτωση που έλαβε χώρα καθολική διαδοχή μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης ή πριν μεν από αυτήν, αλλά σε χρόνο που δεν συνεπάγεται βίαιη διακοπή της δίκης. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 189-190. 13 Η έννοια του νόμου έγκειται στο ότι επεκτείνεται η ευεργετική ενέργεια της εφετειακής απόφασης στο μέτρο που οι περισσότεροι ομόδικοι καταδικάσθηκαν για τους ίδιους λόγους, χωρίς να ενδιαφέρει αν στην απόφαση υφίστανται και άλλα κεφάλαια για κάποιους από αυτούς. Σημασία έχει δηλαδή να προσβάλλονται με την έφεση εκείνα τα κεφάλαια της αποφάσεως, που περιέχουν το ίδιο αιτιολογικό και διατακτικό για τους περισσότερους ομόδικους. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 186. 14 Σαμουήλ, Η έφεση, σ. 438-439. 15 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 187-188. 8

δ) Να μην προσέβαλαν οι ομόδικοι του εκκαλούντος αυτοτελώς με έφεση την πρωτόδικη απόφαση ή η έφεσή τους να απορρίφθηκε ως απαράδεκτη 16 ή αόριστη -όχι όμως ως ουσία αβάσιμη- ή να παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της εφέσεως, οπότε και η εκκλητή δίκη καταργήθηκε. Αν, κατά το χρόνο που εκδίδεται η απόφαση που κάνει δεκτή την έφεση του εκκαλούντος, εκκρεμεί έφεση των ομοδίκων του που δεν έχει ακόμη συζητηθεί, τότε η τελευταία καθίσταται άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, καθώς επεκτείνεται το ευνοϊκό δεδικασμένο υπέρ των ομοδίκων του εκκαλούντος. 17 ε) Να μην αποδέχθηκαν 18 οι μη εκκαλέσαντες ομόδικοι την πρωτόδικη απόφαση. Η αρνητική αυτή προϋπόθεση θα πρέπει να συντρέχει μέχρι την έκδοση της απόφασης του εφετείου. Η αποδοχή μπορεί να είναι είτε ρητή, με δήλωση βουλήσεως, είτε σιωπηρή, με πράξη βουλήσεως και καθιστά την απόφαση τελεσίδικη, αλλά και αμετάκλητη. 19 Στην απλή ομοδικία κάθε ομόδικος αποδέχεται αυτοτελώς την πρωτόδικη απόφαση, ενώ η αποδοχή έχει υποκειμενική ενέργεια 20, χωρίς να 16 Βλ. Εφ.Αθ. 3174/1993, ΕλλΔνη 1995, σ. 216-217 το ιστορικό της οποίας έχει ως εξής: Ο ενάγων, θύμα τροχαίου ατυχήματος, στρέφεται με την αγωγή του κατά της Πολωνικής ασφαλιστικής εταιρίας WARTA SA και του ανακόπτοντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία «Γραφείο Διεθνούς Ασφαλίσεως» και ζητάει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας τους αποζημίωση ύψους 952.325 δρχ., συνεπεία αυτοκινητικού ατυχήματος που προκάλεσε ένας ασφαλισμένος στην πιο πάνω ασφαλιστική εταιρία πολωνός οδηγός. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε μερικά δεκτή την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση ύψους 902.325 δρχ. σε βάρος και των δύο εναγομένων εις ολόκληρο. Οι τελευταίοι άσκησαν από κοινού έφεση, ζητώντας την εξαφάνιση και απόρριψη της αγωγής. Το Εφετείο απέρριψε την έφεση ως προς το ανακόπτον ως απαράδεκτη, μια και ήταν εκπρόθεσμη, ενώ τη δέχθηκε μερικά ως ουσία βάσιμη ως προς την απλή ομόδικό του ασφαλιστική εταιρία, επιδικάζοντας στον καθού μόνο 271.000 δρχ., με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το δικαστήριο, στα πλαίσια του οποίου τέθηκε θέμα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔ, δέχτηκε ότι, εφόσον η έφεση του ανακόπτοντος απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, χωρεί επέκταση του ευνοϊκού δεδικασμένου και ως προς αυτό. 17 Έχει υποστηριχθεί, όμως, και η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία εάν οι ομόδικοι του εκκαλούντος άσκησαν έφεση που εκκρεμεί, για να εφαρμοστεί το 537 ΚΠολΔ θα πρέπει κατά το χρόνο έκδοσης της ευνοϊκής απόφασης επί της εφέσεως του εκκαλούντος να έχει ήδη απορριφθεί για τυπικούς λόγους η εκκρεμής έφεση των ομοδίκων. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 188-189. 18 Γενικά για την αποδοχή της απόφασης βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, αρ. 457 επ. σ. 200 επ.. 19 Η διαφορά μεταξύ αποδοχής της πρωτόδικης απόφασης και παραίτησης από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως, που μπορούν αμφότερες να επιχειρηθούν σιωπηρά, έγκειται ακριβώς στο ότι στην περίπτωση της αποδοχής η οριστική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη, ενώ στην περίπτωση της παραίτησης από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως η οριστική απόφαση καθίσταται απλώς τελεσίδικη. Βλ. Μακρίδου, Η σιωπηρή αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ (2004), σ. 36-40. 20 Εφ.Θεσ. 1830/2003, Αρμ. 2004, σ 1021-1023 με παρατηρήσεις Μακρίδου - Εφ.Αθ. 9663/2001, ΕλλΔνη 2002, σ. 1714-1715. 9

εμποδίζει τους μη αποδεχθέντες ομοδίκους να ασκήσουν έφεση ή να ευνοηθούν από τη ρύθμιση του άρθρου 537 ΚΠολΔ. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης εφέσεως δεν ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή, καθώς δεν συνάγεται η βούληση του ομοδίκου να απολέσει το δικονομικό δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως, αλλά η τελεσιδικία της αποφάσεως επέρχεται δυνάμει διατάξεως του νόμου. Η αποδοχή συνάγεται μόνο από θετικές ενέργειες. Η απλή παραμέληση, όμως, της νόμιμης προθεσμίας δεν συνιστά θετική πράξη και, άρα, εφόσον δεν ισοδυναμεί με αποδοχή, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 537 ΚΠολΔ. 21 Ωστόσο, στην περίπτωση επέκτασης του αποτελέσματος της κατ έφεση δίκης υπέρ των ομοδίκων του εκκαλούντος παρά την παραμέληση από την πλευρά τους της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση έφεσης, ανακύπτει ένα ζήτημα μείζονος σημασίας. Ειδικότερα, το δυσμενές δεδικασμένο της πρωτόδικης απόφασης, που τελεσιδίκησε για τους ομοδίκους λόγω απώλειας της προθεσμίας για άσκηση εφέσεως, συγκρούεται με το ευνοϊκό δεδικασμένο της απόφασης του εφετείου που επεκτείνεται βάσει της διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔ στους ομοδίκους του εκκαλούντος. Δεδομένου ότι στον μη εκκαλέσαντα απλό ομόδικο δεν απονέμεται η ιδιότητα του διαδίκου και εκκαλούντος, αλλά απλά επεκτείνεται και σ αυτόν το ευνοϊκό αποτέλεσμα της απόφασης του εφετείου -και όχι το αποτέλεσμα της εφέσεως- δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ενεργεί και υπέρ αυτού το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας και της ασκήσεως της εφέσεως. Ορθότερο είναι να δεχτούμε 22, ότι η πρωτόδικη απόφαση καταρχήν τελεσιδικεί ως προς τους μη εκκαλέσαντες ομοδίκους, αλλά στη συνέχεια βάσει του 537 ΚΠολΔ το δεδικασμένο της απόφασης του εφετείου υπερτερεί και ανατρέπει την αντίθετη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Συμπεραίνει, λοιπόν, κανείς, ότι αν η τελεσιδικία επέλθει με άλλο τρόπο εκτός από την αποδοχή της αποφάσεως, είναι δυνατόν να ανατραπεί εκ των υστέρων το δεδικασμένο, αν συντρέξουν οι όροι του 537 ΚΠολΔ, παρότι δεν έχει ασκηθεί έφεση από τον ενδιαφερόμενο διάδικο. 23 Επομένως, ο ομόδικος που δεν συμμετείχε στην 21 Μακρίδου, Η σιωπηρή αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ, σ. 40-42, 201-202 - Α.Π. 1906/2005, ΕλλΔνη 2006, σ. 492 - Εφ.Αθ. 10143/1995, ΝοΒ 1996, σ. 1001 επ. (1002, 1004). 22 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 188 Κουσούλος, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΝοΒ 1972, σ. 179-180 - Πίψου, Αρμ. 1988, σ. 184-185. 23 Κονδύλης, Το δεδικασμένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (1983), σ. 104. 10

εκκλητή δίκη και δεν αποδέχθηκε την πρωτόδικη απόφαση θα μπορεί να επικαλεστεί το επεκτατικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, αν ο αντίδικος επιχειρήσει να εκτελέσει την απόφαση, ο ομόδικος -που ωφελείται από το ευνοϊκό δεδικασμένο- δικαιούται να προβάλει αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης ή να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή, με την οποία να επιδιώκεται η αναγνώριση της μη ισχύος της τελεσίδικης αποφάσεως λόγω εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο, που δικάζει την αναγνωριστική αγωγή ή τις αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης, θα πρέπει να κηρύξει ανενεργό την πρωτόδικη απόφαση του ομοδίκου ή να ακυρώσει τις πράξεις της εκτέλεσης που επισπεύθηκαν εναντίον του. 24 Όπως, επισημαίνεται μάλιστα χαρακτηριστικά στην Εφ.Αθ. 10143/1995 25 «ανεξάρτητα του ότι είναι κρατούσα η άποψη ότι στην περίπτωση συγκρούσεως δεδικασμένων 26, όταν δεν χωρεί πλέον αναψηλάφηση ή αναίρεση, κατισχύει το δεδικασμένο από τη νεότερη απόφαση ( ), κατά το άρθρο 537 ΚΠολΔ το δεδικασμένο της αποφάσεως του Εφετείου κατισχύει του δεδικασμένου της πρωτόδικης αποφάσεως και λόγω της νομοθετικής επιταγής». στ) Έντονη αμφισβήτηση ανέκυψε γύρω από το ζήτημα αν πέρα από τις παραπάνω προϋποθέσεις που θεσπίζονται ρητά για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔ θα πρέπει να συντρέχει και μία ακόμη προϋπόθεση που δεν προκύπτει, όμως, ευθέως από το νόμο. Ειδικότερα, κατά μία άποψη 27, που διατυπώθηκε για πρώτη 24 Χαρακτηριστική περίπτωση εκ των υστέρων ανατροπής του δεδικασμένου με εφαρμογή στην πράξη της διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔ είναι η ακόλουθη: ο εναγόμενος ασφαλιστής ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επιτυγχάνει περιορισμό της αποζημίωσης που οφείλει στον παθόντα στο μισό. Ο απλός ομόδικος ασφαλισμένος δεν ασκεί έφεση και η πρωτόδικη απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση ύψους 8.000 ευρώ καθίσταται τελεσίδικη ως προς αυτόν λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας της εφέσεως. Ο παθών εισπράττει το ποσό που επιδικάζει η απόφαση του εφετείου από τον ασφαλιστή και επιδιώκει να εισπράξει τη διαφορά, δηλαδή τα υπόλοιπα 4.000 ευρώ από τον ασφαλισμένο που δεν άσκησε έφεση, επισπεύδοντας σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Τελικά, όμως, δε θα μπορέσει να επιτύχει την είσπραξη της διαφοράς, καθώς επεκτείνεται το ευνοϊκό δεδικασμένο της εκκλητής δίκης και στον μη εκκαλέσαντα απλό ομόδικο, εφόσον συντρέξουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 537 ΚΠολΔ. Το δυσμενές δεδικασμένο της πρωτόδικης απόφασης που συνίσταται σε οφειλή αυξημένου ποσού αποζημίωσης ανατρέπεται και ο απλός ομόδικος μπορεί να ασκήσει ανακοπή ή αντιρρήσεις κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης. Βλ. Κρητικό, Δ 1995, παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 1160/1992, σ. 380-381 Παρόμοιο είναι και το ιστορικό της Εφ.Αθ. 10143/1995, ΝοΒ 1996, 1001 επ.. 25 Εφ.Αθ. 10143/1995, ΝοΒ 1996, 1001 επ. (1003). 26 Για τη σύγκρουση δεδικασμένων βλ. μεταξύ άλλων Νίκα, Σύγκρουση δεδικασμένων, Δ 1992, 585 επ.. 27 Υπέρ της άποψης αυτής στη θεωρία βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μαργαρίτη), 537 αριθ. 2, 3 - Υπέρ της άποψης αυτής στη νομολογία βλ. Α.Π. 213/1980, ΝοΒ 1980, σ. 1485-1487 - Εφ.Αθ. 1160/1992, Δ 1995, σ. 375 επ.. 11

φορά με την Α.Π. 213/1980 28, απαιτείται επιπρόσθετα να συμμετείχε ενεργά ο μη εκκαλέσας απλός ομόδικος στην κατ έφεση δίκη με άλλο τρόπο, λ.χ. με την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, καθώς και να διέλαβε η απόφαση του εφετείου διάταξη που να επεκτείνει την ισχύ της και υπέρ αυτού. Ορθότερη και περισσότερο σύμφωνη με το γράμμα, αλλά και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔ είναι, ωστόσο, η άποψη που δεν επιτάσσει καμία περαιτέρω προϋπόθεση. Συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης 29, εκκινώντας καταρχήν από τη θέση ότι το δεδικασμένο είναι έννομη συνέπεια της αποφάσεως που προσδίδεται από το νόμο, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 537 ΚΠολΔ εισάγει εξαίρεση στην υποκειμενική ενέργεια του δεδικασμένου και κατ επέκταση και της εκτελεστότητας χωρίς κατά τα λοιπά να αλλοιώνεται η αυτοτελής δικονομική θέση των ομοδίκων, καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι το επεκτατικό αποτέλεσμα υπέρ των ομοδίκων του εκκαλούντος απορρέει από το νόμο και επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς ανάγκη ρητής μνείας στο διατακτικό της απόφασης. Εφόσον, λοιπόν, πληρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 537 ΚΠολΔ, οι ομόδικοι, που δεν συμμετείχαν ενεργά στη δίκη και ως προς τους οποίους η πρωτόδικη απόφαση έχει κηρυχθεί ανενεργός, μπορούν να επικαλεσθούν επέκταση του ευνοϊκού δεδικασμένου, είτε παρεμπιπτόντως σε άλλη δίκη, είτε κατά την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης ύστερα από ανακοπή. Η προτεινόμενη λύση της υποχρεωτικής άσκησης πρόσθετης παρέμβασης στην εκκλητή δίκη των μη εκκαλέσαντων ομοδίκων με αίτημα την επέκταση του 28 Α.Π. 213/1980, ΝοΒ 1980, σ. 1485-1487: «, δέον όμως ο μη εκκαλέσας μετάσχη ενεργώς καθ οιονδήποτε άλλον τρόπον της εκκλήτου δίκης και επιζητήση την του άρθρου τούτου εφαρμογήν, δι ο και τοιαύτη τις επεκτατική της ισχύος της αποφάσεώς του διάταξις του εφετείου, τεθείσα άνευ σχετικής του εις ον αύτη αφορά αιτήσεως και δη εν μη συμμετοχή τούτου εις την έκκλητον δίκην, θεμελιοί λόγον αναιρέσεως εκ των του αριθμού 9 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως συνιστώσα εν τοις πράγμασιν επιδίκασιν μη αιτηθέντος.» 29 Υπέρ της άποψης αυτής στη θεωρία βλ. Πίψου, Αρμ. 1988, σ. 185-190 Πατεράκη, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ έφεση δίκη, ΝοΒ 1989, σ. 552 - Μπρακατσούλα, Έφεση και αναψηλάφηση, σ. 286-287 - Κρητικό, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, αρ. 2752 σ. 912 Σαμουήλ, Η έφεση, αρ. 1152 σ. 440-441. Υπέρ της άποψης αυτής στη νομολογία βλ. Α.Π. 1906/2005, ΕλλΔνη 2006, σ. 492-493 Εφ.Πειρ. 1009/2002, Αρμ. 2004, σ. 1314-1315 με παρατηρήσεις Αρβανιτάκη Εφ.Αθ. 10143/1995, ΝοΒ 1996, σ. 1001 επ. Εφ.Ναυπλ. 383/1995, Δ 1996, σ. 409 επ. με παρατηρήσεις Μπαλογιάννη - Εφ.Αθ. 3174/1993, ΕλλΔνη 1995, σ. 216-217. 12

ευνοϊκού αποτελέσματος της εκκλητής δίκης είναι ανεπαρκής και δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αναγκαία προϋπόθεση για τους ακόλουθους λόγους 30 : α) η πρόσθετη παρέμβαση δεν συνιστά καθεαυτή λόγο επεκτάσεως του δεδικασμένου και στον προσθέτως παρεμβαίνοντα, αλλά το δεδικασμένο ισχύει μόνο στις σχέσεις του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου και του αντιδίκου του, β) ο προσθέτως παρεμβαίνων, ο οποίος δεν καθίσταται με μόνη την άσκηση της παρεμβάσεως του κύριος διάδικος, δικαιούται απλά να υποστηρίξει τα αιτήματα του εκκαλούντος και δεν μπορεί να υποβάλει αιτήματα που αφορούν ίδιες έννομες σχέσεις, γ) σε κάθε περίπτωση το ευνοϊκό δεδικασμένο επεκτείνεται στους ομοδίκους εκ του νόμου υπό την ιδιότητά τους ως απλών ομοδίκων που ηττήθηκαν πρωτοδίκως με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους με τον εκκαλούντα, και συνακόλουθα κατά μία άποψη 31, όχι μόνο δεν υποχρεούνται οι μη εκκαλούντες ομόδικοι να παρέμβουν στην εκκλητή δίκη, αλλά δεν έχουν καν έννομο συμφέρον να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση με αίτημα την επέκταση που επέρχεται αυτοδικαίως. Φυσικά, η προτεινόμενη λύση της συμμετοχής στην κατ έφεση δίκη με την άσκηση κύριας παρέμβασης -που συνιστά αντιποίηση του αντικειμένου της δίκηςδιαφαίνεται πλέον ακατάλληλη και άστοχη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, από την αρχή ότι κάθε απλός ομόδικος είναι διάδικος μόνο της δικής του δίκης συνάγεται, ότι οι ομόδικοι του εκκαλούντος που δεν άσκησαν αυτοτελή έφεση μπορούν να παρέμβουν προσθέτως στην κατ έφεση δίκη για υποστήριξη της εφέσεως, εφόσον καταδικάστηκαν για τον ίδιο λόγο με τον εκκαλούντα ομόδικο. 32 Ειδικότερα, πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση με αίτημα την αναγνώριση της ισχύος της εφετειακής απόφασης και σ αυτούς. Μάλιστα, ο προσθέτως παρεμβαίνων στη δίκη του ομοδίκου του, έχοντας όλες τις εξουσίες που προσδίδει ο νόμος στον παρεμβαίνοντα, μπορεί να ασκεί και ένδικα μέσα. Από την αρχή της ύπαρξης περισσότερων ανεξάρτητων δικών προκύπτει, 30 Πίψου, Αρμ. 1988, σ. 189-190. 31 Πίψου, Αρμ. 1988, σ. 189. 32 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 165-166 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 516 αρ. 2 - Σαμουήλ, Η έφεση, αρ. 304 σ. 131, αρ. 1034 σ. 395 Εφ.Πειρ. 1009/2002, Αρμ. 2004, σ. 1314-1315 Εφ.Αθ. 6075/1991, Δ 1992, σ. 240-241. 13

τέλος, ότι ο απλός ομόδικος μπορεί εφόσον έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει προσθέτως και υπέρ του αντιδίκου του ομοδίκου του. 33 3. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ ο ερήμην δικασθείς νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, εφόσον δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται ενεργητικά να ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας αναφέρονται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 502 ΚΠολΔ 34. Στα πλαίσια της ανεξάρτητης δικονομικής θέσης των απλών ομοδίκων, η ερημοδικία του ενός διαδίκου καθιστά ερήμην τη δική του αποκλειστικά δίκη, ενώ κάθε ομόδικος μπορεί να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας είτε αυτοτελώς είτε από κοινού με άλλους. 35 Μάλιστα η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας και ο χρόνος έναρξής της προσδιορίζονται χωριστά για κάθε ομόδικο ανάλογα με τον τόπο διαμονής καθενός. 36 Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι ακόμη και στην περίπτωση που όλοι οι ερημοδικασθέντες άσκησαν από κοινού ανακοπή με το ίδιο δικόγραφο, που περιέχει τους ίδιους λόγους για όλους τους ανακόπτοντες, καθένας από αυτούς οφείλει να προκαταβάλει χωριστό παράβολο ανακοπής, καθώς το παράβολο έχει χαρακτήρα προσωπικής ποινής. 37 Αν καταβληθεί ένα παράβολο, χωρίς να γίνεται ειδική μνεία στο δικόγραφο της ανακοπής ή στην κάτω από αυτό καταχωριζόμενη πράξη καταθέσεως του ποιον αφορά, δεν μπορεί να προκύψει ποιον αφορά το παράβολο και η ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 38 33 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 166 η οποία επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι παρότι η κοινή έγερση αγωγών αποτελεί ένδειξη ότι ο ενάγων αναγνωρίζει τα δικαιώματα του ομοδίκου του, ωστόσο δεν έχει νομική αξία και δεν είναι ικανή να θεμελιώσει την απαγόρευση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του αντιδίκου του ομοδίκου του, εφόσον υφίσταται για κάτι τέτοιο έννομο συμφέρον. 34 Για λεπτομερή ανάλυση της διάταξης του άρθρου 502 ΚΠολΔ βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μαργαρίτη), 502 σ. 892-893. 35 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 198-203 - Μητσόπουλος, Δ 1979, σ. 168. 36 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 202. 37 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), 75 αριθ. 1 - Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, σ. 348 - Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, αρ. 2695 σ. 895 Στη νομολογία βλ. Α.Π. 12/1996, ΕλλΔνη 1996, σ. 1321-1322. 38 Α.Π. 12/1996, ΕλλΔνη 1996, σ. 1321-1322. 14

δίκης. 42 Στα πλαίσια της αρχής της αυτοτέλειας -που στην περίπτωση της αναίρεσης Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, και η περίπτωση που μια απόφαση θεώρησε εσφαλμένα ότι οι διάδικοι συνδέονται με το δεσμό της αναγκαίας ομοδικίας, ενώ επρόκειτο για απλή, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι οι απολειπόμενοι ομόδικοι αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους και, άρα, δικάζονται κατ αντιμωλία, ενώ θα έπρεπε να δικαστούν ως ωσεί παρόντες. Γεννάται συνακόλουθα το ερώτημα, αν οι εσφαλμένα θεωρηθέντες ως κατ αντιμωλία δικαζόμενοι διάδικοι νομιμοποιούνται να ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας. Η απάντηση που δίνεται με βάση την κρατούσα θεωρία της μείζονος εύνοιας είναι καταφατική, μια και δεν είναι δίκαιο να επωμίζεται ο διάδικος το σφάλμα του δικαστηρίου. 39 4. ΑΝΑΙΡΕΣΗ Η ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση αναίρεσης ρυθμίζεται στη διάταξη του άρθρου 556 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, κάθε απλός ομόδικος μπορεί να ασκήσει αναίρεση αυτοτελώς ή από κοινού με άλλους. 40 Στην περίπτωση της κοινής αναίρεσης από περισσότερους θα πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μεμονωμένα για κάθε απλό ομόδικο, ενώ οι λόγοι αναιρέσεως μπορεί να διαφέρουν. 41 Ακόμη από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3, σύμφωνα με την οποία «Αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους.», προκύπτει με σαφήνεια ότι -παρά την αντίθετη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 2 ΚΠολΔ- ακόμη και στην περίπτωση της απλής ομοδικίας δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή της αιτήσεως αναιρέσεως για συζήτηση μόνο για μερικούς από τους διαδίκους της αναιρετικής ισχύει πλήρως χωρίς εξαιρέσεις- η αναίρεση του ενός απλού ομόδικου δεν ωφελεί τους άλλους. 43 Το αμετάκλητο της αποφάσεως καταλαμβάνει μόνο τον ομόδικο που άσκησε αναίρεση, χωρίς φυσικά να εμποδίζεται να επέλθει το αμετάκλητο ως προς 39 Κονδύλης, Το δεδικασμένον, σ. 98. 40 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 556 αρ. 2 - Ζόμπολας, Η αναίρεση στην πράξη κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (1998), σ. 92. 41 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 216-218. 42 Α.Π 893/2002, ΕλλΔνη 2003, σ. 1279. 43 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 556 αρ. 2. 15

τους υπόλοιπους μη ασκήσαντες αναίρεση απλούς ομοδίκους με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας. 44 Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία «Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη.» σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 74 και 75 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στην απλή ομοδικία η απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη για κάποιον από τους ομοδίκους προσβάλλεται αυτοτελώς κατά το μέρος αυτό με αναίρεση και πριν ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για τους υπόλοιπους ομόδικους. 45 Η παραδοχή αντίθετης άποψης, όπως ορθά είχε επισημανθεί ήδη από την Ολομέλεια Α.Π. 401/1981 46, θα οδηγούσε σε παρέλκυση των σκοπών της απλής ομοδικίας -με πρωταρχικό αυτόν της οικονομίας της δίκης-, καθώς σε περίπτωση απροθυμίας και αδιαφορίας κάποιων διαδίκων να περατώσουν τη δίκη, ο επιμελής ομόδικος δε θα μπορούσε να προστατευθεί, ενόψει της ελλείψεως στην περίπτωση της απλής ομοδικίας διάταξης αντίστοιχης του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ περί αντιπροσώπευσης των απρακτούντων αναγκαίων ομοδίκων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν επιτραπεί η άσκηση αναίρεσης ως προς έναν απλό ομόδικο, αυτό δεν πρόκειται να επηρεάσει δεσμευτικά την έκβαση της δίκης ως προς τον άλλο ομόδικο, για τον οποίο η διαδικασία εκκρεμεί. Επιπλέον, εφόσον σε πρώτη φάση όχι μόνο η ένωση των περισσότερων ανεξάρτητων δικών σε κοινή διαδικασία, αλλά και η άσκηση αναίρεσης από κοινού ή αυτοτελώς, είναι ζητήματα που εναπόκεινται αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των απλών ομοδίκων, είναι από όλες τις πλευρές άστοχο να επιβάλλεται σε δεύτερη φάση να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση ως προς όλους για να μπορέσει να προσβληθεί με αναίρεση. Μια τέτοια θέση θα ήταν 44 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 21. 45 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, σ. 348 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), 75 αριθ. 1 Α.Π. 1501/2005, ΝοΒ 2006, σ. 397 - Α.Π. 651/2004, ΕλλΔνη 2004, σ. 1664-1666 Α.Π. 1540 /2003, ΕλλΔνη 2005, σ. 1704 - Α.Π. 7/2003, ΕλλΔνη 2003, σ. 482 Α.Π. 896/2002, ΕλλΔνη 2003, σ. 1279 Α.Π. 18/2001 Β Τακτική Ολομέλεια, ΕλλΔνη 2002, 75 επ. Ολ. Α.Π. 744/1982, ΝοΒ 1983, σ. 808 επ. Ολ. Α.Π. 902/1982, ΝοΒ 1983, σ. 209-210 Ολ. Α.Π. 401/1981, ΝοΒ 1981, σ. 1557 επ.: Η αντίθετη μειοψηφία, στηριζόμενη αποκλειστικά στη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 553 παρ. 1 εδ. β, διατύπωσε την άποψη ότι αναίρεση κατά οριστικής αποφάσεως που δεν περατώνει τελεσίδικα τη δίκη ως προς όλους τους ομοδίκους προβλέπεται εξαιρετικά στο νόμο μόνο για την περίπτωση της συνεκδίκασης αγωγής και ανταγωγής. Σύμφωνα, επομένως, με τη γνώμη δέκα μελών του δικαστηρίου που μειοψήφησαν, αν ο νομοθέτης επιθυμούσε την επέκταση της εξαιρέσεως και για την περίπτωση της απλής ομοδικίας θα το όριζε ρητά. 46 Ολ. Α.Π. 401/1981, ΝοΒ 1981, σ. 1557 επ.. 16

ιδιαίτερα άδικη και επαχθής λ.χ. για έναν απλό ομόδικο-οφειλέτη που δεν θα μπορεί να εναντιωθεί στην εκτελούμενη τελεσίδικη απόφαση με αναίρεση, μέχρι να καταστεί η απόφαση τελεσίδικη και ως προς τους λοιπούς ομοδίκους. 47 5. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Η ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση αναψηλάφησης ρυθμίζεται αντίστοιχα στη διάταξη του άρθρου 542 ΚΠολΔ, όπου κατά βάση ισχύουν αναφορικά με την απλή ομοδικία όσα εκτέθηκαν παραπάνω και για τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης. 48 Συγκεκριμένα, ενόψει της ύπαρξης περισσότερων ανεξάρτητων και αυτοτελών δικών ενωμένων σε κοινή διαδικασία κάθε απλός ομόδικος μπορεί να ασκήσει αναψηλάφηση αυτοτελώς ή από κοινού με άλλους, ενώ οι προϋποθέσεις του παραδεκτού θα πρέπει να πληρούνται μεμονωμένα για κάθε ομόδικο. Η απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη για κάποιον απλό ομόδικο μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς κατά το μέρος αυτό με αναψηλάφηση και πριν ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για τους υπόλοιπους ομοδίκους, ενώ σε κάθε περίπτωση η αναψηλάφηση που ασκεί ένας απλός ομόδικος δεν μπορεί να ωφελήσει τους υπολοίπους. 49 Β. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΕΦΕΣΗ Από το συνδυασμό των διατάξεων 74, 516 και 517 εδ. α ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η έφεση του εκκαλούντος-αντιδίκου δεν είναι ανάγκη να στρέφεται κατά όλων των απλών ομοδίκων της πρωτόδικης δίκης, αλλά απευθύνεται μόνο εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών εκτιμά ότι έχει έννομο συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της πρωτόδικης απόφασης. 50 Ο εκκαλών δεν εμποδίζεται, φυσικά, έχοντας ασκήσει έφεση κατά ενός ομοδίκου, να ασκήσει δεύτερη έφεση κατά ενός άλλου ομοδίκου, η οποία στρεφόμενη κατά της ίδιας 47 Βλ. παρατηρήσεις Μπέη στην Ολ.Α.Π. 401/1981, σ. 320-321. 48 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 542 αρ. 1. 49 Μπρακατσούλας, Έφεση και αναψηλάφηση, σ. 331. 50 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 213 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 517 αρ. 5 - Πατεράκης, ΝοΒ 1989, σ. 552 Σαμουήλ, Η έφεση, αρ. 336 σ. 147 Στη νομολογία βλ. Εφ.Πειρ. 904/2001, Αρμ. 2002, σ. 912-913 Εφ.Θεσ. 942/1995, ΕλλΔνη 1996, σ. 367-368. 17

αποφάσεως θα συνεκδικασθεί με την πρώτη. Ο εκκαλών δικαιούται επίσης να καταθέσει κοινό δικόγραφο έφεσης και να επικαλεσθεί διαφορετικούς λόγους έφεσης για καθένα από τους εφεσίβλητους απλούς ομοδίκους. 51 Στα πλαίσια, όμως, της παθητικής νομιμοποίησης σε σύνθετες δίκες γεννάται περαιτέρω το ακόλουθο ερώτημα, η απάντηση στο οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και μεθοδικότητας στην ανάλυση: ο απλός ομόδικος έχει έννομο συμφέρον να απευθύνει την έφεσή του κατά των ομοδίκων του στην πρωτόδικη δίκη; Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι καταρχήν αρνητική και είναι στενά συνυφασμένη με τον αποκλεισμό του ουσιαστικού δεδικασμένου στις σχέσεις των ομοδίκων, καθώς 52 : α) Καταρχήν, ενόψει της ύπαρξης περισσότερων ανεξάρτητων δικών ενωμένων απλά σε κοινή διαδικασία, κάθε ομόδικος είναι διάδικος της δικής του δίκης και αντιδικεί με το διάδικο της άλλης πλευράς, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ταυτότητα διαφοράς από αντικειμενική άποψη, όπως ρητά επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ. β) Δεδικασμένο δημιουργείται μόνο μεταξύ των διαδίκων που τελούν σε σχέση αντιδικίας και όχι μεταξύ των ομοδίκων που προασπίζουν κοινά συμφέροντα κατά του αντιδίκου, αφού μόνο η προάσπιση αντίθετων συμφερόντων επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη και υποστήριξη των θέσεων των διαδίκων για τη διασφάλιση μεγαλύτερης πιθανότητας ορθότερης διάγνωσης της διαφοράς. Επί παραδείγματι 53 στη συνήθη περίπτωση όπου ενάγονται από κοινού ως υπαίτιοι για αποζημίωση δύο οδηγοί αυτοκινήτων που προξένησαν ζημία σε τρίτο, αντικείμενο της δίκης είναι μόνο η αξίωση του τρίτου για αποζημίωση και όχι η εξ αναγωγής ευθύνη των ομοδίκων μεταξύ τους, καθώς δεν μπορούν να αντιδικήσουν μεταξύ τους ως προς την ύπαρξη και την έκταση της ευθύνης. Επομένως, η απόφαση που δέχεται κοινή υπαιτιότητα ή ευθύνη ενός μόνο δεν παράγει δεδικασμένο για τις σχέσεις των ομοδίκων μεταξύ τους και, άρα, η έφεση του ενός ομοδίκου κατά του άλλου είναι απαράδεκτη. γ) Επιπρόσθετα δεν υπάρχει ταυτότητα της ιδιότητας με την οποία παρίστανται οι διάδικοι, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, όταν οι πρωτοδίκως δικασθέντες ως ομόδικοι, μετέχουν στη δίκη ενώπιον του εφετείου ως αντίδικοι. 51 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 213-214 - Μπρακατσούλας, Έφεση και αναψηλάφηση, σ. 84. 52 Για τους λόγους αποκλεισμού του ουσιαστικού δεδικασμένου στις σχέσεις των απλών ομοδίκων μεταξύ τους και τις περιπτώσεις που μια τέτοια επέκταση είναι εξαιρετικά δυνατή βλ. Νίκα, Το ουσιαστικόν δεδικασμένον εις τας έναντι αλλήλων σχέσεις των ομοδίκων, Δ 1975, σ. 219 επ - Κονδύλη, Το δεδικασμένον, σ. 306-308. 53 Κονδύλης, Το δεδικασμένον, σ. 308. 18

Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις που αμβλύνονται τα διακριτικά όρια των δικών των απλών ομοδίκων και αλληλοσυγκρούονται τα συμφέροντά τους, με αποτέλεσμα να είναι νοητή η υποβολή έφεσης ενός ομοδίκου κατά του άλλου και συνακόλουθα η ισχύς του ουσιαστικού δεδικασμένου στις σχέσεις των ομοδίκων μεταξύ τους. Ειδικότερα, γίνεται παγίως δεκτό στη θεωρία 54 και τη νομολογία 55 ότι η έφεση που ασκείται από έναν απλό ομόδικο δεν μπορεί να απευθυνθεί κατά των ομοδίκων του που έχουν το ίδιο συμφέρον με αυτόν 56 (και αν απευθυνθεί θα απορριφθεί ως απαράδεκτη 57 ), εκτός αν συντρέχει έννομο συμφέρον, λ.χ. αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει δυσμενείς διατάξεις για τον εκκαλούντα έναντι των ομοδίκων του ή αν απέρριψε αίτηση που υπέβαλε ο ομόδικος κατά άλλου ομοδίκου 58 ή αν ο ομόδικός του συντάχθηκε με τις απόψεις του αντιδίκου 59. Στη θεωρία 60 έχουν επισημανθεί δύο ακόμη περιπτώσεις ισχύς του ουσιαστικού δεδικασμένου στις σχέσεις των ομοδίκων μεταξύ τους: α) αν ο ομόδικος καταστεί καθολικός ή ειδικός διάδοχος του αντιδίκου των ομοδίκων του, με αποτέλεσμα να επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου βάσει της διάταξης του άρθρου 325 ΚΠολΔ, και β) αν η απόφαση που εκδίδεται είναι διαπλαστική (δημιουργική) δικαιώματος και, άρα, αφού ισχύει έναντι πάντων, θα ισχύσει και έναντι των ομοδίκων (λ.χ. 613, 618 ΚΠολΔ). Αντίθετα, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για έφεση κατά ομοδίκου όταν αυτός ομολόγησε στον πρώτο 54 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 212 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 516 αρ. 33, 517 αρ. 5 - Νίκας, Δ 1975, σ. 232-233 - Πατεράκης, ΝοΒ 1989, σ. 552-553 - Σαμουήλ, Η έφεση, αρ. 338 σ. 154, αρ. 346 σ. 157, αρ. 362 σ. 161, αρ. 365 σ. 161-162, αρ. 367 σ. 162 - Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, αρ. 2717 σ. 901, αρ. 2718 σ. 901-902. 55 Α.Π. 1/1993, ΝοΒ 1993, σ. 1062 Α.Π. 1499/1984, ΕλλΔνη 1985, σ. 417 Εφ.Αθ. 7553/2004, ΝοΒ 2005, σ. 694-697 Εφ.Θεσ. 1852/2003, Αρμ. 2004, σ. 1150 επ. Εφ.Δωδ. 323/2001, ΝοΒ 2002, σ. 1285 επ. Εφ.Αθ. 1252/2000, ΕλλΔνη 2000, σ. 1423 Εφ.Θρ. 386/1999, Αρμ. 2000, σ. 1218 επ. Εφ.Θρ. 1666/1998, Αρμ. 1998, σ. 728 επ. με ενημερωτικό σημείωμα Αρβανιτάκη Εφ.Αθ. 9398/1996, ΕλλΔνη 1998, σ. 1630 με ενημερωτικό σημείωμα Πατεράκη Εφ.Αιγαίου 115/1995, ΑρχΝομ 1996, σ. 598-599 Εφ.Αθ. 4485/1993, ΕλλΔνη 1995, σ. 217 επ. Εφ.Θεσ. 1771/1991, ΕλλΔνη 1992, σ. 1236-1237. 56 Η έφεση ενός απλού ομόδικου δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του ομοδίκου του, έστω και αν υπάρχει μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Βλ. Κρητικό, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, αρ. 2717 σ. 901. 57 Σαμουήλ, Η έφεση, αρ. 342 σ. 156 Εφ.Θεσ. 2409/1996, Αρμ. 1996, σ. 1458 επ.. 58 Τέτοια περίπτωση είναι νοητή εφόσον ο απλός ομόδικος άσκησε πρωτοδίκως και πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του αντιδίκου του ομοδίκου του, οπότε και υφίσταται δυνατότητα υποβολής τέτοιας αιτήσεως. Βλ. Νίκα, Δ 1975, σ. 232. 59 Εφ.Αθ. 236/1993, ΕλλΔνη 1993, σ. 1151-1152. 60 Νίκας, Δ 1975, σ. 233. 19

βαθμό, καθώς η ομολογία του δεν δεσμεύει τους άλλους και δεν θεωρείται ως συμπαιγνία με τον κοινό αντίδικο. 61 2. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ Σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από έναν απλό ομόδικο νομιμοποιείται παθητικά ο αντίδικος, όχι όμως και οι απλοί ομόδικοι του ανακόπτοντος, οι οποίοι ενόψει της αρχής της αυτοτέλειας δεν χρειάζεται καν (όπως συμβαίνει στην αναγκαία ομοδικία) να κλητεύονται στη δίκη. Αντίστοιχα, αν ο αντίδικος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας δεν υποχρεούται να την απευθύνει κατά όλων των ομοδίκων. 3. ΑΝΑΙΡΕΣΗ Η παθητική νομιμοποίηση για την άσκηση αναίρεσης ρυθμίζεται στη διάταξη του άρθρου 558 ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία «Η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων τους ή των κληροδόχων τους». Ενώ η διάταξη περιέχει στο δεύτερο εδάφιο ειδική ρύθμιση ως προς τους αναγκαίους ομοδίκους, αντίθετα σιωπά ως προς τους απλούς ομοδίκους. Ειδικότερα, αν η αναίρεση ασκείται από τον αντίδικο των απλών ομοδίκων νομιμοποιούνται παθητικά μόνο εκείνοι, ως προς τους οποίους ο αναιρεσείων έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την εξαφάνιση της απόφασης. 62 Μάλιστα, στα πλαίσια της ύπαρξης περισσότερων ανεξάρτητων δικών ενωμένων σε κοινή διαδικασία, αν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση ως προς έναν ομόδικο, ενώ ως προς τον άλλο λ.χ. κρίθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, η αίτηση αναίρεσης θα απευθυνθεί μόνο εναντίον του πρώτου εξ αυτών. 63 Τέλος, γίνεται δεκτό στη θεωρία 64 και στη νομολογία 65, ότι, αν η αναίρεση ασκείται από έναν απλό ομόδικο, απευθύνεται κατά κανόνα κατά του αντιδίκου του 61 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 516 αρ. 33 - Πατεράκης, ΝοΒ 1989, σ. 553. 62 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 558 αρ. 3. 63 Α.Π. 44/1987, ΕλλΔνη 1988, σ. 284. 64 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 558 αρ. 3 Σαμουήλ, Η έφεση, αρ. 363 και αρ. 364 σ. 161. 20

που νίκησε και όχι κατά των ομοδίκων του που νικήθηκαν επίσης, εκτός αν η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε διάταξη υπέρ ομοδίκου βλαπτική για τον αναιρεσείοντα. 4. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Σε άσκηση αναψηλάφησης νομιμοποιούνται παθητικά 66 όσοι ήταν διάδικοι στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (543 εδ. α ΚΠολΔ). Αν η αναψηλάφηση ασκείται από τον αντίδικο, τότε δεν είναι απαραίτητο να απευθύνεται κατά όλων των απλών ομοδίκων. Αν ασκείται από έναν απλό ομόδικο, τότε νομιμοποιείται παθητικά μόνο ο αντίδικος και όχι οι απλοί ομόδικοι του αιτούντος την αναψηλάφηση, εκτός εάν η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει διάταξη υπέρ των ομοδίκων και εναντίον του αιτούντα. 67 65 Α.Π. 1173/2004, ΕΕΝ 2005, σ. 101-103 Α.Π. 600/2003, ΕλλΔνη 2004, σ. 1027-1028 Α.Π. 688/2003, ΕλλΔνη 2004, σ. 91 Α.Π. 24/1997, Τακτική Ολομέλεια, ΕλλΔνη 1997, σ. 1516-1517 Α.Π. 15/1996, ΝοΒ 1997, σ. 433-434 - Α.Π. 1315/1993, ΕλλΔνη 1994, σ. 1593 επ. Α.Π. 645/1986, ΝοΒ 1987, σ. 545 Ολ Α.Π. 1241/1979, ΝοΒ 1980, σ. 709 επ.. 66 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), 543. 67 Μπρακατσούλας, Έφεση και αναψηλάφηση, σ. 332. 21

ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση ενδίκων μέσων στα πλαίσια της αναγκαίας ομοδικίας θα πρέπει να ερευνάται πάντοτε σε συνάρτηση α) με την αρχή της αντικειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των αναγκαίων ομοδίκων (76 παρ. 1 ΚΠολΔ «οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους»), β) με το πλάσμα αντιπροσώπευσης των απολειπόμενων διαδίκων από τους παριστάμενους (76 παρ. 1 εδ. β) 68, και γ) με την ανάγκη έκδοσης αποφάσεως ομοίου περιεχομένου ως προς όλους τους ομοδίκους, παρά τη ύπαρξη -σύμφωνα με την κρατούσα άποψη 69 - περισσότερων δικών που συνεκδικάζονται και τη δημιουργία χωριστής δικονομικής έννομης σχέσης για καθέναν από τους ομοδίκους έναντι του κοινού αντιδίκου ή των ομοδίκων του αυτοτελώς. Κάθε αναγκαίος ομόδικος μπορεί να ασκεί, όπως και στην περίπτωση της απλής ομοδικίας, τα ένδικα μέσα μόνος του ή από κοινού με τους άλλους, με μόνη 68 Αναφορικά με το πλάσμα αντιπροσώπευσης των απολειπόμενων αναγκαίων ομοδίκων από τους παριστάμενους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η υπ αριθμ. 34/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (ΝοΒ 2006, σ. 714-715). Από παραδρομή στο διατακτικό της εκκαλούμενης πρωτόδικης απόφασης ο απολειπόμενος αναγκαίος ομόδικος εμφανίζεται ως αντιμωλία με τους λοιπούς διαδίκους δικαζόμενος, μολονότι στο εισαγωγικό μέρος της αποφάσεως και στα ταυτάριθμα με αυτήν πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έχει ορθώς καταγραφεί η απουσία του, γεγονός που συνομολογήθηκε και από όλους τους διαδίκους στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε ότι «Η παραπάνω παραδρομή της εκκαλουμένης αποφάσεως υπήρξε πάντως χωρίς συνέπειες για τη διαδικαστική πορεία της δίκης, αφού μεταξύ των καθ ών η ανακοπή υφίστατο αναγκαστική ομοδικία λόγω της φύσεως της διαφοράς που επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ( ). Έτσι κατά το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ ο απών πρωτοδίκως δεύτερος των καθ ων η ανακοπή έπρεπε κανονικά να θεωρηθεί εκπροσωπούμενος από τον πρώτο αυτών, δηλαδή δικονομικά (πλασματικά) παρών, οπότε όμως το αποτέλεσμα της πρωτοβάθμιας δίκης θα ήταν και πάλι το αυτό». 69 Υπέρ της κρατούσας άποψης της συνεκδίκασης περισσότερων δικών μεταξύ των οποίων υπάρχει στενή αλληλεξάρτηση λόγω των σκοπών που επιδιώκει η αναγκαία ομοδικία βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 20-22, 162 επ., 219 επ. η ίδια, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, αρ. 196 σ. 9, αρ. 204 σ. 18 Μητσόπουλο, Δ 1979, σ. 172-173 Υπέρ της άποψης ότι οι αναγκαίοι ομόδικοι απεικονίζουν έναν ενιαίο διάδικο βλ. Νίκα, Δ 1975, σ. 228-232 τον ίδιο, Ο δικαστικός συμβιβασμός, 1984, σ. 99-104 - τον ίδιο, Πολιτική Δικονομία Ι, σ. 352 Εφ.Αθ. 1998/2001, ΕλλΔνη 2001, σ. 1412-1413. Για περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία αναφορικά με τις δύο απόψεις βλ. Αρβανιτάκη, Οι διάδικοι στην πολιτική και διοικητική δίκη, σ. 57 υποσημείωση 117. 22

μέσων. 72 Η άσκηση ενδίκου μέσου από έναν αναγκαίο ομόδικο επιφέρει αναστολή των διαφορά ότι όπως προβλέπεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔ «Η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους έχει αποτελέσματα και για τους άλλους». Η αρχή του άρθρου 76 παρ. 4, η οποία αποτελεί συνέπεια της αρχής της αντικειμενικής ενέργειας των πράξεων των αναγκαίων ομοδίκων και της αρχής της αντιπροσώπευσης, απονέμει τόσο το δυσμενές, όσο και το ευμενές αποτέλεσμα της ασκήσεως του ενδίκου μέσου στον αδρανήσαντα αναγκαίο ομόδικο και εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα ένδικα μέσα. Με την άσκηση ενδίκου μέσου από κάποιον αναγκαίο ομόδικο καθίστανται διάδικοι και οι υπόλοιποι ομόδικοι, έστω και αν αυτοί δεν μπορούν πια να το ασκήσουν παραδεκτά λ.χ. έχει παρέλθει ως προς αυτούς η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου. 70 Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 110 παρ. 2 και 76 παρ. 3 ΚΠολΔ οι αδρανήσαντες αναγκαίοι ομόδικοι κλητεύονται υποχρεωτικά -επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως ως προς όλους- στη συζήτηση του ενδίκου μέσου. 71 Επομένως, η τελεσιδικία και το αμετάκλητο επέρχονται, μόνον εφόσον όλοι οι αναγκαίοι ομόδικοι απώλεσαν το δικαίωμα ασκήσεως των σχετικών ενδίκων προθεσμιών αυτοτελούς προσβολής της απόφασης από τους υπόλοιπους αναγκαίους ομόδικους 73, ενώ αν τυχόν ασκηθεί μεταγενέστερα εμπρόθεσμα ένδικο μέσο από άλλο ομόδικο αυτό καθίσταται καταρχήν ανενεργό και αποκτά σημασία μόνο εάν απορριφθεί το πρώτο ως απαράδεκτο. 74 Στη νομολογία, όμως, και χαρακτηριστικά στην υπ αριθμ. 1107/2003 75 απόφαση του Α.Π. επισημαίνεται ότι «η αρχή αυτή κάμπτεται, όταν δικαιολογείται έννομο συμφέρον προς άσκηση αυτοτελώς ενδίκου μέσου από άλλον αναγκαίο ομόδικο, όπως συμβαίνει όταν προβάλλονται με 70 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 286-287 η ίδια, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, αρ. 227 σ. 58 - Μητσόπουλος, Δ 1979, σ. 201-202 - Κονδύλης, Το δεδικασμένον, σ. 103-104 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), 76 αρ. 6 - Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, σ. 362. 71 Κονδύλης, Το δεδικασμένον, σ. 104 Μητσόπουλος, Δ 1979, σ. 201-202 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), 76 αρ. 6 Α.Π. 1171/2001, ΕλλΔνη 2002, σ. 440 Α.Π. 214/1998, ΕλλΔνη 1998, σ. 1320 - Α.Π. 1406/1996, Δ 28, σ. 461 Εφ.Αθ. 6550/2003, ΕλλΔνη 2004, σ. 584 Εφ.Αθ. 892/2002, ΕλλΔνη 2005, σ. 904. 72 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 287-288 - Κονδύλης, Το δεδικασμένον, σ. 103-104 - Πίψου, Αρμ. 1988, σ. 184-185 - Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), 76 αρ. 6 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, σ. 361-362 - Μακρίδου, Η σιωπηρή αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ, σ. 203. 73 Τσικρικάς, Προϋποθέσεις και συνέπειες της ασκήσεως ενδίκων μέσων στο πλαίσιο της αναγκαστικής ομοδικίας, Δ 1996, σ. 79. 74 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 285-286 - Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, σ. 362. 75 Α.Π. 1107/2003, ΕλλΔνη 2005, σ. 159-160. 23